ΑΠΟΦΑΣΗ
Hakobyan κατά Γεωργίας της 23.03.2023 (αρ. προσφ. 64300/16)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Παράλειψη των αρχών να διεξαγάγουν αποτελεσματική ποινική έρευνα για τον θάνατο του γιου του προσφεύγοντος. Δικαίωμα στη ζωή.
Στις 26 Ιουλίου 2015 ανακαλύφθηκε σε χωριό το πτώμα του S.H., γιου του προσφεύγοντος και διεξήχθη ποινική έρευνα. Λίγες μέρες αργότερα τρία άτομα κατηγορήθηκαν γιατί δεν ανέφεραν ότι τη δολοφονία προετοίμασε και εκτέλεσε κάποιος V.H., ο οποίος, σύμφωνα με δικογραφία, είχε έρθει στη Γεωργία για να δολοφονήσει τον S.H. και στη συνέχεια έφυγε και εγκαταστάθηκε στη Ρωσία. Στις 5 Ιανουαρίου 2016 εισαγγελέας αναγνώρισε στον προσφεύγοντα τη δικονομική ιδιότητα του θύματος σε σχέση με την έρευνα.
Κατόπιν εξέτασης της καταγγελίας του προσφεύγοντος σχετικά με την προβαλλόμενη αναποτελεσματικότητα της ποινικής έρευνας για τη δολοφονία, ο προσφεύγων και η σύζυγος του θύματος κλήθηκαν για συμπληρωματική εξέταση, ωστόσο δεν παρουσιάστηκαν, λόγω του ότι κατοικούσαν στην Αρμενία.
Οι τρεις κατηγορούμενοι αθωώθηκαν με αμετάκλητη απόφαση.
Η Γενική Εισαγγελία της Γεωργίας ζήτησε από τους Ρώσους ομολόγους της να εντοπίσουν τον V.H. και να τον ανακρίνουν, ως ύποπτο για τη δολοφονία του S.H., ωστόσο η Γενική Εισαγγελία της Ρωσικής Ομοσπονδίας απάντησε ότι δεν μπόρεσε να τον βρει.
Ο προσφεύγων άσκησε προσφυγή, βάσει των άρθρων 2 και 13 της ΕΣΔΑ, ότι η ποινική έρευνα για τη δολοφονία του γιου του ήταν αναποτελεσματική.
Μολονότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν οι ανακριτικές και εισαγγελικές αρχές, διότι ο πιθανός κύριος ένοχος της δολοφονίας και ορισμένοι από τους μάρτυρες δεν διέμεναν στη Γεωργία, δεν μπόρεσε να παραβλέψει το γεγονός ότι οι αρχές απέστειλαν αίτημα νομικής συνδρομής στους Ρώσους ομολόγους τους χωρίς εύλογη αιτία μόλις στις 2 Ιουνίου 2017, δηλαδή δύο έτη μετά το συμβάν και έξι μήνες μετά την κοινοποίηση της επίδικης προσφυγής στην Κυβέρνηση.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε παραβίαση της διαδικαστικής πτυχής του δικαιώματος στη ζωή (άρθρο 2 της ΕΣΔΑ) και επιδίκασε 3.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 1.500 ευρώ για έξοδα.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 2
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Στις 26 Ιουλίου 2015 ανακαλύφθηκε σε χωριό το πτώμα του γιου του προσφεύγοντος S.H. Την ίδια ημέρα ξεκίνησε ποινική έρευνα για τον φόνο και ελήφθησαν μέτρα για τη διεξαγωγή έρευνας. Ανακρίθηκαν άτομα που είχαν εντοπίσει ένα αυτοκίνητο που ανήκε στον S.H. κοντά στον τόπο του εγκλήματος και ένας μάρτυρας που είχε δει κάποια άτομα να τρέπονται σε φυγή. Συλλέχθηκε επίσης βιολογικό και άλλο υλικό για εξέταση από ειδικούς.
Στις 30 Ιουλίου 2015 τρία άτομα κατηγορήθηκαν ότι παρέλειψαν να αναφέρουν και καταγγείλουν για την προετοιμασία και την τέλεση της δολοφονίας του S.H. από κάποιον V.H., ο οποίος, σύμφωνα με το υλικό της υπόθεσης, είχε έρθει στη Γεωργία με σκοπό τη δολοφονία του S.H., και είχε φύγει αμέσως μετά και εγκαταστάθηκε στη Ρωσία. Η ποινική έρευνα για τα τρία αυτά πρόσωπα σε σχέση με το αδίκημα της παράλειψης καταγγελίας εγκλήματος διεξήχθη χωριστά από εκείνη που αφορούσε την δολοφονία του γιου του προσφεύγοντος.
