Αριθμός 1275/2020
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
A1′ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Λέκκα Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αθανάσιο Καγκάνη, Αλτάνα Κοκκοβού, Ιωάννη Μπαλιτσάρη και Αγγελική Τζαβάρα – Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 4 Δεκεμβρίου 2017, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Πιστωτικού Ιδρύματος με την επωνυμία “…”, τελούντος υπό εκκαθάριση, που εδρεύει στην …, και εκπροσωπείται νόμιμα από τον ειδικό εκκαθαριστή αυτού, ήτοι την Ανώνυμη Εταιρεία με την επωνυμία …, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αντώνιο Παπαδημητρόπουλο που ανακάλεσε την από 30/12/2017 δήλωση για παράσταση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, παραστάθηκε στο ακροατήριο και κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Ε…Χ… του Ι…, κατοίκου …, 2) Ι… Χ… του Ν…, 3) Ν… Χ… του Ι…, κατοίκων … οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Σπυρίδωνα Περδικάρη με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 2/8/2006 αγωγή, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 246/2014 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 1932/2016 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον με την από 19/12/2016 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα, κατά την τακτική διαδικασία, 1932/2016 τελεσίδικη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, το οποίο, δεχόμενο την από 10-6-2014 έφεση των ήδη αναιρεσιβλήτων κατά της 246/2014 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που είχε εκδοθεί ερήμην τους, αφού εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση και δίκασε επί της από 2/8/2006 αγωγής διαρρήξεως της αναφερόμενης στο δικόγραφό της απαλλοτριωτικής δικαιοπραξίας μεταξύ των αναιρεσίβλητων εναγομένων ως καταδολιευτικής, απέρριψε αυτή ως ουσιαστικά αβάσιμη. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ. 1 ΚΠολΔ), είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρο 577 παρ. 1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο του λόγου της (άρθρο 577 παρ. 3 ΚΠολΔ). Κατά την έννοια του αρθρ. 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που ιδρύει τον προβλεπόμενο από τη διάταξη αυτή λόγο αναίρεσης, υπάρχει, όταν ο κανόνας δικαίου είτε ερμηνεύτηκε εσφαλμένα, δηλαδή το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σ’ αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε δεν εφαρμόσθηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, είτε εφαρμόσθηκε, ενώ αυτές δεν συνέτρεχαν ή εφαρμόσθηκε εσφαλμένα (ΟλΑΠ 4/2005, 7/2006, 2/2013).
Συνεπώς, κατά τις παραπάνω διακρίσεις, η παράβαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που οδηγεί σε εσφαλμένο νομικό συλλογισμό και κατ’ επέκταση σε εσφαλμένη εφαρμογή του δικαίου, εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου είτε ως εσφαλμένη υπαγωγή σ’ αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης, που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού της απόφασης. Έτσι, με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης, ο οποίος για να είναι ορισμένος πρέπει να καθορίζονται στο αναιρετήριο τόσο η διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάσθηκε, όσο και το αποδιδόμενο στην προσβαλλόμενη απόφαση νομικό σφάλμα (ΑΠ 325/2004), ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής ή των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς (ΑΠ 1947/2006), οπότε πρέπει να παρατίθενται στο αναιρετήριο και οι αντίστοιχες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά και υπό τα οποία συντελέσθηκε η επικαλούμενη παράβαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου (ΟλΑΠ 20/2005). Αντίθετα, η έλλειψη μείζονος πρότασης στην απόφαση ή οι εσφαλμένες κρίσεις του δικαστηρίου σ’ αυτή, ως προς την έννοια διάταξης ουσιαστικού δικαίου, δεν αρκούν από μόνες τους για να ιδρύσουν το λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ, αν κατά τα λοιπά δεν συνέχονται με την ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου, αφού το διατακτικό της απόφασης δεν στηρίζεται στις νομικές αναλύσεις του δικαστηρίου, αλλά στις ουσιαστικές παραδοχές του, που διατυπώνονται στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού του.
Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 939 έως 942 Α.Κ. προκύπτει ότι για τη γέννηση της αξιώσεως προς διάρρηξη καταδολιευτικής δικαιοπραξίας απαιτείται η συνδρομή των κατωτέρω προϋποθέσεων: α) απαίτηση του δανειστή κατά του οφειλέτη, γεννημένη κατά το χρόνο που ο τελευταίος επιχειρεί απαλλοτρίωση, β) απαλλοτρίωση από τον οφειλέτη περιουσιακού στοιχείου του, γ) πρόθεση βλάβης των δανειστών, κατά το χρόνο που γίνεται η απαλλοτρίωση, η οποία (πρόθεση) θεωρείται ότι υπάρχει, όταν ο οφειλέτης γνωρίζει, ότι με την απαλλοτρίωση του περιουσιακού του στοιχείου θα περιέλθει σε τέτοια οικονομική κατάσταση, ώστε η περιουσία που του απομένει να μην αρκεί για την ικανοποίηση του δανειστή, ο οποίος έτσι θα υποστεί βλάβη από την απαλλοτρίωση, δ) γνώση του τρίτου, υπέρ του οποίου η απαλλοτρίωση, κατά τον ίδιο χρόνο πραγματοποίησής της, ότι ο οφειλέτης απαλλοτριώνει προς βλάβη των δανειστών του, η οποία γνώση τεκμαίρεται, όταν ο τρίτος είναι κατά την απαλλοτρίωση σύζυγος ή συγγενής σε ευθεία γραμμή ή σε πλάγια γραμμή εξ αίματος έως και τον τρίτο βαθμό ή από αγχιστεία έως το δεύτερο βαθμό, ενώ η γνώση αυτή δεν απαιτείται, αν η απαλλοτρίωση έγινε από χαριστική αιτία και ε) αφερεγγυότητα του οφειλέτη, δημιουργούμενη εξαιτίας της απαλλοτρίωσης, δηλαδή ανεπάρκεια της υπολειπόμενης περιουσίας του προς ικανοποίηση του δανειστή, η οποία (αφερεγγυότητα) πρέπει να υπάρχει και κατά το χρόνο άσκησης της σχετικής αγωγής, που είναι ο κρίσιμος χρόνος για τον προσδιορισμό της βλάβης του δανειστή (Ολ. ΑΠ 15/2012, ΑΠ 1902/2013, ΑΠ 1800/2008, ΑΠ 1654/2008). Ειδικότερα, η επάρκεια ή η ανεπάρκεια της περιουσίας του οφειλέτη και επομένως η ύπαρξη αφερεγγυότητάς του κατά τα κρίσιμα χρονικά σημεία κρίνεται με βάση τα εμφανή περιουσιακά του στοιχεία και τέτοια είναι κατ’ αρχήν, όσα είναι γενικώς γνωστά και μπορούν να επιχειρήσουν σ’ αυτά εκτέλεση οι δανειστές για την ικανοποίησή τους, όπως προπάντων είναι τα ακίνητα, ως προς τα οποία ισχύει σύστημα δημοσιότητας, ενώ δεν υπολογίζονται τα αφανή περιουσιακά στοιχεία, δηλαδή όσα δεν είναι γενικώς γνωστά στους δανειστές και επομένως εξομοιώνονται με ανύπαρκτα γι’ αυτούς περιουσιακά στοιχεία, αφού με διαφορετική εκδοχή τίθεται σε κίνδυνο ο επιδιωκόμενος με τη διάρρηξη σκοπός της προστασίας των δανειστών από καταδολιευτικές απαλλοτριώσεις (ΑΠ 941/2007, ΑΠ 1001/2007, ΑΠ 928/2014). Περαιτέρω, η αφερεγγυότητα του οφειλέτη θα πρέπει να συνδέεται αιτιωδώς, (σχέση αιτίου-αιτιατού), με την απαλλοτριωτική πράξη. Για να συντρέχει το (απαραίτητο για την καταδολίευση δανειστών), στοιχείο της βλάβης, απαιτείται να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ απαλλοτρίωσης και βλάβης, καθώς μόνο έτσι διαπιστώνεται η χειροτέρευση της θέσης του δανειστή λόγω της απαλλοτρίωσης, πριν από την οποία η ικανοποίηση του τελευταίου (έστω και μερική), ήταν δυνατή, αλλά ματαιώθηκε ή κατέστη δυσχερής εξαιτίας της απαλλοτρίωσης. Δηλαδή, δεν αρκεί να είναι αδύνατη ή δυσχερής η ικανοποίηση του δανειστή μετά την απαλλοτρίωση, αλλά θα πρέπει να χειροτερεύει πραγματικά τη θέση του σε σχέση με την προ της απαλλοτρίωσης κατάσταση και εξαιτίας της απαλλοτρίωσης. Έτσι, δεν υπάρχει αιτιώδης συνάφεια και επομένως, δεν γεννιέται δικαίωμα διάρρηξης, επειδή ο δανειστής δεν υφίσταται βλάβη, δηλαδή χειροτέρευση της πραγματικής δυνατότητας ικανοποίησής του, αν ο τελευταίος (δανειστής) πριν από την απαλλοτρίωση δεν θα μπορούσε ούτως ή άλλως να προβεί σε αναγκαστική εκτέλεση ακόμη και στην περίπτωση μη απαλλοτρίωσης του πράγματος. Στο πλαίσιο αυτό, ζήτημα αιτιώδους σχέσης μεταξύ απαλλοτρίωσης και