Αριθμός 1412/2021
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ’ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Χριστοδούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μαρία Μουλιανιτάκη, Μαρουλιώ Δαβίου-Απέργη – Εισηγήτρια, Μαρία Κουφούδη, Γεώργιο Καλαμαρίδη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 22 Σεπτεμβρίου 2021, με την παρουσία και του Γραμματέα Παναγιώτη Μπούκη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, κατοικοεδρεύοντα στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την Αφεντία Ιωσηφίδου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσιβλήτου: Α. Κ. του Β. και Ά., κατοίκου …, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Καλαϊτζή με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 1-12-2014 αίτηση της ήδη αναιρεσιβλήτου και την από 12-1-2015 κύρια παρέμβαση του Ελληνικού Δημοσίου, που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης και συνεκδικάσθηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 5889/2015 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 829/2019 του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον με την από 26-9-2019 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η πληρεξούσια του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση από 26.9.2019 αίτηση αναιρέσεως στρέφεται κατά της 829/2019 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης που συνεκδίκασε, κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, την από 1.12.2014 αίτηση της αιτούσας και ήδη αναιρεσίβλητης και την από 12.1.2015 κυρία παρέμβαση του κυρίως παρεμβαίνοντος και ήδη αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου, με τις οποίες αμφότεροι οι διάδικοι ζήτησαν να αναγνωρισθεί η κυριότητά τους επί του αναφερομένου στα δικόγραφά τους ακινήτου (αγρού) και να διαταχθεί η διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής των κτηματολογικών βιβλίων του Κτηματολογικού Γραφείου …, ώστε στο οικείο κτηματολογικό φύλλο από την εσφαλμένη αναγραφή “αγνώστου ιδιοκτήτη” να καταχωριστεί κατά μεν την αίτηση η αιτούσα, κατά δε την κυρία παρέμβαση το κυρίως παρεμβαίνον, ακολούθως δε δέχθηκε εν μέρει ως κατ’ουσία βάσιμη την αίτηση, ενώ απέρριψε ως κατ’ουσίαν αβάσιμη την κυρία παρέμβαση, επικυρώνοντας την εκκληθείσα 5889/2015 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, που είχε δεχθεί τα ίδια. Η ως άνω αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα κατά τις διατάξεις των άρθρων 495 παρ. 1 και 4 και 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ. 1 Κ.Πολ.Δικ. Επομένως αυτή είναι παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρα 571 και 577 Κ.Πολ.Δικ.) Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6 παρ. 1, 2 του Ν. 2664/1998, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 13 παρ. 1 εδάφιο τρίτο του Ν. 4164/2013 (ΦΕΚ Α 156/9.7.2013), σε περίπτωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής, μπορεί να ζητηθεί με αγωγή ενώπιον του αρμοδίου καθ’ ύλη/και κατά τόπον Πρωτοδικείου η αναγνώριση του δικαιώματος που προσβάλλεται με την ανακριβή εγγραφή και η διόρθωση ολικά ή μερικά της πρώτης εγγραφής. Η αγωγή (αναγνωριστική ή διεκδικητική) ασκείται από όποιον έχει έννομο συμφέρον μέσα σε αποκλειστική προθεσμία πέντε (5) ετών, εκτός αν πρόκειται για το Ελληνικό Δημόσιο και για μόνιμους κατοίκους εξωτερικού ή εργαζόμενους μόνιμα στο εξωτερικό κατά τη λήξη της πενταετούς προθεσμίας, για τους οποίους η προθεσμία άσκησης της αγωγής είναι επτά (7) έτη. Για τα πρόσωπα των δύο τελευταίων κατηγοριών που εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα κατά την τελευταία διετία της πενταετούς κατά τα άνω προθεσμίας, η προθεσμία για την άσκηση της αγωγής δεν συμπληρώνεται πριν από την πάροδο διετίας από την οριστική εγκατάστασή τους στην Ελλάδα. Για τις περιοχές που κηρύχθηκαν υπό κτηματογράφηση πριν τη δημοσίευση και έναρξη ισχύος του Ν. 3481/2006 (Α’ 162), η αποκλειστική προθεσμία της περίπτωσης α’ της παραγράφου αυτής είναι δώδεκα (12) ετών, εκτός εάν πρόκειται για το Ελληνικό Δημόσιο και για μόνιμους κατοίκους εξωτερικού ή μόνιμα εργαζόμενους στο εξωτερικό κατά τη λήξη της δωδεκαετούς αυτής προθεσμίας, για τους οποίους η προθεσμία άσκησης της αγωγής είναι δεκατέσσερα (14) έτη. Για τα πρόσωπα των δύο τελευταίων κατηγοριών που εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα κατά την τελευταία διετία της πενταετούς κατά τα άνω προθεσμίας, η προθεσμία για την άσκηση της αγωγής δεν συμπληρώνεται πριν από την πάροδο διετίας από την οριστική εγκατάστασή τους στην Ελλάδα. Η δε ημερομηνία έναρξης του Κτηματολογίου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 3 του Ν. 2664/1998, όπως ισχύει, ορίζεται για κάθε μία από τις κτηματογραφούμενες περιοχές με απόφαση του Οργανισμού Κτηματολογίου και Χαρτογραφήσεων Ελλάδος, αμέσως μετά την ολοκλήρωση των πρώτων εγγραφών στα κτηματολογικά βιβλία και την τήρηση των προβλεπομένων στη διάταξη αυτή διατυπώσεων. Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6 παρ. 3 περ. α’ Ν. 2664/1998, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 παρ. 3 Ν. 4164/2013 , στην περίπτωση των αρχικών εγγραφών με την ένδειξη “άγνωστου ιδιοκτήτη” κατά την έννοια της παραγράφου 1 του άρθρου 9 , αντί της προβλεπόμενης στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου αγωγής, η διόρθωση μπορεί να ζητηθεί με αίτηση εκείνου που ισχυρίζεται ότι έχει εγγραπτέο στο Κτηματολόγιο δικαίωμα, η οποία υποβάλλεται ενώπιον του Κτηματολογικού Δικαστή της τοποθεσίας του ακινήτου και μέχρις ότου ορισθεί αυτός στο Μονομελές Πρωτοδικείο της τοποθεσίας του ακινήτου που δικάζει κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας. Εντός προθεσμίας είκοσι (20) ημερών από την κατάθεσή της και επί ποινή απαραδέκτου, η αίτηση αυτή κοινοποιείται από τον αιτούντα στο Ελληνικό Δημόσιο και εγγράφεται στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου. Τα ανωτέρω ισχύουν και στην περίπτωση της κύριας παρέμβασης. Εφόσον η αίτηση γίνει τελεσιδίκως δεκτή , διορθώνεται η εγγραφή. Εάν η αίτηση απορριφθεί ως νομικά ή ουσιαστικά αβάσιμη, ο αιτών μπορεί να ασκήσει αγωγή κατά του Ελληνικού Δημοσίου υπό τις προϋποθέσεις της παραγράφου 2 του άρθρου αυτού. Η κατάθεση και κοινοποίηση, σύμφωνα με τα παραπάνω, της αίτησης για τη διόρθωση της εγγραφής διακόπτει την προθεσμία για την έγερση της αγωγής της παραγράφου 2. Η προθεσμία που διακόπηκε θεωρείται σαν να μην διακόπηκε, αν ο αιτών παραιτηθεί από την αίτηση ή αν αυτή απορριφθεί τελεσιδίκως για οποιοδήποτε λόγο. Αν ο δικαιούχος ασκήσει κατά του Ελληνικού Δημοσίου την αγωγή της παραγράφου 2 μέσα σε έξι (6) μήνες από την παραίτηση από την αίτηση ή την τελεσίδικη απόρριψή της, θεωρείται ότι η προθεσμία διακόπηκε με την κατάθεση και κοινοποίηση της αίτησης αυτής. Με την αίτηση της περίπτωσης α’ μπορεί να ζητηθεί η διόρθωση της εγγραφής και στην περίπτωση που ο αιτών επικαλείται ως τίτλο κτήσης πράξη μεταγραπτέα κατά το άρθρο 1192 αρ. 1-4 ΑΚ, η οποία δεν έχει μεταγραφεί στο Υποθηκοφυλακείο. Στην περίπτωση αυτή, με την αίτηση ζητείται η διόρθωση της πρώτης εγγραφής και η καταχώρηση του δικαιώματος στο φερόμενο στο μη μεταγεγραμμένο τίτλο ως αποκτώντα, εφόσον συντρέχουν όλες οι κατά το ουσιαστικό δίκαιο προϋποθέσεις για την κτήση του δικαιώματος. Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι σε περίπτωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου, όταν με αυτήν φέρεται τούτο ως “αγνώστου ιδιοκτήτη”, ο επικαλούμενος ότι είναι κύριος αυτού ή δικαιούχος οποιουδήποτε άλλου εγγραπτέου στο Κτηματολόγιο δικαιώματος, θα επιτύχει τη διόρθωση της ανακριβούς εγγραφής, με την άσκηση της σχετικής αιτήσεως ενώπιον του Κτηματολογικού δικαστή της τοποθεσίας του ακινήτου και μέχρι να ορισθεί, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου της περιφέρειας του ακινήτου, που δικάζει κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας. Αντικείμενο της συγκεκριμένης δίκης είναι η διαπίστωση της υπάρξεως του εγγραπτέου δικαιώματος του αιτούντος κατά την καταχώρηση της πρώτης εγγραφής και η διόρθωση της τελευταίας, σύμφωνα με αυτή τη διαπίστωση, χωρίς τη διάγνωση οποιουδήποτε αμφισβητούμενου δικαιώματος, αφού η εγγραφή “αγνώστου ιδιοκτήτη” δεν ενέχει τέτοια αμφισβήτηση αλλά έλλειψη διαπιστώσεως του υπάρχοντος δικαιώματος.
