Απόφαση 1171 / 2022 (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Κουτσοκώστα, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ελένη Φραγκάκη, Πηνελόπη Παρτσαλίδου-Κομνηνού, Ελένη Κατσούλη και Ελένη Μπερτσιά-Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 9 Νοεμβρίου 2021, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευδοκίας Πούλου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντα – κατηγορουμένου Λ. Μ. του Π., κατοίκου … που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Θεοχάρη Δαλακούρα, περί αναιρέσεως της υπ’ αριθ. 25/2020 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Ιωαννίνων.
Το Πενταμελές Εφετείο Ιωαννίνων, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων – κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 25-9-2020 αίτησή του αναίρεσης, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1072/2020.
Αφού άκουσε Την Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντα, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση από 25-9-2020 με αριθμ. 299/2020 αίτηση του Λ. Μ. του Π., κατοίκου … για αναίρεση της απόφασης 25/7-2-2020 του Πενταμελούς Εφετείου Ιωαννίνων, με την οποία ο αναιρεσείων κηρύχθηκε ένοχος για την αξιόποινη πράξη της διακίνησης ναρκωτικών ουσιών (κάνναβης) κατά συναυτουργία με τη μορφή της μεταφοράς και κατοχής αυτών και του επιβλήθηκε ποινή κάθειρξης έξι (6)ετών και χρηματική ποινή 10.000 ευρώ ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, περιέχει δε λόγους αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Α’ του ΚΠοινΔ (έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας) και, συνεπώς, είναι παραδεκτή.
Στον ισχύοντα από 20.3.2013 Ν.4139/2013 “Νόμος περί εξαρτησιογόνων ουσιών και άλλες διατάξεις” (ΦΕΚ Α` 74/20.03.2013) και το άρθρο 20 αυτού (διακίνηση ναρκωτικών) ορίζεται ότι όποιος, εκτός από τις περιπτώσεις που προβλέπονται στα άρθρα 21, 22 και 23, διακινεί παράνομα ναρκωτικά, τιμωρείται με κάθειρξη τουλάχιστον οκτώ (8) ετών και με χρηματική ποινή μέχρι τριακόσιες χιλιάδες (300.000) ευρώ. 2. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 29, ως έγκλημα διακίνησης ναρκωτικών νοείται κάθε πράξη με την οποία συντελείται η κυκλοφορία ναρκωτικών ουσιών ή πρόδρομων ουσιών που αναφέρονται στους πίνακες της παραγράφου 2 του άρθρου 1 και ιδίως η εισαγωγή, η εξαγωγή, η διαμετακόμιση, η πώληση, η αγορά, η προσφορά, η διανομή, η διάθεση, η αποστολή, η παράδοση, η αποθήκευση, η παρακατάθεση, η παρασκευή, η κατοχή, η μεταφορά, η νόθευση, η πώληση νοθευμένων ειδών μονοπωλίου ναρκωτικών ουσιών. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής του άρθρου 20 παρ. 2 του ως άνω νόμου, στο οποίο προσδιορίζονται οι μορφές, με τις οποίες συντελείται το έγκλημα της διακίνησης, ναρκωτικών ουσιών, το ανωτέρω έγκλημα πραγματώνεται, όσον αφορά στην κατοχή των ναρκωτικών ουσιών, με την φυσική εξουσίασή τους από το δράστη, ώστε να μπορεί σε κάθε στιγμή να διαπιστώνει την ύπαρξή τους και κατά τη δική του βούληση να τις διαθέτει σε τρίτους. Ειδικότερα, για την αιτιολόγηση της τέλεσης της παραπάνω πράξεως της κατοχής ναρκωτικών ουσιών, δεν απαιτείται ακριβής προσδιορισμός: α) της ποσότητας τούτων (βάρους), που είναι αδιάφορη για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος αυτού, αφού ο νόμος δεν συνδέει ούτε την τέλεσή του ούτε