Απόφαση 224 / 2020 (Α2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Θ.Π
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Κοντό, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Θεόδωρο Κανελλόπουλο, Μαρία Βασδέκη – Εισηγήτρια, Κωνσταντίνα Μαυρικοπούλου και Αικατερίνη Κρυσταλλίδου – Μωρέση, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 11 Νοεμβρίου 2019, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: … (…) του S. (Σ.), κατοίκου …. Παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ευτύχιο – Δημήτριο Καλαμίδα. Της αναιρεσίβλητης: Ε. Ζ. συζύγου Α. Ζ., κατοίκου …. Παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Σπυράκο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 1-6-2009 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1320/2010 του ίδιου Δικαστηρίου και 883/2011 του Εφετείου Αθηνών, η οποία παρέπεμψε την υπόθεση προς εκδίκαση ως προς τη δεύτερη εφεσίβλητη-εναγομένη στο καθ’ ύλην αρμόδιο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Στη συνέχεια εκδόθηκαν οι αποφάσεις 49/2015 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και 2847/2017 του Εφετείου Αθηνών, την αναίρεση της οποίας ζητεί ο αναιρεσείων με την από 2-7-2018 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 914, 932 ΑΚ και 1 και 16 του ν. 551/1914, προκύπτει ότι χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη οφείλεται και επί εργατικού ατυχήματος όταν συντρέχουν οι όροι της αδικοπραξίας. Για να δικαιούται ο παθών σε εργατικό ατύχημα χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη αρκεί να συντέλεσε στην επέλευση του ατυχήματος πταίσμα του εργοδότη ή του κυρίου του έργου ή των προστηθέντων από αυτούς (ΑΚ 922), με την έννοια της διατάξεως του άρθρου 914 ΑΚ, δηλαδή αρκεί να συντρέχει οποιαδήποτε αμέλεια αυτών και όχι μόνο η ειδική αμέλεια ως προς την τήρηση των όρων ασφαλείας του άρθρου 16 παρ.1 του ν. 551/1914 (ΟλΑΠ 18/2008, ΑΠ 182/2015). Ειδικότερα, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 922 ΑΚ, για να υπάρχει σχέση προστήσεως θα πρέπει να υπάρχει εξάρτηση, έστω και χαλαρή, ανάμεσα στον προστήσαντα και στον προστηθέντα, ώστε ο πρώτος να μπορεί να δίνει στο δεύτερο εντολές ή οδηγίες και να τον ελέγχει ή επιβλέπει κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας που του ανέθεσε. Από τα άρθρα 681, 688-691 και 698 ΑΚ προκύπτει ότι ο εργολάβος δεν θεωρείται, καταρχήν, προστηθείς του εργοδότη, όταν όμως ο εργοδότης επιφύλαξε για τον εαυτό του, ρητώς ή σιωπηρώς, τη διεύθυνση και την επίβλεψη της εκτελέσεως του έργου και, μάλιστα, το δικαίωμα παροχής οδηγιών προς τον εργολάβο, ο τελευταίος θεωρείται ότι βρίσκεται σε σχέση προστήσεως προς τον εργοδότη (ΑΠ 374/2018, ΑΠ 876/2014). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ.1 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοστεί ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ` ουσία την υπόθεση, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται με βάση τα πραγματικά περιστατικά που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν προφανή την παράβαση (ΑΠ 1/ 2019).
Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο Αθηνών με την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχθηκε κατά το ενδιαφέρον για την έρευνα του αναιρετικού λόγου μέρος τα ακόλουθα: “…Ο ενάγων προσλήφθηκε από τον Μ. Α., εργολάβο οικοδομικών έργων τον Ιανουάριο του 2000, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προκειμένου να προσφέρει την εργασία του ως εργάτης – οικοδόμος, επί εξαήμερο εβδομαδιαίως και με ημερήσιο ωράριο από 07.30 έως 14.30, αντί ημερομισθίου, το οποίο κατά τον μήνα Φεβρουάριο του έτους 2005 ανερχόταν στο ποσό των 60 ευρώ. Ο ενάγων υπαγόταν στην ασφάλιση του ΙΚΑ με αρ. μητρώου …. Στις 28.02.2005, ο εργοδότης του ενάγοντος, ο οποίος είχε αναλάβει, δυνάμει σύμβασης έργου που κατήρτισε με την εναγόμενη Ε. Ζ., να εκτελέσει τα επιχρίσματα επί τριώροφης οικοδομής στην …, κείμενης επί της οδού …, που της ανήκε κατά κυριότητα, ανέθεσε στον ενάγοντα τις διορθωτικές εργασίες (μερεμέτια) επί της πρόσοψης της παραπάνω οικοδομής και ειδικότερα την επίχριση (σοβάτισμα) των υδρορροών της… Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η πρόκληση του ενδίκου ατυχήματος οφείλεται στην αποκλειστική υπαιτιότητα (αμέλεια) του εργοδότη του ενάγοντος, υπό τις εντολές και οδηγίες του οποίου ο ενάγων προσέφερε την εργασία του, δυνάμει σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, διότι δεν κατέβαλε την επιμέλεια και προσοχή που όφειλε από τις περιστάσεις να καταβάλει ως μέσος συνετός εργοδότης και δεν μερίμνησε ώστε να λάβει τα αναγκαία μέτρα ασφάλειας και προστασίας για τους εργαζομένους του στην προδιαληφθείσα οικοδομή και ειδικότερα δεν φρόντισε να οπλίσει τους εξωτερικούς τοίχους της οικοδομής με ανθεκτικά ικριώματα από στερεά σιδερένια κιγκλιδώματα ή από στέρεες ξύλινες σκαλωσιές, προς αποτροπή ενδεχόμενης πτώσης από ύψος, τα οποία να διαθέτουν ένα τουλάχιστον εμπόδιο στην στάθμη του δαπέδου, ένα χειρολισθήρα και ενδιάμεσο οριζόντιο στοιχείο ή άλλο ισοδύναμο μέσο και σε περίπτωση που η χρήση των μέσων αυτών δεν ήταν δυνατή, να εφοδιάσει τον ενάγοντα με κατάλληλη ζώνη ασφαλείας ή να χρησιμοποιήσει άλλη μέθοδο ασφαλείας με αγκύρωση, όπως αυτά επισημαίνονται και στην με αρ. πρωτ.617Α/11.7.2007 έκθεση έρευνας του Τεχνικού Επιθεωρητή του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας (ΚΕΠΕΚ) Αθηνών – Κρήτης του Υπουργείου Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας Ε. Δ. , που την συνέταξε, αφού διενήργησε αυτοψία στον τόπο του ατυχήματος και έλαβε υπόψη του τις συνθήκες υπό τις οποίες επεσυνέβη η πτώση και ο τραυματισμός του ενάγοντος. Ωστόσο, από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε ότι η εναγομένη – η οποία ήταν κυρία του ακινήτου στο οποίο εργαζόταν ο ενάγων, δηλ. κυρία του έργου και πλασματική εργοδότριά του κατά τις διατάξεις του άρθρου 8 παρ. 5 του α.ν. 1846/1951 και εκείνης του άρθρου 26 παρ. 9 του ίδιου νόμου που προεκτέθηκαν – είχε επιφυλάξει για τον εαυτό της τη διεύθυνση και επίβλεψη του έργου, παρέχοντας οδηγίες για την εκτέλεσή του στον προαναφερόμενο εργολάβο οικοδομικών εργασιών και εργοδότη του ενάγοντος Μ. Α., ώστε να θεωρηθεί ότι η εναγόμενη, κυρία του έργου και ο εργολάβος συνδέονται με σχέση πρόστησης και συνεπώς ότι αυτή ως προστήσασα τον εργολάβο ευθύνεται έναντι του παθόντος για το πταίσμα του προστηθέντος εργολάβου. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι η εναγόμενη, η οποία είναι νοικοκυρά, χωρίς ιδιαίτερες γνώσεις σχετικά με τα οικοδομικά έργα και την εκτέλεσή τους, ανέθεσε δυνάμει συμβάσεως έργου στον εργολάβο Μ. Α., τα επιχρίσματα της τριώροφης οικοδομής της. Όμως, ούτε αποδείχθηκε ότι αναμιγνυόταν ενεργά στην εκτέλεση του έργου, διευθύνοντας και επιβλέποντάς το ούτε ότι παρείχε δεσμευτικές οδηγίες στον ανωτέρω εργολάβο , την ημέρα δε του ατυχήματος έλειπε από την οικοδομή. Η μόνη ανάμιξή της ήταν η γενική ανάθεση του έργου στον εργολάβο Μ. Α. με την εύλογη απαίτηση της καλής εκτέλεσης του έργου. Όμως το πότε, το πως και από ποιούς εργαζόμενους και υλικά θα εκτελείτο αυτό δεν αποτελούσε δική της μέριμνα και ευθύνη ούτε έδινε οδηγίες γι’ αυτά και μάλιστα κατά τρόπο δεσμευτικό για τον έμπειρο εργολάβο οικοδομών, ο οποίος είχε τη γενική διεύθυνση του αναληφθέντος από αυτόν έργου και τη συνεπαγόμενη ευθύνη για την εκτέλεσή του, τα μέτρα ασφαλείας και τις συνθήκες εργασίας των εργαζομένων σε αυτόν με σχέση εξαρτημένης εργασίας, όπως ο ενάγων … Σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, αποδείχθηκε ότι η εναγόμενη δεν είχε επιφυλάξει για τον εαυτό της τη διεύθυνση και εκτέλεση του έργου, παρέχοντας δεσμευτικές οδηγίες στον παραπάνω εργολάβο. Με αυτό το σκεπτικό αθωώθηκε η εναγομένη από το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών με την υπ’αρ, 8842/2011 τελεσίδικη απόφασή του, όπου οι προαναφερόμενοι, εργολάβος και εναγόμενη, φέρονταν ως κατηγορούμενοι για τα αδικήματα της σωματικής βλάβης από υπόχρεους σε ιδιαίτερη επιμέλεια και προσοχή και της μη αναγγελίας εργατικού ατυχήματος στην επιθεώρηση εργασίας, κηρύσσοντας ένοχο τον εργολάβο Μ. Α. , κρίνοντας ότι η πρώτη δεν είχε επιφυλάξει για τον εαυτό της τη διεύθυνση και εκτέλεση του έργου, ούτε παρείχε δεσμευτικές οδηγίες στον εργολάβο . Επομένως, η εναγομένη δεν ευθύνεται ως προστήσασα τον εργολάβο για το πταίσμα του που είχε το προαναφερθέν ζημιογόνο για τον ενάγοντα αποτέλεσμα…”. Έτσι που έκρινε το Εφετείο ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 922 του ΑΚ, καθόσον δέχθηκε κατά την ανέλεγκτη κρίση του ότι η εναγομένη, κυρία του έργου, δεν είχε τη διεύθυνση και επίβλεψη των εργασιών επιχρισμάτων στο ακίνητό της ούτε παρείχε δεσμευτικές οδηγίες στον εργολάβο οικοδομών, στον οποίο είχε αναθέσει την εκτέλεση των σχετικών εργασιών απασχολώντας δικό του εργατοτεχνικό προσωπικό και με δική του ευθύνη για τον τρόπο εργασίας και την ασφάλεια των εργαζομένων και με τα δεδομένα αυτά δεν ήταν προστήσασα του βαρυνόμενου με πταίσμα εργολάβου ώστε να ευθύνεται και αυτή για το ένδικο εργατικό ατύχημα. Επομένως, ο πρώτος λόγος αναίρεσης με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για την από το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠoΛΔ αναιρετική πλημμέλεια της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής της ουσιαστικής διάταξης του άρθρου 922 ΑΚ, είναι αβάσιμος. Εξάλλου, ο λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, για παραμόρφωση του περιεχομένου εγγράφου, στοιχειοθετείται όταν το δικαστήριο της ουσίας, είτε κάνοντας εσφαλμένη ανάγνωση του κειμένου αποδεικτικού εγγράφου, κατά την έννοια των άρθρων 339 και 432 ΚΠολΔ, είτε παραλείποντας την ανάγνωση κρίσιμων περικοπών ή φράσεων αυτού, αποδίδει σε αυτό περιστατικά προδήλως διαφορετικά από εκείνα που πράγματι περιέχει και ακολούθως ,με βάση μόνο αυτό ή κυρίως αυτό, καταλήγει σε αποδεικτικό πόρισμα επιζήμιο για τον αναιρεσείοντα για πράγματα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, δηλαδή στο διατακτικό της απόφασής του. Αντίθετα, δεν υπάρχει παραμόρφωση εγγράφου, όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υποπίπτει σε διαγνωστικό σφάλμα ως προς το περιεχόμενο του εγγράφου, αξιολογώντας