Συνεπώς, κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας ζητείται μόνο η διόρθωση της ανακριβούς εγγραφής και όχι η αναγνώριση της κυριότητας του αιτούντος, ανεξαρτήτως του ότι ερευνάται από το Δικαστήριο ως προϋπόθεση η ύπαρξη του επικαλούμενου δικαιώματος της κυριότητας για την αιτούμενη διόρθωση της ανακριβούς εγγραφής χωρίς όμως να καλύπτεται με ισχύ δεδικασμένου. Τούτο άλλωστε ενισχύεται και από την προαναφερόμενη ως άνω διάταξη του άρθρου 6 παρ. 3 α! του ν. 2664/1998, όπως ήδη ισχύει, σύμφωνα με την οποία, εάν η αίτηση απορριφθεί ως νομικά ή ουσιαστικά αβάσιμη, ο αιτών μπορεί να ασκήσει αγωγή κατά του Ελληνικού Δημοσίου με τις προϋποθέσεις της παραγράφου 2 του άρθρου αυτού και επιπρόσθετα από το ότι στην τελευταία αυτή παράγραφο (άρθρο 6 παρ. 2) προβλέπεται ρητά ως αίτημα της αγωγής “η αναγνώριση του δικαιώματος που προσβάλλεται με την ανακριβή εγγραφή και η διόρθωση”. Η ως άνω αίτηση δεν στρέφεται κατά ουδενός, το δε Ελληνικό Δημόσιο, όπως ο ΟΚΧΕ και οι Προϊστάμενοι των Κτηματολογικών Γραφείων στα πλαίσια των δικών της εκούσιας δικαιοδοσίας, δεν καθίστανται διάδικοι. Η διαδικασία διόρθωσης των ανακριβών πρώτων εγγραφών με την ένδειξη “αγνώστου ιδιοκτήτη” με αίτηση εκείνου που ισχυρίζεται ότι έχει εγγραπτέο δικαίωμα ενώπιον του Κτηματολογικού Δικαστή και κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας με παράλληλη υποχρέωση κοινοποίησης της αίτησης στο Ελληνικό Δημόσιο προβλέφθηκε για πρώτη φορά με τον Ν. 3481/2006, λόγω της μεταβολής της αξιολογικής νομοθετικής αντίληψης ως προς τη φύση των ως άνω διαφορών, που δεν περιέχουν κατά κανόνα αμφισβήτηση, διότι από την εγγραφή υπέρ “αγνώστου ιδιοκτήτη” και μόνο, δεν δημιουργείται πραγματική ιδιωτική διαφορά μεταξύ συγκεκριμένων προσώπων και πάντως όχι μεταξύ του ενάγοντος και του ΟΚΧΕ, καθώς το αιτούμενο είναι η διαπίστωση του εγγραπτέου δικαιώματος του δικαιούχου. Δυνάμει των ανωτέρω παραδοχών περί της φύσης του αντικειμένου των εν λόγω δικών, σύμφωνα με την Εισηγητική Έκθεση του ως άνω Ν. 3481/2006, η προσφυγή στην εκούσια δικαιοδοσία προκρίθηκε ως καταλληλότερη καθόσον φέρει από ποικίλες απόψεις, περισσότερα πλεονεκτήματα από την αμφισβητούμενη, δεδομένης της ταχύτητας και της ελαστικότητας που τη διακρίνει. Περαιτέρω, κρίσιμος χρόνος για την ύπαρξη εμπράγματου δικαιώματος, που προσβάλλεται με τις ανακριβείς πρώτες εγγραφές, είναι αυτός της έναρξης του Εθνικού Κτηματολογίου σε μία περιοχή όπως καθορίζεται με σχετική απόφαση του ΟΚΧΕ και όχι αυτός της έγερσης της αγωγής του άρθρου 6 παρ. 2 (ΑΠ 582/2018, ΑΠ 1342/2015). Σύμφωνα δε με το άρθρο παρ. 7 α’ του Ν. 2644/1998, μέχρι την οριστικοποίηση των πρώτων εγγραφών δεν εμποδίζεται η μεταβίβαση των μη καταχωρηθέντων σε αυτές (πρώτες εγγραφές) δικαιωμάτων. Συγκεκριμένα, ο δικαιούχος μη καταχωρηθέντος στις πρώτες εγγραφές δικαιώματος κυριότητας μπορεί να μεταβιβάσει τούτο, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις του Αστικού Κώδικα, χωρίς να απαιτείται και η τήρηση της τυχόν προβλεπόμενης στις διατάξεις αυτές προϋπόθεσης της εγγραφής της σχετικής πράξης στο κτηματολόγιο, εφόσον δε ο μεταβιβάζων δεν έχει ασκήσει και καταχωρήσει στο οικείο κτηματολογικό φύλλο την προρρηθείσα αγωγή του άρθρου 6 παρ. 2 περί διορθώσεως της ανακριβούς πρώτης εγγραφής, την ως άνω υποχρέωση εγγραφής της μεταβιβαστικής πράξης αναπληρώνει η εκ μέρους του αποκτώντος άσκηση και η με επιμέλειά του καταχώρηση της αγωγής αυτής στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου. Εωσότου καταστεί αμετάκλητη η σχετικώς εκδοθείσα απόφαση επί της ανωτέρω αγωγής, τυχόν μεταβίβαση του ανακριβώς καταχωρηθέντος δικαιώματος τελεί υπό την αναβλητική αίρεση ταύτης, ήτοι αμετάκλητης απόφασης που δέχεται την αγωγή. Ειδικότερα, σε περίπτωση κληρονομικής διαδοχής ανακριβώς καταχωρηθέντος στις πρώτες εγγραφές δικαιώματος, αν στις πρώτες εγγραφές δεν έχει καταχωρηθεί ή έχει καταχωρηθεί ανακριβώς δικαίωμα κυριότητας επί ακινήτου, ο δε πραγματικός δικαιούχος έχει αποβιώσει πριν από την ημερομηνία δημοσίευσης της σχετικής απόφασης του ΟΚΧΕ περί ενάρξεως του κτηματολογίου στη συγκεκριμένη περιοχή, οι κληρονόμοι αυτού, εφόσον δεν αποποιήθηκαν την κληρονομιά κατ’άρθρο 1847 του ΑΚ, μπορούν και ενώ δεν έχει διορθωθεί η ανακριβής πρώτη εγγραφή να συντάξουν το σχετικό δημόσιο έγγραφο περί αποδοχής της κληρονομιάς και να καταχωρήσουν τούτο στο οικείο κτηματολογικό φύλλο, υπό την προρρηθείσα ανωτέρω αναβλητική αίρεση, ενώ παράλληλα θα ασκήσουν την αγωγή του άρθρου 6 παρ. 2 του Ν. 2664/1998, ζητώντας τη διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής, ώστε αντί του αναγραφόμενου στις πρώτες εγγραφές ως δικαιούχου εμπράγματου δικαιώματος να αναγραφούν οι ίδιοι (κληρονόμοι), καθόσον η άσκηση και καταχώρηση της σχετικής αγωγής στο οικείο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου εκ μέρους των κληρονόμων αναπληρώνει την έλλειψη εγγραφής της δήλωσης περί αποδοχής κληρονομιάς κατ’άρθρα 1193 και 1199 του ΑΚ και 12 παρ. 1 ζ’ του Ν. 2664/1998 και επομένως κατά το χρονικό σημείο έναρξης του κτηματολογίου στη συγκεκριμένη περιοχή, το ανακριβώς ή μη καταχωρηθέν στις πρώτες εγγραφές εμπράγματο δικαίωμα, έχει ήδη περιέλθει στους κληρονόμους. Αν ο κληρονομούμενος απεβίωσε μετά την ημερομηνία δημοσίευσης της σχετικής απόφασης του ΟΚΧΕ περί ενάρξεως του κτηματολογίου στη συγκεκριμένη περιοχή, η διόρθωση της πρώτης εγγραφής κατ’άρθρο 6 παρ. 2 του Ν. 2664/1998 θα γίνει στο όνομα του κληρονομουμένου και όχι των κληρονόμων, ανεξαρτήτως αν οι τελευταίοι προέβησαν στην καταχώρηση της δήλωσης αποδοχής κληρονομιάς στο οικείο κτηματολογικό φύλλο κατ’άρθρο 7 α παρ. 1 α του ίδιου νόμου. Τούτο δε, διότι, παρά την αναδρομική ενέργεια της μεταγραφής της δήλωσης αποδοχής κληρονομιάς, αυτή ανατρέχει στο χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου και όχι στο προγενέστερο αυτού κρίσιμο χρονικό σημείο της έναρξης του κτηματολογίου σε μία συγκεκριμένη περιοχή. Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, αναίρεση, για ευθεία παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, επιτρέπεται, αν το δικαστήριο της ουσίας ερμήνευσε εσφαλμένα τον κανόνα αυτό, του προσέδωσε δηλαδή έννοια διαφορετική από την αληθινή ή δεν τον εφάρμοσε ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις εφαρμογής του ή τον εφάρμοσε, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, απαιτώντας περισσότερα ή αρκούμενο σε λιγότερα, αντίστοιχα, στοιχεία από όσα αξιώνει ο νόμος για την εφαρμογή του ή αν τον εφάρμοσε εσφαλμένα (ΟλΑΠ 7/2006). Με τον αριθμό 1, του άρθρου 559 ΚΠολΔ ελέγχονται μόνο οι παραβάσεις κανόνων ουσιαστικού δικαίου, δηλαδή κανόνα που ρυθμίζει τις βιοτικές σχέσεις, τη κτήση των δικαιωμάτων και τη γένεση των υποχρεώσεων και επιβάλλει κυρώσεις και όχι κανόνων του δικονομικού δικαίου, δηλαδή όσων καθορίζουν τον τρόπο, τα όργανα και τη μορφή της επίδικης προστασίας, όπως είναι οι διατάξεις του άρθρου 751 ΚΠολΔ που ρυθμίζουν τη δυνατότητα, τους όρους και τον τρόπο μεταβολής της βάσης της αιτήσεως, που έχει υποβληθεί ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας. Επίσης, από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, κατά τον οποίο αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο της ουσίας παρά το νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο, προκύπτει ότι ο αναιρετικός αυτός λόγος ιδρύεται μόνο όταν η πλημμέλεια αναφέρεται σε παράβαση δικονομικών διατάξεων, δηλαδή διατάξεων που ρυθμίζουν τη διαδικασία και τον τύπο των διαδικαστικών πράξεων. Οι διαδικαστικές πράξεις, που αποτελούν κύριο συστατικό στοιχείο της δίκης ως έννομης σχέσης και ως διαδικασίας, προβλέπονται και ρυθμίζονται από το νόμο, και, μάλιστα, ασκούνται κατά ορισμένο τύπο και έχουν ορισμένο περιεχόμενο. Η κρίση για το παραδεκτό σημαίνει ότι η διαδικαστική πράξη παράγει διαδικαστικά αποτελέσματα και είναι προϋπόθεση για να κριθεί στη συνέχεια η διαδικαστική αυτή πράξη και ως προς τη βασιμότητά της. Ο αναιρετικός αυτός λόγος γίνεται με βάση την κυριαρχική εκτίμηση του δικογράφου της αγωγής από το δικαστήριο της ουσίας (ΑΠ 529/2015). Το αίτημα της αίτησης μπορεί να περιέχεται οπουδήποτε στο δικόγραφο, ακόμη και στο ιστορικό, αρκεί να συνάγεται από όλο το περιεχόμενο του δικογράφου, ιδιαίτερα δε από την αντιπαραβολή του ιστορικού με το αιτητικό (ΑΠ 867/2015). Τέλος, κατά το άρθρο 559 αρ. 9 περ. γ’ του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται, αν το δικαστήριο επιδίκασε κάτι που δεν ζητήθηκε ή επιδίκασε περισσότερα από όσα ζητήθηκαν ή άφησε αίτηση αδίκαστη. Ως αίτηση για την οποία επιδικάσθηκε κάτι που δεν ζητήθηκε νοείται η αίτηση δικονομικής προστασίας που συνδέεται με τις από το άρθρο 106 ΚΠολΔ καθιερούμενες αρχές της ελεύθερης διάθεσης του αντικειμένου της δίκης και της συζήτησης. Στο πλαίσιο όμως της διάταξης του άρθρου 106 ΚΠολΔ το Δικαστήριο προβαίνει αυτεπάγγελτα στο χαρακτηρισμό των εννόμων σχέσεων με βάση τα προβαλλόμενα από τους διαδίκους πραγματικά γεγονότα, χωρίς να δεσμεύεται από τις νομικές απόψεις τους. Αν καταλήξει σε διαφορετικό συμπέρασμα από αυτό που εκείνοι δέχονται δεν λαμβάνει υπόψη αιτήσεις που δεν προτάθηκαν, αλλά απλώς εκείνες που είναι νόμιμες από εκείνες που προτάθηκαν από τους διαδίκους τις υπαγάγει στον κατάλληλο κανόνα δικαίου. Ενόψει αυτών η εκ μέρους του δικαστηρίου μη αποδοχή του αναφερομένου στην αίτηση αιτήματος, αλλά εκείνου που, κατά την εκτίμηση της αιτήσεως από το δικαστήριο .συνάγεται από το σύνολο των εκτιθέμενων σε αυτήν πραγματικών περιστατικών και κρίνεται ως νόμιμο, δεν αποτελεί επιδίκαση μη αιτηθέντος (ΑΠ 272/2020, ΑΠ 476/2015, ΑΠ 121/1981). Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή επισκόπηση (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ) της προσβαλλόμενης 829/2019 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, και των διαδικαστικών εγγράφων προκύπτουν τα ακόλουθα: Η αιτούσα και ήδη αναιρεσίβλητη με την από 1.12.2014 αίτησή της προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, την οποία κοινοποίησε προς το ήδη αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο, εξέθετε, ότι είχε καταστεί κυρία με παράγωγο τρόπο του περιγραφομένου σε αυτήν αγρού που βρίσκεται στους … του Νομού … και συγκεκριμένα με κληρονομική διαδοχή, αποδεχόμενη με την … δήλωση αποδοχής κληρονομιάς της συμβολαιογράφου Αμυνταίου Φλώρινας, Σοφίας Χαλτογιαννίδου, την καταληφθείσα σ’αυτήν κληρονομιά με την κηρυχθείσα κυρία και νομίμως δημοσιευθείσα από 12.5.2004 ιδιόγραφη διαθήκη του αποβιώσαντος την 27.8.2004 πατέρα της, ο οποίος είχε γίνει αληθής κύριος του ως άνω ακινήτου (αγρού), επίσης με παράγωγο τρόπο, από αγορά τούτου, από την προηγούμενη αληθή κυρία αυτού Α. συζ. Χ. Τ., δυνάμει του … συμβολαίου του συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης, Γεωργίου Λέπεση, που μεταγράφηκε νόμιμα. Επίσης εξέθετε η αιτούσα, ότι η ως άνω απώτερη δικαιοπάροχος της είχε καταστεί κυρία του επίδικου αγρού, ως τμήματος μείζονος αγροτικής έκτασης με παράγωγο τρόπο, ήτοι με κληρονομική διαδοχή, αποδεχόμενη με την … δήλωση αποδοχής κληρονομιάς του συμβολαιογράφου Αθηνών Γεωργίου Περράκη, την κληρονομιά της θείας της Σ. Ρ., στην οποία η αγροτική αυτή εδαφική έκταση είχε περιέλθει με παράγωγο τρόπο και συγκεκριμένα με αγορά τούτου δυνάμει του 47.770/1932 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Γ. Δεληγιάννη, που μεταγράφηκε νόμιμα, με τη μνεία, ότι η εκποίηση του επίδικου αγρού στον πατέρα της αιτούσας επιτράπηκε με την … απόφαση του τότε Νομάρχη Θεσσαλονίκης ως νομίμου και αποκλειστικού αντιπροσώπου του Ελληνικού Δημοσίου, που ήρε τις απαγορεύσεις του Ν. 3250/1924 για τις μεταβιβάσεις ακινήτων και τη σύναψη αγοραπωλησιών, μετά την αντικατάστασή τους με τον Ν. 2148/1952. Επικαλούμενη δε ότι, κατά την κτηματογράφηση της περιοχής και κατά τον κρίσιμο χρόνο των πρώτων εγγραφών για τα ακίνητα, που βρίσκονται στους … Ν. Θεσσαλονίκης, στις 19.4.2004, η εγγραφή του παραπάνω ακινήτου έχει καταχωρηθεί εσφαλμένα στο αντίγραφο του κτηματολογικού φύλλου, και ειδικότερα, ότι τούτο φέρεται στα εν λόγω κτηματολογικά φύλλα ως “ιδιοκτησία αγνώστου”, καθώς ο αποβιώσας πατέρας της δεν είχε προβεί στις δέουσες ενέργειες προκειμένου να δηλώσει στο Κτηματολόγιο την ιδιοκτησία του, με αποτέλεσμα την ανωτέρω εσφαλμένη εγγραφή της, ζήτησε να αναγνωρισθεί ότι ως κληρονόμος τούτου είναι κυρία του ως άνω ακινήτου (αγρού) και να διαταχθεί η διόρθωση της εν λόγω ανακριβούς πρώτης εγγραφής ώστε στο οικείο κτηματολογικό φύλλο από το εσφαλμένο “αγνώστου ιδιοκτήτη” να αναγραφεί το ορθό δηλαδή το σχετικό δικαίωμα κυριότητάς της επί του συγκεκριμένου ακινήτου, με αιτία κτήσης κληρονομιά και τίτλο κτήσης την ως άνω … δήλωση αποδοχής κληρονομιάς της συμβολαιογράφου Αμυνταίου Φλώρινας, Σοφίας Χαλτογιαννίδου. Στα πλαίσια της δίκης που ανοίχθηκε με την παραπάνω αίτηση το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο άσκησε την από 12.1.2015 κύρια παρέμβασή του, την οποία απηύθυνε κατά της αιτούσας, ισχυριζόμενο ότι το ανωτέρω ακίνητο (αγρός) αποτελούσε από την εποχή της τουρκοκρατίας δημόσια γαία και ως τέτοια περιήλθε στην κυριότητά του κατά διαδοχή της οθωμανικής αυτοκρατορίας, και ζήτησε να αναγνωρισθεί αυτό αποκλειστικός κύριος του επίδικου αγρού και να διαταχθεί η διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής στο οικείο κτηματολογικό φύλλο και διάγραμμα, ώστε αντί της ανακριβούς εγγραφής “άγνωστος ιδιοκτήτης” να καταχωριστεί το ίδιο κύριος τούτου. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, δικάζοντας κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας επί της αιτήσεως και της κυρίας παρεμβάσεως, με την 5889/2015 απόφασή του, απέρριψε ως μη νόμιμα τα αιτήματα τούτων περί αναγνώρισης κυριότητας της αιτούσας και του Ελληνικού Δημοσίου επί του επίδικου ακινήτου, με την αιτιολογία ότι το αίτημα αυτό προϋποθέτει αμφισβήτηση του σχετικού δικαιώματος της κυριότητας από τρίτο, ενώ στην προκειμένη διαδικασία (εκούσια) δεν νοείται τέτοια αμφισβήτηση. Στη συνέχεια, ως προς το παρεπόμενο αίτημα για διόρθωση της αρχικής εγγραφής των κτηματολογικών βιβλίων του Κτηματολογικού Γραφείου …, δέχθηκε εν μέρει την αίτηση ως κατ’ ουσίαν βάσιμη και διέταξε τη διόρθωση αυτή ώστε αντί της εσφαλμένης καταχώρισης “άγνωστος ιδιοκτήτης” να καταχωριστεί ο πατέρας της αιτούσας, Β. Κ., ενώ απέρριψε την κύρια παρέμβαση του Ελληνικού Δημοσίου.
Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως το αναιρεσείον προβάλλει αιτιάσεις κατά της πληττόμενης απόφασης από τους αριθμούς 1, 9 και 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, για παραβίαση της διατάξεως του άρθρου 751 ΚΠολΔ. Ειδικότερα, αιτιάται το αναιρεσείον, ότι ενώ η αιτούσα αιτήθηκε με το παρεπόμενο αίτημά της, να διαταχθεί η διόρθωση των αρχικών εγγραφών των κτηματολογικών βιβλίων του Κτηματολογικού Γραφείου …, ώστε στο κτηματολογικό φύλλο με ΚΑΕΚ 19 116 04 01 118/0/0, αντί της εσφαλμένης καταχώρισης “άγνωστος ιδιοκτήτης” να καταχωρηθεί η ίδια στο οικείο κτηματολογικό φύλλο, η προσβαλλόμενη απόφαση κατά παράβαση του άρθρου 751 ΚΠολΔ, ενώ θα έπρεπε να κηρύξει απαράδεκτο το αίτημα αυτό, μετέβαλε τη βάση της αιτήσεως και διέταξε να καταχωρηθεί στο οικείο κτηματολογικό φύλλο ο πατέρας της αιτούσας, επιδικάζοντας κάτι που δεν ζητήθηκε. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως, κατά το μέρος του με το οποίο προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 KΠoλΔ διότι το Εφετείο παραβίασε τις διατάξεις του άρθρου 751 ΚΠολΔ , είναι απορριπτέος, ως απαράδεκτος, καθόσον αναφέρεται σε κανόνα δικονομικού δικαίου. Εξάλλου, για το ζήτημα αυτό της μεταβολής του συγκεκριμένου αιτήματος της αιτούσας η προσβαλλόμενη απόφαση διέλαβε τις ακόλουθες παραδοχές; “Για λόγους οικονομίας της δίκης και ασφάλειας των συναλλαγών (δεδομένου ότι η διόρθωση των πρώτων εγγραφών πρέπει να περατωθεί εντός σύντομης αποσβεστικής προθεσμίας, δημιουργεί δε τεκμήρια ακριβείας) …είναι νόμιμο το αίτημα περί διόρθωσης των πρώτων εγγραφών του Κτηματολογικού Γραφείου Ν. …, ώστε στο κτηματολογικό φύλλο με ΚΑΕΚ 19 116 04 01 118/0/0, αντί της εσφαλμένης καταχώρησης “άγνωστος ιδιοκτήτης”, να καταχωριστεί κύριος του γεωτεμαχίου, κατά τον κρίσιμο χρόνο των πρώτων εγγραφών για τα ακίνητα των … Ν. …, δηλαδή στις 19-5-2004, ο πατέρας της αιτούσας, Β. Κ. του Ι., με αιτία κτήσης την πώληση και τίτλο κτήσης το υπ’αριθ. … συμβόλαιο αγοραπωλησίας… που μεταγράφηκε νόμιμα…, η δε αιτούσα, έχει έννομο συμφέρον για την άσκηση της ένδικης αίτησης του άρθρου 6 παρ. 3 του ν. 2664/1998, ως καθολική διάδοχος του Β. Κ., διότι χωρίς την προρρηθείσα διόρθωση δεν θα μπορέσει να καταχωρηθεί ως κυρία του επιδίκου με βάση μεταγενέστερη εγγραφή και δη την υπ’αριθ. … δήλωση αποδοχής της συμβολαιογράφου Αμυνταίου… που καταχωρίστηκε, κατ’άρθρο 7α ν. 2664/1998, στο οικείο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου”. Με βάση τις ως άνω παραδοχές, το Εφετείο δέχθηκε την αίτηση της αναιρεσίβλητης ως προς το ως άνω αίτημα της και διέταξε τη διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου …, ώστε στο κτηματολογικό φύλλο με ΚΑΕΚ 19 116 04 01 118/0/0, αντί της εσφαλμένης καταχώρισης “άγνωστος ιδιοκτήτης” να καταχωριστεί ο πατέρας της, κύριος του ως άνω γεωτεμαχίου, κατά τον κρίσιμο χρόνο των πρώτων έγγραφων, για τα ακίνητα, που, όπως αυτό, βρίσκονται στους … Δήμου … Ν. …. Με τις παραδοχές αυτές η πληττόμενη απόφαση δεν υπέπεσε στις ως άνω αναιρετικές πλημμέλειες των αριθμών 9 και 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, καθόσον το Εφετείο που την εξέδωσε και δέχθηκε ότι η αίτηση ήταν παραδεκτή και νόμιμη, δεν παρέλειψε παρά το νόμο να κηρύξει το απαράδεκτο, ούτε επιδίκασε κάτι που δεν ζητήθηκε, αλλά συνήγαγε το αίτημα της καταχώρισης του πατέρα της αιτούσας στο οικείο κτηματολογικό φύλλο, ως κυρίου του ως άνω γεωτεμαχίου, κατά την κυριαρχική από αυτό εκτίμηση του περιεχομένου του δικογράφου της ένδικης αιτήσεως, όπως αυτό εκτέθηκε παραπάνω, στο οποίο διαλαμβάνονταν: α) τα περιστατικά κτήσης κυριότητας του συγκεκριμένου ακινήτου από τον πατέρα της αιτούσας με αιτία κτήσης την πώληση και τίτλο κτήσης το νόμιμα μεταγραμμένο … συμβόλαιο αγοραπωλησίας, β) το γεγονός του θανάτου τούτου μετά από τον κρίσιμο χρόνο της έναρξης του Κτηματολογίου στην περιοχή και των πρώτων εγγραφών για τα ακίνητα των … Ν. …, στα οποία ανήκει και το επίδικο, καθώς και η αμέλειά του να προβεί στις δέουσες ενέργειες για την καταχώρησή του στο οικείο Κτηματολόγιο, γ) το έννομο συμφέρον της αιτούσας για την άσκηση της ένδικης αίτησης, ως καθολικής διαδόχου του πατέρα της.
