ΑΡΙΘΜΟΣ 699/2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
– Καταχρηστική επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης. Οι ισχυρισμοί που αφορούν την απόσβεση της απαίτησης πρέπει να αποδεικνύονται αμέσως, αλλιώς απορρίπτονται και αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτοι. Άμεση απόδειξη. Απόσβεση ενοχής με καταβολή. Απόδειξη με ιδιωτικό έγγραφο. Ομολογία. Ανταπόδειξη. Κατάσχεση. Η κατάσχεση δεν επιτρέπεται να επεκταθεί σε περισσότερα περιουσιακά στοιχεία από όσα χρειάζονται για να ικανοποιηθεί η απαίτηση και για να καλυφθούν τα έξοδα της εκτέλεσης. Δικηγορική αμοιβή.
– Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 281 του ΑΚ, 116 και 933 του ΚΠολΔ, και 25 παρ. 3 του Συντάγματος προκύπτει ότι η πραγμάτωση με αναγκαστική εκτέλεση της απαίτησης του δανειστή κατά του οφειλέτη αποτελεί ενάσκηση ουσιαστικού δικαιώματος δημοσίου δικαίου. Ως εκ τούτου, λόγω της ανακοπής του άρθρου 933 του ΚΠολΔ, μπορεί να αποτελέσει και η προφανής αντίθεση της επισπευδόμενης διαδικασίας, της αναγκαστικής εκτέλεσης στα αντικειμενικά όρια της καλής πίστης ή των χρηστών ηθών ή του κοινωνικού ή οικονομικού σκοπού του δικαιώματος, που θέτει η διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ (ΕφΑιγαίου 5/2019). Κατά την έννοια της διάταξης αυτής (άρθρο 281 του ΑΚ), για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος ως καταχρηστική, θα πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου ή από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε ή τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γέννηση ή να επάγοντα την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΟλΑΠ 17/1995 ΕλλΔνη 1995.1532, ΟλΑΠ 62/1990 ΕλΔνη 1991.501, ΑΠ 893/2008). Εξάλλου η αντίθεση της από μέρους του δανειστή επισπευδόμενης αναγκαστικής εκτέλεσης στην καλή πίστη και τα χρηστά ήθη αποτελεί ουσιαστικό ελάττωμα του εκτελεστού τίτλου, το οποίο είναι δυνατόν να οδηγήσει σε ακύρωση αυτού (Εφ.Αθ 4032/1985 ΕλλΔνη 1985.946). Περαιτέρω οι πράξεις κατάσχεσης και πλειστηριασμού περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη παραβιάζουν την αρχή της αναγκαιότητας ή του ηπιότερου μέσου, όταν η αξίωση του δανειστή είναι δυνατή να ικανοποιηθεί με άλλο μέσο ασυγκρίτως ηπιότερο για τον οφειλέτη, όπως με κατάσχεση άλλων περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη, η αξία των οποίων είναι μικρότερη του αρχικά κατασχεθέντος στοιχείου, αξία, βέβαια, που καλύπτει την αξίωση του δανειστή, οπότε η επιδίωξη ικανοποίησης αυτής με κατάσχεση περιουσιακού στοιχείου δυσανάλογης αξίας με την απαίτηση και με ζημία του οφειλέτη είναι άκυρη ως καταχρηστική (ΑΠ 558/1995 ΝοΒ 97.35, ΑΠ 152/1989 ΕλλΔνη 90.1424, ΑΠ 431/1981 ΝοΒ 30.413). Επίσης, πράξεις κατάσχεσης και πλειστηριασμού περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη παραβιάζουν την αρχή της αναλογικότητας, υπό στενή έννοια, όταν εμφανίζονται ως μέτρα εξαιρετικής σκληρότητας για τον συγκεκριμένο οφειλέτη, τα οποία υπερβαίνουν τα ανεκτά όρια της θυσίας του, ενώ ταυτόχρονα η απαίτηση που εκτελείται είναι μικρής αξίας και, συνεπώς έκδηλη η μεγάλη δυσαναλογία μεταξύ του μέσου εκτελέσεως και του σκοπού για τον οποίο αυτό επιβάλλεται. Μάλιστα η ακυρότητα των εν λόγω πράξεων εκτελέσεως επέρχεται έστω και αν δεν υπάρχουν άλλα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη, τα οποία θα μπορούσαν να κατασχεθούν (ΑΠ 431/1981 ΝοΒ 30.413). Το ζήτημα δε, αν οι συνέπειες, που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώματος, είναι επαχθείς για τον υπόχρεο, πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορεί να επέλθουν σε βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ικανοποιήσεως του δικαιώματός του (ΑΠ 385/2010, ΑΠ 381/2009, ΕφΛαμ 159/2011). Ακολούθως, κατά τα άρθρα 111 απρ. 2, 118 παρ. 4, 216 παρ. 1, 585 του ΚΠολΔ, το δικόγραφο της ανακοπής πρέπει να περιέχει, επί ποινή απαραδέκτου, εξεταζόμενου και αυτεπαγγέλτως, πλην των γενικών στοιχείων των δικογράφων (άρθρα 118 έως 120 του ΚΠολΔ), και τους λόγους, δηλαδή τις αντιρρήσεις, άλλως ελαττώματα της απαιτήσεως ή ακυρότητας του τίτλου ή των πράξεων εκτελέσεως, διαφορετικά επέρχεται ακυρότητα αυτού (δικογράφου) λόγω αοριστίας. Μόνο το περιεχόμενο της ανακοπής και εκείνο των τυχόν ασκηθέντων πρόσθετων λόγων της οριοθετεί το αντικείμενο της δίκης της ανακοπής και συνεπώς δεν επιτρέπεται συμπλήρωση του περιεχομένου των λόγων αυτής με τις προτάσεις ή την έφεση (ΑΠ 1687/2005, ΑΠ 1025/2003, ΕφΑθ 5595/2019). Συγκεκριμένα, νέοι λόγοι ανακοπής, μη περιεχόμενοι στο δικόγραφο της ανακοπής, δεν επιτρέπεται να προταχθούν από τον ανακόπτοντα για πρώτη φορά με τρόπο διάφορο του οριζόμενου στο άρθρο 585 παρ. 2 του ΚΠολΔ, και δη με τις έγγραφες προτάσεις του ανακόπτοντος της πρωτοβάθμιας ή δευτεροβάθμιας δίκης, ή με το δικόγραφο της έφεσής του κατά της απόφασης που απέρριψε την ανακοπή, ακόμη και αν οι λόγοι αυτοί αφορούν ισχυρισμούς που αναφέρονται στο άρθρο 527 του ΚΠολΔ, διότι έναντι των τελευταίων αυτών γενικών διατάξεων κατισχύει λόγω της ειδικότητάς της, η διάταξη του άρθρου 585 παρ. 2 εδ.β΄ του ΚΠολΔ, κατά την οποία νέοι λόγοι ανακοπής μπορούν να προταθούν μόνο με πρόσθετο λόγο ανακοπής, σε ιδιαίτερο δικόγραφο, με τους όρους του άρθρου 585 του ΚΠολΔ (ΕφΠειρ 172/2021, ΕφΠατρ 142/2020, ΕφΑιγ 5/2019).
