Αριθμός 1252/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
A1’ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Βασίλειο Πέππα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Γεράσιμου Φουρλάνου), Γεώργιο Λέκκα, Ιωάννη Μπαλιτσάρη, Αγγελική Τζαβάρα και Θωμά Γκατζογιάννη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 21 Νοεμβρίου 2016, με την παρουσία και της Γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Α. Α. του Α., κατοίκου …, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αυγερινό Ανδρέου και κατέθεσε προτάσεις.
Του αναιρεσίβλητου: Δ. Π. του Ι., κατοίκου …, ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Πέτρου Χασάπη και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 27-7-2010 αγωγή του ήδη αναιρεσίβλητου, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις:5664/2011 μη οριστική και 5878/2013 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 1781/2015 του Εφετείου Αθηνών.
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 16-7-2015 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
O Εισηγητής Αρεοπαγίτης Θωμάς Γκατζογιάννης ανέγνωσε την από 2-2-2015 έκθεση του κωλυομένου να συμμετάσχει στην σύνθεση Αρεοπαγίτη Γεωργίου Καγκάνη, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη των λόγων της αιτήσεως αναιρέσεως.
Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων, εκδοθείσα κατά την τακτική διαδικασία, 1781/2015 τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου Αθηνών, η οποία μετά την παραδοχή ως βάσιμης και κατ’ ουσίαν της έφεσης που είχε ασκήσει η αναιρεσείουσα κατά της 5878/2013 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, δέχθηκε εν μέρει την από 27.7.2010 αγωγή του αναιρεσίβλητου για αναγνώριση της υποχρέωσης της αναιρεσείουσας να καταβάλει σ’ αυτόν το ποσό της απαίτησής του από τη συμβολή αυτού στην επαύξηση της περιουσίας της κατά τη διάρκεια του γάμου τους. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 και 564 παρ. 1 ΚΠολΔ).
Η κατά το άρθρο 1400 Α.Κ. αξίωση του συζύγου για συμμετοχή στα αποκτήματα του άλλου είναι ενοχική και προσωποπαγής, γεννάται δε από τη στιγμή που θα λυθεί ή θα ακυρωθεί αμετακλήτως ο γάμος ή που θα συμπληρωθεί τριετία στη διάσταση των συζύγων. Εξάλλου, όπως συνάγεται από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 3, 174,178,871,1400 και 1441 Α.Κ., ναι μεν η διάταξη του άρθρου 1400 Α.Κ. έχει τον χαρακτήρα κανόνα αναγκαστικού δικαίου, και συνεπώς παραίτηση του δικαιούχου ή σύναψη αντιθέτων συμφωνιών εκ των προτέρων, πριν δηλαδή γεννηθεί η σχετική αξίωση απαγορεύεται και είναι άκυρη. Δεν αποκλείεται, όμως, από τη διάταξη αυτή, όπως το ζήτημα των αποκτημάτων γίνει αντικείμενο ενός γενικότερου διακανονισμού των περιουσιακών σχέσεων των συζύγων, στις διαπραγματεύσεις αυτών για να καταλήξουν στην κατά το άρθρο 1441 Α.Κ. συμφωνία συναινετικού διαζυγίου, οπότε, κατ’ εξαίρεση, η συμφωνία αυτή είναι ισχυρή, με τον όρο ότι η συμφωνία των συζύγων για τα αποκτήματα τελεί υπό την αναβλητική αίρεση της εκ του λόγου αυτού διαζυγίου λύσεως του γάμου. Πράγματι, αφού μόνη η κοινή συναίνεση σε διαζύγιο συνιστά αυτοτελή και δεσμευτικό για το δικαστή λόγο διαζυγίου, πολύ περισσότερο θα είναι ισχυρή και η υπό αίρεση ρύθμιση στο στάδιο αυτό της ενοχικής αξιώσεως για τα αποκτήματα, ακόμη και δια παραιτήσεως, εκτός αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν οι γενικοί όροι ακυρότητας της δηλώσεως βουλήσεως, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 178 και 179 ΑΚ. Η ρυθμιστική αυτή για τα αποκτήματα συμφωνία, εφόσον δεν πληρωθεί η αναβλητική αίρεση υπό την οποία τελεί, δηλαδή της λύσεως του γάμου με συναινετικό διαζύγιο, δεν επιφέρει αποτελέσματα και δεν μπορεί ως εκ τούτου, να θεμελιώσει ανατρεπτική ένσταση (ΑΠ 336/2010, ΑΠ 819/2004, ΑΠ 668/2001). