.
Παράνομη ιδιοποίηση, από διευθύντρια υποκαταστήματος τραπεζικής εταιρίας, χρημάτων, που κατείχε λόγω της υπαλληλικής της ιδιότητας, μετερχόμενη ιδιαίτερα τεχνάσματα, με το αντικείμενο της πράξης ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Ηθική αυτουργία στη διάπραξη από άλλον της άδικης πράξης της πλαστογραφίας εγγράφων με χρήση, τελεσθείσας κατ εξακολούθηση. Θέση πλαστών υπογραφών σε εντάλματα πληρωμής.
Αριθμός: 81/2019
(Αριθ. Ειδ. Βιβλίου: ./2019)
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΕΦΕΤΩΝ ΠΑΤΡΩΝ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Οικονόμου, Πρόεδρο Εφετών, Ελένη Πρέντζα – Εισηγήτρια και Βασιλική Καρβέλα, Εφέτες.
Συνεδρίασε στο γραφείο των διασκέψεων στις 15 Απριλίου 2019 παρουσία και του Γραμματέως Δημητρίου Παπαπάνου.
Το Συμβούλιο καλείται να αποφανθεί για την ποινική υπόθεση στην οποία ο Αντεισαγγελέας Εφετών Πατρών Γεώργιος Μπισμπίκης, έχει υποβάλει την πρόταση του με αριθμό 38/2019 που έχει ως εξής:
«Εισάγω, ενώπιον του Συμβουλίου Σας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 32 παρ. 1, 4, 138 παρ. 2, 308 παρ. 1 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και 3 Ν. 4022/2011 την προκειμένη (με αριθμό ABM: ./3119) ποινική δικογραφία κατά των: 1) …, κατοίκου Ζακύνθου και ήδη κρατούμενης στο Κ.Κ. Θηβών κατόπιν καταδίκης της με την αριθ. 340/2017 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πατρών της σε ποινή ισοβίου καθείρξεως για τα εγκλήματα της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία κατ’ εξακολούθηση σε βάρος της τράπεζας . με την επιβαρυντική περίσταση του Ν. 1608/1950 κ.λπ., 2) …, κατοίκου Ζακύνθου, οδ. … και 3) …, κατοίκου . Ζακύνθου. Οι παραπάνω κατηγορούνται ως εξής: Η πρώτη εξ αυτών για : α) Υπεξαίρεση στην υπηρεσία κατ’ εξακολούθηση από υπαίτιο που μεταχειρίσθηκε ιδιαίτερα τεχνάσματα, με το αντικείμενο της πράξης να είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και συνολικά να υπερβαίνει το ποσό των 30.000 ευρώ, β) απάτη κατ’ επάγγελμα, κατά συνήθεια και κατ’ εξακολούθηση, εκ της οποίας επήλθε συνολική ζημία υπερβαίνουσα το ποσό των 30.000 ευρώ, πράξη ως προς την οποία η κυρία ανάκριση περατώθηκε με τυπική κλήση από τον ανακριτή, διότι εκρίθη ότι μόνο η υπό στοιχ. α’ αξιόποινη πράξη πραγματώθηκε από την κατηγορουμένη και γ) για ηθική αυτουργία σε πλαστογραφία κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια, κατ’ εξακολούθηση τελεσθείσα, η συνολική ζημία εκ της οποίας υπερβαίνει το ποσό των 30.000 ευρώ. Ο δεύτερος για : α) πλαστογραφία κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια, κατ’ εξακολούθηση τελεσθείσα, η συνολική ζημία εκ της οποίας υπερβαίνει το ποσό των 30.000 ευρώ και β) άμεση συνεργεία στην υπό στοιχ. α’ αξιόποινη πράξη της πρώτης κατηγορουμένη. Ο τρίτος τέλος κατηγορείται για τις αυτές αξιόποινες πράξεις, όπως ο δεύτερος συγκατηγορούμενός του, όμως η κυρία ανάκριση ως προς αυτόν περατώθηκε με τυπική κλήση, είτε γιατί η αξιόποινη πράξη της πλαστογραφίας αξιολογήθηκε από τον Ανακριτή αναφορικά με τον συγκεκριμένο κατηγορούμενο ως πλημμεληματικού χαρακτήρα είτε γιατί δεν προέκυψαν ενδείξεις ενοχής του για την άμεση συνεργεία αυτού στην κακουργηματικού χαρακτήρα υπεξαίρεση στην υπηρεσία, που αποδίδεται στην πρώτη συγκατηγορούμενή του, ήτοι οι κατηγορούμενοι κατηγορούνται για παράβαση των άρθρων 1, 14, 27 παρ. 1, 46 παρ. 1Α και β, 51, 52, 94 παρ. 1, 98 παρ. 2, 216 παρ. 3β-2, 258 εδ. γ περ. α, 263Α ΠΚ, σε συνδ. με αρθρ. 1β, 2,3 του Ν. 4022/2011 και άρθρ. 386 παρ. 3α-1 του ΠΚ. Η κατηγορία που αποδίδεται εν πρώτοις στην κατηγορουμένη, … συνίσταται στο ότι όντας υπάλληλος και συγκεκριμένα διευθύντρια του υποκαταστήματος Ζακύνθου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «Τράπεζα . ΑΕ», ιδιοποιήθηκε παράνομα χρήματα που τα κατείχε λόγω της ως άνω υπαλληλικής της ιδιότητας, μεταχειρίστηκε δε κατά την τέλεση της παράνομης ιδιοποίησης των χρημάτων ιδιαίτερα τεχνάσματα, ενώ το αντικείμενο της πράξης της αυτής είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, συνολικά ανώτερης των 30.000,00 ευρώ. Ειδικότερα, στους παρακάτω τόπο και χρόνους, εκμεταλλευόμενη την ανωτέρω θέση της προέβη με διάφορες μεθοδεύσεις και ιδιαίτερα τεχνάσματα σε σταδιακή ιδιοποίηση μέρους των χρημάτων που υπήρχαν στον υπ’ αριθ. … λογαριασμό, που τηρούνταν στην εν λόγω τράπεζα με δικαιούχους την …, τον σύζυγο αυτής, … και τον υιό της, …, ήτοι λοιπόν παράνομα ιδιοποιήθηκε : [α] την 15η.7.2004 το χρηματικό ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000,00) ευρώ, [β] την 10η.9.2004 το χρηματικό ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000,00) ευρώ, [γ] την 19η.10.2004 το χρηματικό ποσό των έντεκα χιλιάδων (11.000,00) ευρώ, και [δ] την 26η.4.2006 το χρηματικό ποσό των τριάντα μία χιλιάδων (31.000,00) ευρώ και συνολικά ιδιοποιήθηκε παράνομα το χρηματικό ποσό των εκατόν δύο (102.000,00) ευρώ. Οι δεύτερος δε και τρίτος κατηγορούνται ότι ως υφιστάμενοι της πρώτης έλαβαν από αυτήν εντολή να καταρτίσουν πλαστά παραστατικά αναλήψεων από την δικαιούχο … του ποσού των 30.000 δύο φορές και του ποσού των 11.000 ευρώ και συνολικά του ποσού των 71.000 ευρώ θέτοντας επ’ αυτών, κατ’ απομίμηση, την υπογραφή της τελευταίας, ώστε να εμφανίζεται ότι αυτή πραγματοποίησε τις ανωτέρω αναλήψεις και συγκεκριμένα φέρονται αυτοί ότι κατάρτισαν ο μεν δεύτερος εξ αυτών τα αριθ. . και . εντάλματα πληρωμής, ο δε τρίτος το με αριθ. . όμοιο παραστατικό παρέχοντας με αυτόν τον τρόπο άμεση συνδρομή στην συγκατηγορουμένη τους κατά την παράνομη ιδιοποίηση του ανωτέρω συνολικού ποσού. Κατόπιν των ανωτέρω εκθέτω τα ακόλουθα:
Κατά το άρθρο 1 του Ν. 4022/2011 «Οι διατάξεις του νόμου αυτού εφαρμόζονται για: α) κακουργήματα τα οποία δεν υπάγονται στις ρυθμίσεις της παρ. 1 του άρθρου 86 του Συντ. και διαπράττουν υπουργοί ή υφυπουργοί, καθώς και κακουργήματα που διαπράττουν βουλευτές, κατά τη διάρκεια της θητείας τους, ακόμη και αν οι υπαίτιοι έχουν παύσει να φέρουν την ιδιότητα αυτή, εφόσον αυτά υπάγονται στην καθʼ ύλην αρμοδιότητα του τριμελούς εφετείου, β) κακουργήματα τα οποία διαπράττουν, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους ή επωφελούμενοι από την ιδιότητα τους, γενικοί και ειδικοί γραμματείς Υπουργείων, διοικητές, υποδιοικητές ή πρόεδροι διοικητικών συμβουλίων ή διευθύνοντες ή εντεταλμένοι σύμβουλοι νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, δημοσίων επιχειρήσεων, δημοσίων οργανισμών και νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου τη διοίκηση των οποίων ορίζει άμεσα ή έμμεσα το κράτος, αιρετά μονοπρόσωπα όργανα των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, καθώς και υπάλληλοι κατά την έννοια των άρθρων 13α και 263Α ΠΚ, εφόσον αυτά υπάγονται στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του τριμελούς εφετείου και γ) κακουργήματα ιδιαίτερα μεγάλου κοινωνικού ενδιαφέροντος ή μείζονος δημοσίου συμφέροντος, εφόσον υπάγονται στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του τριμελούς εφετείου, ο δε χαρακτηρισμός της υπόθεσης ως ιδιαίτερα μεγάλου κοινωνικού ενδιαφέροντος ή μείζονος δημοσίου συμφέροντος γίνεται με πράξη από τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ενώ κατά το άρθρο 3 του ίδιου νόμου «Στα εγκλήματα που προβλέπονται στο άρθρο 1, η περάτωση της κύριας ανάκρισης κηρύσσεται από το συμβούλιο των εφετών με βούλευμα. Για το σκοπό αυτό η δικογραφία διαβιβάζεται αμέσως μετά την τελευταία ανακριτική πράξη στον εισαγγελέα εφετών, ο οποίος, μέσα σε προθεσμία ενός μήνα, την εισάγει με πρόταση του στο συμβούλιο εφετών, το οποίο, μέσα σε προθεσμία ενός μήνα, αποφαίνεται αμετακλήτως, είτε να μη γίνει κατηγορία είτε εκδίδοντας παραπεμπτικό βούλευμα, ακόμη και για τα συναφή πλημμελήματα ή κακουργήματα, ανεξαρτήτως της βαρύτητας των τελευταίων ή εάν για αυτά προβλέπεται διαφορετικός τρόπος περάτωσης της ανάκρισης, και όταν από την έρευνα της ουσίας της υπόθεσης κρίνει ότι δεν θεμελιώνεται προβλεπόμενο από το άρθρο 1 έγκλημα». Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 258 ΠΚ. όπως ισχύει μετά την τροποποίηση του με το άρθρο 25 του ν. 4055/2012 υπάλληλος ο οποίος παράνομα ιδιοποιείται χρήματα ή άλλα κινητά πράγματα που τα έλαβε ή τα κατέχει λόγω αυτής της ιδιότητας του, και αν ακόμα δεν ήταν αρμόδιος γι’ αυτό, τιμωρείται: α) με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών, β) αν το αντικείμενο της πράξης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών, γ) με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. αν : αα) ο υπαίτιος μεταχειρίστηκε ιδιαίτερα τεχνάσματα και το αντικείμενο της πράξης είναι ιδιαίτερα μεγάλη: αξίας συνολικά ανώτερης των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ ή ββ)το αντικείμενο της πράξης έχει αξία μεγαλύτερη των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία, το οποίο περιλαμβάνει την αντικειμενική υπόσταση της υπεξαίρεσης του άρθρου 375 παρ. 1 ΠΚ με επαύξηση της ποινής, απαιτείται: α) πράξη παράνομης ιδιοποίησης ξένων κινητών πραγμάτων ή χρημάτων, δηλαδή πραγμάτων ή χρημάτων των οποίων η κυριότητα, όπως αυτή νοείται στο αστικό δίκαιο, ανήκει (πλήρως ή εν μέρει) σε τρίτα πρόσωπα, β) ιδιότητα του δράστη ως υπαλλήλου, κατά την έννοια του άρθρου 13 περ. α’ ΠΚ, όπως αυτή διευρύνεται με το άρθρο 263α ΠΚ και γ) ο υπάλληλος να έλαβε ή να κατέχει τα κινητά πράγματα ή τα χρήματα υπό την υπαλληλική του ιδιότητα, άσχετα αν ήταν αρμόδιος ή όχι γι’ αυτό. Ιδιοποίηση αποτελεί κάθε ενεργεία ή παράλειψη του δράστη, η οποία εκδηλώνει τη θέληση του να εξουσιάζει και να διαθέτει το πράγμα σαν να είναι κύριος αυτού. Υποκειμενικά απαιτείται η ύπαρξη δόλου, ο οποίος ενέχει τη γνώση του δράστη ότι το πράγμα ή τα χρήματα είναι ξένα (πλήρως ή εν μέρει) ως προς αυτόν και ότι τα έλαβε ή τα κατέχει υπό την υπαλληλική του ιδιότητα, καθώς και τη θέληση να τα ιδιοποιηθεί παράνομα, δηλαδή χωρίς τη συγκατάθεση του ιδιοκτήτη ή χωρίς άλλο δικαίωμα που παρέχεται σ’ αυτόν (δράστη) από τον νόμο, ενώ δεν αρκεί η ύπαρξη ενδεχόμενου δόλου (ΑΠ αριθμός 1311/2016, ΝΟΜΟΣ). Ακόμη, για τη στοιχειοθέτηση της πλαστογραφίας, κατ’ άρθρο 216 παρ. 1 ΠΚ, που αποβλέπει στην προστασία της ασφάλειας και της ακεραιότητας των εγγράφων συναλλαγών, απαιτείται αντικειμενικά είτε η εξ υπαρχής κατάρτιση εγγράφου (κατασκευή) από τον αυτουργό, που το εμφανίζει ότι καταρτίστηκε από άλλον ή η νόθευση γνήσιου εγγράφου, δηλαδή η αλλοίωση της εννοίας του περιεχομένου του, η οποία μπορεί να γίνει με την προσθήκη ή εξάλειψη ή και με τα δύο, λέξεων, αριθμών ή σημείων, για την υποκειμενική δε θεμελίωση του, απαιτείται δόλος, που περιλαμβάνει τη γνώση, έστω και με την έννοια της αμφιβολίας, των πραγματικών περιστατικών που απαρτίζουν την πράξη και τη θέληση ή αποδοχή πραγματώσεως των περιστατικών αυτών και επί πλέον το σκοπό του δράστη (υπερχειλή δόλο), ηθελημένη ενέργεια να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, οι οποίες αναφέρονται στην παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή, μεταβίβαση ή κατάργηση δικαιώματος ή έννομης σχέσης δημόσιας ή ιδιωτικής φύσης, ενώ είναι αδιάφορο αν η παραπλάνηση και ο σκοπός αυτός επιτεύχθηκε. Ειδικότερα ως κατάρτιση πλαστού νοείται η από την αρχή σύνθεση εγγράφου, που δεν υπήρχε προηγουμένως, από τον δράστη, που με την πράξη του αυτή εμφανίζει το έγγραφο ως προερχόμενο από άλλο πρόσωπο, το οποίο μπορεί να είναι και φανταστικό, ανύπαρκτο ή πεθαμένο, αρκεί από το περιεχόμενο του εγγράφου να προκύπτει το πρόσωπο του φερόμενου ως εκδότη του, είτε άμεσα, είτε έμμεσα βάσει του νόμου, της συνήθειας ή της συμφωνίας των μερών, και ως χρήση του νοείται το να καταστήσει ο δράστης αυτό προσιτό σε τρίτον του οποίου σκοπείται η παραπλάνηση (ΑΠ Ολ 3/2008 ΠοινΧρ ΝΗ’, 404, 35/2008(1) ΠοινΧρ ΝΗ’, 835, 2247/2008(Σ) ΠραξΛογΠΔ 2008, 764, 1306/2010 ΠραξΛογΠΔ2010, 396, 1141/2011 ΠοινΧρ ΞΒ’, 421, 1712/2011(Σ) ΠοινΧρ ΞΒ’, 515, 172/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 1380/2012 ΠοινΧρ ΞΓ’, 465, 652/2013 ΠοινΧρ 2014, 113, 738/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 64/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 128/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Περαιτέρω για τη θεμελίωση της, κατʼ άρθρο 216 παρ. 3α-1 ΠΚ, κακουργηματικής λόγω ποσού (άνω των 120.000 ευρώ, με το άρθρο 25 παρ. 1β’ Ν 4055/2012) πλαστογραφίας που στοιχειοθετείται, εφόσον σκοπείται ή επέρχεται σε τρίτον περιουσιακή βλάβη ή όφελος με την τέλεση της πλαστογραφίας, δεν είναι αναγκαίο η περιουσιακή μετακίνηση να είναι άμεσα συνδεδεμένη με την πλαστογραφία, με την έννοια ότι θα πρέπει να επέρχεται ευθέως και αμέσως διά μόνης της υλικής πράξης της κατάρτισης ή νόθευσης εγγράφου. Αρκεί ότι το όφελος ή η περιουσιακή ζημία έχουν ενταχθεί στον επιδιωκόμενο σκοπό και στο εν γένει με την πλαστογραφία παραπλανητικό σχέδιο του δράστη και με την κατάρτιση του πλαστού εγγράφου διαμορφώνονται οι όροι και οι προϋποθέσεις για να υπάρξει στη συνέχεια η δυνατότητα, έστω και με την παρεμβολή άλλων ενεργειών του δράστη, χρονικώς επομένων της καταρτίσεως του πλαστού εγγράφου, να επέλθει το σκοπηθέν όφελος ή η περιουσιακή ζημία. Οι τυχόν επιπρόσθετες και επόμενες ενέργειες του δράστη δεν αναιρούν το πρόσφορο της πλαστογραφίας να επιφέρει το περιουσιακό όφελος ή την περιουσιακή ζημία, την οποία επιδιώκει ο δράστης, αφού, κατά την έννοια της ερμηνευομένης διατάξεως, για τη θεμελίωση του αξιοποίνου ο νόμος απέβλεπε όχι στην αμεσότητα της ενέργειας του δράστη σε σχέση με το αποτέλεσμα της περιουσιακής βλάβης ή του οφέλους, αλλά στην αμεσότητα του κινδύνου, τον οποίο έχει αυτή καθ’ εαυτή η υλική πράξη της πλαστογραφίας, έστω και αν πρέπει να ακολουθήσει ενδεχομένως και περαιτέρω ενέργεια αυτού, η οποία ουσιαστικώς ενεργοποιεί τον κίνδυνο της επελεύσεως του οφέλους ή της βλάβης. Σχετικά, τέλος, συνηγορεί και το γεγονός ότι στην πλαστογραφία με οποιαδήποτε μορφή (κατάρτιση πλαστού ή νόθευση γνησίου εγγράφου) η διαβάθμιση του αξιοποίνου της διαπλάσσεται στο νόμο ως έγκλημα σκοπού και με αυτήν, διαμέσου της συστηματικής ένταξης της στο κεφάλαιο του ΠΚ που περιέχει τα εγκλήματα περί τα υπομνήματα, σκοπείται η ασφάλεια και η ακεραιότητα των εγγράφων συναλλαγών και όχι των περιουσιακών δικαίων. Ως περιουσιακό όφελος νοείται η βελτίωση της περιουσιακής κατάστασης του δράστη ή άλλου υπέρ του οποίου ενεργεί, η οποία επέρχεται με την αύξηση της οικονομικής αξίας της περιουσίας του ωφελούμενου ή προσπόριση άλλων ωφελημάτων οικονομικού χαρακτήρα ή με την αποσόβηση της μειώσεως της περιουσίας του με βλάβη άλλου, η οποία από μόνη της αρκεί για τη θεμελίωση της πλαστογραφίας, αν το όφελος ή η βλάβη υπερβαίνουν τα 120.000 ευρώ ή τα 150.000 ευρώ σε περίπτωση εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 1 παρ. 1 Ν. 1608/1950. Αμέσως ζημιούμενος από το έγκλημα της πλαστογραφίας δεν είναι μόνο εκείνος του οποίου πλαστογραφήθηκε η υπογραφή ή νοθεύτηκε το έγγραφο του οποίου είναι εκδότης, αλλά και όποιος ζημιώνεται αμέσως από τη χρήση του (ΑΠ 1034/2007 ΠοινΧρ ΝΖ’, 694, 3/2008 (Ολομ) ΠοινΧρ ΝΖ 404, 2247/2008(Σ) ΠοινΧρ ΝΘ’, 128, 1913/2010(1) ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 2075/2010 ΠραξΛογΠΔ 2011 78, 461/2011 ΠοινΧρ ΞΒ’, 102, 817/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 1627/2011(1) ΠοινΔικ 2013 488, 1712/2011(Σ) ΠοινΧρ ΞΒ’, 515, 131/2013 ΠοινΧρ ΞΔ’, 185, 303/2013 ΠοινΧρ ΞΔ’, 30, 41/2014 ΠοινΧρ ΞΕ’, 129). Εξάλλου για τη θεμελίωση του εγκλήματος της χρήσης πλαστού εγγράφου απαιτείται αντικειμενικά ενέργεια του δράστη με την οποία αυτός επιτυγχάνει να καταστήσει το πλαστό ή νοθευμένο έγγραφο προσιτό σε τρίτον, του οποίου και επιδιώκει την παραπλάνηση και υποκειμενικά δόλος, που συνίσταται στο ηθελημένο της ενέργειας αυτής του δράστη και στη γνώση του ότι το χρησιμοποιηθέν έγγραφο είναι πλαστό ή νοθευμένο, καθώς και σκοπός του υπαιτίου να παραπλανήσει με τη χρήση του εγγράφου αυτού άλλον για γεγονός που έχει έννομες συνέπειες, ασχέτως αν επιτεύχθηκε ή όχι η παραπλάνηση (ΑΠ 415/2007 ΠοινΧρ ΝΗ’, 66, 1541/2007 ΠραξΛογΠΔ 2007, 674. 1536/2008 ΠραξΛογΠΔ 2009, 138, 269/2010 ΠραξΛογΠΔ 2010, 399, 2041/2010 ΠραξΛογΠΔ 2011, 73, 172/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 393/2013 ΠοινΧρ ΞΔ’, 375). Επίσης, από τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 Π.Κ. προκύπτει, ότι για την στοιχειοθέτηση του υπαλλακτικώς μικτού εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, όχι δε πραγμάτωση του οφέλους αυτού, β) η εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή η αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανάται κάποιος και πείθεται να προβεί σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή και γ) βλάβη ξένης κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες και παραλείψεις του δράστη, χωρίς να απαιτείται ταυτότητα παραπλανηθέντος και ζημιωθέντος [Α.Π. 471/2008, Ποιν. Χρ. ΝΘ’ 153, Α.Π. 407/2008, Ποιν. Χρ. ΝΘΊ39, Α.Π. 211/2008, Ποιν. Χρ. ΝΘ’38, Α.Π. 1636/2006, Ποιν. Χρ. ΝΖ’ 734, Α.Π. 1394/2006, Ποιν. Χρ. ΝΖ’ 621, Α.Π. 1167/2006, Ποιν. Χρ. ΝΖ’ 428, Α.Π. 2203/2006, Ποιν. Χρ. ΝΖ’ 209]. Υποκειμενικώς απαιτείται ο δράστης να γνωρίζει τα ουσιαστικά περιστατικά της πράξης αυτής, δηλαδή τα ανωτέρω στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος και να θέλει να τα παραγάγει]. Η απάτη προσλαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα και ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών αν, μεταξύ άλλων περιπτώσεων, το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει το ποσό των 73.000 και ήδη των 120.000 ευρώ [παρ. 3 άρθρου 386 του Π.Κ.].
