Αριθμός 360/2021
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ’ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Ασπασία Μαγιάκου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Παρασκευή Καλαϊτζή, Γεώργιο Παπανδρέου, Αναστασία Περιστεράκη, Μαρία Μουλιανιτάκη – Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 18 Νοεμβρίου 2020, με την παρουσία και του Γραμματέα Παναγιώτη Μπούκη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Κ.-Ν. Δ. του Σ., κατοίκου …, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Φώτη Κρεμμύδα με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσιβλήτου: Κ. (K.) Κ. (K.) του Ν. (N.), κατοίκου …, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ευάγγελο Χατζή με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 12-10-2016 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 4779/2017 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 1959/2019 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 10-10-2019 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Με την κρινόμενη από 10/10/2019 αίτηση αναιρέσεως προσβάλλεται η 1959/2019 τελεσίδικη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, που εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, η οποία δέχθηκε τυπικά και κατ’ ουσία την έφεση της εναγομένης ήδη αναιρεσίβλητης κατά της ενάγουσας ήδη αναιρεσείουσας και της αριθμ. 4779/2017 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, αφού δε εξαφάνισε την άνω απόφαση του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που είχε κρίνει αντίθετα, απέρριψε ως αβάσιμη κατ’ ουσία την ασκηθείσα από την αναιρεσείουσα αγωγή, με την οποία η τελευταία είχε ζητήσει :1)να αναγνωριστεί η ακυρότητα των προσβαλλόμενων δωρητηρίων συμβολαίων και της από 12/10/2011 ιδιόγραφης διαθήκης της αποβιώσασας ετεροθαλούς αδελφής της Κ. Π., 2) να αναγνωρισθεί ότι είναι κυρία των διαλαμβανόμενων στα εν λόγω συμβόλαια και στη διαθήκη ακινήτων και 3) να υποχρεωθεί η εναγομένη που τα κατακρατεί ως δωρεόχος και τετιμημένη, αντίστοιχα, να της τα αποδώσει. Η ανωτέρω αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566§1, 577§1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρ.571, 577§3 ΚΠολΔ).
ΙΙ. Κατά την παρ. 1 του άρθρου 131 ΑΚ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 16 του Ν. 2447/1996 “η δήλωση βούλησης είναι άκυρη αν κατά το χρόνο που έγινε, το πρόσωπο δεν είχε συνείδηση των πραττομένων του ή βρισκόταν σε ψυχική ή διανοητική ταραχή που περιόριζε αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησής του (εδ.1),” Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι η δήλωση είναι άκυρη, αν κατά το χρόνο που έγινε, ο δηλών, από τις παραπάνω αιτίες δεν είχε συνείδηση των πράξεων ή λόγω ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής, δεν είχε έλλογη κρίση, που να του επιτρέπει να προσδιορίζει ελεύθερα τη βούλησή του με λογικούς υπολογισμούς και βρισκόταν σε αδυναμία να διαγνώσει το περιεχόμενο και την ουσία της δικαιοπραξίας που επιχειρεί και τις συνέπειες που θα προκύψουν από αυτήν. Η ακυρότητα των δικαιοπραξιών του, κατά τα παραπάνω ανικάνου, λόγω ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής είναι απόλυτη, ώστε, οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον, δύναται να την προσβάλλει (ΑΠ 531/2018). Κρίσιμος χρόνος για τη διανοητική κατάσταση του προσώπου είναι η στιγμή της δηλώσεως της βούλησης, γεγονότα δε προγενέστερα ή μεταγενέστερα από τα οποία εμμέσως μπορεί αυτή να συναχθεί, δεν είναι ουσιώδη. Περαιτέρω, κατά μεν τη διάταξη του άρθρου 1718 ΑΚ, η διαθήκη, για την οποία δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις των άρθρων 1719 έως 1757, είναι άκυρη, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 1719 αριθ. 3 ΑΚ, ανίκανοι να συντάσσουν διαθήκη είναι, όσοι κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης, δεν έχουν συνείδηση των