Αριθμός 1211/2021
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
A2′ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Θεόδωρο Κανελλόπουλο, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, Αικατερίνη Κρυσταλλίδου, Μυρσίνη Παπαχίου – Εισηγήτρια, Ιωάννη Δουρουκλάκη και Γεώργιο Καλαμαρίδη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 17 Μαΐου 2021, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος:
Ο.Τ.Α. Α’ βαθμού με την επωνυμία «Δήμος Λαρισαίων», που εδρεύει στη Λάρισα και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Δήμαρχο Λαρισαίων, Απόστολο Καλογιάννη, κάτοικο Λάρισας. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Θεόδωρο Κωνσταντίνου, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.
Των αναιρεσιβλήτων:
1) Ι. Λ. του Ε., κατοίκου Λάρισας και
2) Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών και κατοικοεδρεύει στην Αθήνα.
Ο πρώτος αναιρεσίβλητος δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, ενώ το δεύτερο αναιρεσίβλητο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του Χριστίνα Γιωτοπούλου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 03.05.2017 αγωγή του ήδη πρώτου αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Λάρισας.
Εκδόθηκε η απόφαση 69/2019 του ίδιου Δικαστηρίου, την αναίρεση της οποίας ζητεί ο αναιρεσείων με την από 31.10.2019 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκαν ο αναιρεσείων και το δεύτερο αναιρεσίβλητο, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
[I] Από τις διατάξεις των άρθρων 108, 110 παρ. 2, 498 παρ. 1, 568 και 576 παρ. 1-3 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, αν κατά τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης, δεν εμφανιστεί ή εμφανιστεί αλλά δεν λάβει μέρος σ’ αυτήν με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος κάποιος διάδικος, ο Άρειος Πάγος ερευνά αυτεπαγγέλτως ποιος από τους διαδίκους επέσπευσε τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης και, αν μεν τη συζήτησή της επέσπευσε έγκυρα ο απολειπόμενος διάδικος, κλητεύοντας νόμιμα και εμπρόθεσμα τους λοιπούς ή κλητεύθηκε ο ίδιος, νόμιμα και εμπρόθεσμα, από τον άλλο διάδικο, που επέσπευσε τη συζήτηση, η υπόθεση συζητείται σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι διαφορετικά, αν δηλαδή δεν προκύπτει έγκυρη επίσπευση της συζήτησής της ή δεν μπορεί να διαπιστωθεί ποιος διάδικος επέσπευσε τη συζήτησή της, αυτή κηρύσσεται απαράδεκτη ως προς όλους τους διαδίκους και η υπόθεση επαναφέρεται για συζήτηση με νέα κλήση (ΑΠ 164/2021, ΑΠ 462/2019, ΑΠ 294/2019). Τις κλητεύσεις επικαλείται και αποδεικνύει ο παριστάμενος διάδικος (ΑΠ 1389/2019, ΑΠ 119/2019).
Στην προκειμένη περίπτωση, από την προσκομιζόμενη υπ’ αριθ. …/24-2-2020 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Λάρισας Γεωργίας Γκούτζα προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης με πράξη ορισμού δικασίμου για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσης δικάσιμο της 17.05.2021 και κλήση προς συζήτηση, επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως, με επιμέλεια του αναιρεσείοντος, στον πρώτο αναιρεσίβλητο. Ωστόσο, ο τελευταίος δεν παρέστη κατά τη δικάσιμο αυτή στο ακροατήριο του Δικαστηρίου κατά τη νόμιμη εκφώνηση της υπόθεσης στη σειρά της από το πινάκιο, όπως αυτό προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά συνεδρίασης του Δικαστηρίου, γι’ αυτό πρέπει να δικασθεί ερήμην, αλλά να προχωρήσει η συζήτηση σαν να ήταν και αυτός παρών (άρθρο 576 παρ.2 ΚΠολΔ). Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 564, 566 παρ. 1 ΚΠολΔ), όμως απαραδέκτως στρέφεται κατά του δευτέρου αναιρεσιβλήτου, Ελληνικού Δημοσίου, αφού δεν υπήρξε διάδικος και μάλιστα αντίδικος του αναιρεσείοντος στην προηγηθείσα διαδικασία, ώστε να νομιμοποιείται παθητικά στο πλαίσιο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης (άρθρο 558 ΚΠολΔ, ΟλΑΠ 11/1992, ΑΠ 312/2020, ΑΠ 2099/2009).
