Αριθμός 1020/2021
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α1′ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Αλτάνα Κοκκοβού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χρήστο Τζανερρίκο, Γεώργιο Χριστοδούλου, Βασίλειο Μαχαίρα και Ασημίνα Υφαντή – Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 11 Ιανουαρίου 2021, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ν. Α. του Α., κατοίκου … Αττικής, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ανδρέα – Αλέξιο Αναγνωστάκη και κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσιβλήτου: Ε. – Μ. Κ. του Ι., κατοίκου Αθηνών, ατομικά και ως ασκούσας την επιμέλεια του ανηλίκου τέκνου της Ά. – Α. Α., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Μαρία Στραϊτούρη και κατέθεσε προτάσεις.
Στο σημείο αυτό, ο πληρεξούσιος του ως άνω αναιρεσείοντος, αφού έλαβε το λόγο από τον Πρόεδρο, ζήτησε την αναβολή της συζήτησης της κρινόμενης αίτησης σε μεταγενέστερη δικάσιμο, για τους λόγους που ανέπτυξε. Το Δικαστήριο, αφού διασκέφθηκε με την παρουσία και του Γραμματέα του, απέρριψε το αίτημα αναβολής και διέταξε την πρόοδο της δίκης.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 09.07.2016 αγωγή και την από 21.05.2018 ανταγωγή της ήδη αναιρεσιβλήτου και τις από 02.04.2018 αγωγή και από 07.05.2018 αίτηση του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 585/2018 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 1600/2019 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 05.06.2019 αίτησή του και τους από 01.12.2020 πρόσθετους λόγους αυτής.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και των προσθέτων λόγων αυτής, η πληρεξούσια της αναιρεσιβλήτου την απόρριψή τους και καθένας την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
[I] Με την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα, κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από την οικογένεια, τον γάμο και την ελεύθερη συμβίωση, υπ’ αριθμ. 1600/2019 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, η οποία, αφού απέρριψε κατ’ ουσίαν την έφεση της αναιρεσίβλητης με την οποία παραπονιόταν για τη μερική παραδοχή της αγωγής της περί επιδίκασης διατροφής για το ανήλικο τέκνο της, που έχει αποκτήσει με τον αναιρεσείοντα εκτός γάμου και το οποίο αυτός έχει αναγνωρίσει και για τη μερική παραδοχή του επικουρικού αιτήματος της αγωγής αυτού σχετικά με τον τρόπο καθορισμού της επικοινωνίας του με αυτό, καθώς και την έφεση αυτού (αναιρεσείοντος) κατά το μέρος που παραπονιόταν για την απόρριψη του κυρίου αιτήματος της αγωγής του περί άσκησης της επιμέλειας του ανήλικου τέκνου με ισοκατανομή του χρόνου μεταξύ τους, (αναθέσεως σ’ αυτόν της συνάσκησης της επιμέλειας «με ισοκατανομή χρόνου») και για τη μερική παραδοχή του επικουρικού αιτήματος αυτής ως προς τον τρόπο καθορισμού της επικοινωνίας του με αυτό, δέχθηκε αυτή (έφεση του αναιρεσείοντος) κατ’ ουσίαν κατά τα λοιπά και συγκεκριμένα κατά το μέρος που παραπονιόταν για τη μερική παραδοχή της αγωγής της αναιρεσίβλητης περί επιδίκασης σε βάρος του διατροφής για το ανήλικο τέκνο του στο ποσό των 540 ευρώ μηνιαίως, εξαφάνισε, κατά το μέρος αυτό, την υπ’ αρθμ. 585/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή της αναιρεσίβλητης και υποχρέωσε τον αναιρεσείοντα να της καταβάλλει για λογαριασμό του ανήλικου τέκνου τους μηνιαία διατροφή 380 ευρώ. Η αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ.1 ΚΠολΔ), είναι συνεπώς παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 αριθμ. 3 ΚΠολΔ). Ο αναιρεσείων άσκησε παραδεκτά με αυτοτελές δικόγραφο τους από 01.12.2020 πρόσθετους λόγους αναιρέσεως (άρθρο 569 ΚΠολΔ), οι οποίοι πρέπει να συνεκδικαστούν με την αίτηση αναιρέσεως λόγω της μεταξύ τους συνάφειας (άρθρο 246 ΚΠολΔ) και να ερευνηθεί το παραδεκτό και βάσιμο αυτών των λόγων.
[II] Κατά το άρθρο 1515 παρ. 1 και 2 του ΑΚ, η γονική μέριμνα του ανήλικου τέκνου που γεννήθηκε και παραμένει χωρίς γάμο των γονέων του ανήκει στη μητέρα του. Σε περίπτωση αναγνώρισής του, αποκτά γονική μέριμνα και ο πατέρας, που όμως την ασκεί αν υπάρχει συμφωνία των γονέων κατά το άρθρο 1513 ή αν έπαυσε η γονική μέριμνα της μητέρας ή αν αυτή αδυνατεί να την ασκήσει για νομικούς ή πραγματικούς λόγους. Με αίτηση του πατέρα το δικαστήριο μπορεί και σε κάθε άλλη περίπτωση και ιδίως αν συμφωνεί η μητέρα, να αναθέσει και σ’ αυτόν την άσκηση της γονικής μέριμνας ή μέρους αυτής, εφ’ όσον αυτό επιβάλλεται από το συμφέρον του τέκνου. Εξ άλλου, κατά το άρθρο 47 εδ. α` του ν. 2447/1996, στις αναφερόμενες στο άρθρο αυτό περιπτώσεις, μεταξύ των οποίων και το άρθρο 1515 του ΑΚ, δεν επιτρέπεται το ένδικο μέσο της εφέσεως. Η τελευταία αυτή διάταξη, που καθιστά ανέκκλητη την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, η οποία αφορά τη γονική μέριμνα του ανήλικου τέκνου, που γεννήθηκε και παραμένει χωρίς γάμο των γονέων του, δεν αντίκειται στο άρθρο 20 ή σε άλλη διάταξη του Συντάγματος, ούτε στο άρθρο 6 της Συμβάσεως της Ρώμης για τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις θεμελιώδεις ελευθερίες (Ν.Δ. 53/1974), διότι οι διατάξεις αυτές διασφαλίζουν τη δυνατότητα προσφυγής σε δικαστήριο όχι όμως και το δικαίωμα σε ένδικο μέσο κατά της αποφάσεως που θα εκδοθεί, η δε ειδική διαδικασία του άρθρου 592 επ. σε συνδυασμό με άρθρο 591 του ΚΠολΔ, κατά την οποία εκδικάζεται η σχετική αγωγή του άρθρου 1515 του ΑΚ, διασφαλίζει πλήρως τα δικαιώματα αποδείξεως των ισχυρισμών των διαδίκων και συνεπώς πληροί τους όρους διεξαγωγής δίκαιης δίκης (ΑΠ 96/2021, ΑΠ 664/2018, ΑΠ 1286/2018, ΑΠ 1111/2002).
Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ προκύπτει ότι ιδρύεται λόγος αναιρέσεως αν το δικαστήριο παρά το νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο. Ο αναιρετικός αυτός λόγος αναφέρεται σε ακυρότητες, δικαιώματα και απαράδεκτα από το δικονομικό μόνο δίκαιο, μεταξύ των οποίων και το απαράδεκτο ασκήσεως ενδίκων μέσων, ενώ οι ακυρότητες από το ουσιαστικό δίκαιο ελέγχονται μέσω του λόγου του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 2/2001, ΑΠ 1290/2017, ΑΠ 786/2014).
Επίσης, σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 562 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν 4335/2015, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως λόγο αναιρέσεως από εκείνους που αναφέρονται στους αριθ. 1, 4, 14, 16, 17 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ.
Στην προκείμενη περίπτωση, από την παραδεκτή επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της δίκης, προκύπτουν τα ακόλουθα:
Με την από 02.04.2018 αγωγή του ο αναιρεσείων ζήτησε κυρίως να ανατεθεί η άσκηση της επιμέλειας του ανήλικου τέκνου, που έχει αποκτήσει με την αναιρεσίβλητη από τις εκτός γάμου σχέσεις τους και το οποίο έχει αναγνωρίσει εκουσίως με ισοκατανομή του χρόνου μεταξύ τους, (αναθέσεως σ’ αυτόν της συνάσκησης της επιμέλειας «με ισοκατανομή χρόνου») και επικουρικά να ρυθμιστεί το δικαίωμα επικοινωνίας του με αυτό.
Επί της αγωγής αυτής (και επί της από 09.07.2016 αγωγής της αναιρεσίβλητης κατ’ αυτού για την επιδίκαση διατροφής για το ανήλικο, η οποία δεν ενδιαφέρει επί του παρόντος) εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 585/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε ως αβάσιμο κατ’ ουσίαν το κύριο αίτημα της αγωγής του αναιρεσείοντος περί ανάθεσης της άσκησης της επιμέλειας του ανηλίκου μεταξύ αυτού και της αναιρεσίβλητης με ισοκατανομή χρόνου και έγινε εν μέρει δεκτό το επικουρικό αίτημα αυτής ως προς τη ρύθμιση του δικαιώματος επικοινωνίας του με το ανήλικο τέκνο.
Επί της από 24.10.2018 ασκηθείσας εφέσεως εκ μέρους του ηττηθέντος αναιρεσείοντος εκδόθηκε η προσβαλλόμενη υπ’ αριθ. 1600/2019 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, η οποία δέχθηκε την έφεση τυπικά και την απέρριψε κατ’ ουσίαν κατά το μέρος, που παραπονείτο για την απόρριψη του κυρίου αιτήματος της αγωγής του περί ανάθεσης της άσκησης της επιμέλειας του ανηλίκου τέκνου μεταξύ αυτού και της αναιρεσίβλητης με ισοκατανομή χρόνου. Κρίνοντας όμως έτσι το Εφετείο, παρά τον νόμο δεν κήρυξε το απαράδεκτο της ασκηθείσας εφέσεως, κατά το μέρος που προσέβαλε το άνω κεφάλαιο σχετικά με την άσκησης της επιμέλειας του ανηλίκου, καθόσον η απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ήταν ανέκκλητη ως προς αυτό, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην μείζονα σκέψη και συνεπώς υπέπεσε στην από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, εξεταζόμενη αυτεπαγγέλτως υπό του δικαστηρίου, εφόσον με το αναιρετήριο και συγκεκριμένα με τους πρώτο, δεύτερο, τρίτο, πέμπτο και έκτο λόγους αυτού, καθώς και τους πρώτο και δεύτερο πρόσθετους λόγους αυτού διώκεται η αναίρεση της προσβαλλόμενης αποφάσεως ως προς το κεφάλαιο αυτό. Ειδικότερα, η ως άνω απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, η οποία έκρινε και επί του ζητήματος της αναθέσεως της άσκησης της επιμέλειας του ανηλίκου μεταξύ των διαδίκων με ισοκατανομή του χρόνου, δεν υπόκειται σε έφεση, δεδομένου ότι η προαναφερόμενη απαγόρευση αναφέρεται και στην περίπτωση του άρθρου 1515 ΑΚ, η οποία καταλαμβάνει και την ένδικη υπόθεση της αναθέσεως της άσκησης της αποτελούσας μέρος της γονικής μέριμνας επιμέλειας του προσώπου του ως άνω τέκνου των διαδίκων (ΑΠ 664/2018).
Κατ’ ακολουθίαν, πρέπει, δεκτού γενομένου ως και ουσιαστικά βασίμου του ως άνω από το άρθρ. 559 αρ. 14 ΚΠολΔ λόγου, να αναιρεθεί κατ’ αποτέλεσμα η προσβαλλομένη απόφαση, κατά το μέρος που δέχθηκε τυπικά την έφεση του αναιρεσείοντος και την απέρριψε κατ’ ουσίαν και συγκεκριμένα κατά το μέρος, που απέρριψε τους λόγους αυτής, που αφορούσαν στην ανάθεση και σ’ αυτόν της άσκησης της επιμέλειας του ανήλικου τέκνου του με ισοκατανομή του χρόνου.