πράξεών τους ή βρίσκονται σε ψυχική ή διανοητική διαταραχή, που περιορίζει αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησής τους. Στην αμέσως πιο πάνω διάταξη προβλέπονται δύο περιπτώσεις ανικανότητας προς σύνταξη διαθήκης, δηλαδή α) η έλλειψη συνείδησης των πράξεων, η οποία υπάρχει όταν το πρόσωπο από αίτιο νοσηρό ή μη (όπως μέθη, ύπνωση κλπ.) δεν έχει τη δύναμη να διαγνώσει την ουσία και το περιεχόμενο της διαθήκης που συντάσσει, καθώς και την ικανότητα να συλλάβει τη σημασία των επί μέρους διατάξεων της διαθήκης, χωρίς να απαιτείται γενική και πλήρης έλλειψη συνείδησης του εξωτερικού κόσμου ή πλήρης έλλειψη της λειτουργίας του νου και β) η ψυχική ή διανοητική διαταραχή, που περιορίζει αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησης του διαθέτη. Ως ψυχική ή διανοητική διαταραχή που περιορίζει αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησης του διαθέτη, νοείται ειδικότερα κάθε διαταραχή που μειώνει σημαντικά την ικανότητα για αντικειμενικό έλεγχο της πραγματικότητας, όταν, δηλαδή εξαιτίας της διαταραχής αυτής αποκλείεται κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης, ο ελεύθερος προσδιορισμός της βούλησης του διαθέτη με λογικούς υπολογισμούς, καθόσον ο τελευταίος κυριαρχείται από παραστάσεις, αισθήματα, ορμές ή επιρροές τρίτων. (ΑΠ 913/2019). Οι ασθένειες που μπορούν να οδηγήσουν στην πιο πάνω διαταραχή είναι οι γνωστές ψυχώσεις, όπως π.χ. η μανιοκατάθλιψη, η σχιζοφρένεια, οι παράνοιες, αλλά και οργανικοψυχικές παθήσεις, όπως η γεροντική άνοια, όταν από αυτήν προκαλείται μόνιμη διαταραχή της λειτουργίας του νού σε βαθμό που να αποκλείει την ύπαρξη λογικής κρίσης. Η απλή νοητική μείωση, που συχνά συνοδεύει τη γήρανση είναι φαινόμενο απολύτως φυσιολογικό και η επίκληση και απόδειξή της δεν δικαιολογεί, από μόνη της, ανικανότητα προς σύνταξη διαθήκης (ΑΠ 237/2017). Η ανικανότητα κρίνεται κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης, ενώ η μεταγενέστερη επέλευσή της ή η ύπαρξή της σε προγενέστερο χρόνο δεν ασκεί καμμία έννομη επιρροή. Στην περίπτωση ειδικά που ο διαθέτης πάσχει από ψυχική ή διανοητική διαταραχή, αν μεν πρόκειται για πάθηση περιοδικού ή παροδικού χαρακτήρα, απαιτείται και πάλι να αποδειχθεί η ψυχική ή διανοητική διαταραχή του διαθέτη κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης, αν όμως πρόκειται για πάθηση μη ιάσιμη ή βαριά ψυχική διαταραχή, τότε δεν είναι ανάγκη η απόδειξή της κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης, αφού τεκμαίρεται αυτή λόγω της διάρκειάς της (ΑΠ 1198/2012, ΑΠ 1420/2010, ΑΠ 1110/2008). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.19 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς, σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ.3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτήν λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται σύμφωνα με το πραγματικό του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε, ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία) (ΟλΑΠ 1/1999). Ως ζητήματα των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί από την απόφαση την νόμιμη βάση, νοούνται μόνο οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν δηλαδή στη θεμελίωση ή κατάλυση του δικαιώματος που ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό, είτε ως αμυντικό μέσο, όχι όμως και τα πραγματικά ή νομικά επιχειρήματα που συνέχονται με την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, για τα οποία η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης (Ολ.ΑΠ 24/1992, ΑΠ 567/2013). Τα επιχειρήματα δηλαδή αυτά δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν “αιτιολογία” της απόφασης, ώστε να επιδέχεται αυτή, στο πλαίσιο της διάταξης του άρθρου 559 αρ.19 ΚΠολΔ, μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια, οπότε ο σχετικός λόγος αναίρεσης απορρίπτεται ως απαράδεκτος (ΑΠ 92/2013, ΑΠ 483/2013). Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο δέχθηκε τα ακόλουθα: “Η Κ. Π. του Σ. και Κ., γεννηθείσα στον …, το έτος 1928 και κάτοικος εν ζωή …, οδός … αριθμός …, απεβίωσε στην Αθήνα, στο Γ.Ν. Α.<<ΛΑΪΚΟ>>, στις 31/05/2015, αφήνοντας ως μοναδική πλησιέστερη συγγενή της την ενάγουσα, ετεροθαλή αδελφή της, καθόσον δεν είχε τέκνα και ο σύζυγός της Γ. Π. είχε προαποβιώσει στις 19/03/1996. Από το έτος 2005 είχε προσλάβει την εναγομένη προκειμένου να της παρέχει υπηρεσίες οικιακής βοηθού μία φορά την εβδομάδα. Ωστόσο, από τον μήνα Οκτώβριο του έτους 2010, όντας ήδη 82 ετών περίπου, η κατάσταση της σωματικής υγείας της επιβαρύνθηκε (αφού έπασχε από σοβαρά αναπνευστικά προβλήματα και αναιμία, που της προκαλούσαν συμπτώματα όπως πυρετό και καταβολή δυνάμεων), με αποτέλεσμα να είναι αναγκαία η κατ’ οίκον φροντίδα και επίβλεψή της επί εικοσιτετράωρης βάσης. Προς τούτο προσλήφθηκε η ήδη γνωστή της εναγόμενη οικιακή βοηθός, η οποία έκτοτε κατοικούσε μαζί με την Κ. Π., στο διαμέρισμά της, επί της οδού … αρ. …, στην …, μέχρι και τον θάνατο της τελευταίας. Κατά τον χρόνο του θανάτου της, στις 31.5.2015 της ανήκαν κατά πλήρη κυριότητα: Α) το υπό στοιχεία Ε-α-3 διαμέρισμα του πέμπτου (Ε’) πάνω από το ισόγειο ορόφου (Β’ Εσοχής) της πολυκατοικίας άλφα (Α) ενός συγκροτήματος που βρίσκεται στη θέση “…” ή “…” της περιφέρειας του Δήμου Καλλιθέας Αττικής, τέως Δήμου Αθηναίων, σήμερα εντός της κτηματογραφημένης ζώνης του Δήμου Καλλιθέας, με κτηματολογικά στοιχεία: τομέας …, κτ. τετράγωνο …, ακίνητο …, όπως προκύπτει από το υπ’ αριθ. …/… της 18-11-2010 έγγραφο του Γραφείου Κτηματολογίου Πρωτευούσης, στο υπ’ αριθ. κτηματολογίου … τετράγωνο που περιβάλλεται από τους δρόμους: …, … (…), … και …, με πρόσοψη επί της οδού … αριθμός … και έχει ανεγερθεί επί οικοπέδου επιφάνειας 1427,57 τμ. Το οικόπεδο τούτο εμφαίνεται με τα κεφαλαία αλφαβητικά γράμματα ΑΒΓΔΕΖΗΑ στο από Μαρτίου 1973 τοπογραφικό διάγραμμα του μηχανικού Γ. Μ. που προσαρτάται στην υπ’ αρ. … /1974 πράξη του Συμβολαιογράφου Αθηνών Κωνσταντίνου Μανώλη, όπου λεπτομερώς περιγράφονται οι διαστάσεις του και οι όμορες ιδιοκτησίες. Το διαμέρισμα αυτό έχει επιφάνεια 27 τμ και ποσοστό συνιδιοκτησίας εξ αδιαιρέτου επί του οικοπέδου 5/1000, αποτελείται εξ ενός (1) κυρίου δωματίου, χωλλ, λουτρού και μαγειρείου, και συνορεύει: Δυτικά με το υπό στοιχεία Ε-α-4 διαμέρισμα του αυτού ορόφου, Ανατολικά με το υπό στοιχεία Εα-2 διαμέρισμα του αυτού ορόφου και φωταγωγό, Βόρεια με βεράντα διαμερίσματος και πέραν ταύτης με κοινόχρηστο διάδρομο αμφοτέρων των πολυκατοικιών και Νότια με φωταγωγό και κοινόχρηστο διάδρομο, και αντιστοιχεί προς την υπ’ αριθ. ….-… ιδιοκτησία του Κτηματολογίου, όπως προκύπτει από το υπ’ αριθ. …/… της ….11.2010 έγγραφο του Γραφείου Κτηματολογίου Πρωτευούσης που είναι προσαρτημένο στο υπ’ αρ. …/….11.2010 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Καλλιθέας Μαρίας Βερβενιώτη του Ιωάννη. Β) Το διαμέρισμα υπό στοιχεία Β-2 του δευτέρου πάνω από το ισόγειο-πιλοτή ορόφου της πολυκατοικίας που έχει ανεγερθεί επί οικοπέδου που βρίσκεται στην …, στη θέση “…”, εντός του εγκεκριμένου σχεδίου πόλεως του Δήμου Καλλιθέας, τέως Δήμου Αθηναίων και σήμερα στη Δημοτική Ενότητα Καλλιθέας, Περιφερειακή Ενότητα Νοτίου Τομέα Αθηνών, Περιφέρεια Αττικής, εντός της κτηματογραφημένης περιοχής του άνω Δήμου, στο υπ’ αριθ. κτηματολογίου …. (…) οικοδομικό τετράγωνο, και επί της οδού … (πρώην … και πρότερον ονομαζόμενης …) επί της οποίας φέρει τον αριθμό …, και με κτηματολογικά στοιχεία: τομέας …, κτ. τετράγωνο …, ακίνητο …. Το άνω οικόπεδο έχει έκταση κατά τους τίτλους κτήσεως 168,32 τ.μ. και κατά πρόσφατη και ακριβή καταμέτρηση 164,65 τμ. Εμφαίνεται υπό τα κεφαλαία αλφαβητικά στοιχεία Α Β Γ Δ Α στο από Μαΐου 1980 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Λ. Μ., που προσαρτάται στην υπ’ αριθ. … πράξη του Συμβολαιογράφου Αθηνών Αναστασίου Αγγελή, όπου περαιτέρω περιγράφονται οι διαστάσεις των πλευρών του και οι όμορες ιδιοκτησίες. Το εν λόγω διαμέρισμα έχει επιφάνεια 56 τ.