ΑΠΟΦΑΣΗ
Γ. Κ. κατά Κύπρου της 21.02.2023 (αρ. προσφ. 16205/21)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Διαταγή των εγχώριων δικαστηρίων για επιστροφή ανήλικου παιδιού από την Κύπρο στις ΗΠΑ σύμφωνα με τη Σύμβαση της Χάγης.
Η προσφεύγουσα μετακόμισε στην Κύπρο μαζί με το ανήλικο παιδί της χωρίς να ενημερώσει τον πατέρα. Η επιμέλεια ασκούνταν από κοινού και από τους δύο γονείς πριν από τη μετακόμιση.
Ενδελεχής εξέταση των αντιρρήσεων της προσφεύγουσας για την επιστροφή του παιδιού σύμφωνα με τη Σύμβαση της Χάγης, συμπεριλαμβανομένων ισχυρισμών για βία που διαπράχθηκε από τον πατέρα και για δημιουργία de facto κατάστασης με την διαμονή του παιδιού στην Κύπρου για σημαντικό χρόνο λόγω καθυστέρησης των δικαστικών διαδικασιών. Δεν έγινε εξέταση του παιδιού στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο επειδή ήταν μόλις τριών ετών.
Κατά το Δικαστήριο του Στρασβούργου η καθυστέρηση των διαδικασιών, αν και δεν ήταν δικαιολογημένη, εντούτοις δεν συνιστούσε δυσανάλογη παρέμβαση στα δικαιώματα της προσφεύγουσας, καθώς έγινε δίκαιη στάθμιση και εξισορρόπηση με το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού. Σύμφωνα με το Δικαστήριο οι μελλοντικές σχέσεις μεταξύ γονέα και παιδιού δεν μπορούν να καθορίζονται από την απλή παρέλευση του χρόνου αλλά απαιτούνται και άλλα στοιχεία.
Το ΕΔΔΑ δεν διαπίστωσε παραβίαση του σεβασμού της οικογενειακής ζωής (άρθρο 8 της ΕΣΔΑ).
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 8
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Η προσφεύγουσα, κάτοικος Λεμεσού Κύπρου, μετακόμισε το 2011 στη Νέα Υόρκη για να σπουδάσει. Στις 25 Απριλίου 2016 παντρεύτηκε Αμερικανό υπήκοο, τον C.T.G. Ο γιος τους, Αμερικανός πολίτης, γεννήθηκε εκεί στις 15 Οκτωβρίου 2016. Η οικογένεια ζούσε μαζί σε ένα διαμέρισμα στη Νέα Υόρκη. Αμφότεροι οι γονείς ασκούσαν από κοινού το δικαίωμα επιμέλειας, καθώς και άλλα συναφή δικαιώματα και υποχρεώσεις επί του τέκνου σύμφωνα με το δίκαιο των ΗΠΑ. Στις 6 Οκτωβρίου 2017 η προσφεύγουσα υπέβαλε μήνυση για ενδοοικογενειακή βία κατά του συζύγου της, στις αρμόδιες αρχές των ΗΠΑ. Ισχυρίστηκε, ουσιαστικά, ότι είχε γίνει κτητικός και ελεγκτικός, είχε ξεσπάσματα θυμού, την υποτίμησε και την ταπείνωσε. Στη συνέχεια, άσκησε αγωγή για οικογενειακό αδίκημα στο Οικογενειακό Δικαστήριο της Πολιτείας της Νέας Υόρκης, ζητώντας δικαστική προστασία.
Την ίδια ημέρα η προσφεύγουσα και το παιδί εγκατέλειψαν το διαμέρισμα στο οποίο διέμεναν και μετακόμισαν σε άλλο ασφαλές σπίτι.
Στις 11 Οκτωβρίου 2017, το Οικογενειακό Δικαστήριο της Νέας Υόρκης εξέδωσε προσωρινή διαταγή με την οποία απαγόρευε στον πατέρα να πλησιάζει και να έρχεται σε επαφή με την προσφεύγουσα και το παιδί. Στις 25 Οκτωβρίου 2017, η μητέρα και το παιδί, με τη βοήθεια των κυπριακών αρχών, οι οποίες είχαν εν τω μεταξύ χορηγήσει στο τελευταίο κυπριακή υπηκοότητα και διαβατήριο, εγκατέλειψαν τις ΗΠΑ για την Κύπρο. Το παιδί ήταν τότε ενός έτους. Στις 31 Οκτωβρίου 2017, το Οικογενειακό Δικαστήριο της Νέας Υόρκης απέρριψε την αγωγή της προσφεύγουσας, καθώς η ίδια δεν εμφανίστηκε στο δικαστήριο λόγω προβαλλόμενης ασθένειας. Τον Αύγουστο του 2018 ο πατέρας ενημερώθηκε για το πού βρισκόταν το παιδί κατόπιν έρευνας που διεξήγαγαν ιδιωτικοί ντετέκτιβ που είχε προσλάβει.
Στις 18 Σεπτεμβρίου 2018 ο πατέρας εξουσιοδότησε την Κεντρική Αρχή των ΗΠΑ να υποβάλει αίτηση στην Κεντρική Αρχή της Κύπρου που είναι αρμόδια για την εφαρμογή της Σύμβασης της Χάγης για να ζητήσει την επιστροφή του παιδιού. Το αίτημα περιήλθε στην Κεντρική Αρχή της Κύπρου την 1η Οκτωβρίου 2018.
