ΑΠΟΦΑΣΗ
Katona και Závarský κατά Σλοβακίας της 09.02.2023 (αρ. προσφ. 43932/19 και 43995/19)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Στέρηση της ειρηνικής απόλαυσης των περιουσιακών στοιχείων των προσφευγόντων λόγω αδυναμίας άσκησης αγωγής κατά του πτωχεύσαντος οφειλέτη τους. Ο τελευταίος όφειλε χρήματα κατόπιν έκδοσης γραμματίων εις διαταγήν στο όνομα των προσφευγόντων, μετόχων της επιχείρησης.
Η αδυναμία ικανοποίησης των προσφευγόντων επήλθε λόγω νομοθετικής τροποποίησης για την απαλλαγή των οφειλετών από τα χρέη τους σε περίπτωση αφερεγγυότητάς τους. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την υπερβολική επιβάρυνση των προσφευγόντων-πιστωτών και την μη δικαιολογημένη επέμβαση στην απόλαυση της περιουσίας τους. Έτσι, διαταράχθηκε η δίκαιη ισορροπία που έπρεπε να επιτευχθεί μεταξύ της προστασίας του δικαιώματος των προσφευγόντων στην ειρηνική απόλαυση των αγαθών τους και των απαιτήσεων γενικού συμφέροντος, που συνεπαγόταν η νέα ρύθμιση απαλλαγής χρεών.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του σεβασμού της περιουσίας (άρθρο 1 Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου) και επιδίκασε στον πρώτο προσφεύγοντα 11.000 ευρώ για χρηματική ζημία και ηθική βλάβη, στον δεύτερο προσφεύγοντα 9.000 ευρώ για χρηματική ζημία και ηθική βλάβη και στους δύο προσφεύγοντες από κοινού 5.000 ευρώ για τα έξοδα.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 1 ΠΠΠ
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Αποκλεισμός από την ικανοποίηση των απαιτήσεων των εναγόντων κατά ιδιώτη για την καταβολή χρηματικών ποσών οφειλόμενων βάσει σειράς γραμματίων εις διαταγή. Εκτός από μία, για όλες τις αξιώσεις εκδόθηκαν αμετάκλητες και δεσμευτικές αποφάσεις. Ο αποκλεισμός επήλθε αυτοδικαίως, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ο οφειλέτης είχε κηρυχθεί σε πτώχευση και είχε χορηγηθεί «απαλλαγή από τα χρέη» σε διαδικασίες στις οποίες οι προσφεύγοντες δεν ήταν διάδικοι και με απόφαση, που δεν μπορούσε να προσβληθεί με ένδικο μέσο.
Οι προσφεύγοντες γεννήθηκαν το 1955 και το 1979 και κατοικούν στη Βουδαπέστη και στην Μπρατισλάβα, αντίστοιχα.
Οι προσφεύγοντες είχαν μετοχές σε επιχείρηση. Το 2005 ο πρώτος προσφεύγων μεταβίβασε μέρος των μεριδίων του σε άλλο φυσικό πρόσωπο («οφειλέτης») ο οποίος συμφώνησε να καταβάλει στον πρώτο προσφεύγοντα ορισμένο χρηματικό ποσό σε διάφορες δόσεις.
Υποσχόμενος πληρωμή, ο οφειλέτης εξέδωσε γραμμάτια εις διαταγή υπέρ του πρώτου προσφεύγοντος που αντιστοιχούσαν στην αξία των αντίστοιχων δόσεων που έπρεπε να καταβληθούν. Στη συνέχεια, ο πρώτος προσφεύγων οπισθογράφησε ένα από τα γραμμάτια στον δεύτερο προσφεύγοντα.
Δεν αμφισβητήθηκε ότι, στο πλαίσιο της εν λόγω συμφωνίας, (i) ο πρώτος προσφεύγων είχε αυτοτελείς παράλληλες απαιτήσεις κατά του οφειλέτη τόσο βάσει της σύμβασης μεταβίβασης μετοχών όσο και βάσει των γραμματίων εις διαταγή και (ii) ήταν ελεύθερος να απαιτήσει πληρωμή από τον οφειλέτη με έναν ή και με τους δύο αυτούς τίτλους. Υποστήριξε επίσης, και ο ισχυρισμός του δεν αμφισβητήθηκε ευθέως από την Κυβέρνηση, ότι iii) δεν είχε προβάλει τα δικαιώματά του ούτε είχε προβεί σε οποιαδήποτε άλλη ενέργεια σε σχέση με τις αξιώσεις του βάσει της σύμβασης μεταβίβασης μετοχών και iv) είχαν, ως εκ τούτου, παραγραφεί.
Ελλείψει πληρωμής, οι προσφεύγοντες κινήθηκαν δικαστικά εναντίον του οφειλέτη για 9 από τα εν λόγω γραμμάτια, το αρχικό ποσό των οποίων ήταν συνολικά 74.000 ευρώ.