μ. και ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του όλου οικοπέδου 123/1000 εξ αδιαιρέτου και εμφαίνεται υπό τα στοιχεία Β-2 στο από Μαΐου 1980 σχέδιο κατόψεως του δευτέρου (Β) πάνω από την ισόγειο – πιλοτή ορόφου και οι ποσοστιαίες αναλογίες στον επίσης από Μαίου 1980 έτους πίνακα αναλογιών, αμφότερα του μηχανικού Ε. Μ., που προσαρτώνται στην υπ’ αριθ. … πράξη του Συμβολαιογράφου Αθηνών Αναστασίου Αγγελή, το οποίο (διαμέρισμα) αποτελείται από σαλόνι (“λίβινγκρουμ”), κοιτώνα, κουζίνα, λουτρό, γραφείο και εξώστη επί της προσόψεως και του ακαλύπτου χώρου, και συνορεύει: Βορειοανατολικά με κοινόχρηστο διάδρομο, χώρο κλιμακοστασίου, ακάλυπτο χώρο οικοπέδου και κατά μικρό μέρος με το υπ’ αριθ. …. διαμέρισμα του ιδίου ορόφου, Νοτιοδυτικά με την οδό …, νυν ονομαζόμενη …, Νοτιοανατολικά με νοτιοανατολικό όριο οικοπέδου και Βορειοδυτικά με χώρο κλιμακοστάσιο και υπ’ αριθ. 1 διαμέρισμα ιδίου ορόφου και αντιστοιχεί προς την υπ’ αριθ. …-… ιδιοκτησία του Κτηματολογίου, όπως προκύπτει από το υπ’ αριθ. …/… της ….1.2011 έγγραφο του Γραφείου Κτηματολογίου Πρωτευούσης, το οποίο είναι προσαρτημένο στο υπ’ αρ. …/….2.2011 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Καλλιθέας Μαρίας Βερβενιώτη. Γ) Το διαμέρισμα με αριθμό … του τέταρτου (Δ) πάνω από το ισόγειο ορόφου της πολυκατοικίας που έχει ανεγερθεί επί οικοπέδου που βρίσκεται στην …. εντός του εγκεκριμένου σχεδίου και της κτηματογραφημένης περιοχής της πόλεως Καλλιθέας της Περιφερείας του Δήμου Καλλιθέας, τέως δήμου Αθηναίων και επί της … (πρώην ονομαζόμενης …) επί της οποίας φέρει τον αριθμό …, πρώην …. Το οικόπεδο επί του οποίου ανεγέρθη η ως άνω πολυκατοικία, είναι εκτάσεως 451,80 τμ πλέον ή έλαττον εμφαινόμενο υπό τα κεφαλαία γράμματα Α Β Ζ Λ στο από Ιουνίου 1965 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Β. Χ. Μ., το οποίο έχοντας θεωρηθεί από τον Προϊστάμενο του Γραφείου Κτηματολογίου Περιοχής τέως Διοικήσεως Πρωτευούσης και υπογραφέν προσαρτάται στο υπ’ αριθ. …/1966 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Εμμανουήλ Μπρουλιδάκη, όπου και περιγράφονται οι ακριβείς διαστάσεις των πλευρών του και οι όμορες ιδιοκτησίες. Το εν λόγω διαμέρισμα έχει επιφάνεια 52,50 τ.μ. και ποσοστό συνιδιοκτησίας εξ αδιαιρέτου επί του οικοπέδου 30/1000 εξ αδιαιρέτου, αποτελείται από δύο κύρια δωμάτια, προ- χωλλ, χωλλ, κουζίνα, λουτρό, γραφείο (“οφφίς”), και βεράντα προς τον ακάλυπτο χώρο του οικοπέδου, και συνορεύει Ανατολικώς με το υπ’ αριθ (3) διαμέρισμα, και πλατύσκαλο και το υπ’ αριθ. (2) διαμέρισμα, Βορείως με το υπ’ αριθ. τρία (3) διαμέρισμα και φωταγωγό, Δυτικώς με τον ακάλυπτο χώρο του οικοπέδου και Νοτίως με τον ακάλυπτο χώρο του οικοπέδου και με το υπ’ αριθ. δύο (2) διαμέρισμα και αντιστοιχεί προς την υπ’ αριθ. …-… ιδιοκτησία του Κτηματολογίου, όπως προκύπτει από το υπ’ αριθ. …./…. της …..2.2016 έγγραφο του Γραφείου Κτηματολογίου Πρωτευούσης. Με την από 12.10.2011 ιδιόγραφη διαθήκη της, η οποία δημοσιεύτηκε στις 22.7.2015 και συντάχθηκε προς τούτο το υπ’ αρ. 361/22.7.2015 πρακτικό δημοσίευσης του Ειρηνοδικείου Καλλιθέας, η Κ. Π. κατέλιπε κατά πλήρη κυριότητα το ως άνω υπό στοιχείο Γ διαμέρισμα στην εναγομένη, η οποία, δυνάμει της υπ’ αρ. …./….2.2016 πράξης της συμβολαιογράφου Αθηνών Μαρίας Βερβενιώτη του Ιωάννη, η οποία μεταγράφηκε στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Καλλιθέας, αποδέχτηκε την κληρονομία. Προηγουμένως, με το υπ’ αρ. …/….11.2010 συμβόλαιο της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νόμιμα στα ίδια ως άνω βιβλία μεταγραφών, η Κ. Π. είχε δωρίσει αιτία θανάτου υπό τρόπον το ως άνω υπό στοιχείο Α’ διαμέρισμα στην εναγομένη και με το υπ’ αρ. …/….2.2011 συμβόλαιο της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου, που