Αριθμός 1448/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Δ’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρία Βάρκα, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη (λόγω κωλύματος της Αντιπρόεδρου Κωστούλας Φλουρή – Χαλεβίδου), Γεωργία Κατσιμαγκλή, Αθανάσιο Τσουλό, Ασπασία Μεσσηνιάτη – Γρυπάρη και Αλεξάνδρα Αποστολάκη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 20 Μαΐου 2022, με την παρουσία και του Γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Φ. Τ. του Σ., κατοίκου …, ο οποίος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ερμή Μητσόπουλο – Σόντα.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Σ. Χ. του Γ., 2) Α. Κ., κατοίκων … και 3) ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία “…” και ήδη “…”, που εδρεύει στη … και εκπροσωπείται νόμιμα, που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Γεωργουλόπουλο με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και ο οποίος στην ως άνω από 19-5-2022 δήλωση, καθώς και με τις κατατεθείσες προτάσεις του δήλωσε την ως άνω μεταβολή της αναιρεσίβλητης εταιρείας.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 18-10-2018 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών και συνεκδικάστηκε με την από 25-1-2019 αγωγή των ήδη 1ου και 2ης των αναιρεσιβλήτων. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1131/2019 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 5902/2020 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 12-1-2021 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, με Εισηγητή τον Αρεοπαγίτη Αθανάσιο Τσουλό, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 12.1.2021 (αριθ. εκθ. καταθ. 32/2021) αίτηση για την αναίρεση της υπ’αριθμ 5902/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, που εκδόθηκε με την ειδική διαδικασία των αυτοκινητικών διαφορών, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564 παρ. 3, 566 § 1 Κ.Πολ.Δ), είναι επομένως παραδεκτή (άρθρο 577 § 1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 παρ. 1 και 3 ΚΠολΔ), ως προς την τρίτη των αναιρεσιβλήτων. Ως προς τους δύο πρώτους εξ αυτών πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, δεδομένου ότι αυτοί δεν ήταν αντίδικοι του αναιρεσείοντος στην κατ’έφεση δίκη (ΑΠ 2060/2017, 1444/2018, 439/2019). Από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 300, 330 και 914 του Α.Κ. προκύπτει ότι προϋποθέσεις της ευθύνης προς αποζημίωση από αδικοπραξία, είναι η υπαιτιότητα του υποχρέου, το παράνομο της πράξεως ή παραλείψεως αυτού και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της πράξεως ή της παραλείψεως και της επελθούσας ζημίας. Αμέλεια, κατ’ άρθρο 330 του Α.Κ., υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, αυτή δηλαδή που πρέπει να καταβάλλεται κατά την συναλλακτική καλή πίστη από τον δράστη στον κύκλο της αρμοδιότητάς του, είτε υπάρχει προς τούτο σαφές νομικό καθήκον είτε όχι, αρκεί να συμπεριφέρθηκε κατά τρόπο αντίθετο από εκείνο που επιβάλλεται από τις καταστάσεις. Εξάλλου, αιτιώδης συνάφεια υπάρχει όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνομένου προσώπου ήταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή και μπορούσε αντικειμενικά να επιφέρει, κατά την συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, το επιζήμιο αποτέλεσμα. Επίσης, οι έννοιες της υπαιτιότητας και της συνυπαιτιότητας είναι νομικές και, επομένως, η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ως προς την συνδρομή ή όχι υπαιτιότητας του ζημιώσαντος ή οικείου πταίσματος του ζημιωθέντος κατά την επέλευση της ζημίας, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 559 αρ. 1 και 19 του Κ.