Το 2015 και το 2016 πραγματοποιήθηκαν πολυάριθμες πραγματογνωμοσύνες και άλλες εξετάσεις στο πλαίσιο της ποινικής έρευνας για την ανθρωποκτονία. Εξετάστηκαν πολλοί μάρτυρες.
Στις 5 Ιανουαρίου 2016 εισαγγελέας αναγνώρισε στον προσφεύγοντα τη δικονομική ιδιότητα του θύματος. Του δόθηκαν εξηγήσεις αναφορικά με τα σχετικά δικονομικά του δικαιώματα.
Στις 9 Μαρτίου 2016, εισαγγελέας επιφορτισμένος με την εποπτεία των δραστηριοτήτων των περιφερειακών εισαγγελικών αρχών εξέτασε την καταγγελία του προσφεύγοντος σχετικά με την προβαλλόμενη αναποτελεσματικότητα της ποινικής έρευνας για τη δολοφονία και έδωσε εντολή στις περιφερειακές αρχές να εξετάσουν τον προσφεύγοντα και την A.B., σύζυγο του θύματος. Σημειωτέον ότι η έρευνα αφορούσε τον προσδιορισμό της ταυτότητας του ιδιοκτήτη της τσάντας μιας γυναίκας που κατασχέθηκε από το αυτοκίνητο του θύματος και ορισμένα άλλα θέματα που σχετίζονται με την υπόθεση. Η A.B., η οποία ζούσε στην Αρμενία εκείνη την περίοδο, επισκέφθηκε τη Γεωργία αρκετές φορές το 2017, αλλά, παρά το τηλεφωνικό αίτημα του εισαγγελέα, δεν παρουσιάστηκε στις αρχές για κατάθεση.
Στις 7 Απριλίου 2016, το περιφερειακό δικαστήριο του Akhaltsikhe, στο πλαίσιο δημόσιας δίκης στην οποία παρέστη ο προσφεύγων, απάλλαξε τα τρία άτομα από την κατηγορία που αφορούσε την παράλειψη καταγγελίας του εγκλήματος. Η απόφαση κατέστη αμετάκλητη.
Στις 2 Ιουνίου 2017 η Γενική Εισαγγελία (στο εξής: CPO) απέστειλε αίτημα νομικής συνδρομής στις αρμόδιες Ρωσικές αρχές. Σημείωσε ότι οι εγχώριες αρχές είχαν επαρκείς πληροφορίες για να πιστέψουν ότι ο V.H. – ο οποίος είχε περάσει από τη Γεωργία στη Ρωσία – ήταν υπεύθυνος για τη δολοφονία του S.H. Ως εκ τούτου, η CPO ζήτησε από τους Ρώσους ομολόγους της να εντοπίσουν τον V.H. και να τον ανακρίνουν. Παρόμοιο αίτημα εστάλη στις αρμενικές αρχές για άλλον μάρτυρα.
Στις 17 Αυγούστου 2017, ο ανακριτής κάλεσε τους τρεις αθωωθέντες για συμπληρωματική ανάκριση. Δεν εμφανίστηκαν.
Σε αρκετές περιπτώσεις το 2017 ο ανακριτής προσπάθησε να επικοινωνήσει με έναν οδηγό ταξί που είχε βοηθήσει δύο Αρμένιους άνδρες που φέρονται να εμπλέκονται στη δολοφονία του S.H. να αγοράσουν το αυτοκίνητο που χρησιμοποιήθηκε στη δολοφονία, με σκοπό να τον καλέσει για ανάκριση και συμμετοχή στην διαδικασία αναγνώρισης, αλλά το τηλέφωνό του ήταν απενεργοποιημένο.
Στις 25 Ιανουαρίου 2018 η Γενική Εισαγγελία της Ρωσικής Ομοσπονδίας απάντησε στην CPO, σημειώνοντας ότι δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει τη διεύθυνση του V.H. Ωστόσο, είχε αμφισβητήσει κάποιον S.G., ο οποίος είχε εξηγήσει ότι ο V.H. ζούσε στη Μόσχα από τον Απρίλιο του 2017, αλλά δεν γνώριζε τη διεύθυνση ή τα στοιχεία επικοινωνίας του.
