Αγωγή ακύρωσης ιδιόγραφης διαθήκης λόγω πλαστότητας διαθέτιδος υπηκόου Βουλγαρίας συνταχθείσας και δημοσιευθείσας στην Ελλάδα από εκ διαθήκης κληρονόμους τέκνα αυτής, υπηκόους Βουλγαρίας, αναγνώρισης κληρονομικού δικαιώματος εκ ιδιόγραφης διαθήκης κληρονόμων, μη απόκτησης κληρονομικού δικαιώματος και ψιλής κυριότητας σε ακίνητο, ακυρότητας δηλώσεων αποδοχής κληρονομίας, διόρθωσης ανακριβών κτηματολογικών εγγραφών. Βουλγαρικό κληρονομικό δίκαιο. Διεθνής δικαιοδοσία βάσει αποκλειστικής δωσιδικίας κληρονομίας. Κανονισμός [ΕΕ] 650/2012 της 04ης.7.2012. Ειδική δωσιδικία της συνάφειας. Αγωγή αναγνώρισης πλαστότητας διαθήκης μη δεκτική χρηματικής αποτίμησης. Αγωγή περί κλήρου αρμοδιότητα βάσει της αξίας του κληρονομικού μεριδίου του ενάγοντος. Εφαρμοστέο ουσιαστικό δίκαιο. Στην αγωγή περί κλήρου και αναγνώρισης κληρονομικού δικαιώματος το δίκαιο της ιθαγένειας του κληρονομούμενου κατά το άρθρο 28 ΑΚ, στην αρνητική αναγνωριστική κυριότητας και στην αγωγή διόρθωσης κτηματολογικών εγγραφών το δίκαιο της πολιτείας όπου βρίσκεται το ακίνητο κατά το άρθρο 27 ΑΚ, στην αναγνωριστική αγωγή ακυρότητας διαθήκης και πράξεως αποδοχής το δίκαιο του τόπου της δικαιοπραξίας κατά το άρθρο 11 ΑΚ, από 05.10.1961 Σύμβαση Χάγης. Η καταχώριση της αγωγής αναγνώρισης δικαιώματος κυριότητας και διόρθωσης κτηματολογικής εγγραφής στα βιβλία μεταγραφών αναπληρώνει την έλλειψη μεταγραφής της αποδοχής κληρονομίας.
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΗΛΕΙΑΣ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Αριθμός Απόφασης 3/2023
[αριθμός έκθεσης κατάθεσης αίτησης – κλήσης ΠΤ ./18.8.2021]
[αριθμός έκθεσης κατάθεσης δικογράφου αγωγής ΠΤ ./20.7.2018]
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΗΛΕΙΑΣ
Αποτελούμενο από τους Δικαστές Νικόλαο Νταή, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Βασιλική Ρέππα, Πρωτοδίκη-Εισηγήτρια, Λάμπρο Φλεβάρη, Πρωτοδίκη, και από τη Γραμματέα Σοφία Καφήρα.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του, την 01η Δεκεμβρίου 2021, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
Των καλούντων – εναγόντων : 1) . (.) . (.) του . (.) και της . (.), βουλγαρικής ιθαγένειας, κατοίκου Βελίκο Τάρνοβο Βουλγαρίας, οδός ., ΑΦΜ ., και 2) . (.) . (.) του . (.) και της . (.), βουλγαρικής ιθαγένειας, κατοίκου Βελίκο Τάρνοβο Βουλγαρίας, οδός ., ΑΦΜ ., οι οποίοι παραστάθηκαν στο ακροατήριο δια του πληρεξουσίου Δικηγόρου τους Επαμεινώνδα Παναγιωτόπουλου (Δικηγορικός Σύλλογος Αμαλιάδας, Α.Μ. 000100, από 20 Νοεμβρίου 2021 έγγραφη εξουσιοδότηση, από 23 Δεκεμβρίου 2021 Ειδική Πληρεξουσιότητα ενώπιον της Συμβολαιογράφου Περιφερειακού Δικαστηρίου Βελίκο Ταρνόβου Βουλγαρίας . , με επισημείωση της Σύμβασης της Χάγης της 05ης Οκτωβρίου 1961 και σε επίσημη μετάφραση από τη βουλγαρική στην ελληνική γλώσσα, γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων ΔΣΑμαλιάδας με αριθμό Α0./30.11.2021) και κατέθεσαν προτάσεις.
Των καθών η κλήση – εναγομένων : 1) ., κατοίκου Πύργου, οδός ., ΑΦΜ ., ΔΟΥ Καλλιθέας, και 2) ., κατοίκου Πύργου Ηλείας, οδός ., οι οποίοι δεν παραστάθηκαν και ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο Δικηγόρο.
Οι καλούντες-ενάγοντες, με την από 29 Ιουλίου 2021 κλήση, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΠΤ./18.8.2021, παραδεκτά επαναφέρουν προς συζήτηση στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας (01η.12.2021) την από 28.6.2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΠΤ./20.7.2018 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 48/01.10.2019 μη οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, που διέταξε την επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο, προκειμένου, επιμελεία των εναγόντων, προσκομισθεί έγγραφη γνωμοδότηση του Ινστιτούτου Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου και διενεργηθεί πραγματογνωμοσύνη από δικαστικό γραφολόγο, και ζητούν να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, ότε εκφωνήθηκε κατά τη σειρά εγγραφής της στο οικείο πινάκιο, οι παριστάμενοι διάδικοι ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους με τις προτάσεις που κατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την από 29 Ιουλίου 2021 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΠΤ./18.8.2021 κλήση των εναγόντων παραδεκτά προσδιορίστηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας νέα δικάσιμος, προς επανάληψη συζήτησης της υπόθεσης, κατόπιν εκδόσεως της υπ’αριθμ. 48/2019 μη οριστικής απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου, που διέταξε την επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο, κατά τη διάταξη του άρθρου 254 ΚΠολΔ, προκειμένου να προσκομιστεί έγγραφη γνωμοδότηση του Ινστιτούτου Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου, σχετικά με τις διατάξεις του βουλγαρικού δικαίου, και να διενεργηθεί πραγματογνωμοσύνη από δικαστικό γραφολόγο.
Ως αναγκαστική ομοδικία χαρακτηρίζεται το δικονομικό φαινόμενο διεξαγωγής της δίκης με περισσότερους διαδίκους, όπου η μια ή και οι δύο διάδικες πλευρές συγκροτούνται σε μια συμπαγή ενότητα, μετέχουν δηλαδή σε ένα συνεκτικό δεσμό αποτελούμενο από περισσότερα πρόσωπα, τα οποία, ακόμα και αν δεν είναι κοινωνοί του ίδιου επίδικου δικαιώματος ή υποχρεώσεως, είναι κοινωνοί των ίδιων δικονομικών δικαιωμάτων και βαρών, έτσι ώστε κατά την άσκησή τους να εκπροσωπούνται όλοι από εκείνον που ενεργεί [ βλ. Πλεύρη Α. σε Απαλλαγάκη – Σταματόπουλο, Ο Νέος Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ’άρθρο, έκδοση 2022, άρθρο 76, σελ. 297).
Κατά τους ορισμούς του άρθρου 76 του ΚΠολΔ, (α) όταν εξαιτίας των περιστάσεων, που συνοδεύουν την υπόθεση, δεν μπορούν να υπάρξουν αντίθετες αποφάσεις απέναντι στους ομόδικους, οι πράξεις του καθενός ωφελούν και βλάπτουν τους άλλους, οι δε ομόδικοι που μετέχουν νόμιμα στη δίκη ή έχουν προσεπικληθεί, αν δεν παραστούν, θεωρούνται ότι αντιπροσωπεύονται από εκείνους που παρίστανται (παρ. 1), (β) οι απόντες ομόδικοι καλούνται σε κάθε μεταγενέστερη διαδικαστική πράξη (παρ. 3) και (γ) η άσκηση των ενδίκων μέσων από κάποιον από τους ομόδικους έχει αποτελέσματα και για τους άλλους. Ο απολειπόμενος αναγκαίος ομόδικος έχει δικαίωμα άσκησης ανακοπής ερημοδικίας, έστω και αν θεωρείται ότι αντιπροσωπεύεται στη δίκη από τους παριστάμενους αναγκαίους ομοδίκους του (ΑΠ 367/2014, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 709/2012, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΠΠΠειρ 4551/2014 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ» · αντιθέτως ότι η απόφαση θεωρείται εκδοθείσα κατ’ αντιμωλίαν και ως προς τον αντιπροσωπευόμενο μη παριστάμενο αναγκαίο ομόδικο, μη υποκείμενη σε ανακοπή ερημοδικίας, ΕφΙωαν 75/2005 ΕλλΔνη 2006/859).
Εκδήλωση της αρχής της αντικειμενικής ενέργειας των πράξεων των αναγκαίων ομοδίκων συνιστά η πλασμαστική αντιπροσώπευση των απολειπόμενων ομοδίκων από τους νόμιμα παριστάμενους, εφόσον οι απολειπόμενοι έχουν κλητευθεί νόμιμα ή έχουν προσεπικληθεί (Πλεύρη Α. ο.π. σελ.302).
Από τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 3 του άρθρου 76 του ΚΠολΔ σαφώς συνάγεται ότι, για την εξασφάλιση της ενιαίας διεξαγωγής της δίκης ως προς όλους τους αναγκαίους ομοδίκους και προς τον σκοπό ενιαίας και ομοιόμορφης δικαστικής κρίσης, πρέπει στη συζήτηση της υπόθεσης και σε κάθε μεταγενέστερη συζήτηση να καλούνται όλοι οι ομόδικοι, γιατί αλλιώς ο κατακερματισμός της δίκης απολήγει σε ματαίωση του άνω σκοπού. Συνεπώς, αν κάποιος από τους ομόδικους δεν κλητεύθηκε ή δεν κλητεύθηκε νομίμως και δεν έλαβε μέρος στη συζήτηση, στη περίπτωση αυτή δεν αντιπροσωπεύεται από τους παριστάμενους ομόδικους κατά το άρθρο 76 παρ. 1 ΚΠολΔ και κατ’ ακολουθία η συζήτηση κηρύσσεται απαράδεκτη ως προς όλους τους ομόδικους και αυτεπαγγέλτως (ΕφΑθ 7115/2002, ΕλλΔνη 2003. 1416, Κεραμέας/ Κονδύλης/Νίκας (-Νίκας), Ερμηνεία ΚΠολΔ Ι, άρθρο 76 αριθ. 6, όπου και περαιτέρω παραπομπές στη νομολογία).
Κατά τη συζήτηση της υπό κρίση αγωγής στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, ότε η ανωτέρω κλήση εκφωνήθηκε κατά τη σειρά εγγραφής της στο οικείο πινάκιο, δεν παραστάθηκαν οι εναγόμενοι. Επομένως, πρέπει να ερευνηθεί εάν έλαβε χώρα νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευσή τους να παραστούν στη παρούσα δικάσιμο (άρθρο 271 §§1,2 ΚΠολΔ).