Πολ.Δικ., για ευθεία και εκ πλαγίου παράβαση κανόνων ουσιαστικού δικαίου, καθώς και για παραβίαση διδαγμάτων κοινής πείρας (ΑΠ 1591/2014, ΑΠ 76/2014, ΑΠ 2181/2013). Τα πιο πάνω έχουν εφαρμογή και στην περίπτωση του άρθρου 10 του Ν. ΓΠΝ/1991, ως προς την υπαιτιότητα των οδηγών των συγκρουσθέντων αυτοκινήτων, κατά το οποίο είναι εφαρμοστέα η διάταξη του άρθρου 914 Α.Κ. Η παράβαση διατάξεων του Κ.Ο.Κ. δεν θεμελιώνει αυτή καθεαυτή υπαιτιότητα στην επέλευση αυτοκινητικού ατυχήματος, αποτελεί όμως στοιχείο, η στάθμιση του οποίου από το δικαστήριο της ουσίας θα κριθεί σε σχέση με την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συγκεκριμένης πράξεως και του επελθόντος αποτελέσματος. Περαιτέρω κατά την διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται μόνον αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο. Η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας αποτελεί λόγο αναίρεσης μόνο αν τα διδάγματα αυτά αφορούν την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σ’ αυτούς. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ.ΑΠ 7/2006, 4/2005). Ο λόγος αναιρέσεως για παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας χρησιμοποιεί εσφαλμένως ή παραλείπει εσφαλμένως να χρησιμοποιήσει διδάγματα κοινής πείρας, προκειμένου να ανεύρει, βάσει αυτών, την αληθινή έννοια κανόνα δικαίου ή να υπαγάγει σ’ αυτόν τα πραγματικά γεγονότα της διαφοράς, όχι δε και όταν παραβίασε τα διδάγματα της κοινής πείρας κατά την εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 420/2014). Με το λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ ελέγχονται τα σφάλματα του Δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κ.λπ. ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ’ ουσίαν (Ολ.ΑΠ 27 και 28/1998). Έτι περαιτέρω, κατά την διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 του Κ.Πολ.Δικ., αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος απ’ αυτήν λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία), ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία). Δεν υπάρχει, όμως, ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές, αλλά πλήρεις αιτιολογίες. Το κατά νόμο δε αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος προτάσεως προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της αποφάσεως στο αποδεικτικό της πόρισμα, και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις, αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς, και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Τα επιχειρήματα του δικαστηρίου, που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και, ως εκ τούτου, δεν αποτελούν “αιτιολογία” της αποφάσεως, ώστε στο πλαίσιο της ερευνώμενης διατάξεως του άρθρου 559 αριθμ. 19 του Κ.Πολ.