Τέλος στην ταλαιπωρία των πολιτών και των επιχειρήσεων βάζει η ΑΑΔΕ μέσω της απλοποίησης των διαδικασιών και της μείωσης της γραφειοκρατίας. Σήμερα πολλές επιχειρήσεις με βεβαιωμένες οφειλές στην εφορία (δηλαδή τη δόση του φόρου εισοδήματος) δυσκολεύονται να εκδώσουν φορολογική ενημερότητα και πρέπει να γίνουν μια σειρά από διαδικασίες για να εκδοθεί η ενημερότητα. Ακόμα όμως και στην περίπτωση που ο φόρος αποπληρωθεί εφάπαξ μέσω τραπεζικού συστήματος, μέχρι να ενημερωθεί η εφορία περνάει διάστημα από 5 έως και 10 ημέρες. Στο διάστημα αυτό ο φορολογούμενος φαίνεται ληξιπρόθεσμος, ενώ αδυνατεί ταυτόχρονα να εκδώσει φορολογική ενημερότητα.
Η πρώτη και ουσιαστική κίνηση που κάνει η φορολογική διοίκηση είναι για τις βεβαιωμένες οφειλές προς την εφορία που πληρώνονται μέσω e-banking. Η ενημέρωση του λογαριασμού τους και της ΑΑΔΕ θα γίνεται εντός 5 λεπτών από την εκτέλεση της συναλλαγής. Ουσιαστικά, η φορολογική διοίκηση θα χρησιμοποιήσει το κανάλι άμεσων πληρωμών προς το Δημόσιο που ενεργοποιείται μετά την ένταξη της Τράπεζας της Ελλάδος στο πανευρωπαϊκό σύστημα “ΤΑRGET Instant Payment Settlement (TIPS)”.
Πρόκειται για μια υπηρεσία σχεδιασμένη από το Ευρωσύστημα, που επιτρέπει σε πιστωτικά ιδρύματα και παρόχους υπηρεσιών πληρωμών να προσφέρουν τη δυνατότητα μεταφοράς κεφαλαίων σε πραγματικό χρόνο καθ’ όλη τη διάρκεια του 24ώρου. Αυτό σημαίνει ότι φορολογούμενοι και επιχειρήσεις θα εξοφλούν τις υποχρεώσεις τους μέσω e-banking ή mobile banking και οι πληρωμές θα εμφανίζονται χωρίς καμία χρονική καθυστέρηση. Η εξέλιξη αυτή θα οδηγήσει στο να μπορούν να είναι άμεσα ενήμεροι οι φορολογούμενοι, γλιτώνοντας την ταλαιπωρία με τις υπηρεσίες και τις εφορίες.
Παράλληλα, η ΑΑΔΕ ήδη έχει βελτιώσει στους όρους χορήγησης της φορολογικής ενημερότητας για τους φορολογούμενους με ρυθμισμένες οφειλές προς την Εφορία. Συγκεκριμένα, “κουρεύονται” τα ποσά που θα παρακρατεί η Εφορία επί των χρημάτων που εισπράττουν οι φορολογούμενοι εφόσον πρόκειται για περιοδικές απαιτήσεις. Δηλαδή το νέο μέτρο ισχύει για συνεπείς οφειλέτες και αφορά μόνο την περιοδική είσπραξη χρημάτων για την οποία είναι υποχρεωτική η προσκόμιση αποδεικτικού ενημερότητας.
Με τη νέα ρύθμιση το ποσοστό παρακράτησης ορίζεται στο 10% ( ήταν έως 70%) επί του εισπραττόμενου ποσού, εφόσον το ποσό της ρυθμισμένης οφειλής που υπολείπεται (θα πρέπει να εξοφληθεί) δεν υπερβαίνει τα 20.000 ευρώ.
Εάν η συνολική εναπομένουσα ρυθμισμένη οφειλή είναι άνω των 20.000 ευρώ, τότε το ποσοστό που θα παρακρατείται από τα χρήματα θα πρέπει:
– Να αντιστοιχεί στην κάλυψη μίας δόσης της τηρούμενης ρύθμισης/ρυθμίσεων που έπονται της ημερομηνίας κατάθεσης του αιτήματος χορήγησης του αποδεικτικού ενημερότητας.
– Να ανέρχεται σε ποσοστό τουλάχιστον 10% του εισπραττόμενου ποσού, αλλά να μην υπερβαίνει το 30% αυτού.
Για τις υπόλοιπες περιπτώσεις είσπραξης χρημάτων ή μεταβίβασης ακινήτων με παρακράτηση για ρυθμισμένες οφειλές ισχύουν τα εξής:
1. Όταν εκδίδεται αποδεικτικό ενημερότητας για είσπραξη χρημάτων ή μεταβίβαση ακινήτου ή σύσταση εμπράγματου δικαιώματος επ’ αυτού εξ επαχθούς αιτίας και ο φορολογούμενος έχει οφειλές που έχουν υπαχθεί σε ρύθμιση, πέραν της προϋπόθεσης ενημερότητας του οφειλέτη σε ρύθμιση τμηματικής καταβολής, τίθεται υποχρεωτικά και όρος παρακράτησης μέρους της εισπραττόμενης απαίτησης, ο οποίος αναγράφεται επί του αποδεικτικού. Όρος παρακράτησης δεν τίθεται εάν το αποδεικτικό χορηγείται λόγω προσκόμισης εγγυητικής επιστολής.