Τούτο είχε ως αποτέλεσμα την έκδοση 4 διαταγών πληρωμής από το Επαρχιακό Δικαστήριο της Μπρατισλάβα, υποχρεώνοντας τον οφειλέτη να καταβάλει στους προσφεύγοντες τα οφειλόμενα ποσά. Κατόπιν της απόρριψης των εφέσεων του οφειλέτη, οι αποφάσεις αυτές επικυρώθηκαν και κατέστησαν αμετάκλητες, δεσμευτικές και εκτελεστές.
Στις 5 Σεπτεμβρίου 2014, το Επαρχιακό Δικαστήριο εξέδωσε νέα διαταγή πληρωμής για την καταβολή επιπλέον ποσών στον πρώτο προσφεύγοντα, η οποία όμως αμφισβητήθηκε και η διαδικασία περατώθηκε τελικά στις 23 Ιουλίου 2019 χωρίς απόφαση επί της ουσίας για τους λόγους που εκτίθενται κατωτέρω.
Μεταξύ 2016 και 2018 οι προσφεύγοντες ζήτησαν την εκτέλεση των τεσσάρων αμετάκλητων αποφάσεων και η διαδικασία εκτέλεσης εγκρίθηκε. Για την απαίτηση που εκδικάστηκε υπέρ του δεύτερου προσφεύγοντος (για το αρχικό ποσό των 20.000 ευρώ, συν τα σχετικά ποσά), κατασχέθηκαν 1.399 ευρώ από το μηνιαίο εισόδημα του οφειλέτη. Από το ποσό αυτό καταβλήθηκαν στον δεύτερο προσφεύγοντα 1.092,93 ευρώ, ενώ το υπόλοιπο παρακρατήθηκε από τον επιμελητή για τα δικαστικά του έξοδα. Εκτός αυτού, η εκτέλεση κατέστη ατελέσφορη, καθώς δεν είχαν εντοπιστεί σημαντικά περιουσιακά στοιχεία.
Διαδικασία πτώχευσης
Στις 24 Ιανουαρίου 2019, το Επαρχιακό Δικαστήριο της Μπρατισλάβας εξέδωσε απόφαση περί πτώχευσης του οφειλέτη, διόρισε σύνδικο πτωχεύσεως για τη διαχείριση της πτωχευτικής περιουσίας και, κατόπιν αιτήματος του οφειλέτη, τον απάλλαξε από τα χρέη του υπό τους όρους που καθορίστηκαν στην απόφαση.
Κατ’ εφαρμογή των αντίστοιχων διατάξεων του κώδικα CB, η απόφαση περί πτώχευσης είχε ως αυτοδίκαιο αποτέλεσμα την περάτωση της διαδικασίας εκτέλεσης που είχαν κινήσει οι προσφεύγοντες κατά του οφειλέτη. Εξάλλου, κατ’ εφαρμογή των κανόνων αυτών αναλογικά, περατώθηκε και η διαδικασία που αφορούσε την εκκρεμή αίτηση του πρώτου προσφεύγοντος.
Με έκθεση της 10 Αυγούστου 2021, ο σύνδικος πτώχευσης ενημέρωσε το Επαρχιακό Δικαστήριο, μεταξύ άλλων, ότι, πλην της απαίτησης πληρωμής ύψους 662 ευρώ προς το Δημόσιο, οι μόνοι πιστωτές που είχαν ζητήσει την καταχώριση των απαιτήσεών τους στο πλαίσιο της πτωχευτικής διαδικασίας σχετικά με την πτωχευτική περιουσία ήταν οι προσφεύγοντες.
Σε επιστολή της 23ης Αυγούστου 2021, το ίδιο ως άνω δικαστήριο επιβεβαίωσε στον σύνδικο πτώχευσης ότι οι εκδικασθείσες απαιτήσεις των προσφευγόντων που βασίζονταν στα γραμμάτια εις διαταγήν δεν μπορούσαν να επιδιωχθούν κατά την έννοια του άρθρου 166β § 1 στοιχείο (γ) του κώδικα. Ως εκ τούτου, δεν μπορούσαν να εγγραφούν ή να ληφθούν υπόψη στο πλαίσιο της πτωχευτικής διαδικασίας του οφειλέτη και δεν ζητήθηκε καμία σχετική απόφαση.
Επικαλούμενοι το άρθρο 1 του ΠΠΠ και το άρθρο 13 της Σύμβασης, οι προσφεύγοντες κατήγγειλαν ότι δεν ήταν σε θέση να προβάλουν τις αξιώσεις τους κατά του οφειλέτη στο πλαίσιο ένδικης διαδικασίας και ότι δεν είχαν καμία έννομη προστασία στο πλαίσιο αυτό.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Λαμβανομένου υπόψη του παρεμφερούς αντικειμένου των προσφυγών, το Δικαστήριο έκρινε σκόπιμο να τις εξετάσει από κοινού.
