Αριθμός 1608/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α2′ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Θεόδωρο Κανελλόπουλο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αικατερίνη Κρυσταλλίδου, Μαρία Ανδρικοπούλου, Κυριάκο Μπαμπαλίδη – Εισηγητή και Γεώργιο Αυγέρη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 22 Νοεμβρίου 2021, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει τις υποθέσεις μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων – αναιρεσιβλήτων: 1) Ε. Τ. του Κ., κατοίκου … και 2) Γ. Λ. του Ι., κατοίκου …. Η πρώτη αναιρεσείουσα αναιρεσίβλητη δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, ενώ ο δεύτερος αναιρεσείων – αναιρεσίβλητος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αλέξανδρο – Γεώργιο Σπυριδωνίδη, ο οποίος δήλωσε στο ακροατήριο ότι η πρώτη αναιρεσείουσα – αναιρεσίβλητη, Ε. Τ. του Κ., απεβίωσε στις 8-5-2021, όπως προκύπτει από την από 12-5-2021 ληξιαρχική πράξη θανάτου της ληξιάρχου του Δήμου Θεσσαλονίκης και κληρονομήθηκε από τον Γ. Λ. του Ι., ήδη δεύτερο αναιρεσείοντα – αναιρεσίβλητο, ο οποίος συνεχίζει τη βιαίως διακοπείσα δίκη και εκπροσωπείται από τον ίδιο. Στη συνέχεια, ο ως άνω πληρεξούσιος του δεύτερου αναιρεσείοντος δήλωσε στο ακροατήριο ότι ο δεύτερος αναιρεσείων παραιτείται από τους δεύτερο και τρίτο λόγους του κυρίου δικογράφου της από 14-2-2020 αίτησης αναίρεσης. Του αναιρεσιβλήτου – αναιρεσείοντος: Α. Τ. του Κ., κατοίκου …. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σπυρίδωνα Γεώργα.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 1-07-2016 αγωγή του ήδη αναιρεσίβλητου – αναιρεσείοντος Α. Τ., που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 10007/2018 του ίδιου Δικαστηρίου και 2689/2019 του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με τις από 14-2-2020 και 19-2-2020 αιτήσεις τους και ο δεύτερος αναιρεσείων της από 14-2-2020 αίτησης και με τους από 19-10-2021 προσθέτους αυτής λόγους.
Κατά τη συζήτηση των αιτήσεων αυτών, που εκφωνήθηκαν από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Οι πληρεξούσιοι ζήτησαν την παραδοχή της αίτησής τους, την απόρριψη της αίτησης του αντιδίκου και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ο ενάγων Α. Τ., με την από 1.7.2016 αγωγή του, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, κατά των εναγομένων 1) Ε. Τ. και 2) Γ. Λ., όπως αυτή διορθώθηκε παραδεκτά με τις πρωτόδικες προτάσεις του, εξέθετε ότι δυνάμει του αναφερόμενου στην αγωγή συμβολαίου, που μεταγράφηκε νόμιμα, μεταβίβασε στην πρώτη εναγόμενη, αδελφή του, ποσοστό 23/100 εξ αδιαιρέτου ψιλής κυριότητας του περιγραφόμενου διαμερίσματος, εμπορικής αξίας (του άνω ποσοστού), κατά τον χρόνο σύνταξης της αγωγής, 16.294,73 ευρώ. Ότι, παρά το γεγονός ότι στο άνω συμβόλαιο αναγράφεται ως αιτία της μεταβίβασης αυτής η πώληση, και μάλιστα υπό τη διαλυτική αίρεση της αποπληρωμής του τιμήματος, η σύμβαση αυτή είναι άκυρη ως εικονική, καθόσον αμφότεροι οι συμβαλλόμενοι προέβησαν στην κατάρτισή της χωρίς πραγματική θέληση να συναφθεί η επαχθής δικαιοπραξία της πώλησης, αλλά η υποκρυπτόμενη χαριστική δικαιοπραξία της δωρεάς, η οποία είναι έγκυρη, αφού τηρήθηκε γι’ αυτήν ο απαιτούμενος συμβολαιογραφικός Τύπος. Ότι με την αναφερόμενη πράξη, που μεταγράφηκε νόμιμα, ο ίδιος συναίνεσε στην κατάργηση της προαναφερθείσας διαλυτικής αίρεσης, η οποία ήταν εικονική, όπως και η ανωτέρω πώληση, χωρίς να καταβληθεί κανένα τίμημα. Ότι με το αναφερόμενο συμβόλαιο, που μεταγράφηκε νόμιμα, μεταβίβασε στην πρώτη εναγόμενη με δωρεά εν ζωή το υπόλοιπο 77/100 εξ αδιαιρέτου ψιλής κυριότητας του ίδιου ως άνω διαμερίσματος, εμπορικής αξίας (του άνω ποσοστού), κατά τον χρόνο σύνταξης της αγωγής, 77.931,32 ευρώ. Ότι το συνολικό ποσοστό (100%) της ψιλής κυριότητας του ανωτέρω διαμερίσματος, αξίας, κατά τον χρόνο σύνταξης της αγωγής, 70.846,65 ευρώ, η πρώτη εναγόμενη το μεταβίβασε λόγω γονικής παροχής, με το αναφερόμενο στην αγωγή συμβόλαιο, που μεταγράφηκε νόμιμα, στον δεύτερο εναγόμενο, ανεψιό του. Ότι, περαιτέρω, με το αναφερόμενο στην αγωγή συμβόλαιο, που μεταγράφηκε νόμιμα, ο ίδιος μεταβίβασε λόγω δωρεάς εν ζωή την ψιλή κυριότητα, στην πρώτη εναγόμενη κατά ποσοστό 22/100 και στον δεύτερο εναγόμενο κατά ποσοστό 78/100, του αναλυτικά περιγραφόμενου διαμερίσματος, εμπορικής αξίας (του 100/100 της ψιλής κυριότητας), κατά τον χρόνο σύνταξης της αγωγής, 74.220,30 ευρώ (16.328,47 και 57.891,83 ευρώ, αντίστοιχα). Ότι, επιπλέον, στην πρώτη εναγόμενη παρέδωσε, λόγω δωρεάς, στις 3.3.2006, τα χρηματικά ποσά των 60.000 και 18.000 ευρώ, καθώς και, εντός του ίδιου έτους, τα περιγραφόμενα στην αγωγή τιμαλφή (κοσμήματα και γούνινο παλτό), συνολικής αξίας 78.950 ευρώ. Ότι, τέλος, εντός του έτους 2000 ο ίδιος, λόγω της ιδιότητάς του ως πολιτικός μηχανικός, προέβη, για λογαριασμό της πρώτης εναγόμενης, στις περιγραφόμενες οικοδομικές εργασίες σε ακίνητα της τελευταίας και συγκεκριμένα στη μετατροπή τεσσάρων διαμερισμάτων του 4ου ορόφου σε οκτώ στούντιο και ενός διαμερίσματος του 6ου ορόφου σε δύο στούντιο, δαπανώντας εξ Ιδίων χρημάτων το ποσό των 30.000 ευρώ, για έξοδα υλικών και συνεργείων, χωρίς να λάβει για το έργο αυτό, ούτε αμοιβή μηχανικού, ούτε τις ανωτέρω δαπάνες, τις οποίες, με τον τρόπο αυτό, δώρισε στην πρώτη εναγόμενη. Ότι παρά τις ανωτέρω δωρεές προς τους εναγομένους, αυτοί επέδειξαν προς τον ίδιο, τη σύζυγο και τα τέκνα του πρωτοφανή αχαριστία, η οποία εξακολουθεί έως την άσκηση της αγωγής, η μεν πρώτη εναγόμενη με την κατάθεση σε βάρος του ίδιου (η πρώτη), καθώς και του ίδιου και των τέκνων του (η δεύτερη) δύο αγωγών, τις οποίες ενσωματώνει στην αγωγή, με ψευδές και συκοφαντικό περιεχόμενο, καθώς και μηνυτήριας αναφοράς, με επίσης ψευδές και συκοφαντικό περιεχόμενο, το οποίο επιβεβαίωσε ενόρκως, εν γνώσει της αναλήθειας αυτού, ο δε δεύτερος εναγόμενος με την ένορκη κατάθεσή του ως μάρτυρας στα πλαίσια προκαταρκτικής εξέτασης για την ανωτέρω μήνυση, κατά τα εκτιθέμενα αναλυτικά στην αγωγή, ενώ και οι δύο εναγόμενοι συνεχίζουν να επιδεικνύουν σκληρή και βάναυση συμπεριφορά, καθώς έπαυσαν κάθε επικοινωνία με τον ίδιο και την οικογένειά του και τον διασύρουν στο φιλικό, οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον, γεγονότα τα οποία του έχουν προκαλέσει μεγάλη στενοχώρια και εξ αυτής πλείστα προβλήματα υγείας. Ότι ο ίδιος, εξαιτίας της ανωτέρω συμπεριφοράς των εναγομένων, με την από 1.7.2016 εξώδικη δήλωση, που επιδόθηκε στους εναγομένους στις 13.7.2016 και στις 14.7.2016, αντίστοιχα, ανακάλεσε τις ανωτέρω δωρεές. Με βάση το ιστορικό αυτό ζήτησε: 1) να αναγνωριστεί η ακυρότητα των ανωτέρω, συμβολαίου πώλησης ιδανικού μεριδίου 23% ψιλής κυριότητας και πράξης κατάργησης διαλυτικής αίρεσης, προς την πρώτη εναγόμενη, λόγω εικονικότητας και να αναγνωριστεί ότι κάτω από αυτές υποκρύπτεται έγκυρη σύμβαση δωρεάς, 2) να αναγνωριστεί η εγκυρότητα της ανάκλησης των δωρεών προς την πρώτη εναγόμενη, που αφορούν την ψιλή κυριότητα κατά ποσοστό 100% (23% και 77%) του πρώτου ως άνω διαμερίσματος και κατά ποσοστό 22% εξ αδιαιρέτου του δεύτερου ως άνω διαμερίσματος, 3) να αναγνωριστεί ή εγκυρότητα της ανάκλησης των δωρεών προς την πρώτη εναγόμενη των ως άνω χρηματικών ποσών των 60.000, 18.000 και 30.000 ευρώ, καθώς και των κοσμημάτων και του παλτό, συνολικής αξίας 78.950 ευρώ, 4) να αναγνωριστεί η εγκυρότητα της ανάκλησης της δωρεάς προς τον δεύτερο εναγόμενο, που αφορά την ψιλή κυριότητα κατά ποσοστό 78% εξ αδιαιρέτου του ως άνω διαμερίσματος, 5) να υποχρεωθούν αμφότεροι οι εναγόμενοι, καθόσον μετά τις ανωτέρω ανακλήσεις κατέστησαν αδικαιολόγητα πλουσιότεροι σε βάρος της περιουσίας του, να αναμεταβιβάσουν συμβολαιογραφικώς στον ίδιο τα εμπράγματα δικαιώματα επί των ανωτέρω δωρηθέντων και να του τα παραδώσουν, σε περίπτωση δε άρνησής τους να θεωρηθεί, κατ’ άρθρο 949 ΚΠολΔ, ότι η προς αναμεταβίβαση δήλωση βούλησής τους πραγματοποιήθηκε με την τελεσιδικία της απόφασης που θα εκδοθεί και να υποχρεωθούν να του παραδώσουν τα ως άνω εμπράγματα δικαιώματα των επίδικων ακινήτων, 6) να υποχρεωθεί η πρώτη εναγόμενη να του αναμεταβιβάσει την κυριότητα και να του παραδώσει τα ανωτέρω πολύτιμα αντικείμενα, άλλως να του καταβάλει την αξία συνολικού ποσού 78.950 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής, 7) να υποχρεωθεί η πρώτη εναγόμενη να του καταβάλει τα δωρηθέντα χρηματικά ποσά των 60.000, 18.000 και 30.000 ευρώ και συνολικά το ποσό των 108.000 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής, και 8) επικουρικώς να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να καταβάλουν, εις ολόκληρον έκαστος, το ποσό των 70.846,65 ευρώ, που αντιστοιχεί στην εμπορική αξία του ποσοστού 100% της ψιλής κυριότητας του ως άνω διαμερίσματος, την οποία η πρώτη εναγόμενη μεταβίβασε λόγω γονικής παροχής προς τον δεύτερο εναγόμενο, κατά τα ανωτέρω, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η με αριθμό 10007/2018 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή κατά τα ως άνω με αριθμούς 1, 2, 4 και 5 κύρια αιτήματα και απορρίφθηκε κατά τα με αριθμούς 3, 6 και 7 αιτήματα. Κατά της άνω οριστικής απόφασης άσκησαν αντίθετες εφέσεις οι άνω διάδικοι, οι οποίες απορρίφθηκαν ως ουσία αβάσιμες με την υπ’ αριθ. 2689/2019 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Κατά της αποφάσεως αυτής οι άνω διάδικοι, ενάγων και εναγόμενοι, αντίστοιχα, άσκησαν τις υπό κρίση από 19.2.2020 και 14.2.2020 αιτήσεις αναιρέσεως, οι οποίες πρέπει να συνεκδικασθούν, διότι είναι συναφείς αλλά και διότι έτσι διευκολύνεται και επιταχύνεται η δίκη και επέρχεται μείωση των εξόδων, σύμφωνα με το άρθρο 246 ΚΠολΔ που εφαρμόζεται και στην αναιρετική δίκη κατά το άρθρο 573 του ίδιου Κώδικα. Πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι μετά την άσκηση των άνω αιτήσεων αναιρέσεως και δη την 8.5.2021 απεβίωσε η πρώτη αναιρεσείουσα – αναιρεσίβλητη, ήτοι η Ε. Τ., και κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου από τον δεύτερο αναιρεσείοντα – αναιρεσίβλητο, Γ. Λ., ο οποίος και συνεχίζει ήδη τη δίκη, προβαίνοντας μάλιστα στη συνέχεια και στην άσκηση πρόσθετων λόγων αναιρέσεως, για τους οποίους θα γίνει λόγος παρακάτω. Ο θάνατος της πρώτης αναιρεσείουσας και η συγγενική σχέση που στηρίζει την ως άνω κληρονομική διαδοχή αποδεικνύονται από το προσκομιζόμενο απόσπασμα ληξιαρχικής πράξης θανάτου του ληξιάρχου του Δήμου Θεσ/νίκης, το πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης και το πιστοποιητικό του αρμόδιου γραμματέα περί μη αποποίησης της κληρονομίας και μη δημοσίευσης διαθήκης.