Επειδή, περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 580 παρ. 3 ΚΠολΔ προκύπτει ότι αν ο Άρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση για οποιονδήποτε άλλο λόγο, εκτός από εκείνους που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2, μπορεί να κρατήσει την υπόθεση και να ασχοληθεί με την εκδίκασή της, ιδίως, αν κατά την κρίση του δεν χρειάζεται άλλη διευκρίνιση. Στην προκειμένη περίπτωση, εφ’ όσον κρίθηκε ότι η ασκηθείσα έφεση κατά το παραπάνω μέρος της, είναι απαράδεκτη λόγω του ανεκκλήτου της αποφάσεως του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, δεν υπάρχει στάδιο περαιτέρω εκδικάσεως της υποθέσεως, ως προς το αναιρούμενο ως άνω μέρος.
Συνεπώς, πρέπει να κρατηθεί η υπόθεση και να απορριφθεί η έφεση, κατά το παραπάνω μέρος της, ως απαράδεκτη.
[III] Περαιτέρω, ο λόγος αναιρέσεως από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ δίδεται, όταν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη του πράγματα που δεν προτάθηκαν, ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής «πράγματα» θεωρούνται οι πραγματικοί ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο, και άρα στηρίζουν το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ενστάσεως ή αντενστάσεως ή λόγο εφέσεως όχι δε οι αιτιολογημένες αρνήσεις τους ούτε οι ισχυρισμοί που αποτελούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, τα οποία συνάγονται από την εκτίμηση των αποδείξεων έστω και αν αποτελούν περιεχόμενο λόγου εφέσεως ούτε οι αβάσιμοι ή οι απαράδεκτοι ισχυρισμοί (ΟλΑΠ 3/1997, ΑΠ 1020/2019, ΑΠ 1681/2018, ΑΠ 650/2016). Ο ισχυρισμός που στηρίζει τον λόγο αναιρέσεως πρέπει να παρατίθεται στο αναιρετήριο, όπως προτάθηκε στο δικαστήριο της ουσίας και να αναφέρεται ο τρόπος και ο χρόνος προτάσεως ή επαναφοράς του στο Εφετείο, ώστε να μπορεί να κριθεί από το αναιρετήριο αν αυτός ήταν νόμιμος και παραδεκτός, επίσης να αναφέρεται ο λόγος για τον οποίο θα ασκούσε ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και, αν το δικαστήριο εξέτασε την υπόθεση στην ουσία της, πρέπει να αναφέρονται στο αναιρετήριο και οι κρίσιμες σχετικές παραδοχές υπό τις οποίες έγινε η επικαλούμενη παραβίαση (ΑΠ 387/2019, ΑΠ 1593/2017, ΑΠ 1277/2015, ΑΠ 739/2011, ΑΠ 163/2007). Δεν στοιχειοθετείται, όμως, ο λόγος αυτός αναίρεσης αν ο αυτοτελής πραγματικός ισχυρισμός λήφθηκε υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας και απορρίφθηκε για οποιοδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό, έστω και αν η απόρριψη του δεν είναι ρητή, αλλά συνάγεται από το περιεχόμενο της αποφάσεως (Ολ ΑΠ 11/96, ΑΠ 1434/2010).
Στην προκείμενη περίπτωση, με τον τέταρτο λόγο της αναιρέσεως ο αναιρεσείων αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αιτιώμενος, ότι το δικαστήριο της ουσίας δεν έλαβε υπόψη τον σχετικό λόγο της εφέσεώς του, με τον οποίο παραπονείτο ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εσφαλμένα απείλησε σε βάρος της αναιρεσίβλητης προσωπική κράτηση διάρκειας 30 ημερών και χρηματική ποινή 400 ευρώ για κάθε παράβαση των διατάξεων της απόφασης περί επικοινωνίας του με το ανήλικο τέκνο, ενώ είχε ζητήσει, λόγω των αναφερομένων ιδιαίτερων περιστάσεων, να απειληθεί σε βάρος της προσωπική κράτηση διάρκειας 2 μηνών και χρηματική ποινή 4.000 ευρώ για κάθε παρεμπόδιση της επικοινωνίας του. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Ειδικότερα, από τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει, ότι το Εφετείο απέρριψε ως αβάσιμο το λόγο της έφεσης του αναιρεσείοντος με τον οποίο παραπονιόταν, ότι έπρεπε να καθορισθεί ο τρόπος επικοινωνίας του με το ανήλικο τέκνο του με διαφορετικό περιεχόμενο, ήτοι και με περισσότερες διανυκτερεύσεις αυτού στην οικία του. Μετά ταύτα, συνάγεται, ότι έλαβε υπόψη και τον έτερο λόγο της έφεσής του με τον οποίο παραπονιόταν για την απειλή μεγαλύτερης χρηματικής ποινής και προσωπικής κράτησης για κάθε παραβίαση της διατάξεως της απόφασης περί επικοινωνίας και τον απέρριψε ως αβάσιμο, έστω και αν δεν αναφέρεται ρητώς, ενόψει και του παρεπομένου χαρακτήρα του αιτήματος αυτού με το προηγούμενο.
[IV] Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 1389, 1390, 1484, 1485, 1486 παρ. 2, 1487, 1489 παρ. 2 και 1493 ΑΚ προκύπτει ότι τα ανήλικα τέκνα (και αυτά που έχουν γεννηθεί εκτός γάμου, εφόσον έχουν αναγνωρισθεί εκουσίως ή δικαστικώς), και αν έχουν περιουσία και εφόσον τα εισοδήματα της περιουσίας τους δεν επαρκούν για τη διατροφή τους, έχουν δικαίωμα διατροφής έναντι των δύο γονέων τους, οι οποίοι υποχρεούνται να τα διατρέφουν από κοινού, ο καθένας ανάλογα με τις δυνάμεις του. Το μέτρο της διατροφής, που πρέπει να του καταβληθεί, προσδιορίζεται με βάση τις ανάγκες του ανηλίκου τέκνου, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες της ζωής του. Δεν απαιτείται δε ο προσδιορισμός με ακρίβεια και του απαραίτητου, για την κάλυψη κάθε επιμέρους ανάγκης του, που προκύπτει από τις συνθήκες της ζωής του, χρηματικού ποσού, αλλά αρκεί η αναφορά του συνολικού ποσού της δαπάνης που αποτελεί την ανάλογη διατροφή του (ΑΠ 416/2007). Ως συνθήκες ζωής νοούνται οι συγκεκριμένοι όροι διαβιώσεως που ποικίλουν ανάλογα με την ηλικία, τον τόπο κατοικίας, την ανάγκη επιτηρήσεως και εκπαιδεύσεως και την κατάσταση της υγείας του, χωρίς όμως να ικανοποιούνται οι παράλογες απαιτήσεις ή απλώς υπερβολικές αξιώσεις. Για να καθορισθεί το ποσό της διατροφής αξιολογούνται κατ’ αρχήν τα εισοδήματα των γονέων από οποιαδήποτε πηγή και αν δεν αρκούν τότε υπολογίζεται και η αξία των περιουσιακών τους στοιχείων και στη συνέχεια προσδιορίζονται οι ανάγκες του τέκνου (ΑΠ 1612/2017, ΑΠ 174/2015, ΑΠ 1384/2008, ΑΠ 823/2003).
Η υποχρέωση διατροφής είναι κατά κανόνα χρηματική υποχρέωση, χωρίς όμως να αποκλείεται η εκπλήρωσή της και σε είδος. Παροχές σε είδος που συνυπολογίζονται στην υποχρέωσή του γονέα για διατροφή του τέκνου, είναι, μεταξύ άλλων, η συνεισφορά της οικοκυράς, η παροχή οικίας, καθώς και η παροχή προσωπικών υπηρεσιών για την ανατροφή, περιποίηση, φροντίδα και επιμέλεια του τέκνου. Έτσι ο γονέας, που συζεί με το ανήλικο τέκνο, μπορεί, κατά τον υπολογισμό του οφειλόμενου από αυτόν ποσού διατροφής του, να συνυπολογίσει ο,τιδήποτε συνδέεται με την εξαιτίας της συνοίκησης πραγματική διάθεση χρημάτων για τις ανάγκες του τέκνου, όπως ενοίκιο, κατανάλωση ρεύματος, ύδατος, θέρμανσης κ.λ.π, καθώς και άλλες προσωπικές υπηρεσίες που απορρέουν από αυτή (ΑΠ 1612/2017, ΑΠ 826/1994). Στην αγωγή δεν είναι απαραίτητο να γίνεται αναφορά στις οικονομικές δυνάμεις του άλλου γονέα (δηλαδή του μη εναγομένου που συνήθως είναι ο έχων την επιμέλεια του ανηλίκου τέκνου), ούτε το δικαστήριο υποχρεούται αυτεπαγγέλτως να ερευνήσει αυτές, προκειμένου να προβεί σε επιμερισμό της υποχρεώσεως διατροφής του ανηλίκου μεταξύ των δύο γονέων του.
Αυτές ο εναγόμενος δικαιούται να τις επικαλεσθεί κατ’ ένσταση, προκειμένου να επιτύχει τον περιορισμό της δικής του υποχρεώσεως για τη διατροφή του τέκνου, κατά το ποσό που αντιστοιχεί στην οικονομική δυνατότητα και στη βάση αυτής υποχρέωση συνεισφοράς του άλλου γονέα (ΑΠ 1156/2017). Aν το ανήλικο τέκνο, που δικαιούται διατροφή, στραφεί μόνο κατά του ενός γονέα, δικαιούται αυτός να επικαλεστεί κατ’ ένσταση, κατ’ άρθρα 1489 παρ. 2 του ΑΚ και 262 του ΚΠολΔ, ότι και ο άλλος γονέας έχει την οικονομική δυνατότητα, σε σχέση με τη δική του και σε συνδυασμό με τις λοιπές υποχρεώσεις του, να καλύψει μέρος της ανάλογης διατροφής του ανηλίκου, οπότε με την απόδειξη της ένστασης αυτής, περιορίζεται η υποχρέωση του εναγόμενου – γονέα για τη διατροφή του τέκνου του κατά το ποσό που αντιστοιχεί στην οικονομική δυνατότητα και στη βάσει αυτής, υποχρέωση συνεισφοράς του άλλου γονέα (ΑΠ 680/2010). Αντίθετα ο άνω επιμερισμός της απαιτούμενης για το ανήλικο τέκνο διατροφής, μεταξύ των γονέων του, γίνεται χωρίς να απαιτείται η υποβολή ένστασης συνεισφοράς εκ μέρους του εναγόμενου, όταν με την αγωγή ζητείται όχι ολόκληρο το ποσό της απαιτούμενης για το ανήλικο διατροφής, αλλά μόνο το ποσό που αντιστοιχεί στην υποχρέωση συμμετοχής του εναγόμενου στη διατροφή αυτή, μετά την αφαίρεση της συμμετοχής του άλλου γονέα και σ’ αυτή την περίπτωση η ένσταση συνεισφοράς του άλλου γονέα αποτελεί αρνητικό ισχυρισμό (ΑΠ 1330/2011). Κατά τον υπολογισμό των εισοδημάτων του υποχρέου διατροφής, η δαπάνη για την εξυπηρέτηση στεγαστικών ή καταναλωτικών δανείων, καθώς και ο φόρος εισοδήματος και οι λοιπές επιβαρύνσεις, όπως ασφαλιστικές εισφορές κλπ, δεν προαφαιρούνται, αλλά απλώς η σχετική δαπάνη συνεκτιμάται ως επιπλέον βιοτική ανάγκη (ΑΠ 680/2010, ΑΠ 471/2005), υπό την προϋπόθεση, ότι προβλήθηκε στο δικαστήριο της ουσίας σχετικός ισχυρισμός.
Εξάλλου, κατά το άρθρ. 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που ιδρύει τον προβλεπόμενο από τη διάταξη αυτή λόγο αναίρεσης, υπάρχει, όταν ο κανόνας δικαίου είτε ερμηνεύτηκε εσφαλμένα, δηλαδή το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σ’ αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε δεν εφαρμόσθηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, είτε εφαρμόσθηκε, ενώ αυτές δεν συνέτρεχαν ή εφαρμόσθηκε εσφαλμένα (Ολ ΑΠ 4/2005, 7/2006, 2/2013).
