Αριθμός 28/2014
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Δ’ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Νικόλαο Λεοντή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βασιλική Θάνου-Χριστοφίλου, Δημητρούλα Υφαντή, Ιωάννα Πετροπούλου και Γεώργιο Σακκά Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 1 Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία και της Γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Της ανωνύμου εταιρίας με την επωνυμία “ΧΕΝΙΑ ΕΚΘΕΣΕΙΣ-ΣΥΝΕΔΡΙΑ ΑΕ” (εφεξής η ΧΕΝΙΑ Α.Ε.) η οποία εδρεύει στην …και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Φιλιώτη και κατέθεσε προτάσεις. .
Της αναιρεσιβλήτου: Της ανωνύμου εταιρίας με την επωνυμία “ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΜΕΝΟΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Ανώνυμη Εταιρία” (εφεξής ΟΛΠ Α.Ε.)που εδρεύει στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Χρήστο Πλέγκα, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ και δεν κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την υπ’ αριθ. καταθ. 6918/10-7-2009 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 3228/2010 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 56/2012 του Εφετείου Πειραιώς. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 9-1-2013 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης, Ιωάννα Πετροπούλου ανέγνωσε την από 23-10-2013 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως.
Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 574, 575, 576 και 577 ΑΚ συνάγεται ότι αν κατά τη συνομολόγηση της μίσθωσης λείπει η συμφωνημένη ιδιότητα του μισθίου, ή αν ο εκμισθωτής γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει κατ’αυτήν (συνομολόγηση) πραγματικό ελάττωμα του μισθίου που παρακωλύει μερικά ή ολικά τη συμφωνηθείσα χρήση, αντί της μείωσης ή της μη καταβολής του μισθώματος, ο μισθωτής, δικαιούται να απαιτήσει αποζημίωση για την μη εκτέλεση της σύμβασης. Κατά δε το άρθρο 578 του ίδιου Κώδικα, το αυτό δικαίωμα έχει ο μισθωτής και αν ο εκμισθωτής έχει καταστεί υπερήμερος ως προς την άρση πραγματικού ελαττώματος ή της έλλειψης της ιδιότητας. Από τις παραπάνω διατάξεις σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 306 ΑΚ προκύπτει ότι ο μισθωτής στις παραπάνω περιπτώσεις έχει κατ’επιλογή ή αγωγή για μείωση ή μη καταβολή του μισθώματος ή αγωγή προς αποζημίωση, η οποία περιλαμβάνει την ανόρθωση της ζημίας του για τη μη εκτέλεση της σύμβασης. Η επιλογή αυτή γίνεται με άτυπη απευθυντέα και ανεπίδεκτη αιρέσεως ή ανακλήσεως σαφή, ρητή ή σιωπηρή δήλωση του μισθωτή προς τον εκμισθωτή σύμφωνα με αναλογική εφαρμογή του άρθρου 306 παρ.1 ΑΚ, μπορεί δε να γίνει και με αγωγή ή ανταγωγή ή και κατ’ένσταση σε περίπτωση αγωγής του εκμισθωτή για την καταβολή του μισθώματος ή απόδοση του μισθίου από δε την περιέλευση της δήλωσης αυτής του μισθωτή στον εκμισθωτή, διαπλάσσεται η νέα έννομη σχέση τους (ΑΚ 167). Οι