Συνεπώς, νομίμως επαναλήφθηκε η προκείμενη δίκη και παραδεκτώς χωρεί η συζήτηση της υπόθεσης. Α.- ΕΠΙ ΤΗΣ ΑΠΟ 14 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2020 ΑΙΤΗΣΕΩΣ ΑΝΑΙΡΕΣΕΩΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΠΟ 19 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2021 ΠΡΟΣΘΕΤΩΝ ΛΟΓΩΝ ΑΝΑΙΡΕΣΕΩΣ. Κατά το άρθρο 569 παρ. 2 εδ. α’ ΚΠολΔ, “Οι πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης ως προς τα ίδια κεφάλαια της προσβαλλόμενης απόφασης και τα κεφάλαια εκείνα που αναγκαστικά συνέχονται με αυτά, ασκούνται μόνο με δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του Αρείου Πάγου, τριάντα τουλάχιστον πλήρεις ημέρες πριν από τη συζήτηση της αναίρεσης, κάτω από το οποίο συντάσσεται έκθεση. Αντίγραφο του δικογράφου των πρόσθετων λόγων επιδίδεται πριν από την ίδια προθεσμία στον αναιρεσίβλητο και τους άλλους διαδίκους. Η επίδοση μπορεί να γίνει και στον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσιβλήτου, αν αυτός επισπεύδει τη συζήτηση…”. Στην προκειμένη περίπτωση, ως ημέρα συζήτησης ενώπιον του Α2 Τμήματος του Αρείου Πάγου της κρινόμενης από 14-2-2020 αίτησης, για αναίρεση της 2689/2019 τελεσίδικης απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, ορίστηκε, με επίσπευση των αναιρεσειόντων, η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμος (22-11-2021), ο δε δεύτερος αιτών, ήτοι ο Γ. Λ., ενεργών πλέον ατομικά και ως μοναδικός εξ αδιαθέτου κληρονόμος της πρώτης αιτούσας, ήτοι της Ε. Τ., άσκησε πρόσθετους λόγους με το από 19-10-2021 ιδιαίτερο δικόγραφο, που κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου την 20-10-2021, δηλαδή τριάντα ημέρες πριν την ορισθείσα ως άνω αρχική δικάσιμο. Από την υπ’ αριθμ. 118Γ’/20-10-2021 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Θεσσαλονίκης Ό. Σ., την οποία επικαλείται και προσκομίζει νόμιμα ο αναιρεσείων Γ. Λ., ο οποίος και επέσπευσε τη συζήτηση, προκύπτει ότι πιστό αντίγραφο του δικογράφου των άνω προσθέτων λόγων επιδόθηκε στον αναιρεσίβλητο Α. Τ., στις 20-10-2021, ήτοι τουλάχιστον τριάντα πλήρεις ημέρες πριν από την ορισθείσα ως άνω δικάσιμο. Επομένως, οι πρόσθετοι αυτοί λόγοι ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα, είναι παραδεκτοί και πρέπει να ερευνηθούν περαιτέρω μαζί με την άνω από 14.2.2020 αίτηση αναιρέσεως.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 94 παρ.1, 97, 98 περ. β, 188 παρ. 1, 189 παρ. 2, 190, 191 παρ. 2, 294, 295 παρ. 1, 297, 299 και 573 παρ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτουν τα ακόλουθα: Ο αναιρεσείων μπορεί, με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά συνεδρίασης του δικαστηρίου ή με δικόγραφο που επιδίδεται στον αναιρεσίβλητο να παραιτηθεί από το δικόγραφο της αίτησης αναίρεσης χωρίς τη συναίνεση του αντιδίκου του, εφόσον δεν προχώρησε στην προφορική συζήτηση της ουσίας της υπόθεσης, ενώ η παραίτηση που γίνεται αργότερα είναι απαράδεκτη, εφόσον ο αναιρεσίβλητος προβάλλει αντίρρηση και πιθανολογεί ότι έχει έννομο συμφέρον η δίκη να περατωθεί με την έκδοση οριστικής απόφασης. Η παραίτηση από το δικόγραφο της αίτησης αναίρεσης, για την οποία αρκεί η ύπαρξη γενικής μόνο πληρεξουσιότητας στο πρόσωπο του δικηγόρου του παραιτουμένου, έχει ως αποτέλεσμα ότι η αίτηση αναίρεσης θεωρείται πως δεν ασκήθηκε και η δίκη καταργείται χωρίς να είναι αναγκαία η έκδοση απόφασης που να κηρύσσει την κατάργησή της (ΑΠ 70/2021, ΑΠ 369/2019). Στην περίπτωση που ο αναιρεσείων παραιτείται από ορισμένους μόνον αναιρετικούς λόγους, ως προς αυτούς και μόνον πρέπει να θεωρηθεί ότι δεν ασκήθηκε η αίτηση αναιρέσεως και να ερευνηθεί ως προς τους λοιπούς λόγους, από τους οποίους δεν παραιτήθηκε ο αναιρεσείων (ΑΠ 381/2017). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου και τα διαδικαστικά έγγραφα της παρούσας δίκης, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από το οικείο πινάκιο κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας (22.11.2021) εμφανίστηκε στο ακροατήριο ο πληρεξούσιος δικηγόρος των αναιρεσειόντων, Αλέξανδρος – Γεώργιος Σπυριδωνίδης, ο οποίος με προφορική του δήλωση που καταχωρίσθηκε στα πρακτικά συνεδρίασης, πριν το Δικαστήριο προχωρήσει στην προφορική συζήτηση της ουσίας της υπόθεσης, αφενός μεν δήλωσε ότι η πρώτη αναιρεσείουσα απεβίωσε στις 12.5.2021 και κληρονομήθηκε από τον δεύτερο αναιρεσείοντα, ο οποίος και συνεχίζει τη δίκη, αφετέρου δε δήλωσε ότι παραιτείται από τους δεύτερο και τρίτο λόγους του κυρίου δικογράφου της αίτησης αναίρεσης, χωρίς να προβληθεί αντίρρηση εκ μέρους του αναιρεσίβλητου. Σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, με τη δήλωση αυτή καταργείται η παρούσα δίκη, μόνον όμως όσον αφορά τους άνω δεύτερο και τρίτο κύριους αναιρετικούς λόγους, ως προς τους οποίους πρέπει να θεωρηθεί ότι δεν ασκήθηκε η αίτηση αναίρεσης. Κατά το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται “αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών”. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 14/2015, ΟλΑΠ 7/2006, ΟλΑΠ 4/2005). Με το λόγο αυτό ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κλπ, ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ’ ουσίαν. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν την υπόθεση, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν εμφανή την παράβαση. Τούτο συμβαίνει όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (ΟλΑΠ 8/2018, ΟλΑΠ 27/1998). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα, που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, που αποτελεί κύρωση της παραβάσεως του άρθρου 93 παρ.3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναιρέσεως ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνηση της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία), δηλαδή όταν τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμά της για κρίσιμο ζήτημα συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Δεν υπάρχει όμως ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες. Εξάλλου, το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος προτάσεως προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της αποφάσεως στο αποδεικτικό της πόρισμα, και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις δε αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΟλΑΠ 18/2008, ΟλΑΠ 15/2006). Τα νομικά ή πραγματικά επιχειρήματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, που συνέχονται με την ερμηνεία του νόμου ή την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές διαμορφωτικές του αποδεικτικού πορίσματος του δικαστηρίου και, επομένως, αιτιολογία της απόφασης ικανή να ελεγχθεί αναιρετικά με τον παραπάνω λόγο για ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα, ούτε ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, αν το δικαστήριο της ουσίας δεν ανέλυσε ιδιαιτέρως ή διεξοδικά τα επιχειρήματα των διαδίκων που δεν συνιστούν αυτοτελείς ισχυρισμούς τους (ΑΠ 50/2020, ΑΠ 2/2019, ΑΠ 708/2017). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 505 του ΑΚ, “ο δωρητής έχει δικαίωμα να ανακαλέσει τη δωρεά, αν ο δωρεοδόχος φάνηκε με βαρύ του παράπτωμα αχάριστος απέναντι στο δωρητή, στο σύζυγο ή σε στενό συγγενή του και ιδίως αν αθέτησε την υποχρέωσή του να διατρέφει το δωρητή”. Ως αχαριστία, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, η οποία δικαιολογεί την ανάκληση της δωρεάς, θεωρείται η βαριά αντικοινωνική συμπεριφορά ή διαγωγή του δωρεοδόχου, που αποτελεί παράβαση των κανόνων του δικαίου ή των αντιλήψεων περί ηθικής και ευπρέπειας, που επικρατούν στην κοινωνία και οφείλεται σε υπαιτιότητά του, προσβάλλει δε άμεσα αγαθά του δωρητή. Έτσι, αχαριστία μπορεί, κατά τις περιστάσεις, να αποτελεί και η χωρίς σοβαρό λόγο αδιαφορία του δωρεοδόχου γενικώς για την τύχη του δωρητή, ιδιαίτερα όταν ο τελευταίος έχει ανάγκη φροντίδας και περίθαλψης, καθώς και η καταφρόνηση του δωρητή εκ μέρους του δωρεοδόχου με λόγο και έργο. Το ζήτημα αν η συμπεριφορά ή διαγωγή του δωρεοδόχου, που καταδεικνύει την αχαριστία, συνιστά ή όχι βαρύ παράπτωμα αυτού, κρίνεται από το δικαστή, ο οποίος για την διαμόρφωση της κρίσης του εκτιμά την συμπεριφορά αυτήν με βάση αντικειμενικά κριτήρια, λαμβάνοντας υπόψη και τον βαθμό της υπαιτιότητας του δωρεοδόχου και τυχόν συντρέχον πταίσμα του δωρητού ή του συζύγου ή στενού συγγενούς του και αποφαίνεται, αν η υπ` αυτού γενόμενη δεκτή, ως εμπίπτουσα κατά αντικειμενική κρίση στις νομικές έννοιες του βαρέως παραπτώματος και της αχαριστίας, συμπεριφορά του δωρεοδόχου συνιστά στην συγκεκριμένη περίπτωση βαρύ παράπτωμα και αχαριστία. Η κρίση αυτή του δικαστή της ουσίας ελέγχεται αναιρετικώς, όχι ως προς το εάν έλαβαν χώρα τα συνιστώντα το βαρύ παράπτωμα και την αχαριστία πραγματικά περιστατικά, αλλά ως προς την περαιτέρω αξιολόγηση αν τα περιστατικά, όπως τα δέχθηκε ο δικαστής της ουσίας ότι απεδείχθησαν, πληρούν ή όχι το πραγματικό των νομικών εννοιών του βαρέως παραπτώματος και της αχαριστίας και κατά συνέπεια δικαιολογούν ή αποκλείουν την εφαρμογή του άρθρου 505 ΑΚ (ΑΠ 5/2020, ΑΠ 173/2017, ΑΠ 655/2014). Εξάλλου, το δικαίωμα ανάκλησης της δωρεάς για την ως άνω αιτία, σύμφωνα με το άρθρο 509 του ΑΚ, ασκείται με μονομερή δήλωση του δωρητή, απευθυντέα προς το δωρεοδόχο, η οποία είναι άτυπη, ακόμη και αν αφορά ακίνητο, και συνεπώς μπορεί να ασκηθεί και με αγωγή, πρέπει δε να αναφέρεται σε αυτή και ο λόγος της ανακλήσεως της δωρεάς για τη συγκεκριμένη αιτία, δηλαδή τα πραγματικά γεγονότα, που συνιστούν το βαρύ παράπτωμα του δωρεοδόχου, τα οποία, βεβαίως, δύναται να αμφισβητήσει ο δωρεοδόχος ενώπιον του δικαστηρίου, οπότε και θα αποτελέσουν το αντικείμενο της αποδείξεως, ενώ η μη αναφορά στη δήλωση του λόγου ανάκλησης, καθιστά ανίσχυρη την ανάκληση, αφού στερείται ο δωρεοδόχος του δικαιώματος άμυνας εναντίον της ανάκλησης. Επιφέρει δε η δήλωση περί ανακλήσεως της δωρεάς τα νόμιμα αποτελέσματά της, από το χρόνο που περιέρχεται στο δωρεοδόχο, υπό την προϋπόθεση της αποδείξεως της αληθείας του επικαλούμενου στη δήλωση από το δωρητή ως άνω λόγου ανακλήσεως (ΑΠ 5/2020, ΑΠ 1375/2014, ΑΠ 1832/2011). Κατά συνέπεια, για την ευδοκίμηση της αγωγής περί ανακλήσεως της δωρεάς, πρέπει, αφενός ο λόγος αχαριστίας να υπάρχει κατά το χρόνο της ανάκλησης, αφετέρου να αποδείξει ο ενάγων την αλήθεια του αναφερόμενου στη δήλωση ανάκλησης λόγου και αν αυτός αφορά την επιδειχθείσα από το δωρεοδόχο αχαριστία, να αποδείξει το έναντι του βαρύ παράπτωμα, από το οποίο προήλθε αυτή (ΑΠ 35/2020, ΑΠ 1439/2017, ΑΠ 655/2014). Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο δέχθηκε με την προσβαλλομένη απόφασή του, κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο μέρος, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: “Με το υπ’ αριθμ. … συμβόλαιο της Συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Μαρίας Μπαλτά-Λασκαρίδου, ως αναπληρώτριας της Συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Ι. Σ., που μεταγράφηκε νόμιμα…, o ενάγων μεταβίβασε λόγω πώλησης στην πρώτη εναγόμενη ποσοστό 23% εξ αδιαιρέτου της ψιλής κυριότητας ενός διαμερίσματος του β’ ορόφου επί της οικοδομής που βρίσκεται στο Δήμο Θεσσαλονίκης στη διασταύρωση των οδών …, εμβαδού καθαρού 85 τ.