Εξάλλου, από την διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1 εδ. β’ του Π.Κ. με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται, όποιος με πρόθεση παρέσχε άμεση συνδρομή στο δράστη κατά τη διάρκεια της πράξεως και στην εκτέλεση της κυρίας πράξεως. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση της άμεσης συνέργειας στην πράξη της απάτης απαιτείται: α) ο άμεσος συνεργός να έχει άμεσο δόλο, ήτοι να γνωρίζει το εγκληματικό σχέδιο του αυτουργού, β) να θέλει να βοηθήσει στην υλοποίηση του, γ) να βοηθά τον αυτουργό στην πραγμάτωση της εν προκειμένω της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία κατά την εκτέλεση και διάρκεια αυτής και δ) χωρίς τη δική του συνδρομή η τέλεση της ανωτέρω πράξης, κάτω από τις περιστάσεις που έχει διαπραχθεί να μην ήταν με βεβαιότητα δυνατή, δηλαδή η συμβολή του να ήταν αποφασιστική. Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1 περ. α’ του Π.Κ. με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται και όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε”. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται, ότι για την ύπαρξη ηθικής αυτουργίας, απαιτείται να συντρέχουν αντικειμενικώς μεν: α) πρόκληση από τον ηθικό αυτουργό σε άλλον της αποφάσεως να διαπράξει ορισμένη αξιόποινη πράξη, η πρόκληση δε αυτή μπορεί να γίνει με οποιονδήποτε τρόπο και μέσο, όπως με συμβουλές, υπόσχεση ή χορήγηση αμοιβής, παραινέσεις, προτροπές (παρακίνηση, παρόρμηση, ενθάρρυνση), πειθώ, φορτικότητα, πίεση, απειλή, εκμετάλλευση οποιασδήποτε πλάνης, πραγματικής ή νομικής ή περί τα παραγωγικά αίτια της βουλήσεως, με τη διέγερση μίσους κατά του θύματος, με την επιβολή λόγω υπηρεσιακής ή άλλης εξαρτήσεως ή την επιρροή προσώπου λόγω της ιδιότητας και της θέσεως του ή και της σχέσεως του με το φυσικό αυτουργό κ.λπ. και β) η διάπραξη από τον άλλον (αυτουργό) της πράξεως αυτής, υποκειμενικώς δε δόλος του ηθικού αυτουργού, δηλαδή ηθελημένη πρόκληση της αποφάσεως για τη διάπραξη από τον άλλο της αντικειμενικής υποστάσεως ορισμένου εγκλήματος με τη γνώση και θέληση ή αποδοχή της συγκεκριμένης εγκληματικής πράξεως χωρίς να είναι αναγκαίος ο καθορισμός της πράξεως αυτής μέχρι λεπτομερειών, αρκεί δε και ενδεχόμενος δόλος, εκτός αν για την υποκειμενική θεμελίωση του οικείου εγκλήματος απαιτείται άμεσος ή υπερχειλής δόλος, οπότε ο δόλος αυτός πρέπει να συντρέχει και στο πρόσωπο του ηθικού αυτουργού. Από τον συνδυασμό δε των διατάξεων των άρθρων 46, 47 και 48 του Π.Κ. και ιδίως από τη διάταξη 48 του εν λόγω Κώδικα, με την οποία καθιερώνεται το ανεξάρτητο του αξιοποίνου του ηθικού αυτουργού και των λοιπών συνεργών από το αξιόποινο του εκτελέσαντος την πράξη, προκύπτει, ότι για την ύπαρξη ηθικής αυτουργίας αρκεί να στοιχειοθετείται η αντικειμενική υπόσταση ορισμένου εγκλήματος, δηλαδή πράξεως, για την οποία δεν συντρέχει κάποιος λόγος, που αποκλείει τον άδικο χαρακτήρα αυτής, χωρίς να εξετάζεται, αν ο αυτουργός είναι ικανός προς καταλογισμό, αν πράττει εκ δόλου ή, αν συντρέχει ως προς αυτόν λόγος, που να αποκλείει τον καταλογισμό. Από αυτά παρέπεται, ότι το αξιόποινο, ως προς τον ηθικό αυτουργό, είναι ανεξάρτητο από το αξιόποινο του αυτουργού, αρκεί να στοιχειοθετείται η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος, ενώ, μη υφισταμένου αντικειμενικώς του εγκλήματος, δεν μπορεί να γίνει λόγος για ηθική αυτουργία στην πράξη αυτή, λόγω του παρακολουθηματικού χαρακτήρα της ηθικής αυτουργίας (Α.Π. 300/2017). Τέλος, κατ’ αρθρ. 98 ΠΚ «παρ. 1 αν περισσότερες από μία πράξεις του ίδιου προσώπου συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, το δικαστήριο μπορεί, αντί να εφαρμόσει τη διάταξη του άρθρου 94 παρ. 1, να επιβάλει μία και μόνο ποινή. Για την επιμέτρησή της το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη το όλο περιεχόμενο των μερικότερων πράξεων. “2. Η αξία του αντικειμένου της πράξεως και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ’ εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος λαμβάνονται συνολικά υπόψη αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό. Στις περιπτώσεις αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως προσδιορίζεται με βάση τη συνολική αξία του αντικειμένου και τη συνολική περιουσιακή βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος που ανάλογα με το έγκλημα επήλθε ή σκοπήθηκε.”
Από το αποδεικτικό υλικό της δικογραφίας και συγκεκριμένα από τις καταθέσεις των μαρτύρων, τα έγγραφα και τις απολογίες των κατηγορουμένων προέκυψαν τα παρακάτω: Η εγκαλούσα, … γνώριζε από παλαιότερα, την κατηγορουμένη, …, ήτοι από το έτος 1996, όταν δηλαδή η τελευταία ήταν ακόμη υπάλληλος στο υποκατάστημα της τράπεζας με την ονομασία . BANK στην Ζάκυνθο, όπου η πρώτη διατηρούσε τραπεζικό λογαριασμό και αυτή την εξυπηρετούσε αναφορικά με τις τραπεζικές υπηρεσίες, που η εγκαλούσα χρησιμοποιούσε για την αξιοποίηση των καταθέσεων της στην τράπεζα αυτή. Στην συνέχεια, και όταν η πρώτη κατηγορουμένη διέκοψε την επαγγελματική της συνεργασία με την προαναφερθείσα τράπεζα και προσελήφθη στην τράπεζα . με ανάθεση σ’ αυτήν του έργου της διευθύνσεως του υποκαταστήματος της στην Ζάκυνθο, η εγκαλούσα παρακινήθηκε από την κατηγορουμένη να μεταφέρει τις αποταμιεύσεις της από την τράπεζα . BANK στο υποκατάστημα, που αυτή πλέον διηύθυνε στην Ζάκυνθο και να τις επενδύσει σε επενδυτικά προϊόντα, όπως προθεσμιακές καταθέσεις, αμοιβαία κεφάλαια κ.λπ., διαβεβαιώνοντας την συγχρόνως ότι θα τύχαιναν ευνοϊκότερης απόδοσης τα κεφάλαια που θα κατέθετε σε λογαριασμό του υποκαταστήματος αυτού. Ακολουθώντας τις συμβουλές αυτές της κατηγορουμένης η εγκαλούσα πράγματι μετέφερε την 14-7-2003 στο υποκατάστημα της . τις αποταμιεύσεις της, που ανέρχονταν στο ποσό των 111.800,00 ευρώ και τις κατέθεσε στον αριθ. … λογαριασμό ταμιευτηρίου επ’ όνοματί της ορίζοντας όμως και συνδικαιούχους τον σύζυγο της, … και τον υιό της, …. Στην συνέχεια, και σύμφωνα με τις υποδείξεις της κατηγορουμένης, επένδυσε το ανωτέρω ποσό ως εξής: α) Τοποθέτησε ποσό, 55.900 ευρώ με αντίστοιχη ισόποση ανάληψη αυτού από τον ανωτέρω λογαριασμό ταμιευτηρίου σε εξάμηνη προθεσμιακή κατάθεση με έναρξη την 17-7-2003 και λήξη την 14-1-2004, έλαβε δε και την αριθ. … απόδειξη – προθεσμιακής κατάθεσης και β) τοποθέτησε ποσό 55.900 ευρώ με αντίστοιχη ισόποση ανάληψη αυτού πάντα από τον λογαριασμό ταμιευτηρίου σε αμοιβαία κεφάλαια της ING . ΑΕΠΕΥ και ειδικότερα εκ του ανωτέρω ποσού τοποθέτησε 5.900 ευρώ στο Α/Κ ING FUND EUMIX BOND, ποσό 11.000 ευρώ στο Α/Κ ING RENTA FUND EYROCREDIT και ποσό 39.000 ευρώ στο Α/Κ ING INDEX LIKKED FUND PROTECTED MIX 90. Επίσης για την τοποθέτηση του προαναφερομένου ποσού η κατηγορουμένη χορήγησε στην εγκαλούσα αντίγραφο της αίτησης συμμετοχής. Μετά την ως άνω τοποθέτηση των χρημάτων της στα επενδυτικά προϊόντα της τράπεζας . η εγκαλούσα, επειδή δεν ήταν μόνιμη κάτοικος Ζακύνθου, την οποία όμως επισκεπτόταν ιδίως τους θερινούς μήνες λόγω της καταγωγής της από το νησί και της υπάρξεως περιουσιακών στοιχείων της σ’ αυτό, συμφώνησε με την κατηγορουμένη να την ενημερώνει τηλεφωνικά για τις ανανεώσεις της προθεσμιακής της κατάθεσης ή για την τυχόν μετατροπή ή εξαγορά των μεριδίων του αμοιβαίου κεφαλαίου, να της παραδίδει δε τα σχετικά παραστατικά (: εντάλματα είσπραξης, πληρωμής, αποδείξεις προθεσμιακών καταθέσεων κ.λπ.), όποτε αυτή το ζητούσε. Στο πλαίσιο λοιπόν αυτής της συμφωνίας τους η κατηγορουμένη, όταν έληξε την 14-1-2004 η προθεσμιακή κατάθεση της εγκαλούσας και πιστώθηκε ο λογαριασμός της τελευταίας με το ανωτέρω ποσό της προθεσμιακής συν το ποσό των τόκων, οπότε το συνολικό ποσό του λογαριασμού της ανήλθε μαζί με το ήδη υπάρχον υπόλοιπο αυτού (856,61 ευρώ) στις 57.545,89 ευρώ, συνεννοήθηκε τηλεφωνικά με την εγκαλούσα για την επανεπένδυση τμήματος του ανωτέρω ποσού σε τρίμηνη προθεσμιακή κατάθεση. Έτσι την 27-1-2004 η κατηγορουμένη έλαβε εντολή από την εγκαλούσα να αναλάβει από το υπάρχον ως άνω ποσό του λογαριασμού της ποσό, 30.000 ευρώ και να το τοποθετήσει σε τρίμηνη αυτήν την φορά προθεσμιακή κατάθεση, η οποία θα έληγε την 27-4-2004. Μόλις έληξε και η προθεσμιακή αυτή κατάθεση πάλι έλαβε η κατηγορουμένη τηλεφωνική εντολή από την εγκαλούσα να τοποθετήσει το ίδιο ποσό σε νέα τρίμηνη προθεσμιακή κατάθεση. Ενώ λοιπόν η προθεσμιακή αυτή κατάθεση έπρεπε να λήξει κατά την συμφωνία τους την 27-7-2004 και να πιστωθεί ο λογαριασμός της εγκαλούσας με το ποσό αυτής συν το ποσό των τόκων, την 15-7-2004 και περί ώρα 14.52, ήτοι σε ώρα εκτός των διεξαγωγής συναλλαγών, γίνεται κατάθεση ποσού, 30.000 ευρώ στον λογαριασμό της εγκαλούσας με ανυπόγραφη πράξη από τον ταμία με τον κωδικό …, αφού προηγήθηκε από την κατηγορουμένη η αυθαίρετη διακοπή της προαναφερομένης προθεσμιακής καταθέσεως πριν την λήξη αυτής. Στη συνέχεια, την αυτήν πάντα ημεροχρονολογία και περί ώρα 15.08, ήτοι ώρα που δεν διεξάγονται συναλλαγές με το κοινό, από το ίδιο ταμείο προκύπτει ότι έλαβε χώρα ακύρωση της παραπάνω καταθέσεως των 30.000 ευρώ, που ήδη είχαν πιστωθεί στον λογαριασμό της εγκαλούσας, όπως προελέχθη, και ακολούθως φέρεται να γίνεται ανάληψη από την εγκαλούσα με το αριθ. . ένταλμα πληρωμής του ποσού των 30.000 ευρώ, το οποίο ένταλμα πληρωμής έφερε δήθεν την υπογραφή της εγκαλούσας, η οποία φυσικά ήταν απούσα από την Ζάκυνθο και δεν είχε δώσει στην κατηγορουμένη οποιαδήποτε εντολή να αναλάβει το παραπάνω ποσό. Έτσι λοιπόν η εγκαλούσα έμενε με την εντύπωση ότι η προθεσμιακή της κατάθεση ήταν ενεργός, ότι θα έληγε κατά την συμφωνηθείσα με την κατηγορουμένη ημεροχρονολογία, ήτοι την 27-7-2004 κι ότι το ποσό των χρημάτων της στον λογαριασμό ταμιευτηρίου που διατηρούσε ανερχόταν στις 27.797,53 ευρώ. Στην συνέχεια η εγκαλούσα κατέθεσε την 10-9-2004 στον λογαριασμό της ποσό 3000 ευρώ κι έτσι το πιστωτικό υπόλοιπο του λογαριασμού της ανερχόταν πλέον στις 30.797,53 ευρώ. Την ίδια όμως ως άνω ημεροχρονολογία η κατηγορουμένη χωρίς την συγκατάθεση της εγκαλούσας πάλι αναλαμβάνει από τον λογαριασμό της τελευταίας το ποσό των 30.000 ευρώ, αφού πριν πλαστογραφήθηκε η υπογραφή της επί του εντάλματος πληρωμής, ώστε να εμφανίζεται ότι η ανάληψη του ανωτέρω ποσού έγινε από την ίδια την εγκαλούσα κι έτσι στον λογαριασμό της τελευταίας απέμεινε το ποσό των 797,53 ευρώ. Συνολικά λοιπόν η κατηγορουμένη κατά τις ανωτέρω ημεροχρονολογίες ανέλαβε από τον λογαριασμό της εγκαλούσας εν αγνοία της και παρά την εντολή της να την ενημερώνει πριν από κάθε επανεπένδυση των χρημάτων της το συνολικό ποσό των 60.000 ευρώ, το οποίο παράνομα ιδιοποιήθηκε. Προκειμένου δε να φαίνεται ότι τα χρήματα αναλάμβανε από τον λογαριασμό της η ίδια η εγκαλούσα εξεδίδοντο τα σχετικά εντάλματα πληρωμής με την θέση επ’ αυτών, κατ’ απομίμηση, της υπογραφής της εγκαλούσας. Μάλιστα, επειδή η κατηγορουμένη φοβόταν το ενδεχόμενο να αποκαλυφθεί αυτή η εγκληματική της δραστηριότητα από την εγκαλούσα, αν η τελευταία προέβαινε σε έλεγχο των κινήσεων του λογαριασμού της, επικοινώνησε μαζί της τηλεφωνικά, μετά από αυτά, και την έπεισε να συναινέσει σε επένδυση του ποσού των 60.000 ευρώ σε νέα προθεσμιακή κατάθεση συντηρώντας έτσι την πίστη της εγκαλούσας ότι όλα έβαιναν καλώς και προς το συμφέρον της. Ακολούθως, και κατά την 18-10-2004, η εγκαλούσα πιστώνει πάλι τον λογαριασμό της με το ποσό των 12. 