Δικ., να επιδέχεται αυτή μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια, ενώ δεν δημιουργείται ο ίδιος λόγος αναιρέσεως του αριθμού 19 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ ούτε εξαιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα μη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισμούς επιχειρήματα των διαδίκων, οπότε ο σχετικός λόγος αναιρέσεως απορρίπτεται ως απαράδεκτος (ΑΠ 408/2016, ΑΠ 1672/2012, ΑΠ 2182/2009). Τέλος, η ύπαρξη νόμιμης βάσης και η αντίστοιχη έλλειψή της πρέπει να προκύπτουν αμέσως από την προσβαλλόμενη απόφαση, ο δε Άρειος Πάγος διαπιστώνει την ύπαρξη ή την ανυπαρξία του προκειμένου λόγου αναιρέσεως, ελέγχοντας μόνο την προσβαλλομένη απόφαση και το αιτιολογικό της και όχι το περιεχόμενο άλλων εγγράφων ή αποφάσεων σε εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 561 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δικ. (ΑΠ 532/2018, ΑΠ 892/2011). Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, όπως από αυτήν προκύπτει, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη (άρθρο 561 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.) περί των πραγμάτων κρίση του, ως αποδειχθέντα, μετά από συνεκτίμηση των αποδεικτικών μέσων που αναφέρει, ως προς το ζήτημα των συνθηκών του ενδίκου τροχαίου ατυχήματος, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: “την 23-4-2018 και ώρα 19:30 ό ενάγων της από 18-10-2018 αγωγής Φ. Τ. έβαινε, οδηγώντας την με αριθμό κυκλοφορίας … δίκυκλη μοτοσυκλέτα, η οποία ήταν ασφαλισμένη ως προς την αστική ευθύνη έναντι τρίτων από την κυκλοφορία της στην εναγόμενη της από 25-1-2019 αγωγής ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία “….”, επί της Λεωφόρου Μεσογείων στο ύψος του Χολαργού με κατεύθυνση από την Αθήνα προς την Αγία Παρασκευή. Ειδικότερα δε αυτός οδηγούσε την μοτοσικλέτα του στη μεσαία λωρίδα του ρεύματος κυκλοφορίας του και πλησίαζε στο σημείο της συμβολής της άνω λεωφόρου με την οδό Αρκαδίου, που βρίσκεται δεξιά σέ σχέση με το ρεύμα κυκλοφορίας της λεωφόρου προς Αγία Παρασκευή, όπου αυτός εκινείτο. Η Λεωφόρος Μεσογείων, στο σημείο που ενδιαφέρει την κρινόμενη υπόθεση, είναι οδός διπλής κατεύθυνσης, μεταξύ των ρευμάτων κυκλοφορίας της παρεμβάλλεται διαχωριστική νησίδα κυμαινόμενου πλάτους από 1,3 μέτρα έως 3,8 μέτρα, η οποία διακόπτεται, προκειμένου να καθίσταται εφικτή η πραγματοποίηση αριστερής στροφής και η είσοδος στην οδό Αρκαδίου για τα κινούμενα στην κατεύθυνση προς Αθήνα οχήματα. Το ρεύμα κυκλοφορίας με κατεύθυνση προς την Αθήνα έχει πλάτος 13,00 μέτρων και τέσσερις λωρίδες κυκλοφορίας εκ των οποίων η άκρα δεξιά αποτελεί λεωφορειολωρίδα και η αριστερή προορίζεται για τους προτιθέμενους να πραγματοποιήσουν την άνω αριστερή στροφή προς την οδό Αρκαδίου, εκτείνεται δε ευθεία, ενώ το ρεύμα κυκλοφορίας με κατεύθυνση προς την Αγία Παρασκευή έχει πλάτος 10,50 μέτρων (3,50 μέτρα ανά ρεύμα κυκλοφορίας) και τρεις λωρίδες κυκλοφορίας και επίσης εκτείνεται ευθεία. Κατά τον επίδικο χρόνο, η κατάσταση του οδοστρώματος ήταν ξηρά, υπήρχε πλήρης φυσικός φωτισμός, δεν υπήρχαν εμπόδια ως προς την ορατότητα των οδηγών και το ανώτατο όριο ταχύτητας ανερχόταν σε 60 χλμ./ώρα, σύμφωνα με ρυθμιστική της κυκλοφορίας πινακίδα τύπου Ρ – 32. Η κίνηση δε των οχημάτων ήταν πυκνή και των πεζών κανονική τόσο στη Λεωφόρο Μεσογείων όσο και στην οδό Αρκαδίου και ρυθμίζεται με φωτεινούς σηματοδότες, που τον επίδικο χρόνο ήταν εν λειτουργία. Συγκεκριμένα η λειτουργία τους στη συμβολή των άνω οδών είναι η ακόλουθη: όταν τίθεται σε λειτουργία η πράσινη σταθερή ένδειξη