ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 440/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιλτιάδη Χατζηγεωργίου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνα Μαυρικοπούλου, Μαρίας Κουβίδου, Μαριάνθη Παγουτέλη και Ελευθέριο Σισμανίδη – Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 12 Ιανουαρίου 2022, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Όλγας Σμυρλή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας), και της Γραμματέως Ευθυμίας Καλογεροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου N. S. V., κατοίκου …, ήδη κρατούμενου στο Κ.Κ…., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Χατζηιωάννου, για αναίρεση της υπ’αριθ.332/2021 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Χανίων. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Χανίων με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και o αναιρεσείων – κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 31 Αυγούστου 2021 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία ασκήθηκε ενώπιον Διευθυντή του Γ.Κ.Κ. …, Γ. Κ., έλαβε αριθμό 107/2021 και η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 897/21.
Αφού άκουσε Την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί και να επιβληθούν τα έξοδα στον αναιρεσείοντα και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Κατά τις διατάξεις του άρθρου 562 του ισχύοντος από 1-7-2019 νέου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (Ν. 4620/2019), “Κάθε αμφιβολία ή αντίρρηση του καταδικασθέντος σχετικά με την εκτελεστότητα της απόφασης και το είδος ή τη διάρκεια της ποινής λύεται από τον αρμόδιο κατ’ άρθρο 549 εισαγγελέα, ο οποίος αποφαίνεται αμελλητί με αιτιολογημένη διάταξή του. Σε περίπτωση αμφιβολίας του εισαγγελέα ή αντίρρησης του καταδικασθέντος επιλαμβάνεται το δικαστήριο των πλημμελειοδικών του τόπου όπου εκτίεται η ποινή.”, κατά τις διατάξεις δε του άρθρου 563 του ίδιου ανωτέρω Κ.Ποιν.Δ., “Στις περιπτώσεις των άρθρων 561 και 562 ο καταδικασμένος κλητεύεται στο δικαστήριο, σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 551. Κατά της απόφασης του δικαστηρίου επιτρέπεται στον εισαγγελέα και στον καταδικασμένο το ένδικο μέσο της αναίρεσης”. Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι το πλημμελειοδικείο, το οποίο επιλαμβάνεται αντιρρήσεων του καταδικασθέντος, περιορίζεται στην εξέταση ζητημάτων σχετικών με την εκτελεστότητα αμετάκλητης καταδικαστικής απόφασης, τα οποία προκύπτουν κατά την εκτέλεση και μετά το αμετάκλητο αυτής, ειδικότερα δε αναφορικά: α) με την εκτελεστότητα της σχετικής απόφασης, όταν προβάλλεται ότι αυτή δεν έχει καταστεί αμετάκλητη, β) με το είδος της επιβληθείσας ποινής και γ) με τη διάρκεια της ποινής, στην περίπτωση που από τον καταδικασθέντα γίνεται επίκληση εσφαλμένου προσδιορισμού του χρόνου λήξης της ποινής (άρθρο 554 του Κ.Ποιν.Δ.) ή λόγου που παύει ή κωλύει τη συνέχιση της έκτισής της, όπως της απονομής χάριτος (άρθρο 564 περ. β’ του Κ.Ποιν.Δ.), ή της παραγραφής της ποινής (άρθρο 565 περ. α’ του Κ.Ποιν.Δ.) ή του χαρακτηρισμού της πράξης ως μη αξιόποινης με μεταγενέστερο νόμο (άρθρο 2 παρ. 2 του Π.Κ.) ή του χρόνου που πρέπει να αφαιρεθεί από την εκτιόμενη ποινή (άρθρο 82 του Π.Κ.), κατά της απόφασης δε που εκδίδεται επί των ανωτέρω αντιρρήσεων επιτρέπεται στον εισαγγελέα και τον καταδικασμένο το ένδικο μέσο της αναίρεσης (Α.Π. 264/2021). Περαιτέρω, για να είναι παραδεκτές οι ανωτέρω αντιρρήσεις του καταδικασθέντος και να εξετασθούν από το πλημμελειοδικείο του τόπου έκτισης της ποινής, πρέπει να διαρκεί ακόμη η εκτέλεση της απόφασης, δηλαδή, η ποινή που έχει επιβληθεί με την απόφαση κατά της οποίας στρέφονται οι αντιρρήσεις να μη έχει εκτιθεί εξ ολοκλήρου, καθόσον μετά την έκτιση της ποινής εξαντλείται η εκτελεστότητα της απόφασης και δεν υπάρχει στάδιο εκτέλεσης (Α.Π. 13/2021). Τέλος, η προβλεπόμενη από το ως άνω άρθρο 563 του Κ.Ποιν.Δ. αναίρεση κατ’ απόφασης, που εκδόθηκε από το τριμελές πλημμελειοδικείο του τόπου έκτισης της ποινής, επί αντιρρήσεων του καταδικασμένου σχετικά με την εκτελεστότητα καταδικαστικής σε βάρος του ποινικής απόφασης, είναι επιτρεπτή για όλους τους λόγους, που αναφέρονται στο άρθρο 510 παρ. 1 του ίδιου ανωτέρω Κ.Ποιν.Δ., δηλαδή και για τους λόγους: α) της απόλυτης ακυρότητας που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, β) της εσφαλμένης ερμηνείας ή εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης και γ) της υπέρβασης εξουσίας (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’, Ε’ και Θ’ του Κ.Ποιν.Δ.).
ΙΙ. Στην προκείμενη περίπτωση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Χανίων, που δίκασε κατά τη διαδικασία των άρθρων 417 και επ. του Κ.Ποιν.Δ. (αυτόφωρη διαδικασία), ως δικαστήριο του τόπου έκτισης της ποινής, με την προσβαλλόμενη υπ’ αρ. 332/23-6-2021 απόφασή του απέρριψε την από 1-6-2021 αίτηση του αναιρεσείοντος – αντιλέγοντος, (όν.) N. (επ.) S. του V. V. και M., κατοίκου …, ήδη κρατούμενου στο Κατάστημα Κράτησης …, με την οποία αυτός είχε υποβάλλει αντιρρήσεις, κατ’ άρθρο 562 του Κ.Ποιν.Δ., σχετικά με τη διάρκεια της ποινής που επιβλήθηκε σε βάρος του με την υπ’ αρ. 1638/2019, 697/2020 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης. Κατά της ανωτέρω υπ’ αρ. 332/23-6-2021 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Χανίων ο ανωτέρω αναιρεσείων – αντιλέγων άσκησε την από 31-8-2021 αίτηση αναίρεσης, νομότυπα, αυτοπροσώπως, με δήλωσή του ενώπιον του Προϊσταμένου Διεύθυνσης του Γενικού Καταστήματος Κράτησης …, για την οποία συντάχθηκε η υπ’ αρ. 107/31-8-2021 έκθεση (άρθρο 466 παρ. 1, 474 παρ. 1 εδ. β’ του Κ.Ποιν.Δ.), και εμπρόθεσμα (άρθρο 473 παρ. 2 και 3 του Κ.Ποιν.Δ.), αφού η προσβαλλόμενη απόφαση καταχωρίστηκε καθαρογραμμένη στο ειδικό βιβλίο, που τηρείται από τη Γραμματεία του Ποινικού Τμήματος του ανωτέρω Πρωτοδικείου, την 16-8-2021 (βλ. την από 3-9-2021 βεβαίωση της Γραμματέα του Ποινικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Χανίων που έχει επισυναφθεί στον φάκελο της δικογραφίας). Η ανωτέρω αίτηση αναίρεσης είναι παραδεκτή, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στην προηγηθείσα υπό στοιχείο Ι νομική σκέψη, καθόσον ασκήθηκε από πρόσωπο που είχε το σχετικό έννομο συμφέρον, κατά απόφασης υποκείμενης στο συγκεκριμένο ένδικο μέσο, περιλαμβάνει δε ως λόγους αναίρεσης την απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης και την υπέρβασης εξουσίας. Επομένως, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την βασιμότητα των λόγων της.