βλάβης τίθεται και στην περίπτωση που το απαλλοτριωθέν ήταν ήδη πριν την απαλλοτρίωση βεβαρημένο με εμπράγματα δικαιώματα, που ασφάλιζαν απαιτήσεις τρίτων, κατά τρόπο ώστε να πιθανολογείται βάσιμα η μη ικανοποίηση οποιουδήποτε άλλου μη προνομιούχου δανειστή. Το ζήτημα όμως αυτό θα πρέπει να κρίνεται κατά περίπτωση και να αποκλείεται η πλήρωση του στοιχείου της βλάβης, αν από τις ιδιαίτερες περιστάσεις προκύπτει ότι ήταν απίθανη η έστω και ελάχιστη ικανοποίηση του δανειστή πριν από την απαλλοτρίωση, οπότε δεν θεμελιώνεται ο απαιτούμενος αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ απαλλοτρίωσης και βλάβης, καθώς η μη ικανοποίηση του δανειστή δεν οφείλεται στην απαλλοτρίωση. Συνακόλουθα τούτων, ο δανειστής που επιχειρεί τη διάρρηξη μιάς απαλλοτρίωσης ως καταδολιευτικής, οφείλει, πλην άλλων, να αποδείξει ότι η πρόθεση βλάβης του οφειλέτη στρεφόταν και προσωπικά εναντίον του, πραγματοποιήθηκε δε σε σχέση με τη συγκεκριμένη απαίτησή του. Πραγματοποίηση της προθέσεως βλάβης υπάρχει, όταν επέρχεται (ή επαυξάνεται) η αφερεγγυότητα του οφειλέτη και ματαιώνεται έτσι η ικανοποίηση του δανειστή και πρέπει να έχει συντελεστεί ήδη κατά το χρόνο εγέρσεως της αγωγής διαρρήξεως. Η γνώση από τον οφειλέτη των στοιχείων που συνθέτουν την πρόθεση βλάβης πρέπει επίσης να αποδειχθεί από τον δανειστή. Η απόδειξη αυτή είναι ευκολότερη, όταν ο οφειλέτης προκαλεί με την απαλλοτρίωση άμεση μείωση του του ενεργητικού της περιουσίας του, όπως συμβαίνει επί εκποιήσεως ακινήτου με ευτελές αντάλλαγμα ή επί δωρεάς, ενώ όταν η απαλλοτρίωση οδηγεί μόνο σε έμμεση διακινδύνευση της ικανοποιήσεως του δανειστή, όπως όταν γίνεται έναντι ισάξιου τουλάχιστον ανταλλάγματος, τότε ο δανειστής πρέπει να προσκομίσει συγκεκριμένες αποδείξεις για την πρόθεση βλάβης του οφειλέτη, που δεν μπορεί πλέον, κατά κανένα τρόπο, να συναχθεί από την απαλλοτριωτική και μόνο πράξη του τελευταίου. Τέλος, ο δανειστής οφείλει πάντοτε να αποδείξει την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας ανάμεσα στην απαλλοτρίωση, με την οποία πραγματοποιήθηκε η πρόθεση βλάβης του οφειλέτη και στη ματαίωση της ικανοποιήσεώς του, από την επιγενόμενη αφερεγγυότητα του οφειλέτη. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή, κατ’ άρθρ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, το Εφετείο, σχετικά με την ουσιαστική διερεύνηση της βασιμότητας της ένδικης αγωγής της αναιρεσείουσας, κατά το ενδιαφέρον για την έρευνα του προβαλλόμενου λόγου αναίρεσης κεφάλαιό της, διαβεβαιώνοντας ότι έλαβε υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα που νομίμως με επίκληση, προσκόμισαν οι διάδικοι, δέχτηκε ως προς την ουσία της υπόθεσης μεταξύ άλλων και τα ακόλουθα: “Με την υπ’ αριθ. …σύμβαση πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, που καταρτίσθηκε στην Κηφισιά Αττικής στις 10.10.2005, η αρχική ενάγουσα “…” (πριν από την ….. συγχώνευσή της με την “…) χορήγησε στο μη διάδικο Ν… Π…, ως πιστούχο, πίστωση μέχρι του ποσού των 100.000 ευρώ, το ύψος της οποίας αυξήθηκε με τις από 30.12.2005 και 20.1.2006 δύο πρόσθετες πράξεις πίστωσης στο ποσό των 132.409,32 €. Η πίστωση στο συνολικό όριο αυτής χορηγήθηκε υπό την εγγύηση της πρώτης εναγομένης, συζύγου του πιστούχου, η οποία συνυπέγραψε τη σύμβαση πίστωσης και τις δυο πρόσθετες πράξεις ως εγγυήτρια. Ειδικότερα, η πρώτη εναγομένη εγγυήθηκε υπέρ του πιστούχου προς την ενάγουσα δανείστρια Τράπεζα την εμπρόθεσμη και ολοκληρωτική εξόφληση κάθε χρεωστικού υπολοίπου της χορηγηθείσας πίστωσης, ενεχόμενη εις ολόκληρον με τον πιστούχο ως αυτοφειλέτης, μέχρι του ανώτατου ορίου