Συνεπώς, πρέπει, αυτή, κατά το μέρος που στρέφεται κατά του ανωτέρω αναιρεσιβλήτου, να απορριφθεί ως απαράδεκτη, κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα (άρθρο 577 παρ. 2 ΚΠολΔ). Κατά τα λοιπά η αίτηση αναίρεσης είναι παραδεκτή (άρθρο 577 παρ.1 ΚΠολΔ) αφού προσκομίζεται και η κατ’ άρθρο 72 παρ. 1 περ. 1γ του ν. 3852/2010 από 06.06.2019 απόφαση και Οικονομικής Επιτροπής του αναιρεσείοντος Δήμου, και πρέπει να ερευνηθεί ως προς τους λόγους της (άρθρο 577 παρ. 3 ΚΠολΔ).
[II] Κατά τη διάταξη του άρθρου 205 ΚΠολΔ το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, με την οριστική απόφασή του, επιβάλλει στο διάδικο ή στο νόμιμο αντιπρόσωπό του ή στο δικαστικό του πληρεξούσιο, ανάλογα με την ευθύνη καθενός, χρηματική ποινή από χίλια (1.000) ευρώ έως δύο χιλιάδες πεντακόσια (2.500) ευρώ, που περιέρχεται στο Δημόσιο ως δημόσιο έσοδο, αν προκύψει από τη δίκη που έγινε, ότι αν και το γνώριζαν (1) άσκησαν προφανώς αβάσιμη αγωγή, ανταγωγή ή παρέμβαση ή προφανώς αβάσιμο ένδικο μέσο ή (2) διεξήγαγαν τη δίκη παρελκυστικά ή δεν τήρησαν τους κανόνες των χρηστών ηθών ή της καλής πίστης ή το καθήκον της αλήθειας. Με τη διάταξη αυτή, η οποία εναρμονίζεται με το άρθρο 116 ΚΠολΔ, καθιερώνεται αποκλειστικά για την εξασφάλιση της διαδικαστικής τάξης, χωρίς καμία επίδραση στο περιεχόμενο της απόφασης, η υποχρέωση του δικαστηρίου και όχι η διακριτική ευχέρεια αυτού, για την επιβολή χρηματικής ποινής, που περιέρχεται στο Δημόσιο, εφόσον διαπιστωθεί δικονομική συμπεριφορά, η οποία έχει αρνητική επενέργεια στην απονομή δικαιοσύνης. Η διάταξη αναφέρεται στην άσκηση προφανώς αβάσιμης αγωγής, ανταγωγής, παρέμβασης ή ενδίκου μέσου. Η απαρίθμηση όμως αυτή είναι ενδεικτική και πρέπει να γίνει δεκτό ότι, από το όλο πνεύμα και το σκοπό της διάταξης, καταλαμβάνει κάθε μορφής αίτηση παροχής έννομης προστασίας. Ως προφανώς αβάσιμο, κατά την έννοια της διάταξης, νοείται το μέσο προστασίας που ασκήθηκε, ενώ ήταν απαράδεκτο ή νομικώς ή ουσιαστικώς αβάσιμο ή ισχυρισμός που προτάθηκε ήταν αναληθής. Το καθήκον αληθείας επεκτείνεται και στην άρνηση ισχυρισμών (ΑΠ 738/2012). Κύρια προϋπόθεση για την επιβολή της ποινής τάξης του άρθρου 205 ΚΠολΔ, αποτελεί το στοιχείο της υπαιτιότητας με την μορφή αμέσου δόλου, χωρίς να αρκεί ενδεχόμενος δόλος ή βαριά αμέλεια (ΑΠ 489/2016, ΑΠ 1443/2014, ΑΠ 738/2012). Η απόρριψη της αγωγής ή του ενδίκου μέσου ως νόμω ή κατ’ ουσίαν αβασίμου δεν υποδηλώνει και παράβαση της παραπάνω διάταξης (ΑΠ 738/2012).
Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 560 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015 (που άρχισε να ισχύει από την 01.01.2016) και εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση ως εκ του χρόνου άσκησης της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης (31.10.2019), κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, καθώς και των αποφάσεων των πρωτοδικείων, που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, επιτρέπεται αναίρεση μόνο:
(1) αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο, ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας αποτελεί λόγο αναίρεσης μόνο αν τα διδάγματα αυτά αφορούν την εφαρμογή των κανόνων του δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σ’ αυτούς. Ο λόγος αυτός αναίρεσης δεν μπορεί να προβληθεί σε μικροδιαφορές∙
(2) αν το δικαστήριο δεν συγκροτήθηκε όπως όριζε ο νόμος ή δίκασε ειρηνοδίκης του οποίου είχε γίνει δεκτή η εξαίρεση,
(3) αν το δικαστήριο έχει υπερβεί τη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων ή δεν είχε καθ’ ύλην αρμοδιότητα,
(4) αν παράνομα αποκλείστηκε η δημοσιότητα της διαδικασίας,
(5) αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και
(6) αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Η απαρίθμηση των προαναφερόμενων λόγων αναίρεσης είναι περιοριστική, όπως συνάγεται από τη λέξη «μόνον» και, συνεπώς, δεν είναι δυνατόν να προβληθεί οποιοσδήποτε άλλος λόγος αναίρεσης κατά των ως άνω αποφάσεων (ΑΠ 117/2018).
Ειδικότερα, κατά τον αριθμό 6 του ως άνω άρθρου 560 ΚΠολΔ (που είναι ταυτόσημος με τον αριθμό 19 του άρθρου 559 αριθ. του ίδιου Κώδικα) ιδρύεται λόγος αναίρεσης και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, υπάρχει έλλειψη νομίμου βάσεως, λόγω αντιφατικών ή ανεπαρκών αιτιολογιών, όταν από το αιτιολογικό της απόφασης, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν προκύπτουν κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία, σύμφωνα με το νόμο, είναι αναγκαία για την κρίση στη συγκεκριμένη περίπτωση, ότι συντρέχουν οι όροι της διάταξης που εφαρμόστηκε ή ότι δεν συντρέχουν οι όροι της εφαρμογής της. Ιδρύεται, δηλαδή, ο λόγος αυτός, όταν από τις παραδοχές της απόφασης, δημιουργούνται αμφιβολίες για το αν εφαρμόστηκε ή όχι ορισμένη ουσιαστική διάταξη νόμου.