για τους κινούμενους στο ρεύμα κυκλοφορίας με κατεύθυνση προς την Αγία Παρασκευή τίθεται παράλληλα ερυθρή ένδειξη με τη μορφή βέλους για τους κινούμενους στην αριστερή λωρίδα του ρεύματός κυκλοφορίας με κατεύθυνση προς την Αθήνα και προτιθέμενους να στρίψουν αριστερά στην οδό Αρκαδίου. Οι τελευταίοι οδηγοί, συνεπώς, υποχρεούνται, για να διασχίσουν τη Λεωφόρο Μεσογείων και να εισέλθουν στην οδό Αρκαδίου ν’ αναμένουν την αλλαγή της ένδειξης του τελευταίου σηματοδότη σε πράσινη, που συνοδεύεται παράλληλα από την αλλαγή της ένδειξης τού σηματοδότη επί του ρεύματος κυκλοφορίας της Λεωφόρου Μεσογείων προς Αγία Παρασκευή σε ερυθρή. Κατά τον ίδιο ως άνω χρόνο ο ενάγων της από 25-1-2019 αγωγής, Σωτήριος Χατούπης, έβαινε, οδηγώντας το με αριθμό κυκλοφορίας … Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητό, κυριότητας της δεύτερης ενάγουσας της ως άνω αγωγής, Α. Κ., το οποίο ήταν ασφαλισμένο ως προς την αστική ευθύνη έναντι τρίτων από την κυκλοφορία του στην εναγόμενη της από 18-10-2018 αγωγής ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία “…”, επίσης επί της Λεωφόρου Μεσογείων στο ύψος του Δήμου Χολαργού αλλά με αντίθετη κατεύθυνση αυτής της δίκυκλης μοτοσικλέτας, ήτοι με κατεύθυνση από την Αγία Παρασκευή προς Αθήνα. Συγκεκριμένα, ο άνω οδηγός καταλάμβανε στην αριστερή λωρίδα του ρεύματος κυκλοφορίας προς την Αθήνα, καθότι πρόθεσή του ήταν να διασχίσει κάθετα το οδόστρωμα της Λεωφόρου Μεσογείων και να εισέλθει στην οδό Αρκαδίου και μάλιστα ήταν το πρώτο όχημα προ του σηματοδότη. Επειδή ο φωτεινός σηματοδότης στην πορεία του είχε ένδειξη ερυθρή είχε προσωρινά ακινητοποιήσει το όχημά του και με την αλλαγή της ένδειξης σε πράσινη ξεκίνησε να διασχίζει κάθετα το οδόστρωμα της Λεωφόρου Μεσογείων. Όταν το όχημα αυτού βρισκόταν στη μεσαία λωρίδα της Λεωφόρου Μεσογείων κατέφθασε η προαναφερόμενη μοτοσικλέτα, ο οδηγός της οποίας παραβίασε την ερυθρή ένδειξη του φωτεινού σηματοδότη που είχε στην πορεία του και με το εμπρόσθιο τμήμα αυτής επέπεσε στο εμπρόσθιο δεξιό τμήμα του επίδικου αυτοκινήτου. Μετά τη σύγκρουση η μοτοσικλέτα ανατράπηκε με τη δεξιά πλευρά αυτής επί του οδοστρώματος και ο οδηγός αυτής ενάγων εκτινάχθηκε επί του οδοστρώματος. Οι συνθήκες του ατυχήματος αποδεικνύονται, κυρίως, από τα κάτωθι αποδεικτικά μέσα: α) από την από 23-4-2018 έκθεση αυτοψίας και το συνοδεύον αυτή πρόχειρο σχεδιάγραμμα του τόπου του ατυχήματος, που συνέταξαν τα επιληφθέντα του ατυχήματος αστυνομικά όργανα του Β’ Τμήματος Τροχαίας της βορ/κής Αττικής, στα οποία αναφέρεται και αποτυπώνεται αντίστοιχα η αρχική πορεία των δύο οχημάτων και το σημείο σύγκρουσης, το οποίο τοποθετείται στη μεσαία λωρίδα κυκλοφορίας της Λεωφόρου Μεσογείων και όχι στην αριστερή όπως ισχυρίζεται ο ενάγων οδηγός της δίκυκλης μοτοσικλέτας, δεδομένου ότι τα λάδια που διέφυγαν από τη μοτοσικλέτα κατά την επίδικη σύγκρουση εντοπίζονται στη μεσαία και μόνο λωρίδα, β) από την με ημερομηνία 27-6-208 προανακριτική κατάθεση του ίδιου του ενάγοντος οδηγού της δίκυκλης μοτοσικλέτας, ο οποίος αναφέρει σ’ αυτή επί λέξει “παρατήρησα ένα Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο να είναι στην αριστερή λωρίδα κυκλοφορία τής Λ. Μεσογείων με κατεύθυνση από Αγία Παρασκευή προς Αθήνα, να είναι διαγώνια η θέση του και προφανώς ήθελε να στρίψει αριστερά για να εισέλθει επί της