ΙΙΙ. Κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναίρεσης αποτελεί η απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, τέτοια δε ακυρότητα προκαλείται και στην περίπτωση που δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν τη σύνθεση του δικαστηρίου, σύμφωνα με τις διατάξεις του κώδικα οργανισμού δικαστηρίων και κατάστασης δικαστικών λειτουργών και του ανωτέρω Κ.Ποιν.Δ. (άρθρ. 171 παρ. 1 περ. α’ του Κ.Ποιν.Δ.). Εξάλλου, οι διατάξεις του άρθρου 4 του ισχύοντος από 1-7-2019 Κ.Ποιν.Δ. (Ν. 4620/2019, Φ.Ε.Κ. 96/11-6-2019, τεύχος πρώτο), όπως αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 7 παρ. 1 περ. α’ του Ν. 4637/2019 (Φ.Ε.Κ. 180/18-11-2019), ορίζουν ότι: “1. Το συμβούλιο των πλημμελειοδικών και το τριμελές πλημμελειοδικείο συγκροτείται από τον πρόεδρο πρωτοδικών ή τον αναπληρωτή του και δύο πρωτοδίκες. 2. Όταν για οποιονδήποτε λόγο είναι αδύνατη αυτή η σύνθεση, επιτρέπεται η αναπλήρωση σύμφωνα με τις διατάξεις του κώδικα οργανισμού δικαστηρίων και κατάστασης δικαστικών λειτουργών.”, ενώ από τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 περ. γ’ του Ν. 1756/1988 (Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάσταση Δικαστικών Λειτουργών) προκύπτει ότι το τριμελές πλημμελειοδικείο συγκροτείται από πρόεδρο πρωτοδικών και δύο πρωτοδίκες, από τη διάταξη δε του άρθρου 5 του ίδιου νόμου προβλέπεται η αναπλήρωση των δικαστών, αν δεν υπάρχουν, απουσιάζουν ή κωλύονται, η οποία γίνεται με πράξη του δικαστή που διευθύνει το δικαστήριο, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά, ειδικότερα δε ο πρόεδρος πολυμελούς δικαστηρίου αναπληρώνεται από άλλο δικαστή της ίδιας σύνθεσης ή του ίδιου δικαστηρίου (άρθρο 5 παρ. 1 περ. Α’ υποπερ. γ’ του Ν. 1756/1988). Από τις παραπάνω διατάξεις με σαφήνεια συνάγεται ότι κατά τις συνεδριάσεις των πολυμελών, πολιτικών και ποινικών, δικαστηρίων, εάν οι συνθέσεις τους δεν ορίζονται με κλήρωση, οπότε έχει εφαρμογή το άρθρο 17 του ανωτέρω Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάσταση Δικαστικών Λειτουργών (Ν. 1756/1988), ο πρόεδρος αναπληρώνεται από τον αρχαιότερο δικαστή και αυτός κωλυόμενος από τον αμέσως νεώτερο. Η αναπλήρωση αυτή είναι θέμα εσωτερικής υπηρεσίας του δικαστηρίου και γίνεται αμέσως μόλις εμφανισθεί το κώλυμα, χωρίς έκδοση σχετικής πράξης εκείνου που διευθύνει το δικαστήριο, περαιτέρω δε χωρίς να είναι αναγκαίο, για την εγκυρότητα των πράξεων του αναπληρωτή, να μνημονεύεται σ’ αυτές ότι ενεργεί λόγω κωλύματος εκείνου τον οποίο αναπληρώνει, καθόσον ο νόμος δεν αξιώνει κάτι τέτοιο (Α.Π. 769/2020, Α.Π. 1490/2010).
ΙV. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης υπ’ αρ. 332/23-6-2021 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Χανίων, το Δικαστήριο αυτό, που την εξέδωσε, συγκροτήθηκε από τους: α) Αθανασία Ζαχαροπούλου, Προεδρεύουσα Πλημμελειοδίκη, λόγω κωλύματος των Προέδρων, β) Καλλιόπη Ευαγγέλου, Πλημμελειοδίκη, και γ) Βαλασία Αθανασιάδου, Ειρηνοδίκη, που ορίστηκε με την υπ’ αρ. 323/2021 πράξη της Προέδρου Πρωτοδικών Χανίων. Η ανωτέρω σύνθεση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Χανίων καταρτίσθηκε νόμιμα, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στην προηγηθείσα υπό στοιχείο ΙΙΙ νομική σκέψη. Επομένως, η προβαλλόμενη με τον δεύτερο λόγο αναίρεσης αιτίαση για κακή σύνθεση του δικαστηρίου, με την επίκληση ότι δεν μνημονεύεται στα πρακτικά της πληττόμενης απόφασης κώλυμα του Προέδρου Πρωτοδικών ή Πρωτοδικών, αρχαιοτέρων της Προεδρεύουσας, περαιτέρω δε ότι δεν μνημονεύεται η πράξη αναπλήρωσης της διευθύνουσας το Πρωτοδικείο Προέδρου, είναι αβάσιμη και απορριπτέα. Σε κάθε περίπτωση όμως, η ανωτέρω αιτίαση, ενόψει του ότι δεν προτάθηκε η εν λόγω τυχόν ακυρότητα πριν την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας στο ακροατήριο, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης, κατά την παράγραφο 10 του άρθρου 17 του Ν. 1756/1988 (Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάσταση Δικαστικών Λειτουργών), καλύφθηκε (Α.Π. 1567/2017, Α.Π. 1569/2016). Επομένως, ο δεύτερος λόγος της κρινόμενης αίτησης, με την οποία ο αναιρεσείων – αιτών επιχειρεί να θεμελιώσει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ λόγο αναίρεσης, για απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, λόγω κακής σύνθεσης του δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. V. Με τις διατάξεις του άρθρου 82 παρ. 1, 2 και 3 του ισχύοντος από 1-7-2019 Π.Κ. (Ν. 4619/2019, Φ.Ε.Κ. 95/11-6-2019) ρυθμίζεται το ζήτημα του υπολογισμού του χρόνου προσωρινής κράτησης του καταδικασθέντος. Ειδικότερα, σύμφωνα με την παρ. 1 της εν λόγω διάταξης, όταν επιβάλλεται στερητική της ελευθερίας ποινή, αφαιρείται ο χρόνος κράτησης μετά τη σύλληψη, ο χρόνος της προσωρινής κράτησης, καθώς και ο χρόνος παραμονής σε θεραπευτικές μονάδες για διενέργεια πραγματογνωμοσύνης κατά τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Όπως ήδη διευκρινίζεται στην αιτιολογική έκθεση του σχεδίου του ήδη ισχύοντος από 1-7-2019 Π.