Για να είναι ορισμένος δε ο λόγος αυτός, με τον οποίο αποδίδεται η πλημμέλεια ότι η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση εξαιτίας έλλειψης ή ανεπαρκών ή αντιφατικών αιτιολογιών, πρέπει στο αναιρετήριο, πλην των άλλων, να αναφέρεται η αιτία, συνεπεία της οποίας τούτο συμβαίνει, ήτοι επί παντελούς έλλειψης αιτιολογίας να γίνεται μνεία της έλλειψης, επί ανεπάρκειας της αιτιολογίας σε τι συνίσταται η ανεπάρκεια, ήτοι ποιες επιπλέον αιτιολογίες έπρεπε να περιλαμβάνει η απόφαση και επί αντιφατικών αιτιολογιών πού εντοπίζονται οι αντιφάσεις και εκ ποίων αντιτιθέμενων μερών των αιτιολογιών προκύπτει η αντίφαση. Επιπροσθέτως, πρέπει να εκτίθεται στο αναιρετήριο και να προσδιορίζεται το ζήτημα, που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, ως προς το οποίο, κατά τον αναιρεσείοντα, υφίσταται έλλειψη ή ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα στις αιτιολογίες, με παράθεση και των παραδοχών του δικαστηρίου της ουσίας ως προς το ζήτημα αυτό με πληρότητα και σαφήνεια και δεν αρκούν οι μεμονωμένες και κατ’ επιλογή αποσπασματικές παραδοχές της απόφασης (ΑΠ 461/2004). Ως ζήτημα δε, σε σχέση με το οποίο υπάρχει η έλλειψη, ή η αντιφατικότητα ή η ανεπάρκεια των αιτιολογιών, που στερεί από νόμιμη βάση την απόφαση, νοείται ο ισχυρισμός, που έχει αυτοτελή ύπαρξη, που τείνει δηλαδή στη θεμελίωση, την κατάλυση ή την παρακώλυση του ασκούμενου δικαιώματος, όπως είναι και τα περιστατικά που συγκροτούν την ιστορική βάση της αγωγής ή καταλυτικής αυτής ένστασης, όχι όμως και τα πραγματικά ή νομικά επιχειρήματα, που συνέχονται με την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, για τα οποία η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης (ΟλΑΠ 24/1992, ΑΠ 77/2020, ΑΠ 1820/2017).
[III] Από την επιτρεπτή, κατ’ άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, επισκόπηση της προσβαλλόμενης υπ’ αριθ. 69/2019 απόφασης, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των μικροδιαφορών, σε σχέση με το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο ζήτημα της επιβολής αυτεπαγγέλτως χρηματικής ποινής ποσού 1.500 ευρώ, σε βάρος του αναιρεσείοντος Ο.Τ.Α., λόγω παραβίασης του καθήκοντος αληθείας και της µη τήρησης των κανόνων της καλής πίστης κατά τη διεξαγωγή της δίκης, έγιναν δεκτά τα εξής:
«| […] η εν γένει δικονομική συμπεριφορά του εναγομένου O.Τ.Α. εμπίπτει … στο ρυθμιστικό πεδίο της διάταξης (σ.σ. 205 ΚΠολΔ), υπό την έννοια ότι ο τελευταίος παραβίασε εν γνώσει του το επιβαλλόμενο κατά τη διάταξη του άρθρου 116 ΚΠολΔ καθήκον αληθείας, για την τήρηση του οποίου έχει αξίωση η Πολιτεία με σκοπό την αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας, συμπεριφερόμεvος κακόπιστα και παρελκυστικά. Ειδικότερα, παρά του ότι κατά το χρόνο κατάρτισης της επίδικης σύμβασης (26.11.2015) τα όργανα αυτού είχαν σαφέστατη και πλήρη γνώση της όλης διαδικασίας (συμπεριλαμβανομένης και της αντίστοιχης προδικασίας) που θα πρέπει να τηρηθεί προκειμένου να προβούν στη μίσθωση ιδιωτικών αυτοκινήτων δημόσιας χρήσης για να μεταφέρουν ηλικιωμένους των Κέντρων Ανοικτής Προστασίας Ηλικιωμένων της αρμοδιότητάς τους και, ειδικότερα, η τήρηση των όσων ορίζονται στις διατάξεις του άρθρου 83 του v. 3463/2006 και της υπ’ αριθμό 5100/1600/10.04.1984 Υ.