Από την υπ’αριθμ. .Β/24.8.2021 έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας της Περιφέρειας του Εφετείου Πατρών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αμαλιάδας, ., προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της από 29.7.2021 αίτησης κλήσης, με έκθεση κατάθεσης δικογράφου ΠΤ./18.8.2021, πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας [01.12.2021], επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως στον πρώτο εναγόμενο (άρθρα 126 §1 περ. α, 127§1, 128 §§§1,2,3, 215§2, 228, 230, 237 του ΚΠολΔ). Επίσης, από την υπ’ αριθμ..Β/24.8.2021 έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας της Περιφέρειας του Εφετείου Πατρών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αμαλιάδας, ., προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της από 29.7.2021 αίτησης κλήσης, με έκθεση κατάθεσης δικογράφου ΠΤ./18.8.2021, πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας [01.12.2021], επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως στον δεύτερο εναγόμενο (άρθρα 126 §1 περ. α, 127§1, 128 §2, 254 παρ.2 του ΚΠολΔ). Οι εναγόμενοι όμως δεν παραστάθηκαν στη παρούσα δικάσιμο, ότε η υπόθεση εκφωνήθηκε κατά τη σειρά εγγραφής της στο οικείο πινάκιο. Σημειωτέον ότι από τη μη επίδοση της μη οριστικής απόφασης μαζί με την αίτηση-κλήση δεν δημιουργείται δικονομική ακυρότητα, παρά μόνο με την επίκληση αυτής κατά τη διάταξη του άρθρου 159 αρ.3 ΚΠολΔ [βλ. σχετ. Απαλλαγάκη – Σταματόπουλος ό.π. υπό άρθρο 254, παρ.5, σελ. 986]. Από την υπ’αριθμ.48/2019 μη οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου προκύπτει ότι κατά την αρχική συζήτηση της ένδικης υπόθεσης στη δικάσιμο της 20ης Φεβρουαρίου 2019, ο πρώτος εναγόμενος παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου Δικηγόρου του Γεωργίου Κονταξή [Δικηγορικός Σύλλογος Ηλείας] και προκατέθεσε νομότυπα και εμπρόθεσμα προτάσεις ενώ ο δεύτερος εναγόμενος δεν προκατέθεσε προτάσεις κατά τη διάταξη του άρθρου 237 παρ.1 εδ.α ΚΠολΔ ούτε παραστάθηκε στο ακροατήριο. Ωστόσο, επειδή κρίθηκε ότι ο πρώτος εναγόμενος νομότυπα και εμπρόθεσμα κλητεύθηκε να παραστεί προς συζήτηση στην ανωτέρω δικάσιμο της 20ης.02.2019, λόγω της αναγκαστικής ομοδικίας του με τον εναγόμενο θεωρήθηκε ότι αντιπροσωπεύεται από αυτόν. Εν προκειμένω, σε σχέση με την ερημοδικία των εναγομένων στη παρούσα δικάσιμο πρέπει να επισημανθούν τα ακόλουθα : Η επαναλαμβανόμενη συζήτηση θεωρείται συνέχεια της προηγούμενης κατά τη διάταξη του άρθρου 254 παρ.1 εδ.γ ΚΠολΔ, και ως εκ τούτου πρόκειται για μια ενιαία συζήτηση σε δύο στάδια. Οι προτάσεις της αρχικής συζήτησης ισχύουν και για την επαναλαμβανόμενη συζήτηση και όσα ο διάδικος επικαλέστηκε και προέβαλε με τις προτάσεις τους αυτές θεωρούνται επικληθέντα και προβληθέντα και κατά την επαναλαμβανόμενη συζήτηση [ΑΠ 428/2020, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών, ΕφΑθ 541/2020, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ]. Συνεπώς, εν προκειμένω, ο νομότυπα παριστάμενος κατά την αρχική συζήτηση πρώτος εναγόμενος πλασματικά θεωρείται ότι παρίσταται και στη παρούσα επαναλαμβανόμενη συζήτηση, ενώ ο δεύτερος εναγόμενος, ο οποίος δεν παραστάθηκε σε κανένα από τα δύο στάδια συζήτησης, θεωρείται ότι αντιπροσωπεύεται από τον παριστάμενο πρώτο εναγόμενο, με τον οποίο συνδέεται με σχέση αναγκαστικής παθητικής ομοδικίας, λόγω του ότι δεν μπορούν να υπάρξουν αντιφατικές αποφάσεις μεταξύ των ομοδίκων εναγομένων (άρθρο 76 §1 του ΚΠολΔ), και ότι συμμετέχει στη συζήτηση και ενεργεί με τον ίδιο τρόπο με τον παριστάμενο ομόδικο του. Ανεξαρτήτως δε αν ο δεύτερος εναγόμενος αντιπροσωπεύεται στη δίκη από τον παριστάμενο αναγκαίο ομόδικό του, σύμφωνα και με τα όσα αναφέρονται στην ανωτέρω νομική σκέψη της παρούσας, έχει δικαίωμα να ασκήσει ανακοπή ερημοδικίας κατά της παρούσας [βλ. σχετ. Πλεύρη Α. σε Απαλλαγάκη – Σταματόπουλο ο.π. υπό άρθρο 76, παρ.10, σελ.305].
[I] Από τις διατάξεις των άρθρων 1871, 1872, 1882 του ΑΚ προκύπτει ότι ο κληρονόμος δικαιούται με την περί κλήρου αγωγή να απαιτήσει από εκείνον που κατακρατεί ως κληρονόμος αντικείμενα της κληρονομίας, την αναγνώριση του κληρονομικού του δικαιώματος και την απόδοση της κληρονομίας ή κάποιου αντικειμένου της, ως αντικείμενα δε της κληρονομίας, των οποίων, κατά τα ανωτέρω, την απόδοση δικαιούται να απαιτήσει ο κληρονόμος με την περί κλήρου αγωγή, θεωρούνται και εκείνα επί των οποίων ο κληρονομούμενος κατά τον χρόνο του θανάτου του είχε την κυριότητα ή την νομή ή και απλά κατοχή. Στοιχεία της περί κλήρου αγωγής, η οποία αποσκοπεί στην προστασία του καθολικού κληρονομικού δικαιώματος, είναι: α) ο θάνατος του κληρονομούμενου, β) το κληρονομικό δικαίωμα του ενάγοντος λόγω της συγγενικής του σχέσης με τον κληρονομούμενο ή από διαθήκη, γ) ότι ο κληρονομούμενος είχε στην κυριότητα ή και μόνο στη νομή ή κατοχή του κατά τον χρόνο του θανάτου του τα κληρονομιαία πράγματα και δ) ότι ο εναγόμενος κατακρατεί τα κληρονομιαία αντικείμενα, ως κληρονόμος (pro herede), αντιποιούμενος κληρονομικό δικαίωμα (ΑΠ 538/2016, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ», ΠΠΘες 11961/2014, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ), δεν αποτελεί όμως στοιχείο της βάσεως της αγωγής αυτής και η αποδοχή της κληρονομίας και η μεταγραφή της οικείας δήλωσης, εφόσον η αγωγή δεν περιέχει διεκδίκηση (ΑΠ 708/1973, ΝοΒ 22.142, ΕφΘεσ 81/1980, ΕλλΔνη 1980.421). Δεν αποκλείεται δε το αίτημα στην περί κλήρου αγωγή να είναι μόνο αναγνωριστικό, ήτοι χωρίς αίτημα απόδοσης των κληρονομιαίων (ΑΠ 15/2017,Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 578/2008, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»).
[ΙΙ] Κατά το άρθρο 1033 του ΑΚ, για τη μεταβίβαση της κυριότητας ακινήτου απαιτείται συμφωνία μεταξύ του κυρίου και εκείνου που την αποκτά, ότι μετατίθεται σε αυτόν η κυριότητα για κάποια νόμιμη αιτία. Η συμφωνία γίνεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο και υποβάλλεται σε μεταγραφή. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι μεταξύ των προϋποθέσεων που απαιτούνται για την απόκτηση της κυριότητας ακινήτου με σύμβαση είναι ότι ο μεταβιβάσας ήταν κύριος του ακινήτου που μεταβιβάσθηκε (ΑΠ 79/2007, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Από τις διατάξεις δε των άρθρων 239, 513 επ., 1033, 1191 του ΑΚ προκύπτει, ότι η πώληση ξένου ακινήτου είναι έγκυρη, δηλαδή μόνο η έλλειψη κυριότητας στο ακίνητο δεν έχει ως συνέπεια την ακυρότητα της (ενοχικής) σύμβασης (ΑΠ 1199/1989, ΕλλΔνη 32.531, ΕφΘες 2977/1989, ΕλλΔνη 31.1297, ΕφΘες 246/1990, ΕλλΔνη 33.1224). Έναντι όμως του αληθινού κύριου δεν είναι ισχυρή η μεταβίβαση της κυριότητας του ακινήτου, καθόσον για την μεταβίβαση αυτή απαιτείται αυτός που μεταβιβάζει να είναι κύριος (άρθρο 1033 του ΑΚ). Συνεπώς, εκείνος προς τον οποίο μεταβιβάσθηκε ξένο ακίνητο δεν αποκτά την κυριότητα, εφόσον του μεταβιβάσθηκε από μη κύριο. Ο αληθής κύριος, στην περίπτωση μεταβίβασης του ακινήτου με συμβολαιογραφικό έγγραφο, προστατεύεται με τη διεκδικητική αγωγή (1094 ΑΚ), την οποία όμως, εφόσον αυτό το νέμεται ή το κατέχει αποκλειστικά ο αγοραστής, μπορεί να την στρέψει μόνο κατά αυτού και όχι κατά του πωλητή. Κατά του τελευταίου (πωλητή), εφόσον και αυτός αμφισβητεί το εμπράγματο αυτό δικαίωμα του, μπορεί να ασκήσει αναγνωριστική της κυριότητας αγωγή (1094 του ΑΚ, βλ. ΑΠ 243/1996, ΕλλΔνη 37. 1543). Παράλληλα, έχει τη δυνατότητα να σωρεύσει και την αγωγή ακυρότητας (Παπαδόπουλος, Αγωγές Εμπραγμάτου Δικαίου, 1989, παρ. 117,4δ, σελ. 308), με την οποία όμως δεν μπορεί, σύμφωνα με τα όσα προαναφέρθηκαν, να ζητηθεί η ακυρότητα της σύμβασης πώλησης του ακινήτου, λόγω της έλλειψης κυριότητας του πωλητή, αφού, όπως προαναφέρθηκε, αυτή είναι έγκυρη, αλλά μπορεί να ζητηθεί να αναγνωριστεί ότι ο μεν πωλητής δεν ήταν κύριος του ακινήτου που μεταβιβάσθηκε, ο δε αγοραστής, λόγω της έλλειψης αυτής του πωλητή, δεν έγινε κύριος αυτού. Πρόκειται δηλαδή για αναγνωριστική αγωγή (70 ΚΠολΔ), με την αρνητική της μορφή, ήτοι της αναγνώρισης της ανυπαρξίας δικαιώματος κυριότητας των εναγομένων στο επίδικο (ΕφΛαρ 578/2008, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»).
[ΙΙΙ] Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 974, 983, 984, 1710, 1712 επ, 1846 του ΑΚ και 70 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι, σε αντίθεση με την ως άνω αγωγή περί κλήρου, στην οποία εναγόμενος μπορεί να είναι μόνο εκείνος που κατακρατεί ως κληρονόμος (pro herede) αντικείμενο της κληρονομίας (νομέας της κληρονομίας), σε περίπτωση αδικαιολόγητης κατοχής κληρονομιαίου ακινήτου χωρίς αντιποίηση κληρονομικού δικαιώματος ή με βάση ειδικό τίτλο αμφισβητούμενου κύρους ή ακόμη και σε περίπτωση απλής αμφισβήτησης από κάποιον του κληρονομικού δικαιώματος του κληρονόμου σε κληρονομιαίο ακίνητο, μπορεί να ασκηθεί από τον κληρονόμο κατά αυτού αναγνωριστική για το κληρονομικό δικαίωμα στο συγκεκριμένο ακίνητο αγωγή. Για την ευδοκίμηση της αγωγής αυτής αρκεί ο ενάγων κληρονόμος να επικαλεσθεί και αποδείξει τον θάνατο του κληρονομουμένου, την συγγενική του σχέση προς αυτόν ή την εγκατάστασή του ως κληρονομουμένου στο επίδικο πράγμα κατά τον χρόνο του θανάτου του, που περιέρχεται αυτοδικαίως στους κληρονόμους του, ότι ο κληρονομούμενος δεν κατέλιπε ή κατέλιπε διαθήκη, αλλά η διαδοχή από αυτή ματαιώθηκε ολικά ή μερικά και την αδικαιολόγητη κατοχή του πράγματος από τον εναγόμενο ή την αμφισβήτηση του κληρονομικού του δικαιώματος (ΑΠ 538/2016 ηλεκτρονική έκδοση νομολογίας ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ», ΑΠ 355/2007 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Με την ανωτέρω αναγνωριστική περί του κληρονομικού δικαιώματος αγωγή παραδεκτώς σωρεύεται και καταψηφιστική τοιαύτη, στην οποία περιέχεται αναγκαίως και αναγνωριστικό περί της εννόμου σχέσεως αίτημα, ως είναι η διεκδικητική αγωγή, όταν ο ενάγων επιδιώκει να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του αποδώσει το κατεχόμενο από αυτόν ακίνητο. Κατά του νεμόμενου δυνάμει ειδικού τίτλου (pro posessore)αρμόζουν οι οικείες ειδικές αγωγές που θα είχε εναντίον του ο κληρονομούμενος (ΑΠ 454/2001, ΕλλΔνη 2002. 423, ΑΠ 1374/2000, ΕλλΔνη 2002.422, ΑΠ 1607/2002, ΕλλΔνη 44. 705).