επίσης μεταγράφηκε νόμιμα στα ίδια βιβλία μεταγραφών, της μεταβίβασε λόγω δωρεάς το ως άνω υπό στοιχείο Β’ διαμέρισμα, παρακρατώντας δια βίου το δικαίωμα οικήσεως. Εξάλλου, όπως προεκτέθηκε, η μοναδική πλησιέστερη εν ζωή συγγενής της Κ. Π. ήταν η ενάγουσα, ετεροθαλής αδελφή της, η οποία, ελλείψει άλλου εξ αδιαθέτου κληρονόμου, θεωρούσα ότι κλήθηκε στο σύνολο της κληρονομίας (άρθρο 1814 ΑΚ) αποδέχτηκε την κληρονομία με το ευεργέτημα της απογραφής, όπως προκύπτει από την υπ’ αρ. …/….9.2015 έκθεση της Γραμματέα του Ειρηνοδικείου Καλλιθέας. Με την αποδοχή της κληρονομίας, η οποία μεταγράφηκε στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Καλλιθέας στις 11.3.2016, όπως προκύπτει από το υπ’ αρ. …. πιστοποιητικό της Υποθηκοφύλακα Καλλιθέας, η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι κατέστη κυρία όλων των ως άνω υπό στοιχεία Α’ Β’ και Γ οριζοντίων ιδιοκτησιών από τον χρόνο της επαγωγής της κληρονομίας, ήτοι από τις 31.5.2015 (άρθρο 1199 ΑΚ), τις οποίες η εναγομένη κατέχει με διάνοια κυρίου, έχοντας αποβάλει την ενάγουσα από την (πλασματική) νομή της επ’ αυτών και αρνείται να τις αποδώσει σε αυτήν, προβάλλοντας ιδία κυριότητα επ’ αυτών, δυνάμει των ως άνω δικαιοπραξιών, τις οποίες όμως η ενάγουσα θεωρεί άκυρες, επειδή κατά το χρόνο σύνταξης αυτών έπασχε από άνοια με κατάθλιψη και σχιζοφρενικού τύπου ψύχωση ήδη από το έτος 2009 μέχρι τον θάνατό της και δεν είχε συνείδηση των πράξεών της, αφού βρισκόταν σε ψυχική και διανοητική διαταραχή που περιόριζε αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησής της. Ωστόσο, η ενάγουσα δεν ανταποκρίθηκε στο βάρος αποδείξεως των ανωτέρω αγωγικών ισχυρισμών, βάρος που αυτή φέρει, σύμφωνα με όσα αναγράφονται στην ανωτέρω μείζονα σκέψη. Ειδικότερα, η εκκαλουμένη απόφαση δέχθηκε ότι οι ισχυρισμοί αυτοί αποδείχθηκαν από το αντίγραφο των φύλλων συνταγογράφησης του βιβλιαρίου υγείας της Κ. Π., σε συνδυασμό με τις ως άνω υπ’ αρ. … και … ένορκες βεβαιώσεις, θεωρώντας ότι από τα αποδεικτικά μέσα αυτά αποδείχθηκε ότι η ανωτέρω θανούσα ήδη από το έτος 2009 είχε διαγνωστεί με άνοια με κατάθλιψη και σχιζοφρενικού τύπου ψύχωση και λάμβανε ιδιαίτερα δραστική φαρμακευτική αγωγή για την αντιμετώπιση πνευματικών και ψυχικών παθήσεων. Συγκεκριμένα, επικαλέστηκε εγγραφές στο ως άνω βιβλιάριο από τις από 10.4.2009, από τις οποίες αποδεικνύεται ότι από τις ημερομηνίες αυτές και μέχρι τον θάνατό της λάμβανε τα φαρμακευτικά σκευάσματα Seropram, Seroquel και Aricept. Παράλληλα, στην υπ’ αρ. …/….6.2015 ληξιαρχική πράξη θανάτου της τελευταίας, ως αιτίες θανάτου αναγράφονται η οξεία αναπνευστική ανεπάρκεια, η χρόνια αναπνευστική πνευμονοπάθεια και η άνοια. Όμως από την αναγραφή αυτή (στην ανωτέρω ληξιαρχική πράξη) αποδεικνύεται μόνο η ύπαρξη άνοιας (χωρίς μάλιστα να αποδεικνύεται ο βαθμός αυτής και σε ποιο βαθμό επιδρούσε στην ικανότητα της ανωτέρω θανούσας να συνάπτει με ελεύθερη βούληση δικαιοπραξίες όπως οι ανωτέρω) και μόνο κατά τον ανωτέρω χρόνο θανάτου και όχι κατά τον κρίσιμο (κατά τα αναγραφόμενα στην ανωτέρω μείζονα σκέψη) χρόνο της σύναψης των ως άνω συμβάσεων και διαθήκης, ήτοι 4 με 5 περίπου έτη πριν. Εξάλλου, από τα φωτοαντίγραφα των φύλλων του ανωτέρω βιβλιαρίου που η ίδια η ενάγουσα προσκόμισε αποδεικνύεται ότι στις 10/4/2009 έλαβε χώρα η συνταγογράφηση φαρμάκων που λόγω της δυσανάγνωστης γραφής του συνταγογραφούντος ιατρού είναι δύσκολο να διαβαστεί η εμπορική τους ονομασία, η οποία πάντως φαίνεται να διαφέρει σαφώς από τις παραπάνω αναφερόμενες, η δε συνταγογράφηση αυτή δεν επαναλαμβάνεται. Αντίθετα, η πρώτη φορά που σαφώς εμφαίνεται να συνταγογραφούνται το δεύτερο και το τρίτο από τα παραπάνω φάρμακα είναι στις 21/9/2010, ήτοι μόλις δύο περίπου μήνες πριν από τη σύνταξη του δευτέρου ως άνω αναφερομένου συμβολαίου δωρεάς ακινήτου αιτία θανάτου, πέντε περίπου μήνες πριν τη σύνταξη του πρώτου ως άνω αναφερομένου