παρεχόμενες όμως παραπάνω κατά συρροή αξιώσεις υπάρχουν διαζευκτικώς και συνεπώς, η επιλογή της μιας αποκλείει την άσκηση των λοιπών, υπο οποιαδήποτε μορφή, είτε κυρίως, είτε επικουρικώς, χωρίς να μπορεί να μεταβάλλεται κατά τη βούληση του μισθωτή. Κατά το άρθρο δε 584 ΑΚ ο μισθωτής, με επιφύλαξη των διατάξεων που ισχύουν για τα πραγματικά και τα νομικά ελαττώματα, ή για την έλλειψη ιδιοτήτων, έχει δικαίωμα κατά τα λοιπά, αν δεν του παραδόθηκε ή του παρεμποδίστηκε η χρήση του μισθίου, να απαιτήσει, σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις, την εκτέλεση της σύμβασης ή αποζημίωση. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ο μισθωτής “με την επιφύλαξη των διατάξεων για τα πραγματικά και νομικά ελαττώματα…” έχει το πιο πάνω δικαίωμα να απαιτήσει την εκτέλεση της σύμβασης ή αποζημίωση κατά τις γενικές διατάξεις των άρθρων 335, 336 και 343 ΑΚ, αν δεν του παραδόθηκε καθόλου η χρήση του μισθίου ή του παραδόθηκε μεν, αλλά παρεμποδίστηκε μετά την παράδοσή της. Έτσι, αν του παραδόθηκε η χρήση του μισθίου αλλά αυτή είναι ελαττωματική, γιατί το μίσθιο έχει ελάττωμα πραγματικό ή νομικό, τότε θα εφαρμοστούν οι παραπάνω ειδικές διατάξεις των άρθρων 576 – 583 ΑΚ περί πραγματικών και νομικών ελαττωμάτων του μισθίου (ΑΠ 1600/2002). Εξ άλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 ΚΠολΔ ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία δηλαδή με την απόδοση στον κανόνα δικαίου έννοιας μη αληθινής ή μη αρμόζουσας ή έννοιας περιορισμένης ή στενής, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Τέλος, αν η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει δύο ή περισσότερες αιτιολογίες που στηρίζουν αυτοτελώς η κάθε μία το διατακτικό της και με την αναίρεση δεν πλήττεται καθόλου ή δεν πλήττεται επιτυχώς η μία από τις επάλληλες αυτές αιτιολογίες, οι λόγοι αναιρέσεως που αφορούν άλλη αιτιολογία απορρίπτονται ως αλυσιτελείς.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση και προκύπτει άλλωστε από την επισκόπηση παραδεκτώς (αρθρ.561 παρ.2 ΚΠολΔ) του δικογράφου της ένδικης από 10.7.2009 αγωγής, με την υπ’αρ.5708/2007 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών (αρθρ.647 επ. ΚΠολΔ), συνεκδικάστηκαν Α) η από 23-1-2006 (αριθ. κατάθ. 944/3.2.2006 αγωγή, με την οποία η ενάγουσα-μισθώτρια ζητεί να υποχρεωθεί η εναγομένη-εκμισθώτρια να της επιστρέψει τις αναφερόμενες τρεις εγγυητικές επιστολές, που παράνομα και χωρίς οποιαδήποτε αιτία παρακρατεί η τελευταία, αφού από υπαίτια αδυναμία της, για τους αναφερόμενους στην αγωγή λόγους, δεν παραχώρησε σ’αυτή (ενάγουσα) τους συμφωνηθέντες χώρους του εκθεσιακού κέντρου της (εναγομένης) κατάλληλους για τη διοργάνωση και λειτουργία της έκθεσης “ΧΕΝΙΑ 2006”, με συνέπεια, τη μεταφορά της τελευταίας στους χώρους του πρώην ανατολικού αεροδρομίου (Ελληνικού), Β) η από 12-4-2006 (αριθ. κατάθ. 