Κ., ως “κράτηση” νοείται αυτή που έχει διανυθεί δυνάμει οποιουδήποτε τίτλου στην Ελλάδα ή το εξωτερικό για οποιοδήποτε από τα τυχόν συρρέοντα και συνεκδικασθέντα εγκλήματα, ενώ ως “σύλληψη” νοείται η δέσμευση προσώπου για το έγκλημα ή τα εγκλήματα αυτά, δυνάμει οποιουδήποτε τίτλου ή και χωρίς αυτόν (σύλληψη κατ’ άρθρο 275 του Κ.Ποιν.Δ. στα καταλαμβανόμενα επ’ αυτοφώρω τελούμενα εγκλήματα), χωρίς να γίνεται διάκριση μεταξύ τυχόν “νόμιμης” και “μη νόμιμης” σύλληψης και κράτησης, καθόσον τυχόν ελάττωμα ή ακυρότητα του τίτλου ή της διαδικασίας σύλληψης και κράτησης δεν λαμβάνεται υπόψη σε βάρος του συλληφθέντος. Περαιτέρω, σύμφωνα με την παρ. 2 του ανωτέρω άρθρου 82 του Π.Κ., στην περίπτωση συρροής εγκλημάτων που συνεκδικάζονται, αφαιρείται από την επιβληθείσα συνολική ποινή ο χρόνος της κράτησης που διατάχθηκε για οποιοδήποτε από αυτά, ακόμη και όταν η απόφαση κήρυξε τον καταδικασθέντα αθώο για το έγκλημα για το οποίο είχε κρατηθεί. Αν ο κρατηθείς αθωωθεί για το έγκλημα για το οποίο είχε κρατηθεί και γι αυτά που συνεκδικάσθηκαν, ο χρόνος κράτησης αφαιρείται από άλλες ποινές, εφόσον επιβάλλονται για εγκλήματα που διαπράχθηκαν πριν από την κράτηση. Στο σημείο αυτό κρίνεται σκόπιμο να επισημανθεί ότι στις ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 82 του Π.Κ. γίνεται λόγος αποκλειστικά και μόνον για προσωρινή κράτηση που αφαιρείται από την επιβληθείσα ποινή, όχι δε και για κατ’ οίκον περιορισμό με ηλεκτρονική επιτήρηση, που προβλέπεται επίσης ως μέτρο δικονομικού καταναγκασμού συνεπαγόμενο περιορισμό της ελευθερίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 282 και επ. του Κ.Ποιν.Δ., καθόσον, κατά τη βούληση του νομοθέτη, δεν μπορεί να εξομοιωθεί με την στέρηση της ελευθερίας υπό καθεστώς κράτησης. Εξάλλου, κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 3251/2004 “Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, τροποποίηση του Ν. 2928/2001 για τις εγκληματικές οργανώσεις και άλλες διατάξεις” (Φ.Ε.Κ. 127/9-7-2004, τεύχος πρώτο), το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως είναι απόφαση ή διάταξη δικαστικής αρχής κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης που εκδίδεται με σκοπό τη σύλληψη και την προσαγωγή προσώπου, το οποίο ευρίσκεται στο έδαφος άλλου κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εφόσον το πρόσωπο αυτό ζητείται από τις αρμόδιες αρχές του κράτους έκδοσης του εντάλματος στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας, προκειμένου: α) να ασκηθεί ποινική δίωξη για αξιόποινη πράξη που έχει ήδη αποδοθεί σ’ αυτό ή β) να εκτελεστεί ποινή ή μέτρο ασφαλείας, τα οποία στερούν την ελευθερία. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 1 στοιχ. α’ του ανωτέρω νόμου (3251/2004) προκύπτει ότι, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 11 έως 13 του ίδιου νόμου, το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης εκτελείται εφόσον η αξιόποινη πράξη, για την οποία έχει εκδοθεί τούτο, συνιστά έγκλημα, σύμφωνα με τους ελληνικούς ποινικούς νόμους, ανεξαρτήτως του νομικού χαρακτηρισμού, το οποίο τιμωρείται, σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους έκδοσης του εντάλματος, με στερητική της ελευθερίας ποινή ή με στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας, το ανώτατο όριο των οποίων είναι τουλάχιστον δώδεκα (12) μηνών, όπως επίσης εκτελείται, κατά το στοιχ. β’ της ανωτέρω παρ. 1 του άρθρου 10, εφόσον τα δικαστήρια του τόπου έκδοσης του εντάλματος καταδίκασαν τον εκζητούμενο σε ποινή ή μέτρο ασφαλείας, στερητικό της ελευθερίας τουλάχιστον τεσσάρων (4) μηνών για αξιόποινη πράξη, την οποία και οι ελληνικοί νόμοι χαρακτηρίζουν ως πλημμέλημα ή κακούργημα. Εξάλλου, με το άρθρο 11 του ίδιου, ως άνω, νόμου καθορίζονται οι περιπτώσεις, στις οποίες απαγορεύεται η εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, κατά τη διάταξη δε του άρθρου 12 του αυτού νόμου η δικαστική αρχή που αποφασίζει για την εκτέλεσή του (ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης) μπορεί να αρνηθεί την εκτέλεσή του στις ακόλουθες περιπτώσεις: α) αν το πρόσωπο, εναντίον του οποίου έχει εκδοθεί αυτό (ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης) διώκεται στην Ελλάδα για την ίδια αξιόποινη πράξη, με εκείνη που αναφέρεται στο ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, β) αν οι ελληνικές αρχές αποφασίσουν είτε να μην ασκήσουν ποινική δίωξη για την αξιόποινη πράξη, για την οποία έχει εκδοθεί το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, είτε να παύσουν την δίωξη. Έτσι, με βάση το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, μπορεί να συλλαμβάνεται και να παραδίδεται από ένα κράτος – μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε άλλο μέρος αυτής κάθε υπόδικος ή κατάδικος για τα εγκλήματα που αναφέρονται στις διατάξεις του Ν. 3251/2004, εφόσον βέβαια συντρέχουν οι προαναφερθείσες θετικές προϋποθέσεις και ελλείπουν οι σχετικές υποχρεωτικές ή δυνητικές απαγορεύσεις (άρθρα 10, 11 και 12 του Ν. 3251/2004). Τέλος, από τη διάταξη δε του άρθρου 33 του ίδιου ανωτέρω νόμου (3251/2004) προκύπτει ότι ο χρόνος κράτησης του εκζητουμένου στο κράτος εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης στο πλαίσιο της διαδικασίας προσαγωγής του στην αρμόδια ελληνική αρχή, αφαιρείται από τη συνολική διάρκεια στέρησης της ελευθερίας του στην Ελλάδα στην περίπτωση καταδίκης του σε στερητική της ελευθερίας ποινή ή στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας. Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων των άρθρων 82 του Π.