Από τις πληροφορίες που παρέσχε η Κυβέρνηση προέκυπτε ότι μεταξύ Φεβρουαρίου 2018 και Ιουλίου 2022 πραγματοποιήθηκαν διάφορες ανακριτικές πράξεις. Μεταξύ άλλων, τον Ιανουάριο του 2022 οι αρχές έστειλαν αίτημα νομικής συνδρομής στους Αρμένιους, Ρώσους και Έλληνες ομολόγους τους ζητώντας την ταυτοποίηση ορισμένων μαρτύρων και πιθανών υπόπτων. Το γενετικό υλικό προωθήθηκε επίσης για ταυτοποίηση και σύγκριση με τη διεθνή βάση δεδομένων DNA. Οι αρμόδιες αρχές δεν μπόρεσαν να εντοπίσουν τα εν λόγω άτομα και το γενετικό υλικό που υπέβαλαν οι αρχές δεν μπόρεσε να ταυτοποιηθεί. Στις 14 Απριλίου 2022 πραγματοποιήθηκαν δύο διαδικασίες φωτογραφικής ταυτοποίησης με τη συμμετοχή οδηγού ταξί (ο οποίος είχε εξεταστεί ως μάρτυρας στις 29 Ιουλίου 2015 και είχε δηλώσει ότι είχε μεταφέρει δύο άτομα που ενδεχομένως συνδέονταν με τη δολοφονία). Ο ταξιτζής δεν μπόρεσε να αναγνωρίσει τα άτομα που του παρουσιάστηκαν ως τα άτομα που είχαν επιβιβάσει στο ταξί του.
Η ποινική έρευνα βρίσκεται σε εξέλιξη.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Επικαλούμενος τα άρθρα 2 και 13 της Σύμβασης, ο προσφεύγων κατήγγειλε, μεταξύ άλλων, το ότι οι αρχές δεν του χορήγησαν τη διαδικαστική ιδιότητα του θύματος, τον εκπρόθεσμο χαρακτήρα του αιτήματος δικαστικής συνδρομής που απευθύνθηκε στις ρωσικές αρχές ζητώντας την εξέταση του V.H., το γεγονός ότι δεν είχε κινηθεί επίσημη έρευνα για τον V.H., και την παράλειψη των αρχών να ακολουθήσουν μια συγκεκριμένη και αποτελεσματική έρευνα σε σχέση με τα τρία άτομα που αθωώθηκαν. Έχοντας την αρμοδιότητα του νομικού χαρακτηρισμού των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης (βλ. Radomilja κ.α. κατά Κροατίας της 20.03.2018 [GC], αρ. προσφ. 37685/10 και 22768/12 §§ 114, 124 και 126), το Δικαστήριο θεώρησε ότι οι καταγγελίες έπρεπε να εξεταστούν αποκλειστικά βάσει του άρθρου 2 της ΕΣΔΑ.
Η Κυβέρνηση διαφώνησε, επισημαίνοντας ότι η διαδικαστική υποχρέωση που απορρέει από το άρθρο 2 της Σύμβασης αποτελεί μέσο και όχι αποτέλεσμα. Ως εκ τούτου, όταν οι αρχές έλαβαν όλα τα εύλογα μέτρα για να εξασφαλίσουν αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με το περιστατικό, η διαδικαστική πτυχή του άρθρου 2 της Σύμβασης δεν θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως συνεπαγόμενη δικαίωμα του προσφεύγοντος να ασκήσει δίωξη σε τρίτους. Στο πλαίσιο αυτό, εξετάστηκαν πολλοί μάρτυρες και πραγματοποιήθηκαν διάφορες ιατροδικαστικές εξετάσεις, τρία άτομα κατηγορήθηκαν από τους εισαγγελείς αλλά αθωώθηκαν από τα εγχώρια δικαστήρια και ο προσφεύγων και η σύζυγος του θύματος δεν εμφανίστηκαν ενώπιον των αρχών όταν κλήθηκαν για συμπληρωματική ανάκριση.
Οι γενικές αρχές σχετικά με την αποτελεσματικότητα της ποινικής έρευνας βάσει του άρθρου 2 της ΕΣΔΑ συνοψίζονται στην απόφαση Mustafa Tunç και Fecire Tunç κατά Τουρκίας της 14.04.2015 ([GC], αρ. προσφ. 24014/05 §§ 172-81), και Nicolae Virgiliu Tănase κατά Ρουμανίας της 25.06.2019 ([GC], αριθ. 41720/13 §§ 165-68).