συμβολαίου δωρεάς ακινήτου εν ζωή και 13 περίπου μήνες πριν της σύνταξη της ανωτέρω αναφερομένης ιδιόγραφης διαθήκης. Από την ανωτέρω ημερομηνία (ήτοι τις 21/9/2010) συνταγογραφούντο τα ανωτέρω σκευάσματα μία φορά ανά μήνα. Αντίθετα, το πρώτο από τα ανωτέρω σκευάσματα (Seropram) συνταγογραφήθηκε για πρώτη φορά στις 6/8/2013 (ήτοι σχεδόν δύο έως τρία έτη μετά την κατάρτιση των ανωτέρω δικαιοπραξιών και διαθήκης) και από τότε επαναλήφθηκε περιστασιακά η συνταγογράφηση αυτού. Η εκκαλουμένη απόφαση και η ενάγουσα, επικαλούνται τα φύλλα οδηγιών χρήσης των ανωτέρω σκευασμάτων, σύμφωνα με τα οποία το πρώτο εξ αυτών (το οποίο πάντως ελήφθη μετά τις 6/8/2013 περιστασιακά κατά τα ανωτέρω) χορηγείται για την θεραπεία των καταθλίψεων, την πρόληψη περιοδικών καταθλίψεων και την αντιμετώπιση διαταραχών πανικού. Το δεύτερο περιέχει μία ουσία που ονομάζεται quetiapine, που ανήκει στην κατηγορία των αντιψυχωσικών παραγόντων και χρησιμοποιείται για τη θεραπεία ασθενειών όπως διπολική κατάθλιψη και μείζονα καταθλιπτικά επεισόδια σε μείζονα καταθλιπτική διαταραχή, μανία και σχιζοφρένεια. Το τρίτο ανήκει σε μία κατηγορία φαρμάκων, που ονομάζονται αναστολείς της ακετυλοχολινεστεράσης και αυξάνουν τα επίπεδα της ακετυλοχολίνης στον εγκέφαλο, η οποία εμπλέκεται στη λειτουργία της μνήμης. Χρησιμοποιείται για την αντιμετώπιση των συμπτωμάτων της άνοιας, σε άτομα τα οποία έχουν διαγνωσθεί ότι πάσχουν από τη νόσο Alzheimer ήπιας έως μέτριας βαρύτητας. Τα συμπτώματα περιλαμβάνουν αυξανόμενη απώλεια μνήμης, σύγχυση και αλλαγές στη συμπεριφορά, με αποτέλεσμα τα άτομα αυτά να δυσκολεύονται όλο και περισσότερο να πραγματοποιήσουν τις φυσιολογικές, καθημερινές τους δραστηριότητες. Στο σημείο αυτό όμως κρίσιμη είναι η απόδειξη της πραγματικής κλινικής εικόνας της ανωτέρω θανούσας κατά τον κρίσιμο ανωτέρω χρόνο και η τυχόν συγκεκριμένη διάγνωση που πραγματοποιήθηκε από αρμοδίους ιατρούς (αν διαγνώστηκαν οι ανωτέρω ασθένειες και σε ποιο βαθμό) προκειμένου να χορηγηθούν στην ανωτέρω θανούσα τα ανωτέρω σκευάσματα και εξίσου σημαντικό στοιχείο είναι η δοσολογία που χορηγήθηκε. Από το σύνολο των ανωτέρω αποδεικτικών μέσων δεν αποδεικνύεται ότι η ενάγουσα εξετάστηκε ποτέ από αρμόδιο ιατρό, είτε σε νοσοκομείο είτε από ιδιώτη ιατρό- ήτοι νευρολόγο -ψυχίατρο, ο οποίος να διέγνωσε ότι η ενάγουσα σε μικρό ή μεγάλο βαθμό έπασχε (πάντα κατά τον κρίσιμο ανωτέρω χρόνο) από τις ανωτέρω αναγραφόμενες στην αγωγή ασθένειες (άνοια με κατάθλιψη και σχιζοφρενικού τύπου ψύχωση) και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό που να αποκλείεται από αυτήν η χρήση του λογικού ή έστω να θολώθηκε η διάνοιά της ή να βρισκόταν σε τέτοια σύγχυση κατά την κατάρτιση των ανωτέρω συμβάσεων ώστε να μην αδυνατεί να διαγνώσει την ουσία και το περιεχόμενο της δηλώσεως στην οποία προέβη ή έστω να περιορίστηκε αποφασιστικά η λειτουργία της βούλησής της επηρεαζομένη από την εναγομένη ή άλλους παράγοντες ανεξάρτητους από την πραγματική της βούληση. Η ενάγουσα δεν επικαλείται οποιαδήποτε έγγραφη διάγνωση ή πιστοποιητικό νοσοκομείου από το οποίο να αποδεικνύονται τα ανωτέρω. Σχετικά με την έλλειψη αυτή ισχυρίζεται ότι στην οικία της ανωτέρω θανούσας υπήρχαν τα σχετικά έγγραφα τα οποία δεν ανερεύθησαν μετά το θάνατό της, υπονοώντας ότι η εναγομένη απέκρυψε αυτά. Όμως, ακόμα και αν υποτεθεί ότι έχει απωλεστεί ο ιατρικός φάκελος της ανωτέρω θανούσας κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες (γεγονός που πάντως δεν αποδείχθηκε), η ενάγουσα θα μπορούσε να επικαλεστεί έστω τα ονόματα των ιατρών που εξέτασαν την ανωτέρω θανούσα ή το νοσοκομείο που αυτή τυχόν επισκέφτηκε για τις ανωτέρω αιτίες – ασθένειες και να φροντίσει να ανακτήσει τα σχετικά έγγραφα (όπως φρόντισε να προσκομίσει ένορκη βεβαίωση του κατωτέρω αναγραφόμενου παθολόγου Β. και όπως η εναγομένη φρόντισε να αναζητήσει τα παρακάτω αναφερόμενα νοσοκομειακά έγγραφα) και