Α) ΕΠΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΕΚΤΟΥ
Η Κυβέρνηση προέβαλε επιχειρήματα περί μη εξάντλησης των εσωτερικών ενδίκων μέσων, καθόσον οι προσφεύγοντες μπορούσαν και όφειλαν να ασκήσουν τα δικαιώματά τους μέσω αγωγής διαγραφής της απαλλαγής του οφειλέτη από τα χρέη δυνάμει του άρθρου 166f του κώδικα CB και, ανάλογα με την έκβασή της, μέσω προσφυγής ενώπιον του Συνταγματικού Δικαστηρίου. Η εν λόγω προσφυγή καθιστούσε δυνατή την ακύρωση της απαλλαγής από τα χρέη σε περίπτωση που η απαλλαγή αυτή προσβαλλόταν από ανέντιμο σκοπό του πτωχεύσαντος. Τα διαθέσιμα στατιστικά στοιχεία έδειξαν ότι, στην πράξη, αυτό συνέβαινε συχνότερα σε περιπτώσεις όπου ο τεκμαιρόμενος πτωχεύσας δεν ήταν στην πραγματικότητα αφερέγγυος, δεδομένου ότι η αφερεγγυότητά του αποτελούσε απαραίτητη προϋπόθεση για την απαλλαγή από τα χρέη. Μολονότι ήταν αληθές ότι οι προσφεύγοντες δεν νομιμοποιούνταν ενεργητικά να προσβάλουν τη νομοθεσία ενώπιον του Συνταγματικού Δικαστηρίου in abstracto, αν είχαν κάνει χρήση της αγωγής δυνάμει του άρθρου 166f του κώδικα CB και αν δεν ήταν ικανοποιημένοι με το αποτέλεσμά της, θα είχαν τη δυνατότητα να την προσβάλουν ενώπιον του Συνταγματικού Δικαστηρίου.
Οι προσφεύγοντες απάντησαν ότι δεν γνώριζαν και ότι η Κυβέρνηση δεν είχε αναφέρει τους λόγους για τους οποίους η απαλλαγή του οφειλέτη από τα χρέη μπορούσε να αμφισβητηθεί βάσει του άρθρου 166f του κώδικα CB. Επιπλέον, είχαν αποκλειστεί εντελώς από τη διαδικασία απαλλαγής από τα χρέη. Ως εκ τούτου, δεν είχαν πρόσβαση στη δικογραφία και, συνεπώς, σε κάθε πληροφορία που ήταν αναγκαία για να μπορέσουν να ακολουθήσουν αποτελεσματικά τη νομική οδό που πρότεινε η Κυβέρνηση. Επιπλέον, θεώρησαν ότι τα στατιστικά στοιχεία που επικαλέστηκε η Κυβέρνηση δεν κατέληξαν σε κανένα συμπέρασμα και υποστήριξαν ότι, εν πάση περιπτώσει, η αμφισβήτηση της απαλλαγής από τα χρέη μέσω χωριστής αγωγής θα συνεπαγόταν περαιτέρω διαδικαστικά έξοδα (επιπλέον εκείνων των επίμαχων δικαστικών διαφορών και διαδικασιών αναγκαστικής εκτέλεσης), τα οποία στην πραγματικότητα αποτελούσαν εμπόδιο στη διεκδίκηση των δικαιωμάτων τους με τον τρόπο που πρότεινε η Κυβέρνηση. Τέλος, δεδομένου ότι η προβαλλόμενη προσβολή των δικαιωμάτων τους προήλθε από την άμεση εφαρμογή του τροποποιημένου κώδικα CB και δεδομένου ότι οι εν λόγω ιδιώτες δεν νομιμοποιούνταν ενεργητικώς να προσβάλουν τις νομικές διατάξεις ενώπιον του Συνταγματικού Δικαστηρίου, η συνταγματική προσφυγή δεν ήταν ικανή να τους παράσχει καμία έννομη προστασία.
Το Δικαστήριο επισήμανε ότι η προβαλλόμενη προσβολή των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας των προσφευγόντων προέκυψε ως άμεσο αποτέλεσμα της απόφασης επί της απαλλαγής από τα χρέη του οφειλέτη με την απόφαση περί πτώχευσης της 24 Ιανουαρίου 2019 σε βάρος του. Το αποτέλεσμα αυτό προήλθε αυτομάτως από την εφαρμογή του άρθρου 166β στοιχείο (γ) του Κώδικα CB.
Δεδομένου ότι δεν υπήρξε καμία καταγγελία σχετικά με την ερμηνεία ή την εφαρμογή της διάταξης αυτής από τον σύνδικο, το πτωχευτικό δικαστήριο ή οποιονδήποτε άλλο, είναι σαφές ότι πρόκειται για την ίδια τη νομική διάταξη. Δεν αμφισβητήθηκε ότι οι προσφεύγοντες δεν είχαν τη δυνατότητα να ασκήσουν το εμπράγματο δικαίωμά τους σε σχέση με αυτήν προσβάλλοντας την υποκείμενη απόφαση περί πτωχεύσεως ενώπιον του Συνταγματικού Δικαστηρίου.