Συνεπώς, ο ίδιος λόγος αναιρέσεως, κατά το μέρος του με το οποίο προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση πλημμέλεια από τους αριθμούς 9 και 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Σύμφωνα με το άρθρο 3 του Οθωμανικού νόμου “περί γαιών” της 7ης Ραμαζάν 1274 (1856) του οποίου οι διατάξεις, που ρυθμίζουν τα δικαιώματα ιδιωτικής φύσης επί των γαιών αυτών, διατηρήθηκαν σε ισχύ στις Νέες Χώρες με τη διάταξη του άρθρου 2 του ν. 147/1914, “δημόσιαι γαίαι είναι οι λειμώνες, οι αγροί, αι χειμερινοί και θεριναί βοσκαί, τα δάση και οι παρόμοιοι τόποι”, των οποίων η κυριότητα ανήκει στο Τουρκικό Δημόσιο. Κατά τις διατάξεις των άρθρων 9, 19, 30, 68 και 71 του ίδιου πιο πάνω Οθωμανικού νόμου, επί των δημόσιων γαιών (εραζίτ μιριγιά) μόνο δικαίωμα διηνεκούς εξουσίασης (τεσσαρούφ) μπορούν να αποκτήσουν οι ιδιώτες, με την έκδοση έγγραφου τίτλου, ταπίου, που φέρει την αυτοκρατορική σφραγίδα ή μονόγραμμα του Σουλτάνου και στο οποίο ρητά αναφέρεται το είδος των παραχωρούμενων γαιών. Ειδικότερα, η παραχώρηση χρήσης δημόσιας γης με ταπί δεν σήμαινε ότι ο κάτοχος του τεσσαρούφ είχε τη δυνατότητα να αξιοποιήσει αυτό κατά το δοκούν, καθώς η κατά προορισμό χρήση νοούνταν στον ΟΘΝπΓαιών ως υποχρέωση του εξουσιαστή. Εξαίρεση του κανόνα ότι μόνο με τίτλο (ταπί) αποκτάται το δικαίωμα εξουσιάσεως για ορισμένη χρήση των δημοσίων γαιών καθιερώνει το άρθρο 78 του ανωτέρω νόμου “περί γαιών” ,σύμφωνα με το οποίο, εάν κάποιος καταλάβει και καλλιεργήσει δημόσιες και αφιερωμένες γαίες για δέκα (10) έτη, χωρίς δικαστική αμφισβήτηση από το Δημόσιο αποκτά δικαίωμα εγκαταστάσεως και είτε έχει έγκυρο τίτλο, είτε δεν έχει, οι γαίες δεν θεωρούνται σχολάζουσες, αλλά δίδεται σ’αυτόν δωρεάν νέος τίτλος. Από το σαφές περιεχόμενο της παραπάνω διατάξεως, την ερμηνευτική εγκύκλιο του Υπουργείου Δικαιοσύνης της 28 Σεφέρ 1304, του άρθρου 13 του νόμου “περί εγγράφων ταπίων” της 8 Δζεμαχήλ Αχίρ 1275 (1857), του άρθρου 2 των διασαφητικών διατάξεων περί ταπίων της 15 Σαμπάν 1276, αλλά και το σύνολο των διατάξεων του νόμου περί γαιών (ειδικότερα των άρθρων 9,30,71), συνάγεται, ότι απαραίτητη προϋπόθεση για την απόκτηση του δικαιώματος αυτού της μονίμου εγκαταστάσεως είναι όχι μόνο η συνεχής επί δέκα (10) έτη κατοχή, αλλά και η ταυτόχρονη καλλιέργεια γης, χωρίς να απαιτείται και η στο όνομα αυτού έκδοση τίτλου (ταπίου), ο οποίος ήταν απλώς αποδεικτικό μέσο και όχι συστατικό στοιχείο του δικαιώματος. Μετέπειτα, με το διάταγμα 2468/1917 της προσωρινής κυβερνήσεως Θεσσαλονίκης (άρθρο 2 αυτού), το οποίο κυρώθηκε με το Ν. 1072/1917, καταργήθηκε κατά βάση ο θεσμός των δημοσίων γαιών του οθωμανικού δικαίου. Από της ισχύος του ως άνω διατάγματος, δηλαδή από 20.5,1917, το δικαίωμα διηνεκούς εξουσιάσεως (τεσσαρούφ) μεταβλήθηκε σε δικαίωμα πλήρους και οριστικής κυριότητας των 4/5 εξ αδιαιρέτου, του υπολοίπου 1/5 εξ αδιαιρέτου παραμείναντος στο Δημόσιο, ενώ ο Ν. 2052/1920 επαναλαμβάνει στα άρθρα 49 επ., τις διατάξεις του διατάγματος 2468/1917. Στη συνέχεια, με τα άρθρα 101-104 του διατάγματος της 11/12.11,1929, που εκδόθηκε κατά εξουσιοδότηση του άρθρου 2 του Ν. 4226/1929 και τροποποιήθηκε με τα άρθρα 17,18 και 19 του νόμου 1540/1938, παραχωρήθηκε στους ιδιοκτήτες των 4/5 και το υπόλοιπο 1/5 εξ αδιαιρέτου και έτσι αυτοί που είχαν αποκτήσει δικαίωμα διηνεκούς εξουσιάσεως έγιναν καθ’ολοκληρία κύριοι του ακινήτου και χωρίς εγγραφή στα βιβλία μεταγραφών. Εξάλλου, όταν ένα ακίνητο υπάγεται στην κατηγορία των δημοσίων γαιών, δεν είναι δυνατόν να αποκτηθεί κατά κυριότητα με χρησικτησία από ιδιώτη, διότι, όπως προκύπτει από τα άρθρα 1248 και 1314 του Οθωμανικού Αστικού Κώδικα, η χρησικτησία δεν αναγνωρίζεται από αυτόν ως τρόπος κτήσης κυριότητας. Εάν, όμως, στο ακίνητο αυτό ο ιδιώτης απέκτησε δικαίωμα διηνεκούς εξουσιάσεως (τεσσαρούφ), το οποίο μετατράπηκε, όπως προαναφέρθηκε, σε δικαίωμα πλήρους κυριότητας, τότε το ακίνητο αυτό, μη περιερχόμενο στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου, μπορεί να χρησιδεσποθεί, αφού οι διατάξεις του άρθρου 21 του Ν.Δ. της 29.4/6.5.1926, δια του οποίου απαγορεύθηκε εφεξής κάθε παραγραφή των επί κτημάτων του Δημοσίου δικαιωμάτων του, άρα και η επ’ αυτών χρησικτησία τρίτων (απαγόρευση η οποία ισχύει από 11.9.1915 βάσει των ισχυσάντων έκτοτε δυνάμει του Ν. ΔΞΗ’ /1912 δικαιοστασίων) δεν έχουν εφαρμογή επ’αυτού, γιατί το ακίνητο κατά νόμο έπαυσε να έχει το χαρακτήρα δημοσίου κτήματος και κατέστη ιδιωτικό. Όλα τα ανωτέρω βέβαια υπό την προϋπόθεση ότι επί των εν λόγω ακινήτων ασκούνταν κατά την 20 Μαΐου 1917 δικαίωμα διαρκούς εξουσίασης (τεσσαρούφ) από ιδιώτη, βάσει ταπίου που είχε προεκδοθεί της προσάρτησης των νέων χωρών, ή, προκειμένου περί αγρών, ότι μέχρι την ημερομηνία αυτή είχαν καλλιεργηθεί επί δεκαετία χωρίς δικαστική αμφισβήτηση. Σύμφωνα με το άρθρο 2 του νόμου 3250/1924, όπως αντικαταστάθηκε με τον νόμο 2148/1952 και συμπληρώθηκε με το άρθρο 73 παρ. 2 του ν.