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗΣ
Α. Αίτηση υπ’ αριθμ. 24/2019 ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου της Πάφου
Στις 7 Φεβρουαρίου 2019 η Κεντρική Αρχή της Κύπρου υπέβαλε αίτηση (αρ. 24/2019) στο Οικογενειακό Δικαστήριο Πάφου ζητώντας την επιστροφή του παιδιού στον τόπο συνήθους διαμονής του, δηλαδή στις ΗΠΑ («κύρια αίτηση»). Η κύρια αίτηση συνοδευόταν από ένορκη βεβαίωση κοινωνικού λειτουργού της Κεντρικής Αρχής Κύπρου. Ο πατέρας, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από δικηγόρο, συμμετείχε στη διαδικασία ως «ενδιαφερόμενο μέρος».
Στις 29 Μαρτίου 2019 η προσφεύγουσα υπέβαλε ένσταση κατά της κύριας αίτησης. Υποστήριξε, μεταξύ άλλων, ότι τα αμερικανικά δικαστήρια είχαν εκδώσει προσωρινή διαταγή που απαγόρευε στον πατέρα να επικοινωνήσει μαζί της και με το παιδί λόγω της βίαιης συμπεριφοράς του. Ο πατέρας είχε επίσης ποινικό μητρώο στο Οχάιο, όπου είχε μεγαλώσει. Υπήρχε σοβαρός κίνδυνος η επιστροφή του παιδιού να το εκθέσει σε σωματική ή ψυχολογική βλάβη και να το φέρει σε δυσμενή κατάσταση. Υποστήριξε τον ισχυρισμό αυτό με έγγραφο από το οποίο προέκυπτε ότι το παιδί λάμβανε προσχολική εκπαίδευση από τις 4 Δεκεμβρίου 2017. Ισχυρίστηκε ότι είχε αναπτύξει φιλίες στο σχολείο και είχε εξοικειωθεί πλήρως με το περιβάλλον. Προσκόμισε επίσης αποδεικτικά στοιχεία ότι το παιδί συμμετείχε σε δραστηριότητες προσχολικής ηλικίας, όπως μαθήματα ιππασίας και τέχνης. Υποστήριξε επίσης ότι το παιδί είχε αναπτύξει κοινωνικούς και συναισθηματικούς δεσμούς με την Κύπρο, που ήταν η συνήθης διαμονή του, και ότι η μητρική του γλώσσα ήταν η ελληνική. Το παιδί θα κινδύνευε από τον πατέρα του, ο οποίος ήταν, μεταξύ άλλων, βίαιος και επιθετικός.
Στις 31 Ιουλίου 2019, το δικαστήριο επέτρεψε στον πατέρα να ορκιστεί και να καταθέσει συμπληρωματική ένορκη βεβαίωση, κρίνοντας ότι είχε άμεση γνώση των πραγματικών περιστατικών και έπρεπε να του δοθεί η δυνατότητα να εκθέσει τη θέση του και να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία που δεν βρίσκονται στην κατοχή και τη σφαίρα γνώσης της κεντρικής αρχής.
Στις 24 Σεπτεμβρίου 2019 ο πατέρας κατέθεσε τη συμπληρωματική ένορκη κατάθεσή του. Υποστήριξε, μεταξύ άλλων, ότι δεν ήταν βίαιος έναντι της προσφεύγουσας. Αντιθέτως, είχε φροντίσει την ίδια και το παιδί ως μοναδικός προστάτης της οικογένειας. Υποστήριξε ότι θα μπορούσε να φροντίσει το παιδί στις ΗΠΑ δεδομένου ότι είχε μια σταθερή δουλειά εκεί καθώς και το διαμέρισμα όπου ζούσαν πριν από τη μετακόμιση μητέρας και παιδιού. Το παιδί είχε επίσης υγειονομική κάλυψη και παιδίατρο στις ΗΠΑ. Υποστήριξε αυτούς τους ισχυρισμούς, μεταξύ άλλων, με φωτογραφίες, αντίγραφα γραπτών μηνυμάτων μεταξύ αυτού και της προσφεύγουσας και με ένορκες καταθέσεις από φίλους, πελάτες και άλλους. Έδωσε επίσης στο δικαστήριο μια επιστολή από το Εθνικό Κέντρο για τα Εξαφανισμένα και Κακοποιημένα Παιδιά επιβεβαιώνοντας ότι θα μπορούσαν να βοηθήσουν στην ομαλή επιστροφή και μετάβαση του παιδιού στις ΗΠΑ.
Στις 11 Νοεμβρίου 2019, όταν ορίστηκε δικάσιμος για την εκδίκαση της υπόθεσης, η προσφεύγουσα ζήτησε αναβολή και ενημέρωσε το δικαστήριο ότι είχε ζητήσει άδεια να καταθέσει συμπληρωματική ένορκη βεβαίωση για να απαντήσει στην ένορκη κατάθεση του πατέρα και να προσκομίσει περαιτέρω αποδεικτικά στοιχεία προς στήριξη της αρχικής ένστασής της. Συγκεκριμένα, θέλησε να προσκομίσει, μεταξύ άλλων, πρακτικό από το οποίο να προκύπτει ότι ο πατέρας είχε προηγούμενες καταδίκες για παράνομη συμπεριφορά και κατοχή ναρκωτικών ουσιών, καθώς και έκθεση παιδοψυχολόγου με ημερομηνία 20 Μαΐου 2019. Η ψυχολόγος είχε εξετάσει το παιδί στις 16 Μαΐου 2019 και ανέφερε ότι ήταν πλήρως ενταγμένο στο οικογενειακό του περιβάλλον στην Κύπρο και είχε στενή σχέση με τους παππούδες και τις θείες του. Η έκθεση κατέληγε στο συμπέρασμα ότι ο χωρισμός του παιδιού από τη μητέρα και το περιβάλλον του σε αυτό το στάδιο της ανάπτυξής του θα ήταν πιθανό να του προκαλέσει ψυχολογική βλάβη. Έγινε σύσταση το παιδί να έχει επαφή με τον πατέρα, αλλά αυτή να λαμβάνει χώρα στο περιβάλλον του παιδιού. Λόγω της βίαιης συμπεριφοράς του πατέρα και των διαταγών εναντίον του για την προστασία της προσφεύγουσας και του παιδιού, η γνώμη της ψυχολόγου ήταν ότι οι επισκέψεις αυτές έπρεπε να ελέγχονται.