Α. του Υπουργού Προεδρίας της Κυβέρνησης «Καθορισμός διαδικασίας μίσθωσης Ιδιωτικών αυτοκινήτων από Δημόσιες Υπηρεσίες και τις υπηρεσίες που αναφέρονται ή εμπίπτουν στις διατάξεις του άρθρου 1 του Ν.Δ. 2396/1953» [βλ. σχετικά με την ανάγκη υποβολής της εκεί αναφερόμενης άδειας σκοπιμότητας προς το Γ.Γ. Περιφέρειας Θεσσαλίας την με αριθμό 216/2006 πράξη του Ελεγκτικού Συνεδρίου/Τμήμα VII (Β’ Διακοπών) που προσκομίζεται με επίκληση από τον εναγόμενο και αφορούσε ίδια περίπτωση μίσθωσης λεωφορείων που είχε καταρτίσει ο ίδιος εναγόμενος προκειμένου να μεταφέρει μέλη του χορευτικού συγκροτήματος σε φεστιβάλ παραδοσιακών χορών και αναφέρεται στο έτος 2005, ήτοι σε χρόνο πολύ προγενέστερο της επίδικης σύμβασης, που αποδεικνύει σαφέστατα τη γνώση του εναγομένου], παρά ταύτα, προέβη κατ’ αρχήν στην κατάρτιση της σχετικής σύμβασης χωρίς να υποβάλει προηγουμένως (πριν την κατάρτισή της) την αντίστοιχη αίτηση προς τον Γ.Γ. Περιφέρειας που θα αναγνώριζε την αναγκαιότητα της μίσθωσης (όπως ο ίδιος είχε υποχρέωση στα πλαίσια της αναγκαίας προδικασίας) και, στη συνέχεια, με έγγραφες προτάσεις αυτού που κατατέθηκαν στο παρόν Δικαστήριο, αφενός αρνείται την εγκυρότητα αυτής (επικαλούμενος δηλαδή μη τήρηση τύπου για την οποία ο ίδιος και μόνο όφειλε να μεριμνήσει) περαιτέρω δε αρνείται ακόμη και τη νομιμότητα της επικουρικής βάσης της κρινόμενης αγωγής, ισχυριζόμενος ειδικότερα το ότι «… ο αντίδικος δεν δικαιούται τα αιτούμενα ποσά ούτε με τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού, αφού δεν είναι βέβαιο ότι ο Γενικός Γραμματέας Περιφέρειας Θεσσαλίας θα χορηγούσε την απαιτούμενη άδεια σκοπιμότητας. Επομένως, ο εναγόμενος Ο.Τ.Α., αμφισβητώντας με τις έγγραφες προτάσεις αυτού τη (νομική αλλά και ουσιαστική) βασιμότητα της κατ’ αυτού στρεφόμενης αγωγής, ενώ γνώριζε ότι α) όλες οι ανωτέρω παρασχεθείσες υπηρεσίες είχαν εκπληρωθεί ολοσχερώς από τον αντίδικό του και έγιναν αποδεκτές από τους νομίμους εκπροσώπους αυτού και είχε μάλιστα διαβεβαιώσει τον ενάγοντα (αντισυμβαλλόμενό του – ιδιώτη) όσον αφορά το έγκαιρο της αποπληρωμής τους, β) τα επίδικα παραστατικά έγγραφα είχαν κατατεθεί στις αρμόδιες οικονομικές υπηρεσίες του αμέσως μετά την εκπλήρωση αυτών από τον αντισυμβαλλόμενό του, τέλος δε, γ) ότι όλα τα όργανα αυτού που αναμείχτηκαν με οποιονδήποτε τρόπο και ιδιότητα τόσο στην προδικασία όσο και κατά την κατάρτιση της επίδικης σύμβασης (Δημοτικό Συμβούλιο, Δήμαρχος, Αντιδήμαρχος ) σαφέστατα γνώριζαν – άλλως όφειλαν σε κάθε περίπτωση να γνωρίζουν – τη σχετική διαδικασία, παραβίασε εν γνώσει του το επιβαλλόμενο, κατά τη διάταξη του άρθρου 116 ΚΠολΔ, καθήκον αληθείας, ενεργώντας αντικειμενικά αντίθετα απ’ την επιβαλλόμενη στην κοινωνική συμβίωση ευθύτητα και εντιμότητα, προτείνοντας μάλιστα στον ενάγοντα (και δανειστή αυτού που είχε ήδη προσηκόντως και πλήρως εκπληρώσει τις από την επίδικη σύμβαση απορρέουσες υποχρεώσεις του έναντι αυτού [την υποβολή εκ μέρους του (δανειστή του) πρότασης συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς με ενδεχόμενη υποχώρηση από τόκους και έξοδα, προκειμένου αυτή (πρόταση συμβιβαστικής επίλυσης) να διαβιβαστεί στη συνέχεια στην Οικονομική Επιτροπή αυτού (ως αρμόδιας Υπηρεσίας) να αποφασίσει τον εξωδικαστικό συμβιβασμό κατ’ άρθρο 72 παρ. 1 εδ.