δ/τος 2185/1952, απαγορεύεται επί ποινή απολύτου ακυρότητας η δια πράξεων εν ζωή καθ’ οιονδήποτε τρόπον μεταβίβαση ή διανομή ή σύσταση οιουδήποτε εμπραγμάτου δικαιώματος επί αγροτικών ακινήτων ανηκόντων σε φυσικά πρόσωπα και νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, ως προς την πέραν των 250 στρεμμάτων έκταση κατά ιδιοκτήτη (παρ. 1), οι απαγορεύεις δε αυτές δύναται να αρθούν δι’ αποφάσεως του Υπουργού Γεωργίας ύστερα από γνώμη του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου Επικοισμού δημοσιευόμενη σε μία εφημερίδα της πρωτεύουσας του Νομού όπου κείται το κτήμα και εν ελλείψει τέτοιας σε μία εφημερίδα της πρωτεύουσας του Κράτους (παρ. 3). Η ανωτέρω διάταξη καταργήθηκε με το νόμο 4061/2012, με αποτέλεσμα να μην ισχύει η προβλεπόμενη με αυτή απαγόρευση για τις δικαιοπραξίες που καταρτίζονται μετά την έναρξη ισχύος, ενώ με το άρθρο 11 παρ. 3 του ν. 3147/2003 προβλέφθηκε αναδρομική κύρωση των δικαιοπραξιών που είχαν πραγματοποιηθεί κατά παράβαση του άρθρου 2 του νόμου 3250/1924 μέχρι 31.12.1994 (ΑΠ 24/2020, ΑΠ 14/2018).
Επίσης, ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής, υπάρχει όταν δεν εκτίθενται στην αγωγή όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, κατά νόμο, για τη στήριξη του αιτήματος της αγωγής, τα πραγματικά, δηλαδή, περιστατικά που απαρτίζουν την ιστορική βάση της αγωγής και προσδιορίζουν το αντικείμενο της δίκης, αποτελούν δε προϋπόθεση εφαρμογής του κανόνα δικαίου , στον οποίο στηρίζεται το αίτημα της αγωγής. Στην περίπτωση αυτή., όταν το δικαστήριο παρά τη μη επαρκή έκθεση σε αυτήν των στοιχείων που είναι αναγκαία για τη στήριξη του αιτήματος της αγωγής, την έκρινε ορισμένη, θεωρώντας ότι αυτά εκτίθενται με επάρκεια ή αν παρά την επαρκή έκθεση των στοιχείων αυτών την απέρριψε ως αόριστη η σχετική παράβαση ελέγχεται αναιρετικά με τη διάταξη του αριθμού 14 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ., καθόσον το δικαστήριο κατά παράβαση της δικονομικής διατάξεως του άρθρου 216 Κ.Πολ.Δικ. παραλείπει να κηρύξει ακυρότητα του δικογράφου. Επί αναγνωριστικής της κυριότητας αγωγής που στηρίζεται σε παράγωγο τρόπο κτήσης κυριότητας και ειδικότερα σε σύμβαση (άρθρ 1033 ΑΚ) για το ορισμένο αυτής αρκεί κατ’αρχήν να γίνει επίκληση της σύμβασης, που καταρτίσθηκε μεταξύ του ενάγοντος και του άμεσου δικαιοπαρόχου του, κυρίου του μεταβιβαζόμενου ακινήτου, με συμβολαιογραφικό έγγραφο που μεταγράφηκε νόμιμα, χωρίς να είναι αναγκαίο να καθορίζεται στο δικόγραφο της αγωγής και ο τρόπος με τον οποίο κατέστη κύριος ο πιο πάνω δικαιοπάροχος του ενάγοντα, διότι μόνο σε περίπτωση αμφισβήτησης από τον εναγόμενο και της κυριότητας του τελευταίου υποχρεούται ο ενάγων να καθορίσει με τις προτάσεις της συζήτησης τον τρόπο απόκτησης αυτής (ΑΠ 1203/2012). Αν ο εναγόμενος με τις προτάσεις του της πρωτοβάθμιας δίκης αμφισβητήσει όχι μόνο την κυριότητα του ενάγοντος, αλλά ειδικά και την κυριότητα των δικαιοπαρόχων του (άμεσου ή και απωτέρων) επί του επιδίκου, τότε ο ενάγων, αν δεν το έχει κάνει καθ’υποφορά με το δικόγραφο της αγωγής είναι υποχρεωμένος, με τις προτάσεις της ίδιας πρωτοβάθμιας δίκης, να καθορίσει, με σαφή έκθεση γεγονότων, τον τρόπο κτήσης κυριότητας από τον άμεσο δικαιοπάροχο του και, αν είναι ανάγκη και των απώτερων δικαιοπαρόχων του, κατ’ επιτρεπτή συμπλήρωση της αγωγής, σύμφωνα με το άρθρο 224 ΚΠολΔ, φθάνοντας μέχρι πρωτότυπου τρόπου κτήσης κυριότητας, όπως είναι η τακτική ή η έκτακτη χρησικτησία. Η παράλειψη του ενάγοντος να συμπληρώσει την αγωγή με τον άνω τρόπο ή καθ’ υποφορά στην αγωγή των άνω στοιχείων, επιφέρει την απόρριψη της αγωγής ως αόριστης (ΑΠ 1103/2018, ΑΠ 147/2015). Η επίκληση όμως, κυριότητας επί του επιδίκου ακινήτου από το Ελληνικό Δημόσιο ως διάδοχο του Οθωμανικού Κράτους προϋποθέτει δημόσιο κτήμα, πράγμα το οποίο δεν αποτελεί στοιχείο της αγωγής αλλά περιεχόμενο ισχυρισμού, η απόδειξη του οποίου βαρύνει το ίδιο (Δημόσιο).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως ήδη εκτέθηκε, με την προσβαλλόμενη απόφαση απορρίφθηκαν τα αιτήματα τόσο της αίτησης της αναιρεσείουσας, όσο και της κυρίας παρέμβασης του αναιρεσίβλητου για την αναγνώριση της κυριότητάς τους επί του ως άνω ακινήτου, με τις παραδοχές ότι αντικείμενο της δίκης στην προκειμένη περίπτωση είναι η διαπίστωση της υπάρξεως του εγγραπτέου δικαιώματος της αναιρεσίβλητης, κατά την καταχώρηση της πρώτης εγγραφής του επίδικου ακινήτου στα οικεία Κτηματολογικά βιβλία και η διόρθωση της τελευταίας σύμφωνα με αυτή τη διαπίστωση χωρίς τη διάγνωση οποιουδήποτε αμφισβητούμενου δικαιώματος, το οποίο ερευνάται μεν από το Δικαστήριο ως προϋπόθεση για την ύπαρξη του επικαλούμενου δικαιώματος της κυριότητας για την αιτούμενη διόρθωση της ανακριβούς εγγραφής, χωρίς όμως να καλύπτεται με ισχύ δεδικασμένου. Στην ένδικη αίτηση, της οποίας το περιεχόμενο επισκοπήθηκε παραπάνω, η αναιρεσίβλητη στα πλαίσια της αιτούμενης διόρθωσης της ανακριβούς εγγραφής στα οικεία Κτηματολογικά βιβλία του περιγραφομένου σε αυτήν αγρού, που βρίσκεται στους … του Νομού …, επικαλέσθηκε την κτήση κυριότητάς του με παράγωγο τρόπο και συγκεκριμένα με κληρονομική διαδοχή, από τον αληθή κύριο τούτου πατέρα της. Επίσης επικαλέσθηκε παράγωγο τρόπο κτήσης κυριότητας του ακινήτου αυτού από τον άμεσο δικαιοπάροχο της, αλλά και από τη δικαιοπάροχο του