985,49 ευρώ, που προερχόταν από την πώληση μεριδίων του αμοιβαίου κεφαλαίου. Την αμέσως δε επομένη ημέρα, ήτοι την 19-10-2004 η κατηγορουμένη αναλαμβάνει εν αγνοία της εγκαλούσας από τον λογαριασμό της το ποσό των 10.000 με το όμοιο τρόπο που ανωτέρω περιεγράφη, ήτοι με την έκδοση του σχετικού παραστατικού και την θέση επ’ αυτού, κατ’ απομίμηση, της υπογραφής της εγκαλούσας, απομένοντας πλέον πιστωτικό υπόλοιπο στον λογαριασμό της ύψους 2.783 ευρώ. Έτσι το συνολικά παρανόμως ιδιοποιηθέν χρηματικό ποσό της εγκαλούσας από την κατηγορουμένη ανήλθε στις 71.000 ευρώ. Εν τω μεταξύ απέμενε στην εγκαλούσα το ποσό των 56.641 ευρώ που είχε, όπως προείπαμε, επενδύσει σε αμοιβαία κεφάλαια. Αλλά και αυτό δεν έμεινε ανέπαφο από την εγκληματική δράση της κατηγορουμένης. Συγκεκριμένα, την 26-4-2006 κι ενώ η εγκαλούσα βρισκόταν στην Ζάκυνθο για τις διακοπές του Πάσχα, συναντηθείσα με την κατηγορουμένη, ως προ την οποία ακόμη πίστευε ότι φροντίζει για την ωφέλιμη απόδοση των αποταμιεύσεων της, πείσθηκε από την τελευταία να επενδύσει εκ νέου το ποσό των 56.000 ευρώ σε αμοιβαία κεφάλαια λόγω της υψηλής τους αποδόσεως, πράγμα που η εγκαλούσα έπραξε. Η κατηγορουμένη όμως αντί να διαθέσει στην συνέχεια το ποσό αυτό στην αγορά των αμοιβαίων κεφαλαίων, σύμφωνα με το περιεχόμενο της δοθείσας σ’ αυτήν εντολής, δεν έπραξε αυτό, αλλά εν αγνοία της εγκαλούσας παράνομα ιδιοποιήθηκε το ποσό των 31.000 ευρώ, το δε υπόλοιπο ποσό των 25.000 ευρώ το κατέθεσε στον λογαριασμό της εγκαλούσας ως δήθεν προερχόμενο από την κατ’ εντολήν της μερική ρευστοποίηση της προθεσμιακής καταθέσεως των 71.000 ευρώ, το οποίο όμως αυτό ποσό είχε ήδη παρανόμως ιδιοποιηθεί. Έτσι την 26-4-2006 το υπεξαιρεθέν από την κατηγορουμένη ποσό ανήλθε συνολικά σ’ αυτό των 102.000 ευρώ (30.000 + 30.000 + 11.000 + 31.000 ευρώ). Περί τα τέλη Ιουλίου όμως του έτους 2007 κι ενώ η εγκαλούσα βρισκόταν στην Ζάκυνθο πληροφορήθηκε από το ευρύτερο κοινωνικό της περιβάλλον, ότι δημιουργήθηκε πρόβλημα με τα χρήματα των καταθέσεων των πελατών στο υποκατάστημα που διηύθυνε η κατηγορουμένη. Θορυβηθείσα από τις διαδόσεις αυτές επισκέφθηκε το υποκατάστημα της . με το βιβλιάριο της, όπου διαπίστωσε ότι η κατηγορουμένη απουσίαζε. Ζήτησε όμως από τους υπαλλήλους να ελεγχθούν οι κινήσεις του λογαριασμού της και να ρευστοποιηθεί μέρος των αμοιβαίων κεφαλαίων που πίστευε ότι είχε. Από το σημείο όμως αυτό και πέρα αρχίζει και η δικαστική αντιδικία της με την τράπεζα. Συγκεκριμένα οι επιθεωρητές της τράπεζας για μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την διαπίστωση κατά τον παραπάνω μήνα του έτους 2007 ότι η κατηγορουμένη είχε διαπράξει υπεξαίρεση μεγάλων ποσών από τις καταθέσεις των πελατών της τράπεζας προέβαιναν σε έλεγχο όλων των παραστατικών και άλλων στοιχείων, εκ των οποίων προέκυπτε ότι η πρώτη κατηγορουμένη υπεξαιρούσε τα χρήματα από τους λογαριασμούς των πελατών της τράπεζας εν αγνοία αυτών και χρησιμοποιώντας μεθόδους συγκαλυπτικές της παράνομης αυτής δράσης της. Ακολούθως όταν διαπίστωναν ότι καταθέτες της τράπεζας είχαν πέσει θύματα της εγκληματικής δράσης της κατηγορουμένης, τους καλούσαν και συμφωνούσαν όσον αφορά στο χρηματικό ποσό, με το οποίο θα τους αποζημίωναν. Δεν επιτυγχανόταν όμως συμφωνία με όλους τους καταθέτες ως προς το ποσό της αποζημιώσεως τους και η αντιδικία τους με την τράπεζα ακολουθούσε την δικαστική οδό. Τέτοια ήταν και η περίπτωση της εγκαλούσας, η οποία ενημερώθηκε από αρμοδίους της τράπεζας, ότι, βάσει του ελέγχου που διενήργησαν στα υπογεγραμμένα από αυτήν παραστατικά, υπολόγισαν ότι αυτή προέβη στην λήψη του ποσού των 102.377,95 ευρώ κι ότι το πιστωτικό υπόλοιπο του λογαριασμού της ανερχόταν στο ποσό των 28.292,18 ευρώ, από το οποίο αυτή ανέλαβε την 3-8-2007 το ποσό των 10.000 ευρώ, το οποίο και εισέπραξε. Βεβαίως η εγκαλούσα διαφώνησε με το πόρισμα του ελέγχου των αρμοδίων της τράπεζας όσον αφορά στην οφειλή της τράπεζας προς αυτήν λόγω τη εγκληματικής δράσης της υπαλλήλου της και στράφηκε δικαστικώς εναντίον της διεκδικώντας από αυτήν το ποσό των 102.377,95 ευρώ. Το Πολυμελές όμως Πρωτοδικείο της Ζακύνθου που εκδίκασε την σχετική αγωγή της εγκαλούσας εναντίον της τράπεζας αφενός και της κατηγορουμένης αφετέρου εξέδωσε την αριθ. 54 /2014 απόφαση του, με την οποία ανέβαλε την εκδίκαση της υποθέσεως έως ότου περατωθεί η ποινική διαδικασία σε βάρος της κατηγορουμένης, η οποία είχε ήδη τεθεί σε κίνηση με την άσκηση σε βάρος της ποινικής διώξεως για υπεξαίρεση στην υπηρεσία κατ’ εξακολούθηση και με ιδιαίτερα τεχνάσματα με συνολικό όφελος της κατηγορουμένης και αντίστοιχη ζημία της τράπεζας που υπερβαίνουν το ποσό των 150.000 ευρώ και για πλαστογραφία κατ’ εξακολούθηση σε βάρος της τράπεζας η συνολική ζημία της οποίας και το αντίστοιχο όφελος της κατηγορουμένης υπερβαίνουν το ποσό των 150.000 ευρώ. Και πράγματι η κατηγορουμένη στην συνέχεια παραπέμφθηκε για τις ανωτέρω αξιόποινες πράξεις με το αριθ. 247/2013 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Πατρών ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πατρών, με την αριθ. δε 340/2017 απόφαση του οποίου καταδικάσθηκε σε πρώτο βαθμό για υπεξαίρεση στην υπηρεσία κατ’ εξακολούθηση με ιδιαίτερα τεχνάσματα σε βάρος της τράπεζας . με συνολικό όφελος της κατηγορουμένης και αντίστοιχη ζημία της τράπεζας που υπερβαίνουν το ποσό των 150.000 ευρώ και της ηθικής αυτουργίας κατ’ εξακολούθηση σε πλαστογραφία κατ’ εξακολούθηση σε βάρος της τράπεζας η συνολική ζημία της οποίας και το αντίστοιχο όφελος της κατηγορουμένης υπερβαίνουν το ποσό των 150.000 ευρώ και της επιβλήθηκε η ποινή της ισοβίου καθείρξεως για την πρώτη πράξη, διότι το δικαστήριο δέχθηκε την συνδρομή ιδιάζουσας επιβαρυντικής περίστασης στην προκειμένη περίπτωση και σε ποινή καθείρξεως έξι ετών για την δεύτερη πράξη. Επειδή όμως ως προς τα ανωτέρω ποσά που η κατηγορουμένη υπεξαίρεσε από τον λογαριασμό της εγκαλούσας δεν υπήρξε καταδίκη αυτής από το δικαστήριο, διότι η τράπεζα στην έγκληση που υπέβαλε κατά της κατηγορουμένης για τις ανωτέρω πράξεις, που τέλεσε σε βάρος της, δεν συμπεριέλαβε τα από τον λογαριασμό της εγκαλούσας υπεξαιρεθέντα ποσά, για τον λόγο ότι θεωρούσε ότι τα ποσά αυτά πραγματικώς ανελήφθησαν από την εγκαλούσα, όπως προέκυπτε από την υπογραφή της στα εντάλματα πληρωμής, και συνεπώς δεν την αποζημίωνε, η τελευταία υπέβαλε την υπό κρίσιν έγκληση σε βάρος της κατηγορουμένης για την παράνομη εκ μέρους της ιδιοποίηση του συνολικού ποσού των 102,000 ευρώ με τον προπεριγραφόμενο τρόπο. Έναντι των κατηγοριών αυτών η κατηγορουμένη απολογούμενη αρνήθηκε ότι αυτή υπεξαίρεσε τα χρήματα της εγκαλούσας και προέβαλε τον ισχυρισμό ότι η τράπεζα ήταν αυτή που υπεξαίρεσε τα χρήματα της εγκαλούσας, ήτοι το ποσό των 102.000 ευρώ κι ότι ήταν σε γνώση της τράπεζας η πρόωρη διακοπή των προθεσμιακών καταθέσεων και η επανεπένδυση των χρημάτων χωρίς να ενημερώνεται ο καταθέτης. Επίσης υποστηρίζει ότι ψεύδεται η τράπεζα έναντι της εγκαλούσας, όταν υποστηρίζει ότι το χρηματικό ποσό των 71.000 ευρώ δεν διατέθηκε για την αγορά αμοιβαίων κεφαλαίων κι ότι η πραγματικότητα είναι ότι το ποσό αυτό το έχει ρευστοποιήσει η τράπεζα και το έχει ενθυλακώσει. Αυτό δε, όπως υποστηρίζει, προκύπτει και από την ανάγνωση του συνημμένου στην δικογραφία πορίσματος της εταιρείας ορκωτών λογιστών , στο οποίο σημειώνεται ότι έγιναν την 3-8-2007 και την 31-10-2007 αναλήψεις ποσών 56.234,096 ευρώ και 6.902,89 ευρώ αντιστοίχως από ρευστοποίηση μεριδίων αμοιβαίων κεφαλαίων. Κατά τις ανωτέρω όμως ημεροχρονολογίες αυτή δεν ήταν πλέον υπάλληλος της τράπεζας. Συνεπώς δεν ήταν αυτή που υπεξαίρεσε τα χρήματα της εγκαλούσας αλλά η τράπεζα. Οι ισχυρισμοί όμως αυτοί της κατηγορουμένης δεν ευσταθούν. Ήδη έχει καταδικασθεί ως ανωτέρω και με βάση ακριβώς τα πορίσματα των ορκωτών λογιστών, που διενήργησαν λογιστική πραγματογνωμοσύνη κατόπιν σχετικής διατάξεως του Ανακριτή Πλημ/κων Ζακύνθου. Τόσο δηλαδή το πόρισμα των ορκωτών λογιστών της ανωτέρω εταιρείας όσο και αυτών της εταιρείας . αποκάλυψαν την μεθοδολογία που ακολουθούσε η κατηγορουμένη για να υπεξαιρέσει δεκάδες εκατομμύρια ευρώ από τους λογαριασμούς των καταθετών της τράπεζας, που έφθασαν στο συνολικό ποσό των 43.000.000 ευρώ περίπου, και ήταν η εξής: Προκειμένου η κατηγορουμένη να δικαιολογεί λογιστικώς το έλλειμμα που δημιουργούνταν από τις αναλήψεις, στις οποίες προέβαινε, εμφάνιζε προσωρινά στο λογαριασμό και τα στοιχεία της Τράπεζας ότι τα ποσά που στην πραγματικότητα είχαν εισπραχθεί από αυτή, είχαν δήθεν εισπραχθεί από τον πελάτη της τράπεζας, ενώ στην πραγματικότητα αυτός ούτε είχε εισπράξει οποιοδήποτε ποσό ούτε είχε υπογράψει τα ανωτέρω παραστατικά ανάληψης χρημάτων, γι’ αυτό και βρέθηκαν κατά τον έλεγχο από τους επιθεωρητές της τράπεζας σωρεία ανυπόγραφων παραστατικών. Επιπλέον, όταν ο δικαιούχος της προθεσμιακής κατάθεσης ή άλλης τραπεζικής αξίας εμφανιζόταν ο ίδιος στο υποκατάστημα της τράπεζας και ζητούσε είτε να ανανεώσει την προθεσμιακή κατάθεση ή άλλη τραπεζική αξία, είτε να την ρευστοποιήσει και να εισπράξει αντίστοιχα, είτε να αναλάβει χρήματα από λογαριασμό ταμιευτηρίου, ο πελάτης δεν αντιλαμβανόταν ότι ο λογαριασμός του είχε προσωρινά χρεωθεί, όπως ψευδώς εμφανιζόταν στα επίσημα λογιστικά στοιχεία, αφού η κατηγορουμένη, επειδή τα στοιχεία του υποκαταστήματος δεν απέδιδαν την πραγματική εικόνα του λογαριασμού και ο πελάτης εμφανιζόταν να μην έχει πλέον διαθέσιμο υπόλοιπο, είτε του κατέβαλε το ποσό που αντιστοιχούσε στην προθεσμιακή κατάθεση του, είτε του χορηγούσε το ακριβές ποσό που ζητούσε να αναλάβει από τον λογαριασμό του. Κατόπιν φρόντιζε να καλύψει το καταβεβλημένο ποσό από άλλη προθεσμιακή κατάθεση άλλου πελάτη, που δεν είχε πραγματικά εξοφληθεί ή από άλλο λογαριασμό καταθέσεων, εμφανίζοντας την εικόνα προς τα όργανα της τράπεζας ότι ο εν λόγω πελάτης προσήλθε στο υποκατάστημα αιτούμενος είτε τη ρευστοποίηση προθεσμιακής του κατάθεσης ή και άλλης τραπεζικής αξίας, είτε την ανάληψη από λογαριασμό καταθέσεων ποσού αντίστοιχου με αυτό που υπεξαιρέθηκε, εκδίδοντας ταυτόχρονα και το σχετικό ανυπόγραφο παραστατικό, έτσι ώστε να καλύπτει το υπεξαιρεθέν ποσό χρεώνοντας το πλέον, προσωρινά, στο όνομα άλλου πελάτη. Με αυτό δε τον τρόπο καθημερινώς εμφάνιζε ψευδώς στις Κεντρικές Οικονομικές Υπηρεσίες της Τράπεζας ταμείο συμφωνημένο λογιστικά, δηλαδή κανονικό. Ακολούθως, προκειμένου να μπορεί να κλείνει καθημερινά το ταμείο του καταστήματος της, προέβαινε μέσω του ηλεκτρονικού συστήματος σε ψευδείς παραστάσεις προς τους υπαλλήλους των Κεντρικών Οικονομικών Υπηρεσιών της Τράπεζας. Με βάση αυτές τις ψευδείς παραστάσεις το ταμείο εμφανιζόταν ως λογιστικά τακτοποιημένο, ενώ λόγω της προπεριγραφείσας παράνομης δραστηριότητας της έπρεπε να εμφανίζει έλλειμμα. Αυτή δε η μεθοδολογία που ακολουθούσε η κατηγορουμένη επί σειρά ετών προς συγκάλυψη της παράνομης δράσης της συνιστούσε, μαζί με την κατάρτιση των προαναφερομένων πλαστών παραστατικών (ενταλμάτων πληρωμής), τα ιδιαίτερα τεχνάσματα, τα οποία προσδίδουν στην κρισιολογούμενη αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία, σωρευτικά με το ύψος του συνολικού ποσού των χρημάτων, που παράνομα ιδιοποιήθηκε, τον κακουργηματικό της χαρακτήρα.