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 του Κ.Πολ.Δ, ο λόγος αναίρεσης για ευθεία παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ιδρύεται, αν αυτός δεν εφαρμόστηκε ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής τους ή αν εφαρμόστηκε ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή. Με τον λόγο αυτό ελέγχεται, αν υπήρξε σφάλμα στη μείζονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού είτε αυτή διατυπώνεται ρητώς είτε εξυπονοείται ή σφάλμα στην υπαγωγή της ελάσσονος πρότασης, την οποία συνιστούν οι πραγματικές παραδοχές στη μείζονα πρόταση. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 559 αρ. 14 του Κ.Πολ.Δ αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο παρά το νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από το δικαίωμα ή απαράδεκτο. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, η ακυρότητα πρέπει να έχει λάβει χώρα ενώπιον του δικάσαντος δικαστηρίου και να χαρακτηρίζεται ως δικονομική. Το έννομο συμφέρον όμως και η νομιμοποίηση του διαδίκου, αποτελούν, σύμφωνα με το άρθρο 68 ΚΠολΔ, ουσιαστικές προϋποθέσεις για την παροχή δικαστικής προστασίας.
Συνεπώς, η εσφαλμένη κρίση του δικαστηρίου ότι συντρέχουν ή όχι οι προϋποθέσεις αυτές ιδρύει τον αναιρετικό λόγο του αριθμού 1 του άρθρου 559 και όχι εκείνον του αριθμού 14, ο οποίος ανακύπτει μόνον όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν εκτίθενται τα στοιχεία που θεμελιώνουν τη νομιμοποίηση και δικαιολογούν το έννομο συμφέρον για την άσκησή της (ΟλΑΠ 25/2008, ΑΠ 270/2015).
Στην προκείμενη περίπτωση, από την παραδεκτή επισκόπηση του περιεχομένου της πληττόμενης απόφασής του το Εφετείο, το οποίο έκρινε επί αγωγής του αναιρεσίβλητου για συμμετοχή του στα αποκτήματα της αναιρεσείουσας, δέχθηκε ανελέγκτως και τα ακόλουθα: “Στην προκείμενη περίπτωση η εναγομένη-εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι ενώ οι διάδικοι τελούσαν σε διάσταση και εν όψει της επικείμενης λύσης του γάμου τους με διαζύγιο, το οποίο πράγματι έλαβε χώρα με την υπ’ αριθμ. 2738/2005 (αμετάκλητη) απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, επέλυσαν τις περιουσιακές διαφορές με το από 15.9.2004 ιδιωτικό συμφωνητικό με βάση το οποίο συμφωνήθηκε ότι ο ενάγων θα λάβει από την εναγομένη το ποσό των 17000 Ευρώ, ως συμμετοχή του στην επαύξηση της περιουσίας της, το οποίο και του κατέβαλε η τελευταία, παραδίδοντάς του ένα αυτοκίνητο, που πωλήθηκε, καθώς επίσης ανέλαβε η εναγομένη την υποχρέωση να μεταβιβάσει στα τότε ανήλικα τέκνα τους Μ. και Α. Π. ποσοστό 25% στο καθένα της ψιλής κυριότητας της αναφερόμενης οικοδομής, η οποία όμως δεν μεταβιβάστηκε για τους λόγους που αναφέρει, κατόπιν δε αυτού ο ενάγων δήλωσε ότι παραιτείται ρητά από κάθε αξίωση για απόδοση του μεριδίου του εκ της συμβολής του στην αύξηση της περιουσίας της κατά τη διάταξη του άρθρου 1400 ΑΚ. Ο ισχυρισμός αυτός με τον οποίο επιχειρείται να θεμελιωθεί ένσταση καταλυτική της αγωγής είναι ωστόσο αβάσιμος και εντεύθεν απορριπτέος, καθόσον η εν λόγω ρυθμιστική συμφωνία και παραίτηση του ενάγοντος προϋπέθετε τη λύση του γάμου όχι για οποιοδήποτε λόγο, αλλά μόνο συναινετικά, ενώ ο γάμος των διαδίκων λύθηκε τελικά, όχι με συναινετικό διαζύγιο, αλλά λόγω ισχυρού κλονισμού της έγγαμης σχέσης από λόγους που αφορούν το πρόσωπο του ενάγοντος, κατ’ αντιδικία δυνάμει της προαναφερθείσας απόφασης, και επομένως η ρυθμιστική για τα