Στις 13 Νοεμβρίου 2019, κατόπιν αιτήματος των εκπροσώπων αμφοτέρων των διαδίκων, η διαδικασία άρχισε με την κατ’ αντιμωλία εξέταση του πατέρα. Στη συνέχεια, ο συνήγορός του δήλωσε ότι δεν επιθυμούσε να εξετάσει κατ’ αντιμωλία την προσφεύγουσα. Το δικαστήριο αποφάσισε να μην ακούσει το παιδί λόγω του νεαρού της ηλικίας του – τριών ετών τότε – και της επιθυμίας της προσφεύγουσας να μην συμμετάσχει αυτό στη διαδικασία.
Στις 10 Ιανουαρίου 2020, μετά από ακρόαση που πραγματοποιήθηκε στις 26 Νοεμβρίου 2019, το δικαστήριο απέρριψε την προσωρινή αίτηση της προσφεύγουσας για την υποβολή συμπληρωματικής ένορκης βεβαίωσης. Έκρινε ότι δεν προέβαλε κανέναν σοβαρό λόγο – όπως απαιτεί η εθνική νομολογία – για να επιτρέψει την κατάθεση συμπληρωματικής ένορκης βεβαίωσης και ότι δεν προβλήθηκαν νέα γεγονότα που να χρήζουν απόδειξης. Η αποδοχή του αιτήματος της προσφεύγουσας θα οδηγούσε σε απαράδεκτα παρατεταμένες διαδικασίες, όπου και τα δύο μέρη θα επιδίωκαν να υποβάλουν συμπληρωματικές ένορκες βεβαιώσεις για να απαντήσουν στους ισχυρισμούς του άλλου προσώπου, εκτροχιάζοντας ολόκληρη τη διαδικασία, κατά παράβαση της Σύμβασης της Χάγης. Όσον αφορά την έκθεση παιδοψυχολόγου και το ποινικό μητρώο του πατέρα, το δικαστήριο έκρινε ότι αυτά συνιστούσαν, κατ’ ουσίαν, επανάληψη των ισχυρισμών που περιλαμβάνονταν στην ένσταση της προσφεύγουσας. Επισήμανε επίσης ότι η προσφεύγουσα ουδέποτε εξήγησε τους λόγους για τους οποίους δεν είχε υποβάλει τις πληροφορίες αυτές μαζί με την ένστασή της σε προγενέστερη ημερομηνία, δεδομένου ότι είχε ήδη εκφράσει την πρόθεσή της να το πράξει δύο φορές, στις 31 Ιουλίου και στις 24 Σεπτεμβρίου 2019. Σε κάθε περίπτωση, το δικαστήριο σημείωσε ότι η προσφεύγουσα είχε την ευκαιρία να εξετάσει εκτενώς τον πατέρα και να του παρουσιάσει τη θέση της.
Στις 19 Φεβρουαρίου 2020 οι διάδικοι υπέβαλαν γραπτώς τα επιχειρήματά τους ενώπιον του δικαστηρίου. Η υπόθεση ορίστηκε για διευκρινίσεις στις 17 Μαρτίου 2020, αλλά αργότερα αναβλήθηκε λόγω της πανδημίας Covid-19, καθώς το δικαστήριο δεν έκρινε την υπόθεση επείγουσα. Τελικά, στις 27 Μαΐου 2020, ερήμην των διαδίκων, το δικαστήριο έκρινε ότι, αφού εξέτασε τα γραπτά επιχειρήματά τους, η παρουσία τους στο δικαστήριο ήταν περιττή. Ως εκ τούτου, επιφυλάχθηκε να αποφανθεί.
Στις 21 Ιανουαρίου 2021 το δικαστήριο εξέδωσε την απόφασή του επί της κύριας αίτησης. Συνολικά, έκρινε ότι ο πατέρας ήταν αξιόπιστος μάρτυρας, του οποίου η μαρτυρία ήταν συνεπής, πειστική και υποστηριζόμενη από σχετικά αποδεικτικά στοιχεία. Τα περισσότερα από τα στοιχεία που προσκόμισε παρέμεναν αδιαμφισβήτητα. Αντιθέτως, διαπίστωσε ότι η προσφεύγουσα δεν ήταν αξιόπιστη. Η δική της εκδοχή των γεγονότων ήταν γενική, ασαφής και συγκεχυμένη. Σε μια προσπάθεια να πείσει το δικαστήριο για τη θέση και τις πράξεις της, είχε πέσει σε αντιφάσεις. Ως εκ τούτου, το δικαστήριο έκρινε ότι δεν είχε εκπληρώσει το αυξημένο βάρος απόδειξης που φέρει το πρόσωπο που αντιτίθεται στην επιστροφή και ότι δεν είχε αποδείξει κανένα από τα μέσα άμυνας που προβλέπει η Σύμβαση της Χάγης.