Στο μέτρο που η Κυβέρνηση προέβαλε αγωγή με αίτημα την ακύρωση της απαλλαγής από τα χρέη βάσει του άρθρου 166f του κώδικα CB, το Δικαστήριο του Στρασβούργου επισήμανε ότι η δυνατότητα άσκησης του ενδίκου αυτού βοηθήματος εξαρτάται από το αν αποδειχθεί ότι ο πτωχεύσας επιδίωκε ανέντιμο σκοπό μέσω της απαλλαγής από τα χρέη. Όπως αναφέρεται στο άρθρο 166f παράγραφος 1 του κώδικα CB τόσο ως θετική όσο και ως αρνητική οριοθέτηση, το περιεχόμενο αυτού του κριτηρίου επικεντρώνεται στη στάση και τη συμπεριφορά του πτωχεύσαντος. Αυτό είναι στην πραγματικότητα σύμφωνο με τα στατιστικά στοιχεία που υπέβαλε η Κυβέρνηση, σύμφωνα με τα οποία στις περισσότερες περιπτώσεις η ανέντιμη πρόθεση του πτωχεύσαντος αποδεικνύεται εάν αυτός επιδιώκει την απαλλαγή από τα χρέη χωρίς να είναι πραγματικά αφερέγγυος.
Έτσι, όμως, το Δικαστήριο τόνισε ότι η ουσία της καταγγελίας των προσφευγόντων δεν είχε καμία σχέση με τις προθέσεις του οφειλέτη αυτές καθαυτές, αλλά μάλλον με το γεγονός ότι η ρύθμιση απαλλαγής από τα χρέη φέρεται να ήταν δυσανάλογη και να μην παρείχε καμία προστασία στα δικαιώματα και τα συμφέροντά τους. Η Κυβέρνηση δεν πρότεινε ούτε απέδειξε με άλλο τρόπο ότι η προσφυγή βάσει του άρθρου 166f του κώδικα CB επιτρέπει την εξέταση των στοιχείων αυτών.
Υπό τις συνθήκες αυτές, το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι δεν αποδείχθηκε ότι το αναφερόμενο είδος αγωγής ήταν διαθέσιμο θεωρητικά και πρακτικά κατά τον κρίσιμο χρόνο, δηλαδή ότι ήταν προσιτό, ότι ήταν ικανό να παράσχει έννομη προστασία σε σχέση με τις καταγγελίες των προσφευγόντων και ότι προσέφερε εύλογες προοπτικές επιτυχίας. Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρούνταν από τη δυνατότητα των προσφευγόντων να προσβάλουν την έκβαση προσφυγής βάσει του άρθρου 166f του κώδικα CB ενώπιον του Συνταγματικού Δικαστηρίου. Τούτο ισχύει ιδίως καθόσον, όπως προαναφέρθηκε, η καταγγελία αφορούσε κατ’ ουσίαν την ίδια τη νομική διάταξη και όχι την ερμηνεία ή την εφαρμογή της.
Το ΕΔΔΑ απέρριψε την ένσταση της Κυβέρνησης και
Το Δικαστήριο έκρινε επίσης την προσφυγή παραδεκτή.
Β) ΕΠΙ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ
Οι προσφεύγοντες κατήγγειλαν ότι τα αποτελέσματα της απαλλαγής του οφειλέτη από τα χρέη, τα οποία απορρέουν από τον κώδικα CB, όπως τροποποιήθηκε από 1 Μαρτίου 2017, κατέστησαν αδύνατη την ικανοποίηση των απαιτήσεών τους κατά του οφειλέτη στο πλαίσιο ένδικης διαδικασίας και ότι στερήθηκαν κάθε σχετικής έννομης προστασίας. Τόνισαν ότι τα γραμμάτια εις διαταγή που παρείχαν τη βάση των απαιτήσεών τους είχαν εκδοθεί πριν από την έναρξη ισχύος της εν λόγω τροποποίησης και ότι, ενώ βρίσκονταν στη διαδικασία διεκδίκησης των απαιτήσεων αυτών στο πλαίσιο δικαστικών διαδικασιών και διαδικασιών αναγκαστικής εκτέλεσης, δεν μπορούσαν να προβλέψουν ότι η τροποποίηση θα άλλαζε σημαντικά το σχετικό πλαίσιο.
Η πτωχευτική διαδικασία του οφειλέτη ισοδυναμούσε στην πραγματικότητα με συλλογική διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης εις βάρος του και οι προσφεύγοντες είχαν αποκλειστεί εντελώς από τη δυνατότητα να κάνουν οποιαδήποτε χρήση της εκτέλεσης αυτής, πράγμα που συνεπαγόταν δυσμενή διάκριση σε βάρος τους σε σχέση με άλλους πιστωτές. Αν ο σκοπός του αποκλεισμού από την ικανοποίηση σε περίπτωση απαλλαγής από την υποχρέωση καταβολής απαιτήσεων που βασίζονται σε γραμμάτια εις διαταγήν ήταν να αποτραπεί η διπλή είσπραξη επί του ίδιου ποσού βάσει του γραμματίου αυτού καθώς και βάσει της αρχικής συμβατικής πράξης την οποία αφορά το γραμμάτιο εις διαταγή, ο σκοπός αυτός θα μπορούσε να είχε εξυπηρετηθεί με άλλα μέσα που ήταν πιο ανάλογα προς τον σκοπό αυτό.