αποκτήματα συμφωνία και η παραίτηση του ενάγοντος από την αξίωση συμμετοχής του σ’ αυτά, προ της γέννησης της είναι άκυρες, εφόσον τελούσαν υπό την αναβλητική αίρεση της λύσης του γάμου με συναινετικό διαζύγιο, η οποία όμως ματαιώθηκε”. Η αναιρεσείουσα με τον πρώτο λόγο της αναίρεσης προσβάλει την απόφαση με την αιτίαση, ότι εσφαλμένα δεν απέρριψε την αγωγή, ως απαράδεκτη, λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος του ενάγοντος, καθόσον διατείνεται ότι δεν είχε ενεργό δικαίωμα στα αποκτήματα, αφού είχε παραιτηθεί νομότυπα της σχετικής αξιώσεώς του, θεμελιώνοντας, κατά την αναγραφή στο δικόγραφο, το λόγο από τον αρ. 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Όμως, όπως προαναφέρθηκε, το έννομο συμφέρον αποτελεί ουσιαστική προϋπόθεση για την παροχή δικαστικής προστασίας και η εσφαλμένη κρίση του δικαστηρίου ως προς τη συνδρομή ή όχι της προϋποθέσεως αυτής, ιδρύει τον αναιρετικό λόγο από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ και όχι εκείνον από τον αρ. 14. Η εσφαλμένη, όμως, παράθεση στο αναιρετήριο του αριθμού του λόγου αναίρεσης, δεν εμποδίζει τον Άρειο Πάγο εκτιμώντας το δικόγραφο της αίτησης αναίρεσης, να υπαγάγει τις προβαλλόμενες αιτιάσεις στον προσήκοντα λόγο αναίρεσης ερευνώντας την επικαλούμενη πλημμέλεια με την ορθή διάταξη, εφόσον εκτίθενται με πληρότητα όλα τα αναγκαία προς θεμελίωση του προβαλλόμενου από αυτήν λόγου αναίρεσης περιστατικά (ΑΠ 648/2011, ΑΠ 484/2010, ΑΠ 695/2010). Στην προκείμενη περίπτωση, ενόψει του ότι στο δικόγραφο εκτίθενται όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για τη θεμελίωση του προβαλλόμενου λόγου της αναίρεσης, κατ’ ορθή υπαγωγή των περιστατικών και χαρακτηρισμό των αιτιάσεων αυτεπαγγέλτως από τον Άρειο Πάγο, εκτιμάται ότι με τον πρώτο λόγο της αναίρεσης, προβάλλεται αιτίαση από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Όμως, με τις ανωτέρω παραδοχές το Εφετείο, το οποίο έκρινε ότι η συμφωνία διακανονισμού των περιουσιακών σχέσεων των διαδίκων, που περιέχεται στο εν λόγω ιδιωτικό συμφωνητικό, και η με αυτό παραίτηση της αναιρεσίβλητου από την αξίωση συμμετοχής του στα αποκτήματα της συζύγου του, δεν ήταν έγκυρη, καθόσον είχε γίνει πριν η αξίωση αυτή γεννηθεί και επειδή είχε ματαιωθεί η αναβλητική αίρεση υπό την οποία είχε καταρτισθεί η συμφωνία που περιείχε την εν λόγω παραίτηση, η οποία συνίστατο στη λύση του γάμου όχι για οποιοδήποτε λόγο, αλλά μόνον με συναινετικό διαζύγιο, ακολούθως δε απέρριψε τη σχετική ένσταση της αναιρεσείουσας, δεν παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 62, 68, 3, 174, 178, 1400 και 1441 ΑΚ, τις οποίες αληθώς ερμήνευσε και ορθώς εφάρμοσε. Επομένως, ο πρώτος λόγος της αίτησης, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η σχετική από το άρθρο 559 αριθ. 1 του ΚΠολΔ πλημμέλεια, πρέπει να απορριφθεί.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ.3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος απ’ αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνηση της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία). Δεν υπάρχει όμως ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες. Εξ άλλου, το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα, και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις δε αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Περαιτέρω, τα επιχειρήματα του δικαστηρίου, που σχετίζονται με συνεκτίμηση των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν “αιτιολογία” της απόφασης, ώστε στο πλαίσιο της ερευνώμενης διάταξης του άρθρου 559 αρ.19 ΚΠολΔ να επιδέχεται αυτή μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια, ενώ δεν δημιουργείται ο ίδιος λόγος αναίρεσης του αρ.19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ ούτε εξ αιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα μη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισμούς επιχειρήματα των διαδίκων, οπότε ο σχετικός λόγος αναίρεσης απορρίπτεται ως απαράδεκτος. Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 561 παρ.1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας των πραγματικών περιστατικών, εφ’ όσον δεν παραβιάστηκαν με αυτά κανόνες δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί ή, εφόσον η εκτίμηση τους δεν ιδρύει λόγους αναίρεσης από τους αριθμούς 19 και 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι από τον Άρειο Πάγο ανέλεγκτη, ο δε λόγος αναίρεσης εκ του περιεχομένου του οποίου προκύπτει ότι δεν συντρέχει καμία από τις προαναφερθείσες εξαιρετικές περιπτώσεις απορρίπτεται ως απαράδεκτος, εφόσον πλέον πλήττεται η ουσία της υποθέσεως που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο. Στην προκείμενη περίπτωση το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφαση, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων, και τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: “Οι διάδικοι τέλεσαν νόμιμο γάμο στις 21/06/1986, ο οποίος λύθηκε δυνάμει της με αρ. 2738/2005 απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που κατέστη αμετάκλητη στις 17/05/2006, από το γάμο τους δε αυτό απέκτησαν δύο τέκνα, ήδη ενήλικα. Πριν από το γάμο τους η εναγομένη δεν είχε κανένα περιουσιακό στοιχείο, ενώ το έτος 1996, δυνάμει του υπ’ αριθμ. …11-01-1996 συμβολαίου της Συμβ/φου Ν. Λιοσίων Μ. Π., απέκτησε με γονική παροχή, κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή, ένα οικόπεδο μετά των εντός αυτού πεπαλαιωμένων κατεδαφιστέων κτισμάτων, που βρίσκεται στη θέση “…” εντός Ο.Τ. … του εκγεκριμένου σχεδίου πόλεως του Δήμου …, έκτασης 204 τ.μ., συνορευόμενο …… Τα εντός του ως άνω οικοπέδου πεπαλαιωμένα κτίσματα δεν είχαν καμία αξία, ενώ ήδη κατά το χρόνο της γονικής παροχής είχε εκδοθεί η με αρ. …/28-12-1995 άδεια κατεδάφισης τους της Πολεοδομίας Αιγάλεω. Η αντικειμενική αξία του οικοπέδου το έτσς 1996 ήταν περίπου 25.500 ευρώ, ενώ κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής (Ιούλιο του 2010) η (εμπορική) αξία του ανέρχονταν στο ποσό των 75.000 ευρώ. Επί του ως άνω οικοπέδου ανεγέρθηκε σταδιακά τριώροφη οικοδομή, η οποία, κατά τον χρόνο της αμετάκλητης λύσης του γάμου των διαδίκων (17/05/2006) αποτελούνταν από: α) υπόγειο το οποίο περιλαμβάνει διαμέρισμα περίπου 50 τ.μ., αποθήκη και κλιμακοστάσιο, β) ισόγειο-πυλωτή, το οποίο περιλαμβάνει κοινόχρηστο χώρο πυλωτής, κλειστό χώρο στάθμευσης, επιφάνειας περίπου 58 τ.μ., όπου φαίνεται (από την τουαλέτα και τις καλωδιώσεις) ότι προορίζεται για μετατροπή σε κατοικία, που όμως ποτέ δεν ολοκληρώθηκε, και από ακάλυπτο χώρο οικοπέδου ολοκληρωμένου, γ) 1ο όροφο, ο οποίος αποτελεί ολοκληρωμένο λειτουργικό διαμέρισμα 120 τ.μ. και κοινόχρηστο κλιμακοστάσιο 10 τ.μ, δ) 2° όροφο, ο οποίος αποτελείται από ένα ημιτελές διαμέρισμα επιφάνειας 120 τ.μ. και στον οποίο υφίστανται υδραυλικές εγκαταστάσεις και εν μέρει ηλεκτρικές, ενώ δεν έχουν γίνει τα εσωτερικά επιχρίσματα, δεν έχουν τοποθετηθεί δάπεδα καθώς και η εγκατάσταση θέρμανσης, ε) 3ο όροφο, ο οποίος αποτελείται από ένα ημιτελές διαμέρισμα επιφάνειας 65 τ.μ. και στο οποίο έχουν ολοκληρωθεί σε μεγάλο βαθμό οι εγκαταστάσεις υδραυλικών και ηλεκτρικών και έχουν γίνει τα εσωτερικά επιχρίσματα, ενώ δεν έχουν τοποθετηθεί τα δάπεδα και η εγκατάσταση θέρμανσης.