μ, και μικτού 101 τ.μ. περίπου, με ποσοστό συνιδιοκτησίας 10/100 εξ αδιαιρέτου στο όλο οικόπεδο, επί του οποίου είναι κτισμένη η άνω οικοδομή και στα υπόλοιπα κοινόκτητα και κοινόχρηστα μέρη αυτής, η ψιλή κυριότητα του οποίου περιήλθε στον ενάγοντα από δωρεά της μητέρας του Μ. (Μ.) Τ. δυνάμει του υπ’ αριθμ. … συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Αριστοτέλη Τυπάδη, αντικειμενικής αξίας, κατά τον χρόνο σύνταξης του συμβολαίου, 1.097.028 δραχμών, με αναγραφόμενο τίμημα το ποσό του 1.097.000 δραχμών, υπό τη διαλυτική αίρεση καταβολής του τιμήματος το αργότερο έως 30-09-1994. Με την υπ’ αριθμ. … πράξη της ίδιας, ως άνω, Συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νόμιμα…, καταργήθηκε η ανωτέρω διαλυτική αίρεση. Την ίδια ημέρα που καταρτίστηκε το ως άνω συμβόλαιο, ήτοι στις 19-12-1992, με το υπ’ αριθμ. … συμβόλαιο της ίδιας, ως άνω, Συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νόμιμα …, ο ενάγων μεταβίβασε το υπόλοιπο ποσοστό, ήτοι 77% εξ αδιαιρέτου της ψιλής κυριότητας του ίδιου διαμερίσματος στην πρώτη εναγόμενη με δωρεά εν ζωή, αντικειμενικής αξίας, κατά τον χρόνο σύνταξης του συμβολαίου, 4.080.731 δραχμών. Σημειωτέον, ότι με το υπ’ αριθμ. 2426/13-01-1993 συμβόλαιο της ίδιας ως άνω Συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νόμιμα …, η Μ. (Μ.) Τ., επικαρπώτρια του ως άνω διαμερίσματος και μητέρα του ενάγοντος και της πρώτης εναγόμενης, παραιτήθηκε από την επικαρπία αυτού υπέρ της πρώτης εναγόμενης, ψιλής κυρίας αυτού, καθισταμένης, ούτως, της τελευταίας, αποκλειστικής κυρίας αυτού. Την ψιλή κυριότητα του ανωτέρω διαμερίσματος η πρώτη εναγόμενη την μεταβίβασε με το υπ’ αριθμ. … συμβόλαιο της ίδιας ως άνω Συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νόμιμα …, στον δεύτερο εναγόμενο, υιό της, λόγω γονικής παροχής, και παρακράτησε την επικαρπία αυτού εφ’ όρου ζωής της. Με την υπ’ αριθμ. … πράξη της ίδιας ως άνω Συμβολαιογράφου, ο ενάγων, ενεργώντας ως πληρεξούσιος της μητέρας του δυνάμει του υπ’ αριθμ. … πληρεξούσιου της ίδιας Συμβολαιογράφου, και για τον εαυτό του ατομικά, τροποποίησε το ανωτέρω, υπ’ αριθμ. … συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Αριστοτέλη Τυπάδη και όρισε ότι η επικαρπία του ακινήτου, ήτοι ενός διαμερίσματος του γ’ ορόφου επί της περιγραφόμενης οικοδομής που βρίσκεται στο Δήμο στη διασταύρωση των οδών … καθαρού 85 τ.μ. και μικτού 101 τ,μ. περίπου, με ποσοστό συνιδιοκτησίας 10/100 εξ αδιαιρέτου στο όλο οικόπεδο, επί του οποίου είναι κτισμένη η άνω οικοδομή και στα υπόλοιπα κοινόκτητα και κοινόχρηστα μέρη αυτής, είναι μεταβιβαστή με τη συναίνεση του ψιλού κυρίου. Δυνάμει του υπ’ αριθμ. … συμβολαίου, η Μ. (Μ.) Τ. δώρισε την ψιλή κυριότητα του ανωτέρω διαμερίσματος στον ενάγοντα, παρακρατώντας την επικαρπία αυτού εφ’ όρου ζωής της. Την ίδια ημερομηνία, ήτοι στις 17-02-2006, ο ενάγων, ενεργώντας αφενός ως πληρεξούσιος της επικαρπώτριας μητέρας του δυνάμει του ανωτέρω υπ’ αριθμ. … πληρεξούσιου και αφετέρου ως συναινών ψιλός κύριος του άνω διαμερίσματος, με το υπ’ αριθμ. … συμβόλαιο της ίδιας ως άνω Συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νόμιμα …, μεταβίβασε λόγω γονικής παροχής στην πρώτη εναγόμενη την επικαρπία του ανωτέρω διαμερίσματος του γ’ ορόφου, αντικειμενικής αξίας, κατά τον χρόνο σύνταξης του συμβολαίου, 39.171,84 ευρώ. Τέλος, με το υπ’ αριθμ. … συμβόλαιο της ίδιας ως άνω Συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νόμιμα …, ο ενάγων μεταβίβασε με δωρεά εν ζωή την ψιλή κυριότητα κατά ποσοστό 22/100 εξ αδιαιρέτου στην πρώτη εναγόμενη και κατά ποσοστό 78/100 στον δεύτερο εναγόμενο του ανωτέρω διαμερίσματος του γ’ ορόφου, αντικειμενικής αξίας κατά τον χρόνο σύνταξης του συμβολαίου, 52.881,96 ευρώ (11.634,03 και 41.247,93 ευρώ, αντίστοιχα). Όπως προεκτέθηκε, την ψιλή κυριότητα των ανωτέρω δύο διαμερισμάτων ο ενάγων την απέκτησε με δωρεά εν ζωή της μητέρας του δυνάμει του υπ’ αριθμ. … συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Αριστοτέλη Τυπάδη, που μεταγράφηκε νόμιμα … Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, τόσο το ανωτέρω, υπ’ αριθμ. … συμβόλαιο της Συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Μαρίας Μπαλτά-Λασκαρίδου, με το οποίο ο ενάγων μεταβίβασε λόγω πώλησης στην πρώτη εναγόμενη ποσοστό 23% εξ αδιαιρέτου της ψιλής κυριότητας του ανωτέρω περιγραφόμενου διαμερίσματος του β’ ορόφου επί της οικοδομής που βρίσκεται στο Δήμο … στη διασταύρωση των οδών …, όσο και η υπ’ αριθμ. … πράξη της ίδιας, ως άνω, Συμβολαιογράφου, με την οποία καταργήθηκε η διαλυτική αίρεση καταβολής του τιμήματος του ανωτέρω συμβολαίου, ήταν εικονικά, δεδομένου ότι αμφότεροι οι συμβαλλόμενοι των ανωτέρω συμβολαιογραφικών πράξεων δεν επιθυμούσαν τη μεταβίβαση της ψιλής κυριότητας του εν λόγω ακινήτου λόγω πώλησης, αλλά η αναγραφή αυτή έλαβε χώρα για φορολογικούς και μόνο λόγους, επιθυμούσαν, δε, η μεταβίβαση αυτή να λάβει χώρα χαριστικά, ήτοι λόγω δωρεάς, η οποία υποκρυπτόταν στο άνω, πρώτο συμβόλαιο, η οποία και ήταν έγκυρη, αφού τηρήθηκε γι’ αυτήν ο απαιτούμενος συμβολαιογραφικός τύπος … Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι οι ανωτέρω μεταβιβάσεις του εμπράγματου δικαιώματος της ψιλής κυριότητας επί των ανωτέρω δύο ακινήτων (διαμερισμάτων β’ και γ’ ορόφου επί της οικοδομής που βρίσκεται επί των οδών … του Δήμου…) προς αμφότερους τους εναγόμενους αποτελούσαν πράγματι δωρεές από τον ενάγοντα, απορριπτομένου του ισχυρισμού των εναγομένων ότι οι ανωτέρω δωρεές δεν ήταν πράγματι τέτοιες, αλλά οι σχετικές συμβολαιογραφικές μεταβιβάσεις έγιναν για διευθέτηση της οικογενειακής περιουσίας μεταξύ των διαδίκων, τον οποίο επαναφέρουν με σχετικό λόγο έφεσης, ως απαράδεκτου, λόγω αοριστίας. Συγκεκριμένα, οι εναγόμενοι ισχυρίστηκαν με τις προτάσεις τους ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ότι οι επίδικες μεταβιβάσεις έγιναν σε αντάλλαγμα των μισθωμάτων του διαμερίσματος του β’ ορόφου, τα οποία εισέπραττε αποκλειστικά και μόνο ο ενάγων και η μητέρα τους για είκοσι έτη περίπου, καθώς και του μεριδίου της επί έτερου ακινήτου στην πλατεία …, το οποίο απέκτησε εξ ολοκλήρου ο ενάγων από τους γονείς τους. Ωστόσο, δεν διευκρινίζουν εάν η μεταβίβαση του τελευταίου αυτού ακινήτου και η μη διεκδίκηση των μισθωμάτων- του άνω διαμερίσματος του β’ ορόφου (η αξία και το ύψος των οποίων, αντίστοιχα, ουδόλως αναφέρεται στις προτάσεις τους) συνιστούσαν το τίμημα, έναντι των μελλοντικών επίδικων μεταβιβάσεων ή εάν κατά τον χρόνο που λάμβαναν χώρα οι παροχές αυτές προς τον ενάγοντα αποτελούσαν δωρεές προς αυτόν από την πρώτη εναγόμενη, ώστε στη συνέχεια, λόγω αυτών των προϋφιστάμενων δωρεών και ο ενάγων προέβη στις επίδικες δωρεές προς τους εναγόμενους… Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι o ενάγων επέδωσε στις 13 και 14-07-2016 την από 01-07-2016 εξώδικη δήλωση προς τους εναγόμενους, με την οποία, επικαλούμενος λόγους αχαριστίας προς το πρόσωπο του ίδιου και των μελών της οικογένειάς του, δήλωνε ότι προβαίνει σε ανάκληση των ανωτέρω επίδικων δωρεών. Ειδικότερα, ο ενάγων με την ως άνω εξώδικη δήλωσή του επικαλέστηκε ότι η πρώτη εναγόμενη κατέθεσε σε βάρος του ίδιου και των δύο τέκνων του μία αγωγή και σε βάρος του ίδιου έτερη αγωγή, οι οποίες ήταν ψευδείς, καθώς και μία μηνυτήρια αναφορά, με επίσης ψευδές περιεχόμενο, το οποίο η ίδια βεβαίωσε ενόρκως δύο φορές και o δεύτερος εναγόμενος μία φορά, εξεταζόμενος ενόρκως ως μάρτυρας, ενώ αμφότεροι επιδεικνύουν προς τον ίδιο και την οικογένειά του απαξιωτική συμπεριφορά, κατά τα αναφερόμενα αναλυτικά στην εξώδικη δήλωση. Σχετικά με τα ανωτέρω, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Στις 21-02-2006 απεβίωσε η μητέρα του ενάγοντος και της πρώτης εναγόμενης Μ. Τ. και στην κληρονομία της υπεισήλθαν ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι από κοινού και κατ’ ισομοιρία τα ανωτέρω τέκνα της, τα οποία και αποδέχθηκαν την κληρονομία της. Περί τα μέσα Ιανουαρίου 2015 η E’ ΔΟΥ Θεσσαλονίκης ενημέρωσε τον ενάγοντα ότι διενεργείται έλεγχος για την ορθότητα των φορολογικών δηλώσεων εισοδήματος της αποβιώσασας Μ. Τ., στο πλαίσιο του οποίου θα πρέπει οι κληρονόμοι της να προσκομίσουν κάποια έγγραφα, σχετικά με τα εισοδήματα και την περιουσιακή κατάσταση της αποβιώσασας. Η πρώτη εναγόμενη, η οποία κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα έπασχε από καρκίνο του μαστού και τελούσε υπό θεραπευτική αγωγή, παρέσχε στον ενάγοντα την από 21-02-2015 εξουσιοδότηση, με θεώρηση του γνήσιου της υπογραφής της από τον υπάλληλο Α. Κ. του …, με την οποία τον εξουσιοδοτούσε να την εκπροσωπήσει στην Ε’ ΔΟΥ Θεσσαλονίκης για φορολογική υπόθεση της μητέρας τους Μ. Τ.. Στη συνέχεια, ωστόσο, απαιτήθηκε η χορήγηση συμβολαιογραφικού πληρεξουσίου από την πρώτη εναγόμενη στον πρώτο ενάγοντα για την ανωτέρω υπόθεση, οπότε και συντάχθηκε το υπ’ αριθμ. … πληρεξούσιο της Συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Ε. Μ.. Τον Μάιο του 2015 ολοκληρώθηκε o ανωτέρω φορολογικός έλεγχος, σύμφωνα με τον οποίο, κατόπιν συμβιβασμού, οι ανωτέρω κληρονόμοι της Μ. Τ. έπρεπε να καταβάλουν προς το Δημόσιο το ποσό των 46.000 ευρώ περίπου έκαστος. Η πρώτη εναγόμενη στη συνέχεια προέβη στις ακόλουθες ενέργειες: Άσκησε την υπ’ αριθμ. κατάθεσης 14960/21-07-2015 αγωγή κατά της άνω Συμβολαιογράφου και του ενάγοντος, με την οποία ισχυρίστηκε ότι το άνω, υπ’ αριθμ. … πληρεξούσιο ήταν πλαστό, καθώς η ίδια ουδέποτε το υπέγραψε και ζήτησε, επικαλούμενη τις διατάξεις περί αδικοπραξίας, λόγω της από κοινού από τους άνω εναγόμενους διάπραξης του αδικήματος της πλαστογραφίας, να υποχρεωθούν να της καταβάλουν εις ολόκληρον ο καθένας το ποσό των 49.800 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Επί της άνω αγωγής εκδόθηκε η με αριθμό 10798/2017 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία κηρύχθηκε καταργημένη η δίκη, λόγω παραίτησης της άνω ενάγουσας από το δικόγραφο της αγωγής. Επίσης, η πρώτη εναγόμενη άσκησε κατά του ενάγοντος και των δύο υιών του, Α. και Κ. Τ. – Σ., την υπ’ αριθμ. κατάθεσης 14952/21-07-205 αγωγή, με την οποία ισχυρίστηκε ότι οι άνω εναγόμενοι από κοινού με την αποβιώσασα μητέρα της προέβησαν σε πράξεις φοροδιαφυγής, από τις οποίες προέκυψε συνολικός φόρος για την ίδια ύψους 100.494,34 ευρώ και κατόπιν ρύθμισης 45.679,27 ευρώ και ζήτησε, επικαλούμενη τις διατάξεις περί αδικοπραξίας, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να της καταβάλουν, από το ανωτέρω ποσό, το ποσό που αναλογεί στον καθένα, καθώς και το ποσό των 50.000 ευρώ εις ολόκληρον ο καθένας ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Επί της ανωτέρω αγωγής εκδόθηκε η με αριθμό 9110/2016 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία η αγωγή απορρίφθηκε, το μεν ως μη νόμιμη, το δε ως αόριστη. Επιπλέον, η πρώτη εναγόμενη κατέθεσε την από 