ΑΠΟΦΑΣΗ
Aprile κατά Ιταλίας της 09.03.2023 (αρ. προσφ. 11557/09)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Καταγγελία της προσφεύγουσας ότι στερήθηκε το οικόπεδό της μέσω της εφαρμογής έμμεσης μορφής απαλλοτρίωσης (“occupazione usurpativa”) από τα εγχώρια δικαστήρια.
Η προσφεύγουσα ήταν ιδιοκτήτρια οικοπέδου, το οποίο ο δήμος κατέλαβε, χωρίς επίσημη απόφαση απαλλοτρίωσης, για να το αξιοποιήσει ως πλατεία. Η προσφεύγουσα άσκησε αγωγή υποστηρίζοντας ότι η κατάληψη του ακινήτου της ήταν παράνομη και ζητώντας την επιστροφή του καθώς και την αποζημίωσή της. Τα εγχώρια δικαστήρια δε δέχθηκαν τους ισχυρισμούς της. Η προσφεύγουσα κατήγγειλε την παράνομη στέρηση του οικοπέδου της, η οποία είχε ως αποτέλεσμα να παραβιαστούν τα δικαιώματά της που απορρέουν από το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης.
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι η προσφεύγουσα στερήθηκε την ιδιοκτησία της μέσω έμμεσης απαλλοτρίωσης, μια παρέμβαση στο δικαίωμα στην ειρηνική απόλαυση της ιδιοκτησία της που το Δικαστήριο έχει προηγουμένως κρίνει, σε μεγάλο αριθμό περιπτώσεων, ότι είναι ασυμβίβαστο με την αρχή της νομιμότητας. Επιπλέον, τα εθνικά δικαστήρια εφάρμοσαν πενταετή προθεσμία παραγραφής, η οποία άρχισε να τρέχει από την ημερομηνία της αμετάκλητης μεταβολής της νομικής κατάστασης του οικοπέδου. Ως εκ τούτου, η προσφεύγουσα στερήθηκε της δυνατότητας, κατ’ αρχήν, να λάβει αποζημίωση.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος σεβασμού της ιδιοκτησίας (άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ). Δεν επιδικάστηκε αποζημίωση λόγω μη υποβληθέντος σχετικού αιτήματος.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 1 ΠΠΠ
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Η προσφεύγουσα ήταν ιδιοκτήτρια οικοπέδου ευρισκόμενου στον δήμο Melendugno, το οποίο καταχωρήθηκε στο κτηματολόγιο με αριθμό φύλλου 24, αγροτεμάχιο υπ’ αριθμ. 45.
Χωρίς την έκδοση οποιασδήποτε δήλωσης δημοσίου συμφέροντος ή οποιασδήποτε επίσημης εντολής απαλλοτρίωσης, ο δήμος κατέλαβε το οικόπεδο το 1973 για να το αξιοποιήσει ως δημόσια πλατεία.
Στις 19 Νοεμβρίου 1980, η προσφεύγουσα άσκησε αγωγή ενώπιον του Περιφερειακού Δικαστηρίου του Lecce υποστηρίζοντας ότι η κατάληψη του οικοπέδου της ήταν παράνομη και ζητώντας την επιστροφή τους καθώς και την αποζημίωσή της.
Με απόφαση της 22 Ιουλίου 1992, το Περιφερειακό Δικαστήριο του Lecce δέχθηκε ότι η κατάληψη του ακινήτου της ήταν παράνομη, αλλά ότι το οικόπεδό της είχε υποστεί πλέον ανεπανόρθωτη μεταβολή λόγω των δημοσίων έργων που είχαν εκτελεστεί σε αυτό από το 1973. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με τον κανόνα της έμμεσης απαλλοτρίωσης, η προσφεύγουσα δεν είχε πλέον την κυριότητα του οικοπέδου. Το Περιφερειακό Δικαστήριο του Lecce αποφάνθηκε περαιτέρω ότι η προσφεύγουσα δικαιούνταν αποζημίωση για την απώλεια της περιουσίας της.
Ο Δήμος άσκησε έφεση κατά της απόφασης αυτής. Η προσφεύγουσα άσκησε αντέφεση, ζητώντας από το Εφετείο του Lecce να διαπιστώσει ότι, λόγω της μη αναστρέψιμης μεταβολής του οικοπέδου, αυτό αποκτήθηκε από τον Δήμο, και να επιβεβαιώσει την επιδίκαση αποζημίωσης.