ιδ’του ν. 3852/2010]. Με τον τρόπο όμως αυτό ο εναγόμενος (αναιρεσείων) εκµεταλλευόµενος στο έπακρο την ύπαρξη των αναγκαστικού δικαίου διατάξεων (στις οποίες ο ίδιος κατ’ αρχήν είχε ευθύνη να τηρήσει ως φορέας δημόσιας εξουσίας και όχι ο αντισυµβαλλόµενος αυτού ιδιώτης), υπό την έννοια ότι προέβη στη σύναψη σύμβασης, αποδέχθηκε την εκτέλεσή της και τα αποτελέσματά της, πλην όμως στη συνέχεια, λόγω ύπαρξης τυπικών ελλείψεων αυτής που ο ίδιος είχε ευθύνη να εξασφαλίσει, αποφεύγει (άλλως καθυστερεί απεριόριστα) την εκπλήρωση των ιδίων αυτού υποχρεώσεων (αντιπαροχής) που απορρέουν από αυτές, επέδειξε (αδικαιολόγητα) παρελκυστική συμπεριφορά σε βάρος του ενάγοντα (αντισυµβαλλοµένου αυτού), µε αποτέλεσμα ο τελευταίος να αναγκαστεί για τους ανωτέρω λόγους να απευθύνεται συνεχώς σε ανεξάρτητες αρχές και (εν τέλει στα) Δικαστήρια, µε τα εξ αυτών εξυπακουόµενα έξοδα και αντίστοιχη ταλαιπωρία, κατά πλήρη παραδοχή ως βάσιμων των (πλήρως δικαιολογημένων) περί τούτου σχετικών ισχυρισμών του αντιδίκου του. Σημειώνεται στο σημείο αυτό ότι, ακόμη και η άρνηση της κρινόμενης αγωγής από το εναγόμενο Ο.Τ.Α. (αποτυπωμένη στην εν γένει ανωτέρω δικονομική αυτού συμπεριφορά) ενέχει εμφανέστατα στοιχεία παρελκυστικής δικονομικής αντιμετώπισης από την πλευρά του εναγομένου δεδομένου ότι τα Δικαστήρια καλούνται πλέον να απαντήσουν σε ισχυρισμούς «αφ’ εαυτών» φανερούς που είναι ασφαλώς και με ακρίβεια απολύτως γνωστοί και ήδη έχουν γίνει αποδεκτοί από αυτούς οι οποίοι τους προβάλλουν επιφορτίζοντας παράλληλα τα τελευταία (Δικαστήρια) όλως αδικαιολόγητα και σε βάρος άλλων εκκρεμών υποθέσεων ή όσων πρόκειται να εισαχθούν μελλοντικά και ανήκουν στην αρμοδιότητά τους (π.χ. πλήρωση πινακίων, επιφόρτιση της Γραμματείας του Δικαστηρίου αλλά και του επιλαμβανόμενου της υπόθεσης Δικαστή με την επί μεγάλο χρονικό διάστημα παρακολούθηση της εξελικτικής πορείας της υπόθεσης με την έκδοση πράξεων και αποστολή ηλεκτρονικών μηνυμάτων για την ενημέρωση των φερόμενων ως εμπλεκόμενων διαδίκων κατά τη νέα διαδικασία του άρθρου 237 του ΚΠολΔ κ.λπ.). Ακόμη δε και ο μέσος συνετός άνθρωπος μπορεί έκδηλα και κατά τρόπο εμφανή να διαπιστώσει µε ευχέρεια ότι η κακόπιστη συμπεριφορά αυτή του εναγοµένου είναι αποδοκιμαζόμενη από την ηθική συνήθεια καθώς και την εντιμότητα που θα πρέπει να τηρείται στις συναλλαγές, δεδομένης μάλιστα και της αυξημένης κοινωνικής ευθύνης αυτού λόγω της ιδιότητάς του (Ο.Τ.Α.). Ενόψει των ανωτέρω παραδοχών επομένως και κατ’ αυτεπάγγελτη κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, θα πρέπει να του επιβληθεί – λόγω παραβίασης του καθήκοντος αληθείας και της µη τήρησης των κανόνων της καλής πίστης – η χρηματική ποινή που ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας ορίζεται και η οποία θα περιέλθει στο Ελληνικό Δημόσιο (βλ. άρθρα 106 και 205 αρ.2 του ΚΠολΔ) […]|».
