Παραδεκτά προβάλλεται από τον κατηγορούμενο αίτημα ανάκλησης προπαρασκευαστικής απόφασης, σε επιτρεπτό δικονομικό χρόνο και προ πάσης ενάρξεως της αποδεικτικής διαδικασίας (άρθρο 175 παρ. 2 ΚΠΔ) και υποβάλλεται εκ νέου ένσταση ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος στη μετ΄ αναβολή δίκη. Το προσβαλλόμενο κλητήριο θέσπισμα δεν περιείχε ακριβή καθορισμό της αξιόποινης πράξης κατ΄ άρθρο 321 παρ.1 περ. δ΄ ΚΠΔ. Συγκεκριμένα, δεν περιελάμβανε τους σημαντικούς εκείνους όρους της Απόφασης Εγκρίσεως Περιβαλλοντικών Όρων που παραβιάσθηκαν, δεν εξηγείτο πώς οι παραβάσεις των όρων αυτών συνδέονταν με υποβάθμιση του περιβάλλοντος και δεν γινόταν αναφορά στο είδος των παραμέτρων που εμφανίζονταν να υπερβαίνουν τα επιτρεπόμενα όρια. Δεν αναγράφονταν, επίσης, οι διατάξεις που θεμελιώνουν την ποινική ευθύνη των διοικούντων νομικά πρόσωπα, ως εχόντων την ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να εποπτεύουν και να ελέγχουν τους υφισταμένους τους για την τήρηση της αντιρρυπαντικής νομοθεσίας, αλλά ούτε και η διάταξη του άρθρου 15 ΠΚ. Το δικαστήριο ανακαλεί την προπαρασκευαστική απόφαση, δέχεται την υποβληθείσα ένσταση και ακυρώνει το κλητήριο θέσπισμα. Διαβιβάζει τη δικογραφία στον αρμόδιο Εισαγγελέα για τις ενέργειές του.
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΚΟΡΙΝΘΟΥ
ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Αριθμός 1597/2022
ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΗ
ΤΟΥ ΤΡΙΜΕΛΟΥΣ ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΕΙΟΥ ΚΟΡΙΝΘΟΥ
Συνεδρίαση της 29ης ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2022
ΣΥΝΘΕΣΗ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΣ ΠΡΑΞΕΙΣ
Αικατερίνη ΡΑΪΣΗ … του… και της.. Παράβαση Ν. 1650/1986
Προεδρεύουσα Πλημμελειοδίκης κάτοικος …
(κωλυόμενων των Προέδρων)
Μαρία Τσιρίδη Πλημμελειοδίκης ΠΑΡΩΝ
Μαρίνα Γκότση Πάρεδρος
(σύμφωνα με την από 6-9-2022
Υπηρεσία της Διευθύνουσας
το Πρωτοδικείο Κορίνθου)
Σοφία Κοντογιώργου Αντεισαγγελέας (κωλυόμενης της Εισαγγελέως)
Μαριάννα Κολοκοντέ Γραμματέας
ΕΚΘΕΣΗ ΠΡΑΚΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΗ
Στη σημερινή συνεδρίαση του Δικαστηρίου τούτου, που έγινε δημόσια στο ακροατήριό του, η Προεδρεύουσα Πλημμελειοδίκης εκφώνησε το όνομα του κατηγορουμένου, ο οποίος εμφανίστηκε και όταν ρωτήθηκε για τα στοιχεία της ταυτότητας του, δήλωσε ότι ονομάζεται όπως πιο πάνω αναφέρεται και ότι διορίζει συνηγόρους να τον υπερασπιστούν στην παρούσα δίκη τους παρευρισκόμενους δικηγόρο του Δικηγορικού Συλλόγου Κορίνθου, Κωνσταντίνο Γιώτη το» Ιωάννη (AM ΔΣΚ 137) και δικηγόρο του Δ.Σ. Πειραιά, Ιωάννη Ηρειώτη του Θεοδώρου (AM ΔΣ Πειραιά 1547), οι οποίοι αποδέχτηκαν τον διορισμό τους και προσκόμισαν τα με αριθμούς Λ./17-10-2019 και Α4./28-9-2022 γραμμάτια προκαταβολής εισφορών & ενσήμων των Δ.Σ. Κορίνθου και Πειραιώς αντίστοιχα.
Η Προεδρεύουσα είπε στον κατηγορούμενο ν’ ακούσει με προσοχή την κατηγορία και να παρακολουθήσει τη συζήτηση στο ακροατήριο. Συγχρόνως τον πληροφόρησε ότι έχει το δικαίωμα να εκθέσει τους ισχυρισμούς του και να υποβάλει τις παρατηρήσεις του μετά την εξέταση κάθε μάρτυρα και την έρευνα κάθε αποδεικτικού μέσου.
Ακολούθως, η Εισαγγελέας, αφού έλαβε το λόγο, απήγγειλε με συνοπτική ακρίβεια την κατηγορία σύμφωνα με το κατηγορητήριο και το κλητήριο θέσπισμα που κοινοποιήθηκε στον κατηγορούμενο και δήλωσε ότι για την υποστήριξη της κάλεσε μάρτυρες αυτούς που αναγράφονται στο τέλος του κατηγορητηρίου, τα ονόματα των οποίων εκφώνησε η Προεδρεύουσα και βρέθηκαν άπαντες παρόντες. Πρότεινε, επίσης, να αναγνωστούν τα έγγραφα που αναγράφονται στο τέλος του κατηγορητηρίου.
Κατόπιν, η Προεδρεύουσα ζήτησε από τους συνηγόρους του κατηγορουμένου γενικές πληροφορίες για την πράξη για την οποία κατηγορείται ο εντολέας τους, εκείνοι έδωσαν τις πληροφορίες που τους ζητήθηκαν και δήλωσαν ότι έχουν καλέσει μάρτυρα υπεράσπισης.
Στο σημείο αυτό της δίκης, οι συνήγοροι υπεράσπισης του κατηγορουμένου, αφού ζήτησαν και έλαβαν το λόγο από την Προεδρεύουσα, υπέβαλαν αίτημα ανακλήσεως της υπ’ αριθ. 1334/2019 προπαρασκευαστικής απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Κορίνθου και ένσταση ακυρότητας κλητηρίου θεσπίσματος -Αντιρρήσεις για την πρόοδο της δίκης (άρθρο 321 παρ. 4 ΚΠΔ), ισχυρισμούς τους οποίους ανέπτυξαν προφορικά και κατέθεσαν εγγράφως επί της έδρας, ώστε να καταχωρηθούν στα πρακτικά, το περιεχόμενο των οποίων είναι το εξής:
ΕΝΩΠΙΟΝ TOY ΤΡΙΜΕΛΟΥΣ ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΕΙΟΥ ΚΟΡΙΝΘΟΥ
Αίτημα Ανακλήσεως της υπ’ αριθ. 1334/2019 προπαρασκευαστικής αποφάσεως
&
Ένσταση Ακυρότητας Κλητηρίου Θεσπίσματος
– Αντιρρήσεις για την πρόοδο της δίκης
(άρθρο 321 παρ. 4 ΚΠΔ)
……….του …………….κατοίκου……………
29 Σεπτεμβρίου 2022
Οι Συνήγοροι Υπερασπίσεως του κατηγορουμένου, αφού έλαβαν τον λόγο από την Πρόεδρο του Δικαστηρίου, ανέπτυξαν προφορικά την ακόλουθη αίτηση ανακλήσεως της υπ’ αριθ. 1334/2019 προπαρασκευαστικής αποφάσεως και εν συνεχεία την ακόλουθη ένσταση ακυρότητας του υπ’αριθ. βλ. κλήσεων κλητηρίου θεσπίσματος του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Κορίνθου, λόγω της κατά τα ακολούθως αναπτυσσόμενα ελλιπούς και πλημμελούς περιγραφής της αποδιδόμενης πράξεως της υποβάθμισης του περιβάλλοντος καθώς και της εσφαλμένης αναφοράς στην ουσιαστική ποινική διάταξη που την προβλέπει, ζήτησαν δε να καταγραφούν στα πρακτικά και άρθρο 141 παρ. 2 ΚΠΔ. Η εν λόγω αίτηση – ένσταση διατυπώνεται δε σε πρώτο πρόσωπο προς διευκόλυνση των κριτών της παρούσης.
Α. Εισαγωγικά
Α.1. Αίτημα ανακλήσεως της υπ’ αριθ. 1334/2019 προπαρασκευαστικής αποφάσεως
1. Εκλήθην ενώπιον του Δικαστηρίου Σας δυνάμει του από 10.05.2019 Κλητηρίου Θεσπίσματσς του κ. Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Κορίνθου, προκειμένου να δικασθώ για φερόμενη τέλεση του αδικήματος της υποβαθμίσεως του περιβάλλοντος. Την 17.10.2019 υπεβλήθη ένσταση κατά του ως άνω κλητηρίου λόγω αοριστίας αυτού, η οποία απερρίφθη με την υπ’ αριθ. 1334/2019 απόφαση του Δικαστηρίου Σας. Εν συνεχεία, η υπόθεση ανεβλήθη κατ’ άρθρο 352 παρ. 1 ΚΠΔ, ήτοι προκειμένου «να κληθεί και να προσέλθει ο ουσιώδης μάρτυρας, ο οποίος συνέπραξε στο κλιμάκιο Επιθεώρησης για τον έλεγχο τήρησης περιβαλλοντικών όρων (βλ. 159/19-7-2018)».
2. Δια του παρόντος αιτούμαι την ανάκληση της ως άνω προπαρασκευαστικής αποφάσεως του Δικαστηρίου Σας, προκειμένου να υποβληθεί εκ νέου ένσταση ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος για τους κατωτέρω αναπτυσσόμενους λόγους. Επισημαίνεται ότι υποβολή νέας ενστάσεως κατά του κλητηρίου θεσπίσματος είναι εν προκειμένω σπολύτως νόμιμη, αφ’ ης στιγμής δεν αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία στο ακροατήριο, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 175 παρ.2 ΚΠΔ.
3. Αναλυτικότερα, κατά την κρατούσα στη νομολογία και ορθότερη γνώμη, προπαρασκευαστική και μάλιστα γνήσια προπαρασκευαστική, ήτοι ελευθέρως ανακλητή απόφαση, είναι η απόφαση που απορρίπτει την ένσταση ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος, καθώς συγκεντρώνει όλα τα γνωρίσματα που προσδιορίζουν το είδος των αποφάσεων αυτών. Συγκεκριμένα:
(i) Αποφαίνεται επί ζητήματος που σχετίζεται με την κατηγορία και το οποίο ανέκυψε κατά την διάρκεια της ποινικής δίκης.
(ii) Επιλύει το ζήτημα αυτό κατά τρόπο μη οριστικό, δηλαδή το δικαστήριο μετά την έκδοση της απόφασης του δεν απεκδύεται της εξουσίας βάσει κάποιας ρητής νομοθετικής πρόβλεψης να επανεξετάσει το ίδιο ζήτημα, μέχρις ότου εκδώσει οριστική απόφαση επί της ουσίας της κατηγορίας και ασφαλώς από την προϋπόθεση ότι το ίδιο αίτημα υποβάλλεται παραδεκτώς, ήτοι πριν την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας και η ακυρότητα δεν έχει καλυφθεί κατ’ άρθρο 175 παρ. 2 ΚΠΔ (όπως εν προκειμένω).
(iii) Η απόφαση επί της ενστάσεως ακυρότητας δεν προσβάλλεται αυτοτελώς με ένδικο μέσο, αλλά συν-προσβάλλεται με την οριστική απόφαση, εφόσον βεβαίως και η τελευταία είναι δεικτική προσβολής διά ένδικου μέσου.
(iv) Επιλύοντας το δικαστήριο ζητήματα σχετικά με το κύρος του κλητηρίου θεσπίσματος, αναμφισβήτητα προπαρασκευάζει την τελειωτική κρίση και την απόφαση σχετικά με την κατηγορία, αφού με την επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος άρχεται η διαδικασία στο ακροατήριο.