Απαντώντας στο επιχείρημα της Κυβέρνησης, οι προσφεύγοντες υποστήριξαν ότι ο πρώτος εξ αυτών δεν είχε προβεί σε διαθέσεις όσον αφορά τις απαιτήσεις του κατά του οφειλέτη βάσει της σύμβασης μεταβίβασης μετοχών, ότι οι απαιτήσεις αυτές είχαν εν τω μεταξύ παραγραφεί και ότι ο δεύτερος προσφεύγων δεν είχε τέτοιες απαιτήσεις. Επομένως, δεν υπήρχε κίνδυνος διπλής είσπραξης του ίδιου ποσού στην περίπτωσή τους. Επιπλέον, δεν ήταν αναγκαίο να παρασχεθεί στον οφειλέτη ειδική προστασία που να δικαιολογείται άλλως για τους καταναλωτές, δεδομένου ότι η σχέση μεταξύ των προσφευγόντων και του οφειλέτη ήταν αμιγώς επιχειρηματικής φύσεως.
Οι προσφεύγοντες είχαν αποκλειστεί εντελώς από κάθε δυνατότητα διεκδίκησης των απαιτήσεών τους κατά του οφειλέτη στο πλαίσιο της πτωχευτικής διαδικασίας ή με οποιοδήποτε άλλο νόμιμο μέσο, χωρίς να λάβουν καμία αποζημίωση. Συνεπώς, η ουσία των δικαιωμάτων στην περιουσία τους είχε θιγεί και, επιπλέον, η ρύθμιση παραβίαζε τη συνταγματικά κατοχυρωμένη ισότητα των ιδιοκτητών και αγνοούσε την ανάγκη επίτευξης δίκαιης ισορροπίας μεταξύ των αντικρουόμενων συμφερόντων ενόψει της αρχής της αναλογικότητας.
Η Κυβέρνηση υποστήριξε ότι ο λόγος για τον οποίο δεν ικανοποιήθηκαν οι απαιτήσεις των προσφευγόντων ήταν η αφερεγγυότητα του οφειλέτη. Το γεγονός ότι ένα από τα αιτήματα του πρώτου προσφεύγοντος δεν είχε στην πραγματικότητα γίνει δεκτό από τα δικαστήρια με αμετάκλητη απόφαση, δεν είχε καμία πραγματική διαφορά και δεν απαιτούσε άλλη απάντηση εκτός από αυτήν που ακολουθεί.
Η αφερεγγυότητα ενός ιδιώτη οφειλέτη αποτελούσε σύνηθες μέρος του κινδύνου που έπρεπε να αναλάβει οποιοσδήποτε ιδιώτης πιστωτής και δεν συνεπαγόταν άμεση ευθύνη του Δημοσίου. Ως εκ τούτου, η ευθύνη του τελευταίου στο πλαίσιο της Σύμβασης περιοριζόταν στη θετική υποχρέωση παροχής πλαισίου και στη διαθεσιμότητα μέτρων για την εκτέλεση των απαιτήσεων των προσφευγόντων.
Τα γραμμάτια εις διαταγή των προσφευγόντων είχαν χρησιμεύσει για την εξασφάλιση των αρχικών απαιτήσεων βάσει της σύμβασης μεταβίβασης μετοχών και δεν υπήρχαν νομικοί περιορισμοί όσον αφορά τη δυνατότητα επιδίωξης των αρχικών απαιτήσεων στο πλαίσιο της πτωχευτικής διαδικασίας του οφειλέτη ή με οποιοδήποτε άλλο μέσο πριν από τη διαδικασία αυτή. Δεδομένου ότι δεν ήταν σαφές τι είχε συμβεί με τις αρχικές αξιώσεις που βασίζονταν στη συμφωνία μεταβίβασης μετοχών, οποιαδήποτε σκέψη για την παραγραφή τους ήταν υποθετική.
Οι απαιτήσεις που στηρίζονταν σε γραμμάτια εις διαταγήν περιλαμβάνονταν, μεταξύ άλλων, σε απαιτήσεις που αποκλείονταν δυνάμει του άρθρου 166β του τροποποιημένου κώδικα CB από την ικανοποίηση σε περίπτωση απαλλαγής από τα χρέη, με πρωταρχικό σκοπό –συνδεόμενο με το πλαίσιο αφερεγγυότητας – να ευνοηθεί η ικανοποίηση του κύριου ποσού των αρχικών απαιτήσεων σε παρεπόμενες ή παράλληλες απαιτήσεις. Όσον αφορά ειδικότερα τις αξιώσεις που στηρίζονται σε γραμμάτια εις διαταγή, ο αποκλεισμός τους ακολούθησε ένα σύνολο μέτρων που ελήφθησαν για την προστασία των καταναλωτών από καταχρήσεις μέσω γραμματίων εις διαταγή. Η κατάχρηση αυτή είχε καταστεί σύνηθες φαινόμενο, λαμβανομένης υπόψη της παράλληλης ύπαρξης της αρχικής οφειλής, η καταβολή της οποίας εξασφαλιζόταν με γραμμάτιο εις διαταγή, και της αυτοτελώς υφιστάμενης οφειλής βάσει του γραμματίου.