τα περιστατικά που πράγματι περιέχονται σε αυτό, συνάγει όμως αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που θεωρεί ο αναιρεσείων ορθό, οπότε πρόκειται για εκτίμηση αποδείξεων που δεν ελέγχεται αναιρετικά. Επίσης, δεν θεμελιώνεται ο προαναφερόμενος λόγος αναίρεσης, όταν το δικαστήριο της ουσίας στήριξε το αποδεικτικό του πόρισμα σε συνεκτίμηση και άλλων αποδεικτικών μέσων, χωρίς να εξαίρει τη βαρύτητα του σχετικού εγγράφου στη διαμόρφωση της κρίσης του ως προς την ύπαρξη ή μη του αποδεικτέου γεγονότος (Ολ.ΑΠ 2/2008, 1/2019). Στην προκειμένη περίπτωση με το δεύτερο λόγο αναίρεσης προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο ανέγνωσε εσφαλμένα αποδεικτικό έγγραφο και δη την από 7/11/2001 υπεύθυνη δήλωση της εναγομένης προς την Πολεοδομία … στην οποία κατά λέξη αναφέρεται ότι ” έλαβα γνώση της από 16-10-01 τεχνικής έκθεσης του Μηχανικού Λ. Π. για την οικοδομή επί της οδού … ιδιοκτησίας μου και βάση της υπ’ αριθ. οικοδομικής αδείας συμφωνώ με αυτή και αναλαμβάνω πλήρως την ευθύνη για κάθε εργασία που θα εκτελεσθεί πέραν των αναφερομένων στην πιο πάνω τεχνική έκθεση”, από το αληθινό περιεχόμενο της οποίας προέκυπτε ευθύνη της εναγομένης για κάθε εργασία που θα εκτελεσθεί και έτσι κατέληξε σε επιζήμιο γι’ αυτόν αποδεικτικό πόρισμα. Σε σχέση με το έγγραφο αυτό η προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε ότι ” γεγονός είναι ότι η με αριθμό … άδεια οικοδομής της εναγομένης είχε λήξει το 2001 και δεν είχε ανανεωθεί κατά το χρόνο του ατυχήματος, η δε εναγομένη είχε χορηγήσει στον έως τότε επιβλέποντα μηχανικό Λ. Π. την από 7/11/2001 υπεύθυνη δήλωση προς την Πολεοδομία …, σύμφωνα με την οποία συμφωνούσε με την τεχνική έκθεση αυτού και αναλάμβανε πλήρως την ευθύνη για κάθε εργασία που θα εκτελεσθεί πέραν των προαναφερομένων στην πιο πάνω τεχνική έκθεση, τούτο όμως έγινε προκειμένου να θεωρηθεί η άδεια οικοδομής και να ρευματοδοτηθεί αυτή κατά το έτος 2001 προκειμένου να κατοικηθεί από την εναγομένη, χωρίς να συνεπάγεται αυτομάτως την ανάληψη ευθύνης από την εναγομένη για το εν λόγω ατύχημα, ως προς την επέλευση του οποίου αποδείχθηκε ότι δεν έχει οποιαδήποτε ανάμειξη, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν”. Με τις παραδοχές αυτές το Εφετείο δεν υπέπεσε σε διαγνωστικό σφάλμα αναγόμενο στην ανάγνωση εγγράφου, αλλά από το περιεχόμενο της εν λόγω υπεύθυνης δήλωσης, την οποία ορθά ανάγνωσε, κατέληξε με την παραπάνω αιτιολογία σε αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από αυτό που θεωρεί ορθό ο αναιρεσείων, ενώ εξάλλου, το συγκεκριμένο έγγραφο το δικαστήριο συνεκτίμησε με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, χωρίς να εξάρει τη βαρύτητά του για τη διαμόρφωση της κρίσης του ως προς την ύπαρξη ευθύνης της εναγομένης. Επομένως, ο από το άρθρο 559 αρ. 20 ΚΠολΔ δεύτερος λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμος.
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης, να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος από τον αναιρεσείοντα παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο ( άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ) και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης ( άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 2/7/2018 αίτηση του … (…) για αναίρεση της υπ’ αριθ. 2847/2017 απόφασης του Εφετείου Αθηνών. Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 11 Φεβρουαρίου 2020.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 26 Φεβρουαρίου 2020.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