το ύψος της επιβλητέας ποινής με την ποσότητα (βάρος) των ναρκωτικών ουσιών, β) του χρόνου τελέσεως των επί μέρους πράξεων, αν δεν τίθεται θέμα παραγραφής τούτων, αφού ο μη επακριβής προσδιορισμός του χρόνου δεν δημιουργεί ασάφεια και συνεπώς έλλειψη αιτιολογίας. Περαιτέρω, μεταφορά ναρκωτικών ουσιών αποτελεί η μετακίνηση τέτοιων ουσιών, ανεξαρτήτως ποσότητας, μέσα στο ελληνικό έδαφος από τον ένα τόπο σε άλλον, αυτοπροσώπως ή μέσω τρίτου και με οποιονδήποτε τρόπο, εκτός αν πρόκειται για ατομική χρήση. Για την υποκειμενική θεμελίωση του εγκλήματος απαιτείται δόλος, που περιλαμβάνει τη γνώση της ιδιότητας των ουσιών ως ναρκωτικών και τη θέληση ή αποδοχή του δράστη να τελέσει τη πράξη, με την οποία πραγματώνεται η αντικειμενική υπόσταση. Ειδικότερη αιτιολογία για το υποκειμενικό στοιχείο του δόλου δεν απαιτείται, διότι ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση του δράστη να πραγματώσει τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και, επομένως, εξυπακούεται ότι υπάρχει αυτός στην πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, διαλαμβάνεται δε περί αυτού (δόλου) αιτιολογία στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή (ΑΠ766/2020). Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ` του Κ.Ποιν.Δ., όταν αναφέρονται σ` αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά, αρκεί ωστόσο να συνάγεται από την απόφαση, ότι όλα τα αποδεικτικά μέσα έχουν ληφθεί υπόψη και εκτιμηθεί. Δεν αποτελούν, όμως, λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχέτισης, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ` αριθμ.25/2020 απόφασή του, το Πενταμελές Εφετείο Ιωαννίνων, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, ήτοι της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρος κατηγορίας, των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων υπεράσπισης, όλων των εγγράφων της δικογραφίας, που αναγνώστηκαν στο ακροατήριο, και της απολογίας του πρώτου κατηγορουμένου Θ. Μ. (ο δεύτερος κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων εκπροσωπήθηκε δυνάμει εξουσιοδοτήσεως από πληρεξούσιο δικηγόρο),ότι αποδείχθηκαν, κατά πιστή αντιγραφή τα εξής: “Στις 20-9-2017, αστυνομικοί του Τμήματος Συνοριακής Φύλαξης Φιλιατών, σε συνεργασία με συναδέλφους τους του Τμήματος Δίωξης Ναρκωτικών Θεσπρωτίας, έθεσαν την ευρύτερη περιοχή της … σε διακριτική παρακολούθηση, καθώς είχε περιέλθει στην Υπηρεσία τους η πληροφορία ότι επρόκειτο να διακινηθεί στη συγκεκριμένη περιοχή μεγάλη ποσότητα ναρκωτικών ουσιών. Περί ώρα 04:00 της 21-9-2017, οι αστυνομικοί που παρακολουθούσαν την κίνηση, εντόπισαν το με αριθμό κυκλοφορίας … Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο, εργοστασίου κατασκευής FORD, να κινείται ύποπτα στο χωριό … της περιοχής … και αποφάσισαν να το ελέγξουν. Κατά τον έλεγχο διαπιστώθηκε ότι οδηγός του αυτοκινήτου και ιδιοκτήτης αυτού ήταν δεύτερος κατηγορούμενος Λ. Μ., κάτοικος … ενώ στο αυτοκίνητο και στη θέση του συνοδηγού επέβαινε και ο πρώτος κατηγορούμενος Λ. Μ., κάτοικος … Στη συνέχεια της έρευνας, οι αστυνομικοί βρήκαν στο χώρο αποσκευών και στα πίσω καθίσματα του αυτοκινήτου 12 ανισοβαρή δέματα ακατέργαστης κάνναβης, συνολικού βάρους με την άμεση από νάιλον συσκευασία τους 107 κιλών και 850 γραμμαρίων. Όπως δε περαιτέρω αποδείχθηκε, οι κατηγορούμενοι, ενεργώντας