Συνεπώς το ισόγειο είναι ολοκληρωμένο σε ποσοστό 96,59%, ο 2ος όροφος σε ποσοστό 90,92%, ο 3ος όροφος σε ποσοστό 92,74% και ο χώρος των κοινοχρήστων σε ποσοστό 98,85%. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η εμπορική αξία του υπογείου διαμερίσματος κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής είναι 37.000 ευρώ, του ισογείου διαμερίσματος 48.295 ευρώ, του διαμερίσματος του 1ου ορόφου 240.000 ευρώ, του διαμερίσματος του 2ου ορόφου 226.618,40 ευρώ και του διαμερίσματος του 3ου ορόφου είναι 130.118,20 ευρώ, ήτοι συνολικά 682.031,60 ευρώ. Τα ανωτέρω (δηλ η κατάσταση της οικοδομής και η αξία της) γίνονται δεκτά με βάση την προαναφερθείσα έκθεση πραγματογνωμοσύνης, που διενεργήθηκε, όπως διέταξε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, τα πορίσματα της οποίας, παρά τα περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα από την ενάγουσα εκκαλούσα, δεν αναιρούνται κατά τρόπο πειστικό από κανένα άλλο αποδεικτικό μέσο. Επομένως η εμπορική αξία ολόκληρου του ακινήτου (συμπεριλαμβανομένου και του οικοπέδου) στην κατάσταση που βρισκόταν στις 17-05-2006, αναγόμενη αυτή κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής (30-07-2010) ανέρχεται στο ποσό των 682.031,60 ευρώ.
Συνεπώς η καθαρή αξία της επαύξησης της ακίνητης περιουσίας της εναγόμενης κατά τη διάρκεια του μεταξύ των διαδίκων γάμου είναι 607.031,60 ευρώ (682.031,60 ευρώ η αξία ολόκληρου του ακινήτου μείον 75.000 ευρώ η αξία του οικοπέδου). Περαιτέρω από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν αποδείχθηκε ότι τα κινητά πράγματα, που αναφέρει ο ενάγων στην αγωγή του ότι (ο ίδιος) αγόρασε για τον οικιακό εξοπλισμό της ανωτέρω οικίας, υπήρχαν στην περιουσία της εναγόμενης κατά τον κρίσιμο χρόνο (αμετάκλητης λύσης του γάμου) και συνεπώς περιλαμβάνονται αυτά στην τελική περιουσία της εναγόμενης, αποτελώντας επαύξηση της. Το συνολικό κόστος της ως άνω κατασκευής, ανήλθε στο ποσό των 440.000 ευρώ, ενώ μέρος αυτού και δη ποσό ύψους 29.347,03 ευρώ καλύφθηκε από προϊόν δανείου που έλαβε η εναγόμενη από την τράπεζα “… BANK” και υπέρ του – οποίου εγγυήθηκε ο ενάγων. Ακολούθως αποδείχθηκε ότι ο ενάγων εργαζόταν στην εταιρεία “…” από το Σεπτέμβριο του έτους 1982, αρχικά ως τεχνίτης, μετά ως αποθηκάριος, αργότερα ως πωλητής πάγκου και από το έτος 1997 ως εξωτερικός πωλητής με πάγια αντιμισθία, ενώ λάμβανε και ποσοστά επί των πωλήσεων, ενώ το έτος 2000 προσελήφθη επίσης ως εξωτερικός πωλητής στην εταιρεία “… ΕΛΛΑΣ”. Το σύνολο των εισοδημάτων του από την ανωτέρω εργασία του, κατά το χρονικό διάστημα από την σύναψη του γάμου του με την εναγόμενη, ήτοι από το έτος 1986 έως το έτος 2006, οπότε λύθηκε αυτός, ανήλθε στο ποσό των 290.319,24 ευρώ (βλ. εκκαθαριστικά σημειώματα της αρμόδιας Δ.Ο.Υ για τα αντίστοιχα έτη). Προσέτι στις 17/9/1996 εισέπραξε από την ασφαλιστική εταιρία “…” το ποσό των 2.347,76 ευρώ, που του είχε επιδικασθεί ως προσωρινώς εκτελεστό με την υπ’ αριθμ. 