δικαιοπαρόχου της και τους απώτατους δικαιοπαρόχους αυτής δια συνεχούς σειράς μεταβιβαστικών πράξεων (αγοραπωλητηρίων συμβολαίων, κληρονομικών διαδοχών) με τη μνεία, ότι η εκποίηση του επίδικου αγρού στον πατέρα της (αιτούσας) επιτράπηκε με την … απόφαση του τότε Νομάρχη … ως νομίμου και αποκλειστικού αντιπροσώπου του Ελληνικού Δημοσίου, που ήρε τις απαγορεύσεις του Ν. 3250/1924 για τις μεταβιβάσεις ακινήτων και τη σύναψη αγοραπωλησιών, μετά την αντικατάσταση τους με τον Ν. 2148/1952. Ήδη δε με τον δεύτερο λόγο αναίρεσης, κατά το πρώτο σκέλος του, το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση πλημμέλεια από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ., με την αιτίαση ότι, ενώ το ίδιο αμφισβήτησε την κυριότητα επί της επίδικης έκτασης τόσο της ίδιας της αναιρεσίβλητης όσο και των δικαιοπαρόχων της, επικαλούμενο με την κύρια παρέμβαση του ότι το ακίνητο αυτό αποτελούσε από την εποχή της τουρκοκρατίας δημόσια γαία, η οποία περιήλθε στην κυριότητά του κατά διαδοχή της οθωμανικής αυτοκρατορίας, το Εφετείο, κατά μη ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των προπαρατεθεισών διατάξεων ουσιαστικού δικαίου των άρθρων 3,54 και 78 της Σύμβασης των Αθηνών της 1ης/14ης Νοεμβρίου περί Ειρήνης μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας και των ν. 79/1914, 147/1914 και 2052/1920 δεν κήρυξε το δικόγραφο της αιτήσεως ως απαράδεκτο λόγω αοριστίας, αλλά αντίθετα την έκρινε ορισμένη παρότι η αναιρεσίβλητη παρέλειψε να παραθέσει και συμπληρώσει με τις προτάσεις της τα στοιχεία που ήταν απαραίτητα για τη στήριξη της αιτήσεώς της, παραβιάζοντας έτσι τις προαναφερόμενες διατάξεις-καθώς και εκείνες των άρθρων 118 και 747 ΚΠολΔ , οι οποίες ορίζουν ποια ουσιώδη και απαραίτητα στοιχεία πρέπει να αναφέρονται αντίστοιχα στο δικόγραφο αγωγής και στην αίτηση παροχής έννομης προστασίας κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, η αναιρεσίβλητη όφειλε να επικαλεσθεί : α) ότι το επίδικο ακίνητο ανήκε κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας στην κατηγορία των δημοσίων γαιών του τουρκικού Δημοσίου και να καθορίσει το είδος του (αγρός, βοσκή, δάσος, δασική, χορτολιβαδική έκταση κλπ,) β) ότι ο ίδιος ή συγκεκριμένος απώτατος ή απώτερος δικαιοπάροχος του είχε αποκτήσει το δικαίωμα εξουσίασης (τεσσαρούφ) με την έκδοση ταπίου στο όνομά του και ότι διατήρησε το δικαίωμα αυτό μέχρι το χρόνο εισαγωγής της Ελληνικής Νομοθεσίας στις “Νέες Χώρες” ή και μόνο στην περίπτωση καλλιεργησίμων αγρών, ότι κατείχε και καλλιεργούσε το ακίνητο χωρίς αμφισβήτηση επί δέκα έτη που είχαν συμπληρωθεί μέχρι 20.5.1917, με την επίκληση συγκεκριμένων διακατοχικών πράξεων καλλιέργειας και γ) εφόσον, γίνεται επίκληση κληρονομικής διαδοχής κατά το ως άνω διάστημα εφαρμογής της οθωμανικής νομοθεσίας, ότι συνέτρεχαν οι ως άνω προϋποθέσεις και στο πρόσωπο των δικαιοπαρόχων τους (δικαίωμα εξουσίασης του κληρονομούμενου, παραχώρηση τέτοιου δικαιώματος και στον κληρονόμο με έκδοση “ταπίου” στο όνομά του, μετατροπή του δικαιώματος εξουσίασης σε δικαίωμα πλήρους κυριότητας). Ο λόγος αυτός αναιρέσεως είναι αβάσιμος, ως στηριζόμενος στην εσφαλμένη προϋπόθεση, ότι η αναιρεσίβλητη, επειδή το ίδιο ισχυρίσθηκε με την κύρια παρέμβασή του, ότι το επίδικο ακίνητο αποτελούσε δημόσια γαία του οθωμανικού δικαίου, που περιήλθε στην κυριότητά του κατά διαδοχή του οθωμανικού Κράτους, είχε υποχρέωση να αναφέρει στις έγγραφες προτάσεις της τα παραπάνω στοιχεία που επικαλείται το αναιρεσείον, ότι δηλαδή η ίδια και οι δικαιοπάροχοι της είχαν αποκτήσει επί του επιδίκου ακινήτου δικαίωμα εξουσιάσεως (τεσσαρούφ) με την έκδοση ταπίου στο όνομά τους ή την καλλιέργειά του χωρίς αμφισβήτηση επί δεκαετία που είχε συμπληρωθεί μέχρι 20.5.1917, διατηρώντας το δικαίωμα αυτό μέχρι το χρόνο εισαγωγής της Ελληνικής Νομοθεσίας στις “Νέες Χώρες” και τη μετατροπή του δικαιώματος εξουσίασης σε δικαίωμα πλήρους κυριότητας. Τα παραπάνω όμως στοιχεία προϋποθέτουν δημόσιο κτήμα, ενώ η ένδικη αίτηση έχει ως βάση την κτήση κυριότητας της αναιρεσίβλητης επί ακινήτου (αγρού) με παράγωγο τρόπο και είναι επαρκώς ορισμένη, αφού διαλαμβάνονται σε αυτήν όλα τα απαιτούμενα κατά νόμο στοιχεία για την πληρότητά της, ως προς την κτήση της κυριότητας του ακινήτου επί του οποίου επικαλείται την ύπαρξη εγγραπτέου δικαιώματος στο Κτηματολόγιο, δηλαδή την απόκτηση κυριότητας επί τούτου με παράγωγο τρόπο, ενώ, επί πλέον γίνεται σε αυτήν μνεία καθ’υποφορά του τρόπου κτήσης κυριότητας των δικαιοπαρόχων της μέχρι τη μεταβίβασή του με παράγωγο τρόπο στον άμεσο δικαιοπάροχο της, με άδεια του εκπροσώπου του Ελληνικού Δημοσίου, Νομάρχη …, ύστερα από άρση των απαγορεύσεων του νόμου 3250/1924, όπως αντικαταστάθηκε με το Ν. 2148/1952, με την τήρηση των προβλεπομένων από αυτό/ διατυπώσεων Υποχρέωση αναφοράς των επικαλούμενων από το αναιρεσείον στοιχείων δεν είχε η αναιρεσίβλητη, αφού, σύμφωνα με τα όσα προεκτέθηκαν, η επίκληση αυτή προϋποθέτει δημόσιο κτήμα, πράγμα το οποίο δεν αποτελεί στοιχείο της ένδικης αίτησης, αλλά περιεχόμενο του ισχυρισμού της κύριας παρέμβασης του Δημόσιου, η απόδειξη του οποίου βαρύνει το ίδιο.