Συνεπώς, κατά τις παραπάνω διακρίσεις, η παράβαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που οδηγεί σε εσφαλμένο νομικό συλλογισμό και κατ’ επέκταση σε εσφαλμένη εφαρμογή του δικαίου, εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου είτε ως εσφαλμένη υπαγωγή σ’ αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης, που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού της απόφασης. Έτσι, με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης, ο οποίος για να είναι ορισμένος πρέπει να καθορίζονται στο αναιρετήριο τόσο η διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάσθηκε, όσο και το αποδιδόμενο στην προσβαλλόμενη απόφαση νομικό σφάλμα (ΑΠ 325/2004), ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής ή των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς (ΑΠ 1947/2006), οπότε πρέπει να παρατίθενται στο αναιρετήριο και οι αντίστοιχες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά και υπό τα οποία συντελέσθηκε η επικαλούμενη παράβαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου (ΟλΑΠ 20/2005). Η έλλειψη μείζονος πρότασης, η παράλειψη δηλαδή παράθεσης των διατάξεων στις οποίες βρίσκει έρεισμα το αγωγικό αίτημα, δεν αρκούν από μόνες τους για να ιδρύσουν το λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ, αν κατά τα λοιπά δεν συνέχονται με την ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου, αφού το διατακτικό της απόφασης δεν στηρίζεται στις νομικές αναλύσεις του δικαστηρίου, αλλά στις ουσιαστικές παραδοχές του, που διατυπώνονται στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού του. Οι διατάξεις που στηρίζουν το αγωγικό αίτημα αρκεί, έστω κι αν δεν μνημονεύονται στην προσβαλλόμενη απόφαση, να υφίστανται και να δικαιολογούν, βάσει των ουσιαστικών παραδοχών της, το διατακτικό της (ΑΠ 900/2011, ΑΠ 1724/2010).
Περαιτέρω κατά την έννοια του λόγου αναίρεσης από τον αριθμό 19 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και υπάρχει συνεπώς εκ πλαγίου παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για ζήτημα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα έτσι να μην μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε (ΟλΑΠ 1/1998, ΑΠ 2267/2013). Δηλαδή ο λόγος αυτός της αναίρεσης ιδρύεται μόνον όταν η πλημμέλεια αφορά παράβαση κανόνων ουσιαστικής φύσης και όχι δικονομικών διατάξεων, που ρυθμίζουν τη διαδικασία. Αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμα της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων που τείνει στη θεμελίωση ή στην κατάλυση του επίδικου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Αντίστοιχα, ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει, όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είτε είναι κατά το νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε στην ένδικη περίπτωση, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι δε και όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση αυτή εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (ΟλΑΠ 15/2006 ). Δηλαδή δεν υπάρχει ανεπάρκεια αιτιολογίας, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτική αλλά πλήρη αιτιολογία, αφού αναγκαίο να εκτίθεται σαφώς στην απόφαση είναι μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε και όχι ο λόγος για τον οποίο αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Συνακόλουθα, τα επιχειρήματα ή οι κρίσεις του δικαστηρίου, που σχετίζονται με την εκτίμηση απλώς των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές διαμορφωτικές του αποδεικτικού πορίσματός του και επομένως αιτιολογία της απόφασης ικανή να ελεγχθεί αναιρετικά με τον παραπάνω λόγο για ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα, ούτε ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, αν το δικαστήριο της ουσίας δεν ανέλυσε ιδιαιτέρως ή διεξοδικά τα επιχειρήματα των διαδίκων που δεν συνιστούν αυτοτελείς ισχυρισμούς τους (ΑΠ 1266/2011).
Εξάλλου λόγος αναίρεσης που ερείδεται σε εσφαλμένη (ή αναληθή) προϋπόθεση, περίπτωση η οποία συντρέχει όταν με αυτόν υποστηρίζεται ότι η προσβαλλομένη απόφαση δέχθηκε ή δεν δέχθηκε κάτι, ενώ από τον έλεγχο αυτής στο πλαίσιο εφαρμογής του άρθρου 561 παρ.2 του ΚΠολΔ προκύπτει το αντίθετο, απορρίπτεται ως απαράδεκτος (ΑΠ 58/2018). Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας των πραγματικών περιστατικών, εφόσον δεν παραβιάστηκαν με αυτά κανόνες ουσιαστικού δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί ή εφόσον η εκτίμησή τους δεν ιδρύει λόγους αναιρέσεως από τους αριθμούς 19 και 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι από τον Άρειο Πάγο ανέλεγκτη, ο δε αντίστοιχος λόγος αναιρέσεως, εκ του περιεχομένου του οποίου προκύπτει ότι δεν συντρέχει κάποια από τις προαναφερθείσες εξαιρετικές περιπτώσεις, απορρίπτεται ως απαράδεκτος, εφόσον πλέον πλήττεται η ουσία της υποθέσεως, που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο( ΑΠ 1445/2017, ΑΠ 1022/2017).
Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή, κατ’ άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, προκύπτει, ότι το Εφετείο δέχτηκε τα ακόλουθα:
«| Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος πατέρας του ανήλικου είναι δικηγόρος Αθηνών, ειδικευόμενος στο περιβαλλοντικό δίκαιο, με σημαντική διεθνή δραστηριότητα στον χώρο αυτό. Διεξήγαγε περιβαλλοντικές έρευνες στην Κρήτη, τις οποίες διέκοψε όμως για λόγους μετάβασής του στη Ν. Ζηλανδία, όπου και παρέμεινε από τις 30.01.2017 έως 12.06.2017 και από τις 30.06.2017 έως τις 31.07.2017. Κατά το ως άνω χρονικό διάστημα απουσίας του από την Ελλάδα, δεν προέκυψε ότι είχε υποχρέωση να δηλώσει τα εισοδήματά του στην ελληνική φορολογική αρχή. Στο παρελθόν είχε μεταφέρει από το Ηνωμένο Βασίλειο το ποσό των 41.200 ευρώ, με το οποίο αγόρασε το 1/4 του επί του δευτέρου ορόφου κειμένου γραφείου εκ του όλου συγκροτήματος δικηγορικού γραφείου της οικογένειάς του. Για το ανωτέρω ποσοστό εξ αδιαίρετου ο πατέρας και ο αδελφός του καταβάλουν μίσθωμα ποσού 115 ευρώ μηνιαίως (βλ. το από 01.10.2011 ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης). Έχει τα ακόλουθα ακίνητα στην πλήρη κυριότητά του:
(α) σε ποσοστό 25% εξ αδιαιρέτου επί του άνω γραφείου στον δεύτερο όροφο, επί της οδού … αριθμ. … στην …, επιφάνειας 127 τ.μ.,
(β) δέκα μικρής έκτασης αγροτεμάχια, σε εκτός σχεδίου πόλεως εκτός οικισμού της Κοινότητας … της Δημοτικής Ενότητας … Κρήτης και
(γ) επί του 1/2 εξ αδιαιρέτου επί ενός αγροτικού ακινήτου στη θέση …, έκτασης 1.292 τ.μ.,
(δ) επί ενός αγροτικού ακινήτου στη θέση … στην … του δήμου … .
Επίσης έχει την ψιλή κυριότητα:
(α) σε ποσοστό 4/5 ενός διαμερίσματος του πρώτου ορόφου επί της οδού … αριθμ. … στην …, επιφάνειας 103 τ.μ. και
(β) σε ποσοστό 100% ενός αστικού ακινήτου στην … …, επιφάνειας 78,35 τ.μ. .
Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο ενάγων – εναγόμενος εργάζεται ως ανώτερος νομικός σύμβουλος στο δικηγορικό γραφείο με την επωνυμία «… Law Office» (…), με έδρα την … της Σαουδικής Αραβίας, ως δικηγόρος περί το Δίκαιο Ενέργειας και Περιβάλλοντος αυτού του γραφείου. Η ως άνω δικηγορική εταιρία είναι ένα από τα πιο ευηπόληπτα και φημισμένα γραφεία στην Σαουδική Αραβία. Προς επίρρωση του ισχυρισμού της, η ενάγουσα προσεκόμισε μετ’ επικλήσεως φωτογραφίες, προερχόμενες από αναρτήσεις στο διαδίκτυο, στον ιστότοπο του προαναφερόμενου διεθνούς φήμης και εμβέλειας δικηγορικού γραφείου, όπου επιβεβαιώνεται η συνεργασία της δικηγορικής εταιρίας Α. με την … . Όσος χρόνος δε του απομένει απασχολείται στο προαναφερόμενο δικηγορικό γραφείο του πατέρα του. Προσεκόμισε δε αντίγραφο φορολογικής δήλωσης, φορολογικού έτους 2016, με αντίστοιχο εκκαθαριστικό σημείωμα καθώς και εκκαθαριστικό έτους φορολογικού 2017. Σύμφωνα με αυτά, τα ετήσια εισοδήματά του ανέρχονται στα ακόλουθα ποσά:
(α) το έτος 2016 ανέρχονται σε 9.630 ευρώ (κατά μήνα 802 ευρώ), ήτοι 1.380 ευρώ από την εκμίσθωση του επί της οδού … αριθμ. … ποσοστού του επί του γραφείου και 700 ευρώ από εκμίσθωση της επί της οδού … στο … κατοικίας και 7.500 ευρώ από άτυπη δωρεά του αδελφού του Α.-Α. Α.,
(β) το έτος 2017 ανέρχονται σε 10.380 ευρώ (μηνιαίως 865 ευρώ), ήτοι 1.380 ευρώ από εκμίσθωση του επί της οδού … αριθμ. … ποσοστού του επί του γραφείου και 4.200 ευρώ από εκμίσθωση της επί της οδού … στο … κατοικίας και 4.800 ευρώ από άτυπη δωρεά της μητέρας του Ι. Α..
Επίσης, αποδείχθηκε ότι ο πατέρας του δώρισε σε αυτόν το ποσό των 9.900 ευρώ για ανάλωση εξόδων διαβίωσης και για διατροφή του ανήλικου τέκνου του μέχρι 15.12.2016 (βλ. την υπ’ αριθμ. 1376/2016 δήλωση δωρεάς χρημάτων στην ΔΟΥ Ηλιούπολης). Πλην όμως, οι εν λόγω δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος του ενάγοντος ως ελεύθερου επαγγελματία, δεν έχουν ελεγχθεί ως προς τα δηλούμενα εισοδήματα από την άσκηση ελευθερίου επαγγέλματος και ως εκ τούτου δεν συνιστούν αψευδές δικαστικό τεκμήριο, και κατ’ επέκταση ασφαλές προσδιοριστικό κριτήριο για το ύψος των καθαρών μηνιαίων εισοδημάτων του από την πιο πάνω εργασία του, λαμβανομένου υπόψη σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 ΚΠολΔ) ότι η φορολογική δήλωση των ελεύθερων επαγγελματιών δεν απεικονίζει συχνά την πραγματική τους οικονομική κατάσταση. Σύμφωνα δε με την σαφή και κατηγορηματική κατάθεση του μάρτυρα Ν. Γ., συμμαθητή του ενάγοντος –εναγομένου, ο τελευταίος είναι εξέχουσα μορφή στο κεφάλαιο του περιβάλλοντος του πλανήτη.
Ενόψει δε των παραπάνω, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, εντός της οικονομικής κρίσης, οι μηνιαίες αποδοχές του πατέρα, που απουσίαζε κατά το προαναφερθέν χρονικό διάστημα στην αλλοδαπή, προσδιορίζονται στο ποσό των 4.000 ευρώ, μηνιαίως. Κατοικεί όπως προαναφέρθηκε σε ιδιόκτητη κατοικία στην … και ως εκ τούτου δεν βαρύνεται με δαπάνη καταβολής μισθώματος κατοικίας, ασφαλώς όμως βαρύνεται με τα λειτουργικά έξοδα της κατοικίας του. Διαθέτει ένα ΙΧΕ αυτοκίνητο, εργοστασίου κατασκευής AUDI A3 πολυτελούς κατασκευής 2.000 κκ. Άλλα εισοδήματα ή ακίνητη περιουσία δεν αποδείχθηκε ότι διαθέτει ο εναγόμενος, ο όποιος δεν βαρύνεται με υποχρέωση διατροφής άλλων προσώπων, πλην του ανήλικου τέκνου του.