Περαιτέρω και αναφορικά με τον ισχυρισμό της κατηγορουμένης ότι κατά τον προαναφερόμενο χρόνο που δεν ήταν αυτή υπάλληλος της τραπέζης έγιναν αναλήψεις ποσών 56.234,096 ευρώ και 6.902,89 ευρώ αντιστοίχως από ρευστοποίηση μεριδίων αμοιβαίων κεφαλαίων κι ότι αυτό σημειώνεται στο πόρισμα της , η τράπεζα με το αριθ. πρωτ. … από 22-1-2019 έγγραφο της προς τον Ανακριτή Πλημ/κων Ζακύνθου εξηγεί ότι πρόκειται περί ηθελημένης παρερμηνείας του σημείου αυτού του πορίσματος, αφού σ’ αυτό, και ειδικά στις σελίδες 24 και 25, όπου επιχειρείται να υπολογισθεί η ζημία/όφελος του πελάτη από την αμφισβητούμενη, λόγω φυσικά των ανυπόγραφων παραστατικών, που βρέθηκαν στην κατοχή της κατηγορουμένης κατά τον έλεγχο, εξαγορά των μεριδίων, εξηγείται, ότι οι επίμαχες ως άνω ημεροχρονολογίες η αξία των μεριδίων των αμοιβαίων κεφαλαίων που θα είχε στην κατοχή του ο πελάτης την ημερομηνία καταβολής της αποζημίωσης από την τράπεζα, εάν τα μερίδια δεν είχαν εξαγορασθεί. Δεν επρόκειτο λοιπόν για ρευστοποίηση των μεριδίων και ενθυλάκωση του ποσού αυτών από την τράπεζα κατά τις ημεροχρονολογίες της 3-8-2007 και 31-10-2007 αντιστοίχως, όπως θέλει να εμφανίσει η κατηγορουμένη, αλλά για υπολογισμό από τους πραγματογνώμονες της αξίας των μεριδίων κατά τον χρόνο αποζημιώσεως των πελατών της τράπεζας, οι οποίοι ζημιώθηκαν από την ανωτέρω εγκληματική δράση της κατηγορουμένης. Όσον αφορά δε στους λοιπούς κατηγορουμένους, ο δεύτερος εξ αυτών, ήτοι ο …, στον οποίο αποδίδεται ότι πλαστογράφησε την 15-7-2004 το αριθ. … ένταλμα πληρωμής και την 10-9-2004 το αριθ. … ένταλμα πληρωμής, ώστε να εμφανίζεται η δικαιούχος, ήτοι η εγκαλούσα ότι σε κάθε συναλλαγή που πραγματοποίησε στις ανωτέρω ημεροχρονολογίες έλαβε από τον τραπεζικό της λογαριασμό το ποσό των χρησιμοποιήθηκαν από τους ορκωτούς λογιστές, προκειμένου να υπολογισθεί 30.000 ευρώ και συνολικά το ποσό των 60.000 ευρώ και ότι με τον τρόπο αυτό συνέδραμε αποφασιστικά στην τέλεση της υπεξαιρέσεως από την συγκατηγορουμένη του, γνωρίζοντας δε τον εγκληματικό της σκοπό, κι ότι ενεργούσε τις πράξεις του αυτές κατ’ επάγγελμα, προβάλλει το γεγονός ότι ήδη έχει αθωωθεί με την προαναφερομένη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πατρών, η οποία ως προς αυτόν κατέστη αμετάκλητη, ακριβώς ως προς την κατηγορία της άμεσης συνέργειας στη υπεξαίρεση στην υπηρεσία της συγκατηγορουμένης του, που αφορούσε βέβαια στην παράνομη ιδιοποίηση με τον προαναφερόμενο τρόπο των χρημάτων των καταθετών από την καταδικασθείσα κατηγορουμένη, ακριβώς γιατί, όπως ισχυρίζεται, αποδείχθηκε ότι η συγκατηγορουμένη του είχε υφαρπάσει, κατά συνήθη πρακτική της, τόσο τους κωδικούς τους δικούς του όσο και του συναδέλφου του, …, ο οποίος επίσης αθωώθηκε, και πραγματοποιούσε τις επιλήψιμες συναλλαγές της με την χρήση των κωδικών τους εν αγνοία τους και με την συνδρομή του επίσης καταδικασθέντος μαζί της, …. Αναφέρει δε χαρακτηριστικές περιπτώσεις αναλήψεων, που εξετάσθηκαν στο προαναφερόμενο δικαστήριο, κατά τις οποίες έγινε από την συγκατηγορουμένη του χρήση των κωδικών του ενώ αυτός απουσίαζε σε νόμιμη άδεια προσκομίζοντας και σχετικά με το απολογητικό του υπόμνημα αποδεικτικά στοιχεία. Το ίδιο λοιπόν, καταλήγει, συνέβη και στην υπό κρίσιν υπόθεση. Επίσης, και αναφορικά με τον τρίτο κατηγορούμενο, στον οποίο αποδίδεται ότι κατάρτισε το αριθ. … ένταλμα πληρωμής απομιμούμενος την υπογραφή της εγκαλούσας κι ότι έτσι συνέδραμε την συγκατηγορουμένη του στην αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία και ως προς τον οποίο εκδόθηκε, όπως προαναφέραμε, τυπική κλήση προς περαίωση της κυρίας ανακρίσεως, διότι, κατά την σχετική αναφορά του Ανακριτή, δεν προέκυπτε στοιχείο ενοχοποιητικό σε βάρος του για τις πράξεις που του αποδίδονται, κι ότι, επιπλέον, αν ήθελε γίνει δεκτό ότι τέλεσε το έγκλημα της πλαστογραφίας καταρτίζοντας το προαναφερόμενο ένταλμα πληρωμής θέτοντας επ’ αυτού κατ’ απομίμηση την υπογραφή της εγκαλούσας, θα επρόκειτο μόνο για πλημμεληματική πλαστογραφία, η οποία είχε ήδη υποκύψει στην παραγραφή της, αφού αυτή φέρεται ότι την τέλεσε την 19-10-2004, πράγματι από κανένα αποδεικτικό στοιχείο προέκυψε ότι ο τρίτος κατηγορούμενος είχε οποιαδήποτε ανάμειξη στην εγκληματική δράση της κατηγορουμένης υπό οποιανδήποτε μορφή και ότι, προφανώς, και ως προς αυτόν θα υπήρξε υφαρπαγή από την κατηγορουμένη του κωδικού του, όπως και στην περίπτωση του δευτέρου κατηγορουμένου, τον οποίο αυτή χρησιμοποίησε για να ενεργήσει την ανάληψη από τον λογαριασμό της εγκαλούσας του ποσού των 11.000 ευρώ. Ενόψει λοιπόν των ανωτέρω, φρονούμε ότι προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής της κατηγορουμένης, … : α) Για την αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία κατ’ εξακολούθηση από υπαίτιο που μεταχειρίσθηκε ιδιαίτερα τεχνάσματα, με το αντικείμενο της πράξης της να είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και συνολικά να υπερβαίνει το ποσό των 30.000 ευρώ και συγκεκριμένα το συνολικό ποσό των 71.000 ευρώ, το οποίο προέκυψε ως αποτέλεσμα των επιμέρους αναλήψεων, που πραγματοποίησε η κατηγορουμένη την 15-7-2004, την 10-9-2004 και 19-10-2004 αντίστοιχα, του ποσού των 30.000 ευρώ κατά τις δύο πρώτες συναλλαγές και του ποσού των 11.000 ευρώ κατά την Τρίτη συναλλαγή και το οποίο παράνομα ιδιοποιήθηκε. Όσον αφορά όμως στο ποσό των 56.000 ευρώ, που η κατηγορουμένη ανέλαβε την 26-4-2006 από τον τραπεζικό λογαριασμό της εγκαλούσας για να το επενδύσει δήθεν σε αμοιβαία κεφάλαια, προβάλλει ως προς αυτό την ένσταση εκκρεμοδικίας, διότι παραπέμφθηκε για την επιμέρους αυτή αξιόποινη πράξη ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πατρών (βλ. σχετ. το διατακτικό του 247/2013 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πατρών όπισθεν του φύλλου υπ’ αριθ. .).
Πράγματι αυτό συνέβη, επειδή ως προς το ποσό αυτό δεν βρέθηκε από τους ορκωτούς λογιστές της εταιρείας , κατά τον έλεγχο που αυτοί διενεργούσαν, παραστατικό αναλήψεως του και για τον λόγο αυτόν θεωρήθηκε από αυτούς ως παρανόμως ιδιοποιηθέν σε βάρος της τράπεζας. Έτσι το ποσό αυτό συμπεριελήφθη στην κατά της κατηγορουμένης έγκληση της τελευταίας, γεγονός που οδήγησε στην ποινική δίωξη της κατηγορουμένης ως ανωτέρω, την παραπομπή της και την εν συνεχεία καταδίκης της με την αριθ. 340/2017 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακ/των και για την επιμέρους αυτή αξιόποινη πράξη, της παράνομης δηλαδή ιδιοποίησης του ποσού των 56.000 ευρώ. Συνεπώς η ένσταση εκκρεμοδικίας ως προς την επιμέρους αυτή αξιόποινη πράξη θα πρέπει να γίνει δεκτή, β) Επίσης επαρκείς ενδείξεις ενοχής της προέκυψαν και για την αξιόποινη πράξη της πλαστογραφίας κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια, τελεσθείσα κατ’ εξακολούθηση, η συνολική ζημία εκ της οποίας υπερβαίνει το ποσό των 30.000 ευρώ, όχι όμως με την ιδιότητα του ηθικού αυτουργού, όπως σε βάρος της η ποινική δίωξη, αλλά, κατ’ επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας, με αυτήν του φυσικού αυτουργού (βλ. σχετ. αναφορικά με την μεταβολή κατηγορίας από αυτήν του ηθικού αυτουργού σε αυτουργό σε ΑΠ 29/2007, Ποιν.Δικ.2007,915), διότι, όπως προέκυψε από τα ανωτέρω, οι συγκατηγορούμενοί της ουδεμία ανάμειξη είχαν στην εγκληματική της δράση και δεν συνέδραμαν αυτή με την κατάρτιση οποιουδήποτε εκ των ανωτέρω πλαστών παραστατικών. Μόνη δε αυτή ήταν που ενέταξε στο εγκληματικό της σχέδιο και την κατάρτιση εκ μέρους της πλαστών παραστατικών απομιμούμενη η ίδια την υπογραφή της εγκαλούσας. Τέλεσε δε την πράξη αυτή κατ’ επάγγελμα, όπως αυτό προέκυψε από το γεγονός της επανειλημμένης με συστηματικό και μεθοδικό τρόπο υλοποίηση της εγκληματικής του δράσης, αλλά και με ετοιμότητα διαπράξεως αυτής, που της εξασφάλιζε η ειδική γνώση που είχε αυτή περί των τραπεζικών εργασιών. Οι ανωτέρω δε πράξεις της κατηγορουμένης, που συρρέουν αληθινά (βλ. ΑΠ 1113/2009, Ποιν. Δικ./2010, 283) προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων: 1, 13στ, 14, 27 παρ. 1, 51, 52, 94 παρ. 1, 98 παρ. 2) 216 παρ. 1, 3 εδ. β ΠΚ (όπως αντικ. το εδαφ. α και προστ. το εδαφ. β με το αρθρ. 14 παρ. 2α-β του Ν. 2721/99 και τα χρηματικά ποσά αναπροσαρμόσθηκαν με το άρθρο 25 παρ. 1θ και παρ. 2γ του Ν. 4055/2012), 258 περ. γ υποπεριπτ. α και 263Α ΠΚ (όπως η περ. γ αντικ. από το άρθρο 14 παρ. 5β του Ν. 2721/99 και τα χρηματικά ποσά αναπροσαρμόσθηκαν με το άρθρο 25 παρ. 1θ και παρ.2γ του Ν. 4055/2012), και ως προς τις οποίες θα πρέπει το Συμβούλιο σας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 309 παρ. 1περ. ε’, 313 και 315 παρ.1 ΚΠΔ ν’ αποφανθεί για την παραπομπή της στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πατρών, το οποίο είναι καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 111παρ.1 και 2 και άρθρ. 122παρ.1 ΚΠΔ, για να δικαστεί για τις προαναφερθείσες αξιόποινες πράξεις και να διατηρηθεί ο περιοριστικός όρος της καταβολής εγγυήσεως, ποσού 5.000 ευρώ, που επιβλήθηκε με την αριθ. 3/2019 ανακριτική διάταξη σε βάρος της κατηγορουμένης για την εξασφάλιση της παρουσίας της στο δικαστήριο. Αναφορικά όμως με την αξιόποινη πράξη της απάτης κατ’ επάγγελμα, κατά συνήθεια και κατ’ εξακολούθηση, εκ της οποίας επήλθε συνολική ζημία υπερβαίνουσα το ποσό των 30.000 ευρώ, ως προς την οποία ο Ανακριτής εξέδωσε τυπική κλήση, διότι δεν έκρινε ότι υπήρχαν ενδείξεις ενοχής της για την πράξη αυτή, πράγματι δεν υπάρχουν σε βάρος της ενδείξεις για την παραπομπή της, διότι η αποστέρηση των χρημάτων της εγκαλούσας από την κατηγορουμένη, δεν έλαβε χώρα στα πλαίσια μιας επικοινωνίας μεταξύ τους που είχε τα στοιχεία της ψευδολογίας, δυνάμει των οποίων η εγκαλούσα οδηγήθηκε σε παραπλάνηση και εντεύθεν σε εκ μέρους της περιουσιακή διάθεση, αλλά, όπως προέκυψε από τα ανωτέρω, η κατηγορουμένη δρούσε εν αγνοία της εγκαλούσας, όταν προέβαινε σε παράνομη ιδιοποίηση των χρημάτων της αθετώντας βέβαια την συμφωνία τους να ενημερώνει την εγκαλούσα σε κάθε περίπτωση που θα προέβαινε στο μέλλον σε επανεπένδυση των χρημάτων της. Επίσης θα πρέπει, όπως προείπαμε, να γίνει δεκτή η ένσταση εκκρεμοδικίας της ως προς την επιμέρους αξιόποινη πράξη, δυνάμει της οποίας παράνομα ιδιοποιήθηκε και το ποσό των 56.000 ευρώ, για τον λόγο, ο οποίος ανωτέρω ανεπτύχθη και να κηρυχθεί απαράδεκτη η ποινική δίωξη ως προς την επιμέρους αυτή αξιόποινη πράξη της κατηγορουμένης. Τέλος, και αναφορικά με τους δεύτερο και τρίτο κατηγορουμένους, ως προς τους οποίους δεν προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις ενοχής, θα πρέπει το Συμβούλιο σας να αποφανθεί, κατ’ άρθρ. 309 παρ.1α και 310 παρ.1 ΚΠΔ, να μην γίνει κατηγορία εναντίον τους για τις πράξεις : 1) Της πλαστογραφίας κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια, κατ’ εξακολούθηση τελεσθείσα, η συνολική ζημία εκ της οποίας υπερβαίνει το ποσό των 30.000 ευρώ και β) της άμεσης συνέργειας σε υπεξαίρεση στην υπηρεσία κατ’ εξακολούθηση από υπαίτιο που μεταχειρίσθηκε ιδιαίτερα τεχνάσματα, με το αντικείμενο της πράξης της να είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και συνολικά να υπερβαίνει το ποσό των 30.000 ευρώ.
Για τους λόγους αυτούς
Προτείνω
Α. Την παραπομπή ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πατρών της κατηγορουμένης, … κατοίκου Ζακύνθου και ήδη κρατούμενης στο Κ.Κ. Θηβών για να δικαστεί ως υπαίτια του ότι στην Ζάκυνθο, κατά τους κατωτέρω χρόνους τέλεσε τα εξής ποινικά αδικήματα : α) Με πρόθεση και με περισσότερες πράξεις, που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, όντας υπάλληλος και, συγκεκριμένα, διευθύντρια του υποκαταστήματος Ζακύνθου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «Τράπεζα . ΑΕ», η οποία κατά το καταστατικό της εδρεύει στην ημεδαπή και, συγκεκριμένα, στην Αθήνα (οδός …), ιδιοποιήθηκε παράνομα χρήματα που τα κατείχε λόγω της ως άνω υπαλληλικής της ιδιότητας, μεταχειρίστηκε δε προς τούτο ιδιαίτερα τεχνάσματα, ενώ το αντικείμενο της πράξης της είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, συνολικά ανώτερης των 30.000,00 ευρώ. Ειδικότερα, εκμεταλλευόμενη τη θέση της ως διευθύντρια στο εν λόγω υποκατάστημα προέβη με διάφορες μεθοδεύσεις και ιδιαίτερα τεχνάσματα σε σταδιακή ιδιοποίηση μέρους των χρημάτων που υπήρχαν στον υπ’ αριθ. … λογαριασμό, που τηρούνταν στην εν λόγω τράπεζα με δικαιούχους τη …, τον … και τον …. Πλέον, συγκεκριμένα, παράνομα ιδιοποιήθηκε : [α] την 15η.7.2004 το χρηματικό ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000,00) ευρώ, [β] την 10η.9.2004 το χρηματικό ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000,00) ευρώ και [γ] την 19η.10.2004 το χρηματικό των ποσό έντεκα χιλιάδων (11.000,00) ευρώ, ήτοι το συνολικό ποσό των 71.000 ευρώ. Για τις ανωτέρω δε πράξεις της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία μετήλθε ιδιαίτερων τεχνασμάτων, καθώς πέραν της κατάρτισης των ενταλμάτων πληρωμής με αριθμό ., που έλαβε χώρα την 15-7-2004, με αριθ. ., που έλαβε χώρα την 10η.9.2004 και με αριθ. ., που έλαβε χώρα την 19η.10.2004, δυνάμει των οποίων φέρεται η δικαιούχος του υπ’ αριθ. … λογαριασμού, που τηρούνταν στην εν λόγω τράπεζα, …, να έχει προβεί στην ανάληψη του συνολικού ποσού των 71.000 ευρώ, προέβη, επιπλέον, σε ψευδείς παραστάσεις και αθέμιτες αποκρύψεις από τα αρμόδια εποπτικά όργανα του συγκεκριμένου τραπεζικού υποκαταστήματος (πρόωρες παράτυπες ρευστοποιήσεις προθεσμιακών καταθέσεων ή λοιπών τραπεζικών αξιών (αμοιβαίων κεφαλαίων) με ιδιοποίηση του προϊόντος της ρευστοποίησης της κατάθεσης ή άλλης αξίας, χωρίς τη γνώση των δικαιούχων ή της ίδιας της Τράπεζας). Προκειμένου δε να δικαιολογεί λογιστικώς το έλλειμμα που δημιουργούνταν από τις αναλήψεις, εμφάνιζε προσωρινά στο λογαριασμό και τα στοιχεία της Τράπεζας ότι τα ποσά που είχαν εισπραχθεί από αυτήν δήθεν είχαν εισπραχθεί από τη συγκεκριμένη πελάτη του Καταστήματος Ζακύνθου, ενώ στην πραγματικότητα αυτή ουδόλως είχε προβεί στις σχετικές ενέργειες, ούτε είχε εισπράξει οποιοδήποτε ποσό και δεν είχε υπογράψει τα ανωτέρω παραστατικά ανάληψης χρημάτων. Πέραν αυτού τηρούσε ανυπόγραφα παραστατικά των υποτιθέμενων συναλλαγών των πελατών. Επιπλέον, από την εν γένει δράση της προκύπτει ότι όταν ο δικαιούχος της προθεσμιακής κατάθεσης ή άλλης τραπεζικής αξίας εμφανιζόταν πραγματικά στο Υποκατάστημα Ζακύνθου και ζητούσε είτε να ανανεώσει την προθεσμιακή κατάθεση ή άλλη τραπεζική αξία, είτε να την ρευστοποιήσει και να εισπράξει αντίστοιχα, είτε να αναλάβει χρήματα από λογαριασμό ταμιευτηρίου, ο πελάτης ; ο δεν αντιλαμβανόταν ότι ο λογαριασμός του είχε προσωρινά χρεωθεί, όπως ψευδώς εμφανιζόταν στα επίσημα λογιστικά στοιχεία, αφού αυτή, επειδή τα στοιχεία του υποκαταστήματος δεν απέδιδαν την πραγματική εικόνα του λογαριασμού και ο πελάτης εμφανιζόταν να μην έχει πλέον διαθέσιμο υπόλοιπο, είτε του κατέβαλε το ποσό που αντιστοιχούσε σε αυτή, είτε του χορηγούσε το ακριβές ποσό που ζητούσε να αναλάβει από τον λογαριασμό του. Κατόπιν φρόντιζε να καλύψει το καταβεβλημένο ποσό από άλλη προθεσμιακή κατάθεση άλλου πελάτη, που δεν είχε πραγματικά εξοφληθεί ή από άλλο λογαριασμό καταθέσεων, παριστάνοντας ψευδώς ότι ο εν λόγω πελάτης προσήλθε στο υποκατάστημα αιτούμενος είτε τη ρευστοποίηση προθεσμιακής του κατάθεσης ή και άλλης τραπεζικής αξίας, είτε την ανάληψη από λογαριασμό καταθέσεων ποσού αντίστοιχου με αυτό που υπεξαιρέθηκε, εκδίδοντας ταυτόχρονα και το σχετικό ανυπόγραφο παραστατικό εξακολουθώντας έτσι να καλύπτει το υπεξαιρεθέν ποσό χρεώνοντας το πλέον, προσωρινά, στο όνομα άλλου πελάτη. Με αυτό δε τον τρόπο καθημερινώς εμφάνιζε ψευδώς στις Κεντρικές Οικονομικές Υπηρεσίες της Τράπεζας ταμείο συμφωνημένο λογιστικά, δηλαδή κανονικό. Ακολούθως, προκειμένου να μπορεί να κλείνει καθημερινά το ταμείο του υποκαταστήματος της, προέβαινε μέσω του ηλεκτρονικού συστήματος σε ψευδείς παραστάσεις προς τους υπαλλήλους των Κεντρικών Οικονομικών Υπηρεσιών της Τράπεζας. Με βάση αυτές τις ψευδείς παραστάσεις το ταμείο εμφανιζόταν ως λογιστικά τακτοποιημένο, ενώ λόγω της προπεριγραφείσας παράνομης δραστηριότητας της έπρεπε να εμφανίζει έλλειμμα.