06-07-2015 μήνυση, με την οποία ισχυρίστηκε, όπως και με την πρώτη ως άνω αγωγή της, ότι το υπ’ αριθμ. … πληρεξούσιο ήταν πλαστό. Το περιεχόμενο της άνω μήνυσης η πρώτη εναγόμενη το βεβαίωσε ενόρκως στις 17-07-2015, κατά την κατάθεση της μήνυσης, ενώ στα πλαίσια της διενεργηθείσας προκαταρκτικής εξέτασης, στις 30-09-2015, εξεταζόμενη ενόρκως ενώπιον της Πταισματοδίκη, κατέθεσε ότι το περιεχόμενο της άνω μήνυσής της είναι αληθές και ότι τη μήνυσή της τη στρέφει κατά του ενάγοντος και της άνω Συμβολαιογράφου. Εξάλλου και ο δεύτερος εναγόμενος, στα πλαίσια της άνω προκαταρκτικής εξέτασης, κατά την ίδια ως άνω ημερομηνία, κατέθεσε ότι το ανωτέρω πληρεξούσιο είναι εξ ολοκλήρου πλαστό και έγινε με σκοπό να φέρει τη μητέρα του (πρώτη εναγόμενη) o αδελφός της (ενάγων) προ τετελεσμένου γεγονότος και να την αναγκάσει να πληρώσει αυτή το προαναφερθέν πρόστιμο. Στα πλαίσια της διενεργηθείσας προκαταρκτικής εξέτασης κλήθηκε και ο ενάγων, ως εγκαλούμενος, να δώσει εξηγήσεις. Επί της ανωτέρω έγκλησης της πρώτης εναγόμενης, εκδόθηκε η με αριθμό 939/2016 διάταξη της Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, με την οποία απορρίφθηκε ως ουσία αβάσιμη, καθώς “.. πέραν πάσης αμφιβολίας, προκύπτει ότι το πιο πάνω υπ’ αριθμ. … συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο είναι γνήσιο, ένεκα του ότι η ανωτέρω εγκαλούσα συναίνεσε στη σύνταξή του και υπέγραψε αυτό ως εντολέας, προβαίνοντας δια αυτού στον έγκυρο διορισμό ως πληρεξουσίου της, αντιπροσώπου και αντικλήτου της του πιο πάνω πρώτου εγκαλουμένου… συμπέρασμα το οποίο δεν δύναται ν’ αποδυναμωθεί ούτε από την από 30-9-2015 ένορκη κατάθεση ενώπιον της Πταισματοδίκη του ΙΕ’ Προανακριτικού Τμήματος Θεσσαλονίκης του προτεινόμενου από την πιο πάνω εγκαλούσα, μάρτυρα Γ. Λ. του Ι., υιού της (εννοείται του εδώ δεύτερου εναγομένου), καθόσον… δημιουργεί εύλογες υπόνοιες, ότι τα όσα αναφέρει στην ως άνω κατάθεσή του οφείλονται στην πρόδηλη προσπάθειά του να ενισχύσει τους όλως αορίστως προβαλλόμενους από τη μητέρα του – ως άνω εγκαλούσα, με την κρινόμενη έγκλησή της, ισχυρισμούς και συνεπώς στερείται οιασδήποτε βασιμότητας και αξιοπιστίας …”, ενώ με την άνω διάταξη επιβλήθηκαν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος της εγκαλούσας, καθώς η κρινόμενη έγκληση προέκυψε ότι είναι εντελώς ψευδής και υποβλήθηκε από δόλο. Με τη με αριθμό 7833/2018 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, η πρώτη εναγόμενη κηρύχθηκε ένοχη για τις πράξεις της ψευδούς καταμήνυσης κατ’ εξακολούθηση, της ψευδορκίας μάρτυρα κατ’ εξακολούθηση και της συκοφαντικής δυσφήμησης σε βάρος της άνω Συμβολαιογράφου Ε. Μ. και του πρώτου ενάγοντος, με το σκεπτικό ότι “… κατά την κατάθεση δε της άνω έγκλησης (εννοείται της αναφερόμενης ανωτέρω στην παρούσα απόφαση) εξετασθείσα ενώπιον του Εισαγγελέως Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, ορκίστηκε βεβαιώνοντας την αλήθεια του περιεχομένου της παρά το γεγονός ότι γνώριζε πως τα αναφερόμενα στην έγκληση είναι ψευδή … Εξάλλου η κατηγορουμένη με την άνω μήνυσή της κατεμήνυσε, εν γνώσει της αναληθείας των ισχυρισμών της, τον αδερφό της Τ. Α., ότι δήθεν προκάλεσε στην συμβολαιογράφο Θεσσαλονίκης Μαρνουτσίδου Ελένη την απόφαση να συντάξει το υπ’ αριθ. 50/2015 συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο… Εξάλλου, αυθημερόν (17-7-2015) ενώπιον του Εισαγγελέως Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης και στις 30/9/2015 ως μάρτυρας ενώπιον της Πταισματοδίκη του ΙΕ τμήματος κατέθεσε εν γνώσει της ψέματα περί την αλήθεια του περιεχομένου της έγκλησής της …Κατέστη δε σαφές ότι η κατηγορουμένη κατέθεσε την άνω μήνυση (κατά του αδερφού της και της συμβολαιογράφου) εν γνώσει του γεγονότος ότι τα επικαλούμενα σε αυτές περιστατικά ήταν ψευδή, καθόσον η ίδια ζήτησε τη σύνταξη του ειδικού πληρεξουσίου και έθεσε την υπογραφή της στη θέση της εντολέα, σκοπός δε ήταν να προκαλέσει την ποινική δίωξη των σήμερα εγκαλούντων-πολιτικώς εναγόντων, προς υποστήριξη δε της αλήθειας των εγκλήσεών της εξετασθείσα ενώπιον του Εισαγγελέως Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης στις 8-7-2015 και 17-7-2015, αντίστοιχα, έδωσε εν γνώσει της ψευδή όρκο βεβαιώνοντας το περιεχόμενο των εγκλήσεων καθώς και στις 30-9-2015, ως μάρτυρας ενώπιον της Πταισματοδίκη του ΙΕ τμήματος κατέθεσε εν γνώσει της ψέματα όσα αποτελούσαν το περιεχόμενο της έγκλησης κατά του αδερφού της…” Για τις ανωτέρω πράξεις η πρώτη εναγόμενη καταδικάστηκε σε συνολική ποινή φυλάκισης 33 μηνών. Επίσης, με τη με αριθμό 7832/2018 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης o δεύτερος εναγόμενος κηρύχθηκε ένοχος για την πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα, σχετικά με όσα κατέθεσε στην ως άνω από 30-9-2015 ένορκη κατάθεση ενώπιον της Πταισματοδίκη του ΙΕ’ Προανακριτικού Τμήματος Θεσσαλονίκης προς υποστήριξη της αλήθειας των ισχυρισμών της πρώτης εναγόμενης που περιέχονται στην άνω έγκληση, ενώ η πρώτη εναγόμενη κηρύχθηκε ένοχη ως ηθικός αυτουργός της ανωτέρω πράξης του δεύτερου και καταδικάστηκαν σε ποινή φυλάκισης ενός έτους έκαστος. Τέλος με την 598/2017 διάταξη του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, απορρίφθηκε η με αριθμό ΒΜ Ε2Ο16Ι1531 έγκληση της πρώτης εναγόμενης κατά της Ι. Σ., με την οποία ισχυρίστηκε ότι η άνω εγκαλούμενη τέλεσε σε βάρος της το αδίκημα της ψευδορκίας κατ’ εξακολούθηση με την υπό αριθμ. 2272/16-01-2015 ένορκη βεβαίωσή της ενώπιον του Ειρηνοδίκη Θεσσαλονίκης και με την από 03-12-2015 ένορκη κατάθεσή της ενώπιον της ΙΒ’ Πταισματοδίκη Θεσσαλονίκης, στις οποίες κατέθεσε ότι η Συμβολαιογράφος Ελένη Μαρνουτσίδου μετέβη στην οικία της (εγκαλούσας), όπου η τελευταία υπέγραψε το ανωτέρω υπ’ αριθμ. … πληρεξούσιο, καθώς δέχθηκε ότι η υπογραφή επί του ανωτέρω πληρεξουσίου είναι της εγκαλούσας, απορρίπτοντας τον ισχυρισμό της τελευταίας ότι αυτή κατά τον φερόμενο χρόνο υπογραφής του πληρεξουσίου δεν ήταν στην οικία της αλλά νοσηλευόταν στη …, ενώ επέβαλε σε βάρος της άνω εγκαλούσας τα δικαστικά έξοδα της έγκλησης, καθόσον η έγκληση ήταν παντελώς ψευδής και υποβλήθηκε από δόλο. Για την ανωτέρω έγκληση της πρώτης εναγόμενης και την από 19-10-2016 ένορκη κατάθεση του δεύτερου εναγόμενου ενώπιον της Πταισματοδίκη του Η’ Προανακριτικού Τμήματος Θεσσαλονίκης στο πλαίσιο της δικογραφίας που σχηματίστηκε κατόπιν της ανωτέρω έγκλησης οι εναγόμενοι παραπέμφθηκαν να δικαστούν για τα αδικήματα της ψευδούς καταμήνυσης και της ψευδορκίας μάρτυρα, αντίστοιχα, ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, στις 14-05-2019 και κατόπιν αναβολής στις 13-05-2020. Περαιτέρω, σύμφωνα με την από 02-06-2016 έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης του Δικηγόρου-Ειδικού Δικαστικού Γραφολόγου Π. Τ., η οποία διενεργήθηκε βάσει της υπ’ αριθμ. 168πρ/2016 Πράξης της Πταισματοδίκη του ΙΕ’ Προανακριτικού Τμήματος Θεσσαλονίκης, προκειμένου να γνωμοδοτήσει εάν οι υπογραφές που φέρεται ότι έθεσε η πρώτη εναγόμενη στη θέση “η εντολεύς” επί του ως άνω πληρεξουσίου έχουν τεθεί από την ίδια την εντολέα ή από άλλο πρόσωπο και ειδικότερα από τον ενάγοντα ή την ανωτέρω Συμβολαιογράφο, “… οι υπογραφές που φέρεται ότι έθεσε η εγκαλούσα Ε. Τ. του Κ. στη θέση “η εντολεύς” επί του υπ’ αρ. … συμβολαιογραφικού πληρεξουσίου της Συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Ε. Μ. εντάσσονται πλήρως στην υπογραφική της συνήθεια και έχουν τεθεί από την ίδια (Ε. Τ.). Οι δύο υπό έλεγχο υπογραφές δεν εντάσσονται σε κανένα σημείο τους στην υπογραφική συνήθεια του Α. Τ. και της Ε. Μ.”. Στο συμπέρασμα ότι “… οι υπογραφές που έχουν τεθεί στο πρώτο και στο δεύτερο φύλλο του υπ’ αριθμ. … πληρεξουσίου της Συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Ε. Μ. είναι γνήσιες και έχουν χαραχτεί από την κ. Ε. Τ…” καταλήγει και η ορισθείσα από την ανωτέρω Συμβολαιογράφο Χριστίνα Σωτηράκογλου, Δικηγόρος-Ειδική Δικαστική Γραφολόγος, στην από Σεπτέμβριο 2015 έκθεση γραφολογικής γνωματεύσεως, τέλος, δε, στο συμπέρασμα ότι “… οι υπάρχουσες υπογραφές, ως φερόμενες ως της Ε. Τ., ως εντολέως, στο υπ’ αριθμ. … Πληρεξούσιο της Συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης κας Ε. Μ., έχουν χαραχθεί απ’ αυτήν (Ε. Τ.). Είναι γνήσιες υπογραφές της” καταλήγει και η ορισθείσα από τον ενάγοντα Μ. Φ.-Ξ., Πραγματογνώμων – Ειδική Δικαστική Γραφολόγος, στην από 19 Οκτωβρίου 2015 έκθεση γραφολογικής γνωματεύσεως. Τα ανωτέρω δεν δύνανται να αναιρεθούν από την από 16-06-2015 έκθεση γραφολογικής γνωμάτευσης του Δ. Σ., Δικηγόρου-Ειδικού Δικαστικού Γραφολόγου, την οποία προσκομίζουν οι εναγόμενοι, σύμφωνα με το συμπέρασμα της οποίας “… Μεταξύ των αμφισβητούμενων υπογραφών Α 1 και Α 2 στη θέση εντολέα του υπ’ αριθμ. … Πληρεξουσίου της συμβ/φου Θες/νίκης Ε. Μαρνουτσίδου και των γνωστών υπογραφών της Ε. Τ. παρατηρήθηκαν αποκλίσεις με σημεία έλλειψης γραφικής ευχέρειας και φαινομενικής επιτηδευμένης χάραξης. Τα ευρήματα αυτά στις εξεταζόμενες υπογραφές είναι εξαιρετικά σημαντικά και η εξέταση του πρωτοτύπου αυτών θα επιβεβαιώσει πλήρως ή θα αναιρέσει το ενδεχόμενο πλαστογραφίας των ανωτέρω υπογραφών με τη μέθοδο της ζωγραφικής απομίμησης”, η οποία, σημειωτέον, λήφθηκε υπόψη και από την άνω με αριθμό 939/2016 διάταξη της Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, ούτε από την από 11-09-2019 έκθεση γραφολογικής γνωμάτευσης-σχολιασμό γραφολογικής γνωμάτευσης των Δ. Σ. και Α. Σ., δικαστικής γραφολόγου, την οποία προσκομίζουν για πρώτη φορά οι εναγόμενοι στην κατ’ έφεση δίκη, σύμφωνα με το τελικό συμπέρασμα της οποίας “… Μεταξύ των αμφισβητούμενων υπογραφών Α 1 και Α 2 στη θέση εντολέα του υπ’ αριθ. … Πληρεξουσίου ενώπιον της συμβ/φου Θες/νίκης E. Μαρνουτσίδου και των γνωστών υπογραφών της Ε. Τ. παρατηρήθηκαν αποκλίσεις και σημαντικές γραφολογικές διαφορές με σημεία έλλειψης γραφικής ευχέρειας. Έτσι, μας δημιουργούνται εύλογες αμφιβολίες εάν οι εξεταζόμενες υπογραφές τέθηκαν από την Ε. Τ.”. Με βάση τα ανωτέρω, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου αποδεικνύεται ότι οι προαναφερθείσες αγωγές και η μήνυση της πρώτης εναγόμενης ήταν ψευδείς και η περιγραφόμενη ανωτέρω συμπεριφορά των εναγομένων συνιστά βαρύ παράπτωμα και αποδεικνύει έλλειψη συναισθήματος ευγνωμοσύνης προς τον ενάγοντα για τις ανωτέρω δωρεές του προς αυτούς, ενώ αντιβαίνει στις κρατούσες στην κοινωνία αντιλήψεις περί ηθικής και ευπρέπειας και στοιχειοθετεί αντικειμενικά αχαριστία, κατά την έννοια του άρθρου 505 ΑΚ, που δικαιολογεί την ανάκληση των ένδικων δωρεών, κατά τα αναφερόμενα ανωτέρω στη νομική σκέψη της παρούσας, Εξάλλου, οι εναγόμενοι, από τον Μάιο του 2015 οπότε η πρώτη εναγόμενη κλήθηκε να καταβάλει το ανωτέρω αναφερόμενο πρόστιμο, διέκοψαν κάθε επικοινωνία με τον ενάγοντα και τα τέκνα του, προς τους οποίους επιδεικνύουν προκλητική, απαξιωτική και περιφρονητική συμπεριφορά και με τους οποίους έχουν διακόψει οποιαδήποτε επικοινωνία … “. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο απέρριψε την έφεση των εναγομένων και ήδη αναιρεσειόντων κατά της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία είχε γίνει εν μέρει δεκτή η άνω αγωγή του ενάγοντος και ήδη αναιρεσίβλητου, αναγνωρίσθηκε ότι εγκύρως ο τελευταίος ανακάλεσε τις ένδικες δωρεές προς τους αναιρεσείοντες και υποχρεώθηκαν οι τελευταίοι να αναμεταβιβάσουν στον αναιρεσίβλητο τα δωρηθέντα ακίνητα, σε περίπτωση δε αρνήσεώς τους να θεωρηθεί ότι η προς αναμεταβίβαση δήλωση βουλήσεώς τους πραγματοποιήθηκε με την τελεσιδικία της απόφασης. Έτσι που έκρινε το Εφετείο, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρου 496 και 505 του ΑΚ, διότι τα δεκτά γενόμενα ως άνω πραγματικά περιστατικά της καταρτίσεως συμβάσεων δωρεών μεταξύ των διαδίκων, δυνάμει των οποίων μεταβιβάσθηκαν από τον αναιρεσίβλητο στους αναιρεσείοντες τα προαναφερθέντα ακίνητα, και της μετέπειτα υπαίτιας συμπεριφοράς των εναγομένων δωρεοδόχων απέναντι στον ενάγοντα δωρητή, ότι δηλαδή η πρώτη αναιρεσείουσα κατέθεσε σε βάρος του αναιρεσίβλητου και των δύο τέκνων του μία αγωγή και σε βάρος του ίδιου άλλη αγωγή, οι οποίες ήταν ψευδείς, καθώς και μία μηνυτήρια αναφορά, με επίσης ψευδές περιεχόμενο, το οποίο η ίδια βεβαίωσε ενόρκως δύο φορές και o δεύτερος εναγόμενος μία φορά, εξεταζόμενος ενόρκως ως μάρτυρας, ενώ αμφότεροι επιδεικνύουν προς τον ίδιο και την οικογένειά του απαξιωτική συμπεριφορά, αυτοτελώς κρινόμενα αλλά και σε συνδυασμό μεταξύ τους, πληρούν το πραγματικό των νομικών εννοιών αφενός της δωρεάς και αφετέρου του βαρέως παραπτώματος και της αχαριστίας των αναιρεσειόντων (εναγομένων δωρεοδόχων) έναντι του αναιρεσίβλητου (ενάγοντος δωρητή) και κατά συνέπεια δικαιολογούν την εφαρμογή τους. Εξάλλου, το Εφετείο, υπό τις προεκτεθείσες παραδοχές του, δεν στέρησε την προσβαλλόμενη απόφασή του νομίμου βάσεως, καθόσον διέλαβε σ’ αυτή την επιβαλλόμενη αιτιολογία που καθιστά εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο περί της ορθής ή μη εφαρμογής της ανωτέρω ουσιαστικού δικαίου διάταξης του άρθρου 505 ΑΚ, την οποία έτσι δεν παραβίασε ούτε εκ πλαγίου, δεδομένου ότι αναφέρονται σ` αυτή με σαφήνεια, επάρκεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που θεμελιώνουν το σαφώς διατυπούμενο αποδεικτικό της πόρισμα, ότι δηλαδή οι αναιρεσείοντες με βαρύ παράπτωμά τους φάνηκαν αχάριστοι απέναντι του δωρητή αναιρεσίβλητου, ώστε, υπό τις περιστάσεις αυτές, να δικαιολογείται η ανάκληση των ένδικων δωρεών. Ειδικότερα, πληρούν το πραγματικό της ανωτέρω διάταξης του άρθρου 505 ΑΚ και δικαιολογούν την παραδοχή της ένδικης αγωγής, οι παραδοχές του Εφετείου: α) ότι περί τα μέσα Ιανουαρίου 2015 η E’ ΔΟΥ Θεσσαλονίκης ενημέρωσε τον ενάγοντα ότι διενεργείται έλεγχος για την ορθότητα των φορολογικών δηλώσεων εισοδήματος της αποβιώσασας μητέρας του, στο πλαίσιο του οποίου θα έπρεπε οι κληρονόμοι της να προσκομίσουν κάποια έγγραφα, σχετικά με τα εισοδήματα και την περιουσιακή κατάσταση της αποβιώσασας, β) ότι η πρώτη αναιρεσείουσα παρέσχε στον ενάγοντα την από 21-02-2015 εξουσιοδότηση, με την οποία τον εξουσιοδοτούσε να την εκπροσωπήσει στην Ε’ ΔΟΥ Θεσσαλονίκης για φορολογική υπόθεση της μητέρας τους Μ. Τ., στη συνέχεια, όμως, απαιτήθηκε η χορήγηση και συμβολαιογραφικού πληρεξουσίου από την πρώτη αναιρεσείουσα στον αναιρεσίβλητο για την ανωτέρω υπόθεση, οπότε και συντάχθηκε το υπ’ αριθμ. … πληρεξούσιο της Συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Ε. Μ., γ) ότι τον Μάιο του 2015 ολοκληρώθηκε o ανωτέρω φορολογικός έλεγχος, σύμφωνα με τον οποίο, κατόπιν συμβιβασμού, οι ανωτέρω κληρονόμοι της Μ. Τ. έπρεπε να καταβάλουν προς το Δημόσιο το ποσό των 46.000 ευρώ περίπου έκαστος, δ) ότι κατόπιν αυτού η πρώτη αναιρεσείουσα άσκησε την υπ’ αριθμ. κατάθεσης 14960/21-07-2015 αγωγή κατά της άνω Συμβολαιογράφου και του ενάγοντος, με την οποία ισχυρίστηκε ψευδώς ότι το άνω πληρεξούσιο ήταν πλαστό, καθώς η ίδια ουδέποτε το υπέγραψε, και ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να της καταβάλουν, εις ολόκληρον ο καθένας, το ποσό των 49.800 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, ε) ότι ακολούθως η ίδια πρώτη αναιρεσείουσα άσκησε κατά του αναιρεσίβλητου και των δύο υιών του την υπ’ αριθμ. κατάθεσης 14952121-07-205 αγωγή, με την οποία ισχυρίστηκε ψευδώς ότι οι άνω εναγόμενοι από κοινού με την αποβιώσασα μητέρα της προέβησαν σε πράξεις φοροδιαφυγής, από τις οποίες προέκυψε συνολικός φόρος για την ίδια ύψους 100.494,34 ευρώ και κατόπιν ρύθμισης 45.679,27 ευρώ και ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να της καταβάλουν, από το ανωτέρω ποσό, το ποσό που αναλογεί στον καθένα, καθώς και το ποσό των 50.000 ευρώ, εις ολόκληρον ο καθένας, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, στ) ότι, επιπλέον, η πρώτη αναιρεσείουσα κατέθεσε την από 6.7.2015 μήνυση, με την οποία ισχυρίστηκε ψευδώς, όπως και με την πρώτη ως άνω αγωγή της, ότι το υπ’ αριθμ. … πληρεξούσιο ήταν πλαστό, το περιεχόμενο δε της άνω μήνυσης το βεβαίωσε ενόρκως στις 17.7.2015, κατά την κατάθεση της μήνυσης, ενώ στα πλαίσια της διενεργηθείσας προκαταρκτικής εξέτασης, στις 30.9.2015, εξεταζόμενη ενόρκως ενώπιον της Πταισματοδίκη, κατέθεσε ότι το περιεχόμενο της άνω μήνυσής της είναι αληθές και ότι τη μήνυσή της τη στρέφει κατά του ενάγοντος και της άνω Συμβολαιογράφου, ζ) ότι και ο δεύτερος αναιρεσείων, στα πλαίσια της άνω προκαταρκτικής εξέτασης, κατά την ίδια ως άνω ημερομηνία, κατέθεσε ψευδώς ότι το ανωτέρω πληρεξούσιο είναι εξ ολοκλήρου πλαστό και έγινε με σκοπό να φέρει τη μητέρα του (πρώτη αναιρεσείουσα) o αδελφός της (αναιρεσίβλητος) προ τετελεσμένου γεγονότος και να την αναγκάσει να πληρώσει αυτή το προαναφερθέν πρόστιμο, και η) ότι οι αναιρεσείοντες, από τον Μάιο του 2015, οπότε η πρώτη από αυτούς κλήθηκε να καταβάλει το ανωτέρω αναφερόμενο πρόστιμο, διέκοψαν κάθε επικοινωνία με τον αναιρεσίβλητο και τα τέκνα του, προς τους οποίους επιδεικνύουν προκλητική, απαξιωτική και περιφρονητική συμπεριφορά και με τους οποίους έχουν διακόψει οποιαδήποτε επικοινωνία, δεδομένου ότι, ενόψει αυτών, η περιγραφόμενη ανωτέρω συμπεριφορά των αναιρεσειόντων συνιστά βαρύ παράπτωμα και αποδεικνύει έλλειψη συναισθήματος ευγνωμοσύνης προς τον αναιρεσίβλητο για τις ανωτέρω δωρεές του προς αυτούς, ενώ αντιβαίνει στις κρατούσες στην κοινωνία αντιλήψεις περί ηθικής και ευπρέπειας και στοιχειοθετεί αντικειμενικά αχαριστία, κατά την έννοια του άρθρου 505 ΑΚ, που δικαιολογεί την ανάκληση των ένδικων δωρεών, η οποία και έλαβε χώρα με την από 1.7.2015 εξώδικη δήλωση του αναιρεσίβλητου προς τους αναιρεσείοντες. Επομένως, ο τέταρτος λόγος του δικογράφου των πρόσθετων λόγων αναιρέσεως, με τον οποίο αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλειες, είναι αβάσιμοι. Κατά τη διάταξη του άρθρου 457 παρ. 1 του ΚΠολΔ τη γνησιότητα ιδιωτικού εγγράφου, εφόσον αμφισβητείται, πρέπει να την αποδείξει εκείνος που το επικαλείται και το προσάγει, εκτός αν είναι τόσο φανερά αλλαγμένο, ώστε το δικαστήριο να μπορεί να διαπιστώσει αμέσως και ασφαλώς ότι δεν είναι γνήσιο, κατά δε τη διάταξη της παραγ. 2 του αυτού άρθρου εκείνος, κατά του οποίου προσάγεται το ιδιωτικό έγγραφο, οφείλει να δηλώσει αμέσως αν αναγνωρίζει ή αρνείται τη γνησιότητα της υπογραφής, διαφορετικά το έγγραφο θεωρείται αναγνωρισμένο και κατά τη διάταξη της παρ. 3 του ίδιου άρθρου, αν αναγνωριστεί ή αποδειχθεί η γνησιότητα της υπογραφής, θεωρείται ότι έχει διαπιστωθεί η γνησιότητα του περιεχομένου, με την επιφύλαξη της προσβολής του ως πλαστού. Από τις ως άνω διατάξεις σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 455, 458, 460, 461 και 463 του ΚΠολΔ, προκύπτουν τα ακόλουθα: Τα ιδιωτικά έγγραφα, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει επί δημοσίων εγγράφων, δεν έχουν το τεκμήριο της γνησιότητας. Η επίκληση και προσαγωγή από διάδικο ιδιωτικού εγγράφου, για άμεση ή έμμεση (ως δικαστικό τεκμήριο), απόδειξη ουσιώδους ισχυρισμού, ενέχει και ισχυρισμό της γνησιότητάς του, την οποία οφείλει ο ίδιος να αποδείξει, σύμφωνα με το άρθρο 338 ΚΠολΔ, όταν αμφισβητηθεί από τον αντίδικό του, καθόσον η αμφισβήτηση της γνησιότητας αυτού αποτελεί άρνηση. Έτσι, εφόσον το έγγραφο είναι ενυπόγραφο, αδιάφορο αν φέρει την υπογραφή εκείνου, κατά του οποίου προσάγεται ή τρίτου, η αμφισβήτηση της γνησιότητας αναφέρεται στην υπογραφή του εγγράφου και η απόδειξη της γνησιότητας της υπογραφής δημιουργεί αμάχητο τεκμήριο για τη γνησιότητα του υπερκείμενου περιεχομένου του εγγράφου, που καλύπτεται από την υπογραφή, το οποίο τεκμήριο ανατρέπεται μόνο με την προσβολή του εγγράφου ως πλαστού. Τούτο δε διότι η προσβολή του εγγράφου ως πλαστού αναφέρεται στο περιεχόμενο του εγγράφου, ενώ η αμφισβήτηση της γνησιότητας ενός ιδιωτικού εγγράφου μόνο στην υπογραφή του (ΑΠ 964/2020, ΑΠ 535/2019, ΑΠ 20/2017). Περαιτέρω, ο λόγος αναιρέσεως που προβλέπεται στο άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ δημιουργείται όταν η απόφαση περιέχει ελλιπείς, ασαφείς ή αντιφατικές αιτιολογίες, σε σχέση όμως με την εφαρμογή κανόνων του ουσιαστικού δικαίου, δηλαδή κανόνων που ρυθμίζουν τις βιοτικές σχέσεις, την κτήση των δικαιωμάτων και τη γένεση των υποχρεώσεων και επιβάλλουν τις κυρώσεις για τη μη τήρησή τους. Αντιθέτως, η παραβίαση των δικονομικών κανόνων, δηλαδή εκείνων που καθορίζουν τη διαδικασία, τα όργανα και τη μορφή της ένδικης προστασίας για την πραγμάτωση των δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται από το ουσιαστικό δίκαιο, δημιουργεί λόγο αναιρέσεως μόνο στις περιπτώσεις που αναφέρονται περιοριστικώς στους αριθμούς 2-7, 9, 11-18 και 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (ΑΠ 891/2012, ΑΠ 1338/2008). Στην προκείμενη περίπτωση, με τον τέταρτο λόγο του κυρίου δικογράφου αναιρέσεως, προσάπτεται στο Εφετείο η πλημμέλεια του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, διότι με ανεπαρκείς και ελλιπείς αιτιολογίες και ειδικότερα στα σημεία που αναφέρονται στην έκθεση Σ.-Σ., δέχθηκε ότι η υπογραφή στο προαναφερθέν υπ’ αριθ. … πληρεξούσιο της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Ε. Μ. είναι της αρχικώς πρώτης αναιρεσείουσας. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος προεχόντως ως απαράδεκτος, αφού η επικαλούμενη έλλειψη επαρκούς αιτιολογίας αναφέρεται στην εφαρμογή δικονομικών κανόνων που ρυθμίζουν την απόδειξη και ειδικότερα την αναγνώριση αποδεικτικού εγγράφου ως γνησίου (άρθρο 457 ΚΠολΔ) (βλ. ΑΠ 535/2021, ΑΠ 1140/2005) και όχι κανόνων του ουσιαστικού δικαίου, ώστε να δημιουργείται αναιρετικός λόγος από τον αριθ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Σε κάθε περίπτωση, και υπό την εκδοχή ότι η επικαλούμενη έλλειψη αιτιολογίας αναφέρεται σε κανόνα ουσιαστικού δικαίου, το Εφετείο δεν στέρησε την απόφαση του νόμιμης βάσης, ως προς το ζήτημα της γνησιότητας της υπογραφής της αρχικώς πρώτης αναιρεσείουσας στο προαναφερθέν συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο, αφού έχει τις προεκτεθείσες αναλυτικές αιτιολογίες, οι οποίες, σε συνδυασμό λαμβανόμενες, είναι επαρκείς και καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο.