Κ. και 33 του Ν. 3251/2004 με σαφήνεια συνάγεται ότι αφαιρείται ο χρόνος κράτησης εκζητουμένου στην Ελλάδα, τόσο στην ημεδαπή όσο και στο κράτος που τον εξέδωσε, από την ποινή που επιβλήθηκε σε βάρος του για τις πράξεις που εκδόθηκε στην Ελλάδα, σε περίπτωση δε που αθωωθεί για τις πράξεις αυτές ο παραπάνω χρόνος κράτησής του αφαιρείται από άλλες στερητικές της ελευθερίας ποινές που επιβλήθηκαν σε βάρος του, με μοναδική προϋπόθεση ότι οι πράξεις για τις οποίες καταδικάστηκε τελέστηκαν σε χρόνο προγενέστερο της κράτησής του. Στην ημεδαπή έννομη τάξη όμως, δεν υφίσταται ρύθμιση σχετική με την αφαίρεση του χρόνου κράτησης εκζητουμένου που βρίσκεται στην Ελλάδα, στην περίπτωση κατά την οποία τελικά δεν εκδόθηκε στο εκζητούν κράτος είτε διότι αποφασίστηκε η μη εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, που εκδόθηκε εναντίον του (εκζητουμένου), σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3251/2004, είτε διότι το εκζητούν κράτος δεν επιθυμεί πλέον την παράδοσή του (εκζητουμένου) στις αρμόδιες αρχές του. Στις περιπτώσεις αυτές, κατ’ αναλογική εφαρμογή των παραπάνω διατάξεων των άρθρων 82 του Π.Κ. και 33 του Ν. 3251/2004, πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο χρόνος κράτησης του εκζητουμένου στην Ελλάδα, που τελικά δεν εκδόθηκε στο εκζητούν κράτος, πρέπει να αφαιρεθεί από την ποινή που επιβλήθηκε σε βάρος του είτε για τις πράξεις που είχε ζητηθεί η έκδοσή του και δεν εκδόθηκε, για τις οποίες στη συνέχεια δικάστηκε και καταδικάστηκε στην Ελλάδα, εφόσον δε αθωωθεί για τις πράξεις αυτές από ποινή που επιβλήθηκε σε βάρος του για άλλες πράξεις, με μόνη προϋπόθεση ότι αυτές τελέστηκαν πριν την κράτησή του. VI. Η προβλεπόμενη από το άρθρο 563 εδ. β’ του Κ.Ποιν.Δ. αναίρεση κατ’ απόφασης, που εκδόθηκε από το τριμελές πλημμελειοδικείο του τόπου έκτισης της ποινής, επί αντιρρήσεων του καταδικασμένου σχετικά με την εκτελεστότητα καταδικαστικής σε βάρος του ποινικής απόφασης, είναι επιτρεπτή για όλους τους λόγους, που αναφέρονται στο άρθρο 510 παρ. 1 του ίδιου Κ.Ποιν.Δ., δηλαδή και για τους λόγους: α) της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, β) της εσφαλμένης ερμηνείας ή εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης και γ) της υπέρβασης εξουσίας. Εξάλλου, έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, η οποία, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ., απαιτείται σε όλες χωρίς εξαίρεση τις δικαστικές αποφάσεις, ιδρύει δε τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ίδιου κώδικα λόγο αναίρεσης, συντρέχει, όταν δεν εκτίθενται σ’ αυτή με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη θεμελίωση του πορίσματός της, οι αποδείξεις που το θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε (Α.Π. 485/2019). Περαιτέρω, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται, όταν το δικαστήριο χωρίς να παρερμηνεύσει το νόμο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στην εφαρμοσθείσα διάταξη. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διάταξης αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της απόφασης, που προκύπτει από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο σε σχέση με την ορθή εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (Α.Π. 604/2021). Τέλος, υπέρβαση εξουσίας, κατά τη διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Θ’ του ισχύοντος Κ.Ποιν.Δ., υπάρχει, όταν το (ποινικό) δικαστήριο αποφάσισε για ζήτημα που δεν υπαγόταν στη δικαιοδοσία του (θετική υπέρβαση εξουσίας) ή, όταν παρέλειψε να αποφασίσει για ζήτημα, που υπαγόταν στη δικαιοδοσία του και είχε υποχρέωση να αποφασίσει [(αρνητική υπέρβαση εξουσίας) Α.Π. 933/2020]. VII. Στην προκείμενη περίπτωση από την παραδεκτή, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, επισκόπηση των εγγράφων του φακέλου της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα: Ο αναιρεσείων – αντιλέγων, (όν.) N. (επ.) S. του V. V., συνελήφθη την 17-4-2018, στη …, ύστερα από την έκδοση σε βάρος του με στοιχεία αναφοράς φακέλου αρ. Εισαγγελίας 16/329/029 από 13-4-2018 ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, από τον Γενικό Εισαγγελέα του Εφετείου της PEN Γαλλίας, δυνάμει του υπ’ αρ. ανακριτικού φακέλου JIRS: Ε17/01 και αρ. Εισαγγελίας 13/329/029 εντάλματος σύλληψης της Ανακρίτριας του Πολυμελούς Πρωτοδικείου της PEN Γαλλίας, με το οποίο ζητείτο από τις αρχές της Ελλάδος η έκδοσή του, προκειμένου να συλληφθεί και προσαχθεί, ενώπιον της Δικαστικής Αρχής που εξέδωσε το ανωτέρω ένταλμα, με σκοπό να δικασθεί για: “α] κλοπές από οργανωμένη συμμορία, β] απόκρυψη κλοπιμαίων από οργανωμένη συμμορία προερχομένων από οργανωμένες κλοπές, γ] συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση με σκοπό την προετοιμασία εγκλημάτων ή αδικημάτων, τα οποία τιμωρούνται με 10ετή φυλάκιση, και δ] διακεκριμένη νομιμοποίηση προϊόντων από παράνομη δραστηριότητα (συμμετοχή σε οργανωμένη συμμορία για την τοποθέτηση, απόκρυψη ή μετατροπή προϊόντος αδικήματος)”, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων, αντιστοίχως: α) 311 – 9 παρ. 1, 311 – 1, 132 – 71, 450 – 1 παρ.1, 2, 311 – 14, 311 – 15, 450 – 3, 450 – 5, β) 132 – 71, 311 – 1, 311 – 9, 311 – 13, 311 – 14, 311 – 15, γ) 450 – 1, 450 – 3, 450 – 5 και, δ) 324 – 1 – 1, 324 – 1, 324 – 2, 324 – 3 έως 324 – 8 του γαλλικού Ποινικού Κώδικα. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης με την υπ’ αρ. 474/2018 απόφασή του γνωμοδότησε να εκτελεστεί το ανωτέρω ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης που είχε εκδοθεί σε βάρος του αναιρεσείοντος – αντιλέγοντος, ύστερα όμως από έφεση του τελευταίου ο Άρειος Πάγος, με την υπ’ αρ. 1365/2018 απόφασή του (σε συμβούλιο), κατά μερική παραδοχή της σχετικής έφεσής του [αναιρεσείοντος – αντιλέγοντος, (όν.) N. (επ.) S. του V. V.] διατήρησε τις διατάξεις της ανωτέρω υπ’ αρ. 474/2018 απόφασης του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης περί εκτέλεσης του εν λόγω εντάλματος σύλληψης μόνον για τις πράξεις των κλοπών από οργανωμένη συμμορία, ενώ εξαφάνισε αυτήν κατά το κεφάλαιό της με το οποίο αποφάνθηκε να εκτελεστεί το ανωτέρω ένταλμα σύλληψης για τις πράξεις της συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση, με σκοπό την προετοιμασία εγκλημάτων ή αδικημάτων, και τη νομιμοποίηση προϊόντων από παράνομη δραστηριότητα, με το σκεπτικό ότι αυτές τελέστηκαν στην Ελλάδα, παραγγέλλοντας τη διαβίβαση αντιγράφων της δικογραφίας στον αρμόδιο Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης για την ενδεχόμενη άσκηση ποινικής δίωξης κατά του αναιρεσείοντος – αντιλέγοντος, για την πράξη δε της απόκρυψης κλοπιμαίων από οργανωμένη συμμορία προερχόμενων από οργανωμένες κλοπές, με το σκεπτικό ότι αυτή δεν στοιχειοθετεί ξεχωριστό (αυτοτελές και ιδιαιτέρως τιμωρούμενο) έγκλημα, αλλά συνιστά, κατά την ελληνική ποινική νομοθεσία, ουσιαστική αποπεράτωση της κλοπής από οργανωμένη συμμορία, πράξη για την οποία, όπως ήδη προαναφέρθηκε, δεν εξαφάνισε την υπ’ αρ. 474/2018 απόφαση του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης, με την οποία αυτό αποφάνθηκε ότι πρέπει να εκτελεστεί το ανωτέρω ένταλμα σύλληψης. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι μετά την έκδοση της ανωτέρω υπ’ αρ. 1365/2018 απόφασης του Αρείου Πάγου, που δημοσιεύθηκε την 21-8-2018, ορίστηκε η 24-9-2018 ως τελευταία ημέρα της προβλεπόμενης από το άρθρο 27 παρ. 1 του Ν. 3251/2004 προθεσμίας προσαγωγής του αναιρεσείοντος – αντιλέγοντος στις αρχές της Γαλλίας, δεν υλοποιήθηκε όμως, ύστερα δε από σχετικό αίτημα των τελευταίων ορίστηκε ως νέα ημερομηνία παράδοσής του (αναιρεσείοντος – αντιλέγοντος) στις αρχές της Γαλλίας η 10-10-2018, οπότε, σύμφωνα με το άρθρο 27 παρ. 2 του Ν. 3251/2004, η προαγωγή του αναιρεσείοντος – αντιλέγοντος έπρεπε να γίνει στις αρχές του εκζητούντος κράτους (Γαλλίας) το αργότερο μέχρι την 20-10-2018, οι οποίες όμως με σχετικό έγγραφό τους δήλωσαν ότι έπαυσε εκ μέρους τους η διαδικασία εκτέλεσης του προαναφερθέντος ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης. Ενόψει της εξέλιξης αυτής ο Εισαγγελέας Εφετών Θεσσαλονίκης με την υπ’ αρ. 51/18-10-2018 διάταξή του, διέταξε την απόλυση του αναιρεσείοντος – αντιλέγοντος από το Κατάστημα Κράτησης στο οποίο κρατούνταν, δυνάμει του ανωτέρω ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, στο πλαίσιο εκτέλεσης του οποίου κρατήθηκε από 17-4-2018 έως και 18-10-2018. Περαιτέρω αποδεικνύεται ότι, μετά την προαναφερθείσα παραγγελία του Αρείου Πάγου για διαβίβαση αντιγράφων της δικογραφίας για την ανωτέρω υπόθεση στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, αυτός άσκησε ποινική δίωξη εναντίον του αναιρεσείοντος – αντιλέγοντος για τις πράξεις: α) της συγκρότησης, ένταξης και διεύθυνσης εγκληματικής οργάνωσης, με σκοπό την τέλεση περισσότερων εγκλημάτων που προβλέπονται στη διάταξη του άρθρου 374 του Π.Κ. (διακεκριμένες κλοπές), και β) της ηθικής αυτουργίας, κατ’ εξακολούθηση, σε διακεκριμένες περιπτώσεις κλοπών, τετελεσμένων και σε απόπειρα, κατά συναυτουργία, που τελέστηκαν από περισσότερους από δύο που είχαν ενωθεί για να διαπράττουν κλοπές, κατ’ επάγγελμα, κατ’ εξακολούθηση, εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης γι’ αυτές από την Ανακρίτρια του 2ου Ειδικού Τμήματος Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, συνελήφθη την 18-10-2018 και απολογήθηκε ενώπιόν της την 23-10-2018, μετά δε την απολογία του εκδόθηκε από την ανωτέρω ανακρίτρια το υπ’ αρ. 12/23-10-2018 ένταλμα προσωρινής κράτησης. Ακολούθως ο αναιρεσείων – αντιλέγων παραπέμφθηκε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης για να δικαστεί για τις παραπάνω πράξεις, το ανωτέρω δε δικαστήριο, με την υπ’ αρ. 1638/2019, 697/2020 απόφασή του, τον κήρυξε αθώο για την πράξη της ηθικής αυτουργίας, κατ’ εξακολούθηση, σε διακεκριμένες περιπτώσεις κλοπών, τετελεσμένων και σε απόπειρα, κατά συναυτουργία, που τελέστηκαν από περισσότερους από δύο που είχαν ενωθεί για να διαπράττουν κλοπές, κατ’ επάγγελμα, κατ’ εξακολούθηση, και ένοχο για την πράξη της συγκρότησης, ένταξης και διεύθυνσης εγκληματικής οργάνωσης, με σκοπό την τέλεση περισσότερων εγκλημάτων που προβλέπονται στη διάταξη του άρθρου 374 του Π.Κ. (διακεκριμένες κλοπές), τον καταδίκασε δε σε ποινή κάθειρξης εννέα (9) ετών. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι ο αναιρεσείων – αντιλέγων με την από 11-5-2021 αίτησή του, απευθυνόμενη στον Εισαγγελέα Εφετών Θεσσαλονίκης, ως αρμόδιο για την έκτιση της ανωτέρω ποινής που επιβλήθηκε σε βάρος του, ζήτησε από την ποινή κάθειρξης στην οποία καταδικάστηκε με την υπ’ αρ. 1638/2019, 697/2020 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης, να αφαιρεθεί ο χρόνος κράτησής του από 17-4-2018 έως 18-10-2018, στο πλαίσιο εκτέλεσης του προαναφερθέντος ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης που είχαν εκδώσει σε βάρος του οι αρχές της Γαλλίας. Ο Εισαγγελέας Εφετών Θεσσαλονίκης με την υπ’ αρ. 2020 – 372, με ημερομηνία 20-5-2021, διάταξή του, απέρριψε την ανωτέρω αίτηση του αναιρεσείοντος – αντιλέγοντος, κατά της διάταξης δε αυτής ο τελευταίος άσκησε τις από 1-6-2021 αντιρρήσεις του ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Χανίων, αρμόδιου να τις κρίνει, ως δικαστηρίου στην περιφέρεια του οποίου εξέτιε την προαναφερθείσα ποινή του. Τις ανωτέρω αντιρρήσεις του αναιρεσείοντος – αντιλέγοντος απέρριψε το ανωτέρω Δικαστήριο (Τριμελές Πλημμελειοδικείο Χανίων), με την προσβαλλόμενη υπ’ αρ. 332/23-6-2021 απόφασή του, αφού δέχθηκε, μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που προσκομίστηκαν σ’ αυτό, τα οποία προσδιορίζονται κατ’ είδος στην προσβαλλόμενη απόφαση, κατά πιστή μεταφορά, διατηρούμενης της ορθογραφίας, σύνταξης και στίξης, τα ακόλουθα: “Στον Εισαγγελέα Εφετών Θεσσαλονίκης υποβλήθηκε η από 11.05.2021 αίτηση με την οποία προβλήθηκαν αντιρρήσεις από τον καταδικασθέντα ως προς τη διάρκεια της ποινής που του επιβλήθηκε με την υπ’ αριθμόν 1638/2019, 697/2020 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης, ήτοι