β) Με περισσότερες πράξεις, που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, τέλεσε με πρόθεση έγκλημα που προβλέπεται και τιμωρείται από το νόμο με στερητική της ελευθερίας ποινή, ήτοι κατήρτισε πλαστά έγγραφα με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες. Τέτοιες, δε, πράξεις διαπράττει κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια, ενώ το συνολικό όφελος σου και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 30.000,00 ευρώ. Ειδικότερα, στην πόλη της Ζακύνθου, υπό την ιδιότητα της διευθύντριας του υποκαταστήματος Ζακύνθου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «Τράπεζα . ΑΕ», η οποία κατά το καταστατικό της εδρεύει στην ημεδαπή και, συγκεκριμένα, στην Αθήνα (οδός ), κατήρτισε πλαστά έγγραφα, ήτοι : 1) την 15η.7.2004 και περί ώρα 15:10 (μετά τη λήξη του ωραρίου λειτουργίας του υποκαταστήματος) το υπ’ αριθμ. . ένταλμα πληρωμής, 2) την 10η.9.2004 και περί ώρα 12:37 το υπ’ αριθ. … ένταλμα πληρωμής και 3)το με αριθ. …, που έλαβε χώρα την 19η. 10.2004. Με τα ανωτέρω εντάλματα πληρωμής φέρεται η δικαιούχος του υπ’ αριθ. … λογαριασμού, που τηρούνταν στην εν λόγω τράπεζα, … να προβαίνει στην ανάληψη χρηματικού ποσού και, συγκεκριμένα, τριάντα χιλιάδων (30.000,00) ευρώ κατά τις δύο πρώτες συναλλαγές και 11.000 ευρώ κατά την τρίτη, πλην, όμως, οι υπογραφές αυτής στη θέση του πελάτη είχαν τεθεί από αυτήν κατ’ απομίμηση της υπογραφής της καταθέτου, …. Τέτοιες δε πράξεις (καταρτίσεις πλαστών αξιόγραφων) διαπράττει κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια, όπως προκύπτει από την επανειλημμένη, με σύστημα και μεθοδικότητα και όχι ευκαιριακή, τέλεση της εν λόγω αξιόποινης πράξης, μέσω της οποίας (επανειλημμένης τέλεσης) προκύπτει σκοπός της για πορισμό εισοδήματος, το δε σκοπούμενο συνολικό όφελος, καθώς και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 30.000,00 ευρώ και, ειδικότερα, ανέρχονται στο ποσό των 71.000 ευρώ.
Β. Να μην γίνει κατηγορία σε βάρος της … για την αξιόποινη πράξη της απάτης κατ’ επάγγελμα, κατά συνήθεια και κατ’ εξακολούθηση, εκ της οποίας επήλθε συνολική ζημία υπερβαίνουσα το ποσό των 30.000 ευρώ, πράξη που φέρεται ότι τέλεσε στην Ζάκυνθο, την 15-7-2004, την 10-9-2004 και την 19-10-2004.
Γ. Να μην γίνει κατηγορία σε βάρος των κατηγορουμένων, …, κατοίκου Ζακύνθου, οδ. … και …, κατοίκου . Ζακύνθου για τις αξιόποινες πράξεις α) της πλαστογραφία κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια, κατ’ εξακολούθηση τελεσθείσα, η συνολική ζημία εκ της οποίας υπερβαίνει το ποσό των 30.000 ευρώ και β) της άμεσης συνέργειας στην υπό στοιχ. α’ αξιόποινη πράξη της πρώτης κατηγορουμένης, που φέρονται ότι τέλεσαν στην Ζάκυνθο, την 15-7-2004,την 10-9-2004 και 19-10-2004.
Δ. Να κηρυχθεί απαράδεκτη η ποινική δίωξη σε βάρος της … λόγω εκκρεμοδικίας για την επιμέρους αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία ποσού, ύψους 56.000 ευρώ, που τέλεσε μετερχόμενη ιδιαίτερα τεχνάσματα, ενώ το αντικείμενο της πράξης της είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, συνολικά ανώτερης των 30.000,00 ευρώ.
Ε. Να διατηρηθεί ο περιοριστικός όρος της καταβολής εγγυήσεως, ποσού 5.000 ευρώ, που επιβλήθηκε με την αριθμ. 3/2019 ανακριτική διάταξη σε βάρος της κατηγορουμένης … για την εξασφάλιση της παρουσίας της στο δικαστήριο.
Πάτρα 7 Μαρτίου 2019
Ο Εισαγγελέας
Γεώργιος Μπισμπίκης
Αντεισαγγελέας Εφετών».
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά των κατηγορουμένων: 1) …, κατοίκου Ζακύνθου – και ήδη κρατούμενης στο Κ.Κ. Θηβών, κατόπιν καταδίκης της, με την αριθ. 340/2017 απόφαση, του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πατρών, σε ποινή ισόβιας κάθειρξης, για τα εγκλήματα της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία, κατ’ εξακολούθηση, σε βάρος της τράπεζας ., με την επιβαρυντική περίσταση του ν. 1608/1950 κ.λπ. -, 2) …, κατοίκου Ζακύνθου, οδ. … και 3) …, κατοίκου . Ζακύνθου, ασκήθηκε ποινική δίωξη για τα αδικήματα, όσον αφορά την πρώτη εξ αυτών, …: α) της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία, κατ’ εξακολούθηση, από υπαίτιο που μεταχειρίσθηκε ιδιαίτερα τεχνάσματα, με το αντικείμενο της πράξης να είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και συνολικά να υπερβαίνει το ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ, β) της απάτης κατ’ επάγγελμα, κατά συνήθεια και κατ’ εξακολούθηση, εκ της οποίας επήλθε συνολική ζημία υπερβαίνουσα το ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ, πράξη ως προς την οποία η κυρία ανάκριση περατώθηκε με τυπική κλήση από τον ανακριτή, διότι κρίθηκε ότι μόνο η υπό στοιχ. α’ αξιόποινη πράξη πραγματώθηκε από την κατηγορουμένη και γ) της ηθικής αυτουργίας σε πλαστογραφία κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια, κατ’ εξακολούθηση τελεσθείσα, η συνολική ζημία εκ της οποίας υπερβαίνει το ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ. Όσον αφορά τον δεύτερο εξ αυτών, …: α) της πλαστογραφίας κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια, κατ’ εξακολούθηση τελεσθείσας, η συνολική ζημία εκ της οποίας υπερβαίνει το ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ και β) της άμεσης συνέργειας στην υπό στοιχ. α’ αξιόποινη πράξη (υπεξαίρεση στην υπηρεσία, κατ’ εξακολούθηση, από υπαίτιο που μεταχειρίσθηκε ιδιαίτερα τεχνάσματα, με το αντικείμενο της πράξης να είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και συνολικά να υπερβαίνει το ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ της πρώτης κατηγορουμένης. Και, τέλος, όσον αφορά τον τρίτο εξ αυτών, ..: α) της πλαστογραφίας κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια, κατ’ εξακολούθηση τελεσθείσας, η συνολική ζημία εκ της οποίας υπερβαίνει το ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ και β) της άμεσης συνέργειας στην υπό στοιχ. α’ αξιόποινη πράξη (υπεξαίρεση στην υπηρεσία, κατ’ εξακολούθηση, από υπαίτιο που μεταχειρίσθηκε ιδιαίτερα τεχνάσματα, με το αντικείμενο της πράξης να είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και συνολικά να υπερβαίνει το ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ της πρώτης κατηγορουμένης (άρθρα 1, 14, 27 παρ. 1, 46 παρ. 1α και β, 51, 52, 94 παρ. 1, 98 παρ. 2, 216 παρ. 3β-2, 258 εδ. γ περ. α, 263Α ΠΚ, σε συνδ. με αρθρ.1β,2,3 του Ν. 4022/2011 και αρθρ. 386 παρ.3α-1 ΠΚ) και παραγγέλθηκε η διενέργεια κύριας ανάκρισης. Μετά το νόμιμο πέρας αυτής παραδεκτά εισάγεται η υπόθεση ενώπιον του Συμβουλίου τούτου με την προπαρατεθείσα εισαγγελική πρόταση.
Όσον αφορά στην 1η κατηγορουμένη, …, από την εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού που έχει συγκεντρωθεί από την προκαταρκτική εξέταση και την κύρια ανάκριση και ειδικότερα, από όλα τα έγγραφα που υπάρχουν στη δικογραφία και τις απολογίες των κατηγορουμένων, προέκυψαν τα πραγματικά περιστατικά, που εκτίθενται αναλυτικά και αιτιολογημένα στην ανωτέρω Εισαγγελική πρόταση, με το νομικό και πραγματικό μέρος της οποίας και το Συμβούλιο τούτο εν μέρει συμφωνεί, κατά τα ειδικότερα κατωτέρω αναφερόμενα, και γι’ αυτό εν μέρει αναφέρεται σ’ αυτήν, ώστε τα εκτιθέμενα στην εισαγγελική πρόταση να αποτελέσουν αιτιολογία και του παρόντος βουλεύματος, προς αποφυγήν άσκοπων επαναλήψεων και καθ’ ο μέρος δεν διαφοροποιούνται από όσα κατωτέρω θα αναφερθούν (ΑΠ 278/2007 δημοσ. στην ΤΝΠ Νόμος, 511/2005 Ποιν.Λογ. 2005, 475). Πιο συγκεκριμένα: Α. με βάση τα πραγματικά αυτά περιστατικά για την ως άνω 1Π κατηγορουμένη προέκυψαν σοβαρές ενδείξεις ενοχής της για την παραπομπή της στο ακροατήριο του αρμόδιου δικαστηρίου, για τις αξιόποινες πράξεις: 1) της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία, κατ’ εξακολούθηση, από υπαίτιο που μεταχειρίστηκε ιδιαίτερα τεχνάσματα και το αντικείμενο της πράξης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, συνολικά ανώτερης των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ [άρθ. 258 περ. γα’, όπως η περ. γ’ αντικαταστάθηκε από το άρθρο 14 παρ. 5β’ του ν. 2721/1999, τα δε χρηματικά ποσά αναπροσαρμόστηκαν με το άρθρο 25 παρ. 1θ και παρ. 2γ του ν. 4055/2012 με έναρξη ισχύος 2.4.2012 – άρθρο 113 ν.4055/2012, που καταλαμβάνει την υπό κρίση υπόθεση, ως εκ του χρόνου τέλεσης της επίδικης πράξης (15.7.2004 έως 19.10.2004)] και συγκεκριμένα της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία και ενώ ήταν διευθύντρια του υποκαταστήματος Ζακύνθου, της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας, με την επωνυμία «Τράπεζα . ΑΕ», ότε και με διάφορες μεθοδεύσεις και ιδιαίτερα τεχνάσματα υπεξαίρεσε μέρος των χρημάτων που υπήρχαν στον υπ’ αριθ. … λογαριασμό, που τηρούνταν στην εν λόγω τράπεζα με δικαιούχους την εγκαλούσα, …, τον …, σύζυγό της και τον …, γιο της. Πλέον, συγκεκριμένα, υπεξαίρεσε : [α] την 15.7.2004 χρηματικό ποσό τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ, [β] την 10.9.2004 χρηματικό ποσό τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ και [γ] την 19.10.2004 χρηματικό ποσό έντεκα χιλιάδων (11.000) ευρώ, ήτοι συνολικό ποσό εβδομήντα ενός χιλιάδων (71.000) ευρώ, το οποίο και παράνομα ιδιοποιήθηκε. Σημειώνεται, δε, ότι για τις υπό στοιχεία [α], [β] και [γ] πράξεις υπεξαίρεσης χρησιμοποιήθηκαν τα πλαστά εντάλματα πληρωμής, με αριθμό ., με ημερομηνία 15-7-2004, με αριθ. ., με ημερομηνία 10η.9.2004 και με αριθ. ., με ημερομηνία 19η.10.2004, δυνάμει των οποίων φέρεται η δικαιούχος του υπ’ αριθ. … λογαριασμού, που τηρούνταν στην εν λόγω τράπεζα, …, να έχει προβεί δήθεν στην ανάληψη του συνολικού ποσού των εβδομήντα ενός χιλιάδων (71.000) ευρώ. Επιπλέον τούτων, η 1η κατηγορουμένη προέβη σε ψευδείς παραστάσεις και αθέμιτες αποκρύψεις από τα αρμόδια εποπτικά όργανα του συγκεκριμένου τραπεζικού υποκαταστήματος (πρόωρες παράτυπες ρευστοποιήσεις προθεσμιακών καταθέσεων ή λοιπών τραπεζικών αξιών (αμοιβαίων κεφαλαίων) με ιδιοποίηση του προϊόντος της ρευστοποίησης της κατάθεσης ή άλλης αξίας, χωρίς τη γνώση των δικαιούχων ή της ίδιας της Τράπεζας). Προκειμένου δε να δικαιολογεί λογιστικά το έλλειμμα που δημιουργούνταν από τις αναλήψεις, μεταξύ άλλων, εμφάνιζε προσωρινά στο λογαριασμό και τα στοιχεία της Τράπεζας ότι τα ποσά που είχαν εισπραχθεί από αυτήν δήθεν είχαν εισπραχθεί από τη συγκεκριμένη πελάτη του Καταστήματος Ζακύνθου, ενώ στην πραγματικότητα αυτή ουδόλως είχε προβεί στις σχετικές ενέργειες, ούτε είχε εισπράξει οποιοδήποτε ποσό και δεν είχε υπογράψει τα ανωτέρω παραστατικά ανάληψης χρημάτων. Πέραν αυτού η 1η κατηγορουμένη τηρούσε ανυπόγραφα παραστατικά των υποτιθέμενων συναλλαγών των πελατών. Επιπλέον, από την εν γένει δράση της προκύπτει ότι όταν ο δικαιούχος της προθεσμιακής κατάθεσης ή άλλης τραπεζικής αξίας εμφανιζόταν πραγματικά στο υποκατάστημα Ζακύνθου και ζητούσε είτε να ανανεώσει την προθεσμιακή κατάθεση ή άλλη τραπεζική αξία, είτε να την ρευστοποιήσει και να εισπράξει αντίστοιχα, είτε να αναλάβει χρήματα από λογαριασμό ταμιευτηρίου, ο πελάτης δεν αντιλαμβανόταν ότι ο λογαριασμός του είχε προσωρινά χρεωθεί, όπως ψευδώς εμφανιζόταν στα επίσημα λογιστικά στοιχεία, αφού η 1η κατηγορούμενη, επειδή τα στοιχεία του υποκαταστήματος δεν απέδιδαν την πραγματική εικόνα του λογαριασμού και ο πελάτης εμφανιζόταν να μην έχει πλέον διαθέσιμο υπόλοιπο, είτε του κατέβαλε το ποσό που αντιστοιχούσε σε αυτό], είτε του χορηγούσε το ακριβές ποσό που ζητούσε να αναλάβει από τον λογαριασμό του. Κατόπιν φρόντιζε να καλύψει το καταβεβλημένο ποσό από άλλη προθεσμιακή κατάθεση άλλου πελάτη, που δεν είχε πραγματικά εξοφληθεί ή από άλλο λογαριασμό καταθέσεων, παριστάνοντας ψευδώς ότι ο εν λόγω πελάτης προσήλθε στο υποκατάστημα αιτούμενος είτε τη ρευστοποίηση προθεσμιακής του κατάθεσης ή και άλλης τραπεζικής αξίας, είτε την ανάληψη από λογαριασμό καταθέσεων ποσού αντίστοιχου με αυτό που υπεξαιρέθηκε, εκδίδοντας ταυτόχρονα και το σχετικό ανυπόγραφο παραστατικό εξακολουθώντας έτσι η 1η κατηγορούμενη να καλύπτει το υπεξαιρεθέν ποσό χρεώνοντας το πλέον, προσωρινά, στο όνομα άλλου πελάτη. Με αυτό δε τον τρόπο καθημερινώς εμφάνιζε ψευδώς στις Κεντρικές Οικονομικές Υπηρεσίες της Τράπεζας ταμείο συμφωνημένο λογιστικά, δηλαδή κανονικό. Ακολούθως, προκειμένου να μπορεί να κλείνει καθημερινά το ταμείο του καταστήματος του οποίου είχε την διεύθυνση, προέβαινε μέσω του ηλεκτρονικού συστήματος σε ψευδείς παραστάσεις προς τους υπαλλήλους των Κεντρικών Οικονομικών Υπηρεσιών της Τράπεζας. Με βάση αυτές τις ψευδείς παραστάσεις το ταμείο εμφανιζόταν ως λογιστικά τακτοποιημένο, ενώ λόγω της προπεριγραφείσας παράνομης δραστηριότητας της έπρεπε να εμφανίζει έλλειμμα.
Περαιτέρω και επειδή από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 46, 47 και 48 του Π.Κ. και ιδίως από τη διάταξη 48 του εν λόγω Κώδικα, με την οποία καθιερώνεται το ανεξάρτητο του αξιοποίνου του ηθικού αυτουργού και των λοιπών συνεργών από το αξιόποινο του εκτελέσαντος την πράξη, προκύπτει, ότι για την ύπαρξη ηθικής αυτουργίας αρκεί να στοιχειοθετείται η αντικειμενική υπόσταση ορισμένου εγκλήματος, δηλαδή πράξεως, για την οποία δεν συντρέχει κάποιος λόγος, που αποκλείει τον άδικο χαρακτήρα αυτής, χωρίς να εξετάζεται, αν ο αυτουργός είναι ικανός προς καταλογισμό, αν πράττει εκ δόλου ή, αν συντρέχει ως προς αυτόν λόγος, που να αποκλείει τον καταλογισμό. Από αυτά παρέπεται, ότι το αξιόποινο, ως προς τον ηθικό αυτουργό, είναι ανεξάρτητο από το αξιόποινο του αυτουργού, αρκεί να στοιχειοθετείται η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος, ενώ, μη υφισταμένου αντικειμενικώς του εγκλήματος, δεν μπορεί να γίνει λόγος για ηθική αυτουργία στην πράξη αυτή, λόγω του παρακολουθηματικού χαρακτήρα της ηθικής αυτουργίας (Α.Π. 300/2017). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 98 ΠΚ -όπως το υπάρχον κείμενο του άρθρου 98 αριθμήθηκε ως παρ.1 και η παρ.2 προστέθηκε με το άρθρο 14 Ν. 2721/1999, ΦΕΚ Α 112/3.6.1999- «Αν περισσότερες από μία πράξεις του ίδιου προσώπου συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, το δικαστήριο μπορεί, αντί να εφαρμόσει τη διάταξη του άρθρου 94 παρ. 1, να επιβάλει μία και μόνο ποινή. Για την επιμέτρηση της το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη το όλο περιεχόμενο των μερικότερων πράξεων. “2. Η αξία του αντικειμένου της πράξεως και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ’ εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος λαμβάνονται συνολικά υπόψη αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό. Στις περιπτώσεις αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως προσδιορίζεται με βάση τη συνολική αξία του αντικειμένου και τη συνολική περιουσιακή βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος που ανάλογα με το έγκλημα επήλθε ή σκοπήθηκε.” Από τη διάταξη αυτή, που έχει θεσπιστεί προς το σκοπό επιεικέστερης μεταχείρισης του κατηγορουμένου, προκύπτει ότι το κατ’ εξακολούθηση έγκλημα είναι μια ιδιάζουσα περίπτωση ομοειδούς πραγματικής συρροής εγκλημάτων, που συνέχονται μεταξύ τους λόγω της ενότητας του δόλου του δράστη και της μορφής του αδικήματος που επαναλαμβάνεται από τον ίδιο αυτουργό, στην οποία (συρροή) όμως το δικαστήριο μπορεί αντί να καταγνώσει στον δράστη συνολική ποινή, να επιβάλει μία (ενιαία) ποινή, λαμβάνοντας υπόψη το όλο περιεχόμενο των μερικότερων πράξεων, μέσα στα πλαίσια της ποινής του οικείου εγκλήματος. Συνεπώς, η καθεμία από τις μερικότερες πράξεις που συγκροτούν το κατʼ εξακολούθηση έγκλημα διατηρεί την αυτοτέλεια της ως προς την παραγραφή και το χαρακτηρισμό της ως πλημμελήματος ή κακουργήματος αναλόγως του ποσού οφέλους ή βλάβης.