Το δικαστήριο αρνήθηκε να εφαρμόσει το άρθρο 13 στ. β της εν λόγω Σύμβασης, βασιζόμενο στο σκεπτικό του. Τέλος, εξέτασε αν το παιδί είχε εγκατασταθεί στο νέο του περιβάλλον σύμφωνα με το άρθρο 12 της Σύμβασης της Χάγης και έκρινε ότι δε θα αντιμετώπιζε πρόβλημα ως προς την ένταξη και προσαρμογή του στις ΗΠΑ, δεδομένου του νεαρού της ηλικίας του. Το δικαστήριο διέταξε, μεταξύ άλλων, την άμεση επιστροφή του παιδιού στον τόπο συνήθους διαμονής του, δηλαδή στις ΗΠΑ, και την παράδοσή του στην κεντρική αρχή της Κύπρου, στους εκπροσώπους της, σε πρόσωπο που ενεργεί για λογαριασμό της ή στον πατέρα έως τις 12 το μεσημέρι της 10 Φεβρουαρίου 2021, προκειμένου να μεριμνήσει για τη μεταφορά του εκεί.
Β. Έφεση υπ’ αριθμ. 1/2021 ενώπιον του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου
Στις 4 Φεβρουαρίου 2021 η προσφεύγουσα άσκησε έφεση ενώπιον του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου. Στις 10 Φεβρουαρίου 2021, κατόπιν αιτήματός της, το δικαστήριο οικογενειακών διαφορών διέταξε την αναστολή εκτέλεσης της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου μέχρι το πέρας της κατ’ έφεση διαδικασίας.
Στις 19 Μαρτίου 2021, το Δικαστήριο Οικογενειακών Διαφορών επικύρωσε την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου στο σύνολό της και απέρριψε την έφεση.
Συγκεκριμένα, εξετάζοντας εάν το παιδί ήταν ήδη εγκατεστημένο στην Κύπρο κατά την έννοια του άρθρου 12 παράγραφος 2 της Σύμβασης της Χάγης, το Οικογενειακό Δικαστήριο επανέλαβε τα πορίσματα του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. Επιπλέον, επισήμανε ότι η ημερομηνία έναρξης της προθεσμίας ήταν η ημερομηνία της παράνομης μετακίνησης του παιδιού, ήτοι η 25η Οκτωβρίου 2017, ενώ η λήξη της προθεσμίας ήταν η ημερομηνία έναρξης της διαδικασίας, ήτοι η 7η Φεβρουαρίου 2019, και όχι η ημερομηνία έκδοσης της απόφασης, όπως είχε προτείνει η προσφεύγουσα. Το δικαστήριο εξήγησε ότι, σε αντίθετη περίπτωση, οι απαχθέντες γονείς θα μπορούσαν να επωφεληθούν από τις καθυστερήσεις που θα μπορούσαν να έχουν δημιουργήσει στη διαδικασία.
Στο πλαίσιο αυτό, το δικαστήριο σημείωσε ότι η καθυστέρηση στην πρωτοβάθμια διαδικασία ήταν μακρά και αδικαιολόγητη, κατά παράβαση των υποχρεώσεων του κράτους βάσει της Σύμβασης της Χάγης, λόγω του αναποτελεσματικού τρόπου χειρισμού της διαδικασίας από το δικαστήριο και των ενεργειών της προσφεύγουσας. Σε σχέση με το τελευταίο, το δικαστήριο σημείωσε ότι στις 11 Νοεμβρίου 2019, όταν η υπόθεση είχε οριστεί για ακρόαση, η προσφεύγουσα είχε υποβάλει αίτηση στο δικαστήριο, ζητώντας να της επιτραπεί να υποβάλει συμπληρωματική ένορκη βεβαίωση, παρόλο που είχε κάθε ευκαιρία να το πράξει σε προγενέστερη ημερομηνία. Το δικαστήριο σημείωσε επίσης ότι ο δικηγόρος της είχε δηλώσει στις 14 Μαΐου 2019 ότι δεν θα υποβάλει τέτοιο αίτημα. Ως εκ τούτου, το δικαστήριο έκρινε ότι τόσο ο τρόπος υποβολής της αίτησης όσο και ο χρόνος υποβολής της υποδηλώνουν κατάχρηση της διαδικασίας από την οποία η προσφεύγουσα δεν θα έπρεπε να επωφεληθεί.
Όσον αφορά την απόρριψη της αίτησης της προσφεύγουσας για την υποβολή συμπληρωματικής ένορκης βεβαίωσης, το δικαστήριο έκρινε ότι δεν υπήρχε λόγος να παρέμβει στις διαπιστώσεις του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. Σημείωσε επίσης ότι σε μια προσπάθεια να πείσει το δικαστήριο ότι η προσφεύγουσα είχε ισχυρό δεσμό με το παιδί – κάτι που το δικαστήριο δεν αμφισβήτησε – ο δικηγόρος της είχε υποστηρίξει ότι μια τέτοια σχέση δεν χρειαζόταν απόδειξη και ότι η έκθεση ενός παιδοψυχολόγου θα «αποδείκνυε το προφανές».
Στη συνέχεια, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο οικογενειακών διαφορών επικύρωσε τις αποφάσεις που εξέδωσε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αλλάζοντας μόνο την ημερομηνία παράδοσης του παιδιού για 29 Μαρτίου 2021.
Στις 26 Μαρτίου 2021 η προσφεύγουσα ζήτησε από το ΕΔΔΑ να προτείνει στην Κυβέρνηση προσωρινά μέτρα σύμφωνα με τον κανόνα 39 του Κανονισμού του Δικαστηρίου. Στις 29 Μαΐου 2021 το Δικαστήριο αποφάσισε να μην εφαρμόσει τον κανόνα 39.