Από τα άρθρα 138 εδ. α και 139 ΑΚ συνάγεται ότι εκείνος που επικαλείται εικονικότητα της δικαιοπραξίας, δηλαδή ότι η οικεία δήλωση βουλήσεως δεν έγινε στα σοβαρά παρά μόνο φαινομενικά, με συνέπεια την ακυρότητα της δικαιοπραξίας, πρέπει συνάμα να προτείνει και φέρει το βάρος να αποδείξει ότι ο άλλος και, σε περίπτωση σχετικών ειδικών διαδοχών, καθένας από όλους τους δικαιοπαρόχους τούτου, γνώριζε την εικονικότητα κατά το χρόνο της κτήσεως του δικαιώματος (ΑΠ 2306/2009, ΑΠ 1606/2003). Περαιτέρω, κατά το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 509 ΑΚ, αφού γίνει η ανάκληση αποσβήνεται η υποχρέωση του δωρητή για παροχή και αναζητείται η παροχή που εκπληρώθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Εξάλλου, κατά το άρθρο 913 του ΑΚ, εφόσον ο λήπτης δεν ευθύνεται σε απόδοση, επειδή ό,τι περιήλθε σ’ αυτόν χωρίς αιτία το προσπόρισε σε τρίτον με χαριστική πράξη, ο δότης μπορεί να αναζητήσει από τον τρίτο ό,τι περιήλθε σ` αυτόν. Τέλος, η γονική παροχή, που θεσμοθετείται με το άρθρο 1509 του ίδιου Κώδικα, συνιστά επίδοση από ελευθεριότητα και, συνεπώς, η περί αυτής δικαιοπραξία είναι χαριστική. Δεν συνάγεται δε το αντίθετο από το χαρακτηρισμό της, στο α` εδάφιο της τελευταίας διάταξης, ως δωρεάς, ως προς το ποσό που υπερβαίνει το μέτρο που επιβάλλουν οι περιστάσεις, αφού αυτό αποσκοπεί στο να αποκλείσει τη δυνατότητα ανάκλησης αυτής, ως προς το μέρος που αυτή δεν αποτελεί δωρεά και όχι να τη χαρακτηρίσει, εξ αντιδιαστολής, ως επαχθή δικαιοπραξία (ΑΠ 81/2021, ΑΠ 1341/2019, ΑΠ 1319/2017). Στην προκείμενη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες με τον πρώτο λόγο του κύριου δικογράφου αναιρέσεως, υπό την επίκληση του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ισχυρίζονται ότι με τον πέμπτο λόγο της έφεσής τους προέβαλαν ότι η πρωτόδικη απόφαση εσφαλμένα δέχθηκε ότι ο αναιρεσίβλητος έχει δικαίωμα να αναζητήσει, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 913 ΑΚ, το δικαίωμα ψιλής κυριότητας κατά ποσοστό 100% του διαμερίσματος του β’ ορόφου της οικοδομής επί των οδών …, που μεταβιβάσθηκε από την πρώτη στον δεύτερο από αυτούς με το υπ’ αριθμ. … συμβόλαιο γονικής παροχής, δεχόμενο δε τα ίδια το Εφετείο και απορρίπτοντας τον άνω λόγο έφεσης, παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 139 και 913 ΑΚ, αφού ο αναιρεσίβλητος δεν είχε το δικαίωμα να αναζητήσει τον πλουτισμό από τον δεύτερο από αυτούς, αφού δεν επικαλέσθηκε και δεν απέδειξε ότι ο τελευταίος τελούσε σε γνώση της εικονικότητας κατά την κατάρτιση της αρχικής σύμβασης πώλησης. Το Εφετείο, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, απέρριψε τον παραπάνω ισχυρισμό των αναιρεσειόντων και, συνακόλουθα, και το σχετικό πέμπτο λόγο της έφεσής της με την ακόλουθη αιτιολογία: “Περαιτέρω, ο λόγος έφεσης των εκκαλούντων της Β’ έφεσης περί εσφαλμένης εφαρμογής από την εκκαλουμένη του άρθρου 913 ΑΚ, σύμφωνα με το οποίο, “Εφόσον ο λήπτης δεν ευθύνεται σε απόδοση, επειδή ό,τι περιήλθε σ’ αυτόν χωρίς αιτία το προσπόρισε σε τρίτον με χαριστική πράξη, ο δότης μπορεί να αναζητήσει από τον τρίτο ό,τι περιήλθε σ’ αυτόν”, ως προς τον δεύτερο εξ αυτών, κατά το μέρος που έκρινε ότι ο ενάγων έχει δικαίωμα να αναζητήσει κατ’ εφαρμογή του ανωτέρω άρθρου το δικαίωμα ψιλής κυριότητας κατά ποσοστό 100% του άνω διαμερίσματος του β’ ορόφου, το οποίο η πρώτη εξ αυτών μεταβίβασε με γονική παροχή στον δεύτερο, καθώς εν προκειμένω τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 139 ΑΚ, σύμφωνα με το οποίο η εικονικότητα δεν βλάπτει όποιον συναλλάχθηκε αγνοώντας την, θα πρέπει να απορριφθεί, αφενός ως αλυσιτελώς προβαλλόμενος ως προς τη μεταβίβαση ποσοστού 77% του άνω διαμερίσματος, το οποίο δεν αφορά, σε κάθε περίπτωση, εικονική πώληση, αλλά εξαρχής δωρεά, και αφετέρου ως νόμω αβάσιμος ως προς την πώληση ποσοστού 23% του ίδιου διαμερίσματος, η οποία κρίθηκε άκυρη, ως εικονική, υποκρύπτουσα έγκυρη σύμβαση δωρεάς, καθώς, σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη του 913 ΑΚ, η οποία εφαρμόζεται εν προκειμένω, ο ενάγων, ως δότης του ένδικου πλουτισμού, νομίμως μπορεί να το αναζητήσει από τον τρίτο λήπτη αυτού, δεύτερο εναγόμενο, δεδομένου ότι μεταβιβάστηκε σ’ αυτόν από την αρχική λήπτρια του πλουτισμού, με χαριστική πράξη, όπως προεκτέθηκε…”. Έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε με εσφαλμένη εφαρμογή τη διάταξη του άρθρου 913 ΑΚ, ούτε με εσφαλμένη μη εφαρμογή τη διάταξη του άρθρου 139 ΑΚ, διότι τα ανελέγκτως πιο πάνω δεκτά γενόμενα πραγματικά περιστατικά, δηλαδή α) ότι o αναιρεσίβλητος μεταβίβασε στην αρχικώς πρώτη αναιρεσείουσα ποσοστό 23% εξ αδιαιρέτου λόγω πώλησης και ποσοστό 77% εξ αδιαιρέτου λόγω δωρεάς της ψιλής κυριότητας ενός διαμερίσματος του β’ ορόφου επί της οικοδομής που βρίσκεται στο Δήμο … στη διασταύρωση των οδών …, β) ότι η σύμβαση πώλησης στην αρχικώς πρώτη αναιρεσείουσα ποσοστού 23% εξ αδιαιρέτου της ψιλής κυριότητας του ανωτέρω περιγραφόμενου διαμερίσματος ήταν εικονική, κάτω δε από αυτή υποκρυπτόταν έγκυρη σύμβαση δωρεάς, και γ) ότι στη συνέχεια η αρχικώς πρώτη αναιρεσείουσα μεταβίβασε την ψιλή κυριότητα του ανωτέρω διαμερίσματος, στον δεύτερο αναιρεσίβλητο, υιό της, λόγω γονικής παροχής, καθιστούσαν απορριπτέο τον πιο πάνω ισχυρισμό των αναιρεσειόντων και δη καθόσον μεν αφορά τη μεταβίβαση ποσοστού 77% του άνω διαμερίσματος, ως αλυσιτελώς προβαλλόμενο, αφού κατά το ποσοστό αυτό η μεταβίβαση έγινε εξ αρχής λόγω δωρεάς και όχι πώλησης και άρα δεν επρόκειτο περί εικονικής δικαιοπραξίας, ώστε να τίθεται ζήτημα εφαρμογής του άρθρου 139 ΑΚ, καθόσον δε αφορά τη μεταβίβαση ποσοστού 23% του ίδιου διαμερίσματος, που εικονικά περιεβλήθη τη νομική μορφή της πώλησης, ενώ επρόκειτο για σύμβαση δωρεάς, ως μη νόμιμου, αφού η αρχικώς πρώτη αναιρεσείουσα μεταβίβασε στη συνέχεια με γονική παροχή το δικαίωμα ψιλής κυριότητας κατά ποσοστό 100% του άνω διαμερίσματος στον δεύτερο αναιρεσείοντα, η οποία γονική παροχή συνιστά, κατά τα προεκτεθέντα δωρεά, και συνεπώς, μετά την έγκυρη ανάκληση και της δωρεάς αυτής λόγω αχαριστίας της δωρεοδόχου, δικαιούται ο αναιρεσίβλητος να αναζητήσει τον πλουτισμό από τον τρίτο λήπτη αυτού, δηλαδή τον δεύτερο αναιρεσείοντα, δεδομένου ότι το άνω εμπράγματο δικαίωμα μεταβιβάστηκε σ’ αυτόν από την αρχική λήπτρια του πλουτισμού με χαριστική πράξη και συνεπώς δεν απαιτείται γνώση από αυτόν της εικονικότητας της αρχικής μεταβίβασης. Επομένως, ο άνω λόγος πρώτος λόγος του κυρίως δικογράφου της αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο προσάπτεται από τους αναιρεσείοντες στην προσβαλλόμενη απόφαση η ανωτέρω πλημμέλεια, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Κατά το άρθρο 559 αρ. 13 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο εσφαλμένα εφάρμοσε τους ορισμούς του νόμου ως προς το βάρος της απόδειξης. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως ιδρύεται, όταν το δικαστήριο παραβίασε τους ορισμούς του νόμου, αναφορικά με το ρυθμιζόμενο, από τη διάταξη του άρθρου 338 ΚΠολΔ, βάρος της απόδειξης, σύμφωνα με την οποία (διάταξη) κάθε διάδικος οφείλει να αποδείξει τα πραγματικά γεγονότα που είναι αναγκαία για να υποστηρίξει την αυτοτελή αίτηση ή ανταίτησή του. Το βάρος της απόδειξης διακρίνεται σε υποκειμενικό και αντικειμενικό. Το υποκειμενικό προσδιορίζει τον διάδικο, στον οποίο το δικαστήριο με παρεμπίπτουσα περί αποδείξεως απόφαση θα επιβάλει την ευθύνη προσκομιδής των αποδεικτικών μέσων, προς βεβαίωση στον απαιτούμενο βαθμό απόδειξης των θεμελιωτικών της αξίωσής του πραγματικών γεγονότων, ενώ το αντικειμενικό βάρος προσδιορίζει τον διάδικο που φέρει τις συνέπειες της μη πλήρους απόδειξης των κρίσιμων για τη θεμελίωση του ισχυρισμού του περιστατικών. Ωστόσο, μετά την κατάργηση της προδικαστικής απόφασης (άρθρα 5 του ν. 2195/2001 και 12 του ν. 2915/2001), οπότε η έννοια του υποκειμενικού βάρους απόδειξης απώλεσε τη σημασία της, ο αναιρετικός έλεγχος από το άρθρο 559 αριθ. 13 ΚΠολΔ, περιορίζεται πλέον μόνο όταν παραβιάζεται το αντικειμενικό βάρος απόδειξης. Ειδικότερα, εσφαλμένη επιβολή του αντικειμενικού βάρους υπάρχει όταν το δικαστήριο από τις προσαχθείσες αποδείξεις δεν σχηματίζει την δικανική πεποίθηση, που απαιτεί ο νόμος για την παραδοχή ορισμένου αιτήματος, δηλαδή, αμφιβάλλει για την ουσιαστική βασιμότητα κάποιου ισχυρισμού, που κατά νόμο θεμελιώνει το αίτημα της αγωγής, ενστάσεως κλπ και που οφείλει να αποδείξει ο υποβαλών το αίτημα διάδικος (ΑΠ 611/2021, ΑΠ 5/2020, ΑΠ 1437/2019, ΑΠ 1693/2017). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται, αν το δικαστήριο παρά το νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο. Ο λόγος αυτός αναφέρεται σε ακυρότητες, εκπτώσεις από δικαιώματα και απαράδεκτα από το δικονομικό μόνο δίκαιο, ενώ οι ακυρότητες από το ουσιαστικό δίκαιο ελέγχονται μέσω του λόγου του αριθμού 1. Με τον όρο “απαράδεκτο” νοείται το δικονομικό απαράδεκτο, δηλαδή αυτό που δημιουργείται από την αθέτηση-παραβίαση δικονομικής διάταξης, με αποτέλεσμα η δικονομική ενέργεια να στερείται των αναγκαίων προϋποθέσεων του κύρους της (Ολ. ΑΠ 2/2001, ΑΠ 477/2021, ΑΠ 1181/2019, ΑΠ 350/2017). Τέλος, από τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 262 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι η ένσταση ως καταλυτικό γεγονός της αγωγής πρέπει να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο και δικαιολογούν την άσκηση της από τον εναγόμενο κατά του ενάγοντα. Σε περίπτωση παράβασης της άνω δικονομικής διάταξης του άρθρου 262 ΚΠολΔ ιδρύεται ο λόγος αναιρέσεως από τον αριθ. 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, και όχι από τον αριθμό 1 του ίδιου άρθρου 559 του ΚΠολΔ, που δημιουργεί λόγο αναίρεσης στην περίπτωση μόνο της νομικής αοριστίας της ένστασης, σε συνδυασμό με ευθεία παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου (ΑΠ 178/2010, ΑΠ 1014/2010). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο του δικογράφου των πρόσθετων λόγων αναιρέσεως, οι αναιρεσείοντες αποδίδουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την από το άρθρο 559 αρ.13 του ΚΠολΔ πλημμέλεια της εσφαλμένης εφαρμογής των ορισμών του νόμου ως προς το βάρος της απόδειξης. Ειδικότερα, ισχυρίζονται ότι πρωτοδίκως αλλά και με την έφεσή τους εξέθεταν ότι οι διαλαμβανόμενες στην ένδικη αγωγή δωρεές αποτελούσαν στην πραγματικότητα συμβολαιογραφικές πράξεις διευθέτησης της οικογενειακής περιουσίας, που όλες έγιναν με κοινή απόφαση της μητέρας τους και των τέκνων της. Ότι έτσι προέβαλαν αιτιολογημένη άρνηση της ιστορικής βάσης της αγωγής, πλην όμως το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέλαβε την αιτιολογημένη αυτή άρνηση ως ένσταση, την οποία και απέρριψε ως αόριστη. Ότι την κρίση αυτή προσέβαλαν με ειδικό λόγο της έφεσής τους παραπονούμενοι για την κρίση της πρωτόδικης απόφασης ότι οι επίδικες μεταβιβάσεις αποτελούσαν δωρεές και όχι διευθέτηση οικογενειακής περιουσίας. Ότι το Εφετείο δέχθηκε τα ίδια, υπολαμβάνοντας εσφαλμένα ότι ο εγκύρως προβληθείς ισχυρισμός τους συνιστούσε ένσταση, με την απόδειξη της οποίας βαρύνονταν οι ίδιοι, παραβιάζοντας έτσι τους αποδεικτικούς κανόνες για την κατανομή του βάρους της απόδειξης. Για την περίπτωση δε που ήθελε κριθεί ότι ο άνω ισχυρισμός τους συνιστούσε ένσταση, ισχυρίζονται, με τον επικουρικά προβαλλόμενο δεύτερο πρόσθετο λόγο, ότι η ένσταση αυτή προεβλήθη κατά τρόπο ορισμένο στην πρωτοβάθμια δίκη και επαναφέρθηκε με λόγο έφεσης, επικυρώνοντας δε το Εφετείο την πρωτόδικη απόφαση έσφαλε, υποπίπτοντας αφενός μεν στην πλημμέλεια του αρ. 