οδού Αρκαδίου. Με το (που) έφθασα εγώ λοιπόν στην εν λόγω συμβολή το ανωτέρω όχημα ξαφνικά ξεκίνησε την πορεία του για να στρίψει, έχοντας προφανώς ερυθρό φως σηματοδότη τον οποίο παραβίασε”, καθότι από την εν λόγω κατάθεση αποδεικνύεται ότι ο οδηγός του αυτοκινήτου ήταν προσωρινά ακινητοποιημένος (έστω και διαγώνια) και ανέμενε την αλλαγή της ένδειξης του σηματοδότη και ξεκίνησε όταν αυτή πραγματοποιήθηκε, διότι αντιβαίνει στα διδάγματα της λογικής να εκκίνησε το όχημά του, προκειμένου να διασχίσει κάθετα την Λεωφόρο Μεσογείων και να εισέλθει στην οδό Αρκαδίου, η οποία κατά τον επίδικό χρόνο, όπως αναγράφεται στην άνω έκθεση αυτοψίας, είχε πυκνή κίνηση οχημάτων, καθότι ήταν βέβαιο ότι θα προκαλούσε ατύχημα και θα συγκρουόταν με τα κανονικώς κινούμενα προς Αγία Παρασκευή οχήματα και δη αρχικά μ’ αυτά που κινούνταν στην αριστερή λωρίδα. Εξ αυτού του λόγου άλλωστε και ο ενάγων – οδηγός της μοτοσικλέτας ισχυρίζεται, αναληθώς, ότι έβαινε όχι στη μεσαία λωρίδα, όπου βρέθηκαν λάδια που διέρρευσαν από την μοτοσικλέτα του κατά τη σύγκρουση αλλά στην αριστερή. Αντίθετα, ο ισχυρισμός του ενάγοντος – οδηγού του αυτοκινήτου ότι ο οδηγός της μοτοσικλέτας είχε αναπτύξει μεγάλη ταχύτητα και αρχικά έβαινε ανάμεσα στην αριστερή και μεσαία λωρίδα και αιφνίδια προσέκρουσε επί του κανονικά κινούμενου αυτοκινήτου του κρίνεται βάσιμος, διότι η ανάπτυξη μεγάλης ταχύτητας από τον οδηγό της μοτοσικλέτας αποδεικνύεται από την έκταση των τραυμάτων του (κάταγμα αριστερής κνήμης, κάταγμα δεξιού μηριαίου, υποκεφαλικό κάταγμα αριστερού βραχιονίου κλπ.), που σε καμία περίπτωση δεν δικαιολογείται από την οδήγηση με μικρή ταχύτητα και από την ανατροπή στο οδόστρωμα, όπως αυτός (οδηγός μοτοσικλέτας) επικαλείται αλλά και τη μεγάλη έκταση των υλικών ζημιών που προκλήθηκαν στο επίδικο αυτοκίνητο. Να σημειωθεί δε ότι οδηγός του τελευταίου οχήματος (αυτοκινήτου), δεδομένου ότι είχε μόλις εκκινήσει το όχημά του από τη θέση προσωρινής ακινητοποίησης δεν είχε τα τοπικά και χρονικά περιθώρια ν’ αναπτύξει μεγάλη ταχύτητα και συνεπώς έβαινε με πολύ μικρή ταχύτητα. Η ταχύτητα αυτή δε του επέτρεψε να εκτελέσει τροχοπέδηση προς αποφυγή τού ατυχήματος, η οποία ήταν και η μόνη εφικτή ενέργεια, καθότι η μοτοσικλέτα επέπεσε αιφνίδια επί του αυτοκινήτου του, έχοντας, προφανώς την πεποίθηση ο οδηγός αυτής ότι λόγω της μεγάλης ταχύτητας και της ευελιξίας στην κίνηση του οχήματος του θα διερχόταν του κόμβου, παρά την ερυθρή ένδειξη του σηματοδότη στην πορεία του, πριν καταφθάσει το αυτοκίνητο του ενάγοντος. Ο ενάγων της από 18-10-2018 αγωγής – οδηγός της δίκυκλης μοτοσικλέτας προς απόδειξη του αγωγικού του ισχυρισμού περί παραβίασης του ερυθρού σηματοδότη εκ μέρους του οδηγού του αυτοκινήτου επικαλείται και προσκομίζει την από 15-11-2018 γνωμοδότηση του Κ. Η., Πολιτικού Μηχανικού – Συγκοινωνιολόγου, η οποία συντάχθηκε κατ’ εντολή του και αφορά τη διερεύνηση των αιτίων του επίδικου ατυχήματος. Η άνω γνωμοδότηση, βασιζόμενη στους χρόνους λειτουργίας κάθε σηματοδότη, που ενδιαφέρει την παρούσα υπόθεση, και λαμβάνοντάς ως δεδομένο ότι ό ενάγων της από 18-10-2018 αγωγής έβαινε με 50 χιλ./ώρα, επιβεβαιώνει τον αγωγικό ισχυρισμό αυτού και καταλήγει ότι υπαίτιος του επίδικου ατυχήματος είναι ο οδηγός του αυτοκινήτου, διότι παραβίασε την ένδειξη του φωτεινού σηματοδότη που υπήρχε την πορεία του. Ωστόσο, ο προαναφερόμενος πραγματογνώμονας δεν δικαιολογεί, με δεδομένη την πυκνή κίνηση των οχημάτων στη Λεωφόρο Μεσογείων στο ρεύμα προς Αγία Παρασκευή, η οποία δεν αμφισβητείται από κανένα διάδικο μέρος, τη μη πρόκληση ατυχήματος από τον οδηγό του αυτοκινήτου στην αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας, καθότι και αυτός επιβεβαιώνει ότι το ατύχημα έλαβε χώρα 11,00 μ. από “τη γραμμή στάσεως του Ε.