3336/13.4.2006) αγωγή της παραπάνω ενάγουσας – μισθώτριας, με την οποία αυτή, επικαλούμενη αντισυμβατική, υπαίτια και παράνομη συμπεριφορά της εναγομένης-εκμισθώτριας, που αναφέρεται στην προαναφερόμενη υπό στοιχ. Α’ αγωγή και είχε ως αποτέλεσμα τη ματαίωση της διοργάνωσης και λειτουργίας της έκθεσης “ΞΕΝΙΑ 2006” στο εκθεσιακό κέντρο της εναγομένης και τη μεταφορά της έκθεσης αυτής στο Ελληνικό, ζήτησε, αφού παραδεκτά περιόρισε το αίτημα της αγωγής (ΚΠολΔ 223), να υποχρεωθεί η εναγομένη 1) να της επιστρέψει τις αναφερόμενες δύο εγγυητικές επιστολές καλής εκτελέσεως και 2) να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 593.095,35 Ευρώ ως αποζημίωση (αποκατάσταση των θετικών και αποθετικών ζημιών που υπέστη από την αναφερόμενη στην υπό στοιχ. Α’ αγωγή αντισυμβατική και υπαίτια συμπεριφορά της εναγομένης), Γ) η από 31-5-2006 (αριθ. κατάθ. 4777/1.6.2006) αγωγή, με την οποία η ενάγουσα-μισθώτρια ζητεί να αναγνωριστεί ότι δεν οφείλει στην εναγομένη-εκμισθώτρια το ποσό των 137.721,28 Ευρώ, αλλά ούτε και οποιοδήποτε άλλο ποσό, ως αντάλλαγμα για παραχώρηση χώρων, αφού από υπαίτια αδυναμία της εναγομένης (για τους λόγους που αναφέρονται ειδικότερα στην αγωγή) δεν παραχωρήθηκαν σ’αυτή (ενάγουσα) οι επίδικοι χώροι του εκθεσιακού κέντρου της εναγομένης κατάλληλοι προς χρήση, ήτοι για τη διοργάνωση και λειτουργία της έκθεσης “ΞΕΝΙΑ 2006”, με συνέπεια τη μεταφορά της τελευταίας στους χώρους του Ελληνικού και Δ) η από 30-10-2006 (αριθ. κατάθ. 8849/2006 ανταγωγή, με την οποία η αντενάγουσα “ΟΛΠ ΑΕ” (εναγομένη στις παραπάνω υπό στοιχ. Α’, Β’ και Γ’ αγωγές) ζήτησε, μετά τον παραδεκτό περιορισμό του αιτήματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, να αναγνωριστεί ότι η αντεναγομένη “ΞΕΝΙΑ ΑΕ” είναι υποχρεωμένη να του καταβάλει Ι) 892.606,15 Ευρώ ως αποζημίωση (αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη από τη ματαίωση των περιγραφόμενων διοργανώσεων) και II) 2.000.000 Ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη από όσα δυσφημιστικά διέδωσε σε βάρος της η αντεναγομένη. Το Πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την ως ανωτέρω (υπ. αρ.5708/2007) απόφασή του 1) δέχθηκε εν μέρει τη με στοιχ. Α’ αγωγή, υποχρεώνοντας την εναγομένη να επιστρέψει στην ενάγουσα τις μνημονευόμενες σ’αυτή δύο εγγυητικές επιστολές, 2) ανέστειλε την εκδίκαση της με στοιχ. Β’ αγωγής ως προς το πρώτο αίτημά της εωσότου περατωθεί η πρώτη δίκη επί της ασκηθείσας υπό στοιχ. Α’ αγωγής, 3) απέρριψε ως μη νόμιμη τη με στοιχ. Β’ αγωγή ως προς το δεύτερο αίτημά της για καταβολή αποζημίωσης, 4) δέχθηκε ως κατ’ουσία βάσιμη την υπό στοιχ. Γ’ αγωγή και 5) απέρριψε την ανταγωγή ως απαράδεκτη (αρθρ. 268 § 3 / ΚΠολΔ). Κατά της απόφασης αυτής παραπονέθηκαν με εφέσεις τους α) η ενάγουσα “ΞΕΝΙΑ ΑΕ” με την από 29-12-2007 (αριθ. κατάθ. 8/2008) έφεσή της μόνο κατά το μέρος της εκκαλούμενης που απέρριψε ως μη νόμιμο το αίτημα της παραπάνω υπό στοιχ. Β’ αγωγής για αποζημίωση, ζητώντας τη μερική εξαφάνισή της κατά το άνω μέρος και στη συνέχεια την παραδοχή της αγωγής αυτής κατά το προαναφερόμενο αίτημά της και β) η εναγομένη “ΟΛΠ ΑΕ” με την από 24-3-2008 (αριθ. κατάθ. 