Με απόφαση της 14 Φεβρουαρίου 2002, το Εφετείο του Lecce έκρινε ότι οι καταγγελίες της προσφεύγουσας υπόκειντο σε πενταετή προθεσμία παραγραφής, η οποία είχε αρχίσει να τρέχει από την ημερομηνία της μη αναστρέψιμης μεταβολής του οικοπέδου. Ως εκ τούτου, οι καταγγελίες είχαν παραγραφεί και δεν είχε δικαίωμα αποζημίωσης.
Η προσφεύγουσα άσκησε αναίρεση στο Ακυρωτικό Δικαστήριο, αμφισβητώντας την εφαρμογή της προθεσμίας παραγραφής και υποστηρίζοντας ότι η έμμεση απαλλοτρίωση ήταν αντίθετη με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης.
Στις 11 Σεπτεμβρίου 2008, το Ακυρωτικό Δικαστήριο επικύρωσε την απόφαση του Εφετείου.
Η προσφεύγουσα κατήγγειλε την παράνομη στέρηση του ακινήτου της χωρίς να λάβει αποζημίωση, η οποία είχε ως αποτέλεσμα να παραβιαστούν τα δικαιώματά της που απορρέουν από το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Η Κυβέρνηση αμφισβήτησε το παραδεκτό της προσφυγής λόγω μη εξάντλησης των εσωτερικών ένδικων μέσων, υποστηρίζοντας ότι η προσφεύγουσα δεν είχε αμφισβητήσει, στο πλαίσιο της διαδικασίας έφεσης και αναίρεσης, την απόρριψη από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο του αιτήματός της για επιστροφή του επίδικου οικοπέδου.
Το Δικαστήριο επισήμανε ότι η προσφεύγουσα κατήγγειλε την παράνομη απαλλοτρίωση του οικοπέδου και ζήτησε αποζημίωση, τόσο ενώπιον του Εφετείου όσο και ενώπιον του Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου. Η καταγγελία αυτή αντανακλούσε την προβαλλόμενη παράβαση που προβλήθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου (βλ. απόφαση Radomilja κ.α. κατά Κροατίας της 20.03.2018 [GC], αρ. προσφ. 37685/10 και 22768/12 § 117) και, κατά συνέπεια, η προκαταρκτική ένσταση της Κυβέρνησης έπρεπε να απορριφθεί.
Η καταγγελία δεν ήταν προδήλως αβάσιμη κατά την έννοια του άρθρου 35 παρ. 3 στ. α’ της ΕΣΔΑ ή απαράδεκτη για οποιονδήποτε άλλο λόγο και έτσι κρίθηκε παραδεκτή.
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι η προσφεύγουσα στερήθηκε την ιδιοκτησία της μέσω έμμεσης απαλλοτρίωσης, μια παρέμβαση στο δικαίωμα στην ειρηνική απόλαυση των αγαθών που το Δικαστήριο έχει προηγουμένως κρίνει, σε μεγάλο αριθμό περιπτώσεων, ότι είναι ασυμβίβαστο με την αρχή της νομιμότητας, οδηγώντας σε διαπιστώσεις παραβίασης του άρθρου 1 του ΠΠΠ (βλ. Carbonara και Ventura κατά Ιταλίας, αρ. προσφ. 24638/94 §§ 63-73, και Μεσσάνα κατά Ιταλίας της 09.02.2017, αρ. προσφ. 26128/04 §§ 38-43).
Εν προκειμένω, το Δικαστήριο, αφού εξέτασε όλα τα στοιχεία που υποβλήθηκαν και τους ισχυρισμούς της Κυβέρνησης, δεν διαπίστωσε κανένα πραγματικό περιστατικό ή επιχείρημα ώστε να καταλήξει σε διαφορετικό συμπέρασμα.
Επιπλέον, το Δικαστήριο τόνισε ότι τα εθνικά δικαστήρια εφάρμοσαν πενταετή προθεσμία παραγραφής, η οποία άρχισε να τρέχει από την ημερομηνία της αμετάκλητης μεταβολής του οικοπέδου. Ως εκ τούτου, η προσφεύγουσα στερήθηκε της δυνατότητας, κατ’ αρχήν, να λάβει αποζημίωση.
Συνεπώς, το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης.
Δίκαιη ικανοποίηση (Άρθρο 41)
Η προσφεύγουσα δεν υπέβαλε αιτήματα δίκαιης ικανοποίησης, επομένως δεν επιδικάστηκε αποζημίωση echrcaselaw.com