4162/1996 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ως αποζημίωση για τη ζημία που υπέστη από τροχαίο ατύχημα, ενώ στις 27/03/1998 εισέπραξε από το ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ το ποσό των 9.421,47 ευρώ σε εξόφληση της υπ’ αριθμ. 9656/1997 απόφασης του Εφετείου Αθηνών για το αυτό ως άνω τροχαίο ατύχημα. Επιπλέον αποδεικνύεται ότι η εναγομένη κατά τη διάρκεια του γάμου της με τον ενάγοντα εργάστηκε περιστασιακά ως ιδιωτική υπάλληλος σε διάφορες εταιρίες, ενώ για κάποιο χρονικό διάστημα (μη εξακριβωμένο επακριβώς) διατηρούσε ατομική επιχείρηση (πιτσαρία και συναφή είδη) στα άνω Λιόσια Αττικής, την οποία στις 27/6/1995 πώλησε αντί τιμήματος 9832 ευρώ. Συνολικά από την εργασία της κατά τα επίδικα έτη (1986-2006) εισέπραξε το ποσό των 93195,32 ευρώ (βλ. προσκομιζόμενα αντίγραφα των σχετικών φορολογικών της δηλώσεων) και συνεπώς μετά την πρόσθεση και του ποσού των 9832 ευρώ (τίμημα από την πώληση της ατομικής επιχείρησης), τα συνολικά εισοδήματα της ανήλθαν στο ποσό των 103027,32 ευρώ. Από την αντιπαραβολή των εισοδημάτων των διαδίκων προκύπτει ότι τα εισοδήματα του ενάγοντος ήταν εμφανώς μεγαλύτερα από τα εισοδήματα της εναγομένης. Με τα εισοδήματα του δε αυτά ο ενάγων συμμετείχε στην ανέγερση της ως άνω περιγραφόμενης οικοδομής και την εντεύθεν κατά τη διάρκεια του γάμου των διαδίκων επαύξηση της περιουσίας της εναγομένης, καθ’ υπέρβαση της υφιστάμενης (κατά τις διατάξεις των άρθρων 1389 και 1390 ΑΚ) υποχρέωσής του συνεισφοράς στις οικογενειακές ανάγκες, τόσον δια της αποταμίευσης των χρηματικών ποσών, που χρησιμοποιήθηκαν για την ανοικοδόμηση του προαναφερόμενου περιουσιακού στοιχείου, όσο και της αποπληρωμής του δανείου που έλαβαν οι διάδικοι για το λόγο αυτό. Από κανένα αποδεικτικό μέσο όμως δεν αποδείχθηκε ότι ο ενάγων συνέβαλε στην επαύξηση της περιουσίας της εναγομένης επιπροσθέτως και με την ανάληψη εκ μέρους του της επιστασίας και επίβλεψης της υπό ανέγερση ως άνω οικοδομής, καθώς και με την παροχή της προσωπικής του εργασίας στην ανοικοδόμησή της. Άλλωστε αυτός λόγω της επαγγελματικής του απασχόλησης ως εξωτερικού πωλητή, δεν είχε σταθερό ωράριο εργασίας, ενώ πολλές φορές αναγκαζόταν να μεταβαίνει στην επαρχία και συνεπώς σύμφωνα και με τα διδάγματα της κοινής πείρας δεν του απέμενε ικανός χρόνος ούτως ώστε να δύναται να απασχοληθεί επισταμένως και με την ανέγερση της ανωτέρω οικοδομής. Εν όψει λοιπόν όλων των προεκτεθέντων γίνεται δεκτό ότι ο ενάγων συνέβαλε με τα εισοδήματά του στην κατά τα ως άνω επαύξηση της περιουσίας της εναγομένης κατά τη διάρκεια του γάμου. Η ως άνω συμβολή του ενάγοντος αποτιμάται κατά το τεκμήριο του άρθρου 1400 παρ. 1 εδ. β’ ΑΚ στο 1/3 της επαύξησης της περιουσίας της εναγομένης, ήτοι σε ποσό 202343,86 (607031,60 χ 1/3) ευρώ, εφόσον δεν αποδείχθηκε από την πλευρά του (παρά τους