συνολική ποινή κάθειρξης 9 ετών. Επί της ως άνω αίτησης εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 2020 – 372/20.05.2021 Διάταξη του αρμόδιου Εισαγγελέα, με την οποία η αίτηση απορρίφθηκε. Επομένως, παραδεκτά, κατά τη διάταξη του άρθρου 562 ΚΠΔ, επιλαμβάνεται το παρόν Δικαστήριο των πλημμελειοδικών του τόπου όπου εκτίεται η ποινή εν όψει του ότι ο προβάλλων τις από 11.05.2021 αντιρρήσεις, κρατείται στο Κατάστημα Κράτησης …. Κατά τη διάταξη του άρθρου 82 παρ. 2 του ΚΠΔ, “Στην περίπτωση συρροής εγκλημάτων που συνεκδικάζονται αφαιρείται από την επιβληθείσα συνολική ποινή ο χρόνος της κράτησης που διατάχθηκε για οποιοδήποτε από αυτά, ακόμη και όταν η απόφαση κήρυξε τον καταδικασθέντα αθώο για το έγκλημα για το οποίο κρατείται. Αν ο κρατηθείς αθωωθεί για το έγκλημα για το οποίο είχε κρατηθεί και γι’ αυτά που συνεκδικάστηκαν, ο χρόνος κράτησης αφαιρείται από άλλες ποινές, εφόσον επιβάλλονται για εγκλήματα που διαπράχθηκαν πριν από την κράτηση”. Στην παρ. 2 εδ. α’ του άρθρου 82 του ΠΚ, προβλέπεται η περίπτωση αφαίρεσης της προσωρινής κράτησης όταν συντρέχει συρροή εγκλημάτων είτε κατ’ ιδέα είτε πραγματική. Απαραίτητη προϋπόθεση για την αφαίρεση του χρόνου κράτησης είναι να υπάρξει συνεκδίκαση των εγκλημάτων αυτών, ανεξάρτητα από το εάν ο κατηγορούμενος καταδικάστηκε ή αθωώθηκε για την πράξη για την οποία επιβλήθηκε προσωρινή κράτηση. Φυσικά το δικαστήριο θα πρέπει να αχθεί σε καταδικαστική κρίση για ένα τουλάχιστον από τα συρρέοντα εγκλήματα, επιβάλλοντας γι’ αυτά ποινή, ώστε να είναι νοητή η αφαίρεση του χρόνου προσωρινής κράτησης. Στο δεύτερο εδάφιο της ίδιας παραγράφου προβλέπεται για πρώτη φορά η αφαίρεση του χρόνου προσωρινής κράτησης σε περίπτωση συνολικής αθώωσης του κατηγορουμένου για όλα τα συρρέοντα εγκλήματα. Πλέον, ο άδικα αθωωθείς κρατούμενος μπορεί να αξιώσει όχι μόνο αποζημίωση με βάση τη διάταξη του άρθρου 535 ΚΠΔ, αλλά να αφαιρεθεί ο χρόνος κράτησής του από άλλες ποινές, υπό την προϋπόθεση ότι τα αντίστοιχα εγκλήματα διαπράχθηκαν πριν την κράτησή του. Θα πρέπει, ωστόσο να διασφαλίζεται ότι ο κατηγορούμενος δεν αξιοποιεί τη δυνατότητα αυτή προκειμένου να αφαιρέσει τον ίδιο χρόνο κράτησης από πολλαπλές ποινές. Η διάταξη αυτή δεν καταλαμβάνει περιπτώσεις κατά τις οποίες αφέθηκε δικαστικά η ποινή, διότι με τη δικαστική άφεση της ποινής ο κατηγορούμενος κηρύσσεται ένοχος, απλώς δεν επιβάλλεται σ’ αυτόν ποινή (Χαραλαμπάκης “Ο Νέος Ποινικός Κώδικας” σ. 646 επ.). Περαιτέρω, η διάταξη του άρθρου 33 του Ν. 3251/2004 ορίζει ότι “Ο χρόνος κράτησης του εκζητουμένου στο κράτος εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης στο πλαίσιο διαδικασίας προσαγωγής του στην αρμόδια ελληνική αρχή, αφαιρείται από τη συνολική διάρκεια στέρησης της ελευθερίας του στην Ελλάδα στην περίπτωση καταδίκης του σε στερητική της ελευθερίας ποινή ή στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας.”. Στη προκείμενη περίπτωση, ο αιτών συνελήφθη στις 17.04.2018 στη … βάση του αριθμ. FRA000000000035734600 από 16.04.2018 τηλεομοιοτυπικού εγγράφου του Τμήματος S.I.R.E.N.E. Γαλλίας, για εκτέλεση του ως άνω Ε.Ε.Σ. και παράδοσή του στις Γαλλικές Δικαστικές Αρχές προκειμένου να ασκηθεί ποινική δίωξη σε βάρος του για τις αναφερόμενες στο ένταλμα πράξεις. Στη συνέχεια ακολουθήθηκε η προβλεπόμενη διαδικασία για την εκτέλεση του ΕΕΣ και τελικά με την με αριθμ. 1365/201 απόφαση του Αρείου Πάγου αφενός με διατάχθηκε η εν μέρει εκτέλεση του ανωτέρω Ε.Ε.Σ., αφετέρου δε παραγγέλθηκε η διαβίβαση αντιγράφων της δικογραφίας στον αρμόδιο Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης για την ενδεχόμενη άσκηση απ’ αυτόν ποινικής δίωξης κατά του αιτούντος για τις πράξεις α) της συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση με σκοπό την προετοιμασία εγκλημάτων ή αδικημάτων (άρθρα 314 – 1 – 1, 324 – 1, 324 – 2, 324 – 3 έως 324 – 8 του Γαλλικού ΠΚ) και β) της διακεκριμένης νομιμοποίησης προϊόντων από παράνομη δραστηριότητα – συμμετοχής σε οργανωμένη συμμορία για την τοποθέτηση, απόκρυψη ή μετατροπή προϊόντος αδικήματος (άρθρα 450 – 1, 450 – 3, 450 – 5 του Γαλλικού ΠΚ). Μετά την έκδοση της ως άνω απόφασης ορίστηκε η 24-9-2018 ως τελευταία ημέρα της προβλεπόμενης από το άρθρο 27 παρ. 1 Ν. 3251/2004 προθεσμίας προσαγωγής του αιτούντος στις Γαλλικές Αρχές. Η προσαγωγή του αιτούντος μέσα στην ορισθείσα προθεσμία δεν κατέστη δυνατή και για το λόγο αυτό, ύστερα από σχετικό αίτημα των Γαλλικών Αρχών ορίστηκε ως νέα ημέρα παράδοσης η 10.10.2018, οπότε σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 27 Παρ. 2 Ν. 3251/2004 η προσαγωγή του αιτούντος θα έπρεπε να γίνει το πολύ μέχρι τις 20.10.2018. Ακολούθως, οι αρμόδιες Γαλλικές Αρχές με σχετικό τους έγγραφο δήλωσαν ότι έπαυσε από μέρους τους η διαδικασία εκτέλεσης του Ε.Ε.Σ. Ενόψει δε του εν λόγω εγγράφου με τη με αριθμ. 51/18-10-2018 Διάταξη του Εισαγγελέα Εφετών Θεσσαλονίκης διατάχθηκε η απόλυση του αιτούντος από το Κατάστημα Κράτησης που κρατούνταν. Σύμφωνα, λοιπόν, με τα παραπάνω, ο αιτών κρατήθηκε στα πλαίσια εκτέλεσης του ανωτέρω Ε.Ε.Σ. από την 17-4-2018 έως και την 18-10-2018. Ακολούθως, σε βάρος του αιτούντος ασκήθηκε ποινική δίωξη για τις πράξεις α) της συγκρότησης, ένταξης και διεύθυνσης εγκληματικής οργάνωσης με σκοπό τη διάπραξη περισσοτέρων κακουργημάτων που προβλέπονται στο άρθρο 374 ΠΚ (διακεκριμένες κλοπές) και β) της ηθικής αυτουργίας κατ’ εξακολούθηση σε διακεκριμένες περιπτώσεις κλοπών τετελεσμένων και σε απόπειρα κατά συναυτουργία και κατ’ εξακολούθηση, που τελέστηκαν από περισσότερους από δύο που είχαν ενωθεί για να διαπράττουν κλοπές και κατ’ επάγγελμα (άρθρα 13 στ’, 42 παρ. 1, 46 παρ. 1 α, 94, 98, 187 παρ. 1 – 3, 372 παρ. 1 και 374 στοιχ. δ’ και ε’ ΠΚ) που τελέστηκαν αποκλειστικά και μόνο στη Θεσσαλονίκη και μετά την κατά νόμο απολογία του αυτός κρατήθηκε προσωρινά δυνάμει του με αριθμ. 