Το παιδί παραδόθηκε στις κυπριακές αρχές κατά την τελευταία αυτή ημερομηνία και τελικά επιστράφηκε στις ΗΠΑ.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Α. Ισχυρισμοί των διαδίκων
Η προσφεύγουσα ισχυρίστηκε ότι η απόφαση επιστροφής του παιδιού στις ΗΠΑ δεν βασίστηκε σε ορθή αξιολόγηση όλων των περιστάσεων της υπόθεσης και των κινδύνων που ενέχουν για το παιδί, όπως απαιτείται από τη Σύμβαση της Χάγης και δεν είχε λάβει υπόψη το υπέρτατο συμφέρον του παιδιού σύμφωνα με το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ. Τα επιχειρήματά της επικεντρώθηκαν κυρίως στην εξέταση από τα εθνικά δικαστήρια των εξαιρέσεων που προβλέπονται στα άρθρα 12 και 13 της Σύμβασης της Χάγης. Στο πλαίσιο αυτό, τόνισε ότι απορρίπτοντας την προσωρινή αίτησή της για την υποβολή συμπληρωματικής ένορκης βεβαίωσης, τα δικαστήρια αρνήθηκαν να εξετάσουν, πόσο μάλλον να αξιολογήσουν ή να εξισορροπήσουν, αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τα άρθρα 12 και 13 της εν λόγω Σύμβασης, ενώ δεν ζήτησαν τις απόψεις του παιδιού επί του θέματος. Η προσφεύγουσα υποστήριξε επίσης ότι η διαδικασία δεν ήταν ταχεία. Αρνήθηκε την ευθύνη για οποιαδήποτε καθυστέρηση εκ μέρους της.
Η Κυβέρνηση δέχθηκε ότι η απόφαση με την οποία διατάχθηκε η επιστροφή του παιδιού στις ΗΠΑ συνιστούσε επέμβαση στο δικαίωμα της προσφεύγουσας βάσει του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ. Εντούτοις, η επέμβαση αυτή ήταν σύμφωνη με τον νόμο, ήτοι με τη Σύμβαση της Χάγης, επιδίωκε θεμιτό σκοπό, ήτοι την προστασία των δικαιωμάτων του παιδιού, και ήταν αναγκαία εν προκειμένω. Τα εθνικά δικαστήρια είχαν ερμηνεύσει και εφαρμόσει τις διατάξεις της Σύμβασης της Χάγης και της ΕΣΔΑ επαρκώς με βάση τα αποδεικτικά στοιχεία που είχαν ενώπιόν τους, παρέχοντας παράλληλα λεπτομερή αιτιολόγηση σχετικά με τους αντίστοιχους κινδύνους. Η προσφεύγουσα είχε ακουστεί στο ακροατήριο, είχε επαρκή χρόνο για να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία στα δικαστήρια προς υποστήριξη των ισχυρισμών της και είχε επίσης την ευκαιρία να εξετάσει κατ’ αντιπαράσταση τον πατέρα για να εγείρει ζητήματα σχετικά με την υποτιθέμενη βίαιη συμπεριφορά του και να αμφισβητήσει τους ισχυρισμούς του γενικά. Όσον αφορά τη διάρκεια της διαδικασίας, η Κυβέρνηση υποστήριξε ότι η προσφεύγουσα είχε συμβάλει σημαντικά στην καθυστέρηση, καθώς είχε αποφασίσει πολύ αργά στη διαδικασία να επιδιώξει να προσκομίσει περαιτέρω αποδεικτικά στοιχεία, περιπλέκοντάς τα. Επιπλέον, οι αρχές δικαιολόγησαν την καθυστέρηση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου στην έκδοση της απόφασής του επικαλούμενες τις εξαιρετικές και απρόβλεπτες συνέπειες της πανδημίας COVID-19.
Β. Εκτίμηση του Δικαστηρίου
α) Γενικές αρχές
Το Δικαστήριο επανέλαβε τις γενικές αρχές όσον αφορά τη σχέση μεταξύ της ΕΣΔΑ και της Σύμβασης της Χάγης, το πεδίο εφαρμογής της εξέτασης από το Δικαστήριο των διεθνών αιτήσεων απαγωγής παιδιών και το υπέρτατο συμφέρον του παιδιού, όπως ορίζονται στην απόφαση του Τμήματος Ευρείας Σύνθεσης στην υπόθεση X. κατά Λετονίας (§§ 93-108) και, πιο πρόσφατα, Adžić κατά Κροατίας της 12.03.2015, αρ. προσφ. 22643/14 §§ 96-99.
β) Εφαρμογή στην υπό κρίση υπόθεση
Δεν αμφισβητήθηκε μεταξύ των διαδίκων ότι η απόφαση με την οποία διατάχθηκε η επιστροφή του παιδιού στις ΗΠΑ συνιστούσε επέμβαση στο δικαίωμα της προσφεύγουσας στον σεβασμό της οικογενειακής της ζωής.
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι οι ισχυρισμοί της προσφεύγουσας ενώπιον του Δικαστηρίου επικεντρώθηκαν κυρίως στον τρόπο με τον οποίο τα εθνικά δικαστήρια είχαν αξιολογήσει τους ισχυρισμούς της σχετικά με τα άρθρα 12 παράγραφος 2 και 13 στ. β της Σύμβασης της Χάγης, έχοντας απορρίψει το αίτημά της να υποβάλει συμπληρωματική ένορκη βεβαίωση που περιείχε αποδεικτικά στοιχεία προς υποστήριξη του ισχυρισμού της ότι το παιδί θα κινδύνευε εάν επέστρεφε στις ΗΠΑ.