4. Τα ανωτέρω αποτυπώθηκαν και στην πρόσφατη υπ’αριθ. 1305/2019 απόφαση του Ανώτατου Ακυρωτικού, σύμφωνα με την οποία:
«…σύμφωνα με τις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, εσφαλμένα το Μονομελές Πλημμελειοδικείο με την υπ’ αριθμ. ΘΜ 6585/4.8.2018 προσβαλλόμενη απόφασή του ανακάλεσε την υπ’ αριθμ. ΘΜ 3272/3.5.2018 απόφαση αυτού του δικαστηρίου (με την οποία απορρίφθηκε ισχυρισμός της κατηγορουμένης Β. Α. περί ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος), δέχθηκε ένσταση περί ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος, ακύρωσε το υπ’ αριθμ. ΒκλΓ/./26.4.2016 κλητήριο θέσπισμα και διαβίβασε τη δικογραφία στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών για τις δικές του ενέργειες, αφού προηγουμένως κατά τη δικάσιμο της 3.5.2018, όπως ποοαναφέρθηκε είχε ήδη οργίσει π αποδεικτική διαδικασία με την εξέταση των μαρτύρων και την ανάγνωση των εγγράφων και στη συνέχεια αναβλήθηκε η συζήτηση για κρείσσονες αποδείξεις. Αλλά και κατά τη δικάσιμο της 28.6.2018 αναβλήθηκε η εκδίκαση της ως άνω υπόθεσης κατ’ άρθρο 352 του Κ.Ποιν.Δ. Δέχθηκε δηλαδή το Μονομελές Πλημμελειοδικείο εσφαλμένα υποβολή ένστασης ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος και ακύρωσε αυτό σε μη επιτρεπτό δικονομικό χρόνο, δηλαδή μετά την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας».
5. Από την ανωτέρω απόφαση του Αρείου Πάγου συνάγονται τα ακόλουθα: αν απορριφθεί αρχικά π ένσταση ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος και εν συνεχεία αναβληθεί η υπόθεση πριν από την εξέταση του πρώτου επί της ουσίας αποδεικτικού μέσου (λ.χ. αναβληθεί η υπόθεση κατ’ άρ. 352 ΚΠΔ επειδή απουσιάζει ο μοναδικός μάρτυρας του κατηγορητηρίου) και στην μετ’ αναβολή δικάσιμο υποβληθεί αίτημα ανάκλησης της απόφασης με την οποία είχε απορριφθεί η ένσταση ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος, το επιλαμβανόμενο μεταγενέστερα ίδιο δικαστήριο μπορεί να κάνει δεκτό το αίτημα ανάκλησης, διότι δεν ένα αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία (εφόσον δεν εξετάστηκε μάρτυρας ούτε αναγνωρίστηκε έγγραφο).
6. Εν προκειμένω, λοιπόν, νομίμως και παραδεκτώς υποβάλλεται ενώπιον του Δικαστηρίου Σας αίτημα ανακλήσεως της ως άνω προπαρασκευαστικής αποφάσεως, (σύμφωνα και με την πρόσφατη νομολογία του Αρείου Πάγου), αφ’ ης στιγμής κατά την δικάσιμο της 17.10.2019 δεν εξετάστηκε μάρτυρας, ούτε αναγνώστηκε έγγραφο και ως εκ τούτου δεν ξεκίνησε η αποδεικτική διαδικασία. Η δε αναβολή έλαβε χώρα λόγω απουσίας ουσιώδους μάρτυρα, ήτοι κατ’ άρθρο 352 παρ. 1 ΚΠΔ και όχι κατ’ άρθρο 352 παρ. 3 ΚΠΔ.
7. Το Δικαστήριό Σας έχει εξουσία προς τούτο, καθώς έχει α) αποκλειστική αρμοδιότητα να κρίνει επί ζητημάτων κύρους των πράξεων της διαδικασίας στο ακροατήριο, κυρίας ή προπαρασκευαστικής (άρθρο 176 παρ. 1 ΚΠΔ), όπως και β) διαρκή εξουσία προς ανάκληση των προπαρασκευαστικών του αποφάσεων σχετικά με τα ζητήματα αυτά, αφού δεν απεκδύεται της εξουσίας προς επανάκριση, βάσει ρητής νομοθετικής διάταξης και αφού η ανάκλησή τους δεν προσκρούει σε θεμελιώδεις δικονομικές αρχές που διέπουν την ποινική δίκη.
8. Άλλωστε, η υιοθέτηση τυχόν αντίθετης άποψης θα οδηγούσε στο δικονομικά άτοπο, αλλά και δικαιοπολιτικά εσφαλμένο αποτέλεσμα να αφαιρείται από τον κατηγορούμενο η δυνατότητα να επαναφέρει με ειδικό λόγο εφέσεως την ένσταση ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, στην περίπτωση που μεσολαβήσει απόφαση περί αναβολής της υποθέσεως κατ’ άρθρο 352 παρ. 1 ΚΠΔ (όπως εν προκειμένω) καθιστώντας ανεπιτρέπτως την κρίση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου επί του ζητήματος αυτού (δηλ. της νομιμότητας του κλητηρίου θεσπίσματος) «απρόσβλητη», παραβιάζοντας ταυτοχρόνως το θεμελιώδες δικαίωμά του σε δίκαιη δίκη.
Α.2. Μη νόμιμο το κρινόμενο κλητήριο
9. Το υπό κρίση κλητήριο θέσπισμα τυγχάνει άκυρο ως μη νόμιμο αφενός μεν λόγω μη ακριβούς καθορισμού της αποδιδόμενης πράξεως, αφετέρου δε λόγω εσφαλμένης αναφοράς στο άρθρο του ποινικού κώδικα που την προβλέπει. Ως εκ τούτου, εσφαλμένως απερρίφθη η προβληθείσα την 17.10.2019 ένσταση ακυρότητας αυτού από του Δικαστήριό Σας.
10. Πλην όμως δια του παρόντος προβάλλονται και ΝΕΟΙ ΛΟΓΟΙ που καθιστούν επιβεβλημένη αφενός μεν την ανάκληση της ως άνω προπαρασκευαστικής αποφάσεως αφετέρου δε την κήρυξη της ακυρότητας αυτού.
Ειδικότερα, το κρινόμενο κλητήριο θέσπισμα πάσχει από τις κάτωθι πλημμέλειες:
– Ως προς την περιγραφή της πράξεως
11. Μου αποδίδεται αορίστως ότι δήθεν υποβάθμισα το περιβάλλον «με πράξεις που αντιβαίνουν στις διατάξεις του Ν. 1650/1986». Πλην όμως, δεδομένου ότι η διάταξη του άρθρου 28 παρ. 2 εδ. α’ ΠΚ αποτελεί εν μέρει λευκό ποινικό νόμο (όπως θα αναλυθεί κατωτέρω), ελλείψει παραπομπής στα κατ’ εξουσιοδότηση εκδιδόμενα διατάγματα και υπουργικές ή νομαρχιακές αποφάσεις δεν προσδιορίζονται πληροίς στο υπό κρίση κλητήριο θέσπισμα, τα στοιχεία της αντικειμενικής υποστάσεως του αδικήματος.
Οι δε αποδιδόμενες πράξεις ή παραλείψεις που φέρονται αορίστως να αντιβαίνουν στις διατάξεις του νόμου για την προστασία του περιβάλλοντος, όπως ασαφώς και συγκεχυμένως περιγράφονται στο κρινόμενο κλητήριο θέσπισμα, ουδόλως συνδέονται με αρνητικές επιπτώσεις στην οικολογική ισορροπία ή στην ποιότητα ζωής των κατοίκων, ήτοι με πράξεις υποβάθμισης του περιβάλλοντος. Αντιφατικώς δε περιγράφονται περιπτώσεις υπέρβασης των ανώτατων ορίων ρύπων, ήτοι περιπτώσεις φερόμενης ρυπάνσεως, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 2 Ν. 1650/1986, όπως τροποποιήθηκε με τον Ν. 4042/2012.
12. Ευθύς εξ αρχής λοιπόν, η σε βάρος μου κατηγορία, όπως αποτυπώνεται στο κλητήριο θέσπισμα, είναι ακατανόητη, διότι δεν προσδιορίζεται επακριβώς σε ποιες εκ των περιγραφόμενων σε αυτό περιπτώσεων (φερόμενων παραβάσεων) τίθεται ζήτημα υποβάθμισης του περιβάλλοντος ή και ρυπάνσεως και σε ποιες όχι, δεδομένου ότι κατά την πάγια νομολογία του ΑΠ «δεν συνιστούν ρύπανση του περιβάλλοντος οι συνήθεις και σύμφυτοι με την λειτουργία της συγκεκριμένης βιομηχανικής εγκατάστασης ρύποι», όπως θα αναλυθεί κατωτέρω.
13. Αναλυτικότερα:
(α) Σε ουδεμία εκ των φερομένων παραβάσεων (πλην της υπό στοιχ. 4α) μνημονεύονται οι όροι της ισχύουσας Αποφάσεως Εγκρίσεως Περιβαλλοντικών Όρων που δήθεν παραβιάζονται.
(β) Περαιτέρω, μου αποδίδεται ασαφώς και αορίστως δήθεν υπέρβαση οριακής τιμής συγκέντρωσης αιωρούμενων στερεών στα βιομηχανικά υγρά απόβλητα και στα λύματα, δίχως να αναφέρονται: (1) η διάταξη νόμου, ή το κατ’ εξουσιοδότηση νόμου εκδοθέν διάταγμα ή υπουργική απόφαση που καθορίζει τα ανώτατα όρια ρύπων, (2) το είδος των αιωρούμενων στερεών, ώστε να προκύπτει αν πρόκειται για επικίνδυνα – ρυπογόνα ή μη, και η τιμή που διαπιστώθηκε ώστε να προκύπτει με σαφήνεια η φερόμενη υπέρβαση των ορίων.
(γ) Σύγχυση και ασάφεια δημιουργείται και ως προς τα φερόμενα στερεά επικίνδυνα απόβλητα (υπό στοιχ. 2 & 3 κλητηρίου), αφ’ ης στιγμής δεν αναφέρεται η διάταξη νόμου, ή το κατ’ εξουσιοδότηση νόμου εκδοθέν διάταγμα ή υπουργική απόφαση που καθορίζει ποια εκ των αποβλήτων χαρακτηρίζονται επικίνδυνα και ποια όχι. Παράλληλα ασαφείς και αόριστες είναι, μεταξύ άλλων, οι αναφορές σε «επικίνδυνα υλικό», «μαύρο παχύρρευστο υγρό», σε «αποθηκευμένα μεταλλικά βαρέλια» και σε «ρυπασμένα στουπιά», καθώς λόγω της αόριστης περιγραφής αυτών δεν προκύπτει αν πρόκειται για επικίνδυνα απόβλητα ή μη.
(δ) Ως προς δε την φερομένη μη σύννομη διαχείριση όμβριων (υπό στοιχ. κατηγορητηρίου) δεν αναφέρεται το είδος των παραμέτρων, -ήτοι ποια συγκεκριμένα στοιχεία (πχ φαινόλες κλπ) εμφανίζονται να υπερβαίνουν τα ανώτερο επιτρεπόμενα όρια-, αλλά ούτε και η φερόμενη υπερβαίνουσα τα όρια τιμή αυτών.
– Ως προς την απαιτούμενη μνεία της ουσιαστικής ποινικής διάταξης
ε) Μνημονεύεται διάταξη η οποία δεν ίσχυε κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης, αφ’ ης στιγμής στο κλητήριο θέσπισμα αναφέρεται το άρθρο 28 παρ. 2α Ν. 1650/1986, ήτοι το προϊσχύσαν και όχι το ισχύον κατά τον χρόνο τελέσεως της πράξης, δηλαδή το άρθρο 28 παρ. 2α Ν. 1650/1986, όπως αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 2 του άρθρου 7 Ν. 4042/2012. Συνεπακόλουθα, δεν προσδιορίζεται σαφώς και το είδος της υπαιτιότητας της αποδιδόμενης πράξεως, καθώς η διάταξη που μνημονεύεται αφορά σε τέλεση της πράξης εξ αμελείας, ενώ παράλληλα μνημονεύεται και το άρθρο 27 παρ. 1 του γενικού μέρους του ΠΚ που τυποποιεί την εκ προθέσεως τέλεση της πράξεως. Ως εκ τούτου, ασαφής είναι ο προσδιορισμός και της υποκειμενικής υποστάσεως του αποδιδόμενου αδικήματος.