351/2008) έφεσή της για εσφαλμένη ερμηνεία των σχετικών διατάξεων και κακή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ζητώντας την εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης και στη συνέχεια την απόρριψη των υπό στοιχ. Α’ και Γ’ αγωγών της εφεσίβλητης – ενάγουσας (“ΞΕΝΙΑ ΑΕ”). Επί των εφέσεων αυτών εκδόθηκε η υπ.αρ.380/2009 απόφαση του Εφετείου Αθηνών με την οποία 1)Απορρίφθηκε κατ’ουσίαν η έφεση της ΟΛΠ ΑΕ 2)έγινε δεκτή στην ουσία της η έφεση της “ΞΕΝΙΑ ΑΕ” και εξαφανίσθηκε η πρωτοβάθμια απόφαση (υπ.αρ.5708/2007 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά) μόνο κατά τη διάταξή της που απέρριψε το δεύτερο αίτημα της από 12.4.2006 (με αρ.κατ.3336/2006) αγωγής για καταβολή αποζημίωσης ως μη νόμιμο, κρατήθηκε και δικάστηκε η παραπάνω αγωγή ως προς το αίτημά της αυτό και απορρίφθηκε κατά το εν λόγω αίτημά της για καταβολή αποζημίωσης ως αόριστη. Περαιτέρω, η προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε τ’ακόλουθα όσον αφορά την ένδικη από 10.7.2009 αγωγή με την οποία, όπως από την επισκόπηση του δικογράφου της (αρθρ.561 παρ.2 ΚΠολΔ) προκύπτει, η μισθώτρια ενάγουσα ζητεί την καταψήφιση της εκμισθώτριας εναγόμενης προς καταβολή του ποσού των 593.095,35 ευρώ για την αποκατάσταση της θετικής και αποθετικής ζημίας, αφού από υπαίτια αδυναμία της, για τους λόγους που αναφέρονται στην αγωγή, δεν παραχώρησε στην ενάγουσα τους επίδικους χώρους του εκθεσιακού κέντρου της για τη διοργάνωση και λειτουργία της εμπορικής έκθεσης “ΞΕΝΙΑ 2006” με αποτέλεσμα τη ματαίωση της διοργανώσεως της έκθεσης αυτής και τη μεταφορά της στους χώρους του πρώην ανατολικού αεροδρομίου, όπου και διεξήχθη καθ’όσον ειδικότερα, μετά την συνομολόγηση της από 19-7-2005 αρχικής σύμβασης μισθώσεως και της συμπληρωματικής σύμβασης η εναγομένη γνωστοποίησε σαυτή ότι αδυνατεί να της παραδώσει τη χρήση του μισθίου, καθώς, οι επίδικοι χώροι παρουσιάζουν πρόβλημα στατικής επάρκειας, λόγω της διαβρώσεως των τενόντων της οροφής, γεγονός που η εκμισθώτρια γνώριζε, ήδη από το χρόνο συνομολόγησης των συμβάσεων και είχε ως αποτέλεσμα την ανάκληση εκ μέρους της Νομαρχίας Πειραιά, των προηγουμένων αποφάσεων της τελευταίας περί της καταλληλότητας του ένδικου μισθίου. “Από τα προαναφερθέντα προκύπτει ότι η ενάγουσα με τις ως άνω από 23.1.2006 και 31.5.2006 αγωγές της διεκδίκησε δικαστικά τις αξιώσεις που απορρέουν από τη ματαίωση της ένδικης μίσθωσης εξ αιτίας της ύπαρξης των περιγραφόμενων στο αγωγικό της δικόγραφο πραγματικών ελαττωμάτων του μισθίου. Η προγενέστερη αυτή επιλογή όμως των δικαιωμάτων που απορρέουν από το άρθρο 576 ΑΚ (αναγνώριση περί μη υποχρέωσης καταβολής μισθωμάτων και επιστροφή δοθεισών εγγυητικών επιστολών) απέκλεισε και την μεταγενέστερη διεκδίκηση του δικαιώματος αποζημίωσης που απορρέει από το άρθρο 577 ΑΚ γιατί οι παρεχόμενες παραπάνω κατά συρροή αξιώσεις υπάρχουν