Ι.Χ.” σημείο, το οποίο εντοπίζεται στη μεσαία λωρίδα κυκλοφορίας της λεωφόρου, αν λάβουμε υπόψη ότι ο οδηγός της μοτοσικλέτας βλέπει το αυτοκίνητο να είναι ακινητοποιημένο, όπως ήδη αναφέρθηκε, διαγώνια έμπροσθεν του σηματοδότη που επιτρέπει την αριστερή κίνηση προς την οδό Αρκαδίου και ότι το υπάρχον διάζωμα έχει πλάτος 3,80 μ. και η κάθε λωρίδα κυκλοφορίας 3,50 μ.. Η άποψη δε που διατυπώνει στην άνω γνωμοδότηση ότι δεν διαπιστώθηκαν ίχνη τροχοπέδησης και συνεπώς ο οδηγός του αυτοκινήτου δεν τροχοπέδησε προς αποφυγή του ατυχήματος δεν ευσταθεί και τούτο διότι ο οδηγός του αυτοκινήτου αφού είχε διανύσει μόλις 11,00 μ. και με δεδομένο ότι εκτελούσε αριστερό ελιγμό είχε αναπτύξει πολύ μικρή ταχύτητα, ανερχόμενη, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας περί τα 10 χιλ./ώρα, με συνέπεια η εκτελεσθείσα τροχοπέδηση να μην αφήσει ίχνη. Υπό τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά αποδεικνύεται ότι αποκλειστικά υπαίτιος του ατυχήματος είναι ο ενάγων της από 18-10-2018 αγωγής και τούτο διότι, δεν οδηγούσε με σύνεση και διαρκώς τεταμένη την προσοχή του, ούτε ασκούσε τον έλεγχο και την εποπτεία επί του οχήματος του και δεν συμμορφώθηκε με την ερυθρή ένδειξη του φωτεινού σηματοδότη, που βρισκόταν στην πορεία του και δη στο ρεύμα κυκλοφορίας της Λεωφόρου Μεσογείων με κατεύθυνση προς την Αγία Παρασκευή, ακινητοποιώντας τη με αριθμό κυκλοφορίας … δίκυκλη μοτοσυκλέτα του αλλά αντίθετα συνέχισε να κινείται, με συνέπεια να παρεμβληθεί στην πορεία του κανονικά και σύννομα κινούμενου οχήματος που οδηγούσε ο ενάγων της από 25-1-2019 αγωγής και διέσχιζε κάθετα το ρεύμα κυκλοφορίας της Λεωφόρου Μεσογείων με κατεύθυνση προς την Αγία Παρασκευή και να προκαλέσει το επίδικο ατύχημα (παράβαση των άρθρων 6 παρ. 1 στοιχ. β, 12 παρ. 1,19 παρ. 1,2 και 26 του Κ.Ο.Κ.). Αντίθετα, ο ενάγων της από 25-1-2019 αγωγής – οδηγός του αυτοκινήτου δεν επέδειξε αμέλεια, καθότι εκινείτο κανονικά στο ρεύμα πορείας του, με μικρή ταχύτητα, καθώς μόλις είχε εκκινήσει το όχημά του από τη θέση προσωρινής ακινητοποίησης, προέβη δε στην ενδεδειγμένη ενέργεια της τροχοπέδησης, καθότι δεν ήταν εφικτός κάποιος άλλος ελιγμός λόγω τα αιφνίδιας κίνησης του οδηγού της επίδικης μοτοσικλέτας”.
Έτσι που έκρινε το Εφετείο ορθά εφάρμοσε και δεν παραβίασε εκ πλαγίου τις παραπάνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του Α.Κ., διαλαμβάνοντας στην απόφασή του πλήρεις, σαφείς και χωρίς λογικά κενά και αντιφάσεις αιτιολογίες ως προς τα ζητήματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, οι οποίες καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο, ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή των ως άνω διατάξεων. Ειδικότερα το Εφετείο διέλαβε πλήρη αιτιολογία, τόσο ως προς την αποκλειστική υπαιτιότητα του ήδη αναιρεσείοντος οδηγού της δίκυκλης μοτοσικλέτας για την πρόκληση του ένδικου τροχαίου ατυχήματος, όσο και ως προς την έλλειψη οποιασδήποτε συντρέχουσας αμέλειας του οδηγού του ασφαλισμένου στην αναιρεσίβλητη ασφαλιστική εταιρία Ι.