(στ) Τέλος δεν μνημονεύεται η απολύτως αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση της πράξης παράγραφος 5 του όρθρου 28 του Ν. 1650/1986, όπως αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 4 του άρθρου 7 Ν. 4042/2012 (ΦΕΚ Α 24/13/2/2012), στην οποία θεμελιώνεται η ποινική ευθύνη των διοικούντων νομικό πρόσωπα, ως εχόντων ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να εποπτεύουν και να ελέγχουν την τήρηση από φυσικό πρόσωπα που τελούν υπό τις εντολές τους των διατάξεων της αντιρρυπαντικής νομοθεσίας. Δεν αναφέρεται, λοιπόν, στο κλητήριο θέσπισμα η διάταξη στην οποία θεμελιώνεται η ποινική μου ευθύνη.
14. Επομένως το Δικαστήριο Σας πρέπει να κηρύξει άκυρο το εν λόγω κλητήριο θέσπισμα, ως μη νόμιμο, αφ’ ης στιγμής για τους λόγους που επιγραμματικό παρατέθηκαν ανωτέρω και θα αναλυθούν στο υπό κεφ. Γ του παρόντος, το αντικείμενο της παρούσης δίκης δεν προσδιορίζεται σαφώς και επαρκώς και ως εκ τούτου ΑΔΥΝΑΤΩ να αναπτύξω πλήρως την υπεράσπισή μου.
β. Νομικό Μέρος
Β.1. Εισαγωγικά
Β.1.1. Ως προς τον ακριβή καθορισμό της πράξεως
15. Κατά τη διάταξη του άρθρου 321 παρ. 1 στοιχ. δ’ του Κ.Π.Δ. το κλητήριο θέσπισμα πρέπει, εκτός άλλων, να περιέχει «ακριβή καθορισμό της πράξης», για την οποία κατηγορείται ο κλητευόμενος και μνεία του άρθρου του ποινικού νόμου, που την προβλέπει.
16. Ειδικότερη έκφανση του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος σε δίκαιη δίκη είναι η αρχή της πληροφόρησης και κατ’ επέκταση η αρχή της ακρόασης του κατηγορουμένου. Με βάση τις αρχές αυτές θεμελιώνεται το ειδικότερο δικαίωμα πληροφόρησης του κατηγορουμένου, προκειμένου αυτός να μπορεί να αναπτύξει πλήρως την υπεράσπισή του.
17. Με τον ακριβή καθορισμό, εντός του κλητηρίου θεσπίσματος της αξιόποινης πράξης και τη μνεία της ουσιαστικής ποινικής διάταξης που την προβλέπει και την τιμωρεί, αφενός μεν καθιερώνεται σε νομοθετικό επίπεδο το δικαίωμα του κατηγορούμενου να πληροφορείται λεπτομερώς την κατηγορία που του αποδίδεται (δικαίωμα πληροφόρησης), όπως απαιτούν οι αυξημένης τυπικής ισχύος σχετικές συνταγματικές προβλέψεις (άρθρο 20 παρ. 1 Σ), αφετέρου δε επιτυγχάνεται ο αναγκαίος θεματικός προσδιορισμός του αντικειμένου της δίκης. Η πλήρης και λεπτομερής μνεία των απαραίτητων στοιχείων στο κλητήριο θέσπισμα εξασφαλίζει επίσης τη θωράκιση του κύρους της ποινικής δίκης ως μηχανισμού επιβολής της απάντησης της οργανωμένης κοινωνίας για το συγκεκριμένο έγκλημα.
18. Εξάλλου, δικαιολογητικό λόγο νομοθετικής ύπαρξης της συγκεκριμένης ρύθμισης αποτελεί η ικανοποίηση του προπαρασκευαστικού δικαιώματος πληροφόρησης του κατηγορούμενου σχετικά με την κατηγορία που τον βαρύνει προκειμένου, «ούτος ν’ αναπτύξει πλήρως την υπεράσπιση αυτού». Ικανοποιείται, έτσι το δικαίωμα του κστηγορουμένου, όπως προβλέπεται από το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ να πληροφορηθεί την κατηγορία που του αποδίδεται και να μπορέσει να προετοίμασε: την άμυνα του. τα εδάφια α) και β) του άρθρου 6 παρ. 3 ΕΣΔΑ, που κυρώθηκε με το ΝΔ 53/1974 και αποτελεί εσωτερικό δίκαιο με υπερνομοθετική ισχύ (όρθρο 28 Σ), συνδέονται στο μέτρο που το δικαίωμα ενημέρωσης για τη φύση και το λόγο της κατηγορίας πρέπει να εξεταστεί υπό το φως του δικαιώματος του κατηγορουμένου να προετοιμάσει την υπεράσπιση του.
19. Με την κατά το δυνατόν συγκεκριμενοποίηση της κατηγορίας επιδιώκεται να αντισταθμιστεί (αλλά και νομιμοποιηθεί) η εξ ορισμού, δυσχερής θέση στην οποία βρίσκεται ο κατηγορούμενος. Τα στοιχεία ταυ αδικήματος διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στην ποινική διαδικασία, δεδομένου ότι από τη στιγμή της οριστικοποίησης τους ο κατηγορούμενος λαμβάνει επίσημα ενημέρωση σχετικό με την πραγματική και νομική βάση των κατηγοριών εναντίον του.
20. Το άρθρο 6 παράγραφος 3 στοιχείο α’ ΞΣΔΑ παρέχει στον κατηγορούμενο το δικαίωμα ενημέρωσης όχι μόνο για το «λόγο» της κατηγορίας, δηλαδή για τις πράξεις που φέρεται να έχει διαπράξει και στις οποίες βασίζεται η κατηγορία, αλλά επίσης και για τη «φύση» της κατηγορίας, δηλαδή του νομικού χαρακτηρισμού που δίδεται σε αυτές τις πράξεις. Στη διάταξη του άρθρου 321 παρ. 1 στοιχ. δ’ ΚΠΔ, περιλαμβάνεται, κατά διασταλτική ερμηνεία, και n νομική βασιμότητα της αποδιδόμενης πράξης. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος πρέπει να διαθέτει επαρκείς πληροφορίες για να κατανοήσει πλήρως την έκταση των κατηγοριών εναντίον του, προκειμένου να προετοιμάσει επαρκώς την άμυνα του. Ανάλογη πρόβλεψη υπάρχει, εκτός από το άρθρο 6 παρ. 3 περ. α’ και β’ της ΕΣΔΑ και στο άρθρο 14 παρ. 3 περ. α’ και β’ του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικό και Πολιτικό Δικαιώματα (Δ.Σ.Α.Π.Δ.), που κυρώθηκε με τον ν. 2462/1997 και έχει υπερνομοθετική ισχύ, το οποίο περιέχει παρόμοια ρύθμιση με εκείνη του άρθρου 6 παρ. 3 περ. α’ και β’ της ΕΣΔΑ.
21. Κατά τη νομολογία του Αρείου Πάγου, ο καθορισμός της πράξης είναι ακριβής όταν παρατίθενται τα πραγματικό περιστατικά που συγκροτούν την ποινικό επιλήψιμη και διωκόμενη πράξη κατά τα αντικειμενικά και υποκειμενικό στοιχεία της, όπως απαιτεί η οικεία και υποχρεωτικά παρατιθέμενη σ’ αυτό ποινική διάταξη, η οποία τυποποιεί το έγκλημα και καθόριζα τις προϋποθέσεις του αξιοποίνου της πράξης και την απειλούμενη ποινή. Για να υπάρχει ακριβής καθορισμός της πράξης πρέπει, δηλαδή, να αναφέρονται συγκεκριμένα όλες οι θετικές προϋποθέσεις του εγκλήματος, δηλαδή η ανθρώπινη εγκληματική συμπεριφορά, το υποκείμενο και το υλικό αντικείμενο του εγκλήματος, οι περιστάσεις της εγκληματικής συμπεριφοράς και η υπαιτιότητα.
22. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 139 ΚΠΔ:
«1. Οι αποφάσεις οι ποινικές διαταγές και τα βουλεύματα, καθώς και οι διατάξεις του ανακριτή και του εισαγγελέα, πρέπει να αιτιολογούνται ειδικά και εμπεριστατωμένα, ενώ η καταδικαστική απόφαση και το παραπεμπτικό βούλευμα πρέπει να αναφέρουν και τον αριθμό του όρθρου του ποινικού νόμου που εφαρμόζεται. Μόνη η επανάληψη της διατύπωσης του νόμου δεν αρκεί για την αιτιολογία.
2. Αιτιολογία απαιτείται σε όλες χωρίς εξαίρεση τις αποφάσεις, τα βουλεύματα και τις διατάξεις, ανεξάρτητα του αν αυτό απαιτείται ειδικά από τον νόμο ή αν είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή αν η έκδοση τους αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστή που τις εξέδωσε.»
Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι και το κλητήριο θέσπισμα, ήτοι η εισαγγελική διάταξη, με την οποία παραπέμπεται ο κατηγορούμενος στο ακροατήριο απαιτείται να συμπεριλαμβάνει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Άλλωστε, εφόσον η δια βουλεύματος παραπομπή είναι πάντοτε αιτιολογημένη, δεν είναι εύλογο να υπάρχει διαφορετική αντιμετώπιση στην δια κλητηρίου θεσπίσματος παραπομπή.
Β. 1.2. Ως προς την απαιτούμενη μνεία της ουσιαστικής ποινικής διάταξης
23. Ως άρθρο του ποινικού κώδικα κατά το άρθρο 321 παρ. 1 περ. δ’ ΚΠΔ νοείται η ισχύουσα κατά τον χρόνο τέλεσης της πράξης ουσιαστική ποινική διάταξη (είτε του Ποινικού Κώδικα είτε ειδικού ποινικού νόμου), που τυποποιεί το έγκλημα και καθορίζει τις προϋποθέσεις του αξιοποίνου και την απειλούμενη ποινή.
24. Επί χωλών ποινικών νόμων, που δεν προσδιορίζουν τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος αλλά ως προς αυτά παραπέμπουν στις ισχύουσες κάθε φορά διατάξεις για συγκεκριμένο ζήτημα, γίνεται δεκτό ότι το κλητήριο θέσπισμα πρέπει να αναγράφει τόσο τον χωλό ποινικό νόμο όσο και τη διάταξη, στην οποία αυτός παραπέμπει και η οποία περιέχει τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος.
25. Περαιτέρω, «λευκός» ποινικός νόμος είναι εκείνος που προβλέπει μόνον τη ποινή μίας αξιόποινης πράξης ενώ για την περ γραφή της παραπέμπει σε άλλο νόμο. Παράδειγμα λευκού ποινικού νόμου αποτελεί το άρθρο 404 ΠΚ (τοκογλυφία) που απειλεί ποινή και προσδιορίζει μόνον εν μέρει τα στοιχεία του εγκλήματος αναφέροντας ότι το έγκλημα αυτό τελεί όποιος «κατά την παροχή ή την παράταση της προθεσμίας πληρωμής κλπ δανείου συνομολογεί ή λαμβάνει για τον εαυτό του ή για τρίτον περιουσιακό ωφελήματα, που υπερβαίνουν το κατά τον νόμο θεμιτό ποσοστό τόκου»6. Το νόμιμο όριο τόκου ορίζεται εκάστοτε με άλλο νόμο, στον οποίο και παραπέμπει η παραπάνω (εν μέρει) λευκή διάταξη και ο οποίος (νόμος) πρέπει να τίθεται στο κλητήριο θέσπισμα για την πληρότητα της αποδιδόμενης κατηγορίας.
Β.1.3. Οι συνέπειες κήρυξης της ακυρότητας
26. Σύμφωνα με την ρητή διάταξη ταυ άρθρου 321§4 Κ.Π.Δ., σε περίπτωση που από το κλητήριο θέσπισμα λείπει έστω και ένα από τα στοιχεία που αξιώνουν οι παράγραφοι 1 και 2 του όρθρου αυτού, το εν λόγω έγγραφο και συνεπακόλουθα η κλήτευση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, είναι άκυρα ως μη νόμιμα.
Τη σημασία της εγκυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος έχει αναδείξει με ενάργεια ο καθηγητής Μανωλεδάκης σύμφωνα με τον οποίο: «η ποινική αλήθεια αποτελεί θέμα διαδικασίας και η νομιμοποίηση της πολιτείας για την εκφορά της γίνεται μέσω ακριβώς αυτής της διαδικασίας. Ο δικονομικός τύπος αποτελεί συνεπώς δικαιϊκή ουσία. Και στην περίπτωση του κλητηρίου θεσπίσματος π εγκυρότητα του είναι θέμα τύπου και ενταυτώ ουσίας».