αυτής, ποσού 132.409,32 €, πλέον τόκων και εξόδων, κατά τα λεπτομερώς συμφωνηθέντα με την άνω σύμβαση πίστωσης και τις πρόσθετες πράξεις αυτής. Για την εξυπηρέτηση της χορηγηθείσας στον άνω πιστούχο πίστωσης ανοίχτηκαν και τηρήθηκαν από την ενάγουσα οι υπ’ αριθμόν …και … λογαριασμοί χορήγησης. Στις 26.4.2006 η ενάγουσα Τράπεζα επικαλούμενη αντισυμβατική συμπεριφορά του πιστούχου, προέβη στο οριστικό κλείσιμο της σύμβασης πίστωσης και των τηρούμενων προς εξυπηρέτηση αυτής λογαριασμών χορήγησης, όπως είχε δικαίωμα από το νόμο και τους όρους της σύμβασης. Κατά το οριστικό αυτό κλείσιμο στις 26.04.2006 οι άνω δύο λογαριασμοί εμφάνιζαν ως χρεωστικό υπόλοιπο ο πρώτος τούτων το ποσό των 41.099,34€ και ο δεύτερος το ποσό των 50.246,40€, ήτοι συνολικό χρεωστικό υπόλοιπο ποσού 91.345,74€, όπως αυτό προέκυψε από την κίνηση των εν λόγω λογαριασμών από την τελευταία αναγνώριση από τον πιστούχο (31.12.2005) μέχρι και την ημερομηνία του οριστικού κλεισίματος της πίστωσης (26.4.2006). Το οριστικό κλείσιμο της πίστωσης και των τηρούμενων λογαριασμών χορήγησης αυτής, καθώς και το χρεωστικό υπόλοιπο ύψους 91.345,74€ που προέκυψε κατά το οριστικό κλείσιμο της πίστωσης, γνωστοποίησε η ενάγουσα στον πιστούχο αλλά και στην εγγυήτρια – πρώτη εναγομένη με την από 27.4.2006 εξώδικη δήλωση- γνωστοποίηση του οριστικού κλεισίματος, η οποία κοινοποιήθηκε νομίμως σ’ αυτούς στις 27.4.2006, όπως αποδεικνύεται από τις υπ’ αριθ. 6396Ε/27.4.2006 και 6397Ε/27.4.2006 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών …, καλώντας αυτούς να καταβάλουν την οφειλή τους, εντόκως, κατά τα συμφωνηθέντα, χωρίς όμως αυτοί να ανταποκριθούν στην πρόσκληση αυτή και, συνακόλουθα, στη συμβατική υποχρέωσή τους. Έτσι, η ληξιπρόθεσμη οφειλή του πιστούχου και της πρώτης εναγομένης ως εγγυήτριας, ανερχόταν, κατά το χρόνο άσκησης της ένδικης αγωγής, στο ως άνω ποσό των 91.345,74 €, πλέον τόκων και εξόδων, για την πληρωμή του οποίου ενέχονται εις ολόκληρον ο πιστούχος ως πρωτοφειλέτης και η πρώτη εναγομένη ως εγγυήτρια, κατά τα συμφωνηθέντα με την παραπάνω σύμβαση πίστωσης. Ωστόσο, η τελευταία (πρώτη εναγομένη), ενώ γνώριζε ότι από τις 10.10.2005 είχε συμβληθεί με την ενάγουσα Τράπεζα ως εγγυήτρια για το σύνολο της χορηγηθείσας στον πιστούχο πίστωσης, ότι ο τελευταίος έκανε χρήση και έλαβε το ποσό της χορηγηθείσας πίστωσης, ότι και η ίδια ευθυνόταν με την προσωπική της περιουσία ως εγγυήτρια και αυτοφειλέτης για την εμπρόθεσμη και ολοκληρωτική εξόφληση οιουδήποτε χρεωστικού υπολοίπου της άνω πίστωσης, ότι η Τράπεζα ήταν και εξακολουθεί να είναι συνεχώς δανείστρια απέναντί της και ότι οι απαιτήσεις της τελευταίας έναντι της πρώτης εναγομένης έχουν καταστεί από τις 26.4.2006, (ημερομηνία του οριστικού κλεισίματός της πίστωσης και μεταφορά του χρεωστικού υπολοίπου σε λογαριασμό οριστικής καθυστέρησης, γεγονότα που έγιναν γνωστά στην πρώτη εναγομένη με την από 27.4.2006 καταγγελία της σύμβασης πίστωσης, που της κοινοποιήθηκε νόμιμα στις 27.4.2006, κατά τα ανωτέρω), ληξιπρόθεσμες και απαιτητές, εν τούτοις μεταβίβασε λόγω πωλήσεως στους δεύτερο και τρίτο των εναγομένων, πατέρα της και αδελφό της, αντίστοιχα, το μοναδικό -γνωστό στη δανείστρια Τράπεζα- περιουσιακό της στοιχείο. Συγκεκριμένα, με το υπ’ αριθ. … αγοραπωλητήριο συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Χαλανδρίου Αττικής Ευθυμίας συζ. Παντελή Μαστραποστόλη, το γένος Κωνσταντίνου Κουσάη, το οποίο καταχωρήθηκε νομίμως στις 19.5.2006 στα βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Αμαρουσίου και έλαβε ΚΑΕΚ …, η πρώτη εναγομένη μεταβίβασε λόγω πωλήσεως, κατ’ επικαρπία στο δεύτερο εναγόμενο …, πατέρα της, και κατά ψιλή κυριότητα στον αδελφό της τρίτο εναγόμενο …, την υπό στοιχ. … κεφαλαίο δύο (Κ2) οριζόντια ιδιοκτησία (κατάστημα), επιφανείας 51,30τ.