Περαιτέρω, η ενάγουσα – εναγομένη μητέρα, η οποία είναι δικηγόρος, εργαζόταν ως νομικός σύμβουλος στον Όμιλο με τις ταξιδιωτικές εταιρίες με τις επωνυμίες «… ΑΕ» ΚΑΙ «… ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ» κατά το ένδικο χρονικό διάστημα από τις 20.07.2016 έως τις 19.07.2018. Είχε δε εισοδήματα ύψους το έτος 2016 27.482,85 ευρώ και 1.967,43 ευρώ μηνιαίως κατά μέσο όρο, το έτος 2017 21.762,30 ευρώ, ενώ το 18μηνο από το Β εξάμηνο του έτους 2016 έως 31.12.2017 συνολικά 35.413,73 ευρώ και 1.967,43 ευρώ μηνιαίως κατά μέσο όρο. Τα ίδια περίπου απεκόμισε τους πρώτους μήνες πλην όμως στις 31.03.2018 διέκοψε την συνεργασία της τόσο με την … ΑΕ όσο και με την … ΑΕ. Έχει δε στην πλήρη κυριότητά της μία διόροφη νεοκλασσική οικοδομή, επί των οδών … αριθμ. … στην …, αποτελουμένης από ισόγειο κατάστημα, επιφάνειας 80,46 τ.μ. και μίας κατοικίας στον πρώτο όροφο, ίδιας επιφάνειας, 80,46 τ.μ. Το ισόγειο κατάστημα το εκμισθώνει ως επαγγελματική στέγη στον Μ. Ρ., τα δε εισοδήματα από την εν λόγω μίσθωση ανέρχονται στο ποσό των 10.560 ευρώ κατά το έτος 2016, 2017 και 2018. Επίσης, έχει στην κυριότητά της ένα γραφείο στο … των Ιωαννίνων, (επαγγελματική της έδρα) κείμενο στον πρώτο όροφο οικοδομής επί της οδού … αριθμ. …, επιφάνειας 48 τμ., καθώς και το δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης χώρου στάθμευσης αυτοκινήτου, επιφάνειας 18 τμ στο υπόγειο της ως άνω οικοδομής. Για τα ανωτέρω ακίνητα υφίστανται στεγαστικά δάνεια της Τράπεζας Πειραιώς, ποσών αντιστοίχως 27.543 και 30.517 ευρώ, μηνιαίας δόσης ενός εκάστου 95 και 107 ευρώ, συνολικά δε 202 ευρώ. Οι προαναφερθείσες δε δαπάνες δεν προαφαιρούνται από το μηνιαίο εισόδημα της ενάγουσας, αλλά λαμβάνονται υπόψη ως στοιχεία προσδιοριστικά της αξίας της περιουσίας της, η οποία μειώνεται κατά τα οφειλόμενα ποσά. Επιπλέον, έχει ένα αγροτεμάχιο στον Δήμο … της …, κατά ποσοστό 2,34% εξ αδιαιρέτου, εκτάσεως όλου 20.776,80 τμ. Μισθώνει, όπως προαναφέρθηκε κατοικία στην οδό …, καταβάλλοντας μίσθωμα 500 ευρώ μηνιαίως, ενώ βαρύνεται με την καταβολή εξόδων συντήρησης και λειτουργίας αυτού, κατά το μέρος που της αναλογεί. Επίσης διαθέτει ένα ΙΧΕ αυτοκίνητο, μάρκας CITROEN PLUREL, και μάρκας LANCIA. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι για τη φύλαξη του τέκνου της κατά την διάρκεια της εργασίας της, ήτοι από τις 8:30 έως τις 16:00 το απόγευμα κατέβαλλε το ποσό 600 ευρώ σε μία κυρία. Μεταγενέστερα όμως, το ενέγραψε στον ιδιωτικό παιδικό σταθμό πλησίον της οικίας της, επί της οδού … αριθμ. … στην Αθήνα, με την επωνυμία …, στον οποίο καταβάλλει το ποσό των 325 ευρώ μηνιαίως, διότι όπως αποδείχθηκε δεν ήταν εφικτή η εγγραφή του ανηλίκου σε κρατικό παιδικό. Δεν προέκυψε ότι η μητέρα έχει άλλα εισοδήματα, οι δε λοιπές ανάγκες διαβίωσής της είναι αντίστοιχες ατόμων παρόμοιας ηλικίας με αυτήν, χωρίς να βαρύνεται με διατροφή άλλου προσώπου, πέραν του ως άνω ανηλίκου, για την ανατροφή του οποίου επιμελείται η ίδια και παρέχει σε αυτόν κάθε είδους εξυπηρέτηση και φροντίδες, που κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας συνδέονται με τη συνοίκηση και είναι αποτιμητές σε χρήμα.
Τα παραπάνω οικονομικά περιουσιακά και εν γένει κοινωνικά δεδομένα των διαδίκων, γονέων του ανηλίκου, σε συνδυασμό με τις απόλυτα απαραίτητες και ανελαστικές δαπάνες διατροφής και συντήρησής του, δίδουν το μέτρο των συνολικών εξόδων διαβιώσεώς του. Τα έξοδα αυτά, αναφερόμενα στην υπό στενή έννοια διατροφή, ένδυση, υπόδηση, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, ψυχαγωγία και λοιπά απρόβλεπτα εκ των προτέρων μικροέξοδα, υπολογίζονται στο ποσό των 550 ευρώ μηνιαία. Στο ποσό αυτό συνυπολογίζεται και η προσφορά της προσωπικής εργασίας και απασχόλησης της ενάγουσας για την περιποίηση και τη φροντίδα του, η οποία είναι αποτιμητή σε χρήμα, καθώς και η στέγαση, που του παρέχει. Από το παραπάνω ποσό ο διάδικος πατέρας του ανηλίκου μπορεί και πρέπει να καταβάλει το ποσό των 380 ευρώ μηνιαία, ενώ το υπόλοιπο ποσό των 170 ευρώ μηνιαία έχει τη δυνατότητα και πρέπει να καταβάλει η διάδικος μητέρα του, η οποία, με την παροχή αυτή και με τις προαναφερθείσες – αποτιμητές σε χρήμα – μητρικές φροντίδες και προσωπικές περιποιήσεις, συμμετέχει αναλογικά στην κάλυψη των εξόδων διαβιώσεως του ανηλίκου|».
Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Εφετείο, αφού απέρριψε την έφεση της αναιρεσίβλητης, με την οποία παραπονιόταν για τη μερική παραδοχή της αγωγής της σε σχέση με το αίτημά της με το οποίο ζητούσε την επιδίκαση διατροφής σε βάρος του αναιρεσείοντος για λογαριασμό του εκτός γάμου γεννηθέντος ανηλίκου τέκνου της, το οποίο αυτός έχει αναγνωρίσει εκουσίως (συγκεκριμένα ζητούσε όχι ολόκληρο το ποσό της απαιτούμενης για το ανήλικο διατροφής, αλλά μόνο το ποσό που αντιστοιχεί στην υποχρέωση συμμετοχής του) και δέχτηκε την έφεση αυτού κατά το μέρος που παραπονιόταν για τη μερική παραδοχή της άνω αγωγής της αναιρεσίβλητης, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση, που τον είχε υποχρεώσει να της καταβάλλει το ποσό των 540 ευρώ μηνιαίως και δικάζοντας την αγωγή, τη δέχτηκε εν μέρει και τον υποχρέωσε να της καταβάλλει το ποσό των 380 ευρώ μηνιαίως για το χρονικό διάστημα από 20.07.2016 έως 19.07.2018, ενώ δέχτηκε ότι κατά το υπόλοιπο ποσό των 170 ευρώ συμμετέχει η αναιρεσίβλητη. Έτσι που έκρινε το Εφετείο ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 1389, 1390, 1484, 1485, 1486 παρ. 2, 1487, 1489 παρ. 2 και 1493 του ΑΚ, τις οποίες δεν παραβίασε ευθέως, αφού οι προαναφερόμενες ουσιαστικές παραδοχές του πληρούσαν το πραγματικό τους και δικαιολογούσαν την εφαρμογή τους, ούτε στέρησε την προσβαλλόμενη απόφασή του νομίμου βάσεως, αφού διέλαβε σ’ αυτήν επαρκείς, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες ως προς τα κρίσιμα ζητήματα και συγκεκριμένα τόσο για τις οικονομικές δυνατότητες καθενός από τους γονείς του ανηλίκου τέκνου, όσο και για τις διατροφικές ανάγκες αυτού, αλλά και του ποσού με το οποίο αυτοί πρέπει να συμμετέχουν στη διατροφή του.
Ειδικότερα από το όλο περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει, ότι δέχτηκε:
(α) ότι ο αναιρεσείων είναι δικηγόρος με ειδίκευση στο περιβαλλοντικό δίκαιο, ότι, κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα (20.07.2016 έως 19.07.2018), αυτός διεξήγαγε περιβαλλοντικές έρευνες και ειδικότερα από 03.01.2017 μέχρι 12.06.2017 και από 30.06.2017 μέχρι 31.07.2017 στη Νέα Ζηλανδία, προσέφερε τις υπηρεσίες του ως ανώτερος νομικός σύμβουλος στο δικηγορικό γραφείο «… Law Office (…)» στη … της Σαουδικής Αραβίας για θέματα δικαίου ενέργειας και περιβάλλοντος και απασχολείτο και στο δικηγορικό γραφείο του πατέρα του (δικηγορική εταιρεία Α.) στην Αθήνα, και ότι από τις παραπάνω δραστηριότητες, αλλά και από μισθώματα ακινήτων τα μηνιαία εισοδήματά του (οι μηνιαίες αποδοχές του) ανέρχονται στο ποσό των 4.000,00 ευρώ.
(β) Ότι η αναιρεσίβλητη είναι δικηγόρος, ότι τα μηνιαία εισοδήματα της από τις υπηρεσίες της ως νομική σύμβουλος του Ομίλου των ταξιδιωτικών εταιρειών με την επωνυμία «… ΑΕ» και «… … ΑΝΩΝΥΜΗ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ», αλλά και από μισθώματα ακινήτων της, κατά το ίδιο χρονικό διάστημα ανέρχονται στο ποσό των 1.967,43 ευρώ.
(γ) Ότι οι διατροφικές ανάγκες του ανηλίκου, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες της ζωής του, σε συνδυασμό με την περιουσιακή κατάσταση των υπόχρεων γονέων του, περιλαμβάνουν έξοδα αρχικά για επιτήρησή του στην οικία της μητέρας του, κατά το χρόνο απουσίας αυτής στην εργασία της και σε μεταγενέστερο στάδιο για την εκπαίδευσή του σε ιδιωτικό παιδικό σταθμό, καθώς και έξοδα για διατροφή, ένδυση, υπόδηση, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, ψυχαγωγία και λοιπά απρόβλεπτα μικροέξοδα και ανέρχονται στο ποσό των 550,00 ευρώ μηνιαίως. Και
(δ) Ότι από το συνολικό αυτό ποσό ο αναιρεσείων πατέρας του είναι σε θέση, με βάση την προαναφερθείσα οικονομική του δυνατότητα και την προσωπική του κατάσταση, συσχετιζόμενη με την αντίστοιχη οικονομική δυνατότητα και την προσωπική κατάσταση της αναιρεσίβλητης μητέρας του, να καταβάλλει το ποσό των 380,00 ευρώ μηνιαίως και η αναιρεσίβλητη μητέρα του το υπόλοιπο ποσό των 170,00 ευρώ, το οποίο μπορεί να το καλύψει με τα εισοδήματά της, αλλά και με την προσφορά των προσωπικών της υπηρεσιών στην ανατροφή του και των λοιπών, συνδεόμενων, με τη συνοίκησή του, παροχών, όπως στέγαση κλπ.