[IV] Με βάση τις παραπάνω παραδοχές, το Δικαστήριο επέβαλε σε βάρος του εναγομένου Ο.Τ.Α. (Δήμου Λαρισαίων) και υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου, χρηματική ποινή ποσού 1.500 ευρώ, λόγω παράβασης του καθήκοντος αληθείας και µη τήρησης των κανόνων της καλής πίστης κατά τη διεξαγωγή της δίκης.
Με τον πρώτο λόγο αναίρεσης, αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 560 ΚΠολΔ, με την αιτίαση ότι το Δικαστήριο με την επιβολή αυτεπαγγέλτως στον αναιρεσείοντα χρηματικής ποινής (κατ’ άρθρο 205 ΚΠολΔ), ποσού 1.500 ευρώ, λόγω παράβασης του καθήκοντος αληθείας και µη τήρησης των κανόνων της καλής πίστης κατά τη διεξαγωγή της δίκης, παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 106 και 205 ΚΠολΔ. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι ο από τον αριθμό 1 του άρθρου 560 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης δεν μπορεί να προβληθεί κατ’ αποφάσεων του Ειρηνοδικείου, που εκδόθηκαν κατά τη διαδικασία των μικροδιαφορών (άρθρα 466 επ. ΚΠολΔ), όπως συμβαίνει εν προκειμένω, όπου το αντικείμενο της διαφοράς (αξίωση από σύμβαση μίσθωσης έργου, άλλως από αδικαιολόγητο πλουτισμό, ύψους 4.857,48 ευρώ), υπολειπόταν του ποσού των 5.000 ευρώ.
Με το δεύτερο λόγο αναίρεσης, αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθμό 6 (όχι 5 που αναφέρεται στο αναιρετήριο) του άρθρου 560 ΚΠολΔ, ότι το Δικαστήριο στέρησε την απόφασή του νομίμου βάσεως, καθόσον δεν διέλαβε καθόλου αιτιολογίες ως προς το κρίσιμο ζήτημα, «γιατί ο ενάγων δεν υπέβαλε αίτηση συμβιβασμού προς την Οικονομική Επιτροπή αν και του προτάθηκε, όπως ανέλεγκτα δέχεται η αναιρεσιβαλλόμενη», καθόσον «εάν το Δικαστήριο δεχόταν ότι ο ενάγων αυτοβούλως δεν υπέβαλε αίτηση συμβιβασμού, διότι γνώριζε ότι η μετέπειτα απόφαση εξώδικου συμβιβασμού δεν θα θεωρείτο από τα αρμόδια όργανα του Ελεγκτικού Συνεδρίου και έτσι δεν θα εισέπραττε τα χρήματα που αξίωνε, θα κατέληγε σε διαφορετική κρίση και δεν θα επέβαλε σε βάρος του τη χρηματική ποινή του άρθρου 205 ΚΠολΔ». Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος, ως απαράδεκτος, διότι η ως άνω επικαλούμενη αιτίαση αφορά επιχειρήματα του αναιρεσείοντος, προς ενίσχυση των ως άνω απόψεών του. Ο ίδιος λόγος, κατά το μέρος του, με το οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αυτή αναιρετική πλημμέλεια (από τον αριθμό 6 του άρθρου 560 ΚΠολΔ), με την αιτίαση ότι η κρίση αυτής ότι « […] επιφορτίζονται παράλληλα τα τελευταία (Δικαστήρια) όλως αδικαιολόγητα και σε βάρος άλλων εκκρεμών υποθέσεων ή όσων πρόκειται να εισαχθούν μελλοντικά και ανήκουν στην αρμοδιότητά τους (π.