μ., του ισογείου πολυκατοικίας, κτισμένης επί οικοπέδου αρτίου και οικοδομήσιμου, κειμένου στα …, εντός του εγκεκριμένου σχεδίου του ήδη …, στη θέση …, στο υπ’ αριθ. (18) Ο.Τ. και επί της οδού …, εκτάσεως 456,00τ.μ., όπως ειδικότερα περιγράφεται κατά όρια στην ένδικη αγωγή, αντί συμφωνηθέντος τιμήματος ποσού 176.000 €, ισόποσου της αντικειμενικής αξίας του κατά το χρόνο της μεταβίβασης, την ίδια δε αντικειμενική αξία είχε το πωληθέν ακίνητο και κατά το χρόνο άσκησης της ένδικης αγωγής, που απέχει πέντε (5) μήνες από τη μεταβίβαση όπως, άλλωστε, προαναφέρθηκε, ενώ από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν αποδεικνύεται, ούτε η ενάγουσα προσκομίζει κάποιο στοιχείο, ότι η αγοραία (πραγματική) αξία του πωληθέντος καταστήματος ανερχόταν κατά τα ίδια ως άνω χρονικά σημεία (κατάρτισης της απαλλοτρίωσης και άσκησης της αγωγής) σε μεγαλύτερο ποσό. Εν τω μεταξύ, κατά το χρόνο κατάρτισης της ως άνω πώλησης υφίσταντο επί του ακίνητου αυτού τα ακόλουθα βάρη: 1) προσημείωση υποθήκης, εγγραφείσα (πριν από τη σύναψη της επίδικης σύμβασης πίστωσης) δυνάμει της υπ αριθ. … αποφάσεως ασφαλιστικών μέτρων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, υπέρ της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία “…” για ποσό 100.000€ και 2) προσημείωση υποθήκης υπέρ της ίδιας Τράπεζας για ποσό 130.000 €, εγγραφείσα (πριν από το οριστικό κλείσιμο της επίδικης σύμβασης πίστωσης και ενώ είχε συναφθεί αυτή) δυνάμει της υπ’ αριθ. 11630Σ/16.2.2006 αποφάσεως ασφαλιστικών μέτρων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Το πωληθέν ακίνητο αποτελούσε και κατά το χρόνο της μεταβίβασης (18.5.2006) και κατά την έγερση, της αγωγής (23.8.2006) αλλά, περαιτέρω, και κατά τη συζήτηση στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (10.10.2003), το μοναδικό εμφανές περιουσιακό στοιχείο της πρώτης εναγομένης. Η μεταβίβαση από την τελευταία προς τους δύο συνεναγομένους της, πατέρα της και αδελφό της, αντίστοιχα, έγινε προς βλάβη της ενάγουσας δανείστριας και ειδικότερα για να ματαιωθεί η ικανοποίηση της άνω απαίτησης της τελευταίας από το συγκεκριμένο περιουσιακό της στοιχείο με αναγκαστική εκτέλεση. Και τούτο, γιατί η πρώτη εναγόμενη γνώριζε, πριν από τη μεταβίβαση, τη ληξιπρόθεσμη οφειλή της και το ύψος αυτής προς την ενάγουσα, ότι ως εγγυήτρια της άνω πίστωσης ευθύνεται απέναντι στην ενάγουσα Τράπεζα και ότι με την απαλλοτρίωση του μοναδικού περιουσιακού της στοιχείου δεν υφίστατο υπόλοιπη περιουσία της (εμφανής τουλάχιστον) για την ικανοποίηση της τελευταίας. Οι δεύτερος και τρίτος των εναγομένων γνώριζαν, επίσης, κατά το χρόνο κατάρτισης της επίδικης πώλησης, ότι η μεταβίβαση αυτού του ακίνητου προς αυτούς έγινε από την πρώτη εναγομένη προς βλάβη της ενάγουσας δανείστριάς της, καθώς, λόγω της στενής συγγενικής τους σχέσης με την πρώτη εναγομένη, γνώριζαν την ως άνω οφειλή της τελευταίας και ότι η πώληση έγινε με σκοπό να αποστερήσει τη δανείστρια ενάγουσα από τη δυνατότητα είσπραξης της απαίτησής της, δεδομένου ότι και οι ίδιοι γνώριζαν πως δεν υπήρχε άλλη επαρκής περιουσία της πρώτης εναγόμενης προς ικανοποίηση της άνω χρηματικής απαιτήσεως της ενάγουσας κατ’ αυτής. Άλλωστε, η γνώση των δευτέρου και τρίτου των εναγόμενων ότι η πρώτη τούτων προέβη στην προς αυτούς άνω πώληση προς βλάβη της ενάγουσας δανείστριάς της, τεκμαίρεται κατά την ΑΚ 941 παρ.2 ενόψει της εξ αίματος