από κοινού και με κοινό δόλο, είχαν έλθει από το … στην περιοχή της …… με σκοπό να παραλάβουν ναρκωτικές ουσίες και να τις μεταφέρουν στο…… Πράγματι, όταν έφθασαν σε περιοχή πλησίον των ελληνοαλβανικών συνόρων, παρέλαβαν από άγνωστους Αλβανούς συνεργούς τους την ανωτέρω ποσότητα των ναρκωτικών, που οι τελευταίοι είχαν εισαγάγει από την Αλβανία. Από τη στιγμή δε που φόρτωσαν τα ναρκωτικά στο αυτοκίνητο, τα είχαν στην κατοχή τους, με την έννοια ότι μπορούσαν ανά πάσα στιγμή να διαπιστώνουν την ύπαρξή τους και να τα διαθέτουν κατά βούληση. Στη συνέχεια αναχώρησαν με προορισμό το ….., μεταφέροντας με το πιο πάνω αυτοκίνητο τα ναρκωτικά μέχρι το σημείο που εντοπίστηκαν από τους αστυνομικούς και συνελήφθηκαν. Τα ανωτέρω σαφώς αποδείχθηκαν από την κατάθεση του μάρτυρα αστυνομικού, ο οποίος συμμετείχε με συναδέλφους του στον έλεγχο του αυτοκινήτου και στη σύλληψη των κατηγορουμένων και επομένως η κατάθεσή του κρίνεται ιδιαίτερα σημαντική. Άλλωστε και ο πρώτος κατηγορούμενος κατά την απολογία του ενώπιον του Δικαστηρίου, αλλά και ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ομολόγησε πλήρως την πράξη του ιδίου και του συγκατηγορουμένου του και την πρόθεσή τους να μεταφέρουν τα ναρκωτικά στο …… Κατά συνέπεια και με βάση όλα τα παραπάνω, πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι οι κατηγορούμενοι, όχι όμως με την επιβαρυντική περίπτωση του άρθρου 23 παρ. 2 α’Ν. 4139/2013 με την οποία κατηγορούνται, αλλά για παράβαση του άρθρου 20 του ίδιου νόμου, κατ’ επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας. Ειδικότερα, όπως αποδείχθηκε, το προσδοκώμενο όφελος των κατηγορουμένων από την κατοχή και μεταφορά των ναρκωτικών με σκοπό την εμπορία υπερβαίνει και μάλιστα κατά πολύ, το ποσό των 75.000 ευρώ, με δεδομένο ότι η αξία των ναρκωτικών ανά κιλό ανέρχεται τουλάχιστον στο ποσό των 1.000 ευρώ. Ωστόσο δεν αποδείχθηκε ότι συντρέχει στην προκειμένη περίπτωση και η έτερη προϋπόθεση που απαιτείται για τη θεμελίωση της ως άνω επιβαρυντικής περίπτωσης η κατ’ επάγγελμα δηλαδή τέλεση του εγκλήματος, δεδομένου ότι η μεταφορά των ναρκωτικών με το Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο του πρώτου των κατηγορουμένων, τα οποία ήταν τοποθετημένα στο χώρο αποσκευών και στα πίσω καθίσματα του αυτοκινήτου και επομένως εκτεθειμένα σε ένα απλό τροχονομικό έλεγχο της αστυνομίας, κάθε άλλο παρά δείχνουν οργανωμένο και επαγγελματικό τρόπο μεταφοράς ναρκωτικών και περαιτέρω υποδομή με σκοπό την επανειλημμένη τέλεση της πράξης προς πορισμό εισοδήματος. Κατά συνέπεια και με βάση όλα τα παραπάνω, πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι οι κατηγορούμενοι των πράξεων για τις οποίες κατηγορούνται σύμφωνα με το άρθρο 20 του ν. 4139/2013 κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό”. Στη συνέχεια, το Δικαστήριο κήρυξε τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα ένοχο αφού του αναγνώρισε το ελαφρυντικό του πρότερου σύννομου βίου (άρθρο 84 παρ2α ΠΚ), για την αξιόποινη πράξη της διακίνησης ναρκωτικών ουσιών κατά συναυτουργία με τον πρώτο κατηγορούμενο με τη μορφή της μεταφοράς και της κατοχής αυτών και του επέβαλε ποινή κάθειρξης έξι (6) ετών και χρηματική ποινή δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ και ειδικότερα για το ότι: “Α) Στο … του … του Νομού ….., την 21η.09.2017 