[ΙV] Από την παρ. 1 του άρθρου 1721 του ΑΚ προκύπτει ότι επί ιδιόγραφης διαθήκης απαιτείται η καθ’ ολοκληρία ιδιόγραφη γραφή του διαθέτη, χρονολόγηση και υπογραφή αυτής. Επομένως αυτός που επικαλείται την διαθήκη δεν αρκεί να αποδείξει την γνησιότητα της υπογραφής που έχει τεθεί σε αυτή, αλλά πρέπει να αποδείξει και ότι όλο το περιεχόμενο έχει γραφεί ιδιοχείρως από τον διαθέτη. Η κήρυξη ως κυρίας της ιδιόγραφης διαθήκης δεν παράγει τεκμήριο γνησιότητας αυτής υπέρ αυτού ο οποίος την επικαλείται. Τότε μόνο αποτελεί τεκμήριο γνησιότητας μέχρι ανταποδείξεως, όταν από τη δημοσίευση της έχει παρέλθει πενταετία, χωρίς εν τω μεταξύ να αμφισβητηθεί η γνησιότητα της σε δίκη μεταξύ κάποιου από αυτούς που έλκουν δικαιώματα από αυτήν (διαθήκη) και κάποιου ο οποίος βλάπτεται από την ύπαρξη της (άρθρο 1777 του ΑΚ). Τα ίδια ισχύουν και επί αρνητικής αναγνωριστικής αγωγής, με την οποία ο ενάγων ζητεί την αναγνώριση ως άκυρης ιδιόγραφης διαθήκης, για το λόγο ότι αυτή δεν έχει γραφεί ιδιοχείρως από τον διαθέτη και δεν έχει υπογραφεί από τον ίδιο. Συνεπώς στην περίπτωση ασκήσεως της άνω αρνητικής αναγνωριστικής αγωγής, με την οποία ο ενάγων αντιτάσσει γενική άρνηση κατά του προσβαλλόμενου δικαιώματος του εναγομένου, δεν έχει υποχρέωση αυτός (ενάγων) να αποδείξει την αλήθεια αυτών, ήτοι την ιδιόχειρη γραφή και υπογραφή της διαθήκης από τον διαθέτη (ΑΠ 105/2011, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Την ακυρότητα της διαθήκης αυτής, η οποία να σημειωθεί δεν είναι προσωποπαγής, όπως είναι η αγωγή του άρθρου 1787 του ΑΚ, περί ακυρώσεως ακυρώσιμου διαθήκης, για κάποιον από τους λόγους των άρθρων 1782-1786 του πιο πάνω Κώδικα, μπορεί να την προτείνει καθένας που έχει έννομο συμφέρον (ΑΠ 107/2000 ΕλλΔνη 41.1021, ΑΠ 1591/1997 ΕλλΔνη 39.844). Στην περίπτωση, όμως, που προβληθεί αυτοτελής ισχυρισμός για πλαστότητα της ιδιόγραφης διαθήκης, τα πραγματικά περιστατικά που τον στηρίζουν οφείλει να αποδείξει αυτός, που τον προβάλλει (ΑΠ 858/2011, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Στην τελευταία αυτή περίπτωση, όταν δηλαδή πρόκειται για αναγνωριστική αγωγή πλαστότητας, που εισάγεται με αυτοτελές δικόγραφο και δεν φέρει χαρακτήρα παρεμπίπτουσας αγωγής, δεν έχει εφαρμογή η εξαιρετική και περιοριστική ρύθμιση που καθιερώνει το άρθρο 463 του ΚΠολΔ, διότι κάτι τέτοιο δεν απαιτείται από το άρθρο 216 του ίδιου Κώδικα για το ορισμένο και παραδεκτό της αγωγής (Παπαδόπουλος, Αγωγές Κληρονομικού Δικαίου εκδ. 1994, τομ. Α, σελ. 237).
[V] Κατά το άρθρο 28 του ΑΚ, οι κληρονομικές σχέσεις διέπονται από το δίκαιο της ιθαγένειας που είχε ο κληρονομούμενος κατά το χρόνο του θανάτου του, ενώ, κατά το άρθρο 11 του ΑΚ, η δικαιοπραξία είναι έγκυρη ως προς τον τύπο αν είναι σύμφωνη είτε με το δίκαιο που διέπει το περιεχόμενο της είτε με το δίκαιο του τόπου όπου επιχειρείται είτε με το δίκαιο της ιθαγένειας όλων των μερών. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι η ικανότητα προς σύνταξη διαθήκης διέπεται από το δίκαιο της ιθαγένειας του διαθέτη, ενώ, κατά το ίδιο δίκαιο, δηλαδή εκείνου της ιθαγένειας κατά τον χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου, διέπεται τόσο η εξ αδιαθέτου όσο και η αναγκαστική διαδοχή. Όσον δε αφορά την τυπική εγκυρότητα της διαθήκης, αυτή είναι έγκυρη και αναπτύσσει την κατά το περιεχόμενο αυτής ενέργεια αν έχει περιβληθεί τον τύπο που ανταποκρίνεται είτε στο δίκαιο του τόπου που επιχειρήθηκε είτε στο δίκαιο που καταλαμβάνει το περιεχόμενο αυτής είτε στο δίκαιο της ιθαγένειας την οποία είχε ο διαθέτης κατά τον χρόνο που δήλωνε την καταληφθείσα τελευταία βούληση. Μεταξύ των τριών αυτών δικαίων, που εφαρμόζονται διαζευκτικά, εκείνο που ερευνάται είναι αν ο τύπος τον οποίο περιβλήθηκε η διαθήκη ικανοποιεί οποιοδήποτε από τα δίκαια αυτά (ΑΠ 1430/2011, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ», ΑΠ 1193/2015 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ).
[VI] Τα ζητήματα κληρονομικού δικαίου ρυθμίζονται στη Βουλγαρία από το νόμο περί κληρονομίας της 03/01/1949, όπως τροποποιήθηκε εν συνεχεία. Η κληρονομική διαδοχή επέρχεται είτε εκ του νόμου [εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή, άρθρα 5-12] είτε εκ διαθήκης [άρθρο 16]. Κληρονόμος δεν μπορεί να γίνει πρόσωπο που κατά την επαγωγή της κληρονομίας δεν έχει συλληφθεί και δεν έχει γεννηθεί ζωντανό και βιώσιμο [άρθρο 2]. Η κληρονομική διαδοχή επέρχεται με τον θάνατο του κληρονομούμενου, πλην όμως το βουλγαρικό κληρονομικό δίκαιο δεν προβλέπει την αυτόματη επαγωγή της κληρονομίας από τους κληρονόμους. Ο κληρονόμος αποκτά την κληρονομία με την αποδοχή της, που ανατρέχει στον χρόνο θανάτου του κληρονομούμενου. Η αποδοχή μπορεί να είναι ρητή ή σιωπηρή. Σιωπηρή είναι η αποδοχή που προκύπτει από τις ενέργειες του κληρονόμου, οι οποίες φανερώνουν χωρίς αμφιβολία την πρόθεσή του να αποδεχθεί την κληρονομία (άρθρο 49 (2)). Ρητή είναι η αποδοχή που γίνεται με έγγραφη δήλωση ενώπιον του αρμόδιου δικαστή και καταχωρίζεται σε ειδικό βιβλίο (άρθρο 49 (2)). Στην εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή καλούνται οι εξ αίματος συγγενείς του αποβιώσαντος, ήτοι τα τέκνα, οι γονείς και οι αδερφοί του. Ο σύζυγος καλείται στη κληρονομία και συγκληρονομεί με τους συγγενείς εξ αίματος του αποβιώσαντος. Εάν ο άνευ διαθήκης κατέλιπε τέκνα, αυτά καλούνται στη κληρονομική διαδοχή και λαμβάνουν όλη την κληρονομία, αποκλείοντας κάθε άλλον εξ αίματος συγγενή. Με τα τέκνα κληρονομεί μόνον ο επιζών σύζυγος του αποβιώσαντος. Τα τέκνα κληρονομούν κατ’ ισομοιρία (άρθρο 5). Ο σύζυγος κληρονομεί ίση μερίδα με αυτή του κάθε τέκνου.
[VII] Σύμφωνα με το άρθρο 6 §§ 1 και 2 του Ν.2664/1998, όπως ίσχυε προτού τροποποιηθεί με το Ν. 4617/2019 : «1. Πρώτες εγγραφές είναι εκείνες που καταχωρίζονται ως αρχικές εγγραφές στο κτηματολογικό βιβλίο, κατά μεταφορά από τους κτηματολογικούς πίνακες, σύμφωνα με την παράγραφο 2 περίπτωση β’ του άρθρου 3. Οι πρώτες εγγραφές, επί των οποίων στηρίζεται κάθε μεταγενέστερη εγγραφή, υπόκεινται στις ρυθμίσεις του παρόντος κεφαλαίου. 2. α) Σε περίπτωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής μπορεί να ζητηθεί, με αγωγή ενώπιον του αρμόδιου καθ’ ύλην και κατά τόπον Πρωτοδικείου, η αναγνώριση του δικαιώματος που προσβάλλεται με την ανακριβή εγγραφή και η διόρθωση, ολικά ή μερικά, της πρώτης εγγραφής. Η αγωγή (αναγνωριστική ή διεκδικητική) ασκείται από όποιον έχει έννομο συμφέρον μέσα σε αποκλειστική προθεσμία πέντε (5) ετών, εκτός εάν πρόκειται για το Ελληνικό Δημόσιο και για μόνιμους κατοίκους εξωτερικού ή εργαζόμενους μόνιμα στο εξωτερικό κατά τη λήξη της πενταετούς αυτής προθεσμίας , για τους οποίους η προθεσμία άσκησης της αγωγής είναι επτά (7) έτη. Για τα πρόσωπα των δύο τελευταίων κατηγοριών, που εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα κατά την τελευταία διετία της πενταετούς κατά τα ως άνω προθεσμίας, η προθεσμία για την άσκηση της αγωγής δεν συμπληρώνεται πριν από την πάροδο διετίας από την οριστική εγκατάστασή τους στην Ελλάδα. β) Για τις περιοχές που κηρύχθηκαν υπό κτηματογράφηση πριν τη δημοσίευση και έναρξη ισχύος του Ν. 3481/2006 (Α` 162), η αποκλειστική προθεσμία της περίπτωσης α’ της παραγράφου αυτής είναι δώδεκα (12) έτη, εκτός εάν πρόκειται για το Ελληνικό Δημόσιο και για μόνιμους κατοίκους εξωτερικού ή εργαζόμενους μόνιμα στο εξωτερικό κατά τη λήξη της δωδεκαετούς αυτής προθεσμίας, για τους οποίους η προθεσμία άσκησης της αγωγής είναι δεκατέσσερα (14) έτη. Για τα πρόσωπα των δύο τελευταίων κατηγοριών, που εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα κατά την τελευταία διετία της δωδεκαετούς κατά τα ως άνω προθεσμίας, η προθεσμία για την άσκηση της αγωγής δεν συμπληρώνεται πριν από την πάροδο διετίας από την οριστική εγκατάστασή τους στην Ελλάδα. γ) Η αποκλειστική προθεσμία για την άσκηση της αγωγής των περιπτώσεων α’ και β’ αρχίζει από τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της απόφασης του Υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, που προβλέπει το άρθρο 1 παράγραφος 3. Η αγωγή απευθύνεται κατά του αναγραφόμενου ως δικαιούχου του δικαιώματος στο οποίο αφορά η πρώτη εγγραφή ή κατά των καθολικών του διαδόχων. Σε περίπτωση ειδικής διαδοχής στο δικαίωμα στο οποίο αφορά η πρώτη εγγραφή, η αγωγή πρέπει να στραφεί τόσο κατά του φερόμενου με την πρώτη εγγραφή ως δικαιούχου ή των καθολικών του διαδόχων, όσο και κατά των ειδικών διαδόχων αυτού. Όταν η αγωγή στρέφεται κατά του Ελληνικού Δημοσίου, που αναγράφεται ως δικαιούχος δικαιώματος στις αρχικές εγγραφές, δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 8 του α.ν. 1539/1938 (Α` 488), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 24 του ν. 2732/1999 (Α` 154). Επί αγωγών που ασκούνται ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου τηρείται από αυτό η διαδικασία του άρθρου 270 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας».