Σκοπός της απαλλαγής από τα χρέη ήταν η αντιμετώπιση του προβλήματος της αφερεγγυότητας των ιδιωτών, το οποίο αποτελούσε εν γένει σημαντικό οικονομικό και κοινωνικό φαινόμενο. Ήταν σαφές ότι συνεπαγόταν εγγενώς σύγκρουση των συμφερόντων των πιστωτών, των συμφερόντων του πτωχεύσαντος και, κατ’ επέκταση, και των συμφερόντων της κοινωνίας. Η ρύθμιση απαλλαγής από τα χρέη αποσκοπούσε στον συμβιβασμό των συμφερόντων αυτών, επιτρέποντας την επανένταξη των αφερέγγυων ατόμων στην οικονομική ζωή και διασφαλίζοντας τη δίκαιη ικανοποίηση των πιστωτών βάσει της αρχής pari passu.
Επιπλέον, η Κυβέρνηση επισήμανε ότι, πριν από την απαλλαγή του οφειλέτη από τα χρέη, οι προσφεύγοντες είχαν τη δυνατότητα να προβάλουν τις απαιτήσεις τους βάσει των γραμματίων τους ενώπιον των τακτικών δικαστηρίων και της επακόλουθης διαδικασίας εκτέλεσης και ότι δεν είχαν προβληθεί σχετικές αιτιάσεις. Σε συνδυασμό με τη δυνατότητα άσκησης αγωγής για την ακύρωση της απαλλαγής από τα χρέη βάσει του άρθρου 166f του κώδικα CB, το εναγόμενο κράτος είχε εκπληρώσει όλες ανεξαιρέτως τις θετικές υποχρεώσεις του στην προκειμένη περίπτωση.
Το Δικαστήριο τόνισε εκ προοιμίου ότι αυτό που βρισκόταν στο επίκεντρο της παρούσας υπόθεσης ήταν οι αξιώσεις των προσφευγόντων για την καταβολή χρημάτων και ότι δεν αμφισβητήθηκε από την Κυβέρνηση ότι οι αξιώσεις αυτές ισοδυναμούσαν με υπάρχοντα κατά την έννοια του άρθρου 1 του ΠΠΠ. Πράγματι, όλες αυτές οι αξιώσεις, εκτός από μία, έγιναν δεκτές με αμετάκλητες και εκτελεστές δικαστικές αποφάσεις. Ως εκ τούτου, οι απαιτήσεις ήταν εκτελεστές, εμπίπτοντας έτσι στην έννοια του άρθρου 1 του ΠΠΠ (βλ. Διυλιστήρια Στρανς Ελλάδος και Στρατή Ανδρεάδη κατά Ελλάδας, της 09.12.1994). Η διαδικασία που αφορούσε το υπόλοιπο αίτημα του πρώτου προσφεύγοντος περατώθηκε χωρίς να αποφανθεί επί της ουσίας. Ωστόσο, ήταν αναμφισβήτητο ότι ο ισχυρισμός αυτός υπήρχε και ήταν βάσιμος. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο του Στρασβούργου δέχτηκε ότι, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, το υπόλοιπο αίτημα του πρώτου προσφεύγοντος δημιούργησε δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ότι θα τύχαινε της ίδιας μεταχείρισης με τα λοιπά επίμαχα αιτήματα. Συνεπώς, ισοδυναμούσε επίσης με κατοχή κατά την έννοια του άρθρου 1 του ΠΠΠ.
Στη συνέχεια, έπρεπε να εξεταστεί αν υπήρξε επέμβαση στο δικαίωμα των προσφευγόντων για ειρηνική απόλαυση της περιουσίας τους και, σε περίπτωση καταφατικής απάντησης, με ποια από τις μορφές που προβλέπει το άρθρο 1 του ΠΠΠ. Η Κυβέρνηση υποστήριξε ότι οι απαιτήσεις των προσφευγόντων στρέφονταν κατά ιδιώτη οφειλέτη, ότι ο λόγος για τον οποίο δεν είχαν ικανοποιηθεί ήταν η αφερεγγυότητά του, ότι το Δημόσιο δεν είχε άμεση συμβατική ευθύνη για τη μη ικανοποίηση των απαιτήσεων αυτών και ότι οι καταγγελίες των προσφευγόντων έπρεπε να εξεταστούν ως ζήτημα των θετικών υποχρεώσεων του Δημοσίου που απορρέουν από τη διάταξη της οποίας έγινε επίκληση.