Χ.Ε αυτοκινήτου. Πιο συγκεκριμένα διέλαβε στην απόφασή του με σαφήνεια και πληρότητα τα συγκροτούντα την έννοια της αμελείας περιστατικά, που επέδειξε ο αναιρεσείων οδηγός της δίκυκλης μοτοσυκλέτας, και τα οποία βρίσκονται σε αιτιώδη συνάφεια με το επελθόν αποτέλεσμα και δη ότι ο αναιρεσείων οδηγός της δίκυκλης μοτοσικλέτας έχοντας αναπτύξει μεγάλη ταχύτητα παρεβίασε την ερυθρή ένδειξη του υπάρχοντος στη πορεία του σηματοδότη, και κινούμενος έτσι επέπεσε με σφοδρότητα στο ασφαλισμένο στην αναιρεσίβλητη αυτοκίνητο, που επιχειρούσε καθόλα κανονικά αριστερή στροφή. Ακόμη και σχετικώς με την έλλειψη οποιασδήποτε συντρέχουσας υπαιτιότητας του οδηγού του ασφαλισμένου στην αναιρεσίβλητη αυτοκινήτου για την πρόκληση της ένδικης σύγκρουσης διέλαβε επιπλέον, ότι, αυτός έχοντας κανονικά ακινητοποιήσει το όχημα του προ του υπάρχοντος στη πορεία του σηματοδότη, ξεκίνησε να επιχειρήσει αριστερή στροφή όταν η σχετική προς τα αριστερά ένδειξη του σηματοδότη έγινε πράσινη κινούμενος απολύτως κανονικά. Περαιτέρω σε ενίσχυση της κρίσης του Εφετείου, ότι η σύγκρουση συνέβη ως ούτω, διαλαμβάνεται στην προσβαλλομένη ειδική μνεία της έκθεσης αυτοψίας και του συνοδεύοντος αυτήν σχεδιαγράμματος της τροχαίας, όπου αποτυπώνεται τόσον η πορεία των οχημάτων όσον και το σημείο σύγκρουσης με βάση τα ανευρεθέντα ίχνη, όπως και το ότι η μεγάλη ταχύτητα της μοτ/τας προκύπτει από την σφοδρότητα της σύγκρουσης και τις εντεύθεν συνέπειες της (έκταση των τραυμάτων του μοτοσυκλετιστή και των υλικών ζημιών αμφοτέρων των εμπλεκομένων οχημάτων). Δεν συντρέχει, επομένως, η επικαλούμενη από τον αναιρεσείοντα πλημμέλεια της παραθέσεως αντιφατικής αιτιολογίας στην προσβαλλομένη απόφαση, επειδή κατά τους ισχυρισμούς του ούτε αυτός θα παραβίαζε την ερυθρή ένδειξη του σηματοδότη διακινδυνεύοντας την πρόκληση ατυχήματος, ενώ δεν θα μπορούσε να είχε αναπτύξει μεγάλη ταχύτητα λόγω της υπάρχουσας μεγάλης κίνησης οχημάτων στην οδό. Η ως άνω επικαλούμενη από τον αναιρεσείοντα πλημμέλεια, πέραν του ότι, υπό τις προεκτεθείσες παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεν συνιστά τέτοια, συνέχεται με την αξιολόγηση, στάθμιση και εκτίμηση των αποδείξεων, με την οποία υπό την επίκληση της παράβασης εκ πλαγίου των άνω ουσιαστικών διατάξεων πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων αναφορικά με το σαφώς εκτιθέμενο πόρισμα του Εφετείου. Κατά συνέπεια, κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος ο πρώτος από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης. Ομοίως απορριπτέος ως αβάσιμος είναι και ο δεύτερος εκ του αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος περί παραβίασης των διδαγμάτων της κοινής πείρας επειδή η παραδοχή της προσβαλλόμενης περί του ότι ο οδηγός του αυτοκινήτου δεν θα παρεβίαζε την ερυθρά ένδειξη του ευρισκόμενου στη πορεία το σηματοδότη, ισχύει αντίστοιχα και για τον οδηγό της μοτοσυκλέτας, δεδομένου ότι δεν αφορά την ερμηνεία κανόνος δικαίου, αλλά την εκτίμηση των αποδείξεων. Περαιτέρω παραμόρφωση του περιεχομένου εγγράφου, που ιδρύει τον αναιρετικό λόγο του άρθρου 559 αρ.20 ΚΠολΔ, υπάρχει όταν το δικαστήριο της ουσίας από εσφαλμένη ανάγνωση αποδεικτικού εγγράφου δέχθηκε ως περιεχόμενο αυτού