Στη προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση αγωγή, οι ενάγοντες ισχυρίζονται, ότι η μητέρα τους . (.) . (.) του . (.) και της . (.), βουλγαρικής ιθαγένειας, κάτοικος εν ζωή Πύργου Ηλείας, που απεβίωσε στο Γενικό Νοσοκομείο Πύργου στις 15 Ιανουαρίου 2014, κατέλιπε την από 29.5.2012 ιδιόγραφη διαθήκη της, η οποία, αφού μεταφράστηκε από την βουλγαρική στην ελληνική γλώσσα, δημοσιεύθηκε νόμιμα στις 16 Ιουλίου 2015 με τα υπ’αριθμ.207/2015 πρακτικά του Ειρηνοδικείου Πύργου. Ότι με την ανωτέρω διαθήκη της η μητέρα τους εγκατέστησε αυτούς κληρονόμους της, έκαστο εξ αυτών κατά το ½ εξ αδιαιρέτου, σε μια διώροφη μονοκατοικία (εργατική κατοικία), εμβαδού 103,59 τ.μ., ανεγερθείσα επί οικοπέδου, επιφανείας 6.539,88 τ.μ, κείμενου στη πόλη του Πύργου, όπου οι εργατικές κατοικίες, όπως περιγράφεται ειδικότερα κατά θέση, έκταση και όρια στο αγωγικό δικόγραφο, την οποία είχε αποκτήσει κατά ψιλή κυριότητα, και σε ένα παλαιό επιβατικό αυτοκίνητο με αριθμό κυκλοφορίας ΗΑΚ-., της ιδιοκτησίας της. Ότι η εν λόγω διώροφη μονοκατοικία περιήλθε κατά ψιλή κυριότητα στην ανωτέρω διαθέτιδα, δυνάμει του υπ’ αριθμ. ./06.02.2009 δωρητηρίου συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Πύργου ., νόμιμα μεταγεγραμμένου, ένεκα δωρεάς εν ζωή του συζύγου της και ήδη πρώτου εναγομένου ., ο οποίος παρακράτησε την επικαρπία. Ότι κατά τη διαδικασία της κτηματογράφησης της περιοχής του Δήμου Πύργου, η ανωτέρω διώροφη μονοκατοικία καταχωρήθηκε ως προς το δικαίωμα της ψιλής κυριότητας κατά ποσοστό 100/100 επ’ ονόματι της κληρονομούμενης μητέρας τους, με τίτλο το προαναφερόμενο δωρητήριο συμβόλαιο, και έλαβε ΚΑΕΚ . και το γεωτεμάχιο ΚΑΕΚ ., ενώ ως προς το δικαίωμα της ισόβιας επικαρπίας κατά ποσοστό 100/100 το εν λόγω ακίνητο καταχωρήθηκε επ’ονόματι του πρώτου εναγομένου με το ίδιο ΚΑΕΚ, με βάση τον ίδιο συμβολαιογραφικό τίτλο. Περαιτέρω οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι, στις 09 Σεπτεμβρίου 2015, κατόπιν αιτήσεως του πρώτου εναγομένου, δημοσιεύθηκε με τα υπ’αριθμ.269/2015 πρακτικά του Ειρηνοδικείου Πύργου η από 10 Οκτωβρίου 2013 φερόμενη ως ιδιόγραφη διαθήκη της μητέρας τους, με την οποία αυτή φέρεται να εγκαθιστά κληρονόμο της τον πρώτο εναγόμενο, στον οποίο άφησε την ανωτέρω οικία της στις εργατικές κατοικίες Πύργου καθώς και τα κινητά και τα χρήματά της. Ότι η δεύτερη αυτή διαθήκη δεν είναι γνήσια αλλά αποτελεί προϊόν πλαστογραφίας και συντάχθηκε καθ’ ολοκληρία κατ’απομίμηση του γραφικού χαρακτήρα της μητέρας τους, με αποτέλεσμα αυτή να είναι άκυρη και ουδέν κληρονομικό δικαίωμα να επιφέρει στον πρώτο εναγόμενο επί των κληρονομιαίων στοιχείων της διαθέτιδος. Ότι στα οικεία κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Πύργου με ενέργειες των εναγομένων έλαβαν χώρα οι ακόλουθες καταχωρήσεις και μεταγενέστερες εγγραφές, οι οποίες είναι εσφαλμένες και προσβάλουν το κληρονομικό τους δικαίωμα επί της ψιλής κυριότητας της ανωτέρω διώροφης μονοκατοικίας, και συγκεκριμένα: α) στις 27.5.2014 καταχωρήθηκε η προπεριγραφείσα οικία μετά του εξ αδιαιρέτου ποσοστού της επί του γεωτεμαχίου με το ίδιο ως άνω ΚΑΕΚ ως προς το δικαίωμα της ψιλής κυριότητας και κατά ποσοστό ¼ εξ αδιαιρέτου επ’ονόματι του πρώτου εναγομένου ως εξ αδιαθέτου κληρονόμου της αποβιωσάσης μητέρας τους, με τίτλο την υπ’αριθμ../23.5.2014 πράξη αποδοχής κληρονομίας της Συμβολαιογράφου Πύργου ., νομίμως μεταγεγραμμένης, καθότι ο πρώτος εναγόμενος ισχυρίστηκε ότι δεν είχε δημοσιευθεί διαθήκη της αποβιωσάσης, β) στις 09.7.2014 καταχωρήθηκε το εν λόγω ακίνητο με τον ίδιο αριθμό ΚΑΕΚ επ’ ονόματι του δεύτερου εναγομένου, ως προς το δικαίωμα της ψιλής κυριότητας κατά ποσοστό ¼ εξ αδιαιρέτου, με τίτλο την υπ’αριθμ../07.7.2014 πράξη γονικής παροχής της ιδίας ως άνω Συμβολαιογράφου, νομίμως μεταγεγραμμένης, με την οποία ο πρώτος εναγόμενος μεταβίβασε ένεκα γονικής παροχής στον δεύτερο εναγόμενο υιό του το ως άνω ¼ εξ αδιαιρέτου της ψιλής κυριότητας επί του ακινήτου, και γ) στις 09.5.2017 καταχωρήθηκε το επίδικο ακίνητο ως προς το δικαίωμα της ψιλής κυριότητας και κατά ποσοστό ¾ εξ αδιαιρέτου επ’ ονόματι του πρώτου εναγόμενου, με τίτλο κτήσεως την υπ’ αριθμ../15.12.2015 πράξη αποδοχής κληρονομίας της ιδίας ως άνω Συμβολαιογράφου, με την οποία αποδέχθηκε την κληρονομία της μητέρας τους, ως εκ διαθήκης κληρονόμος αυτής, δυνάμει της ανωτέρω από 10.10.2013 ιδιόγραφης διαθήκης. Ότι αμφότεροι οι εναγόμενοι κατακρατούν και νέμονται την ανωτέρω διώροφη μονοκατοικία αρνούμενοι να τους το αποδώσουν, ο μεν πρώτος εναγόμενος ισχυριζόμενος ότι είναι ο μοναδικός εξ αδιαθέτου και εκ διαθήκης κληρονόμος της μητέρας τους κατά το ποσοστό του ¼ και των ¾ αντιστοίχως, αντιποιούμενος το κληρονομικό τους δικαίωμα, ο δε δεύτερος εναγόμενος ισχυριζόμενος ότι απέκτησε το δικαίωμα της ψιλής κυριότητας κατά ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου από νόμιμο κληρονόμο. Επίσης οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι ο πρώτος εναγόμενος, δυνάμει της ανωτέρω μη γνήσιας διαθήκης, ως μοναδικός κληρονόμος της μητέρας τους, προέβη σε ανάληψη ολόκληρου του χρηματικού ποσού, ύψους 2.800,00 ευρώ, εκ του λογαριασμού που αυτή τηρούσε στην Εθνική Τράπεζα, αντιποιούμενος το εξ αδιαθέτου κληρονομικό τους δικαίωμα σε ποσοστό ¾ επί των χρημάτων αυτών, που αντιστοιχεί στο συνολικό ποσό των 2.100 ευρώ, ήτοι ποσό 1.050 ευρώ για έκαστο εξ αυτών, απομένοντος του ποσού των 700,00 ευρώ, που αντιστοιχεί στο εξ αδιαθέτου κληρονομικό δικαίωμα σε ποσοστό ¼ του εναγομένου. Ότι, λόγω του ότι είναι κάτοικοι Βουλγαρίας και αγνοούσαν ότι η περιοχή που βρίσκεται το ακίνητο κηρύχθηκε υπό κτηματογράφηση, καθώς δεν προέβησαν εγκαίρως σε αποδοχή της κληρονομίας και στη συνέχεια σε εγγραφή αυτής στο κτηματολογικό γραφείο προς αναγνώριση του κληρονομικού τους δικαιώματος.
Με βάση το ιστορικό αυτό οι ενάγοντες ζητούν : α) να αναγνωρισθεί το κληρονομικό τους δικαίωμα, ήτοι ότι τυγχάνουν εκ διαθήκης κληρονόμοι της αποβιωσάσης μητέρας τους, δυνάμει της από 29.5.2012 ιδιόγραφης διαθήκης αυτής, που δημοσιεύθηκε νομίμως, επί της επαχθείσας σε αυτούς κληρονομίας αυτής, δηλαδή επί του κληρονομιαίου ακινήτου ως προς την ψιλή κυριότητα, κατά ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου έκαστος εξ αυτών, ήτοι της περιγραφόμενης στο αγωγικό δικόγραφο διώροφης μονοκατοικίας, και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να τους αποδώσουν το ακίνητο αυτό, παραδίδοντας τη νομή του, β) να αναγνωρισθεί ότι τυγχάνουν εξ αδιαθέτου κληρονόμοι της μητέρας τους, κατά ποσοστό ¾ εξ αδιαιρέτου, επί του άλλου κληρονομιαίου στοιχείου αυτής, ως προς το οποίο επέρχεται η εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή, ήτοι επί του χρηματικού ποσού των 2.800,00 ευρώ κατά ποσοστό ¾ εξ αδιαιρέτου, που αντιστοιχεί σε ποσό 2.100,00 ευρώ, και σε έκαστο κατά ποσοστό 3/8 εξ αδιαιρέτου, που αντιστοιχεί σε ποσό 1.050,00 ευρώ, και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να τους καταβάλει το ποσό, που αντιστοιχεί στο εξ αδιαιρέτου ως άνω ποσοστό διαιρετώς σε έκαστον, γ) να αναγνωρισθεί ότι η από 10.10.2013 ιδιόγραφη διαθήκη, που δημοσιεύθηκε με τα υπ’αριθμ.269/2015 πρακτικά του Ειρηνοδικείου Πύργου, είναι άκυρη, ως μη γνήσια, λόγω πλαστότητας, και ότι ουδέν κληρονομικό δικαίωμα και δικαίωμα ψιλής κυριότητας απέκτησε ο πρώτος εναγόμενος επί της στο αγωγικό δικόγραφο περιγραφόμενης μονοκατοικίας κατά ποσοστό ¾ εξ αδιαιρέτου , δυνάμει της υπ’αριθμ. ./2015 πράξης αποδοχής κληρονομίας, δ) ομοίως να αναγνωρισθεί ότι ο πρώτος εναγόμενος ουδέν κληρονομικό δικαίωμα και δικαίωμα ψιλής κυριότητας απέκτησε επί της ίδιας μονοκατοικίας κατά ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου, δυνάμει της υπ’αριθμ. ./2014 πράξης αποδοχής κληρονομίας, και ότι η υπ’αριθμ. ./07.7.2014 γονική παροχή ουδέν δικαίωμα ψιλής κυριότητας κατά ποσοστό ¼ εξ αδιαιρέτου επί της μονοκατοικίας αυτής προσέδωσε στον δεύτερο εναγόμενο, ε) να διορθωθούν οι ανακριβείς εγγραφές στα οικεία κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Πύργου, ούτως ώστε να διαγραφούν οι εναγόμενοι ως έχοντες την ψιλή κυριότητα επί της στο αγωγικό δικόγραφο περιγραφόμενης μονοκατοικίας, ο μεν πρώτος εναγόμενος ως κληρονόμος εκ διαθήκης κατά ποσοστό ¾ εξ αδιαιρέτου και εξ αδιαθέτου κατά ποσοστό ¼ εξ αδιαιρέτου, ο δε δεύτερος εναγόμενος ως αποκτών αυτή κατά ψιλή κυριότητα αιτία γονικής παροχής κατά ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου, και να καταχωρηθούν οι ίδιοι οι ενάγοντες ως έχοντες την ψιλή κυριότητα αυτής, κατά ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου έκαστος εξ αυτών, ως συγκληρονόμοι της αποβιωσάσης μητέρας τους βάσει της από 29.5.2012 διαθήκης αυτής, στ) να διαταχθούν τα νόμιμα σε σχέση με τις διορθώσεις και τις κτηματολογικές εγγραφές, ζ) να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή, η) να απειληθεί χρηματική ποινή ποσού 3.000,00 ευρώ στους εναγόμενους και να απαγγελθεί προσωπική κράτηση διάρκειας ενός έτους σε βάρος εκάστου σε περίπτωση μη συμμόρφωσης της απόφασης που θα εκδοθεί και για κάθε προσβολή του δικαιώματός τους στο μέλλον και θ) να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στα δικαστικά τους έξοδα.
Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα είναι σαφές ότι στο δικόγραφο της υπό κρίση αγωγής αντικειμενικά σωρεύονται περισσότερες από μια αγωγές και συγκεκριμένα : α) αγωγή περί κλήρου ως προς τον πρώτο εναγόμενο, καθώς κατά τα εκτιθέμενα στο αγωγικό δικόγραφο αυτός κατακρατεί ως κληρονόμος τα αντικείμενα της κληρονομίας, β) αναγνωριστική αγωγή κληρονομικού δικαιώματος ως προς τον δεύτερο εναγόμενο, καθώς, κατά τα εκτιθέμενα στο αγωγικό δικόγραφο, αυτός δεν κατακρατεί το επίδικο ακίνητο, αν ήθελε αυτό κριθεί ως αντικείμενο της κληρονομίας, ως κληρονόμος αλλά ως ειδικός διάδοχος αιτία γονικής παροχής του φερόμενου ως κληρονόμου του ακινήτου πρώτου εναγομένου, γ) αναγνωριστική αγωγή ακυρότητας διαθήκης λόγω του ότι είναι πλαστή, δ) αναγνωριστική αγωγή ακυρότητας των υπ’αριθμ. ./23.5.2014 και ./15.12.2015 δηλώσεων αποδοχής κληρονομίας, ε) αρνητική αναγνωριστική αγωγή ότι ο πρώτος εναγόμενος δεν απέκτησε την ψιλή κυριότητα του ακινήτου, ο δε δεύτερος εναγόμενος δεν κατέστη ψιλός κύριος αυτού, δυνάμει της ανωτέρω γονικής παροχής, και στ) αγωγή αναγνώρισης εγγραπτέου δικαιώματος και διόρθωσης κτηματολογικών εγγραφών. Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί ότι πρόκειται για διαφορά που παρουσιάζει στοιχεία αλλοδαπότητας καθώς αμφότεροι οι ενάγοντες έχουν την βουλγαρική ιθαγένεια και κατοικούν μόνιμα στη Βουλγαρία. Κατά τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 3 του ΚΠολΔ, η διεθνής δικαιοδοσία των Ελληνικών Δικαστηρίων προϋποθέτει σύνδεση της επίδικης διαφοράς με την Ελλάδα και οι βάσεις αυτής (διεθνούς δικαιοδοσίας) είναι ίδιες με την τοπική αρμοδιότητα, χωρίς η ιθαγένεια να συνιστά συνδετικό παράγοντα προσδιορισμού της διεθνούς δικαιοδοσίας τους [ΑΠ 400/2009, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ]. Εν προκειμένω, ως προς τις σωρευόμενες αγωγές : αγωγή περί κλήρου, αναγνωριστική αγωγή κληρονομικού δικαιώματος, αναγνωριστική αγωγή ακυρότητας διαθήκης λόγω πλαστότητας, αναγνωριστική αγωγή ακυρότητας πράξεως αποδοχής κληρονομίας, η διεθνής δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου θεμελιώνεται στην αποκλειστική δωσιδικία της κληρονομίας κατά τη διάταξη του άρθρου 30 παρ.1 ΚΠολΔ [γενική νόμιμη δωσιδικία κληρονομούμενου], καθώς με αυτές εισάγεται διαφορά κληρονομικού δικαίου, με αντικείμενο το κληρονομικό δικαίωμα του κληρονομούμενου επί της κληρονομίας, την αναγνώριση των εναγόντων ως κληρονόμων, την ανυπαρξία του κληρονομικού δικαιώματος του πρώτου εναγομένου και την ακυρότητα διαθήκης, δεδομένου του ότι η τελευταία κατοικία [πριν τον χρόνο θανάτου] της κληρονομούμενης, κατά τα ιστορούμενα στην αγωγή, ήταν η Ελλάδα και συγκεκριμένα ο Πύργος Ηλείας [βλ. σχετ. ΕφΑθ 247/2019, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ]. Σημειωτέον ότι ο Κανονισμός [ΕΕ] 650/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Ιουλίου 2012 , σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία, το εφαρμοστέο δίκαιο, την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων, την αποδοχή και εκτέλεση δημόσιων εγγράφων στον τομέα της κληρονομικής διαδοχής και την καθιέρωση ευρωπαϊκού κληρονομητηρίου, σύμφωνα με τον οποίο διεθνή δικαιοδοσία στις υποθέσεις κληρονομικής διαδοχής έχουν τα δικαστήρια στα οποία ο θανών είχε τη συνήθη διαμονή του κατά τον χρόνο θανάτου του, τέθηκε σε εφαρμογή στις 17.8.2015 και κατά το άρθρο 83 αυτού εφαρμόζεται στην κληρονομική διαδοχή προσώπων που απεβίωσαν κατά ή μετά την 17.8.2015. Επίσης, όσον αφορά τη σωρευόμενη αρνητική αναγνωριστική αγωγή ψιλής κυριότητας και την αγωγή διόρθωσης κτηματολογικής εγγραφής, η διεθνής δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου θεμελιώνεται στην αποκλειστική δωσιδικία του ακινήτου κατά τη διάταξη του άρθρου 29 ΚΠολΔ, καθώς με αυτές εισάγεται ως αντικείμενο δίκης εμπράγματο δικαίωμα σε ακίνητο, το οποίο εν προκειμένω βρίσκεται στον Πύργο Ηλείας. Περαιτέρω, η σωρευόμενη αναγνωριστική αγωγή ακυρότητας διαθήκης λόγω πλαστότητας παραδεκτώς και αρμοδίως εισάγεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, αφού το αντικείμενο της δεν είναι δεκτικό χρηματικής αποτίμησης. Όσον αφορά όμως την αγωγή περί κλήρου, για την οποία η καθ’ ύλην αρμοδιότητα προσδιορίζεται από την αξία του κληρονομικού μεριδίου του ενάγοντος ή των περισσότερων συνεναγόντων (άρθρο 1884 του ΑΚ) κατά τον χρόνο που ασκείται η αγωγή (βλ. Ψούνη, Κληρονομικό Δίκαιο, §20 Η αγωγή περί κλήρου, σελ. 437), και τις λοιπές σωρευόμενες ως άνω υπό στοιχεία (β), (δ), (ε), (στ) αγωγές, οι οποίες είναι αποτιμητές σε χρήμα, κατ’ εκτίμηση της αξίας του αντικειμένου της διαφοράς που εισάγουν, υπάγονται στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα όχι του παρόντος Δικαστηρίου αλλά του Μονομελούς Πρωτοδικείου, καθώς η αξία του κληρονομιαίου ακινήτου δεν υπερβαίνει το ποσό των 250.000,00 ευρώ (άρθρα 7,8, 14 §2 του ΚΠολΔ). Η ύπαρξη καθ’ ύλην αρμοδιότητας ως προς μια από τις σωρευόμενες κατά το άρθρο 218 ΚΠολΔ αξιώσεις δεν καθιδρύει αρμοδιότητα και για τις λοιπές (ΕφΑθ 6197/2009, ΕλλΔνη 2010. 512), καθώς εξετάζεται η υλική αρμοδιότητα αυτοτελώς και ξεχωριστά για κάθε αξίωση (ΠΠΘες 18605/2003, Αρμ 2004. 579). Ωστόσο, το παρόν Δικαστήριο, λόγω της συνάφειας των σωρευομένων αγωγών (άρθρο 31 §§ 2, 3 ΚΠολΔ, το οποίο καθιερώνει την ειδική δωσιδικία της συνάφειας, η οποία κάμπτει τη ρύθμιση του άρθρου 218 του ΚΠολΔ και διέπει τόσο την καθ’ ύλην όσο και την κατά τόπο αρμοδιότητα, ΕφΠειρ 459/2016, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 317/2015, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ) αλλά και για την οικονομίας της δίκης και προς αποφυγή έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων, θα κρατήσει ως ανώτερο και θα δικάσει κατά την τακτική διαδικασία και τις σωρευόμενες στην αναγνωριστική αγωγή ακυρότητας διαθήκης λοιπές αγωγές (άρθρα 7, 8, 14 §2, 18, 31 §§ 3-2, 29§1, 30 §1 ΚΠολΔ, άρθρο 6 §2 περ.α Ν.2664/1998). Περαιτέρω, κατά τις ανωτέρω επισημάνσεις, εφαρμοστέο ουσιαστικό δίκαιο τυγχάνει : όσον αφορά την αγωγή περί κλήρου και την αναγνωριστική αγωγή κληρονομικού δικαιώματος, κατά τη διάταξη του άρθρου 28 ΑΚ, το δίκαιο της ιθαγένειας που είχε η κληρονομούμενη όταν απεβίωσε, ήτοι το βουλγαρικό δίκαιο, όσον αφορά την αρνητική αναγνωριστική αγωγή κυριότητας και την αγωγή διόρθωσης κτηματολογικών εγγραφών, κατά τη διάταξη του άρθρου 27 ΑΚ, το δίκαιο της πολιτείας όπου βρίσκεται το ακίνητο, ήτοι το ελληνικό, ενώ όσον αφορά την αναγνωριστική αγωγή ακυρότητας διαθήκης λόγω πλαστότητας και την αναγνωριστική αγωγή ακυρότητας πράξεως αποδοχής κληρονομίας εφαρμοστέο δίκαιο τυγχάνει το ελληνικό, καθώς οι ενάγοντες αρνούνται την ίδια την υπόσταση της διαθήκης ως μονομερή αιτία θανάτου δικαιοπραξία, περιέχουσα δήλωση βουλήσεως, αποδίδοντας τη σύστασή της σε πλαστότητα, και σε κάθε περίπτωση κατά τη διάταξη του άρθρου 11 ΑΚ, περί του τύπου της δικαιοπραξίας [βλ. σχετ. και την από 05.10.1961 Σύμβαση της Χάγης «για τις συγκρούσεις νόμων που αφορούν τον τύπο διατάξεων διαθήκης», που κυρώθηκε από την Ελλάδα με το Ν.1325/1983 και τέθηκε σε ισχύ από 02.8.1983, η οποία αυξάνει, συγκριτικά με την ΑΚ 11, τον αριθμό των δικαίων, ο τύπος ενός εκ των οποίων αρκεί να έχει τηρηθεί για να είναι έγκυρη η διαθήκη από πλευράς τυπικών προϋποθέσεων, μεταξύ των οποίων είναι ο τόπος που ο διαθέτης επιχείρησε να συντάξει τη διαθήκη, βλ. και ΑΠ 280/2010, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ]. H κρινόμενη αγωγή είναι ορισμένη και νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 2, 5-12, 16, 48, 49 του Νόμου περί κληρονομίας της από 03.01.1949 του βουλγαρικού δικαίου, 1716, 1721, 1771, 1774, 180, 1871, 1142, 1143, 1168, 1193, 1194, 1195, 369, 1509, 1033, 176, 191 παρ.2 ΚΠολΔ, 216 ΠΚ, πλην όμως μη νόμιμο τυγχάνει το παρεπόμενο αίτημα να απειληθεί σε βάρος των εναγομένων προσωπική κράτηση και χρηματική ποινή καθώς συνιστούν μέσα εκτέλεσης επί αξίωσης για αυτοπρόσωπη επιχείρησης πράξης και επί αξίωσης για παράλειψη η ανοχή, κατά τις διατάξεις των άρθρων 946 και 947 ΚΠολΔ, αντίστοιχα. Αντιθέτως, επί χρηματικής απαίτησης μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 951 ΑΚ, συνιστά η κατάσχεση, ενώ επί υποχρέωσης παράδοσης ή απόδοσης ακινήτου, μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης συνιστά η αποβολή από δικαστικό επιμελητή και η εγκατάσταση στο ακίνητο, κατά τη διάταξη του άρθρου 943 ΚΠολΔ. Επιπλέον, εάν ήθελε κριθεί, ότι ως προς το αίτημα να υποχρεωθεί ο δεύτερος εναγόμενος να αποδώσει το ακίνητο στους ενάγοντες κατά το δικαίωμα της ψιλής κυριότητας στο αγωγικό δικόγραφο σωρεύεται διεκδικητική αγωγή, θα πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμη, καθώς, εφόσον στοιχείο της διεκδικητικής αγωγής είναι η ύπαρξη κυριότητας του ενάγοντος και εφόσον η κυριότητα θεμελιώνεται στην κληρονομική διαδοχή, θα πρέπει ο ενάγων να επικαλείται αποδοχή της κληρονομίας με δημόσιο έγγραφο, το οποίο να έχει μεταγραφεί, γεγονότα τα οποία οι ενάγοντες δεν επικαλούνται στην υπό κρίση αγωγή. Στο σημείο αυτό σχετικά με την αποδοχή της κληρονομίας