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, κηρύσσοντας παρά το νόμο απαράδεκτο, αφετέρου δε παραβίασε τη διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ, με συνέπεια να δημιουργείται ο λόγος από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Ο πρώτος από τους άνω πρόσθετους λόγους είναι αβάσιμος, αφού, όπως προκύπτει από το ως άνω εκτεθέν περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης, το Εφετείο έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη όχι γιατί έκρινε αναπόδεικτο τον ως άνω αρνητικό της ιστορικής βάσης της αγωγής ισχυρισμό των αναιρεσειόντων, αλλά γιατί δέχθηκε ανελέγκτως, ότι από τις αποδείξεις που προσκομίσθηκαν από τους διαδίκους αποδείχθηκε πλήρως ο αγωγικός ισχυρισμός ότι οι ανωτέρω μεταβιβάσεις του εμπράγματου δικαιώματος της ψιλής κυριότητας επί των ανωτέρω δύο ακινήτων (διαμερισμάτων β’ και γ’ ορόφου επί της οικοδομής που βρίσκεται επί των οδών … του Δήμου …) προς αμφότερους τους εναγόμενους αποτελούσαν πράγματι δωρεές από τον αναιρεσίβλητο προς τους αναιρεσείοντες. Δέχθηκε δηλαδή ότι αποδείχθηκαν τα θεμελιωτικά της αγωγής πραγματικά περιστατικά από τον προς τούτο βαρυνόμενο αναιρεσίβλητο, χωρίς να αντιστρέψει το αντικειμενικό βάρος απόδειξης. Κατά συνέπεια, ουδόλως έγινε δεκτό από το Εφετείο, ότι μετά την εξάντληση όλων των νόμιμων αποδεικτικών μέσων αμφιβάλλει ως προς το ότι οι επίδικες μεταβιβάσεις έγιναν στα πλαίσια συμβάσεων δωρεάς, οπότε και μόνο θα ελεγχόταν αναιρετικά στο πλαίσιο του άρθρου 559 αρ. 13 του ΚΠολΔ η εσφαλμένη κατανομή ανάμεσα στους διαδίκους του κινδύνου της αμφιβολίας του δικαστηρίου, δηλαδή ότι ο ως άνω αμφίβολος αγωγικός ισχυρισμός κρίθηκε εσφαλμένα ως βάσιμος κατ` ουσίαν. Συνακόλουθα και δεδομένου ότι ο προβληθείς από τους αναιρεσείοντες ισχυρισμός ότι οι διαλαμβανόμενες στην ένδικη αγωγή δωρεές αποτελούσαν στην πραγματικότητα συμβολαιογραφικές πράξεις διευθέτησης της οικογενειακής περιουσίας συνιστά πράγματι αιτιολογημένη άρνηση της ιστορικής βάσης της αγωγής, σε σχέση με τον ισχυρισμό του αναιρεσίβλητου ότι οι ένδικες μεταβιβάσεις έγιναν λόγω δωρεάς προς τους αναιρεσείοντες, και όχι ένσταση, απορριπτέος ως αβάσιμος είναι και ο επικουρικά προβαλλόμενος δεύτερος πρόσθετος λόγος, αφού ερείδεται στην αναληθή προϋπόθεση ότι ο άνω ισχυρισμός συνιστά ένσταση, οπότε και μόνον θα ετίθετο ζήτημα δικονομικού απαραδέκτου ή μη της ένστασης και θα ιδρυόταν ο λόγος αναιρέσεως από τον αριθ. 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ σε περίπτωση εσφαλμένης απορρίψεως της ένστασης ως αόριστης και πάντως όχι ο λόγος από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Ο ενάγων δωρητής κατά την άσκηση της αξιώσεως προς απόδοση του δωρηθέντος στην περίπτωση ανακλήσεως της δωρεάς, οφείλει να αναφέρει στο δικόγραφο της αγωγής του τη σύμβαση συστάσεως της δωρεάς, την εκ μέρους του εκπλήρωση της υποχρεώσεώς του με την παράδοση του δωρηθέντος πράγματος στον εναγόμενο, την δήλωση ανακλήσεως της δωρεάς και την αιτία της ανακλήσεως, ειδικότερα δε σε περίπτωση αχαριστίας τα πραγματικά γεγονότα, που συνιστούν το βαρύ παράπτωμα του δωρεοδόχου, να περιλάβει δε και αίτημα αποδόσεως σ’ αυτόν του δωρηθέντος, συνεπεία της ανακλήσεως της δωρεάς (ΑΠ 5/2020). Τα περιστατικά αυτά δικαιολογούν το έννομο συμφέρον του δωρητή για άσκηση της αγωγής και καθιστούν νόμιμη την τελευταία. Εξάλλου, η δια χρησικτησίας κτήση της κυριότητας πράγματος επέρχεται εκ του νόμου με τη συνδρομή των νομίμων προϋποθέσεων (άρθρ. 1041-1045 του ΑΚ), οι οποίες αποτελούν τη νόμιμη αιτία της ως άνω κτήσης. Επομένως, κατά του αποκτήσαντος την κυριότητα πράγματος με χρησικτησία δεν χωρεί αγωγή αδικαιολογήτου πλουτισμού, αφού ελλείπει ως προς αυτόν η προϋπόθεση της χωρίς νόμιμη αιτία κτήσης του πλουτισμού. Κατ` ακολουθία αυτών, αν ανακληθεί δωρεά ακινήτου και ο δωρεοδόχος κατά το χρόνο της ανάκλησης είχε ήδη καταστεί κύριος του δωρηθέντος ακινήτου με χρησικτησία, ήτοι από νόμιμη αιτία, δεν μπορεί να αναζητηθεί το δωρηθέν ακίνητο από τον δωρεοδόχο κατά τις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, αφού οι περί χρησικτησίας διατάξεις δεν προβλέπουν μόνον τυπικά τη μετάθεση της κυριότητας στο χρησιδεσπόζοντα, αλλά και τη δικαιολογούν ουσιαστικά (κατά την οικονομική αξία του πράγματος), παρέχοντας στον χρησιδεσπόζοντα αιτία διατήρησης του πλουτισμού (ΑΠ 41/2021, ΑΠ 515/2020, ΑΠ 1361/2007). Τέλος, από τις διατάξεις του άρθρου 562 παρ. 2 και 3 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι είναι απαράδεκτος λόγος αναίρεσης που στηρίζεται σε ισχυρισμό ο οποίος δεν προτάθηκε ή δεν προτάθηκε νομίμως στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν πρόκειται α) για παράβαση που δεν μπορούσε να προταθεί στο δικαστήριο της ουσίας β) για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση και γ) για ισχυρισμό που αφορά τη δημόσια τάξη. Η διάταξη αυτή, που αποτελεί εκδήλωση της θεμελιώδους αρχής, ότι ο Άρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα της απόφασης του δικαστηρίου της ουσίας, με βάση την πραγματική και νομική κατάσταση που όφειλε να λάβει υπόψη του ο ουσιαστικός δικαστής, καθιερώνει ειδική προϋπόθεση του παραδεκτού όλων των λόγων αναίρεσης, η συνδρομή της οποίας πρέπει να προκύπτει από το αναιρετήριο. Πρέπει δηλαδή να αναφέρεται στο αναιρετήριο, ότι ο ισχυρισμός που στηρίζει τον προβαλλόμενο λόγο αναίρεσης, είχε προταθεί στο δικαστήριο της ουσίας και να καθορίζεται τόσο το περιεχόμενο του, όσο και ο νόμιμος τρόπος που προτάθηκε ή επαναφέρθηκε στο δικαστήριο της ουσίας. Το γεγονός δε ότι ο σχετικός ισχυρισμός έπρεπε να ληφθεί υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο δεν σημαίνει και ότι ο κανόνας είναι δημοσίας τάξεως, διότι ναι μεν η εφαρμογή του νόμου είναι έργο αυτεπάγγελτης ενέργειας του δικαστή, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι όλοι οι νόμοι είναι δημοσίας τάξεως, αφού στην έννοια της δημοσίας τάξεως περιλαμβάνονται οι κανόνες με τους οποίους η πολιτεία προστατεύει θεμελιώδεις αξίες και αντιλήψεις του εννόμου βίου, πολιτειακές, ηθικές, οικονομικές και κοινωνικές η προσβολή των οποίων δεν είναι ανεκτή από την κρατούσα γενική περί δικαίου συνείδηση. Αλλά και οι λόγοι που ανάγονται στη δημόσια τάξη είναι παραδεκτοί το πρώτο στον Άρειο Πάγο εφόσον τα πραγματικά περιστατικά που τους στηρίζουν προβλήθηκαν στο δικαστήριο της ουσίας και αυτό προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση του (ολΑΠ 15/2000, ΑΠ 93/2020, ΑΠ 1208/2019).
Συνεπώς, αν προσβάλλεται απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου και αναιρεσείων είναι ο εκκαλών, που έχει ηττηθεί πρωτοδίκως, για την πληρότητα του σχετικού λόγου αναίρεσης πρέπει στο αναιρετήριο να αναφέρεται ότι ο ισχυρισμός στον οποίο αυτός στηρίζεται είχε προταθεί από τον αναιρεσείοντα στο Εφετείο με λόγο της έφεσης του ή ότι συντρέχει κάποια εξαιρετική περίπτωση από τις προβλεπόμενες στην παραπάνω διάταξη του άρθρου 562 παρ. 2 ΚΠολΔ (ΑΠ 907/2015). Στην προκειμένη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες, με τον τρίτο πρόσθετο λόγο αναιρέσεως, υπό την επίκληση του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, μέμφονται το Εφετείο για τη μη απόρριψη της ένδικης αγωγής ως προς το επίδικο διαμέρισμα του β’ ορόφου της οικοδομής επί των οδών …, στο οποίο αφορούν τα υπ’ αριθ. … και … μεταβιβαστικά συμβόλαια της Συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Ι. Σ.. Ειδικότερα, οι αναιρεσείοντες ισχυρίζονται ότι, με βάση τα όσα εξέθετε ο αναιρεσίβλητος στο δικόγραφο της ένδικης αγωγής, η χρονική διαδρομή της χρησικτησίας της Ε. Τ. στο άνω ακίνητο εκκίνησε το έτος 1992, από την εκτέλεση της υποτιθέμενης δωρεάς και είχε οπωσδήποτε συμπληρωθεί το έτος 2012, δηλαδή πολύ πριν την έγερση της ένδικης αγωγής και συνεπώς τόσο το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο όσο και το εκδόν την προσβαλλόμενη απόφαση Εφετείο Θεσσαλονίκης όφειλαν να είχαν απορρίψει την αγωγή ως ασκηθείσα άνευ εννόμου συμφέροντος και ως μη νόμιμη. Σε κάθε δε περίπτωση, ισχυρίζονται οι αναιρεσείοντες ότι για τον έλεγχο της συγκεκριμένης πλημμέλειας συντρέχουν διττώς οι προϋποθέσεις του άρθρου 562 ΚΠολΔ, καθόσον η έλλειψη νομιμότητας της αγωγής του αναιρεσίβλητου αφορά άμεσα στη δημόσια τάξη και επιπλέον το οικείο σφάλμα προκύπτει ευθέως από την προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία ερεύνησε κατ’ ουσίαν την ένδικη αγωγή, παρότι είχε διαγνώσει ότι είχε επέλθει κτήση της κυριότητας επί των επιδίκων ακινήτων με πρωτότυπο τρόπο. Ο λόγος αυτός, είναι απορριπτέος προεχόντως ως απαράδεκτος, λόγω αοριστίας, καθόσον δεν αναφέρονται στο αναιρετήριο τα στοιχεία εκείνα (τρόπος και χρόνος), από τα οποία να προκύπτει ότι ο θεμελιωτικός αυτού (λόγου) ισχυρισμός περί κτήσεως της κυριότητας του εν λόγω ακινήτου από τους αναιρεσείοντες με τα προσόντα της χρησικτησίας και συνεπώς ελλείψεως της προϋπόθεσης της χωρίς νόμιμη αιτία κτήσης του πλουτισμού από τους ίδιους παραδεκτώς είχε προταθεί στον πρώτο βαθμό ή (και) στην έκκλητη δίκη. Αντίθετα μάλιστα εμμέσως πλην σαφώς οι αναιρεσείοντες συνομολογούν ότι δεν προέβαλαν τον ισχυρισμό περί κτήσεως της κυριότητας του εν λόγω ακινήτου με τα προσόντα της χρησικτησίας, και επομένως δεν ετίθετο ζήτημα απορρίψεως της αγωγής, δεδομένου ότι ο σχετικός ισχυρισμός μπορούσε να προβληθεί και να ληφθεί υπόψη μόνον κατόπιν ενστάσεως των αναιρεσειόντων. Επομένως το Εφετείο, που δεν ερεύνησε τον άνω ισχυρισμό (ένσταση), ο οποίος δεν μπορούσε να ερευνηθεί αυτεπαγγέλτως, δεν υπέπεσε στην επικαλούμενη αναιρετική πλημμέλεια. Τέλος, ο εν λόγω ισχυρισμός των αναιρεσειόντων απαραδέκτως προτείνεται το πρώτον ενώπιον του Αρείου Πάγου, καθόσον δεν πρόκειται περί κανόνα δημοσίας τάξεως, σε κάθε δε περίπτωση από την προσβαλλόμενη απόφαση αλλά και από την ένδικη αγωγή δεν προκύπτει ότι τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν τον άνω ισχυρισμό προβλήθηκαν στο δικαστήριο της ουσίας. Ειδικότερα, με την ένδικη αγωγή ο αναιρεσίβλητος εξέθετε μόνον ότι μεταβίβασε λόγω δωρεάς τα επίδικα ακίνητα στους αναιρεσείοντες, χωρίς να αναφέρεται σε ειδικότερες πράξεις νομής και κατοχής των ακινήτων από τους αναιρεσείοντες και μάλιστα από την ημέρα μεταβίβασής τους, ώστε να μπορεί να γίνει λόγος για κτήση της κυριότητάς τους από τους τελευταίους με τα προσόντα της χρησικτησίας. Αλλά και από την προσβαλλόμενη απόφαση του Εφετείου δεν προκύπτει ότι τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν τον ισχυρισμό περί κτήσεως της κυριότητας του επιδίκου δωρηθέντος ακινήτου από τους αναιρεσείοντες με τα προσόντα της χρησικτησίας προβλήθηκαν ενώπιον αυτού, δεδομένου ότι και στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν γίνεται αναφορά σε πράξεις νομής και κατοχής επί του επιδίκου ακινήτου από τους αναιρεσείοντες. Κατ` ακολουθίαν όλων των ανωτέρω και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η εν λόγω πρώτη αίτηση αναιρέσεως και οι πρόσθετοι αυτής λόγοι και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου, που κατέθεσε προτάσεις με τις οποίες υποβάλλει σχετικό αίτημα, σε βάρος των αναιρεσειόντων, λόγω της ήττας τους (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ), κατά τα αναφερόμενα στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος για την άσκηση της αίτησης αναιρέσεως παραβόλου (άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ). Β.