Η προσφεύγουσα δεν αμφισβήτησε ενώπιον του Δικαστηρίου τη δυνατότητα εφαρμογής της Σύμβασης της Χάγης, η οποία κυρώθηκε από την Κύπρο μέσω του κυρωτικού νόμου αριθ. 11(III)/1994 την 1η Ιουλίου 1994. Επιπλέον, δεν αμφισβήτησε το γεγονός ότι, πριν από τη μετακίνηση του παιδιού, αμφότεροι οι γονείς ασκούσαν από κοινού, μεταξύ άλλων, την επιμέλεια, καθώς και άλλα δικαιώματα και υποχρεώσεις επί του τέκνου σύμφωνα με το δίκαιο των Ηνωμένων Πολιτειών. Το Δικαστήριο θεώρησε ότι η επίμαχη παρέμβαση ήταν επομένως σύμφωνη με το νόμο κατά την έννοια του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ. Περαιτέρω, το Δικαστήριο δέχτηκε ότι η απόφαση με την οποία διατάχθηκε η επιστροφή του παιδιού είχε ως θεμιτό σκοπό την προστασία των δικαιωμάτων και των ελευθεριών του.
Στη συνέχεια το ΕΔΔΑ εξέτασε αν η επέμβαση ήταν «απαραίτητη σε μια δημοκρατική κοινωνία». Ως εκ τούτου, υπό το πρίσμα των κριτηρίων που ορίζονται στην απόφαση X. κατά Λετονίας, το Δικαστήριο έπρεπε να εξακριβώσει αν οι αντιρρήσεις της προσφεύγουσας για την άμεση επιστροφή του παιδιού εξετάστηκαν πραγματικά από τα εθνικά δικαστήρια, αν οι αποφάσεις ήταν αιτιολογημένες και επαρκώς λεπτομερείς υπό το πρίσμα των εξαιρέσεων που προβλέπονται στη Σύμβαση της Χάγης και αν τα δικαστήρια βεβαιώθηκαν ότι υπήρχαν επαρκείς εγγυήσεις στη χώρα επιστροφής.
Το Δικαστήριο επισήμανε ότι η προσφεύγουσα ήταν εκείνη που αντιτάχθηκε στην επιστροφή του παιδιού και, ως εκ τούτου, είχε το βάρος να τεκμηριώσει κάθε ισχυρισμό περί συγκεκριμένων κινδύνων βάσει της Σύμβασης της Χάγης (βλ. mutatis mutandis, K.J. κατά Πολωνίας της 01.03.2016, αρ. προσφ. 30813/14 § 6). Εντούτοις, τα εθνικά δικαστήρια διαπίστωσαν ότι δεν εκπλήρωσε την υποχρέωσή της ως αντιδίκου – μη προσκομίζοντας επαρκή αποδεικτικά στοιχεία – να τεκμηριώσει τους ισχυρισμούς της περί «σοβαρού κινδύνου» για το παιδί σε περίπτωση επιστροφής του στις ΗΠΑ (βλ. X. κατά Λετονίας, § 116).
Όσον αφορά τους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας σχετικά με τη βία του πατέρα, οι οποίοι βρίσκονταν στον πυρήνα της ένστασής της για την επιστροφή του παιδιού, το Δικαστήριο θεώρησε ότι τα πορίσματα του εγχώριου δικαστηρίου ήταν καλά αιτιολογημένα και δικαιολογημένα. Το Οικογενειακό Δικαστήριο Πάφου επέστησε την προσοχή σε ορισμένες αντιφάσεις στους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας σε σύγκριση με τους ισχυρισμούς της ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου της Νέας Υόρκης. Επιπλέον, το δικαστήριο σημείωσε ότι παρόλο που η προσφεύγουσα είχε την ευκαιρία να εξετάσει κατ’ αντιπαράσταση τον πατέρα, δεν είχε προβάλει ερωτήσεις σχετικά με την υποτιθέμενη βία του απέναντί της. Οι ερωτήσεις που του τέθηκαν περιορίζονταν στο αν είχε καταδικαστεί για αδικήματα στο παρελθόν, στο οποίο είχε απαντήσει ότι είκοσι πέντε χρόνια νωρίτερα είχε καταδικαστεί για ήσσονος σημασίας παραβάσεις, οι οποίες δεν επηρέασαν το ποινικό του μητρώο, το εργασιακό του καθεστώς ή την ικανότητά του να ασκεί τα γονεϊκά του δικαιώματα. Επιπλέον, το δικαστήριο επισήμανε ότι δεν του είχε υποβληθεί καμία αναφορά ότι είχε διαπράξει συγκεκριμένα αδικήματα που θα μπορούσαν να καταστήσουν το ποινικό του μητρώο «βαρύ», αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας.
Όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η επιστροφή θα προκαλούσε στο παιδί ψυχολογική βλάβη, το Δικαστήριο επισήμανε ότι οι εξαιρέσεις επιστροφής βάσει της Σύμβασης της Χάγης πρέπει να ερμηνεύονται στενά (βλ. Maumousseau και Washington κατά Γαλλίας της 06.12.2007, αρ. προσφ. 39388/05 § 73). Επομένως, η ζημία που αναφέρεται στο άρθρο 13, στ. β ́ της εν λόγω Σύμβασης δεν μπορεί να απορρέει αποκλειστικά από τον χωρισμό από τον γονέα που ήταν υπεύθυνος για την παράνομη μετακίνηση ή κατακράτηση. Αυτός ο διαχωρισμός, όσο δύσκολος και αν είναι για το παιδί, δεν θα ικανοποιούσε αυτόματα το κριτήριο του σοβαρού κινδύνου. Πράγματι, όπως κατέληξε το Δικαστήριο στην υπόθεση X. κατά Λετονίας, η έννοια του «σοβαρού κινδύνου» δεν μπορεί να ερμηνευθεί, υπό το πρίσμα του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ, υπό την έννοια ότι περιλαμβάνει όλες τις δυσχέρειες που συνδέονται με την εμπειρία της επιστροφής: η εξαίρεση που προβλέπεται στο άρθρο 13 στ. β’ αφορά μόνο τις καταστάσεις που υπερβαίνουν αυτό που μπορεί εύλογα να υποστεί ένα παιδί.