12/23-10-2018 Εντάλματος Προσωρινής Κράτησης που εκδόθηκε από την Ανακρίτρια του 2ου Ειδικού Ανακριτικού Τμήματος Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, η δε προσωρινή του κράτηση άρχιζε από 18-10-2018 ημέρα κατά την οποία αυτός συνελήφθη. Στη συνέχεια ο αιτών παραπέμφθηκε για να δικαστεί για τις ως άνω πράξεις ενώπιον του ακροατηρίου του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων, το οποίο με τη με αριθμ. 1638/2009, 697/2020 απόφασή του τον αθώωσε για την ως άνω δεύτερη πράξη για την οποία κατηγορούνταν και τον κήρυξε ένοχο για την πρώτη, επιβάλλοντας σε βάρος του ποινή κάθειρξης εννέα (9) ετών. Ο αιτών με την υπό κρίση αίτηση του ζητάει να αφαιρεθεί ο χρόνος για το οποίο κρατήθηκε, ήτοι από την 17.04.2018 έως και την 18.10.2018, στα πλαίσια εκτέλεσης του ανωτέρω Ε.Ε.Σ. από την ποινή των εννέα (9) ετών που του επιβλήθηκε με την ως άνω απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης. Στην προκείμενη περίπτωση, σύμφωνα με την ως άνω με αριθμ. 1365/2018 απόφαση του Αρείου Πάγου οι πράξεις α) της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα από υπαίτιο που έδρασε στο πλαίσιο εγκληματικής οργάνωσης και β) συγκρότησης, ένταξης και διεύθυνσης εγκληματικής οργάνωσης, που αναφέρονταν στο ανωτέρω Ε.Ε.Σ. φέρονται ότι τελέστηκαν από τον αιτούντα στην Ελλάδα, τα δε αποτελέσματά τους επήλθαν τόσο στην Ελλάδα όσο και στη Γαλλία, ενώ οι λοιπές πράξεις, που αναφέρονται στο ως άνω Ε.Ε.Σ., τελέστηκαν στη Γαλλία και για το λόγο αυτό παρήγγειλε την έκδοση αντιγράφων και τη διαβίβαση τους στον αρμόδιο Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης για την ενδεχόμενη άσκηση από αυτόν ποινικής δίωξης σε βάρος του αιτούντος για τα προαναφερόμενα δύο αδικήματα που φέρονται ότι τελέστηκαν στην Ελλάδα. Ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης άσκησε την προαναφερθείσα ποινική δίωξη σε βάρος του αιτούντος και η κατηγορία που απαγγέλθηκε σε βάρος του αιτούντος αφορούσε πράξεις που τελέστηκαν στην Ελλάδα και τα αποτελέσματά τους επήλθαν αποκλειστικά και μόνο στην Ελλάδα, ενώ δεν έκανε λόγο για τα φερόμενα ως τελεσθέντα αδικήματα από τον αιτούντα στη Γαλλία.
Συνεπώς, σύμφωνα με τα παραπάνω οι πράξεις της ασκηθείσας ποινικής δίωξης σε βάρος του αιτούντος είναι διαφορετικές από αυτές που περιγράφονται στο ανωτέρω Ε.Ε.Σ., το οποίο αφορά φερόμενες πράξεις που τελέστηκαν από τον αιτούντα στη Γαλλία. Επίσης, από καμιά διάταξη του ΚΠΔ ή άλλου νομοθετήματος δεν προβλέπεται ο χρόνος κράτησης στα πλαίσια εκτέλεσης Ε.Ε.Σ. να μπορεί να προσμετρηθεί στην προσωρινή κράτηση ή να υπολογιστεί ως χρόνος προσωρινής κράτησης του ιδίου προσώπου ακόμα και εάν το ΕΕΣ και η ασκηθείσα σε βάρος του ποινική δίωξη αφορά τα ίδια αδικήματα. Περαιτέρω, ενόψει του ότι η διάταξη του άρθρου 82 παρ. 2 του ΠΚ αναφέρεται σε εκδίκαση ποινικών υποθέσεων, αθωωτικές αποφάσεις και αφαίρεση χρόνου κράτησης από άλλες ποινές, που επιβλήθηκαν στον καταδικασθέντα με καταδικαστικές αποφάσεις, προκύπτει ότι η ως άνω διάταξη εφαρμόζεται μόνο σε προσωρινές κρατήσεις και κρατήσεις συνεπεία επιβολής ποινών από ποινικά δικαστήρια στα πλαίσια της διαδικασίας που προβλέπεται από τον ΚΠΔ και όχι στα πλαίσια άλλων διαδικασιών, όπως στα πλαίσια εκτέλεσης Ε.Ε.Σ. ή στα πλαίσια διοικητικής απέλασης. Τέλος, η διάταξη του άρθρου 33 του Ν. 3251/2004 προβλέπει την αφαίρεση του χρόνου κράτησης του εκζητουμένου στο κράτος εκτέλεσης του Ε.Ε.Σ. στο πλαίσιο της διαδικασίας προσαγωγής του στην αρμόδιο ελληνική αρχή, από τη συνολική διάρκεια στέρησης της ελευθερίας του στην Ελλάδα στην περίπτωση καταδίκης του για την πράξη ή τις πράξεις για τις οποίες εκδόθηκε το ελληνικό Ε.Ε.Σ. σε στερητική της ελευθερίας ποινή ή στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας. Το αντίθετο, όμως, δεν προβλέπεται από κάποια διάταξη νόμου, ήτοι δεν προβλέπεται η αφαίρεση του χρόνου κράτησης του εκζητουμένου στην Ελλάδα, όταν αυτός κρατείται στο πλαίσιο εκτέλεσης Ε.Ε.Σ. τρίτης χώρας, από ποινή που του επιβλήθηκε από Ελληνικό Δικαστήριο. Επομένως, ενόψει του ότι στην υπό κρίση περίπτωση α) η κράτηση του αιτούντος κατά το χρονικό διάστημα από 17.04.2018 έως και 18.04.2018 έλαβε χώρα στα πλαίσια εκτέλεσης Ε.Ε.Σ. και όχι προσωρινής κράτησης ή ποινής που του επιβλήθηκε με κάποια απόφαση ποινικού δικαστηρίου, β) η απόλυση του κατηγορουμένου από το σωφρονιστικό κατάστημα όπου κρατούνταν για την ανωτέρω αιτία διατάχθηκε λόγω του ότι έπαυσε από μέρους των Γαλλικών Αρχών η διαδικασία εκτέλεσης του ως άνω Ε.Ε.Σ. και όχι συνεπεία κάποιας αθωωτικής απόφασης, και γ) η πράξη για την οποία κηρύχθηκε ένοχος και καταδικάστηκε με την ποινή της κάθειρξης των εννέα (9) ετών με την άνω απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης είναι διαφορική από αυτή που περιγράφεται στο ανωτέρω Ε.Ε.Σ. των Γαλλικών Αρχών, δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 82 παρ. 3 του ΚΠΔ ή αυτή του άρθρου 33 του Ν. 3251/2004. Ως εκ τούτου, οι προβαλλόμενες αντιρρήσεις πρέπει να απορριφθούν.”, ακολούθως δε, όπως ήδη προαναφέρθηκε, απέρριψε τις από 1-6-2021 αντιρρήσεις του αναιρεσείοντος – αντιλέγοντος, ως προς την διάρκεια της ποινής που επιβλήθηκε σε βάρος του με την υπ’ αρ. 1638/2019, 697/2020 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης. Με τις παραπάνω παραδοχές το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Χανίων απορρίπτοντας τις από 1-6-2021 αντιρρήσεις που άσκησε ο αναιρεσείων – αντιλέγων ενώπιόν του ως προς τον χρόνο αφαίρεσης του χρόνου κράτησής του, από 17-4-2018 έως 18-10-2018, στο πλαίσιο εκτέλεσης του προαναφερθέντος ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης που είχαν εκδώσει σε βάρος του οι αρχές της Γαλλίας, από την ποινή κάθειρξης των εννέα (9) ετών στην οποία καταδικάστηκε με την υπ’ αρ. 1638/2019, 697/2020 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης, ύστερα από την απόρριψη σχετικής αίτησής του (αναιρεσείοντος – αντιλέγοντος) από τον Εισαγγελέα Εφετών Θεσσαλονίκης, με την υπ’ αρ. 2020 – 372, με ημερομηνία 20-5-2021, διάταξή του, αφενός μεν εσφαλμένα ερμήνευσε τις διατάξεις των άρθρων 82 παρ. 2 του Π.