Β.2. Ειδικώς επί των αδικημάτων ρύπανσης και υποβάθμισης του περιβάλλοντος (Ν. 1650/1986 & Ν. 4042/2012)
27. Από τη νομοτυπική μορφοποίηση της διάταξης του άρθρου 28 παρ. 2 εδ. α’ ΠΚ προκύπτει ότι αποτελεί εν μέρει λευκό ποινικό νόμο, κατά το μέρος που γίνεται παραπομπή στα κατ’ εξουσιοδότηση της εκδιδόμενα διατάγματα και υπουργικές ή νομαρχιακές αποφάσεις. Στο όρθρο αυτό δεν προσδιορίζονται, λοιπόν, πλήρως τα στοιχεία του περιβαλλοντικού εγκλήματος, αλλά αφήνονται στον προσδιορισμό της διοίκησης.
28. Περαιτέρω, σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Αρείου Πάγου: «… η διακρίβωση της ρύπανσης ή υποβάθμισης του περιβάλλοντος δεν αφήνεται στην αντίληψη του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αλλά προβλέπεται να γίνεται μόνο από ειδικούς, οι οποίοι ορίζονται, διενεργούν ελέγχους και εργαστηριακές εξετάσεις με προδιαγεγραμμένες μεθόδους και διατυπώνουν το πορισμό τους με βάση τις κείμενες διατάξεις. Περαιτέρω, οι διατάξεις των άρθρων 6, 7, 11, 25 και 26 του Ν. 1650/1986 καθορίζουν (αλλά και παραπέμπουν για τον καθορισμό σε Κοινές Υπουργικές Αποφάσεις), τις αρμόδιες αρχές για την διεξαγωγή των περιβαλλοντικών επιθεωρήσεων, στις οποίες περιλαμβάνεται και οι αρμόδιες υπηρεσίες των Αποκεντρωμένων Διοικήσεων και των Περιφερειών σε έργα και δραστηριότητες της χωρικής αρμοδιότητας τους, ανεξαρτήτως της κατηγορίας του έργου η της δραστηριότητας. Από όσα προαναφέρθηκαν παρέπεται ότι δεν συνιστούν ρύπανση του περιβάλλοντος οι συνήθεις και σύμφυτοι με την λειτουργία της συγκεκριμένης βιομηχανικά εγκατάστασης ρύποι, αλλά οι ρύποι εκείνοι, που, κατά το όρθρο 2 του ν. 1650/1986, εξαιτίας της ποσότητας της συγκέντρωσης και της διάρκειάς τους, είναι δυνατό να προκαλέσουν αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία, τη φυσική, διανοητική και κοινωνική ευεξία του ατόμου ή του συνόλου του πληθυσμού ή στους ζωντανούς οργανισμούς και τα οικοσυστήματα ή υλικές ζημιές και γενικό να καταστήσουν το περιβάλλον ακατάλληλο για τις επιθυμητές χρήσεις του. Ενώ, για την υποβάθμιση του περιβάλλοντος, απαιτείται ρύπανση με την προαναφερόμενη έννοια ή οποιαδήποτε άλλη μεταβολή στο περιβάλλον, η οποία είναι πιθανό να έχει αρνητικές επιπτώσεις στην οικολογική ισορροπία, στην ποιότητα ζωής και στην υγεία των κατοίκων, όπως ειδικότερα ορίζεται στο όρθρο 2 του Ν. 1650/1986.»
29. Επιπλέον, για τη στοιχειοθέτηση του υπαλλακτικώς μεικτού εγκλήματος της ρυπάνσεως ή υποβαθμίσεως του περιβάλλοντος, δεν αρκεί η μη συμμόρφωση στις, για την συγκεκριμένη βιομηχανική εγκατάσταση, εγκριθείσες Μελέτες Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΜΠΕ ή στους εγκριθέντες Περιβαλλοντικούς όρους (ΕΠΟ). Ειδικά για τα επικίνδυνα απόβλητα, απαιτείται να αναφέρονται οι οριακές τιμές περιεκτικότητας επικινδύνων ουσιών, όπως προσδιορίζονται στις σχετικές ΚΥΑ.
30. Χαρακτηριστικό νομολογιακό παράδειγμα στο οποίο αποτυπώνεται η εγγενής δυσκολία ακριβούς καθορισμού των πράξεων ρύπανσης και υποβάθμισης του περιβάλλοντος, λόγω της «ιδιομορφίας» των στοιχείων της ανπκειμενικής υποστάσεως αυτών η οποία «επιτείνει» την αναγκαιότητα σαφούς καθορισμού αυτών στο κλητήριο θέσπισμα (προς διασφάλιση του δικαιώματος πληροφόρησης του κατηγορουμένου για την σε βάρος του κατηγορία) αποτελεί η υπ’αριθ. 1965/2016 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Βόλου.
Με την ως άνω απόφαση έγινε δεκτή η ένσταση της κατηγορουμένης και ακυρώθηκε το κλητήριο θέσπισμα, καθώς εκρίθη ότι:
«Στην προκειμένη περίπτωση, στο κλητήριο θέσπισμα, που επιδόθηκε στην κατηγορουμένη και αναγνώσθηκε στο ακροατήριο, δεν αναφέρεται: α) η θετική ενέργεια, στην οποία προέβη η τελευταία (κατηγορουμένη), προκειμένου να τελέσει το αποδιδόμενα σε αυτήν αδίκημα της υποβάθμισης περιβάλλοντος, 6) το είδος των προνυμφών και γ) ποιες συγκεκριμένα ήταν οι αρνητικές για το περιβάλλον επιπτώσεις από την φερόμενη ως παραβατική συμπεριφορά της κατηγορουμένης, ούτε εξ άλλου μνημονεύεται και η διάταξη του άρθρου 2 του ν. 1650/1986 που τυποποιεί την αποδιδόμενη στην κατηγορουμένη άδικη πράξη. Επομένως, η σχετική ένταση της κατηγορουμένης, η οποία προτάθηκε προ πάσης ενάρξεως της διαδικασίας στο ακροατήριο, πρέπει να γίνει δεκτή και να ακυρωθεί το κλητήριο θέσπισμα και από 20.7.2014 κατηγορητήριο, διατασσομένης της επαναλήψεως αυτών κατά τα αναφερόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.
[…]
Ακυρώνει το κλητήριο θέσπισμα και το κατηγορητήριο του ότι: στ…… Μαγνησίας,
επί της οδού … στις 24.9.2013 [η κατηγορουμένη] με πρόθεση υποβάθμισε το περιβάλλον με πράξη που αντιβαίνει στις διατάξεις του ν. 1650/1986 και που είναι πιθανό να έχει αρνητικές επιπτώσεις στην ποιότητα ζωής και στην υγεία των κατοίκων. Συγκεκριμένα μετά από διενεργούμενη έκθεση αυτοψίας -μακροσκοπικός έλεγχος και λήψη δείγματος από αποθηκευμένα σιτηρά, που πραγματοποιήθηκε από αρμόδιους υπαλλήλους της Δ/νσης Δημόσιας Υγείας και Κοινωνικής Μέριμνας και της Δ/νσης Αγροτικής Οικονομίας και Κτηνιατρικής στις 24.9.2013 σε τρία κτίσματα, που χρησιμοποιούνταν για την αποθήκευση σιτηρών, στην ως άνω θέση, ιδιοκτησίας της και τα οποία βρίσκονται σε μικρή απόσταση από τις οικίες των εγκαλούντων… διαπιστώθηκε ότι υπήρχε παρουσία διαφόρων εντομολογικών εχθρών και συγκεκριμένα: α) μεγάλος αριθμός ενήλικων ατόμων το γένος Sitophilus sp., oleoptera: Curculionidoe, το οποίο προσβάλει όλα τα σιτηρά, σπόρους σιτηρών κ.ά, β) υπολείμματα ενηλίκων Aelia rostrata, ileteroptera: Pentatomidae, τα οποία δεν σχετίζονται με προσβολή των σιτηρών και πιθανό ευρίσκονταν στον αγρό κατά τη συγκομιδή των σιτηρών, γ) προνύμφες διαφόρων λεπιδοπτέρων εχθρών των αποθηκευμένων σιτηρών με συνέπειες να μεταβληθεί το περιβάλλον σε τέτοιο βαθμό, ώστε να έχει αρνητικές επυττώσεις στην ποιότητα ζωής και στην υγεία των κατοίκων στην πολιτιστική κληρονομιά και στις αισθητικές τους αξίες, υποβαθμίζοντάς το.
31. Περαιτέρω, με την ΑΠ 1272/2017 επικυρώθηκε η απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λαμίας, με την οποία κηρύχθηκε άκυρο το κλητήριο θέσπισμα, καθώς μνημονευόταν σε αυτό ουσιαστικτ ποινική διάταξη του Ν. 1650/1986 που δεν ίσχυε κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το Ανώτατο Ακυρωτικό:
«Με αυτά που δέχθηκε το Δικαστήριο της Ουσίας (Τριμελές Πλημμελειοδικείο Λαμίας), ορθά έκρινε κηρύσσοντας άκυρο το κλητήριο θέσπισμα, διότι δεν αναφέρονταν σ’ αυτό η ισχύουσα κατά το χρόνο τέλεσης ουσιαστική ποινική διάταξη που τυποποιεί το έγκλημα που αποδίδεται στον κατηγορούμενο και καθορίζει τις προϋποθέσεις τον αξιοποίνου της πράξης και την απειλούμενη ποινή ήτοι δεν αναφέρονταν η παρ. 1 του άρθρου 28 του Ν. 1650/1986 (το κείμενο της οποίας ήδη αναφέρθηκε} η οποία, όμως, ήταν ευνοϊκότερη της αναφερθείσης στο κλητήριο διατάξεως του άρθρου 28 παρ. 2α του Ν. 1650/1986 (το κείμενο της οποίας, επίσης, ήδη αναφέρθηκε}, η οποία (παρ. 2α του άνω νόμου) αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 2 του άρθρου 7 του Ν. 4042/2012 (ΦΕΚ 24/13-2- 2012) και συνεπώς κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης (16 03-2011) δεν ίσχυε. Εκ των προαναφερομένων συνάγεται ότι η παράγραφος του άρθρου 28 του Ν. 1650/1986 μετά την προαναφερθείσα αντικατάσταση της, κατέστη βαρύτερη από της ισχύος της και συνεπώς η εφαρμογή της (βαρύτερης) για προ αυτής τελεσθείσες πράξεις προσκρούει στον κανόνα της διατάξεως του άρθρου 2 παρ. 1. Ορθά, λοιπόν, το Δικαστήριο της ουσίας κήρυξε άκυρο το κατηγορητήριο εξαιτίας μη αναφοράς σ’ αυτό της εφαρμοστέας στην συγκεκριμένη περίπτωση διατάξεως της παρ. 1 του άρθρου 28 του Ν.1650/1986 που προβλέπει και τυποποιεί το έγκλημα της ρύπανσης περιβάλλοντος, που αποδόθηκε στον κατηγορούμενο και περαιτέρω δέχθηκε ότι από την τέλεση της πράξης που αποδίδεται στον κατηγορούμενο (16-03-2011) μέχρι την εκδίκαση της (13-10-2016) είχε παρέλθει χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της πενταετίας, χωρίς να χωρήσει αναστολή της παραγραφής και τα αντίθετα υποστηρίζων λόγος της αναίρεσης του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Λαμίας είναι αβάσιμος και πρέπει ν’ απορριφθεί».