Τα εθνικά δικαστήρια δεν αρνήθηκαν ότι η προσφεύγουσα είχε ισχυρό δεσμό με το παιδί και ότι, εάν αυτό επέστρεφε στις ΗΠΑ, θα χωριζόταν από τη μητέρα του. Κατά την αξιολόγηση των κινδύνων που ενέχει ένας πιθανός χωρισμός του παιδιού από τη μητέρα του και το τρέχον περιβάλλον του, τα εγχώρια δικαστήρια έδωσαν ιδιαίτερη προσοχή στις προαναφερθείσες αρχές και κατά τη λήψη της απόφασής τους έλαβαν υπόψη το νεαρό της ηλικίας του παιδιού, το γεγονός ότι ως αποτέλεσμα θα μπορούσε γρήγορα να επιστρέψει στις ΗΠΑ, τις διαβεβαιώσεις του πατέρα ως προς την ετοιμότητά του να παράσχει στο παιδί την απαιτούμενη υποστήριξη με τη συνδρομή του Εθνικού Κέντρου για τα Εξαφανισμένα και Υπό Εκμετάλλευση Παιδιά και των αρχών των ΗΠΑ –οι οποίες δεν αμφισβητήθηκαν από την προσφεύγουσα– καθώς και το γεγονός ότι ο ισχυρισμός της μητέρας ότι δεν ήταν σε θέση να επιστρέψει στις ΗΠΑ παρέμεινε εντελώς αβάσιμος.
Όσον αφορά τον ισχυρισμό της προσφεύγουσας ότι, απορρίπτοντας την αίτησή της για υποβολή συμπληρωματικής ένορκης βεβαίωσης, το Οικογενειακό Δικαστήριο Πάφου αρνήθηκε να σταθμίσει αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τα άρθρα 12 και 13 της Σύμβασης της Χάγης, το ΕΔΔΑ σημείωσε ότι η επίμαχη εγχώρια απόφαση ήταν πλήρως αιτιολογημένη. Το Οικογενειακό Δικαστήριο Πάφου έλαβε υπόψη, μεταξύ άλλων, το γεγονός ότι δεν είχε παράσχει πειστική δικαιολογία για να μην προσκομίσει τα νέα αυτά αποδεικτικά στοιχεία ή το αίτημά της, νωρίτερα, ότι είχε την ευκαιρία να εξετάσει εκτενώς τον πατέρα, καθώς και το γεγονός ότι η αποδοχή του αιτήματός της θα οδηγούσε σε καθυστερήσεις στη διαδικασία. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο οικογενειακών διαφορών επισήμανε περαιτέρω τον ισχυρισμό του εκπροσώπου της προσφεύγουσας ότι η σχέση της μητέρας με το παιδί δεν χρειαζόταν απόδειξη και ότι η έκθεση παιδοψυχολόγου θα αποδείκνυε το προφανές. Ως εκ τούτου, η απόρριψη από τα εθνικά δικαστήρια του αιτήματός της να υποβάλει συμπληρωματική ένορκη βεβαίωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνεπάγεται ότι δεν ελήφθη υπόψη το υπέρτατο συμφέρον του παιδιού.
Όσον αφορά την καταγγελία της προσφεύγουσας ότι τα εθνικά δικαστήρια παρέλειψαν να ζητήσουν τις απόψεις του παιδιού επί του θέματος, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι το άρθρο 13 παράγραφος 2 της Σύμβασης της Χάγης απαιτεί από τον δικαστή να λαμβάνει υπόψη τις απόψεις ενός παιδιού μόνο εάν διαπιστώσει ότι το παιδί έχει αποκτήσει επαρκή βαθμό ωριμότητας. Το οικογενειακό δικαστήριο Πάφου αιτιολόγησε την απόφασή του να μην εξετάσει το παιδί λόγω του νεαρού της ηλικίας του – τριών ετών τότε – και της επιθυμίας της μητέρας να μη μετάσχει αυτό στη διαδικασία. Το Δικαστήριο δέχθηκε τα επιχειρήματα που προέβαλε το εγχώριο δικαστήριο ως προς αυτό.
Τέλος, όσον αφορά τον ισχυρισμό της προσφεύγουσας ότι το παιδί είχε προσαρμοστεί στο νέο του περιβάλλον και λόγω της μεγάλης καθυστέρησης της διαδικασίας, το Δικαστήριο επισήμανε ότι ο έλεγχος του οικογενειακού δικαστηρίου Πάφου ήταν περιορισμένος, αν και όχι εντελώς χωρίς αιτιολογία. Εντούτοις, το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν πρόκειται για διαδικαστική παράβαση εκ μέρους του καθ’ ού κράτους (βλ. mutatis mutandis, S.N. και M.B.N. κατά Ελβετίας της 23.11.2021, αρ. προσφ. 12937/20 §§ 117-119). Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο οικογενειακών διαφορών έλαβε υπόψη τη διάρκεια της διαδικασίας και επεσήμανε στο Δικαστήριο Οικογενειακών Διαφορών Πάφου τις σχετικές παραλείψεις του. Είναι προφανές ότι η παρέλευση του χρόνου οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στην καθυστέρηση των αρχών να κινήσουν τη διαδικασία της Σύμβασης της Χάγης και στον χειρισμό της υπόθεσης από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Η προσφεύγουσα συνέβαλε επίσης στην καθυστέρηση αυτή σε ορισμένο βαθμό, διότι ζήτησε να υποβάλει συμπληρωματική ένορκη βεβαίωση μόνο σε πολύ προχωρημένο στάδιο της διαδικασίας, ενώ η υπόθεση είχε ήδη οριστεί για επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο οικογενειακών διαφορών επισήμανε ότι οι γονείς που απομακρύνουν το παιδί από τον άλλο πατέρα δεν θα έπρεπε να μπορούν να επωφελούνται από καθυστερήσεις που έχουν προκαλέσει στο πλαίσιο των διαδικασιών που απορρέουν από τη Σύμβαση της Χάγης.
