Κρίθηκε ότι προκλήθηκαν μεν δυσμενείς συνέπειες στην υγεία της ανήλικης παράλληλα, όμως, αποδεικνύεται ότι δεν έλαβε χώρα εξωτερικά αμελής πράξη.
Απορρίφθηκε από το Πολυμελές Πρωτοδικείο Ρόδου, με την υπ΄ αρίθμ. 32/2023 απόφαση, η αγωγή που άσκησαν οι γονείς ενός ανήλικου κοριτσιού κατά γνωστής κλινικής κι ενός γυναικολόγου-μαιευτήρα διεκδικώντας αποζημιώσεις για βλάβες που υπέστη.
Αγωγή κατά κλινικής: Το χρονικό
Τον Σεπτέμβριο του 2012 η πρώτη ενάγουσα, σε ηλικία 26 ετών, επισκέφθηκε το ιδιωτικό ιατρείο του δεύτερου των εναγομένων και υπεβλήθη σε υπερηχογράφημα, οπότε και πιστοποιήθηκε ότι βρισκόταν σε αρχόμενη κύηση, ακολούθως δε συνήψαν σύμβαση παροχής ιατρικών υπηρεσιών προκειμένου ο ανωτέρω μαιευτήρας-γυναικολόγος να παρακολουθήσει την πορεία της κύησής της στο πλαίσιο του προγεννητικού ελέγχου μέχρι και τον τοκετό, ο οποίος θα πραγματοποιείτο στην ιδιωτική κλινική.
Η εγκυμοσύνη της πρώτης ενάγουσας, η οποία να σημειωθεί ότι ήταν πρωτότοκη, εξελίχθηκε ομαλά και στις 20-5-2013 και περί ώρα 10.00 π.μ καταληφθείσα από ωδίνες τοκετού μετέβη, κατόπιν επικοινωνίας με τον επιβλέποντα- δεύτερο εναγόμενο ιατρό της, στις εγκαταστάσεις της ανωτέρω κλινικής, και αφού ενήργησε αυτός τις δέουσες εξετάσεις διαπίστωσε κατάσταση επικείμενης γέννας με αρχόμενη διαστολή τραχήλου της μήτρας 2 εκατοστών, μεταφέρθηκε στο θάλαμο ωδίνων, έγινε επισκληρίδιος αναισθησία και τέθηκε υπό την παρακολούθηση καρδιοτοκογράφου.
Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς των εναγόντων υπήρχαν ενδείξεις δυστοκίας, όπως αλλοίωση εμβρυϊκών παλμών με όψιμες επιβραδύνσεις, βραδυκαρδία, που υπαγόρευαν την επιλογή από τον μαιευτήρα-γυναικολόγο της καισαρικής τομής ως προκριτέα λύση.
Ωστόσο, σύμφωνα με έκθεση πραγματογνώμονα, ιατρού μαιευτήρα-γυναικολόγου, η επίτοκος ήταν κατά τον χρόνο του τοκετού 27 ετών, υγιής, με κανονικό βάρος, δεν έπασχε από σακχαρώδη διαβήτη, παράγοντα που πιθανολογεί την εμβρυϊκή μακροσωμία, η οποία συνιστά ένδειξη πιθανότητας για επιπλοκή της δυστοκίας των ώμων, ή άλλον επιβαρυντικό παράγοντα και το βάρος του εμβρύου ήταν απολύτως φυσιολογικό, ήτοι δεν ήταν μακροσωμικό, ουδεμία αντένδειξη υπήρχε επομένως για την διενέργεια φυσιολογικού τοκετού.
Περαιτέρω, δεν υπήρξε ένδειξη δυστοκίας, ήτοι μη εξέλιξης του τοκετού, δεδομένου ότι η επίτοκος έφτασε στο μαιευτήριο στις 10:00 π.μ., με πόνους τοκετού και άρρηκτο θυλάκιο, με διαστολή 2 εκατοστών και έφτασε σε τέλεια διαστολή, ήτοι 10 εκατοστών στις 15:50, μέσα σε διάστημα μικρότερο των 6 ωρών, συνεπώς δεν υπήρχε παράταση του πρώτου σταδίου του τοκετού, το οποίο όπως προεκτέθηκε σε πρωτότοκες γυναίκες διαρκεί κατά κανόνα από 6 έως 12 ώρες.
Επιπρόσθετα, ούτε από το καρδιοτοκογράφημα προέκυψαν ευρήματα εμβρυικής δυσπραγίας, ενώ όπως αναφέρεται στην απόφαση οι λοιπές παθολογικές προβολές, οι οποίες θα συνιστούσαν ένδειξη για καισαρική τομή έναντι του φυσιολογικού τοκετού, έχουν αποκλειστεί από τον διορισθέντα πραγματογνώμονα.