2. Το ποσοστό της παρακράτησης ορίζεται από τον Προϊστάμενο της αρμόδιας για την επιδίωξη της είσπραξης των οφειλών υπηρεσίας εντός των ακόλουθων κατά περίπτωση ορίων:
– 10% επί του εισπραττόμενου ποσού όταν η αιτία χορήγησης του αποδεικτικού είναι η είσπραξη χρημάτων και έχει καταβληθεί μέσω της ρύθμισης συνολικό ποσό μεγαλύτερο του 70% της ρυθμισμένης οφειλής.
– 30% επί του εισπραττόμενου ποσού όταν η αιτία χορήγησης του αποδεικτικού είναι η είσπραξη χρημάτων και έχει καταβληθεί μέσω της ρύθμισης συνολικό ποσό άνω του 50% έως και 70% της ρυθμισμένης οφειλής.
– 50% επί του εισπραττόμενου ποσού όταν η αιτία χορήγησης του αποδεικτικού είναι η είσπραξη χρημάτων και έχει καταβληθεί μέσω της ρύθμισης συνολικό ποσό άνω του 30% έως και 50% της ρυθμισμένης οφειλής.
– 70% επί του εισπραττόμενου ποσού όταν η αιτία χορήγησης του αποδεικτικού είναι η είσπραξη χρημάτων και έχει καταβληθεί μέσω της ρύθμισης συνολικό ποσό έως και 30% της ρυθμισμένης οφειλής.
3. Το αρμόδιο όργανο δύναται, κατόπιν ειδικής αιτιολογίας, να αυξήσει έως και 20 ποσοστιαίες μονάδες τα ανωτέρω ποσοστά παρακράτησης, αξιολογώντας τη συνολική φορολογική εικόνα του οφειλέτη για τη διασφάλιση των συμφερόντων του Δημοσίου. Ειδικότερα, λαμβάνονται ιδίως υπόψη η συμπεριφορά του αιτούντα το αποδεικτικό ως προς την τήρηση των φορολογικών του υποχρεώσεων, το ύψος της ρυθμισμένης ληξιπρόθεσμης οφειλής και η εν γένει συμπεριφορά και συνέπεια του σε ρυθμίσεις τμηματικής καταβολής οφειλών του.
4. Τα ως άνω ποσοστά παρακράτησης πρέπει να αντιστοιχούν στην κάλυψη τουλάχιστον 2 δόσεων της τηρούμενης ρύθμισης/ρυθμίσεων που έπονται της ημερομηνίας κατάθεσης του αιτήματος χορήγησης του αποδεικτικού εφόσον οι εναπομένουσες δόσεις είναι έως και δώδεκα (12). Εάν οι εναπομένουσες δόσεις της τηρούμενης ρύθμισης/ρυθμίσεων είναι περισσότερες από 12, το ποσοστό παρακράτησης πρέπει να αντιστοιχεί στην κάλυψη τουλάχιστον 4 δόσεων της τηρούμενης ρύθμισης/ρυθμίσεων που έπονται της ημερομηνίας κατάθεσης του αιτήματος χορήγησης του αποδεικτικού.
5. Το ποσοστό παρακράτησης ανέρχεται σε 70% έως 100% όταν αιτία χορήγησης είναι η μεταβίβαση ακινήτου ή η σύσταση εμπράγματου δικαιώματος επ’ αυτού. Εφόσον η είσπραξη της οφειλής είναι διασφαλισμένη, το κατώτατο όριο παρακράτησης ορίζεται στο 50%.
6. Ειδικά στην περίπτωση που το αποδεικτικό ενημερότητας χορηγείται για τη μεταβίβαση ακινήτου ή τη σύσταση εμπράγματου δικαιώματος επ’ αυτού από επαχθή αιτία και δεν εξοφλούνται πλήρως οι ληξιπρόθεσμες οφειλές, ορίζεται ποσοστό παρακράτησης επί του τιμήματος, το οποίο υπολογίζεται επί της πραγματικής αξίας του ακινήτου, όχι όμως σε αξία μικρότερη από την αντικειμενική.
7. Το συνολικό ποσό της παρακράτησης δεν μπορεί να υπερβαίνει το σύνολο των ληξιπρόθεσμων οφειλών του φορολογούμενου, για τις οποίες εκδίδεται το αποδεικτικό ενημερότητας. Οι βεβαιωμένες ληξιπρόθεσμες οφειλές οι οποίες βρίσκονται σε αναστολή είσπραξης δύναται να παρακρατηθούν μόνο εάν ζητηθεί από τον οφειλέτη.
8. Για ληξιπρόθεσμες ρυθμισμένες οφειλές βεβαιωμένες σε περισσότερες από μία υπηρεσίες εκδίδεται από αυτή στην οποία έχει κατατεθεί η αίτηση ένα αποδεικτικό για όλες συνολικά τις οφειλές, εφόσον συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις χορήγησης, κατόπιν συνεννοήσεως των αρμόδιων για την επιδίωξη της είσπραξης υπηρεσιών.