πρέπει να επισημανθούν τα ακόλουθα : α) Για την κτήση της κυριότητας ακινήτου από κληρονομική διαδοχή απαιτείται, κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 1193,1195,1198,1199 και 1846, η αποδοχή της κληρονομίας με δημόσιο έγγραφο και η μεταγραφή αυτού, αφού δε γίνει η μεταγραφή θεωρείται ότι περιήλθε η κυριότητα στον κληρονόμο από τον θάνατο του κληρονομουμένου, ενόψει του ότι ο κληρονόμος αποκτά αυτοδικαίως την κληρονομία μόλις γίνει η επαγωγή. Ειδικότερα, η μεταγραφή αξιώνεται για λόγους δημοσιότητας και εξασφάλισης της συνέχειας των μεταβιβάσεων στα βιβλία μεταγραφών και δεν έχει την έννοια ότι πριν από τη μεταγραφή η κυριότητα επί του κληρονομιαίου ακινήτου δεν έχει αποκτηθεί από τον κληρονόμο από την επαγωγή. Η δε διεκδικητική αγωγή ή η αγωγή αναγνώρισης κυριότητας ακινήτου, που θεμελιώνεται στην κληρονομική διαδοχή, πρέπει, για να είναι ορισμένη, να μνημονεύει την αποδοχή της κληρονομίας με δημόσιο έγγραφο και τη μεταγραφή αυτού (βλ. Παπαδόπουλο, Αγωγές Εμπραγμάτου Δικαίου, 1989, σελ. 238 επ. επίσης, περί του ότι δεν απαιτείται μνεία του τόμου μεταγραφής βλ. ΑΠ 1014/2014, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 24/2020, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΜΕφΠατρ 87/2019, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»). β) Η lex hereditatis καθορίζει τον τρόπο επαγωγής της κληρονομίας, εάν δηλαδή περιέχεται στους κληρονόμους αυτοδικαίως ή εάν χρειάζεται οι κληρονόμοι να προβούν σε ρητή ή σιωπηρή αποδοχή της κληρονομίας. Ως προς τον τύπο της αποδοχής ή της αποποίησης της δήλωσης βούλησης εφαρμόζεται, σύμφωνα με το άρθρο 11 ΑΚ, ο κανόνας locus regit actum, και ειδικότερα επί κληρονομιαίου ακινήτου προτάσσεται η εφαρμογή των κανόνων της lex rei sitae, και συνεπώς επί κληρονομιαίου ακινήτου που βρίσκεται στην Ελλάδα της αποδοχής της κληρονομίας πρέπει να ακολουθήσει η μεταγραφή της στο αρμόδιο κατά τόπο Υποθηκοφυλακείο ή Κτηματολόγιο, όπως επιτάσσουν τα άρθρα 1846, 1198, 1193 ΑΚ (βλ. Βρέλλη, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, 2008, σελ. 344, Βασιλακάκη, Η εκ διαθήκης κληρονομική διαδοχή κατά το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, 1994, σελ.263-264). Επίσης, δεδομένου του ότι το αίτημα της περί κλήρου αγωγής μπορεί να είναι μόνο αναγνωριστικό, χωρίς το αίτημα απόδοσης των κληρονομιαίων, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στην ανωτέρω νομική σκέψη της παρούσας, εν προκειμένω η σωρευόμενη περί κλήρου αγωγή είναι μη νόμιμη ως προς το αίτημα αυτής να υποχρεωθεί ο πρώτος εναγόμενος να αποδώσει στους ενάγοντες τη νομή του κληρονομιαίου ακινήτου, καθώς, όπως εκτίθεται στο δικόγραφο της αγωγής, ο πρώτος εναγόμενος κατέχει αυτό ως ισόβιος επικαρπωτής ασκώντας παράλληλα με την δική του οιονεί νομή και την κύρια νομή του ψιλού κυρίου, ως αντιπρόσωπος αυτού (βλ. Καράση σε Ερμηνεία Αστικού Κώδικα, Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, τόμος 6, άρθρο 1147, αρ.1 σελ.81) . Όσον αφορά τη σωρευόμενη αγωγή να αναγνωριστεί η ακυρότητα της πράξεως αποδοχής κληρονομίας λόγω ακυρότητας της διαθήκης, τυγχάνει απαράδεκτη και συνεπώς απορριπτέα ελλείψει εννόμου συμφέροντος, και τούτο διότι η πλαστή διαθήκη θεωρείται ως μηδέποτε συνταχθείσα και συνεπώς η αποδοχή της κληρονομίας δεν επιφέρει τα έννομα αποτελέσματά της, η εκ διαθήκης διαδοχή και επαγωγή ανατρέπονται αναδρομικά, επέρχεται δε η εκ του νόμου εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή και στους εξ αδιαθέτου κληρονόμους του θανόντος διαθέτη επάγεται αναδρομικά η κληρονομία από το χρόνο θανάτου του διαθέτη [ΑΠ 729/2011, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»). Όσον αφορά τη σωρευόμενη αγωγή διόρθωσης κτηματολογικής εγγραφής : α) έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα, ήτοι εντός της επταετούς προθεσμίας του άρθρου 6 παρ.2 περ.α εδ.β σε συνδυασμό με περ.γ και άρθρο 1 παρ.3 N.2664/1998, καθόσον η περιοχή του Δήμου Πύργου κηρύχθηκε υπό κτηματογράφηση με τη με αριθμό 65259/28.11.2013 Απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων [ΦΕΚ Β’ 429/28.3.2007] και, στη συνέχεια, με τη με αριθμό 65259/28.11.2013 Απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής [ΦΕΚ Β 3153/12.12.2013], ως ημερομηνία έναρξης ισχύος του Κτηματολογίου στη περιοχή αυτή ορίστηκε η 12η.12.2013, η δε υπό κρίση αγωγή κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου στις 20.7.2018 και επιδόθηκε στους εναγόμενους στις 16.8.2018 [βλ. τις υπ’ αριθμ. . β & .β/16.8.2021 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πατρών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αμαλιάδας, ., β) έχει καταχωριστεί νόμιμα και εμπρόθεσμα στο κτηματολογικό φύλλο του επίδικου ακινήτου με ΚΑΕΚ ., κατ’επιταγή του άρθρου 12 παρ.1 περ.ιβ του Ν.2664/1998, σε συνδυασμό με το άρθρο 220 ΚΠολΔ, όπως προκύπτει από το υπ’αριθμ. πρωτ. ./02.8.2018 πιστοποιητικό καταχώρησης εγγραπτέας πράξης του Κτηματολογικού Γραφείου Πύργου Ηλείας. Εξάλλου, για το παραδεκτό της συζήτησης της αγωγής έχει ενσωματωθεί στο δικόγραφο αυτής αντίγραφο του κτηματολογικού φύλλου και απόσπασμα κτηματολογικού διαγράμματος του επίδικου ακινήτου με ΚΑΕΚ ., στο οποίο αφορά η αιτούμενη διόρθωση. Πλην, όμως, τυγχάνει μη νόμιμη και συνεπώς απορριπτέα καθώς οι ενάγοντες δεν επικαλούνται ούτε προσκομίζουν ρητή αποδοχή της κληρονομίας με συμβολαιογραφικό έγγραφο, έτσι ώστε με τη μεταγραφή της στο οικείο υποθηκοφυλακείο ή κτηματολογικό γραφείο να αποκτήσουν την κυριότητα του επίδικου ακινήτου, και τούτο διότι κατά τη διάταξη του άρθρου 12 παρ.1α του Ν.2664/1998 στα κτηματολογικά φύλλα καταχωρίζονται οι αναφερόμενες στην παράγραφο 1 και υπό τον αριθμό 1 του άρθρου 1192 ΑΚ δικαιοπραξίες, με τις οποίες, πλην άλλων, μετατίθεται εμπράγματο δικαίωμα σε ακίνητο (εμπράγματες δικαιοπραξίες). Σύμφωνα δε με τα όσα προαναφέρθηκαν η απόκτηση της κυριότητας κληρονομιαίου ακινήτου ακολουθεί το δίκαιο του τόπου όπου βρίσκεται το ακίνητο, εν προκειμένω το ελληνικό [αποδοχή με δημόσιο έγγραφο και μεταγραφή]. Και ναι μεν την έλλειψη μεταγραφής της αποδοχής κληρονομίας ακινήτου αναπληρώνει η άσκηση της αγωγής για την αναγνώριση του δικαιώματος κυριότητας του ενάγοντος και τη διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής και η καταχώριση αυτής στα κτηματολογικά βιβλία του οικείου υποθηκοφυλακείου, ωστόσο απαραίτητο στοιχείο της αγωγής συνιστά η αποδοχή της κληρονομίας [βλ. σχετ. ΑΠ 42/2006, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ», ΕφΛαρ 96/2017, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»]. Επομένως, η κρινόμενη αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της, δεδομένου ότι : α) περίληψή της έχει καταχωριστεί νόμιμα και εμπρόθεσμα στο κτηματολογικό φύλλο του επίδικου ακινήτου με ΚΑΕΚ ., κατ’ επιταγή του άρθρου 12 παρ.1 περ.ιβ του Ν.2664/1998, σε συνδυασμό με το άρθρο 220 ΚΠολΔ, όπως προκύπτει από το υπ’ αριθμ. πρωτ. ./02.8.2018 πιστοποιητικό καταχώρησης εγγραπτέας πράξης του Κτηματολογικού Γραφείου Πύργου Ηλείας, β) για το καταψηφιστικό αντικείμενο αυτής προσκομίστηκε το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου [βλ. διπλότυπο είσπραξης τύπου Α της ΑΑΔΕ], γ) δεν απαιτείται για το παραδεκτό της συζήτησης της αγωγής η προσκόμιση από τους ενάγοντες πιστοποιητικού ότι το επίδικο ακίνητο περιλαμβάνεται στη δήλωση Ενιαίου Φόρου Ιδιοκτησίας Ακινήτων (ΕΝΦΙΑ), σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 54Α§5 του νόμου 4174/2013, καθώς η εν λόγω διάταξη, η οποία είναι φορολογικής φύσης, έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τις διατάξεις των άρθρων 17, 20 και 25 του Συντάγματος (δικαίωμα στην ιδιοκτησία, στην παροχή έννομης προστασίας και αρχή της αναλογικότητας) καθώς και με το άρθρο 6§1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (ΕΣΔΑ) και, επομένως, δεν πρέπει να εφαρμοστεί (βλ. ΑΠ 1143/2019, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΑιγ 31/2021, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ), δ) ενόψει του ότι από τις διατάξεις των άρθρων 96 § 1, 98 περ. β και 460 επ. ΚΠολΔ, ο ισχυρισμός περί πλαστότητας εγγράφου, είτε δημοσίου είτε ιδιωτικού, είναι απαράδεκτος, όταν ο πληρεξούσιος δικηγόρος που τον προτείνει δεν έχει ειδική πληρεξουσιότητα (ΑΠ 1434/1979, ΝοΒ 28. 1039, ΕφΑθ 9885/1991, ΕλλΔνη 35. 454, ΕφΑθ 3317/1990, ΕλλΔνη 32. 150, ΕφΑθ 7798/1984, ΕλλΔνη 26. 483, ΕφΑθ 9793/1981, ΕλλΔνη 23. 66), εκτός αν κατά του προσώπου, στο οποίο αποδίδεται η πλαστογραφία, έχει υποβληθεί αρμοδίως σχετική μήνυση, οπότε δεν απαιτείται να υπάρχει η ανωτέρω ειδική πληρεξουσιότητα (ΕφΑθ 7048/1996, ΕλλΔνη 1997. 1669), κατόπιν ειδοποίησης από τη Γραμματεία του Τμήματος Πολυμελούς του παρόντος Πρωτοδικείου του πληρεξούσιου Δικηγόρου των εναγόντων κατ’ εφαρμογή του άρθρου 105 ΚΠολΔ και χάριν οικονομίας της δίκης, προσκομίστηκε στις 05.01.2023 από τον ανωτέρω Δικηγόρο το αναφερόμενο στην αρχή της παρούσας ειδικό πληρεξούσιο, με το οποίο οι ενάγοντες του παρέχουν πληρεξουσιότητα να προσβάλει την αναφερόμενη στο αγωγικό δικόγραφο από 10.10.2013 ιδιόγραφη διαθήκη ως πλαστή.