και περί ώρα 04:00 περίπου, οπότε και συνελήφθησαν, ενεργώντας με πρόθεση, κατά συναυτουργία, από κοινού και κατόπιν συναπόφασης, χωρίς να έχουν αποκτήσει την έξη της χρήσης ναρκωτικών ουσιών, διακίνησαν παράνομα, υπό τις μορφές της κατοχής και της μεταφοράς, ναρκωτικά, κατά την έννοια του νόμου, ήτοι ουσίες με διαφορετική χημική δομή και δράση στο κεντρικό νευρικό σύστημα και με κοινά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεταβολή της θυμικής κατάστασης του χρήστη και την πρόκληση εξάρτησης διαφορετικής φύσης, ψυχικής ή και σωματικής και ποικίλου βαθμού και τα οποία περιλαμβάνονται στον πίν. Β’ του άρθρου 1 παρ. 2 του Ν. 3459/2006, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει με το Ν. 4139/2013 σε συνδυασμό με την ΚΥΑ Γ5γοικ49690/28-06-2017 ΦΕΚ Β’ 2238/29-06-2017. Συγκεκριμένα: Α1) Στον παραπάνω τόπο και χρόνο, ενεργώντας με πρόθεση, από κοινού και κατόπιν συναπόφασης, χωρίς να έχουν αποκτήσει την έξη της χρήσης ναρκωτικών ουσιών, τέλεσαν το έγκλημα της παράνομης διακίνησης, υπό τη μορφή της κατοχής, ναρκωτικών ουσιών και ειδικότερα κατελήφθησαν, ενεργώντας με πρόθεση και έχοντας τη φυσική εξουσίαση των κάτωθι ναρκωτικών ουσιών, ώστε να μπορούν ανά πάσα στιγμή να διαπιστώνουν την ύπαρξη και κατά τη βούλησή τους να διαθέτουν πραγματικά, να κατέχουν, από κοινού και κατόπιν συναπόφασης, δώδεκα (12) ανισοβαρή δέματα ακατέργαστης κάνναβης (χασίς), συνολικού βάρους εκατόν επτά κιλών και οκτακόσιων πενήντα γραμμαρίων (107,850 κιλά) με τη νάιλον συσκευασία, τα οποία (δέματα) βρίσκονταν εντός του χώρου των αποσκευών και της καμπίνας επιβατών του υπ’ αρίθμ. κυκλοφορίας … Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου, μάρκας FORD, χρώματος κόκκινου, ιδιοκτησίας του δεύτερου κατηγορουμένου Λ. Μ., ο οποίος το οδηγούσε και επέβαινε ως συνοδηγός ο πρώτος κατηγορούμενος Λ. Μ.. Την ανωτέρω ποσότητα ναρκωτικών ουσιών κατείχαν με σκοπό την εντεύθεν παράνομη εμπορία και καθ’ οιονδήποτε τρόπο διακίνηση ναρκωτικών ουσιών. Α2) Στον παραπάνω τόπο και χρόνο, ενεργώντας με πρόθεση, από κοινού και κατόπιν συναπόφασης, χωρίς να έχουν αποκτήσει την έξη της χρήσης ναρκωτικών ουσιών, τέλεσαν το έγκλημα της παράνομης διακίνησης, υπό τη μορφή της μεταφοράς, ναρκωτικών ουσιών και ειδικότερα κατελήφθησαν, ενεργώντας με πρόθεση, να μεταφέρουν, από κοινού και κατόπιν συναπόφασης, Λ. Μ. του Π. και της Π., δώδεκα (12) ανισοβαρή δέματα ακατέργαστης κάνναβης (χασίς), συνολικού βάρους εκατόν επτά κιλών και οκτακόσιων πενήντα γραμμαρίων (107,850 κιλά) με τη νάιλον συσκευασία, τα οποία (δέματα) βρίσκονταν εντός του χώρου των αποσκευών και της καμπίνας επιβατών του υπ’ αρίθμ. κυκλοφορίας … Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου, μάρκας FORD, χρώματος κόκκινου, ιδιοκτησίας του δεύτερου κατηγορουμένου Λ. Μ., ο οποίος το οδηγούσε και επέβαινε ως συνοδηγός ο πρώτος κατηγορούμενος Λ. Μ. με προορισμό το ….. Την ανωτέρω δε ποσότητα ναρκωτικών ουσιών μετέφεραν με σκοπό την εντεύθεν παράνομη εμπορία και καθ’οιονδήποτε τρόπο διακίνηση ναρκωτικών ουσιών”.