περί του αντιθέτουν ισχυρισμούς του) μεγαλύτερη συμβολή του, αλλά ούτε από την άλλη πλευρά και μικρότερη ή μηδενική, πράγμα που εξάλλου ουδέ καν προβάλλει η εναγομένη”. Με τις ανωτέρω αναιρετικά ανέλεγκτες ουσιαστικές παραδοχές του το Εφετείο, διέλαβε σαφείς, πλήρεις και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες για να στηρίξει το αποδεικτικό του πόρισμα και την εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 1400 ΑΚ αναφορικά με τη συμβολή του αναιρεσιβλήτου και το μέγεθος αυτής στα κατά τη διάρκεια του γάμου των διαδίκων αποκτήματα της αναιρεσείουσας. Επομένως, οι δεύτερος και τρίτος λόγοι της αναίρεσης, με τους οποίους η αναιρεσείουσα, ισχυριζόμενη εκ πλαγίου παραβίαση της ως άνω ουσιαστικής διατάξεως, που συνίσταται σε ανεπάρκεια και αντιφατικότητα των αιτιολογιών κατά τούτο της αποφάσεως, μέμφεται την αναιρεσιβαλλόμενη για την πλημμέλεια από τον αρ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμοι. Αντίθετα, απαραδέκτως προσβάλλεται παράλληλα η ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του δικαστηρίου της ουσίας αναφορικά με το κόστος κατασκευής και την αξία του ακινήτου της αναιρεσείουσας κατά τον χρόνο ασκήσεως της αγωγής, την αξία του οικοπέδου επί του οποίου κατασκευάστηκε η οικοδομή, με τα διαφορετικά επιχειρήματα που διατυπώνει η αναιρεσείουσα για την αξιολόγηση των αποδείξεων των ζητημάτων αυτών και τα χαρακτηριζόμενα από αυτήν ως διδάγματα κοινής πείρας, τα οποία όμως σχετίζονται με τις αποδείξεις και όχι με την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σ’ αυτούς.
Κατ’ ακολουθία, πρέπει να απορριφθεί η από 16.7.2015 αίτηση για αναίρεση της 1781/2015 απόφασης του Εφετείου Αθηνών, και να διαταχθεί, κατά την παρ. 4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 4055/2012, η εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο των παραβόλων που κατατέθηκαν από την αναιρεσείουσα υπέρ του Δημοσίου και του ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ., κατά την άσκηση της αίτησης αναίρεσης και επισυνάφθηκαν στη σχετική 715/2015 έκθεση κατάθεσης της Γραμματέα του Εφετείου Αθηνών. Εξάλλου, η αναιρεσείουσα που νικήθηκε πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου, κατά το σχετικό αίτημα του τελευταίου (άρθρα 176, 183, 189 παρ. 1 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 16.7.2015 αίτηση της Α. Α. του Α. για αναίρεση της 1781/2015 απόφασης του Εφετείου Αθηνών.
Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο των παραβόλων υπέρ του Δημοσίου και υπέρ του ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ. που κατατέθηκαν κατά την άσκηση της αναίρεσης.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αναιρεσίβλητου, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 21 Ιουνίου 2017.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 5 Ιουλίου 2017.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