Επίδοση διαταγής πληρωμής – Ο δικαστικός επιμελητής οφείλει να ερευνήσει αν πράγματι ο καθ’ ου κατοικεί στην αναγραφόμενη διεύθυνση
Δεκτή έγινε από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο αίτηση αναστολής αναγκαστικής εκτέλεσης, διατάσσοντας την αναστολή πλειστηριασμού ακινήτου της αιτούσας (ΜονΕφΑθ 33/2023).
Το εφετείο διόρθωσε το σφάλμα του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ότι επίδοση σε διεύθυνση που δεν κατοικεί ο καθ’ ου η διαταγή πληρωμής δεν την εξαφανίζει, αναλύοντας με σαφήνεια τις υποχρεώσεις του δικαστικού επιμελητή ως δημόσιου λειτουργού όταν επιδίδει πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης και διαφοροποιώντας τα γεγονότα που παράγουν πλήρη δικανική πεποίθηση και εκείνα που είναι δεκτικά ανταπόδειξης με μάρτυρες.
Πιο αναλυτικά, κατά το σκεπτικό του δικαστηρίου, η μη εμπρόθεσμη, κατά το άρθρο 630Α ΚΠολΔ, ή η μη επίδοση καθόλου ή η προς μη επίδοση εξομοιούμενη μη νόμιμη επίδοση της διαταγής πληρωμής μέσα στην προθεσμία επιφέρει ανατροπή της ισχύος της, δηλαδή η διαταγή πληρωμής από την παράλειψη αυτή θεωρείται ανύπαρκτη και κατά νομική αναγκαιότητα συμπαρασύρονται σε αυτοδίκαιη ανατροπή και οι σε αυτήν επιστηριζόμενες συνέπειες της, ενώ και τα αποτελέσματα, που τυχόν επήλθαν, ανατρέπονται αναδρομικά. Η παύση της ισχύος της διαταγής πληρωμής είναι αυτοδίκαιη. Επομένως, δεν εξαρτάται από την ευδοκίμηση ανακοπής (άρθρο 632 ΚΠολΔ) εναντίον της, που δεν είναι καν απαραίτητο να ασκηθεί. Σε περίπτωση πάντως αμφισβήτησης ως προς την αυτοδίκαιη παύση της ισχύος της, η άσκηση ανακοπής με λόγο τη μη επίδοση της διαταγής πληρωμής εντός διμήνου δεν αποκλείεται.
Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 117, 139, 438 και 440 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι, η έκθεση επίδοσης δικογράφου που έχει συνταχθεί από τον αρμόδιο καθ’ ύλην και κατά τόπο δικαστικό επιμελητή, συνιστά δημόσιο έγγραφο, το οποίο παρέχει πλήρη απόδειξη ως προς όσα βεβαιώνονται σ’ αυτό ότι έγιναν από το δικαστικό επιμελητή ή ενώπιον του. Ανταπόδειξη επιτρέπεται μόνον εφόσον προσβληθεί το έγγραφο αυτό ως πλαστό.
Αντιθέτως, για τα περιστατικά που περιέχονται (βεβαιώνονται) στην πιο πάνω έκθεση αλλά δεν υποπίπτουν από τη φύση τους στην άμεση αντίληψη του δικαστικού επιμελητή και των οποίων την αλήθεια όφειλε να εξετάσει αυτός, αποδεικνύονται μεν πλήρως από την έκθεση, μέχρις ότου όμως αποδειχθεί το αντίθετο. Επιτρέπεται, δηλαδή, ως προς τις σχετικές με τα τελευταία αυτά περιστατικά βεβαιώσεις του δικαστικού επιμελητή ανταπόδειξη, με κάθε νόμιμο αποδεικτικό μέσο και μάρτυρες, το βάρος της οποίας φέρει, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 338 ΚΠολΔ, εκείνος που αμφισβητεί την αλήθεια τους.
Η βεβαίωση του δικαστικού επιμελητή στην έκθεση επιδόσεως ότι στη συγκεκριμένη διεύθυνση, όπου έγινε η επίδοση του εγγράφου, είναι η κατοικία του παραλήπτη, είναι περιστατικό που δεν υποπίπτει από τη φύση του στην άμεση αντίληψη του, καθότι την αλήθεια αυτού οφείλει να διαπιστώσει ο δικαστικός επιμελητής και, συνεπώς, κατά τούτο η βεβαίωση αυτή δεν παρέχει πλήρη απόδειξη, επιδεχόμενη ανταπόδειξη. Συνεπώς, η αναγραφόμενη στο προς επίδοση έγγραφο διεύθυνση του προσώπου, στο οποίο πρέπει να γίνει η επίδοση, δεν δεσμεύει τον δικαστικό επιμελητή, που οφείλει εξ επαγγέλματος να ερευνήσει αν πράγματι αυτός προς τον οποίο πρέπει να γίνει η επίδοση κατοικεί στη διεύθυνση αυτή και, αν διαπιστώσει ότι δεν κατοικεί εκεί αλλά σε άλλη διεύθυνση, να κάνει την επίδοση στην πραγματική κατοικία του και όχι στην αναφερομένη στο επιδοτέο έγγραφο.