32. Τέλος, με την υπ’ αριθ. 18/2018 ΠλημΚαλαβρύτων ακυρώθηκε το κλητήριο θέσπισμα λόγω μη ακριβούς προσδιορισμού της πράξεως και δη λόγω μη αναφοράς του είδους της υπαιτιότητος. Σύμφωνα με την προαναφερθείσα απόφαση:
«…Κατ‘ ακολουθία των ανωτέρω, σαφώς προκύπτει ότι στο ανωτέρω κλητήριο θέσπισμα δεν καθορίζεται επακριβώς η πράξη για την οποία κατηγορείται ο κατ/νος, έτσι ώστε να ικανοποιείται το εκ του Συντάγματος και της ΕΣΔΑ δικαίωμα του να πληροφορηθεί την κατηγορία που του αποδίδεται και να μπορέσει να προετοιμάσει την υπεράσπιση του, καθόσον δεν παρατίθενται σε αυτό τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την αποδιδόμενη στον κατ/νο ποινικά επιλήψιμη και διωκόμενη πράξη κατά τα υποκειμενικά αυτής στοιχεία, ήτοι το εάν, ο κατ/νος ενήργησε με δόλο ή από αμέλεια, στοιχείο που θεωρείται απαραίτητο για το κύρος αυτού (του κλητηρίου θεσπίσματος), ιδίως στην υπό κρίση περίπτωση, στην οποία ως άρθρο του ποινικού νόμου που προβλέπει την πράξη που αποδίδεται στον κατ/νο αναφέρεται το άρθρο 28 § 2 του Ν 1650/1986, όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 7 § 2 του Ν 4042/2012, στο οποίο όμως, όπως προεκτέθηκε, αναφέρεται η τέλεση της πράξης της ρύπανσης ή υποβάθμισης του περιβάλλοντος τόσο από δόλο (εδάφιο α της παραγράφου 2), όσο και από αμέλεια (εδάφιο β της παραγράφου 2), χωρίς να γίνεται μνεία του εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 28 του Ν. 1650/1986, το οποίο αποδίδει την υποκειμενική υπόσταση της άνω αξιόποινης πράξης (αφού μόνο υπό την παλαιά μορφή του άρθρου 28 του Ν 1650/1986, ήτοι πριν την τροποποίηση του από το άρθρο 7 του Ν 4042/2012, προβλεπόταν στην δεύτερη αυτού παράγραφο αποκλειστικά η εξ αμελείας τέλεση του εγκλήματος της ρύπανσης ή υποβάθμισης του περιβάλλοντος, οπότε – και μόνο τότε – θα ήταν αρκετή η απλή αναφορά της παραγράφου 2), όπως, άλλωστε, δεν παρατίθεται ούτε το συγκεκριμένο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 26 του Π.Κ., παρά μόνο γενικώς το άρθρο 26 § 1 Π. Κ., το οποίο αναφέρεται στην υπαιτιότητα και περιλαμβάνει – πέραν των κακουργημάτων που τιμωρούνται μόνο όταν τελούνται με δόλο – τόσο τα πλημμελήματα πού τελούνται με δόλο (εδάφιο α της παραγράφου 1 του άρθρου 26 Π.Κ.), όσο και εκείνα που τελούνται από αμέλεια “κατ’ εξαίρεση στις περιπτώσεις που ορίζει ειδικά ο νόμος” (εδάφιο β της παραγράφου 1 του άρθρου 26 Π.Κ.). Επομένως, γενομένης δεκτής της παραδεκτώς προβληθείσας σχετικής ένστασης του κατ/νου, πρέπει να κηρυχθεί άκυρο το κλητήριο θέσπισμα για τον παραπάνω λόγο (βλ. a contrario ΑΠ 1553/2016 ΠοινΧρ 2017/282), παρελκομένης της εξέτασης των προβληθέντων από αυτόν λοιπών λόγων ακυρότητός του.»
Γ. Το υπό κρίση κλητήριο θέσπισμα
33. Σύμφωνα με το υπ’ αριθ. (…) κλητήριο θέσπισμα:
«Καλούμε τον… να δικαστεί ως υπαίτιος του ότι την 14-06-2017 έως και την 15-06-2017 στην περιοχή , Ν. Κορινθίας, υποβάθμισε το περιβάλλον με πράξεις που αντιβαίνουν στις διατάξεις του Ν. 1650/1986. Ειδικότερα, κατά την επιθεώρηση που πραγματοποιήθηκε την ανωτέρω ημεροχρονολογία από τους Επιθεωρητές Περιβάλλοντος του Τμήματος Επιθεώρησης Περιβάλλοντος / ΤΕΠ της Επιθεώρησης Νοτίου Ελλάδος/ ΕΝΕ και του Συντονιστικού Γραφείου Αντιμετώπισης Περιβαλλοντικής Ζημίας/ ΣΥΓΑΠΕΖ του Σώματος Περιβάλλοντος Δόμησης Ενέργειας και Μεταλλείων / ΣΕΠΔΕΜ (νυν Τμήμα Επιθεώρησης Περιβάλλοντος / ΤΕΠ του Σώματος Επιθεώρησης Νοτίου Ελλάδος / ΣΕΝΕ και Συντονιστικό Γραφείο Αντιμετώπισης Περιβαλλοντικής Ζημίας / ΣΥΓΑΠΕΖ της Ειδικής Γραμματείας Σώματος Επιθεωρητών και Ελεγκτών ΥΠΕΝ) στις εγκαταστάσεις του διυλιστηρίου της Α. Ε. (…), που λειτουργεί στο … της Βιομηχανικής Παραγωγής και Εκτελεστικό Μέλος του Δ,Σ. αυτής, διαπιστώθηκαν τα κάτωθι:
1) Μερική απουσία καλυμμάτων όσον αφορά στην επεξεργασία των βιομηχανικών υγρών αποβλήτων και υπέρβαση οριακής τιμής συγκέντρωσης αιωρούμενων στερεών στα βιομηχανικά υγρά απόβλητα και στα λύματα
Η ελεγχόμενη εταιρεία δεν είχε τοποθετήσει καλύμματα σε σημεία της εγκατάστασης επεξεργασίας των βιομηχανικών υγρών αποβλήτων και υπήρχαν υπερβάσεις στην οριακή τιμή συγκέντρωσης αιωρούμενων στερεών στα βιομηχανικό υγρό απόβλητα και τα λύματα και συγκεκριμένα:
α. Κατά την αυτοψία διαπιστώθηκε ότι δεν υπήρχαν καλύμματα στο φρεάτιο εισόδου βιομηχανικών υγρών αποβλήτων κατά παρτίδα, στα φρεάτια εισόδου των ελαιοδιαχωριστών API, στο κανάλι εξόδου από τον API-1 στονΑΡΙ-2, καθώς και στον ελαιοδιαχωριστή DAF-1 (Dissolved Air Flotation) στη μονάδα επεξεργασίας βιομηχανικών υγρών αποβλήτων (φωτ. Α1, Α2, A3, Α4).
β. στο σύνθετο αντιπροσωπευτικό δείγμα βιομηχανικών υγρών αποβλήτων και στο σύνθετο αντιπροσωπευτικό δείγμα λυμάτων που ελήφθησαν από τους επιθεωρητές περιβάλλοντος κατά την αυτοψία υπάρχει υπέρβαση της οριακής τιμής της συγκέντρωσης ολικών αιωρούμενων στερεών.
2) Μη σύννομη διαχείριση στερεών επικίνδυνων αποβλήτων.
Η ελεγχόμενη εταιρεία διαχειριζόταν πλημμελώς τα επικίνδυνα απόβλητα που υπήρχαν στην εγκατάσταση και συγκεκριμένα:
α. αποθήκευε τις ελαιώδεις λάσπες σε τρεις (3) υπαίθριους χώρους αποθέσεων με διαστάσεις (κατά προσέγγιση) 40x40m, 50x30m, 50x50m μη στεγασμένους.
β. Η αφυδατωμένη λάσπη που προκύπτει από τη φυσικοχημική επεξεργασία των υγρών αποβλήτων και τους ελαιοδιαχωριστές (επικίνδυνο απόβλητο) ήταν τοποθετημένη υπαίθριο επί τσιμεντοοτρωμένου λάκκου και είχε γίνει κάλυψη αυτής με ασβέστη. Επίσης το προϊόν της σταθεροποίησης που γινόταν τα τελευταία χρόνια πιλοτικό, ήταν τοποθετημένο υπαίθρια παραπλεύρως της λάσπης. Στο χώρο υπήρχε οσμή.
γ. Εντός υπαίθριου χώρου περιφραγμένου και τσιμεντοστρωμένου γίνονταν εργασίες αμμοβολής και υδροβολής. Στο χώρο αυτό υπήρχαν ανοικτά βαρέλια (περίπου 20) τα οποία περιείχαν χρησιμοποιημένο υλικό αμμοβολής καθώς και ελαιώδη απόβλητα ενώ όλο το έδαφος ήταν καλυμμένο με τα υλικό της αμμοβολής.
3) Μη ορθή αποθήκευση και διαχείριση επικίνδυνων και μη υλικών και στερεών αποβλήτων.
Κατά την αυτοψία στο χώρο του γηπέδου των λιμενικών εγκαταστάσεων διαπιστώθηκαν τα εξής:
α. Γινόταν προσωρινή αποθήκευση επικινδύνων υλικών σε χώρο που δεν ήταν στεγασμένος εκτεθειμένος σε καιρικές συνθήκες, εντός πλαστικών δεξαμενών, οι οποίες ήταν τοποθετημένες επί σιδερένιας κατασκευής σε δύο επίπεδα. Η αποθήκευση στο συγκεκριμένο χώρο, το οποίο φέρει τσιμεντένιο δάπεδο και κανάλι απορροής, χωρίς να διαθέτει λεκάνη ασφαλείας συλλογής διαρροών, είχε σαν αποτέλεσμα τη διαρροή μούρου παχύρευστου υγρού, το οποίο έρεε εκτός κλειστού δικτύου συλλογής ομβρίων και ελαίων,
β. Στον ίδιο χώρο εκτός του δικτύου συλλογής ομβρίων και αποβλήτων ελαίων υπήρχαν αποθηκευμένα μεταλλικό βαρέλια σε χώρο μη στεγασμένο και εκτεθειμένα στις καιρικές συνθήκες. Διαπιστώθηκε διαρροή αποβλήτων ελαίων επί του τσιμεντένιου δαπέδου.
γ. Επίσης στον χώρο υποδοχής αστικών αποβλήτων από πλοία διαπιστώθηκε ότι εντός των κάδων των αστικών απορριμμάτων είχε γίνει απόρριψη επικίνδυνων αποβλήτων και συγκεκριμένα ρυπασμένων στουπιών και άλλων αποβλήτων (γάντια εργασίας και υπολείμματα αποβλήτων ελαίων). Επιπλέον στο δάπεδο κάτω από τους κάδους βρέθηκαν στουπιά και διαρροές αποβλήτων ελαίων.
4) Μη σύννομη διαχείριση όμβριων.
Κατά την αυτοψία διαπιστώθηκαν τα εξής:
α. Στο χώρο παραπλεύρως των λιμενικών εγκαταστάσεων εντός του γηπέδου της δραστηριότητας βρέθηκε απόληψη αγωγού ομβρίων, ο οποίος κατά δήλωση της υπευθύνου, αποχετεύει τα όμβρια της κύριας εισόδου της εγκατάστασης. Τα ανωτέρω όμβρια οδηγούνται απευθείας στο φυσικό αποδέκτη, που είναι ο …. κόλπος, αντί να παροχετεύονται στο ολοκληρωμένο σύστημα διαχείρισης των ομβρίων υδάτων κατά παράβαση του όρου 4.2.3 της με αρ. πρωτ. …/22-6-2009 ΑΕΠΟ, σύμφωνα με την οποία πρέπει «Να λαμβάνονται κατάλληλα μέτρα για την αποφυγή διαρροών στη θάλασσα, που μπορεί να προκαλέσουν ρύπανση σε περιπτώσεις βροχοπτώσεων – πιθανών βλαβών κ.λπ., από τους χώρους της λιμενικής εγκατάστασης με την κατασκευή ενός ολοκληρωμένου συστήματος συλλογής και διαχείρισης των ομβρίων υδάτων».
β. Μετά από χημική ανάλυση τα ανωτέρω αναφερόμενα όμβρια ύδατα εμφανίζονται επιβαρυμένα σε παραμέτρους που υπερβαίνουν τα ανώτερα επιτρεπόμενα όρια για διάθεση στο Κόλπο (Νομαρχιακή απόφαση 17823/79, όπως τροποποιήθηκε με την Α3/6533/81).
Για παράβαση των άρθρων 1,12, 14, 16, 17, 18 β’, 19, 26 παρ. 1 α’, 27 παρ. 1, 51, 53 Ποινικού Κώδικα και 2,12, 28 παρ. 2α Ν. 1650/1986.»