– Κατά το άρθρο 933 παρ. 5 οι ισχυρισμοί που αφορούν την απόσβεση της απαίτησης πρέπει να αποδεικνύονται αμέσως, αλλιώς απορρίπτονται και αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτοι. Από τη διάταξη του άρθρου 933 παρ. 4 που είναι ειδική και αποσκοπεί με το απαράδεκτο, το οποίο προβλέπει, στην αποφυγή παρελκύσεως της διαδικασίας της εκτελέσεως, στον περιορισμό των περί την εκτέλεση δικών, ώστε να μην αποδυναμώνονται οι εκτελεστοί τίτλοι με την καθυστέρηση της εκτελέσεώς τους και στη μη παρεμπόδιση του δικαιώματος ανταποδείξεως του καθ’ ου η ανακοπή, προκύπτει ότι άμεση απόδειξη δεν σημαίνει απλώς προαπόδειξη, αλλά απόδειξη των αποσβεστικών της εκτελούμενης απαιτήσεως ισχυρισμών μόνο με έγγραφα ή δικαστική ομολογία (ΟλΑΠ 10/1993), σε κάθε περίπτωση, είτε δηλαδή ο επικαλούμενος αποσβεστικός λόγος ανάγεται σε χρόνο πριν από την έκδοση της εκτελούμενης διαταγής πληρωμής, είτε σε μεταγενέστερο (ΑΠ 115/2001, ΑΠ 622/1999). Άμεση δε απόδειξη, κατ’ αρθρο 445 ΚΠολΔ, παρέχουν και τα ιδιωτικά έγγραφα, τα συνταγμένα σύμφωνα με τους νομίμους τύπους, εφόσον η γνησιότητά τους αναγνωρίστηκε ή αποδείχθηκε, ως προς το ότι η δήλωση που περιέχουν περιέχεται από τον εκδότη του εγγράφου, επιτρέπεται όμως σε αυτό ανταπόδειξη (ΑΠ 253/2002). Η παρ. 4 του άρθρου 933 ΚΠολΔ, δεν κάνει διάκριση μεταξύ οφειλέτη (καθ’ ου η εκτέλεση) και δανειστή, αλλά σκοπεί στην απόδειξη των ισχυρισμών που προβάλλονται και από τις δύο πλευρές και αναφέρονται στην καθ’ οιονδήποτε τρόπο απόσβεση της απαίτησης αμέσως, μόνο με έγγραφα και ομολογία, χωρίς άλλη διαδικαστική παρέμβαση του δικαστηρίου (εξέταση άλλων αποδεικτικών μέσων). Το απαράδεκτο δηλαδή, των μη παραχρήμα αποδεικνυομένων ισχυρισμών, δεσμεύει και τους δανειστές, καλύπτει δε και τις αντενστάσεις που προτείνουν αυτοί κατά των αποσβεστικών της απαίτησης ισχυρισμών (ΑΠ 844/2021, ΕφΑιγαίου 88/2019, Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας, Ερμηνεία ΚΠολΔ, Αναγκαστική Εκτέλεση, 2η έκδοση (2021), άρθρ. 933 σελ. 228, 230, Στ.Πανταζόπουλος, Αναγκαστική Εκτέλεση Β΄ έκδοση, Ανακοπή κατά της Εκτέλεσης, σελ. 229-230, σελ. 272-274).
– Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 416, 417 παρ. 1 και 424 εδ. α΄ ΑΚ, συνάγεται ότι η ενοχή αποσβήνεται με καταβολή, δηλαδή με εκπλήρωση της παροχής που αποτελεί το αντικείμενό της. Σε περίπτωση προβολής από τον οφειλέτη της ένστασης καταβολής (εξόφλησης), πρέπει αυτός να επικαλεστεί και να αποδείξει (ΑΠ 594/1999, ΑΠ 1482/1995, ΑΠ 1007/1995), την παροχή που καταβλήθηκε. Αν πρόκειται για χρηματική παροχή, πρέπει, για το ορισμένο της ένστασης, να αναφέρει τόσο στο συνολικό ποσό, όσο και τα επί μέρους κονδύλια, τα οποία το απαρτίζουν ,την αιτία καθώς και τον χρόνο καταβολής, όχι, όμως, και τον ισχυρισμό, ότι η καταβολή αφορά το επίδικο χρέος, το οποίο εξυπακούεται (ΑΠ 555/2008, ΑΠ 894/2007, ΑΠ 1405/2006, ΑΠ 1086/2006). Κατά τη διάταξη του άρθρου 424 ΑΚ, ο οφειλέτης, καταβάλλοντας έχει το δικαίωμα, να απαιτήσει έγγραφη εξοφλητική απόδειξη και, αν εξοφλήσει ολοσχερώς απόδοση του χρεωστικού εγγράφου. Από την απόδοση του χρεωστικού εγγράφου τεκμαίρεται η εξόφληση του χρέους. Στο κείμενο της απόδειξης πρέπει να προσδιορίζεται, αναλυτικά, το είδος της παροχής που καταβλήθηκε, και η αιτία της καταβολής, άλλως η απόδειξη είναι αόριστη (ΑΠ 24/2000). Για την απόδειξη αρκεί ο τύπος του ιδιωτικού εγγράφου, δηλαδή η απόδειξη πρέπει να φέρει ιδιόχειρη υπογραφή του εκδότη της (άρθρο 160 παρ. 1 ΑΚ (ΑΠ 1537/2013, ΑΠ 680/2003).
– Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 445, 457 παρ. 1 ,2 και 3 και 458 ΚΠολΔ συνάγεται ότι η επίκληση και προσκομιδή ιδιωτικού εγγράφου προς απόδειξη ουσιώδους ισχυρισμού εμπεριέχει ισχυρισμό του διαδίκου ως προς τη γνησιότητα του εγγράφου. Ο αντίδικος έχει την υποχρέωση να δηλώσει αμέσως αν αναγνωρίζει ή αρνείται τη γνησιότητα της υπογραφής του εγγράφου. Σε περίπτωσης άρνησης, ο διάδικος, που επικαλείται το ιδιωτικό έγγραφο, έχει την υποχρέωση να αποδείξει τη γνησιότητα, με κάθε αποδεικτικό μέσο. Εφόσον η γνησιότητα αναγνωρισθεί ή αποδειχθεί, το ιδιωτικό έγγραφο αποτελεί πλήρη απόδειξη ως προς το ότι η δήλωση, που περιέχει, προέρχεται από τον εκδότη του. Ως προς το ζήτημα αυτό, της προέλευσης, δηλαδή, της δήλωσης από τον εκδότη του εγγράφου, παράγεται αμάχητο τεκμήριο, το οποίο δεν μπορεί να ανατραπεί παρά μόνο με την προσβολή του εγγράφου ως πλαστού (άρθρο 460, 461, 463 ΚΠολΔ, βλ. ΑΠ 1254/2010). Η ως άνω αποδεικτική δύναμη (πλήρης απόδειξη) αναφέρεται μόνο στο ότι αυτή προέρχεται από τον υπογραφέα του εγγράφου. Δεν αναφέρεται στο περιεχόμενο της δήλωσης. Αντίθετα, ως προς την αλήθεια του περιεχομένου της δήλωσης, επιτρέπεται ανταπόδειξη (ΑΠ 1930/2013, ΑΠ 1051/2020, ΑΠ 1071/2010). Ως ανταπόδειξη στο άρθρο 445 ΑΚ, νοείται η απόδειξη του αντιθέτου, χωρίς την ανάγκη προσβολής του εγγράφου για πλαστότητα, με διεξαγωγή κύριας απόδειξης, δηλαδή απόδειξης που διεξάγεται από τον επικαλούμενο ότι η υπογραφή είναι γνήσια, αλλά τέθηκε υπό συνθήκες που δεν τον δεσμεύουν (ΑΠ 1445/2017). Εάν το ιδιωτικό έγγραφο δεν έχει τον τύπο και τα στοιχεία εξοφλητικής απόδειξης, αλλά μιας δήλωση περί μη οφειλής, και δεν αμφισβητηθεί ή αν αναγνωριστεί η γνησιότητα της υπογραφής του από τον δηλούντα, προκύπτει μεν πλήρης απόδειξη ότι η υπερκείμενη και καλυπτόμενη από την υπογραφή δήλωση προέρχεται από αυτόν, μπορεί, όμως, να αμφισβητηθεί η περιεχόμενο σε αυτό δήλωση και επιτρέπεται σε αυτή την περίπτωση ανταπόδειξη ότι το περιεχόμενο δεν είναι αληθινό. Τούτο, διότι, στην πραγματικότητα, ως προς το γεγονός της μη οφειλής, η δήλωση που περιέχει σε αυτό το ιδιωτικό έγγραφο, δεν είναι δικαιοπρακτική, αλλά απλή ομολογία των γεγονότων, και έχει την αποδεικτική δύναμη της εξώδικης ομολογίας του άρθρου 352 παρ. 2 ΚΠολΔ, η οποία εκτιμάται ελεύθερα από το δικαστήριο και μπορεί να ανακληθεί αν δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια (ΑΠ 1592/2018, ΑΠ 891/2012, ΑΠ 1382/2010, ΑΠ 646/2009). Εξάλλου, κατά την έννοια του άρθρου 352 ΚΠολΔ, εξώδικη ομολογία, είναι η μονομερής άτυπη δήλωση διαδίκου, και όχι τρίτου προσώπου, με την οποία αυτός αναγνωρίζει ως αληθές ένα γεγονός αμφισβητούμενο το οποίο βλάπτει τα έννομα συμφέροντα αυτού που ομολογεί. Εξώδικη, δε, είναι η ομολογία που δεν έγινε ενώπιον του δικαστηρίου που δικάζει την υπόθεση, ήτοι τη συγκεκριμένη δίκη στην οποία προβάλλεται η ομολογία ως αποδεικτικό μέσο, ή ενώπιον του εισηγητή δικαστή της υπόθεσης αυτής, αλλά έγινε ενώπιον άλλου δικαστηρίου ή περιέχεται σε άλλα έγγραφα που εκδίδονται από το διάδικο που δεν απευθύνονται ενώπιον του δικάζοντος δικαστηρίου (ΑΠ 985/2019, ΑΠ 845/2017, ΑΠ 1988/2008). Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ότι αυτός που εξωδίκως ομολόγησε επιβλαβές γι’ αυτόν γεγονός είχε πρόθεση ομολογίας, δεν είναι απαραίτητο να βεβαιώνεται ρητώς και πανηγυρικώς στην απόφασή του, ούτε να αιτιολογείται, η κρίση ότι από συγκεκριμένο έγγραφο, που προσκομίσθηκε με επίκληση, από τους διαδίκους, συνάγεται εξώδικη ομολογία. Η κρίση αυτή, για το αν συνάγεται ομολογία, ανάγεται σε πράγματα και, ως εκ τούτου, κατά το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ, δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου (ΑΠ 1099/2019, ΑΠ 1382/2010, ΑΠ 1232/2004). Από το συνδυασμό, δε, όλων των ανωτέρω, προκύπτει ότι εάν η ομολογία περιέχεται σε κάποιο έγγραφο του οποίου δεν αμφισβητήθηκε κατά την προσαγωγή του η γνησιότητα της υπογραφής, αυτός που φέρεται ότι ομολογεί, μπορεί να ανακαλέσει την ομολογία του ή μπορεί να αμφισβητήσει και να αποδείξει ότι το περιεχόμενο του εγγράφου που συνιστά την ομολογία δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια. Μετά την απόδειξη αυτή, παύει το περιεχόμενο να αποτελεί απόδειξη κατά του διαδίκου που υπογράφει το έγγραφο και προέβη στην ομολογία και κατ’ ακολουθία δεν είναι δεσμευτική για το δικαστήριο, επερχομένης ανατροπής των συνεπειών αυτής. Αν παρά ταύτα το δικαστήριο λάβει υπόψη ως αποδεικτικό στοιχείο την ομολογία αυτή που αποδείχθηκε ότι δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια, λαμβάνει υπόψη του ανύπαρκτο αποδεικτικό μέσο και υποπίπτει στον προβλεπόμενο από τη διάταξη του αρ. 11 περ.α΄ του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγω αναίρεσης (βλ. ΑΠ 176/2009, ΑΠ 1228/2020).
– Κατά τη διάταξη του άρθρου 951 παρ. 2 του ΚΠολΔ, η κατάσχεση δεν επιτρέπεται να επεκταθεί σε περισσότερα περιουσιακά στοιχεία από όσα χρειάζονται για να ικανοποιηθεί η απαίτηση και για να καλυφθούν τα έξοδα της εκτέλεσης. Η διάταξη αυτή, που έχει ως σκοπό να αποτρέψει την εκ μέρους του δανειστή καταπίεση του οφειλέτη με τη δέσμευση δυσανάλογης προς την απαίτηση περιουσίας του τελευταίου, πρέπει να ερμηνεύεται με ευρύτητα, δεδομένου ότι κατά την επιβολή της κατασχέσεως δεν είναι βέβαιο πόσοι δανειστές θα αναγγελθούν, πάντοτε σε συνδυασμό με τους κανόνες των χρηστών ηθών και της καλής πίστεως, η τήρηση των οποίων επιβάλλεται στους διαδίκους, τους νομίμους αντιπροσώπους τους και τους πληρεξουσίους τους στα πλαίσια της ασκήσεως δικονομικών δικαιωμάτων από τη διάταξη του ΚΠολΔ, 116. Συνεπεία της παραβάσεως της διατάξεως του ΚΠολΔ 951 παρ. 2 είναι ο περιορισμός της κατασχέσεως σε ανάλογα περιουσιακά στοιχεία με δικαστική απόφαση, κατόπιν ανακοπής του οφειλέτη, και όχι η ακυρότητά της (ΑΠ 551/2005,, Κεραμέας/Κονδύλης/Νίκας, Ερμηνεία ΚΠολΔ 2η έκδοση, Αναγκαστική Εκτέλεση, Άρθρο 951 σελ. 340-341).
– Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 72 παρ. 1 του Ν. 4194/2013 (Κώδικας περί Δικηγόρων), η οποία εφαρμόζεται στην ένδικη περίπτωση, καθώς η επιταγή προς εκτέλεση έχει επιδοθεί μετά την 27.9.2013, ημερομηνία έναρξης ισχύος του νέου Δικηγορικού Κώδικα, “για την σύνταξη επιταγής προς εκτέλεση τίτλων εκτελεστών, η αμοιβή του δικηγόρου ορίζεται στο σύνολο της δικαστικής δαπάνης, όπως αυτή επιδικάστηκε από το δικαστήριο”. Από την παραπάνω διατύπωση, δε θα μπορούσε το διαλαμβανόμενο στην παρ. 1 της διάταξης του άρθρου 72 ΚωδΔικ ότι η αμοιβή του δικηγόρου “για σύνταξη επιταγής προς εκτέλεση ορίζεται στο σύνολο της δικαστικής δαπάνης, όπως αυτή επιδικάσθηκε από το δικαστήριο”, να ιδωθεί με το πρίσμα, ότι η αμοιβή της επιταγής περιλαμβάνεται στη δικαστική δαπάνη και δεν αποτελεί διακριτό κονδύλι για τους εξής λόγους: α) η ερμηνευτική αυτή δεν βρίσκει έρεισμα στο χρησιμοποιούμενο ρήμα “ορίζεται”, με την έννοια ότι αν ο νομοθέτης ήθελε να εντάξει την αμοιβή της επιταγής στο ποσό της δικαστικής δαπάνης, θα έκανε χρήση του ρήματος “περιλαμβάνεται” ή άλλου συνωνύμου, β) θα ανέκυπτε ερμηνευτικό πρόβλημα στην περίπτωση του συμψηφισμού της δικαστικής δαπάνης, οπότε θα έπρεπε να μην υπάρχει καμία αμοιβή για τη σύνταξη της επιταγής προς εκτέλεση, κάτι που ήδη έχει κριθεί νομολογιακά ότι δεν μπορεί να ισχύει και ερευνάται ποιο ήταν το ποσό της δικαστικής δαπάνης του επισπεύδοντος διαδίκου το οποίο συμψηφίστηκε, προκειμένου να ορισθεί ως αμοιβή για τη σύνταξη της επιταγής, γ)δεν θα υπήρχε κανένας λόγος να γίνεται αναφορά στο νόμο για αμοιβή σύνταξης επιταγής εάν αυτή συμπεριλαμβανόταν στη δικαστική δαπάνη (η οποία μπορεί να εισπραχθεί με αναγκαστική εκτέλεση ούτως ή άλλως) και θα αρκούσε να αναφέρεται στο νόμο ότι δεν προβλέπεται αμοιβή για τη σύνταξη της επιταγής, δ) δεν είναι εύλογο να ήθελε ο νομοθέτης να “εκκαθαρίζει” το δικαστήριο, που εκδίδει τον εκτελεστό τίτλο και την αμοιβή για την σύνταξη της επιταγής, περιλαμβάνοντας αυτήν στη συνολική δικαστική δαπάνη, καθώς αφενός μεν δεν είναι γνωστό κατά την έκδοση της απόφασης που εκτελείται, εάν αυτή θα αποτελέσει αντικείμενο αναγκαστικής εκτέλεσης, ούτε είναι δυνατόν να αποδίδονται με διάταξη της απόφασης μελλοντικές δαπάνες και, αφετέρου, η δικαστική δαπάνη που επιδικάζεται από το δικαστήριο περιλαμβάνει τα μέχρι εκείνης της στιγμής έξοδα και την αμοιβή του πληρεξουσίου δικηγόρου. Β)Κατά τη διάταξη του άρθρου 58 παρ. 4 του ΚωδΔικ: “Με βάση τις αμοιβές που αναφέρονται στο Παράρτημα Ι του Κώδικα: α)Διενεργείται από τα Δικαστήρια η επιδίκαση δικαστικών εξόδων, καθώς και η εκκαθάριση πινάκων δικηγορικών αμοιβών, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 84 του Κώδικα, εφόσον δεν υπάρχει έγγραφη συμφωνία για την αμοιβή κατά την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου και η αμοιβή του δικηγόρου δεν υπολογίζεται επί του αντικειμένου της δίκης κατά το άρθρο 63 του Κώδικα, οπότε στις περιπτώσεις αυτές ισχύουν όσα ορίζονται ειδικότερα στις σχετικές διατάξεις…..,κατά δε την παρ.5 του ίδιου άρθρου: “Οι αμοιβές μπορούν να αυξηθούν και αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο, ανάλογα με την επιστημονική εργασία, την αξία και το είδος της υπόθεσης, του χρόνου που απαιτήθηκε, τις εκτός έδρας μεταβάσεις, τη σπουδαιότητα της διαφοράς, των ειδικότερων περιστάσεων και κάθε είδους δικαστικών ή εξώδικων ενεργειών. Αντίθετα, σε περίπτωση που το αίτημα της αγωγής κριθεί ως υπέρογκο, αλλά δεν μπορούσε να έχει αξιολογηθεί από τον δικηγόρο ελλείψει πραγματικών στοιχείων, ο δικαστής ή το δικαστήριο και αυτεπάγγελτα μπορεί να προσδιορίσει την νόμιμη αμοιβή με βάση το ποσό που έπρεπε να ζητηθεί με την αγωγή, είτε κατά την εκτίμηση του είτε λόγω περιορισμού του αιτήματος της αγωγής κατά συμμόρφωση του δικηγόρου προς έγγραφη εντολή του εντολέα του ή του αντιπροσώπου”. Η πιο πάνω διάταξη της παρ. 5 αποδίδει συνδυαστικά το περιεχόμενο των άρθρων 98 παρ. 1 ΚωδΔικ (αύξηση) και 102 (μείωση). Από τη συνδυασμένη ερμηνεία των πιο πάνω διατάξεων παρέπεται ότι κανόνα αποτελεί η εκκαθάριση της δικηγορικής αμοιβής με βάση τις διατάξεις για τις ελάχιστες νόμιμες αμοιβές, εκτός αν υπάρχει έγγραφη συμφωνία για την αμοιβή κατά το άρθρο 58 παρ. 1 ΚωδΔικ. Κατά τα λοιπά, συγχωρείται η αύξηση της ελάχιστης νόμιμης δικηγορικής αμοιβής “ανάλογα με την επιστημονική εργασία, την αξία και το είδος της υπόθεσης, του χρόνου που απαιτήθηκε, τις εκτός έδρας μεταβάσεις…..”. Μείωση νόμιμης αμοιβής συγχωρείται μόνο στην περίπτωση διογκωμένου αγωγικού αιτήματος. Σε καμία όμως περίπτωση δεν δικαιολογείται μείωση της δικηγορικής αμοιβής είτε κατ’ άρθρο 58 παρ. 5 ΚωδΔικ, επειδή η εκκαθαριζόμενη δικηγορική αμοιβή με βάση την αξία του αντικειμένου, επί της οποίας υπολογίζεται είναι μεγάλη, όταν ο υπολογισμός της γίνεται βάσει των ελάχιστων ορίων του Κώδικα περί Δικηγόρων ή όταν για την εργασία του δικηγόρου, για την οποία ζητείται αμοιβή, απαιτήθηκε λίγος χρόνος και καταβλήθηκε μικρή επιστημονική προσπάθεια (ΑΠ 1377/2015, ΕφΠειρ 362/2021, ΕφΑθ 3499/2021, ΕφΘεσ 13/2020).