Εντεύθεν, οι έβδομος, δωδέκατος και δέκατος τρίτος λόγοι της αιτήσεως αναιρέσεως από τους αριθ. 1 και 19, όπως εκτιμάται, με τις κατ’ ιδίαν αιτιάσεις των οποίων υποστηρίζονται τα αντίθετα είναι απορριπτέοι. Ειδικότερα:
(α) η αιτίαση ότι το Εφετείο δεν παρέθεσε και δεν μνημόνευσε τις διατάξεις στις οποίες θεμελίωσε την υποχρέωση του προς διατροφή του ανηλίκου τέκνου του, καθώς και τις λοιπές περιστάσεις προσδιορισμού του μέτρου αυτής, είναι απαράδεκτη, διότι η έλλειψη μείζονος πρότασης στην απόφαση δεν αρκεί από μόνη της για να ιδρύσει το λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ, αν κατά τα λοιπά δεν συνέχεται με την ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου, αφού το διατακτικό της απόφασης δεν στηρίζεται στις νομικές αναλύσεις του δικαστηρίου, αλλά στις ουσιαστικές παραδοχές του, που διατυπώνονται στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού του και οι οποίες, κατά τα προαναφερόμενα, δικαιολογούν την εφαρμογή των παραπάνω διατάξεων,
(β) οι αιτιάσεις ότι το Εφετείο δέχτηκε ότι είχε εισοδήματα από εργασία στην αλλοδαπή, τα οποία δεν είχε υποχρέωση να δηλώσει στην ελληνική φορολογική αρχή, ενώ η υποχρέωσή του αυτή προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 3 και 4 του ν. 4172/2013, ως φορολογικός κάτοικος Ελλάδας και ότι και στο παρελθόν είχε μεταφέρει από το Ηνωμένο Βασίλειο το ποσό των 41.200,00 ευρώ, ενώ η μεταφορά αυτή είχε γίνει στις 21.12.2010 και δεν μπορεί να αποτελέσει τεκμήριο για τις αποδοχές του σε σχέση με το ένδικο χρονικό διάστημα, είναι απαράδεκτες, διότι αφορούν όχι σε παραδοχές, αλλά σε επιχειρήματα του δικαστηρίου, προκειμένου να στηρίξει το αποδεικτικό του πόρισμα ότι τα μηνιαία εισοδήματά του ανέρχονταν κατά το ένδικο χρονικό διάστημα, όχι στα αναφερόμενα στις φορολογικές του δηλώσεις μικρότερα ποσά, αλλά σε 4.000,00 ευρώ και προέρχονταν και από εισοδήματα αποκτηθέντα στην αλλοδαπή (από διεξαγωγή περιβαλλοντικών ερευνών και από τις υπηρεσίες του ως ανώτερος νομικός σύμβουλος στο δικηγορικό γραφείο «… Law Office (…)» στη … της Σαουδικής Αραβίας για θέματα δικαίου ενέργειας και περιβάλλοντος),
(γ) οι αιτιάσεις ότι το Εφετείο με τις παραδοχές του, ότι τα μηνιαία εισοδήματά του ανέρχονταν στο ποσό των 4.000,00 ευρώ μηνιαίως και όχι στα αναφερόμενα στις φορολογικές του δηλώσεις και τα αντίστοιχα εκκαθαριστικά σημειώματα των ετών 2016 και 2017, από τα οποία προέκυπτε ότι τα ετήσια εισοδήματά του ανέρχονταν για το έτος 2016 στο ποσό των 9.360,00 ευρώ και για το έτος 2017 στο ποσό των 10.380,00 ευρώ, δεχόμενο, ότι αυτά δεν συνιστούν αψευδές δικαστικό τεκμήριο, διότι δεν έχουν ελεγχθεί, παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 5 παρ.2 περ. α, 14 παρ. 1 και 32 παρ.2 του ν. 4174/2013, διότι οι δηλώσεις αυτές, που είχαν υποβληθεί ηλεκτρονικά, κρίθηκαν ειλικρινείς, αφού πραγματοποιήθηκε εκκαθάριση, εκδόθηκαν οι πράξεις διοικητικού προσδιορισμού φόρου, που κοινοποιήθηκαν σ’ αυτόν και δεν κρίθηκε απαραίτητος ο επανέλεγχος των δικαιολογητικών, είναι αβάσιμη, διότι η προβλεπόμενη ρύθμιση ισχύει μεταξύ του αναιρεσείοντος και της φορολογικής αρχής και δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ισχύει ως προς το ύψος των εισοδημάτων του και έναντι του έχοντος αξίωση διατροφής ανηλίκου τέκνου του (σχ. ΑΠ 953/2015), σε κάθε δε περίπτωση οι αιτιάσεις αφορούν σε εκτίμηση πραγμάτων, η οποία δεν ελέγχεται αναιρετικά,
(δ) η αιτίαση, ότι η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι οι φορολογικές δηλώσεις των ελεύθερων επαγγελματιών «δεν απεικονίζουν συχνά» την πραγματική οικονομική κατάσταση αυτών, είναι ασαφής, διότι δεν εμπεριέχει πεποίθηση του δικαστηρίου σε σχέση με τα εισοδήματά του, είναι απαράδεκτη, διότι αναφέρεται σε επιχείρημα του δικαστηρίου, που δεν ελέγχεται αναιρετικά,
(ε) η αιτίαση, ότι το Εφετείο δέχτηκε ότι τα μηνιαία εισοδήματά του ανέρχονταν σε 4.000,00 ευρώ, μόνο για το χρονικό διάστημα από 30.01.2017 έως 30.06.2017, που βρισκόταν στα Νησιά του Νότιου Ειρηνικού, στη Νέα Ζηλανδία, χωρίς να παραθέσει αιτιολογίες σχετικές με την εργασία του και τα εισοδήματά του κατά το υπόλοιπο ένδικο χρονικό διάστημα (20.07.2016 έως 30.01.2017 και 31.07.2017 έως 19.07.2018), επίσης χωρίς να αναφέρει εάν τα εισοδήματά του στη Νέα Ζηλανδία ήταν από εξαρτημένη εργασία, περιβαλλοντικό έργο και ποιος ο εργοδότης του έργου, κατά το πρώτο σκέλος της, είναι απαράδεκτη, διότι ερείδεται επί εσφαλμένης προϋποθέσεως, αφού από τις παραδοχές της αποφάσεως, όπως έχουν αναφερθεί παραπάνω, προκύπτει, ότι το ποσό των 4.000,00 ευρώ αντιστοιχεί στα μηνιαία εισοδήματά του καθόλο το επίδικο χρονικό διάστημα, κατά δε το δεύτερο σκέλος της αβάσιμη, διότι δεν απαιτείτο η παράθεση των άνω στοιχείων για την επάρκεια των αιτιολογιών της απόφασης ως προς τον προσδιορισμό του ποσού του μηνιαίου εισοδήματος του αναιρεσείοντος κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, αφού αρκούσε η αναφορά στις δραστηριότητες αυτού και στο συνολικό μηνιαίο ποσό του εισοδήματός του από αυτές,
(στ) η αιτίαση, ότι δέχτηκε ότι εργαζόταν, κατά το χρόνο συζήτησης της αγωγής (04.06.2018), ως ανώτερος νομικός σύμβουλος στο δικηγορικό γραφείο με την επωνυμία «… Law Office» με έδρα την … στη Σαουδική Αραβία και στη συνέχεια αντιφατικά δέχτηκε, ότι εργαζόταν στο γραφείο αυτό ως δικηγόρος περί το δίκαιο ενέργειας και περιβάλλοντος και περαιτέρω παρέλειψε να αναφέρει, αν είχε συγκεκριμένες αποδοχές από το γραφείο αυτό, ποιό χρόνο εργαζόταν σ’ αυτό και ποιό στο γραφείο του πατέρα του, είναι κατά το πρώτο σκέλος της απαράδεκτη, διότι, ερείδεται επί εσφαλμένης προϋποθέσεως, αφού από τις παραδοχές της αποφάσεως, όπως έχουν αναφερθεί παραπάνω, προδήλως προκύπτει, ότι ο αναιρεσείων προσέφερε τις υπηρεσίες του ως ανώτερος νομικός σύμβουλος σε θέματα σχετικά με το δίκαιο ενέργειας και περιβάλλοντος, ενώ κατά το δεύτερο σκέλος της αβάσιμος, διότι δεν απαιτείτο η παράθεση των άνω στοιχείων για την επάρκεια των αιτιολογιών της απόφασης ως προς τον προσδιορισμό του ποσού του μηνιαίου εισοδήματος του αναιρεσείοντος κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, αφού αρκούσε η αναφορά στις δραστηριότητες αυτού και στο συνολικό ποσό του εισοδήματός του,
(ζ) η αιτίαση, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει ανεπαρκείς αιτιολογίες σχετικά με τις ανάγκες του ανηλίκου, όπως προκύπτουν από τις συνθήκες της ζωής του και εντεύθεν με το μέτρο της διατροφής που δικαιούται, καθόσον δεν προσδιορίζει κατά ποιο χρονικό διάστημα, εντός του επιδίκου χρόνου, η αναιρεσίβλητη κατέβαλε για τη φύλαξή του (ανηλίκου) το ποσό των 600,00 ευρώ μηνιαίως σε μία κυρία, της οποίας ούτε προσδιορίζει τα ατομικά στοιχεία, καθώς επίσης και κατά ποιο χρονικό διάστημα εγγράφηκε στον ιδιωτικό παιδικό σταθμό … και εάν παράλληλα υπήρχε ανάγκη φύλαξής του, επιπλέον δεν προσδιορίζει τα έξοδα συντήρησης και λειτουργίας της μίσθιας κατοικίας της αναιρεσίβλητης, τα οποία βαρύνουν το ανήλικο, είναι αβάσιμη, διότι δεν απαιτείτο η παράθεση των άνω στοιχείων για την επάρκεια των αιτιολογιών της απόφασης σχετικά με τις ανάγκες του ανηλίκου, όπως προκύπτουν από τις συνθήκες της ζωής του και εντεύθεν για τον προσδιορισμό του μέτρου της διατροφής που δικαιούται, δεδομένου, ότι αρκεί η αναφορά του συνολικού ποσού της δαπάνης που αποτελεί την ανάλογη διατροφή του, χωρίς να απαιτείται ο προσδιορισμός του απαιτούμενου για την κάλυψη κάθε επιμέρους ανάγκης του, που προκύπτει από τις συνθήκες της ζωής του, χρηματικού ποσού,
(η) οι αιτιάσεις, ότι αντιφατικά δέχεται ότι οι αποδοχές της αναιρεσίβλητης ολόκληρο το έτος 2016 ανέρχονταν σε 1.967,00 ευρώ μηνιαίως κατά μέσο όρο και ολόκληρο το έτος 2017 σε (21.762,30 ÷ 12 = ) 1.815, 50 ευρώ μηνιαίως, ενώ ταυτόχρονα δέχεται, ότι το 18μηνο από το β’ εξάμηνο του έτους 2016 έως 31.12.2017 ανέρχονταν σε 1.967,43 ευρώ μηνιαίως και περαιτέρω περιέχει ανεπαρκείς αιτιολογίες σε σχέση με τα εισοδήματά της από 31.03.2018, που αναφέρεται ότι διέκοψε την εργασία της μέχρι πέρατος του ενδίκου χρόνου (19.07.2018), αφού παραλείπει να αναφέρει ποια ήταν αυτά, είναι αβάσιμες, διότι από τις παραδοχές της απόφασης προδήλως προκύπτει, ότι το Εφετείο δέχτηκε, χωρίς αντιφάσεις, ότι τα συνολικά εισοδήματα της αναιρεσίβλητης κατά το 18μηνο από 20.07.2016 μέχρι 31.12.2017 ήταν 35.413,73 ευρώ και μηνιαίως κατά μέσο όρο 1.967,43 ευρώ [13.741,43 εισοδήματα β’εξαμήνου 2016 (= 27.482,86 εισοδήματα 2016 ÷ 2) + 21.672,30 εισοδήματα 2017 (=35.413,73 ÷ 18)] και ότι στο ίδιο ποσό ανέρχονταν τα μηνιαία εισοδήματά της και κατά τους πρώτους μήνες του 2018 και εξ αυτού παρέπεται και μέχρι 19.07.2018,
