Απόφαση 1229/2016 ΜΠρΑθ (1η δημοσίευση justina.gr, σημ.: το νομικό πλαίσιο συμπληρώθηκε από το άρθρο 48 Ν. 4808/2021) – αξίωση μισθών υπερημερίας για χρόνο μετά την κατάθεση και μετά τη συζήτηση της αγωγής – εν μέρει δεκτή η αγωγή – απορρίπτει για το διάστημα μετά τη συζήτηση στο ακροατήριο
Απόσπασμα:
“Η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι προσελήφθη από την εναγομενη δια του εκπροσώπου της την ΧΧΧ αρχικά με σύμβαση ορισμενου χρόνου διάρκειας 2 μηνών και στη συνέχεια με σύμβαση εξαρτημενης εργασίας αορίστου χρόνου προκειμένου να εργασθεί ως υπάλληλος γραφείου πλήρους απασχόλησης επί πενθήμερο αντί συμφωνημένων μικτών μηνιαιων αποδοχών ύψους ΧΧΧ. Ισχυρίζεται περαιτέρω ότι ο εναγόμενος κατήγγειλε προφορικά τη σύμβαση εργασίας της την ΧΧΧ και εγγράφως την ΧΧΧ, επικαλούμενος πλημμέλεια κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της ενάγουσας σε συνδυασμό με παραβίαση των απορρήτων της επιχείρησης, η οποια, όμως, ήταν προσχηματική και άκυρη (α) για λόγους τυπικούς, (i) δηλ. επειδη πραγματοποιήθηκε κατά παράβαση της διάταξης του άρθρου 15 παρ. 1 Ν. 1483/1984, σύμφωνα με την οποία δεν έπρεπε να απολυθεί διότι διένυε την 15η εβδομάδα φυσιολογικής δίδυμης κύησης, γεγονός που είχε γνωστοποιήσει κατά την ημέρα της απόλυσής της στην εναγομένη, και (ii) της υποχρέωσης τηρήσεως εγγράφου, (β) για λόγους ουσιαστικούς, διότι η καταγγελία οφείλεται σε λόγους εκδίκησης εξαιτίας της εγκυμοσύνης της. Επικαλείται ότι για τους ανωτέρω, τυπικούς και ουσιαστικούς λόγους η απόλυσή της είναι άκυρη και η εξαιτίας αυτής μη αποδοχή των υπηρεσιών της εκ μέρους της εναγομένης, με αποτέλεσμα να της οφείλονται αποδοχές υπερημερίας και χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη συνεπεία της καταχρηστικής απόλυσής της, η οποία συνιστά παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά που της προκαλεί την ως άνω ζημία.
Με βάση το ιστορικό αυτό, η εναγουσα ζητεί: α) να αναγνωριστεί η ακυρότητα της από ΧΧΧ καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας της για τους παραπάνω λόγους, β) να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει το συνολικό ποσό ΧΧΧ για μισθούς υπερημεριας συνολικής διάρκειας 17 μηνών, δηλ. και για διάστημα μετά τη συζήτηση της αγωγής, με το νόμιμο τόκο από την επόμενη της τελευταίας ημέρας εκάστου μηνός, εντός του οποίου κατέστη απαιτητός έκαστος μηνιαίος μισθός υπερημερίας, γ) επίσης επικαλούμενη ότι λόγω μη χορήγησης άδειας την οποία αιτηθηκε για το έτος ΧΧΧ, της οφείλεται αποζημίωση και επίδομα αδείας συνολικού ύψους ΧΧΧ και ΧΧΧ αντίστοιχα, τέλος δ) να υποχρεωθεί να καταβάλει ποσό 5.000€ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Τα παραπάνω ποσά ζητά να επιδικασθούν με προσωρινά εκτελεστή απόφαση, νομιμοτόκως από τη δήλη μέρα καταβολής, το δε ποσό της ηθικής βλάβης με το νόμιμο τόκο από την επόμενη της επίδοσης της αγωγής, και να καταδικαστεί η εναγομενη στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης.
Με το περιεχόμενο αυτό η αγωγή, η οποία ασκήθηκε παραδεκτά εντός της τρίμηνης αποσβεστικής προθεσμίας του άρθρου 6 παρ. 1 Ν. 3198/1955, δεδομένου ότι, με επικαλουμενο από την εναγουσα ως χρόνο καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημενης εργασίας την ΧΧΧ η άσκηση της αγωγής με επίδοση (215 αρ. 1 ΚΠολΔ) πραγματοποιήθηκε την ΧΧΧ, αρμοδίως καθ’υλην και κατά τόπον εισάγεται ενώπιον του δικαστηρίου αυτού (άρθρα 7, 9, 10, 16 παρ. 2, 18 παρ. 1, 25 παρ. 2 και 664 ΚΠολΔ), κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφόρων (άρθρα 664-676 ΚΠολΔ, πλέον 620-622Α ΚΠολΔ). Η αγωγή είναι ορισμένη (άρθρο 216 αρ. 1 ΚΠολΔ) και νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 15 παρ. 1 και 2 Ν. 1483/1984, όπως τροποποιηθηκε με το Ν. 3996/2011 [και συμπληρώθηκε με το άρθρο 48 Ν. 4808/2021], 10 παρ. 2 πδ 176/1997, καθώς και σε εκείνες των άρθρων 648 επ., 281, 914, 932, 340, 341 και 346 ΑΚ, 15 παρ. 1 του Ν. 1483/1984, 3,5 Ν. 3198/1955, 3,5 α.ν. 539/1945, 3 παρ. 16 Ν. 4504/1966, σε συνδυασμό με το άρθρο 1 Ν. 3302/2004 και 3 Ν.Δ. 3755/1957 (για επίδομα και αποζημίωση αδείας), 68, 70, 907, 908, 910 αρ. 4, 176 και 191 αρ. 2 946 ΚΠολΔ, 68, 69 παρ. 1α για μισθούς υπερημερίας μετά την άσκηση της αγωγής ως τη συζήτηση κατ’αρθρο 69 παρ. 1α ΚΠολΔ (ΑΠ 752/2007 αδημ. NOMOS) και αφού αφορά δικαίωμα απαιτητό κατά τον κρίσιμο χρόνο συζήτησης στο ακροατήριο (ΕφΠειρ 437/1996, ΕΕργΔ 1997, 686).
Το αίτημα επιδίκασης μισθών υπερημερίας για το χρονικό διάστημα πέραν της ημερομηνίας συζήτησης της κρινομενης αγωγής (ήτοι, μετά την ΧΧΧ) το οποίο κατά την ορθότερη γνώμη μπορεί να στηριχθεί στη διάταξη του άρθρου 69 παρ. 1ε ΚΠολΔ (Ζερδελης Δ. Εργατικό Δίκαιο εκδ. 2015 αρ. 2152, Μακριδου Δικονομια Εργατικών Διαφορών σ. 110), πρέπει να απορριφθεί προεχόντως ως αόριστο δεδομένου ότι δεν γίνεται επίκληση περί του ότι υπάρχει βασιμος φόβος πως ο οφειλετης θα αποφύγει την έγκαιρη εκπλήρωση της παροχής. Σε κάθε περίπτωση, το αίτημα πρέπει να απορριφθεί ως πρόωρο, αφού δεν μπορεί βάσιμα να πιθανολογηθεί συνέχιση της απόκρουσης των υπηρεσιών της εναγουσας για τον μετέπειτα της συζητήσεως χρόνο. “