Από τα έγγραφα, που οι διάδικοι παραδεκτά επικαλέστηκαν και προσκόμισαν είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, καθόσον επιτρέπεται η απόδειξη με μάρτυρες [ΚΠολΔ 395], τις ομολογίες, που συνάγονται από τους ισχυρισμούς των διαδίκων [άρθρα 261, 352 ΚΠολΔ], καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, τα οποία λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως [ΚΠολΔ 336 παρ. 4], αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Η (ον.) . (.) (επιθ.) . (.) του . (.) και της . (.), γεννηθείσα στις 22 Ιουνίου 1951 στη Γκόρνα Οριαχόβιτσα της Βουλγαρίας, βουλγαρικής ιθαγένειας, κάτοικος εν ζωή Πύργου Ηλείας, η οποία ήταν μητέρα των εναγόντων και σύζυγος του πρώτου εναγόμενου, απεβίωσε στο Γενικό Νοσοκομείο Πύργου Ηλείας, στις 15 Ιανουαρίου 2014, αφήνοντας μοναδικούς πλησιέστερους συγγενείς τα δύο τέκνα της (ενάγοντες) και τον σύζυγό της. Η αποβιώσασα κατέλιπε την από 29 Μαΐου 2012 (29.5.2012) ιδιόγραφή διαθήκη, συνταχθείσα στη βουλγαρική γλώσσα, η οποία, αφού μεταφράστηκε στην ελληνική γλώσσα, δημοσιεύθηκε με το υπ’αριθμ. 207/16.7.2015 πρακτικό δημοσίευσης ιδιόγραφης διαθήκης του Ειρηνοδικείου Πύργου Ηλείας. Η διαθήκη αυτή, η οποία γράφηκε ολόκληρη ιδιοχείρως από την διαθέτιδα, χρονολογήθηκε και υπογράφηκε από αυτήν, κατά το δίκαιο που απαιτεί ο τόπος συντάξεώς της, κατ’ εφαρμογή του κανόνα συγκρούσεως του άρθρου 11 ΑΚ (βλ. σχετ. Ψούνη, Κληρονομικό Δίκαιο ΙΙ, εκδ.2004, σελ.25-26), ως τυπικά αυστηρή μονομερής δικαιοπραξία είναι έγκυρη λόγω τήρησης του συστατικού της τύπου, γεγονός άλλωστε που δεν αμφισβητείται από τους εναγόμενους. Με τη διαθήκη της αυτή η αποβιώσασα εγκατέστησε κληρονόμους της τους ενάγοντες, στους οποίους κατέλιπε την οικία της και το με αριθμό κυκλοφορίας ΗΑΚ-. αυτοκίνητό της. Πράγματι, όπως αποδείχθηκε, η αποβιώσασα κατά τον χρόνο θανάτου της είχε την ψιλή κυριότητα μιας διώροφης μονοκατοικίας, που βρίσκεται στη πόλη του Πύργου του Δήμου Πύργου Νομού Ηλείας, στις εργατικές κατοικίες Πύργου IV, που φέρει αριθμό στοίχου τρία (3) και αριθμό μονοκατοικίας δώδεκα (12), με τύπο διαμερίσματος 215, επιφανείας εκατόν τριών τετραγωνικών μέτρων και ενενήντα πέντε εκατοστών [ 103,95 τ.μ. ], με ποσοστό συνιδιοκτησίας στο οικόπεδο και ψήφους διακόσιους ογδόντα δύο και δέκα χιλιοστά [2820/0000], που αντιστοιχούν σε ιδανικό μερίδιο επί του οικοπέδου, εκτάσεως εκατόν ογδόντα τεσσάρων τετραγωνικών μέτρων και σαράντα εννέα εκατοστών [184,49 τ.μ.], αποτελείται από τέσσερα κύρια δωμάτια και συνορεύει ανατολικά με κοινόκτητο οικόπεδο, δυτικά με κοινόκτητο οικόπεδο, βόρεια με κοινόκτητο οικόπεδο και νότια με την με αριθμό έντεκα [11] μονοκατοικία του ίδιου στοίχου και κτιρίου. Η διώροφη αυτή μονοκατοικία έχει ανεγερθεί επί οικοπέδου, εμβαδού έξι χιλιάδων πεντακοσίων τριάντα εννέα τετραγωνικών μέτρων και ογδόντα οκτώ εκατοστών (6.539,88 τ.μ.), το οποίο συνορεύει ανατολικά με ιδιοκτησία ., δυτικά με ιδιοκτησία ., βόρεια με ιδιοκτησία Κούρου και νότια με την οδό .. Η διώροφη αυτή μονοκατοικία περιήλθε κατά τη ψιλή κυριότητα στην αποβιώσασα, αιτία δωρεάς από τον πρώτο εναγόμενο σύζυγό της, ο οποίος παρακράτησε την επικαρπία, δυνάμει του υπ’αριθμ../06.02.2009 δωρητηρίου συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Πύργου ., που μεταγράφηκε νόμιμα στο αρμόδιο Υποθηκοφυλακείο Πύργου Ηλείας, στο τόμο . και με αύξοντα αριθμό .. Η διαθέτιδα δεν αναγραφεί το ποσοστό που οι ενάγοντες εγκαθίστανται στη κληρονομία της και συνεπώς συνάγεται ότι αυτοί έχουν εγκατασταθεί κατά το ποσοστό της εξ αδιαθέτου διαδοχής, ήτοι κατ’ ισομοιρία, κατά το (1/2) εξ αδιαιρέτου. Σύμφωνα δε με το άρθρο 5 του βουλγαρικού κληρονομικού δικαίου τα τέκνα κληρονομούν κατ’ ισομοιρία. Οι ενάγοντες αποδέχτηκαν σιωπηρώς την κληρονομία της μητέρας τους κατά τη διάταξη του άρθρου 49 παρ.2 του βουλγαρικού κληρονομικού δικαίου, με αποτέλεσμα να αποκτήσουν αυτή αναδρομικά από τον χρόνο θανάτου της κληρονομούμενης, κατά τη διάταξη του άρθρου 48 του ίδιου νόμου. Ωστόσο οι ενάγοντες δεν έχουν προβεί σε αποδοχή της κληρονομίας και μεταγραφή, με αποτέλεσμα να μην έχουν αποκτήσει την ψιλή κυριότητα της ανωτέρω οικίας. Ο ισχυρισμός των εναγομένων ότι η ενάγουσα είχε την κυριότητα έτερης οικίας στη πόλη Βελίκο Τάρνοβο στη Βουλγαρία, που απέκτησε το 1995 αιτία πωλήσεως και η οποία είναι αυτή που κατέλιπε στους ενάγοντες με την ανωτέρω από 29 Μαϊου 2012 διαθήκη της, από κανένα στοιχείο δεν αποδείχθηκε και συνεπώς τυγχάνει αβάσιμος. Περαιτέρω δεν αποδείχθηκε ότι η ανωτέρω αποβιώσασα κατά τον χρόνο του θανάτου της διατηρούσε λογαριασμό στο Κατάστημα του Πύργου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.», το είδος του τραπεζικού λογαριασμού, εάν ήταν αποκλειστική δικαιούχος ή συνδικαιούχος, το υπόλοιπο του λογαριασμού κατά τον χρόνο θανάτου της και ότι ο πρώτος εναγόμενος προέβη σε ανάληψη μετά τον θάνατό της χρηματικού ποσού και τι ύψους, καθώς δεν προσκομίστηκαν από τους ενάγοντες αποδεικτικά στοιχεία. Επομένως δεν αποδείχθηκε ότι κατά τον χρόνο θανάτου της κληρονομουμένης υπήρχε και υπόλοιπη κληρονομία, πέραν της οικίας και του αυτοκινήτου, ως προς την οποία επήλθε η εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή, όπως αβάσιμα ισχυρίζονται οι ενάγοντες. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι, παρά την ύπαρξη της ανωτέρω από 29 Μαΐου 2013 ιδιόγραφης διαθήκης, η οποία, ωστόσο, δεν είχε έτι δημοσιευθεί, ο πρώτος εναγόμενος στις 23 Μαΐου 2014, με την υπ’αριθμ../23.5.2014 πράξη αποδοχής κληρονομίας της Συμβολαιογράφου Πύργου ., αποδέχθηκε, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος της αποβιωσάσης συζύγου του και μητέρας των εναγόντων, την κληρονομία αυτής, σε ποσοστό [1/4] εξ αδιαιρέτου, κατά το δικαίωμα της ψιλής κυριότητας επί της ανωτέρω διώροφης μονοκατοικίας. Το δικαίωμα αυτό ψιλής κυριότητας κατά ποσοστό [1/4] αδιαιρέτως στις 27 Μαΐου 2014 καταχωρίστηκε, κατόπιν αιτήσεως του πρώτου εναγόμενου, στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου με ΚΑΕΚ . του Κτηματολογικού Γραφείου Πύργου Ηλείας. Εν συνεχεία, στις 07 Ιουλίου 2014 ο πρώτος εναγόμενος, δυνάμει της υπ’αριθμ../07.7.2014 πράξης γονικής παροχής της ίδιας ως άνω Συμβολαιογράφου Πύργου ., νομίμως μεταγεγραμμένης, μεταβίβασε, αιτία γονικής παροχής στον δεύτερο εναγόμενο – υιό του, το ως άνω ποσοστό [1/4] εξ αδιαιρέτου της ψιλής κυριότητας του επί του επίδικου ακινήτου, με τίτλο κτήσης άμεσου δικαιοπαρόχου την ανωτέρω υπ’αριθμ. ./23.5.2014 πράξη αποδοχής κληρονομίας. Στις 09 Σεπτεμβρίου 2015, κατόπιν αιτήσεως του πρώτου εναγομένου, με τα υπ’αριθμ.269/09.9.2015 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του παρόντος Δικαστηρίου, δημοσιεύθηκε η από 10 Οκτωβρίου 2013 διαθήκη φερόμενη ως ιδιόγραφη, υπογεγραμμένη και χρονολογημένη από την ανωτέρω αποβιώσασα σύζυγό του και μητέρα των εναγόντων. Με τη διαθήκη αυτή η τελευταία φέρεται να εγκαθιστά κληρονόμο της τον πρώτο εναγόμενο σύζυγό της, και να καταλείπει σε αυτόν όλη την κληρονομιαία περιουσία της συμπεριλαμβανομένης και της ανωτέρω οικίας της. Στις 15 Δεκεμβρίου 2015 ο πρώτος εναγόμενος, με την υπ’ αριθμ../15.12.2015 πράξη αποδοχής κληρονομίας της ίδιας ως άνω Συμβολαιογράφου Πύργου, νομίμως μεταγεγραμμένης, αποδέχθηκε την κληρονομία της αποβιωσάσης συζύγου του, κατά ποσοστό [3/4] αδιαιρέτως, επί της ανωτέρω οικίας, ως προς το δικαίωμα ψιλής κυριότητας. Πλην όμως η δεύτερη αυτή από 10 Οκτωβρίου 2013 διαθήκη, που φέρεται να συντάχθηκε μεταγενέστερα από την κληρονομούμενη, είναι πλαστή καθ’ όλο το περιεχόμενο της, ουδέποτε γράφηκε, χρονολογήθηκε και υπογράφηκε από αυτή. Το γεγονός ότι η δεύτερη αυτή διαθήκη είναι προϊόν πλαστογραφίας προκύπτει από την από 02 Ιουλίου 2021 έκθεση γραφολογικής και γραφοτεχνικής πραγματογνωμοσύνης του ειδικού δικαστικού γραφολόγου, εγγεγραμμένου στον πίνακα πραγματογνωμόνων του παρόντος Πρωτοδικείου, ., ο οποίος διορίστηκε πραγματογνώμονας-γραφολόγος με την υπ’αριθμ. 