Το Δικαστήριο επισήμανε το γεγονός ότι οι αρχές κίνησαν ποινική έρευνα για τον θάνατο του γιου του προσφεύγοντος χωρίς καθυστέρηση και ότι ελήφθησαν πολυάριθμες ανακριτικές ενέργειες, συμπεριλαμβανομένης της εξέτασης μαρτύρων και ιατροδικαστικών και άλλων εξετάσεων. Παρατήρησε επίσης ότι ο προσφεύγων είχε τη δικονομική ιδιότητα του θύματος στο πλαίσιο της ποινικής έρευνας και μπορούσε να έχει πρόσβαση στο υλικό της δικογραφίας και να υποβάλει σχετικούς ισχυρισμούς.
Μολονότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν οι ανακριτικές και εισαγγελικές αρχές, διότι ο πιθανός κύριος ένοχος της δολοφονίας και ορισμένοι από τους μάρτυρες δεν διέμεναν στη Γεωργία, δεν μπόρεσε να παραβλέψει το γεγονός ότι οι αρχές ισχυρίστηκαν ότι είχαν επαρκείς ενδείξεις ήδη από τις 30 Ιουλίου 2015, ότι ο V.H. βρισκόταν πίσω από τη δολοφονία του γιου του προσφεύγοντος, ωστόσο απέστειλαν το αίτημα νομικής συνδρομής στους Ρώσους ομολόγους τους μόλις στις 2 Ιουνίου 2017, δηλαδή δύο έτη μετά το συμβάν και έξι μήνες μετά την κοινοποίηση της επίδικης προσφυγής στην Κυβέρνηση. Μέχρι τότε, οι ρωσικές αρχές δεν μπόρεσαν να εντοπίσουν τον V.H., ο οποίος είχε μετακομίσει σε άγνωστη διεύθυνση στη Μόσχα τον Απρίλιο του 2017. Επίσης, οι αρχές δεν εξέδωσαν ένταλμα έρευνας για τον V.H. Επιπλέον, και ενώ εφαρμόστηκαν διάφορα ανακριτικά μέτρα μεταξύ 2018 και 2022, η Κυβέρνηση δεν παρείχε εύλογη εξήγηση για την καθυστέρηση. Για παράδειγμα, παρέμενε ασαφές γιατί πραγματοποιήθηκε διαδικασία ταυτοποίησης τον Απρίλιο του 2022 με τη συμμετοχή μάρτυρα του οποίου η ταυτότητα και η πιθανή σχέση με το συμβάν ήταν γνωστές στις αρχές από τις 29 Ιουλίου 2015. Το Δικαστήριο θεώρησε αδικαιολόγητες τις καθυστερήσεις που εντοπίστηκαν παραπάνω, λαμβάνοντας υπόψη ότι με την πάροδο του χρόνου, η μνήμη των μαρτύρων ξεθωριάζει ή οι μάρτυρες ενδέχεται να μην μπορούν να εντοπιστούν και οι προοπτικές διεξαγωγής οποιασδήποτε αποτελεσματικής έρευνας μειώνονται όλο και περισσότερο.
Όσον αφορά την παράλειψη της συζύγου του θύματος και του προσφεύγοντος να εμφανιστούν ενώπιον των εισαγγελικών αρχών για συμπληρωματική εξέταση, δεν προέκυψε ότι οι αρχές είχαν εξετάσει αν, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι τα άτομα αυτά διέμεναν στην Αρμενία, θα μπορούσαν να είχαν ληφθεί μέτρα διαφορετικά από την αυτοπρόσωπη εξέτασή τους στη Γεωργία.
Οι ανωτέρω σκέψεις ήταν αρκετές για να διαπιστώσει το Δικαστήριο ότι η ποινική έρευνα για τον θάνατο του γιου του προσφεύγοντος δεν ήταν αποτελεσματική, κατά παράβαση της διαδικαστικής πτυχής του δικαιώματος στη ζωή (άρθρο 2 της ΕΣΔΑ).
Δίκαιη ικανοποίηση (Άρθρο 41)
Το ΕΔΔΑ επιδίκασε στον προσφεύγοντα 3.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 1.500 ευρώ για έξοδα