κάτι διαφορετικό από το πραγματικό, δηλαδή ότι περιέχει περιστατικά προφανώς διάφορα από εκείνα που πράγματι περιλαμβάνει, όχι δε και όταν από το περιεχόμενο του εγγράφου, το οποίο το δικαστήριο ορθώς ανέγνωσε, συνάγει αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό, αφού στην περίπτωση αυτή πρόκειται για παράπονο αναγόμενο στην εκτίμηση πραγματικών περιστατικών, που δεν επιδέχεται αναιρετικό έλεγχο (ΚΠολΔ 561 παρ.1). Κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθ. 20 ΚΠολΔ, έγγραφα, η παραμόρφωση του περιεχομένου των οποίων ιδρύει τον προβλεπόμενο από τη διάταξη αυτή λόγο αναιρέσεως, είναι εκείνα που χαρακτηρίζονται ως αποδεικτικά μέσα στα άρθρα 339 και 432 επ. του ίδιου Κώδικα (ΑΠ 472/2016, 374/2017, 521/2019). Ως εκ τούτου, δεν είναι έγγραφα εκείνα που αποτυπώνουν στο περιεχόμενό τους άλλα αποδεικτικά μέσα, όπως είναι και οι εκθέσεις των τεχνικών συμβούλων των διαδίκων (ΑΠ 1155, 1197/2011). Επομένως είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος ο τρίτος λόγος της αίτησης με τον οποίο ο αναιρεσείων αιτιάται την προσβαλλόμενη απόφαση του Εφετείου διότι παραμόρφωσε το περιεχόμενο της από 15/11/2018 ιδιωτικής γνωμοδότησης – έκθεσης του πολ. μηχ/κου-συγκοινωνιολόγου Κ. Η.. Τέλος κατά το άρθρο 559 αριθ. 9 ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναιρέσεως αν το δικαστήριο επιδίκασε περισσότερα από όσα ζητήθηκαν ή άφησε αίτηση αδίκαστη. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο, κατ’αποδοχή των σχετικών αιτημάτων της αναιρεσίβλητης επέβαλε στον αναιρεσείοντα την δικαστική δαπάνη τόσο για την απόρριψη της έφεσης του ιδίου, όσο και για την παραδοχή της έφεσης και εν συνεχεία της αγωγής της αναιρεσίβλητης. Με βάση τα ανωτέρω, το Εφετείο, παρά τους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος (περί επιδίκασης διπλής δικαστικής δαπάνης) δεν επιδίκασε περισσότερα από όσα ζητήθηκαν, και επομένως ο σχετικός τέταρτος λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμος και εντεύθεν απορριπτέος.
Κατόπιν όλων αυτών και εφόσον δεν υπάρχει άλλος αναιρετικός λόγος για να ερευνηθεί, η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί (ως προς την τρίτη αναιρεσίβλητη) στο σύνολό της ως ουσιαστικά αβάσιμη και να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου, που κατέθεσε ο αναιρεσείων για την άσκηση της αιτήσεως αναιρέσεως, στο Δημόσιο Ταμείο. Τέλος πρέπει να καταδικαστεί ο αναιρεσείων λόγω της ήττας του (άρθρο 176, 183 ΚΠολΔ) στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσίβλητων, που παραστάθηκαν και κατέθεσαν προτάσεις, κατά το νόμιμο αίτημα τους, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 12.1.2021 (αριθ. εκθ. καταθ. 32/2021) αίτηση για την αναίρεση της υπ’αριθμ 5902/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσίβλητων, που ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2700) ευρώ.
Διατάσσει να εισαχθεί στο Δημόσιο Ταμείο το παράβολο, που κατατέθηκε για την ως άνω αίτηση αναίρεσης.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 24 Ιουνίου 2022.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 5 Σεπτεμβρίου 2022.
Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΕΡΥΘΡΟΥ ΣΗΜΑΤΟΔΟΤΗ 1448/2022
Προηγούμενο άρθροΚαταδίκη για υπεξαίρεση 1,6 εκατ. στο Ηράκλειο
Επόμενο άρθρο Ποινή φυλάκισης ενός έτους για ασέλγεια σε ανήλικη.