Από τη διάταξη του άρθρου 98 ΠΚ προκύπτει ακόμη, ότι στις περιπτώσεις που προσβάλλονται κατ’ εξακολούθηση περιουσιακά έννομα αγαθά, κρίσιμο μέγεθος για τον προσδιορισμό της σχετικής αξίας (του οφέλους ή της ζημίας) ως ευτελούς, ιδιαίτερα μεγάλης, ανώτερης των 25.000.000 δραχμών ήτοι εβδομήντα τριών χιλιάδων (73.000) ευρώ και ήδη – με την παρ.1 περ. β του άρθρου 25 Ν. 4055/2012, ΦΕΚ Α 51/12.3.2012. Εναρξη ισχύος 2 Απριλίου 2012-, στο ποσό των εκατό είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ κ.λπ. είναι το αντικείμενο της καθεμιάς μερικότερης πράξης και όχι το άθροισμα του αντικειμένου του συνόλου των μερικότερων πράξεων. Και τούτο διότι: α) κάθε μερικότερη πράξη διατηρεί την αυτοτέλεια της και υπόκειται αυτοτελώς σε παραγραφή και έγκληση, β) το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη το όλο περιεχόμενο των μερικότερων πράξεων τού κατ’ εξακολούθηση εγκλήματος μόνο για την επιβολή μιας ποινής και όχι για τον χαρακτηρισμό αυτού ως κακουργήματος ή πλημμελήματος, γ) ο χαρακτηρισμός τού κατ’ εξακολούθηση εγκλήματος ως κακουργήματος με βάση το άθροισμα του αντικειμένου του συνόλου των μερικότερων πράξεων, χωρίς να προβλέπεται τούτο από διάταξη νόμου, είναι αντίθετος προς τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 1 του Συντάγματος, διότι με τον τρόπο αυτό μία μερικότερη πράξη τού κατ’ εξακολούθηση εγκλήματος, η οποία κατά το χρόνο που τελέστηκε τιμωρείτο ως πλημμέλημα, αναβαθμίζεται εκ των υστέρων σε κακούργημα με την προσθήκη χρηματικού ποσού που δεν υπήρχε κατά το χρόνο τελέσεως της αλλά δημιουργήθηκε μετέπειτα με την τέλεση άλλης μερικότερης πράξης, με περαιτέρω δυσμενείς για τον κατηγορούμενο συνέπειες να επιμηκύνεται ο χρόνος της παραγραφής των προηγούμενων πράξεων και να δύναται να χωρήσει αυτεπάγγελτη δίωξη, ενώ κατά το χρόνο τελέσεως τους, διώκονται κατ’ έγκληση (π.χ. στην περίπτωση κλοπής και υπεξαίρεσης ευτελούς αξίας – ΠΚ 377 παρ. 2) και δ) αν ο νομοθέτης με την προσθήκη στο τέλος της παρ. 3 του άρθρου 216 ΠΚ της φράσης “αν το όφελος ή η βλάβη υπερβαίνουν το ποσό των 120.000 ευρώ” ήθελε να καθιερώσει, για τον χαρακτηρισμό της πλαστογραφίας ως κακουργήματος, αθροιστικό υπολογισμό του περιουσιακού οφέλους ή της περιουσιακής βλάβης, θα όριζε τούτο ρητώς, όπως είχε πράξει με τη διάταξη του άρθρου 16 παρ. 2 του νδ 2576/1953 προκειμένου για τα εγκλήματα του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 1608/1950 [ολΑΠ 5/2002 νόμος].
Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 46 παρ.1 εδ. α’ του Π.Κ., με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται επίσης όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι για την ύπαρξη ηθικής αυτουργίας απαιτείται να συντρέχουν αντικειμενικώς μεν: α) πρόκληση από τον ηθικό αυτουργό σε άλλον της αποφάσεως να διαπράξει ορισμένη αξιόποινη πράξη, η πρόκληση δε αυτή μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε τρόπο και μέσο, όπως με συμβουλές, υπόσχεση ή χορήγηση αμοιβής ή οικονομικού ανταλλάγματος, παραινέσεις, προτροπές (παρακίνηση, παρόρμηση, ενθάρρυνση), πειθώ, φορτικότητα, πίεση, απειλή κ.λπ. και β) διάπραξη από τον άλλον (αυτουργό) της πράξεως αυτής κατά την αντικειμενική της υπόσταση, μη απαιτουμένου να διαπράξει αυτή και κατά την υποκειμενική της υπόσταση και τούτο διότι κατά το άρθρο 48 του Π.Κ. το αξιόποινο του ηθικού αυτουργού είναι ανεξάρτητο από το αξιόποινο του αυτουργού, αφού ο τελευταίος αρκεί να τελέσει την πράξη μόνον κατά την αντικειμενική της υπόσταση και όχι και κατά την υποκειμενική της υπόσταση, λόγω ελλείψεως δόλου από μέρους του, όπως όταν παραπλανήθηκε στο να τελέσει την πράξη, υποκειμενικώς δε δόλος του ηθικού αυτουργού, δηλαδή ηθελημένη πρόκληση της αποφάσεως για τη διάπραξη από τον άλλον της αντικειμενικής υποστάσεως ορισμένου εγκλήματος με τη γνώση και θέληση ή αποδοχή της συγκεκριμένης εγκληματικής πράξεως χωρίς να είναι αναγκαίος ο καθορισμός της πράξεως αυτής μέχρι λεπτομερειών, αρκεί δε και ενδεχόμενος δόλος, εκτός αν για την υποκειμενική θεμελίωση του οικείου εγκλήματος απαιτείται άμεσος ή υπερχειλής δόλος, οπότε ο δόλος αυτός πρέπει να συντρέχει και στο πρόσωπο του ηθικού αυτουργού, πράγμα που δεν συμβαίνει επί του εγκλήματος της ψευδούς βεβαιώσεως, αφού όπως προαναφέρθηκε για τη στοιχειοθέτηση του υποκειμενικά αρκεί και ενδεχόμενος δόλος του δράστη, συμβαίνει όμως επί του εγκλήματος της απιστίας στην υπηρεσία, όπου απαιτείται η εν γνώσει του δράστη ελάττωση της δημόσιας περιουσίας και σκοπός του δράστη να ωφεληθεί ο ίδιος ή άλλος. Ακόμη, κατά τη διάταξη του άρθρου 49 παρ. 1 του Π.Κ., “όπου ο νόμος, για να είναι μία πράξη αξιόποινη, απαιτεί ιδιαίτερες ιδιότητες ή σχέσεις, αν αυτές υπάρχουν μόνο στο δράστη, τότε αυτοί που είναι συμμέτοχοι κατά το άρθρο 46 παρ.1 μπορούν να τιμωρηθούν με ποινή ελαττωμένη (άρθρ. 83), αν όμως υπάρχουν μόνο σ’ αυτούς που είναι συμμέτοχοι κατά τα άρθρα 46 παρ. 1 και 47, τότε οι τελευταίοι τιμωρούνται ως αυτουργοί και ο δράστης ως συνεργός. Ιδιαίτερες ιδιότητες ή σχέσεις που εμπίπτουν στη ρύθμιση της παρ. 2 είναι περιστάσεις συμπτωματικού χαρακτήρα δηλ. κείμενες εκτός των στοιχείων για τη θεμελίωση του αξιόποινου, καταλογίζονται μόνο σε όφελος και σε βάρος συμμέτοχου, στο πρόσωπο του οποίου υπάρχουν και δεν θίγουν το μέτρο ευθύνης των λοιπών συμμέτοχων. Ιδιότητες ή σχέσεις που επιτείνουν την ποινή είναι στην ένδικη περίπτωση και στο πρόσωπο της 1ης κατηγορούμενης η «καθ’ έξη και κατ’ επάγγελμα τέλεση» των πράξεων για τις οποίες κατηγορείται και στη συγκεκριμένη περίπτωση της πράξης της ηθικής αυτουργίας σε κατάρτιση πλαστών παραστατικών εγγράφων. Σε κάθε, δε, περίπτωση, δεν έχει σημασία αν ο συμμέτοχος γνωρίζει ή όχι την ύπαρξη της ιδιότητας ή της σχέσης στο πρόσωπο του συμμέτοχου του αλλά σημαντικό είναι μόνο αν έχει ο ίδιος την εν λόγω ιδιότητα ή σχέση {βλ. ΑΠ 373/1992 σε Μιχαήλ Μαργαρίτη ΠΟΙΝΙΚΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΕΦΑΡΜΟΓΗ].
Στην προκειμένη περίπτωση, πρέπει να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη λόγω παραγραφής κατά του 3ου κατηγορούμενου, …, κατοίκου . Ζακύνθου, για τις αξιόποινες πράξεις: α) της πλημμεληματικής πλαστογραφίας, ήτοι για το ότι όντας τραπεζικός υπάλληλος (ταμίας με χρησιμοποιούμενο κωδικό .) κατάρτισε την 19.10.2004 και περί ώρα 12:07 το υπ’ αριθ. . ένταλμα πληρωμής, ποσού έντεκα χιλιάδων (11.000) ευρώ, δυνάμει του οποίου φέρεται η δικαιούχος του υπ’ αριθ. … λογαριασμού, που τηρούνταν στην εν λόγω τράπεζα, …, να προβαίνει στην ανάληψη του εν λόγω ποσού, πλην, όμως, η υπογραφή της δικαιούχου του λογαριασμού είναι πλαστή, καθώς τέθηκε από τον ως άνω ταμία του τραπεζικού υποκαταστήματος στη θέση του πελάτη, ο οποίος καταπείστηκε σχετικά στην τέλεση της ως άνω αξιόποινης πράξης από την 1η κατηγορούμενη, δεδομένης και της μη φυσικής παρουσίας της δικαιούχου του λογαριασμού στο υποκατάστημα στους ανωτέρω χρόνους. Περαιτέρω, δε, ο ως άνω ταμίας, εν γνώσει της πλαστότητας του εν λόγω εντάλματος πληρωμής, έκανε χρήση αυτού, θέτοντας το στο αρχείο του τραπεζικού υποκαταστήματος, προκειμένου να πιστοποιηθεί ότι η αναφερόμενη συναλλαγή πράγματι έγινε, γεγονός ψευδές, δοθέντος ότι το φερόμενο ως αναληφθέν χρηματικό ποσό υπεξαιρέθηκε από την 1η κατηγορούμενη και β) της άμεσης συνέργειας στην υπό Α1 αξιόποινη πράξη της 1ης κατηγορούμενης, που φέρεται ότι τέλεσε στην Ζάκυνθο, την 19-10-2004 και συγκεκριμένα ότι ως υφιστάμενος της 1ας κατηγορούμενης έλαβε από αυτήν εντολή να καταρτίσει πλαστό παραστατικό ανάληψης από την δικαιούχο, …, του ποσού των έντεκα χιλιάδων (11.000) ευρώ, θέτοντας επ’ αυτού, κατ’ απομίμηση, την υπογραφή της τελευταίας, ώστε να εμφανίζεται ότι αυτή πραγματοποίησε την ανωτέρω ανάληψη και συγκεκριμένα φέρεται αυτός ότι κατάρτισε το με αριθ. . παραστατικό ανάληψης, παρέχοντας με αυτόν τον τρόπο άμεση συνδρομή στην 1α συγκατηγορούμενή του, κατά την παράνομη ιδιοποίηση του ανωτέρω ποσού. Τούτο, διότι, όπως αναφέρθηκε, οι ως άνω πράξεις, είναι πλημμελήματα, αφού από το χρόνο τελέσεως αυτών έχει παρέλθει χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της πενταετίας, που είναι ο χρόνος παραγραφής των πλημμελημάτων, χωρίς να έχει μεσολαβήσει οποιαδήποτε αναστολή αυτής, αφού δεν είχε επιδοθεί στον 3ο κατηγορούμενο εντός πέντε (5) ετών από την τέλεση της τελευταίας μερικότερης πράξης κλήση για τη συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο [ολΑΠ 5/2002 δημ. στη ΝΟΜΟΣ]. Πιο ειδικά, οι ως άνω από τον 3ο κατηγορούμενο πλημμεληματικού χαρακτήρα πράξεις έλαβαν χώρα στις 19.10.2004 και η ποινική δίωξη σε βάρος του ασκήθηκε στις 24.6.2012 (βλ. ABM . Εισαγγελίας πρωτοδικών Ζακύνθου) και συνεπώς έχουν υποπέσει στην πενταετή παραγραφή (άρθ. 111 αρ. 3, 112, 113 αρ. 3 ΠΚ). Πέραν τούτου, όμως, και σύμφωνα και με όσα λέχθηκαν στην αμέσως παραπάνω μείζονα πρόταση της παρούσας και ενόψει του ότι, όπως λέχθηκε, το αξιόποινο της ηθικής αυτουργίας είναι ανεξάρτητο από το αξιόποινο ή μη του φυσικού αυτουργού, όπως στην προκειμένη περίπτωση κατά την οποία για τον 3° κατηγορούμενο πρέπει να παύσει η ποινική δίωξη λόγω παραγραφής για τις ανωτέρω πράξεις και, με δεδομένο ότι, το παρόν Συμβούλιο κρίνει ότι συντρέχουν αποχρώσες ενδείξεις ενοχής της 1ης κατηγορούμενης για την πράξη της ηθικής αυτουργίας στην πράξη της πλαστογραφίας των 2ου αλλά και του 3ου των κατηγορούμενων, όπως αυτές περιγράφηκαν παραπάνω, τους οποίους η 1η κατηγορούμενη κατέπεισε με πειθώ και φορτικότητα και λόγω της ιδιότητας της ως διευθύντριας του ανωτέρω τραπεζικού ιδρύματος να διαπράξουν την αξιόποινη πράξη της πλαστογραφίας, πράξη την οποία η 1η κατηγορούμενη διαπράττει σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με όλες τις παραπάνω αποχρώσες ενδείξεις, «καθ έξη και κατ’ επάγγελμα», χρησιμοποιώντας μάλιστα και ιδιαίτερα τεχνάσματα, ήτοι με σύστημα και μεθοδικότητα, και επομένως συντρέχουν στο πρόσωπο της ιδιαίτερες ιδιότητες και σχέσεις, με την έννοια που αναπτύχθηκε, για τον λόγο, δε, αυτό πρέπει να παραπεμφθεί σε δίκη και για την πράξη αυτή και ειδικότερα:
2) Της ηθικής αυτουργίας στην διάπραξη από άλλον της άδικης πράξης της πλαστογραφίας εγγράφων με χρήση, τελεσθείσας κατ’ εξακολούθηση, ενεργώντας τόσο αυτή όσο και οι φυσικοί αυτουργοί, δεύτερος και τρίτος εκ των κατηγορουμένων, … και …, κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια, ενώ το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνουν, το ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ. Ειδικότερα, στην πόλη της Ζακύνθου, υπό την ιδιότητα της διευθύντριας του υποκαταστήματος Ζακύνθου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «Τράπεζα . ΑΕ», η οποία κατά το καταστατικό της εδρεύει στην ημεδαπή και, συγκεκριμένα, στην Αθήνα (οδός …), με πειθώ και φορτικότητα και εκμεταλλευόμενη την θέση της ως διευθύντρια του εν λόγω υποκαταστήματος και την υπηρεσιακή εξάρτηση του 2ου και 3ου των κατηγορουμένων, … και …, αντίστοιχα, -υπαλλήλων στο υποκατάστημα της ως άνω τράπεζας, στην Ζάκυνθο, υπό τις εντολές της, κατέπεισε αυτούς, ήτοι: 2α) τον μεν 2ο κατηγορούμενο, …, τραπεζικό υπάλληλο (ταμία με χρησιμοποιούμενο κωδικό .) να καταρτίσει την 15.7.2004 και περί ώρα 15:10 (μετά τη λήξη του ωραρίου λειτουργίας του υποκαταστήματος) το υπ’ αριθ. . ένταλμα πληρωμής, ποσού 30.000 ευρώ και [2β] την 10.9.2004 και περί ώρα 12:37 το υπ’ αριθ. . ένταλμα πληρωμής, ποσού 30.000 ευρώ και 2γ) τον δε 3ο κατηγορούμενο, …, τραπεζικό υπάλληλο (ταμία με χρησιμοποιούμενο κωδικό .) να καταρτίσει την 19.10.2004 και περί ώρα 12:07 το υπ’ αριθμ. . ένταλμα πληρωμής, ποσού 11.000 ευρώ, δυνάμει των οποίων (ενταλμάτων πληρωμής) φέρεται η δικαιούχος του υπ’ αριθ. … λογαριασμού, που τηρούνταν στην εν λόγω τράπεζα, …, να προβαίνει στην ανάληψη χρηματικού ποσού και, συγκεκριμένα, τριάντα χιλιάδων (30.000,00) ευρώ σε έκαστη από τις υπό 2ο και 2β συναλλαγές και έντεκα χιλιάδων (11.000) ευρώ, στην υπό 2γ συναλλαγή. Πλην, όμως, οι υπογραφές της δικαιούχου του λογαριασμού είναι πλαστές, καθώς έχουν τεθεί από τους ως άνω ταμίες του τραπεζικού υποκαταστήματος στη θέση του πελάτη, οι οποίοι καταπείστηκαν σχετικά από την 1η κατηγορούμενη, δεδομένης και της μη φυσικής παρουσίας της δικαιούχου του λογαριασμού στο υποκατάστημα στους ανωτέρω χρόνους. Περαιτέρω, δε, οι ως άνω ταμίες, εν γνώσει της πλαστότητας των ενταλμάτων πληρωμής, έκαναν χρήση αυτών, θέτοντας τα στο αρχείο του τραπεζικού υποκαταστήματος, προκειμένου να πιστοποιηθεί ότι οι αναφερόμενες συναλλαγές πράγματι έγιναν, πράγμα ψευδές, δοθέντος ότι τα φερόμενα ως αναληφθέντα χρηματικά ποσά υπεξαιρέθηκαν από την 1η κατηγορούμενη. Τέτοιες, δε, πράξεις (ηθικής αυτουργίας σε κατάρτιση πλαστών παραστατικών εγγράφων) διαπράττει η 1η κατηγορούμενη κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια, ώστε να προκύπτει η εκ μέρους της επανειλημμένη, με σύστημα και μεθοδικότητα και όχι ευκαιριακή, τέλεση της εν λόγω αξιόποινης πράξης, μέσω της οποίας (επανειλημμένης τέλεσης) προκύπτει σκοπός της για πορισμό εισοδήματος, καθώς και σταθερή ροπή της προς τη διάπραξη του ως άνω εγκλήματος, ως στοιχείο της προσωπικότητάς της, το, δε, σκοπούμενο συνολικό όφελος, καθώς και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνουν συνολικά το ποσό των τριάντα χιλιάδων (30,000) ευρώ και, ειδικότερα, ανέρχονται στο ποσό των εβδομήντα μιας χιλιάδων (71.000) ευρώ. Δηλαδή για πράξεις που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 1, 13 εδ. α’, γ και στ, 14, 16, 17, 18 εδ. α, 26 παρ. 1 εδ. α’, 27 παρ. 1, 46 παρ. 1 περ. α, 49, 51, 52, 60, 63, 68, 79, 94, 98, 216 παρ. 3 εδ. β σε συνδ. με παρ. 1, 258 περ. γ υποπερ. α’ και 262Α ΠΚ. Επομένως, πρέπει, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1, 111, 119, 122, 309 παρ. 1, περ. ε’, 313, 316 παρ. 2 Κ.Π.Δ., να παραπεμφθεί η πιο πάνω 1η κατηγορούμενη στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πατρών, που είναι αρμόδιο καθʼ ύλην και κατά τόπον Δικαστήριο για να δικασθεί γι’ αυτές και να διατηρηθεί η ισχύς της υπʼ αριθ. 3/2019 Ανακριτικής διάταξης με τον σ’ αυτήν διαλαμβανόμενο περιοριστικό όρο, μέχρι την οριστική εκδίκαση της υπόθεσης.
Β. Περαιτέρω, για όσους νόμιμους και βάσιμους λόγους αναφέρονται και αναλύονται στην εισαγγελική πρόταση, στο περιεχόμενο της οποίας και το Συμβούλιο αναφέρεται εξολοκλήρου, προς αποφυγή άσκοπων επαναλήψεων, πρέπει: α) να μην γίνει κατηγορία σε βάρος της 1ας κατηγορούμενης…, για την αξιόποινη πράξη της απάτης κατ’ επάγγελμα, κατά συνήθεια και κατ’ εξακολούθηση, εκ της οποίας επήλθε συνολική ζημία υπερβαίνουσα το ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ, πράξη που φέρεται ότι τέλεσε στην Ζάκυνθο, την 15-7-2004, την 10-9-2004 και την 19-10-2004 και β) να κηρυχθεί απαράδεκτη η ποινική δίωξη σε βάρος αυτής, λόγω εκκρεμοδικίας, για την επιμέρους αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία, ποσού ύψους 56.000 ευρώ, που τέλεσε μετερχόμενη ιδιαίτερα τεχνάσματα, ενώ το αντικείμενο της πράξης της είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, συνολικά ανώτερης των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ.