- ΕΠΙ ΤΗΣ ΑΠΟ 19 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2020 ΑΙΤΗΣΕΩΣ ΑΝΑΙΡΕΣΕΩΣ. Από τις διατάξεις των άρθρων 558 και 566 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι η αναίρεση πρέπει να απευθύνεται εναντίον εκείνων οι οποίοι ήσαν διάδικοι στη δίκη στην οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη με αυτήν απόφαση και αντίδικοι του αναιρεσείοντος, και μάλιστα όχι εναντίον όλων αυτών, αλλά μόνον εναντίον εκείνων από αυτούς οι οποίοι νίκησαν και από τους οποίους επιδιώκεται με αυτήν και είναι δυνατή με βάση τις επικαλούμενες πλημμέλειές της, η αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης. Επομένως η αίτηση αναίρεσης είναι απορριπτέα, ως απαράδεκτη, ως προς το μέρος της που στρέφεται κατ` εκείνων από τους αντιδίκους του αναιρεσείοντος, τους οποίους δεν αφορά η αποδιδόμενη μ’ αυτήν στην προσβαλλόμενη απόφαση πλημμέλεια και ως προς τους οποίους επομένως δεν είναι δυνατό να αναιρεθεί η απόφαση και αν ακόμα ευδοκιμήσει ο λόγος αυτός (ΑΠ 932/2018, ΑΠ 110/2018, ΑΠ 47/2016). Στην προκειμένη περίπτωση, με την κρινόμενη αίτηση ζητείται η μερική αναίρεση της 2689/2019 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, με την οποία, όπως από την παραδεκτή επισκόπηση αυτής προκύπτει, ως προς τις ενδιαφέρουσες διατάξεις, απορρίφθηκε η από 11-11-2018 έφεση του ενάγοντος και ήδη αναιρεσείοντος κατά της 10007/2018 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, που στρεφόταν κατά των εναγομένων και ήδη αναιρεσιβλήτων και με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή του αναιρεσίβλητου ως ουσία αβάσιμη ως προς τα υπ’ αριθ. 3, 6 και 7 αιτήματά της. Ειδικότερα, όπως προαναφέρθηκε, με την ένδικη αγωγή του ο ενάγων και ήδη αναιρεσείων, αφού επικαλούνταν ότι, πέραν των δωρεών των επίδικων ακινήτων προς τους εναγόμενους, παρέδωσε στην πρώτη εναγόμενη, λόγω δωρεάς, στις 3.3.2006, τα χρηματικά ποσά των 60.000 και 18.000 ευρώ, καθώς και, εντός του ίδιου έτους, τα περιγραφόμενα στην αγωγή τιμαλφή (κοσμήματα και γούνινο παλτό), συνολικής αξίας 78.950 ευρώ και ότι εντός του έτους 20001 ο ίδιος, λόγω της ιδιότητάς του ως πολιτικός μηχανικός, προέβη, για λογαριασμό της πρώτης εναγόμενης, στις περιγραφόμενες οικοδομικές εργασίες σε ακίνητα της τελευταίας, δαπανώντας εξ Ιδίων χρημάτων το ποσό των 30.000 ευρώ, για έξοδα υλικών και συνεργείων, χωρίς να λάβει για το έργο αυτό, ούτε αμοιβή μηχανικού, ούτε τις ανωτέρω δαπάνες, τις οποίες, με τον τρόπο αυτό, δώρισε στην πρώτη εναγόμενη, ζητούσε να αναγνωριστεί ή εγκυρότητα της ανάκλησης των δωρεών προς την πρώτη εναγόμενη των ως άνω χρηματικών ποσών των 60.000, 18.000 και 30.000 ευρώ, καθώς και των κοσμημάτων και του παλτό, συνολικής αξίας 78.950 ευρώ, να υποχρεωθεί η πρώτη εναγόμενη να του αναμεταβιβάσει την κυριότητα και να του παραδώσει τα ανωτέρω πολύτιμα αντικείμενα, άλλως να του καταβάλει την αξία τους, και να υποχρεωθεί η πρώτη εναγόμενη να του καταβάλει τα δωρηθέντα χρηματικά ποσά των 60.000, 18.000 και 30.000 ευρώ και συνολικά το ποσό των 108.000 ευρώ. Είναι σαφές λοιπόν ότι ως προς τα άνω αιτήματα η αγωγή στρεφόταν μόνο κατά της πρώτης εναγόμενης, αφού άλλωστε αυτή ήταν η δωρεοδόχος των άνω κινητών πραγμάτων και συνεπώς αποκλειστικά και μόνον αυτή νομιμοποιούνταν παθητικά στην άσκηση της αγωγής, ενώ ο δεύτερος εναγόμενος δεν είχε καμία σχέση με τα κινητά αυτά. Καθόσον αφορά λοιπόν τα κεφάλαια αυτά της αγωγής δεν μπορεί να γίνει λόγος για απλή ομοδικία μεταξύ των εναγομένων και πολύ περισσότερο για αναγκαστική ομοδικία, ώστε να νομιμοποιείται παθητικά και ο δεύτερος εναγόμενος. Με την ένδικη αίτηση αναιρέσεως παραπονείται ο αναιρεσείων μόνον ως προς το μέρος της απόφασης του Εφετείου, με το οποίο απορρίφθηκε η έφεσή του κατά τα άνω κεφάλαια, δηλαδή τις επικαλούμενες δωρεές κινητών πραγμάτων προς την πρώτη εναγόμενη, για τους εκτιθέμενους σ’ αυτήν λόγους που αφορούν μόνο την πρώτη αναιρεσίβλητη. Επομένως, εφόσον οι προτεινόμενοι λόγοι αναίρεσης και οι περιεχόμενες σ’ αυτούς πλημμέλειες δεν αφορούν στον δεύτερο των αναιρεσιβλήτων για την απόρριψη της πιο πάνω έφεσης του αναιρεσείοντος, ούτε περιέχεται ως προς αυτόν άλλη αιτίαση, με την οποία να επιδιώκεται και να είναι δυνατή η αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης, ενόψει και του ότι δεν τίθεται ζήτημα αναγκαστικής ομοδικίας των αναιρεσιβλήτων, η κρινόμενη αίτηση, απευθυνόμενη κατ’ αυτού, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 11 εδάφ. γ` του ΚΠολΔ, συντρέχει λόγος αναίρεσης, αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει δικανική πεποίθηση για τη βασιμότητα των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, οφείλει να λάβει υπόψη του τα αποδεικτικά μέσα που προσκομίστηκαν νόμιμα είτε για άμεση απόδειξη είτε για συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, εφόσον γίνεται σαφής και ορισμένη επίκλησή τους από τον διάδικο (ΟλΑΠ 23/2008). Δεν θεμελιώνεται, όμως, ο λόγος αυτός, αν προκύπτει από την απόφαση ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία προσκομίστηκαν με επίκληση. Αρκεί γι` αυτό η γενική αναφορά του είδους του αποδεικτικού μέσου, χωρίς ανάγκη ειδικής αξιολόγησης του καθενός, εφόσον, από τη γενική αυτή αναφορά σε συνδυασμό με τις υπόλοιπες αιτιολογίες της απόφασης, προκύπτει αναμφίβολα η λήψη υπόψη του αποδεικτικού μέσου. Πάντως, η γενική αυτή αναφορά της λήψης υπόψη όλων των αποδείξεων που με επίκληση προσκομίστηκαν δεν αποκλείει την ίδρυση του πιο πάνω λόγου αναίρεσης για κάποιο αποδεικτικό μέσο, όταν από το περιεχόμενο της απόφασης δεν προκύπτει κατά τρόπο αναμφίβολο (Ολ.ΑΠ 8/2016, Ολ.ΑΠ 2/2008) ή κατ` άλλη έκφραση αδιστάκτως βέβαιο (Ολ.ΑΠ 14/2005) ότι τούτο έχει ληφθεί υπόψη. Εξάλλου, οι ένορκες βεβαιώσεις στον ειρηνοδίκη ή στον συμβολαιογράφο αποτελούν ιδιαίτερο και αυτοτελές αποδεικτικό μέσο σε σχέση με τους μάρτυρες και τα έγγραφα,. Γι` αυτό, όταν προσκομίζεται τέτοιο αποδεικτικό μέσο στο δικαστήριο της ουσίας προς απόδειξη ή ανταπόδειξη ουσιώδους ισχυρισμού, πρέπει ειδικά να αναφέρεται στην απόφασή του ότι αυτό έχει ληφθεί υπόψη, η έλλειψη δε της μνείας αυτής ενδεικνύει ότι το μέσο αυτό δεν λήφθηκε υπόψη (ΑΠ 26/2020, ΑΠ 1055/2019, ΑΠ 1105/2015). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ.11 γ’ ΚΠολΔ αιτίαση, συνισταμένη στο ότι το Εφετείο, κατά την διαμόρφωση του αποδεικτικού του πορίσματος, δεν έλαβε υπόψη του αποδεικτικά μέσα, που οι διάδικοι προσκόμισαν νόμιμα με επίκληση, από τα οποία αποδεικνύονταν η δωρεά ποσού 60.000 ευρώ σε μετρητά προς την πρώτη εναγομένη. Ειδικότερα ο αναιρεσείων ισχυρίζεται ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του: α) την ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα των αντιδίκων του Ι. Κ., που ελήφθη μετά από νόμιμη κλήτευσή του, την οποία οι αντίδικοί του επικαλέστηκαν και προσκόμισαν νόμιμα ενώπιον του Εφετείου, την οποία επικαλέστηκε και ο ίδιος (αναιρεσείων) προς απόδειξη της άνω δωρεάς, και β) τις ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων του Α. Σ., Α. Σ., Κ. Τ.-Σ. και Ι. Σ., που ελήφθησαν μετά από νόμιμη κλήτευση των αντιδίκων του, τις οποίες επικαλέστηκε και προσκόμισε νόμιμα ενώπιον του Εφετείου προς απόδειξη της άνω δωρεάς, βάσει των οποίων άλλη θα ήταν η έκβαση της δίκης ως προς την επικαλούμενη από αυτόν δωρεά του ποσού των 60.000 ευρώ προς την πρώτη αναιρεσίβλητη. Περαιτέρω, με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ.11 γ’ ΚΠολΔ αιτίαση, συνισταμένη στο ότι το Εφετείο, κατά την διαμόρφωση του αποδεικτικού του πορίσματος, δεν έλαβε υπόψη του αποδεικτικά μέσα, που ο αναιρεσείων προσκόμισε νόμιμα με επίκληση, από τα οποία αποδεικνύονταν η δωρεά ποσού 18.000 ευρώ σε μετρητά προς την πρώτη εναγομένη. Ειδικότερα ο αναιρεσείων ισχυρίζεται ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του τις ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων του Α. Σ., Α. Σ., Κ. Τ.-Σ. και Ι. Σ., που ελήφθησαν μετά από νόμιμη κλήτευση των αντιδίκων του, τις οποίες επικαλέστηκε και προσκόμισε νόμιμα ενώπιον του Εφετείου προς απόδειξη της άνω δωρεάς, βάσει των οποίων άλλη θα ήταν η έκβαση της δίκης ως προς την επικαλούμενη από αυτόν δωρεά του ποσού των 18.000 ευρώ προς την πρώτη αναιρεσίβλητη. Ωστόσο, από την περιλαμβανόμενη στην προσβαλλόμενη απόφαση του Εφετείου ρητή βεβαίωση, ότι το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο κατέληξε στο αποδεικτικό του πόρισμα, αφού έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα νομίμως επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους αποδεικτικά μέσα, τα οποία κατέστησαν κοινά μέσα απόδειξης, κατ` επιταγή του άρθρου 346 ΚΠολΔ, μνημονεύοντας μάλιστα ρητά, α) την υπ’ αριθμ. 11175/05-12-2016 ένορκη βεβαίωση των μαρτύρων του αναιρεσείοντος Α. Σ., Α. Σ. και Κ. Τ.-Σ., ενώπιον της Συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Λιάνας Δημοπούλου, για την οποία προηγήθηκε νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση των αντιδίκων του αναιρεσείοντος, β) την υπ’ αριθμ. 7297/21-11-2016 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα των αναιρεσιβλήτων Ι. Κ. ενώπιον της Ειρηνοδίκη Αθηνών, για την οποία προηγήθηκε νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση του αναιρεσείοντος και γ) την υπ’ αριθμ. 649/26-09-2019 ένορκη βεβαίωση της μάρτυρος του αναιρεσείοντος Ι. Σ. ενώπιον της Συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Τριανταφυλλιάς Παληογιάννη, για την οποία προηγήθηκε νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση των αναιρεσίβλητων, δεν γεννάται οποιαδήποτε αμφιβολία, ότι το Εφετείο, για να καταλήξει στο προαναφερόμενο αποδεικτικό του πόρισμα, ότι δηλαδή η μεταφορά κατά την 3.3.2006 του επίμαχου ποσού των 60.000 ευρώ από τον υπ’ αριθμ. … λογαριασμό που διατηρούσε ο αναιρεσείων στην Τράπεζα Πειραιώς στον υπ’ αριθμ. … τραπεζικό λογαριασμό που διατηρούσε η πρώτη αναιρεσίβλητη στην ίδια τράπεζα δεν αποτελούσε δωρεά προς την τελευταία, αλλά έγινε λίγες ημέρες μετά το θάνατο της μητέρας των άνω διαδίκων και αφορούσε το μερίδιο της αποθανούσας από τραπεζικές καταθέσεις που διατηρούσε στο εξωτερικό, τις οποίες συνδιαχειριζόταν o αναιρεσείων, έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε με τις υπόλοιπες αποδείξεις και τις άνω φερόμενες ως αγνοηθείσες ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων του αναιρεσείοντος, αλλά και του μάρτυρα των αναιρεσιβλήτων, χωρίς να είναι αναγκαίο να γίνεται ειδική μνεία και χωριστή αξιολόγηση καθεμίας τούτων. Επίσης, δεν γεννάται οποιαδήποτε αμφιβολία, ότι το Εφετείο, για να καταλήξει στο προαναφερόμενο αποδεικτικό του πόρισμα, ότι δηλαδή δεν αποδείχθηκε ότι o αναιρεσείων κατά την ίδια ως άνω ημερομηνία (3.3.2006) παρέδωσε στην πρώτη αναιρεσίβλητη και το ποσό των 18.000 ευρώ σε μετρητά, ως δωρεά, έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε με τις υπόλοιπες αποδείξεις και τις άνω φερόμενες ως αγνοηθείσες ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων του αναιρεσείοντος, χωρίς να είναι αναγκαίο να γίνεται ειδική μνεία και χωριστή αξιολόγηση καθεμίας τούτων. Οι δε προβαλλόμενες περαιτέρω αιτιάσεις ότι από τα παραπάνω αποδεικτικά μέσα συνάγεται αντίθετο πόρισμα από εκείνο στο οποίο κατέληξε η προσβαλλομένη απόφαση, τόσο ως προς το ποσό των 60.000 ευρώ όσο και ως προς το ποσό των 18.000 ευρώ, απορρίπτοντας ως ουσία αβάσιμους τους σχετικούς λόγους της έφεσης του αναιρεσείοντος, κρίνονται απαράδεκτες, καθόσον, με την επίκληση τους πλήττεται η ανέλεγκτη αναιρετικά, κατά το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ, αξιολόγηση και εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων. Επομένως, τόσο ο πρώτος όσο και ο δεύτερος, από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 11γ ΚΠολΔ, λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους ο αναιρεσείων μέμφεται την προσβαλλόμενη απόφαση για την μη λήψη υπόψη των ανωτέρω αποδεικτικών μέσων, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Κατ` ακολουθίαν των ανωτέρω, μη υπάρχοντος προς έρευνα άλλου αναιρετικού λόγου, πρέπει να απορριφθεί η εν λόγω αίτηση αναιρέσεως, να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος για την άσκησή της παραβόλου (άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ) και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, που κατέθεσαν προτάσεις, σε βάρος του αναιρεσείοντος λόγω της ήττας του (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ), κατά τα αναφερόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Συνεκδικάζει τις από 14 Φεβρουαρίου 2020 και 19 Φεβρουαρίου 2020 αιτήσεις αναιρέσεως, καθώς και τους από 19 Οκτωβρίου 2021 πρόσθετους λόγους της πρώτης αιτήσεως αναιρέσεως, κατά της υπ’ αριθ. 2689/2019 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Θεωρεί ότι δεν ασκήθηκε η πρώτη από 14 Φεβρουαρίου 2020 αίτηση αναίρεσης, ως προς τους δεύτερο και τρίτο λόγους αυτής.
Απορρίπτει κατά τα λοιπά την άνω αίτηση αναιρέσεως των 1) Ε. Τ. και 2) Γ. Λ. καθώς και τους από 19 Οκτωβρίου 2021 πρόσθετους λόγους αυτής. Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος, για την άσκηση της ένδικης αίτησης αναιρέσεως, παραβόλου. Και
Καταδικάζει τον ήδη αναιρεσείοντα στα δικαστικά εξόδων του αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700,00) ευρώ.
Απορρίπτει την δεύτερη από 19 Φεβρουαρίου 2020 αίτηση αναιρέσεω του Α. Τ.. Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος, για την άσκηση της ένδικης αίτησης αναιρέσεως, παραβόλου. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα του ήδη αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700,00) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 24 Μαΐου 2022.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 27 Σεπτεμβρίου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