διαζευκτικώς και συνεπώς, η επιλογή της μιας αποκλείει την άσκηση των λοιπών υπό οποιαδήποτε μορφή, είτε κυρίως, είτε επικουρικώς, εφόσον, όπως εν προκειμένω, αφορούν το ίδιο χρονικό διάστημα χωρίς να μπορεί να μεταβάλλεται κατά τη βούληση του μισθωτή. Ούτε στην προκειμένη υπόθεση μπορεί να τύχει εφαρμογής το αρθ. 584 ΑΚ, αφού οι αξιώσεις της ενάγουσας βρίσκουν νομικό έρεισμα στις ως άνω διατάξεις περί πραγματικών ελαττωμάτων του μισθίου, ήτοι στα αρθ 574, 575, 576, 583, 585 σε συνδ με αρθ 306 ΑΚ. Η εκκαλουμένη ορθώς, επομένως, ήχθη για τον έλεγχο της βασιμότητας της κρινόμενης αγωγής στην υπαγωγή της ένδικης περίπτωσης στις ως άνω διατάξεις, καθώς η διάταξη του άρθρου 584 Α.Κ. ρυθμίζει την περίπτωση της μη παράδοσης ή παρεμπόδισης της χρήσης του μισθίου για λόγους που δεν ανάγονται σε πραγματικά ή νομικά ελαττώματα (π.χ. λόγω εκμίσθωσης του ιδίου πράγματος με διαφορετικές συμβάσεις, λόγω αλλαγής κλειδαριάς του μισθίου από τον εκμισθωτή κλπ). Όμως, οι διατάξεις αυτές, ως ειδικές, αποκλείουν τη γενική διάταξη του αρθ.584 ΑΚ. Αυτό άλλωστε είναι και το νόημα της “επιφύλαξης των διατάξεων που ισχύουν για τα πραγματικά και νομικά ελαττώματα”, που περιέχεται στο άρθρο 584 ΑΚ.
Με τον πρώτο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ της παραβίασης των διατάξεων ουσιαστικού δικαίου που προαναφέρθηκαν κατά το μέρος που απέρριψε την ένδικη από 10.7.2009 αγωγή ως μη νόμιμη, καθ’όσον με τις προγενέστερες της αγωγής αυτής από 23.1.2006 (με αρ.κατ.944/2006) και από 12.4.2006/ με αρ.κατ. 3336/2006) με το προεκτεθέν αίτημα αγωγές, η ενάγουσα μισθώτρια είχε επελέξει για τη μη εκτέλεση της μισθωτικής σύμβασης από την εναγόμενη εκμισθώτρια το από το άρθρο 584 ΑΚ δικαίωμα αποζημίωσης και όχι εκείνο της μη καταβολής μισθωμάτων από το άρθρο 576 ΑΚ, όπως δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση. Ο αναιρετικός αυτός λόγος κατά το ως άνω μέρος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, ενόσω, με την 380/2009 απόφαση του Εφετείου η οποία εκδόθηκε επί των ως ανωτέρω από 23.1.2006 και 12.4.2006 αγωγών καθώς και επί της από 31.5.2006 (με αρ.κατ.4777/2006) αγωγής, που παραδεκτώς επισκοπείται (αρθρ.561 παρ.2 ΚΠολΔ), κρίθηκε ήδη τελεσίδικα, με την παραδοχή ως νόμω και ουσία βάσιμης της από 31-5-2006 αγωγής με την οποία η ενάγουσα – μισθώτρια ζητούσε να αναγνωρισθεί ότι δεν οφείλει στην εναγόμενη εκμισθώτρια το ποσό των 137.721,28 ευρώ ως αντάλλαγμα για την παραχώρηση χώρων στον εκθεσιακό χώρο της τελευταίας, ότι η ενάγουσα μισθώτρια επέλεξε με την αγωγή αυτή, (το αίτημα της οποίας συνέχεται με εκείνο της από 23.1.2006 αγωγής για επιστροφή των υπ.αρ…./18.3.2005 και …/15.7.2005 εγγυητικών επιστολών της Τράπεζας Eurobank Ergasias Α.Ε) για τη μη εκτέλεση από την εναγόμενη εκμισθώτρια της μισθωτικής σύμβασης το δικαίωμα της μη καταβολής μισθωμάτων με αποτέλεσμα η επιλογή αυτή να αποκλείει το ασκούμενο με την ένδικη από 10.7.2009 αγωγή δικαίωμα αποζημιώσεως.