34. Το υπό κρίση κλητήριο θέσπισμα πάσχει από τις κάτωθι πλημμέλειες:
(Ι) Ανακριβής προσδιορισμός της πράξεως
35. Όπως αναφέρθηκε και στο εισαγωγικό μέρος του παρόντος η παραπομπή μου ενώπιον του Δικαστηρίου Σας είναι πλήρως αναιτιολόγητη, καθώς ουδεμία εκ των φερόμενων παραβάσεων του κατηγορητηρίου περιγράφεται επαρκώς και με σαφήνεια. Ως εκ τούτου, δεν έχω λάβει ορθή ενημέρωση σχετικά με την πραγματική και νομική βάση των κατηγοριών εναντίον μου.
36. Ειδικότερα, όσον αφορά στο στοιχείο (1) του κατηγορητηρίου:
– Δεν αναφέρεται ο συγκεκριμένος όρος της Απόφασης Εγκρίσεως Περιβαλλοντικών Όρων (ΑΕΠΟ) της βιομηχανικής μονάδος (….) της “…..” που προβλέπει την αναγκαιότητα τοποθέτησης των εν λόγω καλυμμάτων, και φέρεται ότι παραβιάσθηκε.
Δεν αναφέρεται η διάταξη νόμου, ή το κατ’ εξουσιοδότηση νόμου εκδοθέν διάταγμα ή υπουργική απόφαση κλπ που καθορίζει τα ανώτατα όρια της συγκέντρωσης ολικών αιωρούμενων στερεών, το είδος των αιωρούμενων στερεών, ώστε να προκύπτει αν πρόκειται για επικίνδυνα – ρυπογόνα ή μη, και η τιμή που διαπιστώθηκε, ώστε να προκύπτει με σαφήνεια η φερόμενη υπέρβαση των ορίων.
– Δεν προσδιορίζεται ποιες συγκεκριμένα ήταν οι αρνητικές για το περιβάλλον επιπτώσεις από την συγκεκριμένη φερόμενη παράβαση.
37. Περαιτέρω, όσον άφορα στο στοιχείο (2) του κατηγορητήριου:
– Δεν αναφέρεται ο συγκεκριμένος όρος της Απόφασης Εγκρίσεως Περιβαλλοντικών Όρων {ΑΕΠΟ} της βιομηχανικής μονάδος (…) της “…” σύννομης διαχείρισης των στερεών επικινδύνων αποβλήτων, η οποία φέρεται ότι παραβιάσθηκε.
– Δεν αναφέρεται δυνάμει ποιας διάταξης νόμου, διατάγματος ή υπουργικής απόφασης κλπ χαρακτηρίζονται οι «ελαιώδεις λάσπες», η «αφυδατωμένη λάσπη» και τα «ελαιώδη απόβλητα» ως επικίνδυνα απόβλητα.
– Δεν προσδιορίζεται ποιες συγκεκριμένα ήταν οι αρνητικές για το περιβάλλον επιπτώσεις από την συγκεκριμένη φερόμενη παράβαση, ήτοι από την αποθήκευση των ελαιωδών λασπών, την τοποθέτηση τι ς αφυδατωμένης λάσπης από την «διαπιστωθείσα» ύπαρξη οσμής και την διενέργεια εργασιών αμμοβολής. Εν άλλοις λόγοις δεν εξηγείται πώς οι ανωτέρω φερόμενες παραβάσεις συνδέονται με υποβάθμιση του περιβάλλοντος, ελλείψει οιασδήποτε αναφοράς σε πρόκληση αρνητικής μεταβολής στην οικολογική ισορροπία.
38-Όσον αφορά στο στοιχείο (3) του κατηγορητηρίου.
– Δεν αναφέρεται ο συγκεκριμένος όρος της Απόφασης Εγκρίσεως Περιβαλλοντικών Όρων (ΑΕΠΟ) της βιομηχανικής μονάδος (…) της “….” ορθής αποθήκευσης και διαχείρισης επικίνδυνων και μη υλικών και στερεών αποβλήτων, η οποία φέρεται ότι παραβιάσθηκε.
– Σε αυτό το στοιχείο του κατηγορητηρίου γίνεται λόγος όλως αορίστως για προσωρινή αποθήκευση «επικινδύνων υλικών». Δεν προσδιορίζεται, δηλαδή, ούτε το είδος ή η κατηγορία των υλικών αυτών, ώστε κατόπιν αναζητήσεως της σχετικής διάταξης νόμου, ΚΥΑ κ.λπ. να διαπιστωθεί κατά πόσον πράγματι πρόκειται περί επικινδύνων – ρυπονόνων ή όχι. Επομένως, όπως προελέχθη και οι αναφορές σε «μαύρο παχύρρευστο υγρό», σε «αποθηκευμένα μεταλλικό βαρέλια» και σε «ρυπασμένα στουπιά» κρίνονται ασαφείς.
– Δεν εξηγείται πώς οι ανωτέρω φερόμενες παραβάσεις συνδέονται με υποβάθμιση του περιβάλλοντος, ελλείψει οιασδήποτε αναφοράς σε πρόκληση αρνητικής μεταβολής στην οικολογική ισορροπία.
– Ιδίως δε ως προς τα αορίστως χαρακτηριζόμενα «μη επικίνδυνα» υλικό είναι απολύτως ακατανόητη και ασαφής η αναφορά τους στο εν λόγω κατηγορητήριο, καθώς είναι εξ ορισμού αδύνατη η σύνδεση τους με παραβιάσεις της αντιρρυπαντικής νομοθεσίας.
39. Τέλος όσον αφορά στο στοιχείο (4) του κατηγορητηρίου:
– Δεν αναφέρεται το είδος των παραμέτρων, ήτοι ποια συγκεκριμένα χημικά στοιχεία ή ποιες συγκεκριμένα χημικές ενώσεις (πχ φαινόλες κ.λπ.) εμφανίζονται να υπερβαίνουν τα ανώτερα επιτρεπόμενα όρια.
– Δεν αναφέρεται η διαπιστωθείσα τιμή, ώστε να προκύψει αν και σε ποιο Βαθμό υπήρξε υπέρβαση των νομίμων ορίων.
40. Εκ των ανωτέρω προκύπτουν τα ακόλουθα:
-1- Είναι απολύτως ΑΔΥΝΑΤΟ να κατανοήσω ποιες πράξεις ή παραλείψεις συνδεόμενες με υποβάθμιση ή και ρύπανση (κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 2 του ν. 1650/1986, όπως τροποποιήθηκε με τον ν. 4042/2012) μου αποδίδονται, ώστε να δυνηθώ να τις αντικρούσω.
-2- Εν προκειμένω, ελλείπει παντελώς η παράθεση των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την ποινικά επιλήψιμη και διωκόμενη πράξη κατά τα αντικειμενικά στοιχεία της.
Συνυπολογιζομένου δε του γεγονότος ότι η διάταξη του άρθρου 28 παρ. 2 εδ. α’ ΠΚ αποτελεί εν μέρει λευκό ποινικό νόμο, ελλείψει παραπομπής στα κατ’ εξουσιοδότηση εκδιδόμενα διατάγματα και υπουργικές ή νομαρχιακές αποφάσεις ουδόλως προσδιορίζονται, τα στοιχεία της αντικειμενικής υποστάσεως του αδικήματος.
-3- Η παράλειψη αναφοράς των συγκεκριμένων αρνητικών για το περιβάλλον επιπτώσεων από τις φερόμενες παράβασης, είναι ουσιώδης και πλήττει καίρια το δικαίωμα μου να πληροφορηθώ με ακρίβεια για την σε βάρος μου κατηγορία, λόγω της «φύσεως» των περιβαλλοντικών αδικημάτων.
Άλλωστε, όπως προαναφέρθηκε, σύμφωνα με την πάγια νομολογία του ΑΠ «δεν συνιστούν ρύπανση του περιβάλλοντος οι συνήθεις και σύμφυτοι με την λειτουργά της συγκεκριμένης βιομηχανικής εγκατάστασης ρύποι, αλλά οι ρύποι εκείνοι, που, κατά το όρθρο 2 του ν. 1650/1986, εξαιτίας, της ποσότητας της συγκέντρωσης και της διάρκειάς τους, είναι δυνατό να προκαλέσουν αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία, τη φυσική, διανοητική και κοινωνική ευεξία του ατόμου ή του συνόλου του πληθυσμού ή στους ζωντανούς οργανισμούς και τα οικοσυστήματα ή υλικές ζημιές και γενικό να καταστήσουν το περιβάλλον ακατάλληλο για τις επιθυμητές χρήσεις του.»
Εν προκειμένω, λόγω της ΑΟΡΓΓΠΑΣ του κατηγορητηρίου είναι παντελώς ΑΔΥΝΑΤΟ να αντιληφθώ αν οι ρύποι που αναφέρονται στο κατηγορητήριο (ελλείψει προσδιορισμού του είδους και της τιμής τους) είναι σύμφυτοι με τη λειτουργία του διυλιστηρίου (και αρα μη ρυπογόνοι) ή όχι. Δεν δύναμαι, δηλαδή, να πληροφορηθώ με σαφήνεια την σε βάρος μου κατηγορία, ώστε να την αντιμετωπίσω αποτελεσματικά.
(ΙΙ) Εσφαλμένη μνεία της ουσιαστικής ποινικής διάταξης
41. Όπως επισημάνθηκε στο νομικό μέρος του παρόντος, ως όρθρο του ποινικού κώδικα κατά το άρθρο 321 παρ. 1 περ. δ’ ΚΠΔ νοείται η ισχύουσα κατά τον χρόνο τέλεσης της πράξης ουσιαστική ποινική διάταξη (είτε του Ποινικού Κώδικα είτε ειδικού ποινικού νόμου), που τυποποιεί το έγκλημα και καθόριζε τις προϋποθέσεις του αξιοποίνου και την απειλούμενη ποινή.
42. Στο υπό κρίση κλητήριο θέσπισμα έχουν εμφιλοχωρήσεις δύο πλημμέλειες σχετικά με την αναγκαίο αναφορά σε αυτό της ουσιαστικής ποινικής διάταξης που τυποποιεί την αποδιδόμενη πράξη, οι οποίες παρότι σε πρώτο επίπεδο φαίνονται «τυπικές» κρίνονται ουσιώδεις, καθώς συνδέονται άρρηκτα με την περιγραφή της πράξεως.
Ο προσδιορισμός, λοιπόν, του σε βάρος μου αδικήματος (πέραν όσων αναλυτικώς εκτέθηκαν, ανωτέρω) κρίνεται ανακριβής και ανεπαρκής και λόγω των ακόλουθων πλημμελειών. Συγκεκριμένα:
-1- Μνημονεύεται διάταξη η οποία δεν ίσχυε κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης, αφ’ ης στιγμής στο κλητήριο θέσπισμα αναφέρεται το άρθρο 28 παρ. 2α Ν. 1650/1986, ήτοι το προΐσχύσαν και όχι το ισχύον κατά τον χρόνο τελέσεως της πράξης f14.06.2017 & 15.06.2017), δηλαδή το άρθρο 28 παρ. 2α Ν. 1650/19S6, όπως αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 2 του άρθρου 7 Ν. 4042/2012.
Συνεπακόλουθα, δεν προσδιορίζεται σαφώς και το είδος της υπαιτιότητας της αποδιδόμενης πράξεως, καθώς η διάταξη που μνημονεύεται (28 παρ. 2α Ν. 1650/1986 πριν την τροποποίηση του με τον Ν. 4042/2012) αφορά σε τέλεση της πράξης εξ αμελείας, ενώ παράλληλα μνημονεύεται και το άρθρο 27 παρ. 1 του γενικού μέρους του ΠΚ που τυποποιεί την εκ προθέσεως τέλεση της πράξεως. Ως εκ τούτου, ασαφής είναι ο προσδιορισμός και της υποκειμενικής υποστάσεως του αποδιδόμενου αδικήματος, καθώς λόγω της παράθεσης «αντιφατικών» διατάξεων, αδυνατώ να κατανοήσω αν μου αποδίδεται εκ προθέσεως ή εξ αμελείας τέλεση της πράξεως.