συγγένειάς τους πρώτου και δευτέρου βαθμού, αντίστοιχα με την οφειλέτρια, πρώτη εναγόμενη και του γεγονότος ότι δεν πέρασε έτος από την άνω απαλλοτρίωση έως την έγερση της κρινόμενης αγωγής, οι ίδιοι δε, δεν απέδειξαν το αντίθετο (άλλωστε, δεν επικαλούνται έλλειψη γνώσης) ώστε να ανατρέψουν το μαχητό αυτό τεκμήριο. Οι δεύτερος και τρίτος των εναγομένων, προκειμένου να καταβάλουν στην πρώτη τούτων πωλήτρια το ποσό των 170.000 €, που αποτελούσε μέρος του άνω συμφωνηθέντος τιμήματος (176.000 €), καθώς είχαν καταβάλει στην πωλήτρια το υπόλοιπο τίμημα ποσού 6.000 €, συνήψαν ισόποση σύμβαση στεγαστικού δανείου (ήτοι, 170.000 €), εικοσαετούς διάρκειας, με την …Α.Ε., η οποία ενέγραψε προσημείωση υποθήκης επί του ιδίου ακινήτου προς εξασφάλισή της. Μέρος του παραπάνω τιμήματος καταβλήθηκε από την πρώτη εναγομένη στην παραπάνω δανείστρια … η οποία ήταν εμπραγμάτως εξασφαλισμένη πιστώτρια με την εγγραφή των άνω δύο προσημειώσεων υποθήκης επί του επίδικου πωληθέντος ακίνητου, συνολικού ποσού 230.000€, προς πλήρη και ολοσχερή εξόφληση οφειλής της πρώτης εναγομένης, η οποία είχε εγγυηθεί προς την εν λόγω Τράπεζα για τη χορήγηση πίστωσης στο σύζυγό της Ν… Π… μέχρι του ποσού των 220.000 €, δυνάμει της υπ’ αριθμ. 032/Ε003/18.11.2002 σύμβασης ανοικτού (αλληλόχρεου) λογαριασμού, ανερχόμενης της οφειλής αυτής της πρώτης εναγομένης, ως εγγυήτριας, προς τη … κατά το χρόνο κατάρτισης της επίδικης πώλησης, στο ποσό των 145.072,47€, πλέον τόκων και εξόδων, όπως προκύπτει από το άνω αγοραπωλητήριο συμβόλαιο (υπ’ αριθ. …) …. Πέραν τούτων, όμως, δεν απέδειξε η ενάγουσα ότι η επίδικη απαλλοτρίωση είχε ως αποτέλεσμα να ματαιωθεί η, με αναγκαστική εκτέλεση, ικανοποίηση της άνω απαίτησής της από το συγκεκριμένο περιουσιακό στοιχείο της πρώτης εναγομένης, όπως βασίμως υποστηρίζουν οι εναγόμενοι, δηλαδή, δεν αποδείχθηκε από την ενάγουσα δανείστρια Τράπεζα …. η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας ανάμεσα στην απαλλοτρίωση, με την οποία πραγματοποιήθηκε η κατά τα ανωτέρω πρόθεση βλάβης της οφειλέτιδος πρώτης εναγόμενης και στη ματαίωση της ικανοποιήσεώς της (δανείστριας) από την επιγενόμενη αφερεγγυότητα της οφειλέτιδος με την επίδικη μεταβίβαση. Και τούτο, διότι, όπως αναφέρθηκε, κατά το χρόνο της επίδικης μεταβίβασης, επί του ακινήτου (καταστήματος) η πρώτη εναγομένη – οφειλέτρια είχε ήδη παραχωρήσει υπέρ άλλης δανείστριας Τράπεζας (…) τις άνω δύο προσημειώσεις υποθήκης, που αποτελούν εμπράγματη ασφάλεια και παρέχουν στο δανειστή δικαίωμα προνομιακής ικανοποίησης από την αξία του πράγματος αφού, σύμφωνα με την ΑΚ 1277 εδ. β’, η προσημείωση υποθήκης, όταν η απαίτηση επιδικαστεί τελεσίδικα, τρέπεται σε υποθήκη, η οποία λογίζεται ότι έχει εγγραφεί από την ημέρα της προσημείωσης ………. και επομένως, για το επίδικο απαλλοτριωθέν ακίνητο είχε καθοριστεί, και μάλιστα πολύ πριν από την επίδικη μεταβίβαση αλλά και από το οριστικό κλείσιμο της πίστωσης (αλλά και πριν την κατάρτιση της σύμβασης πίστωσης) η σειρά κατατάξεως των δανειστών, με πρώτη και μοναδική εμπραγμάτως ασφαλισμένη πιστώτρια τη …, της οποίας η απαίτηση στις 17.04.2006 (ήτοι, ένα μήνα πριν από την επίδικη απαλλοτρίωση) ανερχόταν σε 168.347,38€ και κατά το χρόνο της απαλλοτρίωσης (18.5.2006) σε 145.072,47€, ενώ για την ενάγουσα ως απλή εγχειρόγραφη δανείστρια, λαμβάνοντας υπόψη το ύψος της απαίτησής της κατά το χρόνο της απαλλοτρίωσης και την ως άνω πραγματική αξία του μεταβιβασθέντος ακινήτου (καταστήματος) ανερχομένης στο ποσό των 176.000€ κατά τον ίδιο χρόνο, αλλά και το ύψος της απαίτησης της εμπραγμάτως ασφαλισμένης δανείστριας