Σε συμφωνία με την Κυβέρνηση, το Δικαστήριο επισήμανε ότι οι αξιώσεις των προσφευγόντων ήταν ιδιωτικού δικαίου και στρέφονταν κατά οφειλέτη ιδιωτικού δικαίου. Η ουσία των καταγγελιών τους ενώπιον του Δικαστηρίου, ωστόσο, είχε να κάνει λιγότερο με το ότι οι απαιτήσεις αυτές δεν ικανοποιήθηκαν από τον οφειλέτη παρά με το ότι δεν υπήρχε απολύτως καμία νομική δυνατότητα εκτέλεσής τους, η οποία οφειλόταν σε συγκεκριμένη νομοθετική τροποποίηση που εγκρίθηκε ενώ οι προσφεύγοντες βρίσκονταν στη διαδικασία διεκδίκησης των απαιτήσεών τους. Πράγματι, όπως προκύπτει από την εμπειρία του δεύτερου προσφεύγοντος, η αφερεγγυότητα του οφειλέτη δεν αποτελούσε απόλυτο κώλυμα για την επιτυχή εκτέλεση τουλάχιστον μέρους της απαίτησής του κατά του οφειλέτη. Εντούτοις, τα αποτελέσματα της απαλλαγής του οφειλέτη από τα χρέη βάσει της τροποποίησης του κώδικα CB που ισχύει από 1 Μαρτίου 2017 συνιστούσαν αναμφίβολα απόλυτο κώλυμα για την ικανοποίηση των απαιτήσεων των προσφευγόντων κατά του οφειλέτη στο πλαίσιο της πτωχευτικής ή οποιασδήποτε άλλης διαδικασίας. Επομένως, αυτό που βρίσκεται στο επίκεντρο της παρούσας υπόθεσης είναι μια κρατική ενέργεια και όχι μια πράξη ή παράλειψη ενός ιδιώτη, η οποία τη διακρίνει από εκείνες που εξέτασε το Δικαστήριο στο παρελθόν σε σχέση με τις θετικές υποχρεώσεις των εναγομένων βάσει της ΕΣΔΑ (βλ. Kotov κατά Ρωσίας της 03.04.2012, αρ. προσφ. 54522/00).
Υπό τις συνθήκες αυτές, τα αποτελέσματα της απαλλαγής από τα χρέη ισοδυναμούσαν με επέμβαση στην περιουσία των προσφευγόντων. Όσον αφορά τη μορφή της, το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι, de jure, οι αξιώσεις των προσφευγόντων δεν αποσβέστηκαν και εξακολουθούσαν να υφίστανται (αντίθ. Pressos Compania Naviera S.A. κ.α.). Εντούτοις, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 166f του τροποποιημένου κώδικα CB, αποκλείστηκαν από την ικανοποίηση. Το ουσιαστικό αποτέλεσμα αυτού του μέτρου είναι ότι κατέστη απολύτως και μόνιμα αδύνατη η διεκδίκηση αυτών των απαιτήσεων στο πλαίσιο δικαστικής διαδικασίας, αναγκαστικής εκτέλεσης, πτώχευσης ή οποιουδήποτε άλλου είδους επίσημης διαδικασίας.
Υπό τις συνθήκες αυτές, και λαμβανομένου υπόψη του σκοπού της Σύμβασης που συνίσταται στη διασφάλιση δικαιωμάτων «πρακτικών και αποτελεσματικών», το Δικαστήριο έκρινε ότι η απαλλαγή από τα χρέη είχε αρκούντως σοβαρές συνέπειες, ώστε να μπορεί να γίνει δεκτό ότι οι προσφεύγοντες υπήρξαν θύματα de facto στέρησης της περιουσίας τους.
Επομένως, το Δικαστήριο έπρεπε να εξετάσει αν η επέμβαση αυτή ήταν «προς το γενικό συμφέρον» και αν πληρούσε τις απαιτήσεις της αναλογικότητας.
Προκειμένου να δικαιολογήσει την επέμβαση αυτή, η Κυβέρνηση επικαλέστηκε τον σκοπό της απαλλαγής από τα χρέη, ο οποίος συνίστατο στην επίλυση του προβλήματος της αφερεγγυότητας των ιδιωτών, παρέχοντάς τους τη δυνατότητα να επανενταχθούν στην οικονομική ζωή. Η ευνοϊκή ικανοποίηση του αρχικού ποσού της αρχικής οφειλής τους σε παρεπόμενα ή παράλληλα χρέη εξυπηρετούσε αυτόν τον σκοπό και ο αποκλεισμός από την ικανοποίηση απαιτήσεων που βασίζονταν σε γραμμάτια χρησίμευσε επίσης για την προστασία των καταναλωτών από καταχρήσεις λόγω διπλής είσπραξης της αρχικής οφειλής πλέον της οφειλής βάσει του γραμματίου.
Το Δικαστήριο δέχθηκε ότι το σύνθετο κοινωνικοοικονομικό φαινόμενο της αφερεγγυότητας των ιδιωτών απαιτεί απάντηση εκ μέρους του κράτους, η οποία μπορεί, προς το δημόσιο συμφέρον, να λάβει τη μορφή ειδικών ρυθμίσεων στο πλαίσιο της διαδικασίας αφερεγγυότητας. Τηρώντας το περιθώριο εκτίμησης των εθνικών αρχών, δεν βρήκε επίσης κανένα λόγο να αμφισβητήσει τη γενική προσέγγιση της ευνοϊκής, στο δεδομένο πλαίσιο, ικανοποίησης του κύριου ποσού του αρχικού χρέος σε παρεπόμενα ή παράλληλα χρέη. Ωστόσο, εκτός από μία, στην προκειμένη περίπτωση οι αξιώσεις των προσφευγόντων είχαν επιβεβαιωθεί με αμετάκλητες και εκτελεστές αποφάσεις. Επιπλέον, δεδομένου ότι η συμβατική σχέση μεταξύ προσφευγόντων και οφειλέτη είχε αμιγώς επιχειρηματικό χαρακτήρα, το Δικαστήριο έκρινε ότι η επέμβαση στο δικαίωμα περιουσίας τους δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί από την ανάγκη προστασίας των καταναλωτών.