(θ) η αιτίαση ότι περιέχει ανεπαρκείς αιτιολογίες και ως προς τα δικά του εισοδήματα, διότι παραθέτει αυτά μόνον κατά το διάστημα από 30.01.2017 έως και 12.06.2017 και δεν αναφέρει ποια ήταν αυτά κατά το υπόλοιπο ένδικο χρονικό διάστημα και επιπλέον δεν προκύπτει εάν υπολόγισε αυτά καθαρά ή ακαθάριστα, δηλαδή μετά την αφαίρεση φόρων, κρατήσεων κλπ επιβαρύνσεων, σε κάθε περίπτωση έμμεσα προκύπτει ότι προσδιόρισε αυτά ακαθάριστα από την παραδοχή του, ότι δεν υποχρεούται σε δήλωση φορολογίας εισοδήματος, είναι προεχόντως απαράδεκτη, διότι, κατά το πρώτο σκέλος της, ερείδεται επί εσφαλμένης προϋποθέσεως, αφού από τις παραδοχές της αποφάσεως, όπως έχουν αναφερθεί παραπάνω, προκύπτει, ότι το ποσό των 4.000,00 ευρώ αντιστοιχεί στα μηνιαία εισοδήματά του καθόλο το επίδικο χρονικό διάστημα, κατά δε το δεύτερο σκέλος της, διότι για τον υπολογισμό των εισοδημάτων του υποχρέου διατροφής, η δαπάνη για το φόρο εισοδήματος και τις λοιπές επιβαρύνσεις, δεν προαφαιρείται, αλλά απλώς η σχετική δαπάνη συνεκτιμάται ως επιπλέον βιοτική ανάγκη, υπό την προϋπόθεση, ότι προβλήθηκε στο δικαστήριο της ουσίας σχετικός ισχυρισμός, περιστατικά τα οποία δεν επικαλείται ο αναιρεσείων (άρθρο 562 παρ. 2 ΚΠολΔ),
(ι) η αιτίαση, ότι ενώ τα εισοδήματα της αναιρεσίβλητης τα υπολόγισε καθαρά, όπως προέκυπταν από τις φορολογικές της δηλώσεις των ετών 2016 και 2017, χωρίς επιπλέον να δεχθεί ότι οι δηλώσεις της δεν συνιστούν αψευδές δικαστικό τεκμήριο, επειδή δεν ελέγχθηκαν και ότι δεν απεικονίζουν την πραγματική οικονομική της κατάσταση, όπως έκρινε για τα δικά του εισοδήματα, όπως προέκυπταν από τις φορολογικές του δηλώσεις, παραβιάζοντας έτσι το άρθρο 4 του Συντάγματος και το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, περί ίσης μεταχείρισης των διαδίκων, είναι απαράδεκτη, διότι υπό την επίκληση της πλημμέλειας από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, τελικά πλήττει την ουσία της υποθέσεως, που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο• σε κάθε δε περίπτωση, εάν ήθελε εκτιμηθεί ότι με το λόγο αυτό προβάλλεται αιτίαση από τον αριθ. 12 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, διότι το Εφετείο εκτίμησε διαφορετικά τις φορολογικές δηλώσεις αυτού και της αναιρεσίβλητης ως προς την ειλικρίνειά τους, σε σχέση με τα προκύπτοντα από αυτές εισοδήματά τους, είναι και πάλι απαράδεκτος, καθόσον, ο λόγος αυτός ιδρύεται μόνον αν το δικαστήριο προσέδωσε σε αποδεικτικό μέσο αυξημένη αποδεικτική δύναμη, που δεν την είχε κατά νόμο, γεγονός, άλλωστε, το οποίο δεν επικαλείται ο αναιρεσείων, και όχι αν έκρινε περισσότερο ή λιγότερο αξιόπιστο ένα από τα πολλά ισοδύναμα κατά νόμον αποδεικτικά μέσα (ΑΠ 540/2006) και
(ια) η αιτίαση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει αντιφατικές αιτιολογίες, διότι ενώ δέχεται ότι τα συνολικά έξοδα του ανηλίκου ανέρχονται μηνιαίως σε 550,00 ευρώ και στο ποσό αυτό υπολόγισε και την προσφορά της προσωπικής εργασίας και απασχόλησης της αναιρεσίβλητης, που είναι αποτιμητή σε χρήμα, καθώς και τη στέγαση που του παρέχει, στη συνέχεια έκρινε, ότι αυτός έπρεπε να καταβάλλει 380,00 ευρώ, ενώ με την παραδοχή, ότι η αναιρεσίβλητη με την προσφορά εργασίας, περιποίησης και οίκησης εξαντλεί το ποσό των 550,00 ευρώ δεν μένει ποσό για τη δική του συμμετοχή, άλλως η αιτιολογία αυτή είναι ασαφής, διότι δεν διευκρινίζονται στοιχεία καθοριστικά για τη διατροφή του ανηλίκου και τη συμμετοχή του σ’ αυτή, είναι αβάσιμη, διότι οι παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης σε σχέση με τα παραπάνω ζητήματα δεν είναι αντιφατικές ούτε ασαφείς.
[V] Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 11 περ γ’ του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα, που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. Ο λόγος αυτός αναίρεσης ιδρύεται, όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν έλαβε υπόψη του υποστατά και αναλόγως έγκυρα αποδεικτικά μέσα που παραδεκτά επικαλέστηκε ο αναιρεσείων και νόμιμα προσκόμισε ο ίδιος ή οποιοδήποτε από τους λοιπούς διαδίκους (ΑΠ 70/2008, ΑΠ 222/2008), προς άμεση ή έμμεση απόδειξη ή ανταπόδειξη κρίσιμων γεγονότων ή λυσιτελών ισχυρισμών, δηλαδή νόμιμων ισχυρισμών, που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, διαμορφώνοντας το διατακτικό της απόφασης (ΟλΑΠ 42/2002, ΑΠ 953/2005), το οποίο θα ήταν διαφορετικό χωρίς τη σχετική παράλειψη (ΑΠ 1874/2008), εφόσον βέβαια προτάθηκαν παραδεκτά στο δικαστήριο της ουσίας (πρωτοβάθμιο ή δευτεροβάθμιο). Ωστόσο, στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι ανάγκη να γίνεται ειδική μνεία και χωριστή αξιολόγηση κάθε αποδεικτικού μέσου, αρκεί να γίνεται αδίστακτα βέβαιο από το όλο περιεχόμενο της απόφασης ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα, που επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, έστω και αν στην απόφαση έχει γίνει ιδιαίτερη αναφορά σε ορισμένα μόνο από τα αποδεικτικά μέσα, επειδή θεωρήθηκαν μεγαλύτερης σημασίας κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου (ΑΠ 22/2005, ΑΠ 1072-1073/2005, ΑΠ 798/2010). Έτσι, ο ανωτέρω λόγος απορρίπτεται ως κατ` ουσία αβάσιμος, αν αποδεικνύεται από την απόφαση, ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία προσκομίστηκαν και των οποίων έγινε επίκληση, αρκεί δε προς τούτο η γενική αναφορά του είδους του αποδεικτικού μέσου (μάρτυρες, έγγραφα κλπ.), χωρίς ανάγκη ειδικής αξιολόγησης καθενός και χωρίς διάκριση από ποια αποδεικτικά μέσα προκύπτει άμεση και από ποια έμμεση απόδειξη. Μη λήψη υπόψη, πάντως δεν συνάγεται από μόνο το γεγονός ότι μνημονεύονται στην απόφαση ορισμένα μόνο από τα προσκομισθέντα με επίκληση αποδεικτικά μέσα, όχι όμως και τα επίδικα (ΑΠ 1573/2006, ΑΠ 455/2014, ΑΠ 1072/2005). Εξάλλου, για να είναι ορισμένος ο λόγος αυτός αναίρεσης για μη λήψη υπόψη αποδεικτικών μέσων, που προσκομίστηκαν με επίκληση, πρέπει να εξειδικεύονται στο αναιρετήριο αυτά, να προσδιορίζεται το περιεχόμενό τους και το παραδεκτό της προσαγωγής τους, να αναφέρεται ότι έγινε επίκληση και προσκομιδή τους και να καθορίζεται ο συγκεκριμένος ουσιώδης ισχυρισμός, το βάσιμο ή αβάσιμο του οποίου θα αποδεικνύονταν με τα εν λόγω αποδεικτικά μέσα και οι λόγοι για τους οποίους ο ισχυρισμός αυτός ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης ( ΑΠ 393/2018, ΑΠ 58/2008), έτσι ώστε να μπορεί να επηρεάσει αποφασιστικά το συμπέρασμα του δικανικού συλλογισμού, αν είχε ληφθεί υπόψη (ΑΠ 95/2005, ΑΠ 331/2004).
Στην προκειμένη περίπτωση, με τον όγδοο λόγο της αναιρέσεως ο αναιρεσείων προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την αιτίαση από τον αριθ. 11 γ του άρθρου 559 ΚΠολΔ, για το λόγο ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τα πιο κάτω έγγραφα, που αυτός επικαλέστηκε και προσκόμισε ενώπιον του και συγκεκριμένα:
(α) τις φορολογικές δηλώσεις της αναιρεσίβλητης των ετών 2015 και 2016 και τα επ’αυτών εκκαθαριστικά σημειώματα, από τα οποία προκύπτει ότι αυτή έχει κατά ποσοστό κυριότητας 19% μια έπαυλη με πισίνα στην …,
(β) την 43525 … του Υποθηκοφυλακείου … … …, από την οποία προκύπτει ότι αυτός δεν έχει στην κυριότητά του το 1/2 του αγροτικού ακινήτου στη θέση … … και
(γ) τις φορολογικές δηλώσεις του των ετών 2016 και 2017, από τις οποίες προκύπτει ότι δεν είχε ΙΧΕ αυτοκίνητο, με αποτέλεσμα η οικονομική κατάσταση της αναιρεσίβλητης να είναι αυξημένη σε σχέση με αυτή που δέχτηκε το Εφετείο, ενώ η δική του μειωμένη και έτσι να διαμορφώνονται οικονομικές δυνατότητες για μεγαλύτερη και μικρότερη συμμετοχή αντίστοιχα στην οφειλόμενη για το ανήλικο διατροφή.
Ο λόγος αυτός της αναίρεσης, ανεξαρτήτως ότι από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, όπου αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα, που είχαν προσκομισθεί με επίκληση από τους διαδίκους, σε συνδυασμό με το όλο περιεχόμενο της, όπως έχει αναφερθεί παραπάνω, δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε με τις λοιπές αποδείξεις, για τη διαμόρφωση του αποδεικτικού του πορίσματος και τα έγγραφα αυτά, αλλά κατέληξε σε άλλο αποτέλεσμα από αυτό που υποστηρίζει ο αναιρεσείων, χωρίς να είναι υποχρεωμένο να δικαιολογήσει την αντίθετη προς τις απόψεις αυτού κρίση του, είναι απαράδεκτος, διότι το γεγονός ότι οι παραδοχές του είναι αντίθετες προς τις απόψεις του αναιρεσείοντος, αποτελεί, σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ, αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του Εφετείου και σε κάθε περίπτωση, διότι σ’ αυτόν δεν αναφέρονται οι λόγοι για τους οποίους ο επικαλούμενος ισχυρισμός του αναιρεσείοντος σε σχέση με την οικονομική δυνατότητα αυτού και της αναιρεσίβλητης, που προκύπτει, κατά τους ισχυρισμούς του, από τα άνω έγγραφα ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, με την έννοια ότι θα μπορούσαν να επηρεάσουν αποφασιστικά το συμπέρασμα του δικανικού συλλογισμού της προσβαλλόμενης απόφασης σε σχέση με τον προσδιορισμό του ποσού της συμμετοχής καθενός στη διατροφή του ανηλίκου.