Με αυτά που δέχθηκε το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, όπως το σκεπτικό και το διατακτικό της αλληλοσυμπληρώνονται, την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ` αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της παραπάνω αξιόποινης πράξεως της διακίνησης ναρκωτικών ουσιών κατά συναυτουργία με τη μορφή της μεταφοράς και κατοχής αυτών, για την οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων. Ειδικότερα, παρατίθενται όλα τα στοιχεία που απαρτίζουν τη νομοτυπική υπόσταση του ανωτέρω εγκλήματος, για τα οποία καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, ενώ αναφέρονται στην αιτιολογία της απόφασης τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους από τα οποία το Δικαστήριο της ουσίας συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και κατέληξε στην καταδικαστική του κρίση, χωρίς να παρίσταται αναγκαία, κατά νόμο, η αναλυτική παράθεσή τους, η αναφορά του τι προκύπτει ξεχωριστά από το καθένα, όπως και η συγκριτική στάθμιση και αξιολογική συσχέτιση του περιεχομένου τους και η ανάλογη δικαιοδοτική εκτίμησή τους, αφού εκ τούτου δεν συνάγεται ότι το Δικαστήριο, για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης, περιορίστηκε, επιλεκτικά, σε ορισμένα αποδεικτικά μέσα και αγνόησε τα υπόλοιπα, του δόλου ενυπάρχοντος στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση της ανωτέρω αξιόποινης πράξης. Κατ’ ακολουθίαν τούτων, ως προς το σχετικό σκέλος του, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ΚΠοινΔ προβαλλόμενος πρώτος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την ενοχή, είναι αβάσιμος. Οι εμπεριεχόμενοι στον ως άνω αναιρετικό λόγο λοιπές αιτιάσεις, που αναφέρονται σε διαφορετική αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων και, με την επίφαση της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πλήττουν την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, είναι απαράδεκτες Η απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της καταδικαστικής αποφάσεως, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ` του ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, απαιτείται να υπάρχει όχι μόνο ως προς την κατηγορία, αλλά και να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προτείνονται από τον κατηγορούμενο και τον συνήγορό του, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ.2 και 333 παρ.2 του ΚΠΔ και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή στον αποκλεισμό ή στη μείωση της ικανότητας προς καταλογισμό ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή τη μείωση της ποινής. Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός, η απόρριψη του οποίου πρέπει να αιτιολογείται ιδιαίτερα, είναι και ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί συνδρομής στο πρόσωπο του ελαφρυντικής περίστασης από τις αναφερόμενες στο άρθρο 84 παρ.2 του ΠΚ, αφού η παραδοχή της οδηγεί στην επιβολή μειωμένης ποινής κατά το άρθρο 83 του ίδιου Κώδικα. Προϋποτίθεται όμως ότι η προβολή των αυτοτελών ισχυρισμών έγινε κατά τρόπο σαφή και ορισμένο και με προφορική τους ανάπτυξη, δηλαδή με όλα τα πραγματικά περιστατικά που απαιτούνται κατά νόμο για τη νομική και πραγματική θεμελίωσή τους, έτσι ώστε να μπορούν να αξιολογούνται και σε περίπτωση αποδοχής τους να οδηγούν στο ευνοϊκό για τον κατηγορούμενο συμπέρασμα. Διαφορετικά δεν έχει υποχρέωση το δικαστήριο της ουσίας να απαντήσει στους ισχυρισμούς αυτούς, ούτε και να αιτιολογήσει ειδικώς την απόρριψή τους (ΑΠ 636/2019, ΑΠ 294/2019). Η αναγνώριση, ειδικότερα, της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ.2 στοιχ.