από τη στιγμή που επικαλείται ότι είχε τακτική (σχεδόν καθημερινή) επαφή μαζί της και τη φρόντιζε και η ίδια προσωπικά δεν μπορεί να μην έχει στην κατοχή της κάποιο έγγραφο και πολύ περισσότερο να μην ενθυμείται τα παραπάνω ονόματα ιατρών ή νοσοκομείων ώστε να αναζητήσει τα σχετικά έγγραφα. Ως προς τη συνταγογράφηση των ανωτέρω φαρμάκων, αυτή έλαβε χώρα (κατά τον κρίσιμο ανωτέρω χρόνο) από ιατρό παθολόγο και συγκεκριμένα τον Κ. Β., ένορκη βεβαίωση του οποίου προσκόμισε η ενάγουσα. Ο τελευταίος αναφέρει στην κατάθεσή του στην ανωτέρω ένορκη βεβαίωση ότι δεν εξέτασε αυτός την ως άνω θανούσα για τις ανωτέρω ασθένειες και δεν τις διέγνωσε αυτός, αλλά συνέστησε στους συγγενείς αυτής να εξεταστεί η τελευταία από ειδικούς γι αυτό ψυχιάτρους- νευρολόγους, οι οποίοι διέγνωσαν και συνταγογράφησαν τα ανωτέρω αναφερόμενα τρία σκευάσματα, αυτός δε ακολούθως, όπως και άλλοι παθολόγοι αργότερα (Π. και Τ.), επανέλαβε απλώς την ίδια συνταγογράφηση ως είχε δικαίωμα. Ο ανωτέρω ιατρός όμως δεν αναφέρει και αυτός τα ονόματα των συναδέλφων του ειδικών ψυχιάτρων που διέγνωσαν τις ανωτέρω ασθένειες, όπως δε ήδη προεκτέθηκε από τα προσκομισθέντα φύλλα βιβλιαρίου υγείας της ανωτέρω θανούσας αποδεικνύεται ότι ο ανωτέρω ιατρός (Β.) και όχι κάποιος ψυχίατρος συνταγογράφησε για πρώτη φορά τα ανωτέρω σκευάσματα και μάλιστα μόνο το δεύτερο και τρίτο εξ αυτών και όχι το πρώτο εξ αυτών που φαίνεται να συνταγογραφείται μετά τις 6/8/2013, κατά τα ανωτέρω, από άλλους συναδέλφους του περιστασιακά. Ο ίδιος αναφέρει στην ανωτέρω ένορκη βεβαίωση ότι είχε παρατηρήσει “σταδιακή έκπτωση της νοητικής λειτουργίας και της ψυχικής κατάστασης της Κ. Π.” και ότι η τελευταία τον είχε επισκεφτεί “τα τελευταία χρόνια” συνοδευόμενη από την εναγομένη στο ιατρείο του, όπου διαπίστωσε ότι αυτή “παρέμενε απαθής με ευγενικό χαμόγελο και απλανές βλέμμα, η δε ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με την υγεία μαζί της, αλλά και οποιαδήποτε άλλη μορφή επικοινωνίας ήταν δυσχερής”, ενώ αναφέρει ότι αρνείτο να λάβει τα φάρμακά της και ότι αδυνατούσε να ανταπεξέλθει στις καθημερινές απαιτήσεις της ζωής και κοινωνικής επικοινωνίας. Όμως οι παραπάνω αναφορές είναι αόριστες αφού δεν αναφέρει ο ανωτέρω ιατρός το χρόνο που διαπίστωσε τα ανωτέρω (η μόνη χρονική αναφορά είναι “τα τελευταία χρόνια”) και ειδικότερα ποια ήταν η κατάστασή της κατά τον κρίσιμο ανωτέρω χρόνο κατάρτισης των ανωτέρω συμβάσεων και διαθήκης, αφού η ανωτέρω θανούσα έζησε περίπου 5 έτη ακόμα μετά από αυτήν και ειδικά η άνοια είναι ασθένεια που εξελίσσεται σταδιακά, οπότε κρίσιμη θα ήταν η αναφορά ύπαρξης ή όχι και σε καταφατική περίπτωση του βαθμού εξέλιξης της ασθένειας αυτής (ή άλλης από τις ανωτέρω) κατά τον ανωτέρω κρίσιμο χρόνο. Εκτός από την ανωτέρω ένορκη βεβαίωση οι λοιπές ένορκες βεβαιώσεις που προσκομίζονται από την ενάγουσα προέρχονται από συγγενείς αυτής, ήτοι τα τέκνα αυτής Α. Δ. και Φ. Δ. (οι οποίοι εκ του νόμου θα είναι οι κληρονόμοι των επιδίκων ακινήτων αν γίνει δεκτή η αγωγή και περιέλθουν αυτά στην μητέρα τους ενάγουσα), όπως και οι Π. Σ. (σύντροφος της δευτέρας ως άνω θυγατέρας της ενάγουσας, με την οποία συνήψε σύμφωνο συμβίωσης το έτος 2015) και η Ε. Σ., αδελφή του εκλιπόντος συζύγου της ενάγουσας. Ως προς αυτούς λεκτέα τα ακόλουθα: Η τελευταία (Ε. Σ.) αναφέρει ότι είδε για τελευταία φορά τη θανούσα το έτος 2011, ομολογώντας όμως ότι από το έτος 1992 που μετακόμισε στη … έβλεπε σπάνια αυτήν και μάθαινε κυρίως από την ενάγουσα γι αυτήν. Αναφέρει δε ότι με την πάροδο των χρόνων, χωρίς να αναφέρει και αυτή συγκεκριμένα πότε, αντιλήφθηκε διαταραχή της πνευματικής και ψυχικής υγείας της ανωτέρω θανούσας και αδυναμία επικοινωνίας αυτής. Ακόμα αναφέρει ότι η τελευταία είχε μεγάλη αδυναμία στα ανήψια της (ανωτέρω τέκνα της ενάγουσας) και στην ίδια την ενάγουσα μη έχουσα η ίδια τέκνα ή άλλους συγγενείς, αλλά είναι γεγονός ότι μέχρι το έτος 