Οσον αφορά τον 2ο κατηγορούμενο, …, στον οποίο αποδίδεται ότι πλαστογράφησε την 15-7-2004, το με αριθ. . ένταλμα πληρωμής και την 10-9-2004 το με αριθ. . ένταλμα πληρωμής, ώστε να εμφανίζεται η δικαιούχος, ήτοι η εγκαλούσα ότι σε κάθε συναλλαγή που πραγματοποίησε στις ανωτέρω ημεροχρονολογίες έλαβε από τον τραπεζικό της λογαριασμό το ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ και συνολικά το ποσό των εξήντα χιλιάδων (60.000) ευρώ και ότι με τον τρόπο αυτό συνέδραμε αποφασιστικά στην τέλεση της υπεξαίρεσης από την συγκατηγορούμενή του … και ήδη 1η κατηγορούμενη, γνωρίζοντας, δε, τον εγκληματικό της σκοπό κι ότι ενεργούσε τις πράξεις του αυτές κατ’ επάγγελμα , ισχυρίζεται αυτός ότι ήδη έχει αθωωθεί με την προαναφερόμενη υπ’ αριθ. 340/2017 απόφαση, του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πατρών, η οποία ως προς αυτόν κατέστη αμετάκλητη, ακριβώς ως προς την κατηγορία της άμεσης συνέργειας στην υπεξαίρεση στην υπηρεσία, της ως άνω συγκατηγορούμενής του, που αφορούσε στην παράνομη ιδιοποίηση, με τον προαναφερόμενο τρόπο, των χρημάτων των καταθετών από την καταδικασθείσα 1η κατηγορουμένη.
Ειδικότερα, αυτός ισχυρίζεται ότι στην παραπάνω δίκη αποδείχθηκε ότι η ως άνω συγκατηγορούμενή του και ήδη 1η κατηγορούμενη είχε υφαρπάξει, κατά την συνήθη πρακτική της, τόσο τους δικούς του κωδικούς, όσο και του συναδέλφου του, …, ο οποίος, επίσης, αθωώθηκε και πραγματοποιούσε τις επιλήψιμες συναλλαγές της με την χρήση των κωδικών τους, εν αγνοία τους και με την συνδρομή, τού επίσης καταδικασθέντος μαζί της, …. Αναφέρει, δε, στο απολογητικό του υπόμνημα χαρακτηριστικές περιπτώσεις αναλήψεων, που εξετάσθηκαν στο προαναφερόμενο δικαστήριο, κατά τις οποίες έγινε από την συγκατηγορούμενή του χρήση των κωδικών του, ενώ αυτός απουσίαζε, σε νόμιμη άδεια, προσκομίζοντας με το απολογητικό του υπόμνημα και σχετικά αποδεικτικά στοιχεία, επικαλούμενος ότι το ίδιο συνέβη και στην υπό κρίση υπόθεση. Πλην, όμως, τούτο δεν αποδεικνύεται στην προκειμένη περίπτωση, αφού ο εν λόγω ισχυρισμός του και η αθώωση του δεν αφορά την συγκεκριμένη υπό κρίση περίπτωση αλλά τις αναφερόμενες στην με αρ. 340/2017 απόφαση, του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πατρών, που αφορούν άλλους καταθέτες και άλλες ημερομηνίες. Εξάλλου, δεν προσκομίζει κανένα αποδεικτικό υπέρ της αθωότητας του στοιχείο, σχετικό με την ένδικη περίπτωση και το μόνο που επικαλείται και προσκομίζει είναι κάρτα απουσιών για το έτος 2005 και όχι για το επίμαχο έτος 2004 [15.7.2004 και 10.9.2004]. Πιο ειδικά από την εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού που έχει συγκεντρωθεί από την προκαταρκτική εξέταση και την κύρια ανάκριση και ειδικότερα, από όλα τα έγγραφα που υπάρχουν στη δικογραφία και την απολογία του 2ου κατηγορούμενου, σε συνδυασμό και με την μη ειδική και αιτιολογημένη άρνηση εκ μέρους του των πράξεων για τις οποίες κατηγορείται κρίνεται από το Συμβούλιο αυτό ότι προέκυψαν σοβαρές ενδείξεις ενοχής του για την παραπομπή του στο ακροατήριο του αρμόδιου δικαστηρίου, για τις κάτωθι αναφερόμενες αξιόποινες πράξεις: 1) της πλαστογραφίας κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια, κατ’ εξακολούθηση τελεσθείσα, η συνολική ζημία εκ της οποίας υπερβαίνει το ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ και 2) της άμεσης συνέργειας στην υπό Α1 αξιόποινη πράξη της 1ης κατηγορουμένης (υπεξαίρεση στην υπηρεσία, κατ’ εξακολούθηση, από υπαίτιο που μεταχειρίστηκε ιδιαίτερα τεχνάσματα και το αντικείμενο της πράξης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, συνολικά ανώτερης των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ) και ειδικότερα πρέπει ο 2ος κατηγορούμενος, …, να παραπεμφθεί για να δικαστεί του ότι: [α1] Με περισσότερες πράξεις, που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, τέλεσε με πρόθεση έγκλημα που προβλέπεται και τιμωρείται από το νόμο με στερητική της ελευθερίας ποινή, ήτοι κατάρτισε πλαστά έγγραφα, με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση τους άλλον, σχετικά με γεγονός, που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, ακολούθως, δε, έκανε χρήση των πλαστών αυτών εγγράφων. Τέτοιες, δε, πράξεις διαπράττει κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια, ενώ το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνουν το ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ. Ειδικότερα, στην πόλη της Ζακύνθου, υπό την ιδιότητα του τραπεζικού υπαλλήλου (ταμία με χρησιμοποιούμενο κωδικό .) στο υποκατάστημα Ζακύνθου, της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας, με την επωνυμία «Τράπεζα .ΑΕ», η οποία κατά το καταστατικό της εδρεύει στην ημεδαπή και, συγκεκριμένα, στην Αθήνα (οδός ), κατάρτισε πλαστά έγγραφα, ήτοι: [α] την 15.7.2004 και περί ώρα 15:10 (μετά τη λήξη του ωραρίου λειτουργίας του υποκαταστήματος) το υπ’ αριθ. . ένταλμα πληρωμής και [β] την 10.9.2004 και περί ώρα 12:37 το υπ’ αριθ. . ένταλμα πληρωμής. Με τα ανωτέρω εντάλματα πληρωμής φέρεται η δικαιούχος του υπ’ αριθ. … λογαριασμού, που τηρούνταν στην εν λόγω τράπεζα, … να προβαίνει στην ανάληψη χρηματικού ποσού και, συγκεκριμένα, τριάντα χιλιάδων (30.000,00) ευρώ σε έκαστη συναλλαγή, πλην, όμως, οι υπογραφές αυτής στη θέση του πελάτη, έχοντας τεθεί από τον 2° κατηγορούμενο, καταπειθόμενο σχετικά από την συγκατηγορουμένη του, …, διευθύντρια του υποκαταστήματος, είναι πλαστές, δεδομένης και της μη φυσικής παρουσίας της δικαιούχου του λογαριασμού στο υποκατάστημα κατά τους ανωτέρω χρόνους. Περαιτέρω, δε, εν γνώσει της πλαστότητας των ανωτέρω ενταλμάτων, έκανε χρήση αυτών, θέτοντας αυτά στο αρχείο του τραπεζικού υποκαταστήματος, προκειμένου να πιστοποιηθεί ότι οι αναφερόμενες συναλλαγές πράγματι έγιναν, πράγμα ψευδές, δοθέντος ότι τα φερόμενα ως αναληφθέντα χρηματικά ποσά υπεξαιρέθηκαν από την συγκατηγορουμένη του, …, διευθύντρια του υποκαταστήματος. Τέτοιες, δε, πράξεις (καταρτίσεις πλαστών αξιόγραφων) διαπράττει κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια, ώστε να προκύπτει η εκ μέρους του επανειλημμένη, με σύστημα και μεθοδικότητα και όχι ευκαιριακή, τέλεση της εν λόγω αξιόποινης πράξης, μέσω της οποίας (επανειλημμένης τέλεσης} προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος, καθώς και σταθερή ροπή του προς τη διάπραξη πλαστογραφιών, ως στοιχείο της προσωπικότητας του, το δε σκοπούμενο συνολικό όφελος, καθώς και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνουν το ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ και, ειδικότερα, ανέρχονται στο ποσό των εξήντα χιλιάδων (60.000) ευρώ και [α2] Με πρόθεση παρέσχε άμεση συνδρομή στην 1η συγκατηγορουμένη του, …, διευθύντρια του υποκαταστήματος Ζακύνθου, της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας, με την επωνυμία «Τράπεζα . ΑΕ», η οποία κατά το καταστατικό της εδρεύει στην ημεδαπή και, συγκεκριμένα, στην Αθήνα (οδός ), κατά την εκτέλεση από αυτήν της άδικης πράξης της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία [υπό Α1 πράξη], τελεσθείσας κατ’ εξακολούθηση από υπαίτιο που μεταχειρίστηκε ιδιαίτερα τεχνάσματα, με αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, συνολικά ανώτερης των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ, δηλαδή πράξης, που προβλέπεται και τιμωρείται από το νόμο με στερητική της ελευθερίας ποινή (πρόσκαιρης κάθειρξης). Ειδικότερα, στους ανωτέρω τόπο και χρόνους, τελώντας τις αναφερόμενες στην υπό στοιχείο [α1] καταρτίσεις πλαστών εγγράφων παρέσχε στην ως άνω συγκατηγορούμενή του άμεση συνδρομή στην εκ μέρους της υπεξαίρεση, συνολικού ποσού εξήντα χιλιάδων (60.000) ευρώ. Τελούσε, δε, σε γνώση του γεγονότος ότι με την ηθελημένη συνδρομή που παρείχε, τελείτο η κατά τα ανωτέρω φερόμενη ως τελεσθείσα από τη συγκατηγορουμένη του άδικη πράξη, της ιδιότητας αυτής, καθώς και των ιδιαίτερων τεχνασμάτων που αυτή μεταχειρίστηκε για να υπεξαιρέσει το προεκτεθέν ποσό. Ειδικότερα, αυτή, πέραν της κατάρτισης των ανωτέρω πλαστών παραστατικών εγγράφων και της χρήσης αυτών, προέβαινε, επιπλέον, σε ψευδείς παραστάσεις και αθέμιτες αποκρύψεις από την εγκαλούσα, καθώς και από τα αρμόδια εποπτικά όργανα του συγκεκριμένου τραπεζικού υποκαταστήματος (πρόωρες παράτυπες ρευστοποιήσεις προθεσμιακών καταθέσεων ή λοιπών τραπεζικών αξιών (αμοιβαίων κεφαλαίων], με ιδιοποίηση του προϊόντος της ρευστοποίησης της κατάθεσης ή άλλης αξίας, χωρίς τη γνώση των δικαιούχων ή της ίδιας της Τράπεζας). Προκειμένου, δε, να δικαιολογεί λογιστικά το έλλειμμα που δημιουργούνταν από τις αναλήψεις, εμφάνιζε προσωρινά στο λογαριασμό και τα στοιχεία της τράπεζας, ότι τα ποσά που είχαν εισπραχθεί από τον 2° κατηγορούμενο δήθεν είχαν εισπραχθεί από τη συγκεκριμένη πελάτη του καταστήματος Ζακύνθου, ενώ στην πραγματικότητα αυτή ουδόλως είχε προβεί στις σχετικές ενέργειες, ούτε είχε εισπράξει οποιοδήποτε ποσό και δεν είχε υπογράψει τα ανωτέρω παραστατικά ανάληψης χρημάτων. Πέραν αυτού τηρούσε ανυπόγραφα παραστατικά των υποτιθέμενων συναλλαγών των πελατών. Επιπλέον, από την εν γένει δράση της προκύπτει ότι όταν ο δικαιούχος της προθεσμιακής κατάθεσης ή άλλης τραπεζικής αξίας εμφανιζόταν πραγματικά στο υποκατάστημα Ζακύνθου και ζητούσε είτε να ανανεώσει την προθεσμιακή κατάθεση ή άλλη τραπεζική αξία, είτε να την ρευστοποιήσει και να εισπράξει αντίστοιχα, είτε να αναλάβει χρήματα από λογαριασμό ταμιευτηρίου, ο πελάτης δεν αντιλαμβανόταν ότι ο λογαριασμός του είχε προσωρινά χρεωθεί, όπως ψευδώς παριστάνετο στα επίσημα λογιστικά στοιχεία, αφού αυτή, επειδή τα στοιχεία του υποκαταστήματος δεν απέδιδαν την πραγματική εικόνα του λογαριασμού και ο πελάτης εμφανιζόταν να μην έχει πλέον διαθέσιμο υπόλοιπο, είτε του κατέβαλε το ποσό που αντιστοιχούσε σε αυτή, είτε του χορηγούσε το ακριβές ποσό που ζητούσε να αναλάβει από τον λογαριασμό του. Κατόπιν φρόντιζε να καλύψει το καταβεβλημένο ποσό από άλλη προθεσμιακή κατάθεση, άλλου πελάτη, που δεν είχε πραγματικά εξοφληθεί ή από άλλο λογαριασμό καταθέσεων, παριστάνοντας ψευδώς ότι ο εν λόγω πελάτης προσήλθε στο υποκατάστημα αιτούμενος είτε τη ρευστοποίηση προθεσμιακής του κατάθεσης ή και άλλης τραπεζικής αξίας, είτε την ανάληψη από λογαριασμό καταθέσεων ποσού αντίστοιχου με αυτό που υπεξαιρέθηκε, εκδίδοντας ταυτόχρονα και το σχετικό ανυπόγραφο παραστατικό εξακολουθώντας έτσι να καλύπτει το υπεξαιρεθέν ποσό χρεώνοντας το πλέον, προσωρινά, στο όνομα άλλου πελάτη. Με αυτό δε τον τρόπο καθημερινά εμφάνιζε ψευδώς στις Κεντρικές Οικονομικές Υπηρεσίες της Τράπεζας ταμείο συμφωνημένο λογιστικά, δηλαδή κανονικό. Ακολούθως, προκειμένου να μπορεί να κλείνει καθημερινά το ταμείο του καταστήματος, προέβαινε μέσω του ηλεκτρονικού συστήματος σε ψευδείς παραστάσεις προς τους υπαλλήλους των Κεντρικών Οικονομικών Υπηρεσιών της Τράπεζας. Με βάση αυτές τις ψευδείς παραστάσεις το ταμείο εμφανιζόταν ως λογιστικά τακτοποιημένο, ενώ, λόγω της προπεριγραφείσας παράνομης δραστηριότητας της, έπρεπε να εμφανίζει έλλειμμα. Τέλος, χωρίς τη συνδρομή του 2ου κατηγορούμενου, δεν θα καθίστατο με βεβαιότητα δυνατή η τέλεση του εγκλήματος υπό τις συνθήκες, που αυτό φέρεται ότι τελέστηκε από την ως άνω 1η κατηγορούμενη. Κατηγορείται, δηλαδή, για πράξεις που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 1, 13 εδ. α, γ και στ, 14, 16, 17, 18 εδ. α, 26 παρ, 1 εδ. α’, 27 παρ. 1, 46 παρ. 1 περ. β, 51, 52, 60, 63, 68, 79, 94, 98, 216 παρ. 3 εδ. β σε συνδ. με παρ. 1, 258 περ. γ υποπερ. α ΠΚ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 1 εδ. β, 2 και 3 ν. 4022/2011: Εκδίκαση πράξεων διαφθοράς Πολιτικών κ.λπ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Α] ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πατρών την κατηγορούμενη …, κάτοικο Ζακύνθου, για να δικασθεί ως υπαίτια του ότι:
Στην Ζάκυνθο, κατά τους κατωτέρω χρόνους τέλεσε τα εξής ποινικά αδικήματα :
1) Με πρόθεση και με περισσότερες πράξεις, που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, ούσα υπάλληλος και, συγκεκριμένα, διευθύντρια του υποκαταστήματος Ζακύνθου, της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «Τράπεζα . ΑΕ», η οποία κατά το καταστατικό της εδρεύει στην ημεδαπή και, συγκεκριμένα, στην Αθήνα (οδός …), ιδιοποιήθηκε παράνομα χρήματα που τα κατείχε λόγω της ως άνω υπαλληλικής της ιδιότητας, μεταχειρίστηκε, δε, προς τούτο ιδιαίτερα τεχνάσματα, ενώ το αντικείμενο της πράξης της είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, συνολικά ανώτερης των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ. Ειδικότερα, εκμεταλλευόμενη τη θέση της ως διευθύντρια στο εν λόγω υποκατάστημα προέβη, με διάφορες μεθοδεύσεις και ιδιαίτερα τεχνάσματα, σε σταδιακή ιδιοποίηση μέρους των χρημάτων που υπήρχαν στον υπ’ αριθμ. … λογαριασμό, που τηρούνταν στην εν λόγω τράπεζα, με δικαιούχους την … τον …, και τον …. Πλέον, συγκεκριμένα, παράνομα ιδιοποιήθηκε: [α] την 15η.7.2004 το χρηματικό ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000,00) ευρώ, [β] την 10η.9.2004 το χρηματικό ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000,00) ευρώ και [γ] την 19η.10.2004 το χρηματικό ποσό των έντεκα χιλιάδων (11.000,00) ευρώ, ήτοι το συνολικό ποσό των εβδομήντα ενός χιλιάδων (71.000) ευρώ. Για τις ανωτέρω, δε, πράξεις της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία μετήλθε ιδιαίτερων τεχνασμάτων, καθώς, πέραν της κατάρτισης των ενταλμάτων πληρωμής, με αριθμό ., που έλαβε χώρα την 15-7-2004, με αριθ. ., που έλαβε χώρα την 10η.9.2004 και με αριθ. ., που έλαβε χώρα την 19η.10.2004, δυνάμει των οποίων φέρεται η δικαιούχος του υπ’ αριθ. … λογαριασμού, που τηρούνταν στην εν λόγω τράπεζα, …, να έχει προβεί στην ανάληψη του συνολικού ποσού των εβδομήντα ενός χιλιάδων (71.000) ευρώ, προέβη, επιπλέον, σε ψευδείς παραστάσεις και αθέμιτες αποκρύψεις από τα αρμόδια εποπτικά όργανα του συγκεκριμένου τραπεζικού υποκαταστήματος [πρόωρες παράτυπες ρευστοποιήσεις προθεσμιακών καταθέσεων ή λοιπών τραπεζικών αξιών (αμοιβαίων κεφαλαίων), με ιδιοποίηση του προϊόντος της ρευστοποίησης της κατάθεσης ή άλλης αξίας, χωρίς τη γνώση των δικαιούχων ή της ίδιας της Τράπεζας]. Προκειμένου, δε, να δικαιολογεί λογιστικώς το έλλειμμα που δημιουργούνταν από τις αναλήψεις, εμφάνιζε προσωρινά στο λογαριασμό και τα στοιχεία της Τράπεζας ότι τα ποσά που είχαν εισπραχθεί από αυτήν δήθεν είχαν εισπραχθεί από τη συγκεκριμένη πελάτη του Καταστήματος Ζακύνθου, ενώ στην πραγματικότητα αυτή ουδόλως είχε προβεί στις σχετικές ενέργειες, ούτε είχε εισπράξει οποιοδήποτε ποσό και δεν είχε υπογράψει τα ανωτέρω παραστατικά ανάληψης χρημάτων. Πέραν αυτού τηρούσε ανυπόγραφα παραστατικά των υποτιθέμενων συναλλαγών των πελατών. Επιπλέον, από την εν γένει δράση της προκύπτει ότι όταν ο δικαιούχος της προθεσμιακής κατάθεσης ή άλλης τραπεζικής αξίας εμφανιζόταν πραγματικά στο Υποκατάστημα Ζακύνθου και ζητούσε είτε να ανανεώσει την προθεσμιακή κατάθεση ή άλλη τραπεζική αξία, είτε να την ρευστοποιήσει και να εισπράξει αντίστοιχα, είτε να αναλάβει χρήματα από λογαριασμό ταμιευτηρίου, ο πελάτης δεν αντιλαμβανόταν ότι ο λογαριασμός του είχε προσωρινά χρεωθεί, όπως ψευδώς εμφανιζόταν στα επίσημα λογιστικά στοιχεία, αφού αυτή, επειδή τα στοιχεία του υποκαταστήματος δεν απέδιδαν την πραγματική εικόνα του λογαριασμού και ο πελάτης εμφανιζόταν να μην έχει πλέον διαθέσιμο υπόλοιπο, είτε του κατέβαλε το ποσό που αντιστοιχούσε σε αυτή, είτε του χορηγούσε το ακριβές ποσό που ζητούσε να αναλάβει από τον λογαριασμό του. Κατόπιν φρόντιζε να καλύψει το καταβεβλημένο ποσό από άλλη προθεσμιακή κατάθεση άλλου πελάτη, που δεν είχε πραγματικά εξοφληθεί ή από άλλο λογαριασμό καταθέσεων, παριστάνοντας ψευδώς ότι ο εν λόγω πελάτης προσήλθε στο υποκατάστημα αιτούμενος είτε τη ρευστοποίηση προθεσμιακής του κατάθεσης ή και άλλης τραπεζικής αξίας, είτε την ανάληψη από λογαριασμό καταθέσεων ποσού αντίστοιχου με αυτό που υπεξαιρέθηκε, εκδίδοντας ταυτόχρονα και το σχετικό ανυπόγραφο παραστατικό εξακολουθώντας έτσι να καλύπτει το υπεξαιρεθέν ποσό χρεώνοντας το πλέον, προσωρινά, στο όνομα άλλου πελάτη. Με αυτόν, δε, τον τρόπο καθημερινά εμφάνιζε ψευδώς στις Κεντρικές Οικονομικές Υπηρεσίες της Τράπεζας ταμείο συμφωνημένο λογιστικά, δηλαδή κανονικό. Ακολούθως, προκειμένου να μπορεί να κλείνει καθημερινά το ταμείο του υποκαταστήματος της, προέβαινε, μέσω του ηλεκτρονικού συστήματος, σε ψευδείς παραστάσεις προς τους υπαλλήλους των Κεντρικών Οικονομικών Υπηρεσιών της Τράπεζας. Με βάση αυτές τις ψευδείς παραστάσεις το ταμείο εμφανιζόταν ως λογιστικά τακτοποιημένο, ενώ λόγω της προπεριγραφείσας παράνομης δραστηριότητας της έπρεπε να εμφανίζει έλλειμμα.