Περαιτέρω, με τον πρώτο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ της παραβίασης των ουσιαστικού δικαίου διατάξεων που προαναφέρθηκαν διότι το Εφετείο έκρινε μη νόμιμη την ένδικη από 10.7.2009 αγωγή με το προεκτεθέν περιεχόμενο, καθώς, όπως επιπρόσθετα δέχθηκε, η διάταξη του άρθρου 584 ΑΚ, ρυθμίζει την περίπτωση της μη παράδοσης ή παρεμπόδισης της χρήσης του μισθίου για λόγους που δεν ανάγονται σε πραγματικά ή νομικά ελαττώματα. Ο αναιρετικός ως άνω λόγος κατά το μέρος αυτό, πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελής, εφ’οσον δεν πλήττεται επιτυχώς η προαναφερόμενη κατά την εξέταση του λόγου αυτού άλλη αιτιολογία της προσβαλλόμενης που στηρίζει αυτοτελώς το διατακτικό της, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι πράγματι οι ειδικές διατάξεις περί πραγματικών ελαττωμάτων αποκλείουν την εφαρμογή του άρθρου 584 ΑΚ.
Επειδή, κατά το άρθρο 321 ΚΠολΔ δεδικασμένο το οποίο κατά το άρθρο 332 ΚΠολΔ λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της δίκης, εμποδίζει δε το δικαστήριο να ερευνήσει την ίδια υπόθεση και πάλι, χάριν του δημοσίου συμφέροντος και προς αποφυγή εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων μεταξύ των αυτών διαδίκων, δημιουργούν οι οριστικές αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων που δεν μπορούν να προσβληθούν με ανακοπή ερημοδικίας και έφεση, δηλαδή οι τελεσίδικες. Κατά δε το άρθρο 324 ΚΠολΔ, το δεδικασμένο υπάρχει μεταξύ των ίδιων προσώπων, με την ίδια ιδιότητα παριστάμενων, μόνο για το δικαίωμα που κρίθηκε και εφ’οσον πρόκειται για το ίδιο αντικείμενο και για την ίδια ιστορική και νομική αιτία. Ταυτότητα ιστορικής αιτίας υπάρχει όταν τα ίδια πραγματικά περιστατικά που συγκρότησαν την ιστορική βάση της πρώτης αγωγής και με την ίδια νομική διάταξη στηρίζουν και τη μεταγενέστερη αγωγή. Ενώ η ταυτότητα της νομικής αιτίας προϋποθέτει θεμελίωση και των δύο αγωγών στο ίδιο νομικό γεγονός (νομικό κανόνα) που αφορά τη συγκεκριμένη έννομη σχέση. Ο Άρειος Πάγος ελέγχει μόνο την “παράβαση νόμου” δηλαδή την ψευδή ερμηνεία ή ψευδή εφαρμογή των περί δεδικασμένου διατάξεων σε σχέση με όσα γίνονται ανελέγκτως δεκτά, ήτοι αν αυτά συνιστούν την έννοια του δεδικασμένου και σε καταφατική περίπτωση αν αυτό έχει την έκταση και τα αποτελέσματα που τον προσέδωσε η απόφαση, ενώ διαφεύγει του αναιρετικού ελέγχου, ως κρίση περί τα πράγματα, η συνδρομή ή όχι των περιστατικών ως προς την ταυτότητα της διαφοράς και των διαδίκων. Αν η κρίση περί δεδικασμένου στηρίζεται μόνον επί διαδικαστικών εγγράφων προς εξακρίβωση της βασιμότητας ή μη του λόγου ελέγχεται και η εκτίμηση του περιεχομένου τους, ενώ επισκοπείται από τον Άρειο Πάγο και η απόφαση από όπου απορρέει το δεδικασμένο και ελέγχει με βάση αυτή τη σχετική παραδοχή του δικαστηρίου. Τέλος, κατά το άρθρο 559 αρ.16 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης επιτρέπεται και αν το δικαστήριο κατά παράβαση του νόμου δέχθηκε μεταξύ άλλων, ότι δεν υπάρχει δεδικασμένο. Με το δεύτερο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθμό 16 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, διότι το Εφετείο δεν δέχθηκε την νομίμως προταθείσα με το σχετικό λόγο έφεσης και τις ενώπιον αυτού κατατεθείσες προτάσεις ένσταση δεδικασμένου απορρέοντος από την 380/2009 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς όσον αφορά τον νομικό χαρακτηρισμό των από 23.1.2006 (αρ.