ε` του ΠΚ, προϋποθέτει επίκληση και απόδειξη θετικής ατομικής και κοινωνικής συμπεριφοράς του υπαιτίου με κριτήριο τη στάση του μέσου συνετού και νομοταγούς πολίτη για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την πράξη ως αποτέλεσμα πραγματικής επίγνωσης από αυτόν των συνεπειών της πράξης του και σταθερού εναρμονισμού του προς τις επιταγές της έννομης τάξης (ΑΠ 622/2019). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου επισκόπηση των πρακτικών της δίκης επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, διαλαμβάνεται ότι μετά την απαγγελία της απόφασης περί ενοχής των κατηγορουμένων, ο συνήγορος του δευτέρου κατηγορουμένου-αναιρεσείοντα ζήτησε, κατά πιστή μεταφορά, “…να αναγνωρισθεί στο δεύτερο κατηγορούμενο η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2α, όπως και πρωτοδίκως και περ.ε` του Π.Κ.”. Το εν λόγω όμως αίτημα που προβλήθηκε μόνο με την απλή παράθεση-επίκληση των διατάξεων του νόμου χωρίς να γίνεται επίκληση πραγματικών περιστατικών προς θεμελίωσή του, ήταν απαράδεκτο, αφού δεν προβλήθηκε κατά τρόπο σαφή και ορισμένο και επομένως, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, το Δικαστήριο της ουσίας δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει και μάλιστα να την απορρίψει με ειδική αιτιολογία. Παρά ταύτα εκ περισσού το Δικαστήριο απέρριψε, τον αυτοτελή ισχυρισμό για την αναγνώριση της ελαφρυντικής περίστασης, του άρθρου 84 παρ. 2 περ. Ε’ του ΠΚ με την εξής αιτιολογία: “Ο ανωτέρω ισχυρισμός πρέπει κατ’αρχήν να απορριφθεί ως απαράδεκτος λόγω της αοριστίας του, δεδομένου ότι δεν επικαλέστηκε ο κατηγορούμενος συγκεκριμένα περιστατικά από τα οποία να προκύπτει η μεταστροφή του και η πραγματική επίγνωσή του για τις συνέπειες των πράξεών του, ανεξάρτητα δε από την αοριστία του εν λόγω ισχυρισμού και με δεδομένο ότι ο κατηγορούμενος παρέμεινε κρατούμενος, δεν αποδείχθηκε ότι κατά τη διάρκεια της κράτησής του επέδειξε συμπεριφορά που υπερβαίνει κατά πολύ τη συνήθη στάση του μέσου κρατουμένου, χωρίς να αρκεί το γεγονός ότι μόνο εργάστηκε κατά το διάστημα της κράτησής του γεγονός σύνηθες για το μέσο κρατούμενο. Επιπλέον από τις 21-9-2017 που τελέστηκαν οι πράξεις έως σήμερα δεν παρήλθε σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα κατά την έννοια του νόμου. Κατά συνέπεια και με βάση όλα τα παραπάνω ο ανωτέρω ισχυρισμός του κατηγορουμένου πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος”.
Συνεπώς, ως προς το σχετικό σκέλος του, ο πρώτος λόγος της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ΚΠοινΔ, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη αιτιολογίας ως προς την απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού περί αναγνώρισης στον αναιρεσείοντα της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2 περ. ε’ του ΠΚ, είναι αβάσιμος. Κατά το άρθρο 211 του ΚΠοινΔ, ως ίσχυε έως τις 12-11-2021, οπότε τροπ. με το άρθ.117 του ν. 4855/2021, μόνη η μαρτυρική κατάθεση ή η απολογία προσώπου συγκατηγορουμένου για την ιδία πράξη δεν είναι αρκετή για την καταδίκη του κατηγορουμένου. Από τη διάταξη αυτή, προκύπτει ότι εισάγεται απαγόρευση αποδεικτικής αξιοποιήσεως, για την καταδίκη κατηγορουμένου, μόνης της μαρτυρικής καταθέσεως ή της απολογίας συγκατηγορουμένου, καθώς και των μαρτυρικών καταθέσεων άλλων προσώπων, τα οποία