Όσον αφορά την αναλογικότητα του μέτρου, το άρθρο 1 του ΠΠΠ απαιτεί για κάθε επέμβαση να υπάρχει εύλογη σχέση αναλογικότητας μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του επιδιωκόμενου σκοπού. Αυτή η δίκαιη ισορροπία θα διαταρασσόταν εάν ο ενδιαφερόμενος έπρεπε να επωμιστεί υπερβολικό ατομικό βάρος. Επιπλέον, δεν θα έπρεπε να παραβλέπεται η σημασία των διαδικαστικών υποχρεώσεων που απορρέουν από το άρθρο 1 του ΠΠΠ. Μολονότι η διάταξη αυτή δεν περιέχει ρητές δικονομικές απαιτήσεις, οι δικαστικές διαδικασίες που αφορούν το δικαίωμα ειρηνικής απόλαυσης των αγαθών πρέπει επίσης να παρέχουν στον ιδιώτη εύλογη δυνατότητα να εκθέσει την άποψή του ενώπιον των αρμόδιων αρχών προκειμένου να αμφισβητήσει λυσιτελώς τα μέτρα που θίγουν τα δικαιώματα που κατοχυρώνει η διάταξη αυτή. Επομένως, η επέμβαση στα δικαιώματα που προβλέπονται στο άρθρο 1 του ΠΠΠ δεν μπορεί να έχει καμία νομιμότητα ελλείψει κατ’ αντιμωλία διαδικασίας σύμφωνης με την αρχή της ισότητας των όπλων, η οποία να επιτρέπει τη συζήτηση πτυχών που είναι σημαντικές για την έκβαση της υπόθεσης.
Βάσει των πραγματικών περιστατικών, η απαλλαγή του οφειλέτη από τα χρέη ήταν αποτέλεσμα διαδικασίας κινηθείσας από αυτόν και στην οποία οι προσφεύγοντες δεν ήταν διάδικοι, χωρίς να μπορούν και να προσβάλουν την απόφαση αυτή.
Επιπλέον, τα αποτελέσματα της απαλλαγής από τα χρέη επί των απαιτήσεων των προσφευγόντων απέρρεαν ευθέως από τις νομικές διατάξεις, δεν απαιτούσαν την έκδοση απόφασης και, όπως προαναφέρθηκε, οι προσφεύγοντες δεν είχαν κανέναν τρόπο να την αμφισβητήσουν αποτελεσματικά. Κατά συνέπεια, οι σχετικές νομικές διατάξεις δεν επέτρεπαν να ληφθούν υπόψη εξαιρέσεις ή σταθμιστικοί παράγοντες (βλ. Megadat.com SRL κατά Μολδαβίας, αριθ. προσφ.21151/04 § 74), όπως, για παράδειγμα, ότι, στην ατομική περίπτωση των προσφευγόντων, στην πραγματικότητα δεν υπήρχε κίνδυνος διπλής είσπραξης της αρχικής οφειλής και ότι, πλην των ίδιων των προσφευγόντων, δεν υπήρχαν ιδιώτες πιστωτές των οποίων τα συμφέροντα θα μπορούσαν ενδεχομένως να απαιτούν προστασία. Πράγματι, οι προσφεύγοντες δεν είχαν πρόσβαση σε καμία διαδικασία στην οποία θα μπορούσαν να υποστηρίξουν τους ισχυρισμούς τους. Η αναγκαιότητα μιας τέτοιας διαδικασίας θα έπρεπε να εξεταστεί σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η κατάσταση των προσφευγόντων υπερέβαινε το αντικείμενο και τον σκοπό της επίμαχης ρύθμισης.
Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, και σημειώνοντας ότι η στέρηση των περιουσιών τους συνοδεύτηκε από παντελή έλλειψη αποζημίωσης, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα αποτελέσματα των νομικών διατάξεων της απαλλαγής του οφειλέτη από τα χρέη του επιβάρυναν τους προσφεύγοντες ατομικά σε υπερβολικό βαθμό. Επομένως, διαταράχθηκε η δίκαιη ισορροπία που έπρεπε να επιτευχθεί μεταξύ της προστασίας του δικαιώματος των προσφευγόντων στην ειρηνική απόλαυση των αγαθών τους και των απαιτήσεων γενικού συμφέροντος.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος σεβασμού της περιουσίας (άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου.
Δίκαιη Ικανοποίηση (Άρθρο 41)
Το Στρασβούργο επιδίκασε για αποζημίωση και ηθική βλάβη στον πρώτο προσφεύγοντα 11.000 ευρώ, στον δεύτερο 9.000 ευρώ και από κοινού 5.000 ευρώ για τα έξοδα (επιμέλεια: echrcaselaw.com).