Τράπεζας, που υπερέβαινε εκείνη της ενάγουσας, δεν υπήρχε προσδοκία, ενόψει και των εξόδων εκτέλεσης, τυχόν ικανοποίησης της άνω απαίτησης της τελευταίας σε περίπτωση πλειστηριασμού του συγκεκριμένου ακίνητου. Άλλωστε, όπως προαναφέρθηκε, δεν αποδείχθηκε ότι η πραγματική (εμπορική) αξία του άνω ακινήτου κατά το χρόνο της επίδικης μεταβίβασης ανερχόταν σε μεγαλύτερο ποσό, καθώς δεν προσκομίζεται προς τούτο κάποιο στοιχείο από την ενάγουσα, η οποία εντελώς ανεπέρειστα επικαλείται ότι η πραγματική αξία του ακινήτου ανερχόταν κατά τον ίδιο χρόνο στο ποσό των 250.000€, και, συνακόλουθα, είναι εντελώς υποθετικό το υποστηριζόμενο από την ίδια (ενάγουσα) ότι σε ενδεχόμενο πλειστηριασμό το ακίνητο θα εκπλειστηριαζόταν σε μεγαλύτερο ποσό από την άνω αντικειμενική αξία του. Τέλος, ο ισχυρισμός της ενάγουσας ότι εάν δεν μεταβίβαζε η πρώτη εναγομένη το άνω ακίνητό της στους δύο συνεναγομένους της, θα μπορούσε να ικανοποιήσει την απαίτησή της, με δεδομένο ότι η ήδη εμπραγμάτως ασφαλισμένη δανείστρια … δεν είχε καταγγείλει τη σύμβαση και το δάνειό της εξυπηρετείτο κανονικά, κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος, αφού, όπως αναφέρθηκε, η προσημείωση υποθήκης παρέχει στο δανειστή δικαίωμα προνομιακής ικανοποίησης από την αξία του πράγματος…. Ενόψει των προαναφερθέντων, αφού η ενάγουσα δανείστρια δεν απέδειξε, όπως όφειλε, την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας ανάμεσα στην επίδικη απαλλοτρίωση και στη ματαίωση της ικανοποιήσεώς της από την επιγενόμενη αφερεγγυότητα της τελευταίας με τη μεταβίβαση του συγκεκριμένου ακινήτου, πρέπει η αγωγή να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη”.
Ήδη με το μοναδικό λόγο της υπό κρίση αίτησής της η αναιρεσείουσα αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την από το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ πλημμέλεια, υποστηρίζοντας, κατ’ εκτίμηση του περιεχομένου του, ότι το Εφετείο, που την εξέδωσε, προέβη σε ψευδή ερμηνεία και εσφαλμένη εφαρμογή κανόνα του ουσιαστικού δικαίου και συγκεκριμένα της διάταξης του άρθρου 939 ΑΚ, καθόσον εξάρτησε τη γέννηση της αξίωσης προς διάρρηξη της καταδολιευτικής δικαιοπραξίας από τη συνδρομή προϋποθέσεως περισσότερων των πράγματι κατά νόμο απαιτουμένων και συγκεκριμένα, ενώ ο νόμος απαιτεί για τη διάρρηξη να μην επαρκεί η υπόλοιπη περιουσία του οφειλέτη για την ικανοποίηση του δανειστή (άρθρο 939 ΑΚ), η αναιρεσιβαλλόμενη δεν εξετάζει την επάρκεια της υπόλοιπης περιουσίας του εναγόμενου οφειλέτη, αλλά απαιτεί να αποδειχτεί ότι ο δανειστής, που ζητεί τη διάρρηξη της μεταβίβασης ενός ακινήτου, θα ικανοποιηθεί από τον αναγκαστικό πλειστηριασμό αυτού μετά την κήρυξη της διάρρηξης απαιτώντας κατά τούτο την πλήρωση μίας προϋπόθεσης που δεν θέτει ο νόμος για την απαγγελία της διάρρηξης καταδολιευτικών απαλλοτριώσεων και, ελλείψει της σχετικής απόδειξης, απορρίπτει την αγωγή. Όμως, όπως εκτέθηκε στη μείζονα σκέψη της παρούσας, για να συντρέχει το απαραίτητο για την καταδολίευση δανειστών στοιχείο της βλάβης, απαιτείται να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ απαλλοτρίωσης και βλάβης καθώς προς τούτο δεν αρκεί να είναι αδύνατη ή δυσχερής η ικανοποίηση του δανειστή μετά την απαλλοτρίωση, αλλά θα πρέπει να χειροτερεύει πραγματικά τη θέση του σε σχέση με την προ της απαλλοτρίωσης κατάσταση και εξαιτίας της απαλλοτρίωσης, την ύπαρξη δε του αιτιώδους αυτού συνδέσμου οφείλει πάντοτε να αποδείξει ο δανειστής, που επιδιώκει τη διάρρηξη μιάς απαλλοτρίωσης ως καταδολιευτικής, προκειμένου να επιτύχει την ευδοκίμηση της σχετικής αγωγής του. Έτσι, το