Εν προκειμένω, το δικαστήριο έκρινε κατά πιθανολόγηση ότι η αιτούσα δεν κατοικούσε κατά το χρόνο της επίδοσης στη διεύθυνση όπου έλαβε αυτή χώρα. Επομένως, η επίδοση της επίδικης διαταγής πληρωμής τυγχάνει άκυρη, γεγονός το οποίο ισοδυναμεί με ανυπαρξία επίδοσης της διαταγής πληρωμής, ενώ δεν έλαβε χώρα άλλη έγκυρη επίδοση εντός διμήνου από την έκδοσή της, με αποτέλεσμα αυτή να έχει αποβάλει την ισχύ της ως εκτελεστός τίτλος, να συμπαρασύρει σε ακυρότητα και τη βάσει αυτής αναγκαστική εκτέλεσης.
Επομένως, εφόσον η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής έχει απωλέσει την ισχύ της ως εκτελεστός τίτλος, οι βάσει αυτής λαβούσες χώρα προσβαλλόμενες πράξεις εκτέλεσης, ήτοι η αναγκαστική κατάσχεση και η έκδοση προγράμματος πλειστηριασμού, είναι ανίσχυρες και, μάλιστα, αναδρομικά από την ημερομηνία που εκάστη αυτών έλαβε χώρα.
Απόσπασμα απόφασης
Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 117, 139, 438 και 440 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι, η έκθεση επίδοσης δικογράφου που έχει συνταχθεί από τον αρμόδιο καθ’ ύλην και κατά τόπο δικαστικό επιμελητή, συνιστά δημόσιο έγγραφο, το οποίο παρέχει πλήρη απόδειξη ως προς όσα βεβαιώνονται σ’ αυτό ότι έγιναν από το δικαστικό επιμελητή ή ενώπιον του. Ανταπόδειξη επιτρέπεται μόνον εφόσον προσβληθεί το έγγραφο αυτό ως πλαστό. Αντιθέτως, για τα περιστατικά που περιέχονται (βεβαιώνονται) στην πιο πάνω έκθεση αλλά δεν υποπίπτουν από τη φύση τους στην άμεση αντίληψη του δικαστικού επιμελητή και των οποίων την αλήθεια όφειλε να εξετάσει αυτός, αποδεικνύονται μεν πλήρως από την έκθεση, μέχρις ότου όμως αποδειχθεί το αντίθετο. Επιτρέπεται δηλαδή ως προς τις σχετικές με τα τελευταία αυτά περιστατικά βεβαιώσεις του δικαστικού επιμελητή ανταπόδειξη, με κάθε νόμιμο αποδεικτικό μέσο και μάρτυρες, το βάρος της οποίας φέρει, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 338 ΚΠολΔ, εκείνος που αμφισβητεί την αλήθεια τους (ΑΠ 48/2019, ΑΠ 322/2015, ΑΠ 350/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αντίθετα, η βεβαίωση του δικαστικού επιμελητή στην έκθεση επιδόσεως ότι στη συγκεκριμένη διεύθυνση, όπου έγινε η επίδοση του εγγράφου, είναι η κατοικία του παραλήπτη, είναι περιστατικό που δεν υποπίπτει από τη φύση του στην άμεση αντίληψη του, καθότι την αλήθεια αυτού οφείλει να διαπιστώσει ο δικαστικός επιμελητής και συνεπώς κατά τούτο η βεβαίωση αυτή δεν παρέχει πλήρη απόδειξη, επιδεχόμενη ανταπόδειξη (ΑΠ 477/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, η αναγραφόμενη στο προς επίδοση έγγραφο διεύθυνση του προσώπου, στο οποίο πρέπει να γίνει η επίδοση, δεν δεσμεύει τον δικαστικό επιμελητή, που οφείλει εξ επαγγέλματος να ερευνήσει αν πράγματι αυτός προς τον οποίο πρέπει να γίνει η επίδοση κατοικεί στη διεύθυνση αυτή και, αν διαπιστώσει ότι δεν κατοικεί εκεί αλλά σε άλλη διεύθυνση, να κάνει την επίδοση στην πραγματική κατοικία του και όχι στην αναφερομένη στο επιδοτέο έγγραφο. (ΑΠ 479/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Δείτε αναλυτικά την απόφαση στο dsanet.gr.