Κ. και 33 του Ν. 3251/2004, η αληθής έννοια των οποίων εκτέθηκε στην προηγηθείσα υπό στοιχείο V νομική σκέψη, αφετέρου δε διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του ελλιπή και αντιφατική αιτιολογία και όχι την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη, κατά τα εκτιθέμενα στην προηγηθείσα υπό στοιχείο VI νομική σκέψη, παραβιάζοντας εκ πλαγίου τις προαναφερθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις και στερώντας την πληττόμενη απόφαση νόμιμης βάσης. Ειδικότερα, το δικαστήριο της ουσίας με την παραδοχή ότι δεν αφαιρείται από την ποινή που επιβλήθηκε σε καταδικασθέντα ο χρόνος κράτησής του στην Ελλάδα, στο πλαίσιο εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, σε περίπτωση που τελικά, για οποιονδήποτε λόγο, δεν εκτελεστεί αυτό και δεν παραδοθεί στις αρμόδιες αρχές του εκζητούντος κράτους, αδιακρίτως, για οποιαδήποτε πράξη και αν καταδικάστηκε, εσφαλμένα ερμήνευσε τις διατάξεις των άρθρων 82 παρ. 2 και 33 του Ν. 3251/2004, η αληθής έννοια των οποίων, κατά τα εκτιθέμενα στην προηγηθείσα υπό στοιχείο V νομική σκέψη είναι ότι ο χρόνος κράτησής του στην Ελλάδα, στο πλαίσιο εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, πρέπει να αφαιρείται από την ποινή που επιβάλλεται σε βάρος του για τις πράξεις που είχε ζητηθεί η έκδοσή του και δεν εκδόθηκε, για τις οποίες στη συνέχεια δικάστηκε και καταδικάστηκε στην Ελλάδα, σε περίπτωση δε αθώωσής του για τις πράξεις αυτές, από ποινή που επιβάλλεται σε βάρος του για οποιεσδήποτε άλλες πράξεις, με μόνη προϋπόθεση ότι αυτές τελέστηκαν πριν την κράτησή του. Περαιτέρω, η αιτιολογία της πληττόμενης απόφασης είναι αντιφατική, καθόσον, ενώ έχει την παραδοχή ότι η προαναφερθείσα ποινική δίωξη, για την πράξη της συγκρότησης, ένταξης και διεύθυνσης εγκληματικής οργάνωσης με σκοπό τη διάπραξη περισσοτέρων κακουργημάτων που προβλέπονται στο άρθρο 374 ΠΚ (διακεκριμένες κλοπές), για την οποία παραπέμφθηκε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης και καταδικάστηκε με την ανωτέρω υπ’ αρ. 1638/2019, 697/2020 απόφαση σε ποινή κάθειρξης εννέα (9) ετών, ασκήθηκε ύστερα από τη διαβίβαση αντιγράφων της δικογραφίας, που αφορούσε την εκτέλεση του ανωτέρω ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, που διατάχθηκε με την υπ’ αρ. 1365/2018 απόφαση του Αρείου Πάγου, για την οποία αρνήθηκε την έκδοσή του στις αρχές της Γαλλίας, εντούτοις ακολούθως δέχεται ότι η ανωτέρω αξιόποινη πράξη είναι διαφορετική από εκείνην που περιγράφεται στο εν λόγω ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης των αρχών της Γαλλίας, χωρίς οποιαδήποτε αιτιολογία, περαιτέρω δε ουδόλως διευκρινίζεται στην προσβαλλόμενη απόφαση αν η ανωτέρω πράξη της συγκρότησης, ένταξης και διεύθυνσης εγκληματικής οργάνωσης με σκοπό τη διάπραξη περισσοτέρων κακουργημάτων που προβλέπονται στο άρθρο 374 ΠΚ (διακεκριμένες κλοπές), για την οποία τελικά καταδικάστηκε, κατά τα προαναφερόμενα, τελέστηκε πριν ή μετά την ανωτέρω κράτησή του, από 17-4-2018 έως 18-10-2018, στο πλαίσιο εκτέλεσης του ανωτέρω ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, με συνέπεια να είναι ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή των παραπάνω διατάξεων των άρθρων 82 παρ. 2 και 33 του Ν. 3251/2004, τις οποίες με τον τρόπο αυτό το δικαστήριο της ουσίας παραβίασε εκ πλαγίου, στερώντας την πληττόμενη απόφαση νόμιμης βάσης. Επομένως, ο πρώτος λόγος της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του Κ.Ποιν.Δ., με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 82 παρ. 2 και 33 του Ν. 3251/2004, είναι βάσιμος. Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί ότι οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος – αντιλέγοντος με τις οποίες πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για υπέρβαση της εξουσίας του εκδώσαντος αυτήν δικαστηρίου είναι αβάσιμες και απορριπτέες, καθόσον, κατά τα εκτιθέμενα στην προηγηθείσα υπό στοιχείο Ι νομική σκέψη, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Χανίων, ως δικαστήριο του τόπου έκτισης της ποινής που επιβλήθηκε σε βάρος του (αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου), τη διάρκεια της οποίας αμφισβητεί, κατά τα προαναφερόμενα, είχε δικαιοδοσία να δικάσει την κρινόμενη υπόθεση και δίκασε αυτήν στο πλαίσιο της εξουσίας του, η εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ανωτέρω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων όμως δεν στοιχειοθετεί τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Θ’ του Κ.Ποιν.Δ. αναιρετικό λόγο της υπέρβασης εξουσίας. VIII. Κατ’ ακολουθίαν των προαναφερομένων, κατά παραδοχή του πρώτου λόγου της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. E’ του Κ.Ποιν.Δ., για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, καθώς και του αυτεπαγγέλτως ερευνώμενου από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του Κ.Ποιν.Δ. αναιρετικού λόγου της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση, στο ίδιο Δικαστήριο, το οποίο είναι δυνατόν να συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 Κ.Π.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ’ αρ. 332/23-6-2021 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Χανίων.
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που είχαν δικάσει προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 2 Φεβρουαρίου 2022.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 28 Μαρτίου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