48/2019 μη οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία, ως συμπέρασμα, η από 10 Οκτωβρίου 2013 [ιδιόγραφη] διαθήκη της ., που έχει δημοσιευθεί νόμιμα με το υπ’αριθμ.269/09.9.2015 πρακτικό του Ειρηνοδικείου Πύργου, είναι πλαστή, καθόσον δεν γράφτηκε , ούτε χρονολογήθηκε και δεν υπογράφτηκε ιδιοχείρως από την ανωτέρω κληρονομούμενη αλλά είναι συνολικά γραφικό προϊόν τρίτου προσώπου. Το αποδεικτικό αυτό πόρισμα, το οποίο εκτιμάται ελεύθερα κατά τη διάταξη του άρθρου 387 ΚΠολΔ [ΑΠ 529/2017, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ», ΑΠ 1020/2014, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»], γίνεται αποδεκτό από το παρόν Δικαστήριο, καθώς δεν αναιρείται από τα λοιπά προσκομισθέντα αποδεικτικά μέσα και συγκεκριμένα τα έγγραφα. Συνεπώς η από 10 Οκτωβρίου 2013 διαθήκη είναι πλαστή, καθώς εγράφη ολόκληρη από τρίτο πρόσωπο άνευ της συγκατάθεσης της διαθέτιδος, γεγονός που θα την καθιστούσε εξίσου άκυρη, πλην όμως όχι πλαστή. Η πλαστή αυτή από 10 Οκτωβρίου 2013 διαθήκη είναι άκυρη και θεωρείται σαν να μην έγινε [ΑΚ 180], χωρίς όμως, εν προκειμένω, να επέρχεται η εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή, όσον αφορά τη ψιλή κυριότητα επί της επίδικης διώροφης μονοκατοικίας, δεδομένου ότι ισχύει η από 29 Μάϊου 2012 γνήσια και έγκυρη διαθήκη της ανωτέρω κληρονομουμένης, με την οποία εγκαθιστά κληρονόμους της τους ενάγοντες. Από τα ανωτέρω αποδειχθέντα το Δικαστήριο άγεται στις ακόλουθες παραδοχές : α) οι ενάγοντες είναι κληρονόμοι της αποβιωσάσης μητέρας τους, έκαστος εξ αυτών κατά ποσοστό [1/2] εξ αδιαιρέτου, δυνάμει της από 29 Μαΐου 2012 ιδιόγραφης διαθήκης, νομίμως δημοσιευθείσας με τα υπ’αριθμ.207/16.7.2015 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Ειρηνοδικείου Πύργου Ηλείας, επί της επαχθείσας σε αυτούς κληρονομία, ήτοι επί του επίδικου ακινήτου, κατά τη ψιλή κυριότητα αυτού, καθότι η μεταγενέστερη από 10 Οκτωβρίου 2013 ιδιόγραφη διαθήκη, το περιεχόμενο της οποίας εναντιώνεται προς το περιεχόμενο της προηγούμενης από 29.5.2012 διαθήκης, είναι άκυρη και θεωρείται ως ουδέποτε γενόμενη, β) ο πρώτος εναγόμενος ουδέν κληρονομικό δικαίωμα απέκτησε αφενός ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος της αποβιωσάσης συζύγου του και μητέρας των εναγόντων, κατά ποσοστό [¼] εξ αδιαιρέτου, επί του επίδικου ακινήτου, κατά τη ψιλή κυριότητα αυτού, αφετέρου ως εκ διαθήκης κληρονόμος της αποβιωσάσης, επί του επίδικου ακινήτου, κατά τη ψιλή κυριότητα αυτού, καθότι αφενός η αποβιώσασα με τη σύνταξη της από 29 Μάϊου 2012 ιδιόγραφης διαθήκης της, νομίμως δημοσιευθείσας, όσον αφορά το επίδικο ακίνητο, απέκλεισε την εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή, αφετέρου η δεύτερη κατά χρονική σειρά από 10 Οκτωβρίου 2013 ιδιόγραφη διαθήκη δεν έχει καμία νομική υπόσταση, γ) ο πρώτος εναγόμενος δεν απέκτησε τη ψιλή κυριότητα του επίδικου κληρονομιαίου ακινήτου, αφενός κατά ποσοστό [1/4] αδιαιρέτως, δυνάμει της υπ’ αριθμ. ./23.5.2014 πράξεως αποδοχής κληρονομίας, αφετέρου κατά ποσοστό [3/4] αδιαιρέτως, δυνάμει της υπ’ αριθμ../15.12.2015 πράξεως αποδοχής κληρονομίας, διότι, κατά τα προαναφερόμενα, ουδέποτε κατέστη κληρονόμος, εξ αδιαθέτου ή εκ διαθήκης, της αποβιωσάσης συζύγου του επί του κληρονομιαίου ακινήτου και δ) ο δεύτερος εναγόμενος δεν απέκτησε τη ψιλή κυριότητα του επίδικου ακινήτου κατά ποσοστό [1/4] αδιαιρέτως, αιτία γονικής παροχής, καθότι ο πρώτος εναγόμενος δικαιοπάροχος του δεν ήταν κύριος αυτού κατά τη μεταγραφή της σχετικής σύμβασης [υπ’ αριθμ../2014 συμβόλαιο γονικής παροχής].
Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η κρινόμενη αγωγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη κατ’ ουσίαν και να αναγνωριστεί ότι η από 10 Οκτωβρίου 2013 φερόμενη ως ιδιόγραφη διαθήκη της . (.) . (.) του . (.) και της . (.), βουλγαρικής ιθαγένειας, που δημοσιεύθηκε με το υπ’αριθμ. 269/09.9.2015 πρακτικό δημοσίευσης ιδιόγραφης διαθήκης του Ειρηνοδικείου Πύργου Ηλείας, είναι άκυρη, ότι οι ενάγοντες είναι εκ διαθήκης κληρονόμοι της αποβιωσάσης μητέρας τους, έκαστος εξ αυτών κατά ποσοστό [1/2] εξ αδιαιρέτου, δυνάμει της από 29 Μαΐου 2012 ιδιόγραφης διαθήκης, νομίμως δημοσιευθείσας με τα υπ’αριθμ.207/16.7.2015 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Ειρηνοδικείου Πύργου Ηλείας, επί της επαχθείσας σε αυτούς κληρονομία, ήτοι επί του επίδικου ακινήτου, κατά τη ψιλή κυριότητα αυτού, ότι ο πρώτος εναγόμενος ουδέν κληρονομικό δικαίωμα απέκτησε αφενός ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος της αποβιωσάσης συζύγου του κατά ποσοστό [¼] εξ αδιαιρέτου, επί του επίδικου κληρονομιαίου ακινήτου, κατά τη ψιλή κυριότητα αυτού, αφετέρου ως εκ διαθήκης κληρονόμος της αποβιωσάσης, επί του επίδικου ακινήτου, κατά τη ψιλή κυριότητα αυτού, ότι ο πρώτος εναγόμενος δεν απέκτησε τη ψιλή κυριότητα του επίδικου κληρονομιαίου ακινήτου, αφενός κατά ποσοστό [1/4] αδιαιρέτως, δυνάμει της υπ’ αριθμ. ./23.5.2014 πράξεως αποδοχής κληρονομίας, αφετέρου κατά ποσοστό [3/4] αδιαιρέτως, δυνάμει της υπ’ αριθμ../15.12.2015 πράξεως αποδοχής κληρονομίας, ενώ ο δεύτερος εναγόμενος δεν απέκτησε τη ψιλή κυριότητα του επίδικου ακινήτου κατά ποσοστό [1/4] αδιαιρέτως, δυνάμει του υπ’ αριθμ../2014 συμβόλαιο γονικής παροχής]. Τέλος οι εναγόμενοι πρέπει να καταδικαστούν σε μέρος των δικαστικών εξόδων των εναγόντων ανάλογα με την έκταση της νίκης και ήττας τους, κατόπιν σχετικού αιτήματος των τελευταίων [άρθρα 178, 191 παρ.2 ΚΠολΔ], τα οποία, αφού ληφθεί υπόψη ότι οι ενάγοντες κατέβαλαν για τη παροχή της υπ’ αριθμ.πρωτ../2020 νομικής πληροφορίας από το Ε.Ι.Δ.Α.Δ. το ποσό των οκτακοσίων δεκαπέντε [815,00] ευρώ [βλ. προσκομιζόμενο με επίκληση υπ’ αριθμ. ./28.5.2020 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών του Ε.Ι.Δ.Α.Δ.] και για τη διενέργεια γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης το ποσό των 3.000,00 ευρώ [βλ. προσκομιζόμενη με επίκληση υπ’ αριθμ. ./31.5.2021 απόδειξη παροχής υπηρεσιών του Ειδικού Δικαστικού Γραφολόγου .] και να οριστεί το νόμιμο παράβολο ανακοπής ερημοδικίας [ΚΠολΔ 501, 502, 505 παρ.1,2β], κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην του δεύτερου εναγομένου και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.
ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο ανακοπής ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων πενήντα ευρώ [250,00 €].
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ως άκυρη, λόγω πλαστογραφίας, την από 10 Οκτωβρίου 2013 φερόμενη ως ιδιόγραφη διαθήκη της . (.) . (.) του . (.) και της . (.), βουλγαρικής ιθαγένειας, που δημοσιεύθηκε με το υπ’αριθμ. 269/09.9.2015 πρακτικό δημοσίευσης ιδιόγραφης διαθήκης του Ειρηνοδικείου Πύργου Ηλείας.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ του ενάγοντες κληρονόμους της αποβιωσάσης μητέρας τους, . (.) . (.) του . (.) και της . (.), έκαστο εξ αυτών κατά ποσοστό [1/2] εξ αδιαιρέτου, δυνάμει της από 29 Μαΐου 2012 ιδιόγραφης διαθήκης, νομίμως δημοσιευθείσας με τα υπ’ αριθμ. 207/16.7.2015 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Ειρηνοδικείου Πύργου Ηλείας, επί της επαχθείσας σε αυτούς κληρονομία, ήτοι στη ψιλή κυριότητα μιας διώροφης μονοκατοικίας, που βρίσκεται στη πόλη του Πύργου του Δήμου Πύργου Νομού Ηλείας, στις εργατικές κατοικίες Πύργου IV, που φέρει αριθμό στοίχου τρία (3) και αριθμό μονοκατοικίας δώδεκα (12), με τύπο διαμερίσματος 215, επιφανείας εκατόν τριών τετραγωνικών μέτρων και ενενήντα πέντε εκατοστών [103,95 τ.μ.], με ποσοστό συνιδιοκτησίας στο οικόπεδο και ψήφους διακόσιους ογδόντα δύο και δέκα χιλιοστά [2820/0000], που αντιστοιχούν σε ιδανικό μερίδιο επί του οικοπέδου, εκτάσεως εκατόν ογδόντα τεσσάρων τετραγωνικών μέτρων και σαράντα εννέα εκατοστών [184,49 τ.μ.], αποτελείται από τέσσερα κύρια δωμάτια και συνορεύει ανατολικά με κοινόκτητο οικόπεδο, δυτικά με κοινόκτητο οικόπεδο, βόρεια με κοινόκτητο οικόπεδο και νότια με την με αριθμό έντεκα [11] μονοκατοικία του ίδιου στοίχου και κτιρίου και έχει ανεγερθεί επί οικοπέδου, εμβαδού έξι χιλιάδων πεντακοσίων τριάντα εννέα τετραγωνικών μέτρων και ογδόντα οκτώ εκατοστών (6.539,88 τ.μ.), το οποίο συνορεύει ανατολικά με ιδιοκτησία ., δυτικά με ιδιοκτησία ., βόρεια με ιδιοκτησία . και νότια με την οδό .
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι πρώτος εναγόμενος ουδέν κληρονομικό δικαίωμα απέκτησε αφενός ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος, κατά ποσοστό [¼] εξ αδιαιρέτου, αφετέρου ως εκ διαθήκης κληρονόμος της αποβιωσάσης συζύγου της αποβιωσάσης συζύγου του, . (.) . (.) του . (.) και της . (.), επί του ανωτέρω ακινήτου [διώροφης μονοκατοικίας], κατά τη ψιλή κυριότητα αυτού.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι ο πρώτος εναγόμενος δεν απέκτησε τη ψιλή κυριότητα του ανωτέρω ακινήτου [διώροφης μονοκατοικίας], αφενός κατά ποσοστό [1/4] αδιαιρέτως, δυνάμει της υπ’ αριθμ. ./23.5.2014 πράξεως αποδοχής κληρονομίας, αφετέρου κατά ποσοστό [3/4] αδιαιρέτως, δυνάμει της υπ’αριθμ../15.12.2015 πράξεως αποδοχής κληρονομίας.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι ο δεύτερος εναγόμενος δεν απέκτησε τη ψιλή κυριότητα του ανωτέρω ακινήτου [διώροφης μονοκατοικίας], κατά ποσοστό [1/4] αδιαιρέτως, δυνάμει του υπ’αριθμ../2014 συμβόλαιο γονικής παροχής της Συμβολαιογράφου Πύργου Ηλείας ., νομίμως μεταγεγραμμένου.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των εναγομένων μέρος των δικαστικών εξόδων των εναγόντων, τα οποία ορίζει στο ποσό των τεσσάρων χιλιάδων τριακοσίων ευρώ [4.300,00 €].
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε με την ίδια σύνθεση στις 10 Ιανουαρίου 2023, και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πύργο, με διαφορετική σύνθεση, επειδή ο Πρόεδρος Πρωτοδικών Νικόλαος Νταής μετατέθηκε, αποτελούμενη από τους Πανωραία Σπανού, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Βασιλική Ρέππα, Λάμπρο Φλεβάρη, Πρωτοδίκες, και την ίδια Γραμματέα, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στον ίδιο τόπο, στις 10 Ιανουαρίου 2023.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