Εφετείο, που με την προσβαλλόμενη απόφασή του απέρριψε την ένδικη αγωγή της αναιρεσείουσας ως ουσιαστικά αβάσιμη, δεχόμενο ότι, από την ανέλεγκτη κατά την κρίση του εκτίμηση των αποδείξεων, η ενάγουσα δανείστρια δεν απέδειξε, όπως όφειλε, την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας ανάμεσα στην επίδικη απαλλοτρίωση και στην ματαίωση της ικανοποιήσεώς της από την επιγενόμενη αφερεγγυότητα της πρώτης εναγομένης οφειλέτριας με τη μεταβίβαση του συγκεκριμένου ακινήτου της, αλλά αντίθετα αποδείχτηκε ότι επί του απαλλοτριωθέντος αυτού ακινήτου, που ήταν το μοναδικό εμφανές περιουσιακό στοιχείο της οφειλέτριας πρώτης εναγομένης-αναιρεσίβλητης, η τελευταία, κατά το χρόνο της επίδικης μεταβίβασής του, είχε ήδη παραχωρήσει δυο προσημειώσεις υποθήκης, συνολικού ποσού 230.000 ευρώ, υπέρ άλλης δανείστριας Τράπεζας (…) και επομένως, για το επίδικο απαλλοτριωθέν ακίνητο είχε καθοριστεί και μάλιστα πολύ πριν από την επίδικη μεταβίβαση αλλά και από το οριστικό κλείσιμο της πίστωσης, (αλλά και πριν την κατάρτιση της σύμβασης πίστωσης), η σειρά κατατάξεως των δανειστών, με πρώτη και μοναδική εμπραγμάτως ασφαλισμένη πιστώτρια τη …, ενώ για την ενάγουσα, ως απλή εγχειρόγραφη δανείστρια, λαμβάνοντας υπόψη το ύψος της απαίτησής της, κατά το χρόνο της απαλλοτρίωσης και την πραγματική αξία του μεταβιβασθέντος ακινήτου (καταστήματος), ανερχομένης στο ποσό των 176.000 ευρώ, κατά τον ίδιο χρόνο, αλλά και το ύψος της απαίτησης της εμπραγμάτως ασφαλισμένης δανείστριας Τράπεζας, που υπερέβαινε εκείνη της ενάγουσας, δεν υπήρχε προσδοκία, ενόψει και των εξόδων εκτέλεσης, τυχόν ικανοποίησης της άνω απαίτησης της τελευταίας σε περίπτωση πλειστηριασμού του συγκεκριμένου ακινήτου και πριν από την απαλλοτρίωση αυτού, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεως του άρθρου 939 ΑΚ, εφόσον, σύμφωνα με τις ως άνω ανέλεγκτες παραδοχές του Εφετείου, δεν θεμελιώνεται ο απαιτούμενος για την ευδοκίμηση της ένδικης αγωγής αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ απαλλοτρίωσης και βλάβης, καθώς η μη ικανοποίηση της απαίτησης της αναιρεσείουσας δεν οφείλεται σε χειροτέρευση της θέσης της σε σχέση με την προ της απαλλοτρίωσης κατάσταση και εξαιτίας της απαλλοτρίωσης. Κατά συνέπεια, ο προβαλλόμενος μοναδικός λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, που προαναφέρθηκε, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος.
Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης να απορριφθεί στο σύνολό της και να διαταχθεί, κατά την παράγραφο 3 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, όπως ήδη ισχύει η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου των τριακοσίων (300) ευρώ, το οποίο καταβλήθηκε από την αναιρεσείουσα, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμ. 7515/2016 έκθεση κατάθεσης της αίτησης αναίρεσης. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, που κατέθεσαν προτάσεις, πρέπει, κατά το σχετικό νόμιμο αίτημά τους, να επιβληθούν σε βάρος της αναιρεσείουσας, λόγω της ήττας της, (άρθρα 176, 183, 189, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 19-12-2016 αίτηση για αναίρεση της 1932/2016 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.
Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου των τριακοσίων (300,00) ευρώ στο Δημόσιο Ταμείο.
Επιβάλλει στην αναιρεσείουσα τα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700,00) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 7 Μαΐου 2018.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 16 Δεκεμβρίου 2020.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