2) Της ηθικής αυτουργίας στην διάπραξη από άλλον της άδικης πράξης της πλαστογραφίας εγγράφων με χρήση, τελεσθείσας κατ’ εξακολούθηση, ενεργώντας τόσο αυτή όσο και ο φυσικός αυτουργός, δεύτερος εκ των κατηγορουμένων, …, κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια, ενώ το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία, στα οποία απέβλεψε με τις μερικότερες πράξεις της, υπερβαίνουν, το ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ. Ειδικότερα, στην πόλη της Ζακύνθου, υπό την ιδιότητα της διευθύντριας του υποκαταστήματος Ζακύνθου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «Τράπεζα . ΑΕ», η οποία κατά το καταστατικό της εδρεύει στην ημεδαπή και, συγκεκριμένα, στην Αθήνα (οδός .), με πειθώ και φορτικότητα και εκμεταλλευόμενη την θέση της ως διευθύντρια του εν λόγω υποκαταστήματος και την υπηρεσιακή εξάρτηση του 2ου και 3ου των κατηγορουμένων, … και …, αντίστοιχα, – υπαλλήλων στο υποκατάστημα της ως άνω τράπεζας, στην Ζάκυνθο, υπό τις εντολές της, κατέπεισε αυτούς, ήτοι: 2α) τον μεν 2ο κατηγορούμενο, …, τραπεζικό υπάλληλο (ταμία με χρησιμοποιούμενο κωδικό .) να καταρτίσει την 15.7.2004 και περί ώρα 15:10 (μετά τη λήξη του ωραρίου λειτουργίας του υποκαταστήματος) το υπ’ αριθ. . ένταλμα πληρωμής, ποσού 30.000 ευρώ και [2β] την 10.9.2004 και περί ώρα 12:37 το υπ’ αριθ. . ένταλμα πληρωμής, ποσού 30.000 ευρώ και 2γ) τον δε 3ο κατηγορούμενο, …, τραπεζικό υπάλληλο (ταμία με χρησιμοποιούμενο κωδικό .) να καταρτίσει την 19.10.2004 και περί ώρα 12:07 το υπ’ αριθ. . ένταλμα πληρωμής, ποσού 11.000 ευρώ, δυνάμει των οποίων (ενταλμάτων πληρωμής) φέρεται η δικαιούχος του υπ’ αριθ. … λογαριασμού, που τηρούνταν στην εν λόγω τράπεζα, …, να προβαίνει στην ανάληψη χρηματικού ποσού και, συγκεκριμένα, τριάντα χιλιάδων (30.000,00) ευρώ σε έκαστη από τις υπό 2α και 2β συναλλαγές και έντεκα χιλιάδων (11.000) ευρώ, στην υπό 2γ συναλλαγή. Πλην, όμως, οι υπογραφές της δικαιούχου του λογαριασμού είναι πλαστές, καθώς έχουν τεθεί από τους ως άνω ταμίες του τραπεζικού υποκαταστήματος στη θέση του πελάτη, οι οποίοι καταπείστηκαν σχετικά από την 1η κατηγορούμενη, δεδομένης και της μη φυσικής παρουσίας της δικαιούχου του λογαριασμού στο υποκατάστημα στους ανωτέρω χρόνους. Περαιτέρω, δε, οι ως άνω ταμίες, εν γνώσει της πλαστότητας των ενταλμάτων πληρωμής, έκαναν χρήση αυτών, θέτοντας τα στο αρχείο του τραπεζικού υποκαταστήματος, προκειμένου να πιστοποιηθεί ότι οι αναφερόμενες συναλλαγές πράγματι έγιναν, πράγμα ψευδές, δοθέντος ότι τα φερόμενα ως αναληφθέντα χρηματικά ποσά υπεξαιρέθηκαν από την V κατηγορούμενη. Τέτοιες, δε, πράξεις (ηθικής αυτουργίας σε κατάρτιση πλαστών παραστατικών εγγράφων) διαπράττει η 1η κατηγορούμενη κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια, ώστε να προκύπτει η εκ μέρους της επανειλημμένη, με σύστημα και μεθοδικότητα και όχι ευκαιριακή, τέλεση της εν λόγω αξιόποινης πράξης, μέσω της οποίας (επανειλημμένης τέλεσης) προκύπτει σκοπός της για πορισμό εισοδήματος, καθώς και σταθερή ροπή της προς τη διάπραξη πλαστογραφιών, ως στοιχείο της προσωπικότητάς της, το, δε, σκοπούμενο συνολικό όφελος, καθώς και η αντίστοιχη ζημία, στα οποία απέβλεψε με τις μερικότερες πράξεις της, υπερβαίνουν συνολικά το ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ και, ειδικότερα, ανέρχονται στο ποσό των εβδομήντα μιας χιλιάδων (71.000) ευρώ.
ΔΙΑΤΗΡΕΙ την ισχύ της υπ’ αριθμ. 3/2019 διατάξεως του Ανακριτή Πλημμελειοδικών Ζακύνθου, με τον σ’ αυτή διαλαμβανόμενο περιοριστικό όρο, ήτοι της καταβολής εγγυοδοσίας, ποσού πέντε χιλιάδων (5.000,00) ευρώ, μέχρι την οριστική εκδίκαση της υπόθεσης.
ΑΠΟΦΑΙΝΕΤΑΙ να μην γίνει κατηγορία σε βάρος της 1ης κατηγορούμενης, …, για την αξιόποινη πράξη της απάτης κατ’ επάγγελμα, κατά συνήθεια και κατ’ εξακολούθηση, εκ της οποίας επήλθε συνολική ζημία υπερβαίνουσα το ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ, πράξη που φέρεται ότι τέλεσε στην Ζάκυνθο, την 15-7-2004, την 10-9-2004 και την 19-10-2004 και
ΚΗΡΥΣΣΕΙ απαράδεκτη την ποινική δίωξη σε βάρος της 1ης κατηγορούμενης, …, λόγω εκκρεμοδικίας, για την επιμέρους αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία, ποσού ύψους 56.000 ευρώ, που τέλεσε μετερχόμενη ιδιαίτερα τεχνάσματα, ενώ το αντικείμενο της πράξης της είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, συνολικά ανώτερης των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ.
Β] ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πατρών τον κατηγορούμενο, …, κάτοικο Ζακύνθου, για να δικασθεί ως υπαίτιος του ότι:
[α] Με περισσότερες πράξεις, που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, τέλεσε με πρόθεση έγκλημα που προβλέπεται και τιμωρείται από το νόμο με στερητική της ελευθερίας ποινή, ήτοι κατάρτισε πλαστά έγγραφα, με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση τους άλλον, σχετικά με γεγονός, που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, ακολούθως, δε, έκανε χρήση των πλαστών αυτών εγγράφων. Τέτοιες, δε, πράξεις διαπράττει κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια, ενώ το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνουν το ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ. Ειδικότερα, στην πόλη της Ζακύνθου, υπό την ιδιότητα του τραπεζικού υπαλλήλου (ταμία με χρησιμοποιούμενο κωδικό .) στο υποκατάστημα Ζακύνθου, της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας, με την επωνυμία «Τράπεζα . ΑΕ», η οποία κατά το καταστατικό της εδρεύει στην ημεδαπή και, συγκεκριμένα, στην Αθήνα (οδός .), κατάρτισε πλαστά έγγραφα, ήτοι: [α] την 15.7.2004 και περί ώρα 15:10 (μετά τη λήξη του ωραρίου λειτουργίας του υποκαταστήματος) το υπ’ αριθ. . ένταλμα πληρωμής και (β] την 10.9.2004 και περί ώρα 12:37 το υπ’ αριθ. . ένταλμα πληρωμής. Με τα ανωτέρω εντάλματα πληρωμής φέρεται η δικαιούχος του υπ’ αριθ. … λογαριασμού, που τηρούνταν στην εν λόγω τράπεζα, … να προβαίνει στην ανάληψη χρηματικού ποσού και, συγκεκριμένα, τριάντα χιλιάδων (30.000,00) ευρώ σε έκαστη συναλλαγή, πλην, όμως, οι υπογραφές αυτής στη θέση του πελάτη, έχοντας τεθεί από τον 2° κατηγορούμενο, καταπειθόμενο σχετικά από την συγκατηγορουμένη του, …, διευθύντρια του υποκαταστήματος, είναι πλαστές, δεδομένης και της μη φυσικής παρουσίας της δικαιούχου του εν γνώσει της πλαστότητας των ανωτέρω ενταλμάτων, έκανε χρήση αυτών, θέτοντας αυτά στο αρχείο του τραπεζικού υποκαταστήματος, προκειμένου να πιστοποιηθεί ότι οι αναφερόμενες συναλλαγές πράγματι έγιναν, πράγμα ψευδές, δοθέντος ότι τα φερόμενα ως αναληφθέντα χρηματικά ποσά υπεξαιρέθηκαν από την συγκατηγορουμένη του, …, διευθύντρια του υποκαταστήματος. Τέτοιες, δε, πράξεις (καταρτίσεις πλαστών εγγράφων) διαπράττει κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια, ώστε να προκύπτει η εκ μέρους του επανειλημμένη, με σύστημα και μεθοδικότητα και όχι ευκαιριακή, τέλεση της εν λόγω αξιόποινης πράξης, μέσω της οποίας (επανειλημμένης τέλεσης) προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος, καθώς και σταθερή ροπή του προς τη διάπραξη πλαστογραφιών, ως στοιχείο της προσωπικότητας του, το δε σκοπούμενο συνολικό όφελος, καθώς και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνουν το ποσό των τριάντα χιλιάδων λογαριασμού στο υποκατάστημα κατά τους ανωτέρω χρόνους. Περαιτέρω, δε, (30.000) ευρώ και, ειδικότερα, ανέρχονται στο ποσό των εξήντα χιλιάδων (60.000) ευρώ και
[β] Με πρόθεση παρέσχε άμεση συνδρομή στην 1η συγκατηγορουμένη του, …, διευθύντρια του υποκαταστήματος Ζακύνθου, της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας, με την επωνυμία «Τράπεζα . ΑΕ», η οποία κατά το καταστατικό της εδρεύει στην ημεδαπή και, συγκεκριμένα, στην Αθήνα (οδός .), κατά την εκτέλεση από αυτήν της άδικης πράξης της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία [υπό Α1 πράξη], τελεσθείσας κατ’ εξακολούθηση από υπαίτιο που μεταχειρίστηκε ιδιαίτερα τεχνάσματα, με αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, συνολικά ανώτερης των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ, δηλαδή πράξης, που προβλέπεται και τιμωρείται από το νόμο με στερητική της ελευθερίας ποινή (πρόσκαιρης κάθειρξης). Ειδικότερα, στους ανωτέρω τόπο και χρόνους, τελώντας τις αναφερόμενες στην υπό στοιχείο [α1] καταρτίσεις πλαστών εγγράφων παρέσχε στην ως άνω συγκατηγορουμένη του άμεση συνδρομή στην εκ μέρους της υπεξαίρεση, συνολικού ποσού εξήντα χιλιάδων (60.000) ευρώ. Τελούσε, δε, σε γνώση του γεγονότος ότι με την ηθελημένη συνδρομή που παρείχε, τελείτο η κατά τα ανωτέρω φερόμενη ως τελεσθείσα από τη συγκατηγορουμένη του άδικη πράξη, της ιδιότητας αυτής, καθώς και των ιδιαίτερων τεχνασμάτων που αυτή μεταχειρίστηκε για να υπεξαιρέσει το προεκτεθέν ποσό. Ειδικότερα, αυτή, πέραν της κατάρτισης των ανωτέρω πλαστών παραστατικών εγγράφων και της χρήσης αυτών, προέβαινε, επιπλέον, σε ψευδείς παραστάσεις και αθέμιτες αποκρύψεις από την εγκαλούσα, καθώς και από τα αρμόδια εποπτικά όργανα του συγκεκριμένου τραπεζικού υποκαταστήματος (πρόωρες παράτυπες ρευστοποιήσεις προθεσμιακών καταθέσεων ή λοιπών τραπεζικών αξιών (αμοιβαίων κεφαλαίων], με ιδιοποίηση του προϊόντος της ρευστοποίησης της κατάθεσης ή άλλης αξίας, χωρίς τη γνώση των δικαιούχων ή της ίδιας της Τράπεζας). Προκειμένου, δε, να δικαιολογεί λογιστικά το έλλειμμα που δημιουργούνταν από τις αναλήψεις, εμφάνιζε προσωρινά στο λογαριασμό και τα στοιχεία της τράπεζας, ότι τα ποσά που είχαν εισπραχθεί από τον 2ο κατηγορούμενο δήθεν είχαν εισπραχθεί από τη συγκεκριμένη πελάτη του καταστήματος Ζακύνθου, ενώ στην πραγματικότητα αυτή ουδόλως είχε προβεί στις σχετικές ενέργειες, ούτε είχε εισπράξει οποιοδήποτε ποσό και δεν είχε υπογράψει τα ανωτέρω παραστατικά ανάληψης χρημάτων. Πέραν αυτού τηρούσε ανυπόγραφα παραστατικά των υποτιθέμενων συναλλαγών των πελατών. Επιπλέον, από την εν γένει δράση της προκύπτει ότι όταν ο δικαιούχος της προθεσμιακής κατάθεσης ή άλλης τραπεζικής αξίας εμφανιζόταν πραγματικά στο υποκατάστημα Ζακύνθου και ζητούσε είτε να ανανεώσει την προθεσμιακή κατάθεση ή άλλη τραπεζική αξία, είτε να την ρευστοποιήσει και να εισπράξει αντίστοιχα, είτε να αναλάβει χρήματα από λογαριασμό ταμιευτηρίου, ο πελάτης δεν αντιλαμβανόταν ότι ο λογαριασμός του είχε προσωρινά χρεωθεί, όπως ψευδώς παριστάνετο στα επίσημα λογιστικά στοιχεία, αφού αυτή, επειδή τα στοιχεία του υποκαταστήματος δεν απέδιδαν την πραγματική εικόνα του λογαριασμού και ο πελάτης εμφανιζόταν να μην έχει πλέον διαθέσιμο υπόλοιπο, είτε του κατέβαλε το ποσό που αντιστοιχούσε σε αυτή, είτε του χορηγούσε το ακριβές ποσό που ζητούσε να αναλάβει από τον λογαριασμό του. Κατόπιν φρόντιζε να καλύψει το καταβεβλημένο ποσό από άλλη προθεσμιακή κατάθεση, άλλου πελάτη, που δεν είχε πραγματικά εξοφληθεί ή από άλλο λογαριασμό καταθέσεων, παριστάνοντας ψευδώς ότι ο εν λόγω πελάτης προσήλθε στο υποκατάστημα αιτούμενος είτε τη ρευστοποίηση προθεσμιακής του κατάθεσης ή και άλλης τραπεζικής αξίας, είτε την ανάληψη από λογαριασμό καταθέσεων ποσού αντίστοιχου με αυτό που υπεξαιρέθηκε, εκδίδοντας ταυτόχρονα και το σχετικό ανυπόγραφο παραστατικό μεξακολουθώντας έτσι να καλύπτει το υπεξαιρεθέν ποσό χρεώνοντας το πλέον, προσωρινά, στο όνομα άλλου πελάτη. Με αυτό δε τον τρόπο καθημερινά εμφάνιζε ψευδώς στις Κεντρικές Οικονομικές Υπηρεσίες της Τράπεζας ταμείο συμφωνημένο λογιστικά, δηλαδή κανονικό. Ακολούθως, προκειμένου να μπορεί να κλείνει καθημερινά το ταμείο του καταστήματος, προέβαινε μέσω του ηλεκτρονικού συστήματος σε ψευδείς παραστάσεις προς τους υπαλλήλους των Κεντρικών Οικονομικών Υπηρεσιών της Τράπεζας. Με βάση αυτές τις ψευδείς παραστάσεις το ταμείο εμφανιζόταν ως λογιστικά τακτοποιημένο, ενώ, λόγω της προπεριγραφείσας παράνομης δραστηριότητας της, έπρεπε να εμφανίζει έλλειμμα. Τέλος, χωρίς τη συνδρομή του 2ου κατηγορούμενου, δεν θα καθίστατο με βεβαιότητα δυνατή η τέλεση του εγκλήματος υπό τις συνθήκες, που αυτό φέρεται ότι τελέστηκε από την ως άνω 1η κατηγορούμενη.
Γ] ΠΑΥΕΙ οριστικά λόγω παραγραφής την ασκηθείσα ποινική δίωξη σε βάρος του 3ου κατηγορούμενου, …, κατοίκου . Ζακύνθου για τις αξιόποινες πράξεις: α) της πλημμεληματικής πλαστογραφίας και β) της άμεσης συνέργειας στην υπό Α1 αξιόποινη πράξη της πρώτης κατηγορουμένης (υπεξαίρεση στην υπηρεσία), που φέρεται ότι τέλεσε στην Ζάκυνθο, την 19-10-2004.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε στην Πάτρα στις 15 Απριλίου 2019 εκδόθηκε δε στις 16 Μαΐου 2019.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