[VI] Κατά το άρθρο 559 αριθμ. 11 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται, και αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που ο νόμος δεν επιτρέπει ή παρά το νόμο έλαβε υπόψη αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. Ειδικότερα, ο λόγος ιδρύεται και αν το δικαστήριο λάβει υπόψη του ιδιωτικό έγγραφο, του οποίου ο αντίδικος του προσκομίσαντος είχε αμφισβητήσει τη γνησιότητά του (ΑΠ 646/2009). Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 339, 432 και 444 αριθ. 3 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι νόμιμα αποδεικτικά μέσα είναι και οι εξομοιούμενες με ιδιωτικά έγγραφα φωτογραφίες στην έννοια των οποίων περιλαμβάνεται κάθε υλική αποτύπωση οπτικών εικόνων με μηχανικά μέσα, από τις οποίες μπορούν να συναχθούν περαιτέρω δικαστικά τεκμήρια (ΑΠ 155/2004). Από τις διατάξεις των άρθρων 118 αρ.4, 566 παρ. 1, 577 παρ. 3 και 559 αρ.11 περ. α’ του ΚΠολΔ συνάγεται ότι για να είναι ορισμένος και άρα παραδεκτός ο από την τελευταία ως άνω διάταξη λόγος αναιρέσεως για την από το δικαστήριο της ουσίας λήψη υπόψη αποδεικτικών μέσων που ο νόμος δεν επιτρέπει, πρέπει ο αναιρεσείων όχι μόνο να προσδιορίσει στο λόγο αναιρέσεως το αποδεικτικό μέσο που παρανόμως λήφθηκε υπόψη και τον ισχυρισμό προς απόδειξη του οποίου λήφθηκε υπόψη, αλλά επιπλέον να ισχυριστεί ότι επικαλέστηκε στο δικαστήριο της ουσίας κατά τρόπο νόμιμο τα περιστατικά που υποχρέωναν κατά νόμο το δικαστήριο να μη λάβει υπόψη του το αποδεικτικό αυτό μέσο, εκτός αν συντρέχει κάποια από τις εξαιρέσεις του άρθρου 562 παρ. 2 ΚΠολΔ (ΑΠ 1584/2007). Εξάλλου, κατά το άρθρο 457 παρ. 4 ΚΠολΔ, στις φωτογραφικές ή κινηματογραφικές αναπαραστάσεις, φωνοληψίες και κάθε άλλη μηχανική απεικόνιση, τη γνησιότητά τους, ότι δηλαδή αποτελούν γνήσια αναπαράσταση της πραγματικότητας, εφόσον αμφισβητείται, οφείλει να την αποδείξει εκείνος που τις επικαλείται και τις προσάγει (ΑΠ 1286/2003). Αν δε, από τον αντίδικο εκείνου που προσκόμισε ιδιωτικό έγγραφο, αμφισβητηθεί η γνησιότητά του, το δικαστήριο δεν επιτρέπεται να εκτιμήσει μόνο ή με άλλες αποδείξεις προς μόρφωση της πεποιθήσεώς του για το κατ’ ουσίαν βάσιμο της αγωγής ή των ενστάσεων, αν προηγουμένως δεν κρίνει και απορρίψει ως αβάσιμο τον περί μη γνησιότητας του εγγράφου ισχυρισμό, ο οποίος αποτελεί νόμιμη δικονομική ένσταση, δηλαδή «πράγμα», η μη λήψη υπόψη του οποίου ιδρύει τον αναιρετικό λόγο, από το άρθρο 559 αριθμ. 8 ΚΠολΔ (ΑΠ 1708/2014, ΑΠ 72/2008, ΑΠ 380/2002). Η άρνηση όμως της γνησιότητας του ιδιωτικού εγγράφου πρέπει να είναι ρητή, σαφής και ειδική και να γίνει κατ’ αυτή τη συζήτηση κατά την οποία προσκομίζεται το έγγραφο (ΑΠ 1584/2007).
Στην προκείμενη περίπτωση με τον ένατο λόγο της αναιρέσεως και με τον τρίτο πρόσθετο λόγο αυτής ο αναιρεσείων αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση, όπως εκτιμώνται, την πλημμέλεια από τους αρθμ. 8 και 11α του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αιτιώμενος, ότι το Εφετείο, προκειμένου να δεχθεί ότι εργάζεται στο δικηγορικό γραφείο «… Law Office (…)» στη … της Σαουδικής Αραβίας, έλαβε υπόψη τις φωτογραφίες που προσκόμισε και επικαλέστηκε η αναιρεσίβλητη, που προέρχονται από αναρτήσεις στο διαδίκτυο, των οποίων αυτός αμφισβήτησε την γνησιότητα και επίσης δεν έλαβε υπόψη τον προταθέντα ισχυρισμό του περί αμφισβήτησης του περιεχομένου των εν λόγω φωτογραφιών. Οι λόγοι αυτοί είναι προεχόντως απαράδεκτοι, διότι ο αναιρεσείων δεν εκθέτει στην αναίρεση και στον πρόσθετο αυτής λόγο τα περιστατικά, που επικαλέστηκε στο δικαστήριο της ουσίας, που υποχρέωναν κατά νόμο το δικαστήριο να μη λάβει υπόψη του το αποδεικτικό αυτό μέσο, μη αρκούντος για το ορισμένο των άνω λόγων αναίρεσης του ισχυρισμού του ότι αρνήθηκε και αμφισβήτησε την γνησιότητά τους ενώπιον των δικαστηρίων της ουσίας, αφού δεν αναφέρει τι εννοεί ως μη γνησιότητα αυτών και ειδικότερα εάν αφορά στα κείμενα που τις συνόδευαν ή στις απεικονίσεις πχ. πρόσωπα που απεικόνιζαν ή και στα δύο. Σε κάθε όμως περίπτωση, ο λόγος αυτός είναι και αβάσιμος, διότι, έστω και αν η προσβαλλόμενη απόφαση δεν έκρινε με ειδική σκέψη τον άνω ισχυρισμό, από το όλο περιεχόμενό της προκύπτει ότι έκρινε σύννομη την προσαγωγή των φωτογραφιών αυτών και τις απεικονίσεις τους, αφού δέχτηκε, ότι από αυτές επιβεβαιώνεται η συνεργασία του δικηγορικού γραφείου Α. (στο οποίο, σημειωτέον, δέχεται ότι εργάζεται ο αναιρεσείων) με το άνω αλλοδαπό δικηγορικό γραφείο.
[VII] Περαιτέρω, κατά το άρθρο 559 αριθ. 8 του ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης και όταν το δικαστήριο, παρά το νόμο, έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Πράγματα, κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως, είναι και οι λόγοι της εφέσεως που περιέχουν παράπονα κατά της πρωτοβάθμιας κρίσης και, συνεπώς, η παραδοχή από το Εφετείο ανύπαρκτου λόγου εφέσεως ή η επανάκριση κεφαλαίου της αποφάσεως έξω από τα όρια της εφέσεως συνιστούν πλημμέλειες που εμπίπτουν στον προβλεπόμενο από την ανωτέρω διάταξη λόγο αναιρέσεως (ΟλΑΠ 22/2005).
Στην προκειμένη περίπτωση με τον δέκατο λόγο της αναιρέσεως ο αναιρεσείων αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, αιτιώμενος ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη λόγο εφέσεως, που δεν προτάθηκε από την αναιρεσίβλητη και ειδικότερα δέχτηκε ότι είχε εισοδήματα από περιβαλλοντικές έρευνες στη Νέα Ζηλανδία, από προσφορά υπηρεσιών ως ανώτερος νομικός σύμβουλος στο δικηγορικό γραφείο «… Law Office (…)» στη … της Σαουδικής Αραβίας για θέματα δικαίου ενέργειας, αλλά και ως δικηγόρος στο δικηγορικό γραφείο του πατέρα του στην Αθήνα, αν και η αναιρεσίβλητη δεν προσέβαλε το κεφάλαιο αυτό της αγωγής της, που είχε απορριφθεί σιγή από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δεδομένου ότι είχε δεχθεί αορίστως ότι είχε μηνιαία εισοδήματα 3.000,00 ευρώ, χωρίς προσδιορισμό των πηγών τους. Από την παραδεκτή όμως επισκόπηση του δικογράφου της από 25.10.2018 εφέσεως της αναιρεσίβλητης προκύπτει ότι με τον πρώτο λόγο αυτής παραπονείτο για κακή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ως προς τις δραστηριότητες, που είχε στην αλλοδαπή ο αναιρεσείων, καθώς και ως προς τον προσδιορισμό των μηνιαίων εισοδημάτων του στο ποσό των 3.000,00 ευρώ, αντί του αναφερομένου στην αγωγή της των 6.000,00 ευρώ («έσφαλε όθεν η εκκαλουμένη απόφασις ως προς την εκτίμησιν των προαναφερομένων, εργασίες και ύψος μηνιαίων αμοιβών του εφεσιβλήτου”). Κατόπιν τούτου, αφού προτάθηκε ο ως άνω λόγος εφέσεως, ορθώς το Εφετείο έκρινε ότι ο αναιρεσείων είχε κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα εισοδήματα από περιβαλλοντικές έρευνες στη Νέα Ζηλανδία, από προσφορά υπηρεσιών ως ανώτερος νομικός σύμβουλος στο δικηγορικό γραφείο «… Law Office (…)» στη … της Σαουδικής Αραβίας για θέματα δικαίου ενέργειας και περιβάλλοντος και ως απασχολούμενος στο δικηγορικό γραφείο του πατέρα του στην Αθήνα και προσδιόρισε αυτά στο ποσό των 4.000,00 ευρώ μηνιαίως, αντί των 3.000,00 ευρώ μηνιαίως, που είχε δεχθεί το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Επομένως, ο παραπάνω λόγος της αναιρέσεως, με τον οποίο ο αναιρεσείων υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι αβάσιμος.
[VIII] Από τη διάταξη του άρθρου 699 ΚΠολΔ, σύμφωνα με την οποία αποφάσεις που δέχονται ή απορρίπτουν αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων ή αιτήσεις για ανάκληση ή για μεταρρύθμιση των μέτρων αυτών, δεν προσβάλλονται με κανένα ένδικο μέσο, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά, προκύπτει ότι δεν υπόκεινται σε κανένα ένδικο μέσο και συνεπώς και στο ένδικο μέσο της εφέσεως οι αποφάσεις που εκδίδονται επί διαφορών που αφορούν ασφαλιστικά μέτρα κατά την έννοια του άρθρου 682 ΚΠολΔ, όπως είναι τα προβλεπόμενα από τα άρθρα 704 – 738 ΚΠολΔ, ακόμη δε και επί διαφορών που έχουν ως αντικείμενο τη λήψη μέτρων ρυθμιστικών καταστάσεως, τα οποία εξομοιώνονται προς ασφαλιστικά μέτρα (ΟλΑΠ 754/86, ΑΠ 298/2003).
Εξάλλου, κατά το άρθρο 559 ΚΠολΔ αριθ. 9 επιτρέπεται αναίρεση και στις περιπτώσεις που το δικαστήριο, το οποίο εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση: (α) επιδίκασε κάτι που δεν ζητήθηκε ή (β) επιδίκασε περισσότερα από όσα ζητήθηκαν ή (γ) άφησε αίτηση αδίκαστη. Για να είναι ορισμένος ο παρών λόγος πρέπει ν’ αναφέρεται στο αναιρετήριο αφενός ότι τόσο στο αιτιολογικό όσο και στο διατακτικό της απόφασης δεν γίνεται οποιαδήποτε μνεία, δηλαδή υπάρχει σιωπή του δικαστηρίου αναφορικά με την αίτηση που αναφέρεται ότι αφέθηκε αδίκαστη και αφετέρου το περιεχόμενο της αίτησης (κεφαλαίου) που υποβλήθηκε στο δικαστήριο, ώστε να μπορεί να διαπιστωθεί αν η αίτηση αυτή ήταν νόμιμη και ουσιώδης (ΑΠ 873/2019, ΑΠ 1750/2013, ΑΠ 651/2009).