χ. πλήρωση πινακίων, επιφόρτιση της Γραμματείας του Δικαστηρίου αλλά και του επιλαμβανόμενου της υπόθεσης Δικαστή με την επί μεγάλο χρονικό διάστημα παρακολούθηση της εξελικτικής πορείας της υπόθεσης με την έκδοση πράξεων και αποστολή ηλεκτρονικών μηνυμάτων για την ενημέρωση των φερόμενων ως εμπλεκόμενων διαδίκων κατά τη νέα διαδικασία του άρθρου 237 ΚΠολΔ […]», είναι εσφαλμένη, διότι θα μπορούσε να αφορά υποθέσεις που εκδικάζονται με τη νέα τακτική διαδικασία, ενώ η ένδικη διαφορά εκδικάσθηκε με τη διαδικασία των μικροδιαφορών, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι η άνω αναφορά του δικαστηρίου, περί αδικαιολόγητης επιβάρυνσης των δικαστηρίων, αποτελεί επιχείρημα για την ενίσχυση της παραπάνω κρίσης του, η οποία σε κάθε περίπτωση δεν στηρίζει το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης. Σε κάθε δε περίπτωση, ενόψει των ανωτέρω παραδοχών της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι ο αναιρεσείων αρνούμενος εν γνώσει τη νομική αλλά και την ουσιαστική βασιμότητα της αγωγής, επέδειξε παρελκυστική δικονομική συμπεριφορά και επέβαλε σ’ αυτόν χρηματική ποινή, κρίση η οποία ως αναγομένη περί τα πράγματα είναι αναιρετικώς ανέλεγκτη (σχ. ΑΠ 1185/1984), ως άνω λόγος αναίρεσης, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, καθόσον, υπό την επίφαση της επικαλούμενης πλημμέλειας, πλήττεται η περί τα πράγματα αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ).
[V] Κατά συνέπεια, πρέπει, να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων Ο.Τ.Α. στα δικαστικά έξοδα του δευτέρου αναιρεσίβλητου Ελληνικού Δημοσίου, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα αυτού (άρθρα 106, 176, 183 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ), μειωμένα, κατ’ άρθρο 22 παρ. 1 ν. 3693/1957, όπως ειδικότερα, ορίζεται στο διατακτικό. Δικαστικά έξοδα δεν επιδικάζονται υπέρ του πρώτου αναιρεσίβλητου, αφού, λόγω της ερημοδικίας του, δεν υποβλήθηκε σε έξοδα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 31.10.2019 (αρ. κατ. 1/2019) αίτηση αναίρεσης κατά της υπ’ αριθ. 69/2019 απόφασης του Ειρηνοδικείου Λάρισας, που εκδόθηκε με την ειδική διαδικασία των μικροδιαφορών. Και
Επιβάλλει σε βάρος του αναιρεσείοντος τα δικαστικά έξοδα του δευτέρου αναιρεσιβλήτου Ελληνικού Δημοσίου, μειωμένα, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 12 Οκτωβρίου 2021.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
και ήδη
Αντιπρόεδρος του
Αρείου Πάγου
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 19 Οκτωβρίου 2021.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