Περαιτέρω και ενώ υφίστατο πλέον στις 15:50 τέλεια διαστολή (10 εκ.) και ο τοκετός εισήλθε στο δεύτερο στάδιο αυτού, το έμβρυο βρισκόταν σε φάση καθόδου, ο δε εναγόμενος προκειμένου να υποβοηθήσει τη γέννηση της κεφαλής, διενήργησε ευρεία περινεοτομή και επειδή παρατηρήθηκε, αλλοίωση εμβρυικών παλμών, η δε επίτοκος, στην οποία είχε πραγματοποιηθεί προηγουμένως και επισκληρίδιος αναλγησία, ήταν σε μεγάλο βαθμό εξαντλημένη, ο εναγόμενος για την υποβοήθηση του εξελκυσμού του εμβρύου, πέραν των εξωθητικών ενεργειών και της ίδιας της επιτόκου, αποφάσισε να προβεί σε σικυουλκία, με αποτέλεσμα, όταν επιτεύχθηκε η έξοδος της κεφαλής, να διαπιστώσει δυστοκία ώμων.
Το δικαστήριο έκρινε ότι ο δεύτερος εναγόμενος εφάρμοσε την μέθοδο της σικυουλκίας ή αναρροφητικής εμβρυουλκίας πραγματοποιώντας μια ήπια και αναγκαία έλξη της κεφαλής του νεογνού με σικύα για να διευκολύνει την έξοδο της κεφαλής του μωρού από την μητέρα. Το παιδί που έτεκε η δεύτερη ενάγουσα, βάρους 3800 γραμμαρίων και μήκους 52 εκατοστών αμέσως μετά τη γέννησή του μεταφέρθηκε στη θερμοκοιτίδα ανάνηψης, στην οποία μεταφέρονται όλα τα νεογνά μετά τη γέννησή τους.
Ο παιδίατρος τοποθέτησε το νεογνό, αμέσως μετά τη γέννησή του, στη θερμοκοιτίδα ανάνηψης και πραγματοποίησε καθαρισμό των αεροφόρων οδών και την πρώτη παιδιατρική εξέταση. Πραγματοποιήθηκε ορθοπεδική εξέταση, η οποία διέγνωσε πάρεση βραχιονίου πλέγματος και συνεστήθη επανεξέταση από παιδονευρολόγο σε 2 εβδομάδες. Ακολούθησε η εξέταση του νεογνού από τον ιατρό νευρολόγο ο οποίος διαπίστωσε δυσπραγία αριστερού άνω άκρου.
Το δικαστήριο έκρινε ότι ο εναγόμενος ιατρός ακολούθησε το προβλεπόμενο πρωτόκολλο για την αντιμετώπιση του μαιευτικού επείγοντος της δυστοκίας ώμων, εξαιτίας της οποίας διακυβευόταν η σωματική ακεραιότητα, αλλά και η ζωή ακόμη της επιτόκου και του εμβρύου και η οποία δεν μπορούσε να προβλεφθεί, και κατάφερε να φέρει σε πέρας, με επιτυχία τον τοκετό, αναφορικά με το αποτέλεσμα της διαφύλαξης των προαναφερθέντων υπέρτερων εννόμων αγαθών, ανεξαρτήτως των δυσμενών συνεπειών που, στη συνέχεια διαπιστώθηκαν στο νεογνό και δη η πάρεση του αριστερού βραχιόνιου πλέγματος.
Κρίθηκε ότι προκλήθηκαν μεν δυσμενείς συνέπειες στην υγεία της ανήλικης και δη κατά την παροχή των ιατρικών υπηρεσιών του δεύτερου εναγόμενου στη διάρκεια του τοκετού της, παράλληλα, όμως, αποδεικνύεται ότι δεν έλαβε χώρα εξωτερικά αμελής πράξη, δηλαδή παράνομη και δη πλημμελής ενέργεια του εναγόμενου ιατρού και προστηθέντος της πρώτης εναγομένης ανώνυμης εταιρείας, καλυπτόμενη, μάλιστα, από υπαιτιότητα και δη ασυνείδητη ή συνειδητή αμέλειά του, που να επέφερε το επίδικο ζημιογόνο αποτέλεσμα.
Το προκληθέν αποτέλεσμα, δηλαδή ο ιδιαίτερα σοβαρός τραυματισμός της ανήλικης, η αντιμετώπιση του οποίου είναι απαιτητική και επίπονη και η οποία εισέτι διαρκεί, παρά την πάροδο 9 ετών και την πραγματοποίηση πλήθους φυσικοθεραπειών, προγράμματος θεραπευτικής κολύμβησης και επισκέψεων σε ιατρούς των σχετικών ειδικοτήτων, είναι, ιδιαίτερα, θλιβερό και, αναμφίβολα, ψυχικώς επώδυνο, τόσο για τους γονείς της όσο και, κυρίως για την ίδια την ανήλικη, η οποία απώλεσε μέρος της παιδικής της αμεριμνησίας, λόγω της ανάγκης υποβολής της σε διαρκή θεραπεία.