Στην προκείμενη περίπτωση, με τον ενδέκατο λόγο της αναιρέσεως, κατά το πρώτο σκέλος του, ο αναιρεσείων αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αιτιώμενος, ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τον λόγο της εφέσεώς του, με τον οποίο ζήτησε για λόγους νομικούς και πραγματικούς την ανάκληση των υπ’ αριθμ. 6187/2017 και 2924/2016 αποφάσεων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκαν κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, με τις οποίες αντιστοίχως ρυθμίστηκε το δικαίωμα επικοινωνίας του με το ανήλικο τέκνο του και επιδικάστηκε σε βάρος του προσωρινή διατροφή γι’ αυτό (ανήλικο τέκνο) και τις οποίες διατήρησε εσφαλμένα η υπ’ αριθ. 585/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών που εκδόθηκε επί της κύριας αγωγής. Ο λόγος αυτός, κατά το ως άνω σκέλος του και υπό το προαναφερόμενο περιεχόμενο, είναι απαράδεκτος, διότι, κατά τα προεκτεθέντα, πρόκειται για αποφάσεις ασφαλιστικών μέτρων που δεν προσβάλλονται με το ένδικο μέσο της εφέσεως και συνεπώς ορθώς το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τον άνω λόγο της εφέσεώς του. Εάν δε ήθελε εκτιμηθεί, ότι ο αναιρεσείων με το λόγο αυτό προβάλλει πλημμέλεια από τον αριθ. 9 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, διότι, ενώ υπέβαλε ενώπιον του Εφετείου, όπου εκκρεμούσε η κύρια υπόθεση, αίτηση ανάκλησης των άνω αποφάσεων ασφαλιστικών μέτρων, αυτό άφησε αδίκαστη την αίτηση αυτή, ο λόγος αυτός και πάλι είναι απαράδεκτος, διότι δεν αναφέρεται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο το περιεχόμενο της αίτησης αυτής και ειδικότερα ποια είναι τα νομικά και πραγματικά σφάλματα, εξαιτίας των οποίων δεν ήταν δικαιολογημένη πλέον η συνέχιση των ασφαλιστικών μέτρων, που έχουν διαταχθεί με τις άνω αποφάσεις ή εάν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις άλλου λόγου ανάκλησης των αποφάσεων αυτών, ώστε να μπορεί να διαπιστωθεί, εάν αυτή ήταν παραδεκτή και νόμιμη και εάν εντεύθεν το Εφετείο ήταν υποχρεωμένο ή όχι να απαντήσει, λαμβανομένου επιπλέον υπόψη, ότι, σύμφωνα με το άρθρο 730 παρ. 1 ΚΠολΔ, με τη δημοσίευση οριστικής αποφάσεως που δέχεται κατ’ ουσίαν την αγωγή για την κύρια υπόθεση, παύει αυτοδικαίως να ισχύει η απόφαση περί προσωρινής επιδικάσεως της απαιτήσεως, γι’ αυτό και η αίτηση για ανάκληση απόφασης περί επιδικάσεως προσωρινής διατροφής με τη δημοσίευση οριστικής απόφασης επί της κύριας αγωγής στερείται αντικειμένου και είναι απορριπτέα.
[IX] Η διατροφή των τέκνων χαρακτηρίζεται, από τα άρθρα 1390 εδ.α και 1489 παρ. 2 ΑΚ ως υποχρέωση των γονέων και είναι ανάλογη με τις δυνάμεις τους. Ο γονέας που ενάγεται για την παροχή διατροφής στο ανήλικο τέκνο του δεν μπορεί να προβάλει την, από το άρθρο 1487 παρ. 2 ΑΚ προβλεπόμενη ένσταση διακινδύνευσης της δικής του διατροφής, εκτός αν επικαλεστεί, ότι το τέκνο μπορεί να στραφεί εναντίον άλλου υπόχρεου ή να διατραφεί από την περιουσία του (ΑΠ 687/2004, ΑΠ 676/2005).
Περαιτέρω, ο λόγος αναιρέσεως από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ δίδεται και όταν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και συγκεκριμένα πραγματικούς ισχυρισμούς που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο, και άρα στηρίζουν το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ενστάσεως ή αντενστάσεως (ΟλΑΠ 3/1997, ΑΠ 1020/2019, ΑΠ 1681/2018, ΑΠ 650/2016). Δεν στοιχειοθετείται, όμως, ο λόγος αυτός αναίρεσης αν ο αυτοτελής πραγματικός ισχυρισμός λήφθηκε υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας και απορρίφθηκε για οποιοδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό, έστω και αν η απόρριψη του δεν είναι ρητή, αλλά συνάγεται από το περιεχόμενο της αποφάσεως (Ολ ΑΠ 11/96, ΑΠ 1434/2010).
Στην προκείμενη περίπτωση ο αναιρεσείων με τον ενδέκατο λόγο της αναιρέσεως, κατά το δεύτερο σκέλος του, αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια (και όχι από τον αριθ. 9), αιτιώμενος ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό του, τον οποίο προέβαλε πρωτοδίκως και επανέφερε στο Εφετείο με λόγο εφέσεως, ότι δεν είναι σε θέση να καταβάλλει διατροφή για το ανήλικο τέκνο του πέραν των 230 ευρώ μηνιαίως, χωρίς να διακινδυνεύει η δική του διατροφή και ότι το τέκνο μπορεί να στραφεί κατά της μητέρας του που έχει τη δυνατότητα καταβολής μεγάλου ποσού για τη διατροφή του. Από τις προαναφερόμενες παραδοχές του Εφετείου, από τις οποίες προκύπτει, ότι τα μηνιαία εισοδήματα του αναιρεσείοντος ανέρχονται στο ποσό των 4.000,00 ευρώ, ενώ της αναιρεσίβλητης στο ποσό των 1.967,43 ευρώ, ότι οι ανάγκες του ανήλικου τέκνου των διαδίκων ανέρχονται σε 550,00 ευρώ μηνιαίως και ότι από το ποσό αυτό ο αναιρεσείων έχει τη δυνατότητα να καταβάλλει για τη διατροφή του τέκνου του το ποσό των 380,00 ευρώ μηνιαίως, το δε υπόλοιπο ποσό των 170,00 ευρώ μηνιαίως έχει τη δυνατότητα να καταβάλλει η αναιρεσίβλητη, η οποία μπορεί να το καλύψει με τα εισοδήματά της και με την προσφορά των προσωπικών της υπηρεσιών στην ανατροφή του και των λοιπών, συνδεόμενων με τη συνοίκησή του, παροχών, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη τον παραπάνω ισχυρισμό του αναιρεσείοντος και τον απέρριψε κατ’ ουσίαν, με τις αντίθετες παραδοχές του. Επομένως, ο λόγος αυτός της αναιρέσεως, κατά το δεύτερο σκέλος του, σύμφωνα με τον οποίο, το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό του περί διακινδύνευσης της δικής του διατροφής, που αποτελεί συγχρόνως παραβίαση της αρχής της ισότητας και της εκατέρωθεν ακρόασης, κατά το άρθρο 4 του Συντάγματος και 6 της ΕΣΔΑ, είναι αβάσιμος.
Περαιτέρω, ο ίδιος λόγος, κατά τις λοιπές αιτιάσεις που προβάλλονται με αυτόν και αναφέρονται στο ότι το Εφετείο, προσδιορίζοντας τα μηνιαία εισοδήματά του στο ποσό των 4.000,00 ευρώ, έπρεπε να αφαιρέσει το ποσό των 3.863,38 ευρώ που, κατά τα αναλυτικώς αναφερόμενα, αφορά σε εισφορές εργαζομένου, φόρο μισθωτών υπηρεσιών, εισφορά αλληλεγγύης, έξοδα μετακίνησης κλπ και ότι μετά ταύτα, εφόσον απομένει υπόλοιπο προς διαβίωσή του το ποσό των 136,62 ευρώ, έπρεπε να γίνει δεκτή η παραπάνω σχετική ένταση περί διακινδύνευσης της δικής του διατροφής, είναι απορριπτέος προεχόντως ως απαράδεκτος, το μεν, διότι δεν προβάλλει, εάν είχε επικαλεσθεί τους ισχυρισμούς αυτούς στο Εφετείο ή για ποιό λόγο τους προβάλλει το πρώτον ενώπιον του Αρείου Πάγου (άρθρο 562 παρ. 2 ΚΠολΔ), το δε, διότι με τις αιτιάσεις αυτές στην πραγματικότητα πλήττει την ουσία της υποθέσως, που είναι, κατ’ άρθρο 561 ΚΠολΔ, αναιρετικά ανέλεγκτη.
[X] Τέλος, με τον δέκατο τέταρτο λόγο της αναιρέσεως ο αναιρεσείων αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την από τον αριθμ.11γ’ του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, αιτιώμενος, ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του τα περιγραφόμενα στο αναιρετήριο με αριθμούς από 1 έως 363 έγγραφα, παρά μόνο τρία εξ αυτών, τα οποία προσκόμισε μετ’ επικλήσεως, προς απόδειξη των εισοδημάτων και εν γένει περιουσιακών στοιχείων αυτού και της αναιρεσίβλητης, του μέτρου της διατροφής του ανηλίκου και της συνεισφοράς καθενός σ’ αυτή, καθώς και για τα ζητήματα της συνεπιμέλειας του ανηλίκου και επικουρικά της επικοινωνίας του με αυτό. Ο λόγος αυτός, σε σχέση με τα έγγραφα, που αφορούν στην απόδειξη ενώπιον του Εφετείου των ζητημάτων της διατροφής και της επικοινωνίας, (για τα ζητήματα της συνεπιμέλειας, κατά τα αναφερόμενα στην αρχή της παρούσας αποφάσεως, η προσβαλλόμενη με την έφεση απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου ήταν ανέκκλητη), είναι αβάσιμος, διότι από την βεβαίωση του Εφετείου ότι για τον σχηματισμό του αποδεικτικού του πορίσματος έλαβε υπόψη και όλα τα νομίμως μετ’επικλήσεως από τους διαδίκους προσκομιζόμενα έγγραφα, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για να χρησιμεύσουν ως δικαστικά τεκμήρια, αλλά και από το όλο περιεχόμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθίσταται αδιστάκτως βέβαιον ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε με τις λοιπές αποδείξεις και τα παραπάνω επικαλούμενα από τον αναιρεσείοντα έγγραφα.
[XI] Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει:
Α. να αναιρεθεί η υπ’ αριθμ. 1600/2019 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, κατά το αναφερόμενο στο αιτιολογικό μέρος της, να κρατηθεί η υπόθεση κατά το μέρος αυτό•
να απορριφθεί ως απαράδεκτη η από 24.10.2018 έφεση του αναιρεσείοντος κατά της υπ’ αριθμ. 585/2018 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά το κεφάλαιό της που απέρριψε την από 02.04.2018 αγωγή του περί άσκησης της επιμέλειας του ανήλικου τέκνου, που έχει αποκτήσει με την αναιρεσίβλητη από τις εκτός γάμου σχέσεις τους και το οποίο έχει αναγνωρίσει εκουσίως, με ισοκατανομή χρόνου μεταξύ τους (αναθέσεως σ’ αυτόν της συνάσκησης της επιμέλειας «με ισοκατανομή χρόνου») και
Β. να απορριφθεί κατά τα λοιπά η αίτηση αναιρέσεως και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων, λόγω της ήττας του, στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης που κατέθεσε προτάσεις, κατά παραδοχή του σχετικού αιτήματός της (άρθρα 176, 181,183 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ’ αριθμ. 1600/2019 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, κατά το αναφερόμενο στο αιτιολογικό μέρος της.
Κρατεί και δικάζει την υπόθεση.
Απορρίπτει την από 24.10.2018 έφεση του αναιρεσείοντος κατά της υπ’ αριθμ. 585/2018 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά το αναφερόμενο στο αιτιολογικό κεφάλαιό της.
Απορρίπτει κατά τα λοιπά την από 05.06.2019 αίτηση του Ν. Α. και τους από 01.12.2020 πρόσθετους λόγους αυτής για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 1600/2019 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 6 Απριλίου 2021.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
(Και ταύτης
αποχωρησάσης
από την Υπηρεσία,
ο αρχαιότερος της
συνθέσεως Αρεοπαγίτης
και ήδη Αντιπρόεδρος
του Αρείου Πάγου)
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 11 Αυγούστου 2021.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