κατ.944/3.2.2006), 12.4.2006 (αρ.κατ.3336/ 23.4.2006) και από 31.5.2006 (αρ.κατ.4777/ 1.6.2006) αγωγών και το ασκηθέν με τις αγωγές αυτές δικαίωμα, καθώς, με τις εν λόγω αγωγές ασκήθηκε το εκ του άρθρου 584 ΑΚ δικαίωμα αποζημιώσεως για τη μη εκτέλεση της μισθωτικής σύμβασης από την εναγόμενη εκμισθώτρια και όχι το κατ’άρθρο 576 ΑΚ δικαίωμα μη καταβολής μισθώματος. Ο αναιρετικός αυτός λόγος πρέπει να απορριφθεί όσον αφορά την από 12.4.2006 (αρ.κατ.3336/2006) αγωγή ως αβάσιμος, ως επί εσφαλμένης προϋποθέσεως στηριζόμενος καθώς, όπως από την επισκόπηση παραδεκτών (αρθρ.561 παρ.2 ΚΠολΔ) της προαναφερόμενης 380/2009 απόφασης του Εφετείου προκύπτει, η ως ανωτέρω αγωγή απορρίφθηκε ως αόριστη, η δε από 31.5.2006 (αρ.κατ.4777/1.6.2006) αγωγή με αίτημα όπως αναγνωρισθεί ότι η ενάγουσα – μισθώτρια δεν οφείλει στην εναγόμενη – εκμισθώτρια το ποσό των 137.721,28 ευρώ ως αντάλλαγμα για παραχώρηση χώρων στο εκθεσιακό κέντρο της εναγομένης καθώς και η από 23.1.2006 (αρ.κατ.944/2006) αγωγή με αίτημα όπως υποχρεωθεί η εναγόμενη – εκμισθώτρια να επιστρέψει στην ενάγουσα μισθώτρια τις υπ.αρ…./18.3.2005 και …/15.7.2005 εγγυητικές επιστολές της Τράπεζας Eurobank – Ergasias AE κρίθηκε ότι έρεισμα έχουν στις διατάξεις των άρθρων 574, 361, 575 έως 578, 585 του ΑΚ και πρέπει ως προς τις αγωγές αυτές ο προαναφερθείς λόγος αναίρεσης να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Επειδή, με βάση τα προεκτιθέμενα, πρέπει να απορριφθεί η από 9.1.2013 και με αρ.κατ.2/2013 αίτηση αναιρέσεως της 56/2012 απόφασης του Εφετείου Πειραιά, να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία “ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΜΕΝΟΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ” (ΟΛΠ ΑΕ) η οποία δεν κατέθεσε προτάσεις, όπως ορίζεται στο διατακτικό (άρθρο 183 ΚΠολΔ) και να διαταχθεί η εισαγωγή του καταβληθέντος παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 12 παρ.2 Ν.4055/2012).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 9.1.2013 και με αρ.κατ.2/2013 αίτηση αναιρέσεως της 56/2012 αποφάσεως του Εφετείου Πειραιά.
Διατάσσει την εισαγωγή του καταβληθέντος παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο. Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης την οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων εκατό (1.100) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Δεκεμβρίου 2013.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 8 Ιανουαρίου 2014.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