Από τις διατάξεις των άρθρων 118 αριθμ. 4, 566 παρ. 1 και 577 παρ. 3 ΚΠολΔ προκύπτει ότι στο έγγραφο της αναίρεσης πρέπει να αναφέρεται, κατά τρόπο σαφή, ορισμένο και ευσύνοπτο, η νομική πλημμέλεια που αποδίδεται στο δικαστήριο της ουσίας, ώστε να είναι δυνατό να διαπιστωθεί αν και ποιο λόγο αναίρεσης, από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο 559 (ή 560) ΚΠολΔ, θεμελιώνει η προβαλλόμενη αιτίαση, άλλως, εν ελλείψει της ως άνω αναφοράς, η αναίρεση τυγχάνει αόριστη. Η αοριστία αυτή, που ερευνάται και αυτεπάγγελτα από τον Άρειο Πάγο, δεν μπορεί να θεραπευτεί με παραπομπή σε άλλα διαδικαστικά έγγραφα (ΟλΑΠ 57/1990, ΑΠ 1602/2014). Ειδικά, για να είναι ορισμένος ο από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης, με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση ότι η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση, πρέπει να μνημονεύονται στο αναιρετήριο, εκτός από τον κανόνα δικαίου που φέρεται ότι παραβιάστηκε, προκειμένου να ελεγχθεί αν υπάρχει, σχετικά με την εφαρμογή του, έλλειψη αιτιολογιών ή αντίφαση ή, κυρίως, ανεπάρκεια αυτών, και: α) οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης ή μνεία ότι αυτή δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, β) ο ισχυρισμός (αγωγικός, ένσταση) και τα περιστατικά που προτάθηκαν για τη θεμελίωση του, ως προς τον οποίο η έλλειψη, η ανεπάρκεια ή η αντίφαση και η σύνδεσή του με το διατακτικό και γ) εξειδίκευση του σφάλματος του δικαστηρίου, δηλαδή, αν πρόκειται για παντελή έλλειψη αιτιολογίας, μνεία μόνο τούτου, αν πρόκειται για ανεπαρκή αιτιολογία, ποιά επιπλέον περιστατικά έπρεπε να αναφέρονται στην απόφαση ή ως προς τι υπάρχει έλλειψη νομικού χαρακτηρισμού και, αν πρόκειται για αντιφατικές αιτιολογίες, ποιές είναι αυτές, σε τι συνίσταται η αντίφαση και από πού προκύπτει. Γενικές εκφράσεις για ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα των αιτιολογιών της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης δεν αρκούν, όπως, επίσης, δεν αρκούν οι όλως περιορισμένες, μεμονωμένες και κατ’ επιλογήν αποσπασματικές παραδοχές της απόφασης (ΑΠ 551/2020, ΑΠ 171/2020, ΑΠ 148/2008). Δεν έχει, όμως, εφαρμογή η παραπάνω διάταξη, όταν οι ελλείψεις ανάγονται στην εκτίμηση των αποδείξεων και, ιδίως, στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος που εξάγεται από αυτές, γιατί στην κρίση του αυτή το δικαστήριο προβαίνει ανέλεγκτα κατά το άρθρο 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ, εκτός αν δεν είναι σαφές και πλήρες το πόρισμα και για το λόγο αυτόν γίνεται αδύνατος ο αναιρετικός έλεγχος. Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή γιατί δεν αποδείχθηκε. Τα επιχειρήματα του δικαστηρίου που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές, με βάση τις οποίες διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και, συνεπώς, δεν αποτελούν “αιτιολογία” της απόφασης, ώστε, στο πλαίσιο της υπόψη διάταξης του άρθρου 559 αριθμ. 19 του ΚΠολΔ, αυτή να επιδέχεται μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια, ενώ δεν δημιουργείται ο ίδιος λόγος αναίρεσης ούτε εξαιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα επιχειρήματα των διαδίκων που δεν συνιστούν αυτοτελείς ισχυρισμούς, οπότε ο σχετικός λόγος αναίρεσης είναι απαράδεκτος (ΑΠ 1099/2020, ΑΠ 965/2020). Στην προκειμένη περίπτωση με το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου αναίρεσης, το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση, ότι με το να δεχθεί την αίτηση της αναιρεσίβλητης ως ουσία βάσιμη και να καταλήξει “με όλως ανεπαρκείς αιτιολογίες” ή “χωρίς αιτιολογία” στο συμπέρασμα, ότι η αιτούσα είχε αποκτήσει εγγραπτέο δικαίωμα επί του επιδίκου ακινήτου παρέβη τις διατάξεις των άρθρων 3,54 και 78 της Σύμβασης των Αθηνών της 1ης/14ης Νοεμβρίου περί Ειρήνης μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας και των ν. 79/1914, 147/1914 και 2052/1920 και υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια του αριθμού και 19 του ΚΠολΔ. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις αιτιάσεις ταυ αναιρεσείοντος, η αναιρεσιβαλλόμενη “χωρίς καμία αιτιολογία, άλλως με αιτιολογία που δεν άπτεται του λόγου της εφέσεως και επαναλαμβάνοντας τις αιτιολογίες της πρωτόδικης απόφασης…” έκρινε την αίτηση ως ουσία βάσιμη παρότι “ουδόλως προέκυψε ότι ο άμεσος ή κάποιος απώτατος δικαιοπάροχος της αντιδίκου απέκτησε δικαίωμα πλήρους κυριότητας στο επίδικο, το οποίο στη συνέχεια να μετατράπηκε σε δικαίωμα πλήρους κυριότητας, με συνεχή υπερδεκαετή καλλιέργειά του αρχόμενη κατά την τουρκοκρατία, που να έχει συμπληρωθεί την 20-5-1917, ούτε είχε εκδοθεί στο όνομα αυτού ειδικός τίτλος (ταπί) για την πιο πάνω δημόσια έκταση, βάση του οποίου απέκτησε την κυριότητα του επιδίκου….” και “ενώ δεν είχε αποδειχθεί ότι οι απώτεροι δικαιοπάροχοι της αναιρεσίβλητης είχαν αποκτήσει την περίοδο της τουρκοκρατίας δικαίωμα εξουσίασης στο επίδικο” και ότι το Εφετείο “ούτε εν πάσει περιπτώσει διαλαμβάνει σκέψη για τον τρόπο κατάλυσης της κυριότητας…” του Ελληνικού Δημοσίου “σε αυτό, στερώντας την απόφασή του από αιτιολογία στο ζήτημα αυτό που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης.”. Ο πιο πάνω λόγος από τους αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι, προεχόντως, απαράδεκτος εξαιτίας της αοριστίας του, διότι ελλείπουν παντελώς από το αναιρετήριο οι παραδοχές της πληττόμενης απόφασης, ώστε δεν μπορεί να ελεγχθεί σε τι συνίσταται η ανεπάρκεια των αιτιολογιών που οδήγησαν σε εσφαλμένο, κατά το αναιρεσείον, διατακτικό, η εξειδίκευση του σφάλματος του δικαστηρίου, δηλαδή, ως προς τις ανεπαρκείς αιτιολογίες, ποια επιπλέον περιστατικά έπρεπε να αναφέρονται. Ανεξαρτήτως τούτου δε ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος και επειδή, υπό την επίφαση της συνδρομής των προϋποθέσεων θεμελίωσής του στις παραπάνω διατάξεις του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη εκτίμηση από το Εφετείο των πραγματικών γεγονότων (άρθρ. 561 παρ. 1 ΚΠολΔ).
Συνακόλουθα με τα παραπάνω, μη υπάρχοντος άλλου λόγου αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου για αναίρεση της 829/2019 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, και να καταδικαστεί το αναιρεσείον ως ηττηθείς διάδικος στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης (άρθρα 176,183,191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά το σχετικό αίτημά της μειωμένη κατά το άρθρο 22 παρ. 1 του Ν. 3693/1957 που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 αρ. 18 ΕισΝΚΠολΔ, άρθρο 5 παρ. 12 του Ν, 1738/1987 και 2 της 134.423/28.12.1992 ΚΥΑ των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης (ΦΕΚ Β’/11/20.1.1993) κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 26.9.2019 αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου για αναίρεση της 829/2019 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Καταδικάζει το αναιρεσείον στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, την οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 3 Νοεμβρίου 2021.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 29 Νοεμβρίου 2021.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