Το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι σκοπός της Σύμβασης της Χάγης είναι να αποτραπεί το ενδεχόμενο ο γονέας που «απήγαγε» το παιδί να επιτύχει τη νομική αναγνώριση, με την πάροδο του χρόνου, μιας de facto κατάστασης την οποία δημιούργησε μονομερώς. Ως εκ τούτου, ο γονέας που «απήγαγε» δεν μπορούσε να επωφεληθεί από τη δική του αδικοπραξία (βλ. Maumousseau και Washington, § 73, και Lipkowsky και McCormack της 18.01.2011, αρ. προσφ. 26755/10). Το Δικαστήριο επανέλαβε περαιτέρω σχετικά ότι οι διαδικασίες που αφορούν την επιστροφή απαχθέντος παιδιού, συμπεριλαμβανομένης της εκτέλεσης των οριστικών αποφάσεων, απαιτούν επείγουσα διεκπεραίωση, καθώς η πάροδος του χρόνου μπορεί να έχει ανεπανόρθωτες συνέπειες για τις σχέσεις του παιδιού και του γονέα με τον οποίο δεν διαμένει αυτό. Η προσφεύγουσα δεν αμφισβήτησε το γεγονός ότι από τότε που έφυγε από τις ΗΠΑ και καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας, το παιδί ζούσε μαζί της. Επομένως, σε αντίθεση με τον πατέρα, επωφελήθηκε από αυτή την καθυστέρηση. Το Δικαστήριο τόνισε περαιτέρω ότι στις υποθέσεις Sylvester κατά Αυστρίας της 24.04.2003 (αριθ. προσφ. 36812/97 και 40104/98), Monory κατά Ρουμανίας και Ουγγαρίας της 05.04.2005 (αριθ. προσφ. 71099/01) και Blaga κατά Ρουμανίας της 01.07.2014 (αριθ.προσφ. 54443/10), όπου τα εθνικά δικαστήρια αποφάσισαν να μην επιστρέψουν τα παιδιά στον γονέα που είχε μείνει πίσω λόγω, μεταξύ άλλων, του χρόνου που είχε παρέλθει, ο οποίος είχε αλλάξει τις συνθήκες των παιδιών, το Δικαστήριο διαπίστωσε παραβίαση των δικαιωμάτων του γονέα που έμεινε πίσω σύμφωνα με το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ. Το Δικαστήριο έκρινε ότι ο αποτελεσματικός σεβασμός της οικογενειακής ζωής απαιτούσε οι μελλοντικές σχέσεις μεταξύ γονέα και παιδιού να μην καθορίζονται από την απλή παρέλευση του χρόνου και ότι, όταν η μεταβολή των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών θα μπορούσε κατ’ εξαίρεση να δικαιολογήσει απόφαση μη επιστροφής, έπρεπε να βεβαιωθεί ότι η μεταβολή δεν είχε επέλθει με ενέργειες ή αδράνεια του κράτους. Από την άποψη αυτή, το Δικαστήριο σημείωσε ότι υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, ενώ η καθυστέρηση της διαδικασίας είναι κατακριτέα, αυτό οφειλόταν στο κράτος και σε μικρότερο βαθμό στην προσφεύγουσα, η οποία δεν απέδειξε ότι υπέστη δυσανάλογη παρέμβαση στο δικαίωμά της για σεβασμό της οικογενειακής της ζωής εξαιτίας αυτού.
Βάσει των ανωτέρω, δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι τα εθνικά δικαστήρια διέταξαν αυτόματα ή μηχανικά την επιστροφή του παιδιού. Αντίθετα, σε κατ’ αντιμωλία και δίκαιες διαδικασίες, όπου ο προσφεύγων είχε την ευκαιρία να εξετάσει κατ’ αντιπαράσταση τον πατέρα και με βάση τα αποδεικτικά στοιχεία που είχε στην κατοχή του και τα σχετικά πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης, τα εθνικά δικαστήρια εξέτασαν με τη δέουσα προσοχή όλα τα επιχειρήματα των διαδίκων και εξέδωσαν αιτιολογημένες αποφάσεις οι οποίες, κατά την άποψή τους, διασφάλιζαν το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού και απέκλειαν κάθε σοβαρό κίνδυνο για αυτό. Η διαδικασία λήψης αποφάσεων ενώπιον των εθνικών αρχών στο σύνολό τους δεν ήταν αντίθετη με τις διαδικαστικές απαιτήσεις του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ και η προσφεύγουσα δεν υπέστη δυσανάλογη παρέμβαση στο δικαίωμά της για σεβασμό της οικογενειακής της ζωής.
Το ΕΔΔΑ δεν διαπίστωσε παραβίαση της οικογενειακής ζωής (άρθρο 8 της ΕΣΔΑ) (επιμέλεια: echrcaselaw.com).