ως μοναδική πηγή πληροφορήσεώς τους έχουν τον συγκατηγορούμενο. Το ανωτέρω άρθρο 211 του ΚΠοινΔ δεν εισάγει ευθεία αποδεικτική απαγόρευση, αλλά στην πραγματικότητα είναι κανόνας αξιολογήσεως των αποδεικτικών στοιχείων, ο οποίος λειτουργεί διευκρινιστικά και συμπληρωματικά στη βασική αρχή του άρθρου 177 ΚΠοινΔ, την οποία δεν καταλύει, ούτε άλλωστε απαγορεύει την αξιοποίηση της μαρτυρικής καταθέσεως του συγκατηγορουμένου, η οποία δεν παύει να αποτελεί αποδεικτικό μέσο, απλώς παρέχεται οδηγία στο δικαστήριο να μην αρκείται στη μαρτυρία ή απολογία του συγκατηγορουμένου για την αναζήτηση της αλήθειας, αλλά να επεκτείνει την αναζήτησή του και σε άλλα στοιχεία και να προσπαθεί να τεκμηριώσει όσο το δυνατό καλύτερα τη δικανική του πεποίθηση. Στην προκειμένη περίπτωση από την παραδεκτή επισκόπηση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και των ενσωματωμένων σε αυτή πρακτικών δημοσίας συνεδριάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Ιωαννίνων προκύπτει ότι, το Δικαστήριο της ουσίας για το σχηματισμό της καταδικαστικής για τον αναιρεσείοντα- κατηγορούμενο κρίσης του, εκτίμησε όχι μόνο την απολογία του συγκατηγορουμένου του, αλλά συνεκτίμησε και όλα τα προσκομισθέντα αποδεικτικά μέσα (μάρτυρα κατηγορίας, μάρτυρες υπεράσπισης, έγγραφα). Μάλιστα, κατονομάζεται ρητά στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά αποδείχθηκαν, πέραν της απολογίας του πρώτου κατηγορουμένου, ο οποίος κατά την απολογία του ενώπιον του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, αλλά και ενώπιον του πρωτοβάθμιου, ομολόγησε πλήρως την πράξη αυτού και του συγκατηγορουμένου του καθώς και την πρόθεσή τους να μεταφέρουν τα ναρκωτικά στο …., σαφώς και από την κατάθεση του μάρτυρα αστυνομικού, ο οποίος συμμετείχε με συναδέλφους τους στον έλεγχο του αυτοκινήτου και στη σύλληψη των κατηγορουμένων και, επομένως, η κατάθεσή του κρίνεται ιδιαίτερα σημαντική. Έτσι, η έκδοση της καταδικαστικής αποφάσεως του, δεν προσκρούει στην απαγόρευση του άρθρου 211 Α` ΚΠΔ, αφού η μαρτυρία του συγκατηγορουμένου του, δεν είναι το μόνο αποδεικτικό μέσο στο οποίο στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας περί της ενοχής του αναιρεσείοντος. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ Α’ σχετικός δεύτερος λόγος αναίρεσης, τον οποίο προβάλει ο αναιρεσείων για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο που προήλθε από τη λήψη υπόψη της απολογίας του συγκατηγορουμένου του, είναι αβάσιμος. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω και αφού δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι προς έρευνα, πρέπει η κρινομένη αίτηση αναίρεσης να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 578 παρ. 1 του νέου Κ.Π.Δ.), κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό οριζόμενα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 25-9-2020 με αριθμ. 299/2020 αίτηση του Λ. Μ. του Π., κατοίκου … για αναίρεση της απόφασης 25/7-2-2020 του Πενταμελούς Εφετείου Ιωαννίνων. Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Φεβρουαρίου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Και τούτου αποχωρήσαντος από την υπηρεσία η αρχαιότερη της συνθέσεως Αρεοπαγίτης και ήδη Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 16 Σεπτεμβρίου 2022.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