-2- Στην παράγραφο 5 του όρθρου 28 Ν. 1650/1986, όπως αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 4 του άρθρου 7 Ν. 4042/2012, τυποποιείται ως ειδική (αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση) ένα ιδιαίτερο εγγυητικό έγκλημα (άλλως δ’ ειπείν, ένα έγκλημα καθήκοντος). Έτσι ονομάζονται τα (ιδιαίτερα) εγκλήματα που εδράζονται επί της ιδιότητας του δράστη ως εγγυητού, δηλαδή επί της εγγυητικής θέσης που κατέχει ο δράστης ως προς το έννομο αγαθό. Από την εγγυητική θέση πηγάζει μια ελεγκτική και εποπτική κυριαρχία του δράστη, η οποία του επιτρέπει να ελέγχει και συνεπώς να αποτρέπει τα εκ της δραστηριότητας της υπ’ αυτού οργανώσεως (που έχει προσλάβει τη μορφή νομικού προσώπου) εκπορευόμενα αξιόποινα αποτελέσματα που προκλήθηκαν από αξιόποινες συμπεριφορές των υφισταμένων του. Τα πλεονέκτημα της τυποποίησης ιδιαίτερου εγγυητικού εγκλήματος έγκειται στην εξομοίωση αυτουργίας δι’ ενεργείας και διό παραλείψεως ήδη εκ της αντικειμενικής υποστάσεως αφού κρίσιμο δεν είναι υπό ποια μορφή έπραξε (ενέργεια ή παράλειψη), αλλά αν κατείχε την εγγυητική θέση κατά συνέπεια μια κατεστημένη εποπτική -ελεγκτική κυριαρχία επί του συμβάντος.
Εν προκειμένω, δεν μνημονεύεται η απολύτως αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση της πράξης παράγραφος 5 του άρθρου 28 του Ν. 1650/1986, όπως αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 4 του άρθρο 7 Ν. 4042/2012 (ΦΕΚ Α 24/13/2/2012), στην οποίο θεμελιώνεται η ποινική ευθύνη των διοικούντων νομικό πρόσωπα, ως εχόντων ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να εποπτεύουν και να ελέγχουν την τήρηση από φυσικά πρόσωπα που τελούν υπό τις εντολές τους των διατάξεων της αντιρρυπαντικής νομοθεσίας.
Η ως άνω τυπική πλημμέλεια του κλητηρίου θεσπίσματος επιτείνεται από το γεγονός ότι δεν μνημονεύεται σε αυτό ούτε η διάταξη του άρθρου 15 του γενικού μέρους του ΠΚ. Επομένως δεν αναφέρεται στο κλητήριο θέσπισμα η διάταξη στην οποία θεμελιώνεται π ποινική μου ευθύνη και ως εκ τούτου προσδιορίζεται ελλιπώς η αντικειμενική υπόσταση του αποδιδόμενου ιδιαίτερου εγγυητικού αδικήματος.
43. Συνοψίζοντας απεδείχθη με σαφήνεια ότι λόγω της πλήρως αναιτιολόγητης παραπομπής μου στο ακροατήριο, δυνάμει του υπό κρίση κλητηρίου θεσπίσματος στο οποίο περιγράφεται αορίστως και πλημμελώς η πράξη για την οποία κατηγορούμαι και αναφέρεται εσφαλμένως η ουσιαστική ποινική διάταξη που την τυποποιεί, ΑΔΥΝΑΤΩ να λάβω σαφή και λεπτομερειακή γνώση της κατηγορίας που μου αποδίδεται και να προετοιμάσω αποτελεσματικά την υπεράσπισή μου.
Ως εκ τούτου, παραβιάζονται τα θεμελιώδη δικαιώματά μου που προβλέπονται από το νόμο και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (αρ. 6 παρ. 1, 2 εδ. α’ ΕΣΔΑ και 14 παρ. 1 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικό Δικαιώματα) και δημιουργείται ακυρότητα της διαδικασίας.
Επειδή η παρούσα αίτηση ανακλήσεως και η παρούσα ένσταση προβάλλονται παραδεκτώς σε αυτό το στάδιο της ποινικής δίκης ήτοι προ της ενάρξεως τη αποδεικτικής διαδικασίας (άρθρο 175 παρ. 2 εδ. α’ ΚΠΔ).
Επειδή το υπό κρίση κλητήριο θέσπισμα στερείται παντελώς του αναγκαίου στοιχείου, του «ακριβούς καθορισμού» των αποδιδόμενων πράξεων ενώ παράλληλα μνημονεύεται εσφαλμένως η ουσιαστική ποινική διάταξη που τυποποιεί την αποδιδόμενη πράξη και ως εκ τούτου τυγχάνει άκυρο ως μη νόμιμο.
Επειδή η παρούσα Ένσταση είναι νόμιμη, βάσιμη και αληθής.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΙΤΟΥΜΑΙ
Να ανακληθεί η υπ’ αριθ. 1334/2019 προπαρασκευαστική απόφαση του Δικαστηρίου Σας.
Να γίνει δεκτή από το Δικαστήριό Σας η παρούσα Ένσταση.
Να κηρυχθεί άκυρο το υπ’ αριθ. _ κλητήριο θέσπισμα του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Κορίνθου.
Ο κατηγορούμενος δια των Συνηγόρων Υπερασπίσεως
Στο σημείο αυτό, η Εισαγγελίας επιφυλάχθηκε να προτείνει και η Προεδρεύουσα διέκοψε τη συνεδρίαση του Δικαστηρίου για χρονικό διάστημα λίγων λεπτών, χωρίς να προβληθεί αντίρρηση από οποιονδήποτε. Μετά την ολιγόλεπτη διακοπή, επαναλήφθηκε η διακοπείσα συνεδρίαση, όλοι οι παράγοντες της δίκης κατέλαβαν τις έδρες και τις θέσεις τους, και αφού η Προεδρεύουσα βεβαιώθηκε γι’ αυτό, διέταξε την πρόοδο της δίκης.
Στο σημείο αυτό της δίκης εμφανίσθηκε ο κατηγορούμενος και όταν ρωτήθηκε για τα στοιχεία της ταυτότητας του, απάντησε ότι ονομάζεται, όπως πιο πάνω αναφέρεται, και δήλωσε ότι εκτός των δυο παραπάνω συνηγόρων υπεράσπισης, διορίζει συνήγορο για να τον υπερασπισθεί και τον παρόντα δικηγόρο του Δ.Σ. Αθηνών, Λεωνίδα Ερωτοκρίτου του Ερωτόκριτου (ΑΜΔΣΑ 37828), ο οποίος αποδέχθηκε τον διορισμό του και προσκόμισε το υπ’ αριθ. Π…/28-9-2022 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του Δ.Σ. Αθηνών.
Η Εισαγγελέας, αφού έλαβε το λόγο, πρότεινε να γίνει δεκτή η ένσταση ακυρότητας κλητηρίου θεσπίσματος.
Οι συνήγοροι, υπερασπίσεως του κατηγορουμένου, έλαβαν διαδοχικά το λόγο από την Προεδρεύουσα Πλημμελειοδίκη και συντάχθηκαν με την πρόταση της Εισαγγελέως.
Στη συνέχεια, το Δικαστήριο, σε μυστική διάσκεψη που έγινε στην έδρα του, με παρούσα την Γραμματέα, κατάρτισε και αμέσως με την Προεδρεύουσα, με παρόντες και τους λοιπούς παράγοντες της δίκης, δημοσίευσε αμέσως δημόσια στο ακροατήριο την υπ’ αριθ. …/29-9-2022 απόφασή του, η οποία έχει ως εξής:
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Δυνάμει του με αριθμό …. κλητηρίου θεσπίσματος του Εισαγγελέως Πρωτοδικών Κορίνθου ο κατηγορούμενος …. Κλητεύθηκε ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Κορίνθου για να δικαστεί ως υπαίτιος τέλεσης της αξιόποινης πράξης της υποβάθμισης περιβάλλοντος, δικάσιμος δε ορίσθηκε η 17-10-2019. Κατά την ανωτέρω δικάσιμο υποβλήθηκε ένσταση ακυρότητας του επιδοθέντος στον κατηγορούμενο κλητηρίου θεσπίσματος λόγω αοριστίας αυτού, η οποία απορρίφθηκε με την υπ’ αριθ. 1334/17-10-2019 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου. Ενώ, εν συνεχεία, με την ίδια απόφαση, η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε κατ’ άρθρο 352 ΚΠΔ για την δικάσιμο της 11 -6-2020 «προκειμένου να κληθεί και να προσέλθει ο Ουσιώδης μάρτυρας. ο οποίος συνέπραξε στο κλιμάκιο Επιθεώρησης για τον έλεγχο τήρησης περιβαλλοντολογικών όρων (βλ. 159/19-7-2018)». Ως εκ τούτου, και με δεδομένο ότι κατά την δικάσιμο της 17-10-2019 δεν άρχισε η αποδεικτική διαδικασία με την έναρξη εξέτασης στο ακροατήριο οποιουδήποτε αποδεικτικού μέσου, παραδεκτώς προβάλλεται κατά την σημερινή δικάσιμο, ήτοι σε επιτρεπτό δικονομικό χρόνο και προ πάσης ενάρξεως της αποδεικτικής διαδικασίας (άρθρο 175 παρ. 2 ΚΠΔ), αίτημα ανάκλησης της προαναφερόμενης υπ’ αριθ. 1334/17-10-2019 προπαρασκευαστικής απόφασης του Δικαστηρίου τούτου με ταυτόχρονη εκ νέου υποβολή της ένστασης ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος (βλ. ΑΠ 1305/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Περαιτέρω, στο με αριθμό …. κλητήριο θέσπισμα που επιδόθηκε στον κατηγορούμενο δεν περιέχεται ο ακριβής καθορισμός της αξιόποινης πράξης για την οποία αυτός κατηγορείται, ούτε μνημονεύεται το άρθρο του ποινικού νόμου που την προβλέπει. Ειδικότερα: α) όσον αφορά στο στοιχείο (1) του κατηγορητηρίου: Δεν αναφέρεται ο συγκεκριμένος όρος της Απόφασης Εγκρίσεως Περιβαλλοντικών Όρων (ΑΕΠΟ) της βιομηχανικής μονάδος (…) της «…» που προβλέπει την αναγκαιότητα τοποθέτησης των εν λόγω καλυμμάτων, και φέρεται ότι παραβιάσθηκε, δεν αναφέρεται η διάταξη νόμου, ή το κατ’ εξουσιοδότηση νόμου εκδοθέν διάταγμα ή υπουργική απόφαση κ.λπ. που καθόριζα τα ανώτατα όρια της συγκέντρωσης ολικών αιωρούμενων στερεών, το είδος των αιωρούμενων στερεών, ώστε να προκύπτει αν πρόκειται για επικίνδυνα – ρυπογόνα ή μη, και η τιμή που διαπιστώθηκε, ώστε να προκύπτει με σαφήνεια η φερόμενη υπέρβαση των ορίων, δεν προσδιορίζεται ποιες συγκεκριμένα ήταν οι αρνητικές για το περιβάλλον επιπτώσεις από την συγκεκριμένη φερόμενη παράβαση, Β) όσον αφορά στο στοιχείο (2) του κατηγορητηρίου: Δεν αναφέρεται ο συγκεκριμένος όρος της Απόφασης Εγκρίσεως Περιβαλλοντικών Όρων (ΑΕΠΟ) της βιομηχανικής μονάδος (..) της “…..” που προβλέπει και περιγράφει τη διαδικασία σύννομης διαχείρισης των στερεών επικινδύνων αποβλήτων, η οποία φέρεται ότι παραβιάσθηκε, δεν προσδιορίζεται ποιες συγκεκριμένα ήταν οι αρνητικές για το περιβάλλον επιπτώσεις από την συγκεκριμένη φερόμενη παράβαση, ήτοι από την αποθήκευση των ελαιωδών λασπών, την τοποθέτηση της αφυδατωμένης λάσπης, από την «διαπιστωθείσα» ύπαρξη οσμής και την διενέργεια εργασιών αμμοβολής, ήτοι δεν εξηγείται πώς οι ανωτέρω φερόμενες παραβάσεις συνδέονται με υποβάθμιση του περιβάλλοντος ελλείψει οιασδήποτε αναφοράς σε πρόκληση αρνητικής μεταβολής στην οικολογική ισορροπία, ν) Όσον αφορά στο στοιχείο (3) του κατηγορητηρίου: Δεν αναφέρεται ο συγκεκριμένος όρος της Απόφασης Εγκρίσεως Περιβαλλοντικών Όρων (ΑΕΠΟ) της βιομηχανικής μονάδος (…. ) της «. » που προβλέπει και περιγράφει τη διαδικασία ορθής αποθήκευσης και διαχείρισης επικίνδυνων και μη υλικών και στερεών αποβλήτων, η οποία φέρεται ότι παραβιάσθηκε, γίνεται λόγος όλως αορίστως για προσωρινή αποθήκευση «επικινδύνων υλικών», χωρίς να προσδιορίζεται ούτε το είδος ή η κατηγορία των υλικών αυτών, ώστε κατόπιν αναζητήσεως της σχετικής διάταξης νόμου. ΚΥΑ κ.λπ. να διαπιστωθεί κατά πόσον πράγματι πρόκειται περί επικινδύνων – ρυπογόνων η όχι, δεν εξηγείται πώς οι ανωτέρω φερόμενες παραβάσεις συνδέονται με υποβάθμιση ταυ περιβάλλοντος, ελλείψει οιασδήποτε αναφοράς σε πρόκληση αρνητικής μεταβολής στην οικολογική ισορροπία, ενώ, 8} όσον αφορά στο στοιχείο (4) του κατηγορητηρίου: Δεν αναφέρεται το είδος των παραμέτρων, ήτοι ποια συγκεκριμένα χημικά στοιχεία ή ποιες συγκεκριμένα χημικές ενώσεις (πχ φαινόλες κ.λπ.) εμφανίζονται να υπερβαίνουν τα ανώτερα επιτρεπόμενα όρια ούτε αναφέρεται η διαπιστωθείσα τιμή, ώστε να προκύψει αν και σε ποιο βαθμό υπήρξε υπέρβαση των νομίμων ορίων. Ενώ, τέλος, στο ίδιο κατηγορητήριο δεν μνημονεύεται η αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση της πράξης παράγραφος 5 του άρθρου 28 του Ν. 1650/1986, όπως αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 4 του άρθρου 7 Ν. 4042/2012 (ΦΕΚ Α 24/13/2/2012), στην οποία θεμελιώνεται η ποινική ευθύνη των διοικούντων νομικά πρόσωπα, ως εχόντων ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να εποπτεύουν καινά ελέγχουν την τήρηση από φυσικά πρόσωπα που τελούν υπό τις εντολές τους των διατάξεων της αντιρρυπαντικής νομοθεσίας ούτε η διάταξη του άρθρου 15 του γενικού μέρους του ΠΚ.
Κατ’ ακολουθίαν όλων των ανωτέρω πρέπει να ανακληθεί η υπ’ αριθ. 1334/17.10.2019 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, να γίνει δεκτή η ένσταση περί ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος και να ακυρωθεί αυτό καθώς και να διαβιβασθεί η δικογραφία στον αρμόδιο Εισαγγελέα Πρωτοδικών Κορίνθου για τις δικές του ενέργειες.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζοντας με παρόντα τον κατηγορούμενο, … του … και της ……, κάτοικο
Ανακαλεί την υπ’ αριθ. 1334/17-10-2019 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου.
Δέχεται την ένσταση ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος.
Ακυρώνει το με αριθμό …. κλητήριο θέσπισμα του Εισαγγελέως Πρωτοδικών Κορίνθου, με το οποίο ο ως άνω κατηγορούμενος κατηγορείται ως υπαίτιος του ότι την 14-06-2017 έως και την 15-06-2017 στην περιοχή …., υποβάθμισε το περιβάλλον με πράξεις που αντιβαίνουν στις διατάξεις του Ν. 1650 1986. Ειδικότερα, κατά την επιθεώρηση που πραγματοποιήθηκε την ανωτέρω ημεροχρονολογία από τους Επιθεωρητές Περιβάλλοντος του Τμήματος Επιθεώρησης Περιβάλλοντος/ΤΕΠ της Επιθεώρησης Νοτίου Ελλάδος/ΕΝΕ και του Συντονιστικού Γραφείου Αντιμετώπισης Περιβαλλοντικής Ζημίας/ΣΥΓΑΠΕΖ του Σώματος Περιβάλλοντος Δόμησης Ενέργειας και Μεταλλείων/ΣΕΠΔΕΜ (νυν Τμήμα Επιθεώρησης Περιβάλλοντος/ΤΕΠ του Σώματος Επιθεώρησης Νοτίου Ελλάδος/ΣΕΝΕ και Συντονιστικό Γραφείο Αντιμετώπισης Περιβαλλοντικής Ζημίας/ΣΥΓΑΠΕΖ της Ειδικής Γραμματείας Σώματος Επιθεωρητών και Ελεγκτών ΥΠΕΝ) στις εγκαταστάσεις του …. της (….) …., που λειτουργεί στο … της οποίας είναι Γενικός Διευθυντής Βιομηχανικής Παραγωγής και Εκτελεστικό Μέλος του Δ.Σ. αυτής, διαπιστώθηκαν τα κάτωθι:
1) Μερική απουσία καλυμμάτων όσον αφορά στην επεξεργασία των βιομηχανικών υγρών αποβλήτων και υπέρβαση οριακής τιμής συγκέντρωσης αιωρούμενων στερεών στα βιομηχανικά υγρά απόβλητα και στα λύματα.
Η ελεγχόμενη εταιρεία δεν είχε τοποθετήσει καλύμματα σε σημεία της εγκατάστασης επεξεργασίας των βιομηχανικών υγρών αποβλήτων και υπήρχαν υπερβάσεις στην οριακή τιμή συγκέντρωσης αιωρούμενων στερεών στα βιομηχανικά υγρά απόβλητα και τα λύματα, και συγκεκριμένα:
α. Κατά την αυτοψία διαπιστώθηκε ότι δεν υπήρχαν καλύμματα στο φρεάτιο εισόδου βιομηχανικών υγρών αποβλήτων κατά παρτίδα, στα φρεάτια εισόδου των ελαιοδιαχωριστών API, στο κανάλι εξόδου από τον ΑΡΙ-1 στον ΑΡΙ-2, καθώς και στον ελαιοδιαχωριστή DAP-i (Dissolved Air Flotation) στη μονάδα επεξεργασίας βιομηχανικών υγρών αποβλήτων (φωτ Α1, Α2, Α3, Α4).
β. στο σύνθετο αντιπροσωπευτικό δείγμα βιομηχανικών υγρών αποβλήτων και στο σύνθετο αντιπροσωπευτικό δείγμα λυμάτων που ελήφθησαν από τους επιθεωρητές περιβάλλοντος κατά την αυτοψία υπάρχει υπέρβαση της οριακής τιμής της συγκέντρωσης ολικών αιωρούμενων στερεών.
2) Μη σύννομη διαχείριση στερεών επικίνδυνων αποβλήτων.
Η ελεγχόμενη εταιρεία διαχειριζόταν πλημμελώς τα επικίνδυνα απόβλητα που υπήρχαν στην εγκατάσταση και συγκεκριμένα:
α. αποθήκευε τις ελαιώδεις λάσπες σε τρεις (3) υπαίθριους χώρους αποθέσεων με διαστάσεις (κατά προσέγγιση) 40x40m, 50x30m, 50X50m μη στεγασμένους,
β- Η αφυδατωμένη λάσπη που προκύπτει από τη φυσικοχημική επεξεργασία των υγρών αποβλήτων και τους ελαιοδιαχωριστές (επικίνδυνο απόβλητο) ήταν τοποθετημένη υπαίθρια επί τσιμεντοστρωμένου λάκκου και είχε γίνει κάλυψη αυτής με ασβέστη. Επίσης το προϊόν της σταθεροποίησης που γινόταν τα τελευταία χρόνια πιλοτικά, ήταν τοποθετημένο υπαίθρια παραπλεύρως της λάσπης. Στο χώρο υπήρχε οσμή.
γ. Εντός υπαίθριου χώρου περιφραγμένου και τσιμεντοοτρωμένου γίνονταν εργασίες αμμοβολής και υδροβολής. Στο χώρο αυτό υπήρχαν ανοικτά βαρέλια (περίπου 20) τα οποία περιείχαν χρησιμοποιημένο υλικό αμμοβολής καθώς και ελαιώδη απόβλητα ενώ όλο το έδαφοςήταν καλυμμένο με το υλικό της αμμοβολής.
3) Μη ορθή αποθήκευση και διαχείριση επικίνδυνων και μη υλικών και στερεών αποβλήτων
Κατά την αυτοψία στο χώρο του γηπέδου των λιμενικών εγκαταστάσεων διαπιστώθηκαν τα εξής:
α. Γινόταν προσωρινή αποθήκευση επικινδύνων υλικών σε χώρο που δεν ήταν στεγασμένος, εκτεθειμένος σε καιρικές συνθήκες, εντός πλαστικών δεξαμενών, οι οποίες ήταν τοποθετημένες επί σιδερένιας κατασκευής σε δύο επίπεδα. Η αποθήκευση στο συγκεκριμένο χώρο, το οποίο φέρει τσιμεντένιο δάπεδο και κανάλι απορροής, χωρίς να διαθέτει λεκάνη ασφαλείας συλλογής διαρροών, είχε σαν αποτέλεσμα τη διαρροή μαύρου παχύρρευστου υγρού, το οποίο έρεε εκτός κλειστού δικτύου συλλογής ομβρίων και ελαίων.
β. Στον ίδιο χώρο εκτός του δικτύου συλλογής ομβρίων και αποβλήτων ελαίων υπήρχαν αποθηκευμένα μεταλλικά βαρέλια σε χώρο μη στεγασμένο και εκτεθειμένα στις καιρικές συνθήκες. Διαπιστώθηκε διαρροή αποβλήτων ελαίων επί του τσιμεντένιου δαπέδου.
γ. Επίσης στον χώρο υποδοχής αστικών αποβλήτων από πλοία διαπιστώθηκε ότι εντός των κάδων των αστικών απορριμμάτων είχε γίνει απόρριψη επικίνδυνων αποβλήτων και συγκεκριμένα ρυπασμένων στουπιών και άλλων αποβλήτων (γάντια εργασίας και υπολείμματα αποβλήτων ελαίων). Επιπλέον στο δάπεδο κάτω από τους κάδους βρέθηκαν στουπιά και διαρροές αποβλήτων ελαίων.
4) Μη σύννομη διαχείριση όμβριων.
Κατά την αυτοψία διαπιστώθηκαν τα εξής:
α. Στο χώρο παραπλεύρως των λιμενικών εγκαταστάσεων εντός του γηπέδου της δραστηριότητας βρέθηκε απόληψη αγωγού ομβρίων, ο οποίος κατά δήλωση της υπευθύνου, αποχετεύει τα όμβρια της κύριας εισόδου της εγκατάστασης. Τα ανωτέρω όμβρια οδηγούνται απευθείας στο φυσικό αποδέκτη, που είναι ο ….., αντί να παροχετεύονται στο ολοκληρωμένο σύστημα διαχείριση, των ομβρίων υδάτων κατά παράβαση του όρου 4.2.3 της με αρ.πρωτ. ./22-6-2009 ΑΕΠΟ, σύμφωνα με την οποία πρέπει «Να λαμβάνονται κατάλληλα μέτρα για την αποφυγή διαρροών στη θάλασσα, που μπορεί να προκαλέσουν ρύπανση σε περιπτώσεις βροχοπτώσεων-πιθανών βλαβών κλπ, από τους χώρους της λιμενικής εγκατάστασης με την κατασκευή ενός ολοκληρωμένου συστήματος συλλογής και διαχείρισης των ομβρίων υδάτων»
β. Μετά από χημική ανάλυση τα ανωτέρω αναφερόμενα όμβρια ύδατα εμφανίζονται επιβαρυμένα σε παραμέτρους που υπερβαίνουν τα ανώτερα επιτρεπόμενα όρια για διάθεση στο (Νομαρχιακή απόφαση ..79, όπως τροποποιήθηκε με την ./81).
Διαβιβάζει την δικογραφία στον αρμόδιο κ. Εισαγγελέα Πρωτοδικών Κορίνθου για τις δικές του ενέργειες.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε αμέσως στο ακροατήριο σε δημόσια συνεδρίαση.
Κόρινθος, 29 Σεπτεμβρίου 2022
Η Προεδρεύουσα Πλημμελειοδίκης Η Γραμματέας