2009 που -κατά την ενάγουσα- η ανωτέρω θανούσα δεν είχε οποιοδήποτε πρόβλημα ψυχικής υγείας ή έκπτωσης των νοητικών της λειτουργιών δεν φρόντισε να προβεί σε οποιαδήποτε διάθεση της ανωτέρω περιουσίας της με δωρεά ή διαθήκη σε αυτούς, ενώ από τους κατωτέρω αναφερομένους μάρτυρες (που κατέθεσαν με ένορκες βεβαιώσεις) της εναγομένης αμφισβητείται η τακτική επαφή της ανωτέρω θανούσας με άλλο συγγενή της πλην της ενάγουσας. Ο Π. Σ. ισχυρίζεται ότι ενώ γνώρισε την ανωτέρω θανούσα το έτος 2010, από τότε η τελευταία δεν τον αναγνώριζε όποτε τον έβλεπε. Κατά τα λοιπά μεταφέρει όσα του ανέφερε η ενάγουσα και αναφέρεται περαιτέρω σε δύο περιστατικά των ετών 2014 και 2015 που όμως απέχουν, κατά τα ανωτέρω από τον κρίσιμο χρόνο σύνταξης των ανωτέρω συμβολαίων και διαθήκης. Τα ανωτέρω τέκνα της ενάγουσας αναφέρουν ότι επισκέπτονταν ανελλιπώς την ανωτέρω θανούσα όσο τους “επέτρεπαν” οι επαγγελματικές και οικογενειακές υποχρεώσεις τους και αποφαίνονται για τα θέματα της υγείας αυτής επικαλούμενοι τις ιδιότητές τους ως νευροχειρουργός και οδοντίατρος αντίστοιχα, ειδικότητες δηλαδή διαφορετικές από αυτές του νευρολόγου-ψυχιάτρου. Μάλιστα, επαναλαμβάνουν ότι η θανούσα ελάμβανε και τα τρία ανωτέρω αναφερόμενα σκευάσματα από το έτος 2009, πράγμα που δεν αποδείχθηκε κατά τα προεκτεθέντα. Ειδικά ως προς τον πρώτο εξ αυτών αποκρύπτει ότι έλειπε για κάποιο χρονικό διάστημα στο εξωτερικό (…), πράγμα που αναφέρει ο ανωτέρω παθολόγος στην ανωτέρω αναφερόμενη ένορκη βεβαίωση αυτού που η ίδια η ενάγουσα προσκόμισε, αναφέροντας περαιτέρω ότι αυτός (ο παθολόγος Κ. Β.) ενημέρωνε τον Α. Δ. για την κατάσταση της θείας αυτού. Οι ανωτέρω αναφέρουν διάφορα περιστατικά (χωρίς να τοποθετούν αυτά σε συγκεκριμένο χρονικό σημείο) τα οποία από μονά τους δεν αποδεικνύουν τους αγωγικούς ισχυρισμούς, όπως ότι η αδελφή της ενάγουσας είχε κτυπήσει από πτώση στην οικία της και δεν ηδύνατο να ανοίξει τη θύρα στους συγγενείς της και γι αυτό εκλήθη ο διαχειριστής της πολυκατοικίας για να ανοίξει αυτή και ότι είχαν ετοιμάσει ένα διαμέρισμα για την φιλοξενήσουν, αυτή όμως αρνήθηκε αφού πρώτα ανέφερε ότι το διαμέρισμα είναι ωραίο. Ισχυρίζονται δε (μόνο όμως οι ανωτέρω συγγενείς της ενάγουσας) ότι από το έτος 2010 ο λόγος της ανωτέρω θανούσας δεν είχε έλλογη συνοχή και συνέχεια και συχνά δεν αναγνώριζε οικεία σε αυτή πρόσωπα, όπως την ενάγουσα και τα τέκνα της (ανήψια της). Είναι αξιοσημείωτο ότι η ενάγουσα και τα ανωτέρω τέκνα αυτής δεν επιμελήθηκαν, εφόσον είχαν διαπιστώσει τα ανωτέρω σοβαρά προβλήματα ψυχικής υγείας της ανωτέρω θανούσας, να τεθεί αυτή υπό δικαστική συμπαράσταση. Οι ανωτέρω ισχυρισμοί αναιρούνται εξάλλου από τις κατωτέρω αναφερόμενες ένορκες βεβαιώσεις που προσκόμισε η εναγομένη, οι οποίες – με εξαίρεση αυτή του υιού αυτής Α. Κ.- προέρχονται από τρίτα πρόσωπα που δεν αποδεικνύεται ότι έχουν συγγένεια, φιλία με την εναγομένη, ούτε συναρτούν κάποιο έννομο συμφέρον από τη δίκη και γι αυτό θεωρείται η περιεχόμενη σε αυτές μαρτυρία τους αξιόπιστη. Συγκεκριμένα, η εναγομένη προσκόμισε ένορκες βεβαιώσεις του Σ. Π. και Α. Σ., οι οποίοι, τυγχάνουν διαχειριστές των πολυκατοικιών που η ανωτέρω θανούσα διατηρούσε διαμερίσματα. Ο μεν πρώτος εξ αυτών ήταν διαχειριστής της πολυκατοικίας στην οποία διέμενε η τελευταία μέχρι το θάνατό της, πράγμα που επιβεβαιώνεται και από τον υιό της ενάγουσας. Ο τελευταίος δεν επιβεβαιώνει τους ισχυρισμούς της ενάγουσας, ούτε αναφέρεται στο περιστατικό που αυτός ξεκλείδωσε την θύρα της οικίας της ανωτέρω θανούσας μετά από πτώση αυτής. Αντίθετα, καταθέτει ότι “η Κ. ήταν εύθυμος άνθρωπος και ζούσε με όλες τις ανέσεις, πλουσιοπάροχα, πήγαινε και βόλτες και γενικά ήταν άνθρωπος που της άρεσε η ζωή και μιλούσε με όλους, ξόδευε δε αρκετά χρήματα. Από την ίδια είχα πληροφορηθεί ότι, επειδή δεν πλήρωνε την Χ. (εναγομένη) για τις υπηρεσίες που εκείνη της προσέφερε όλα αυτά τα χρόνια, σκόπευε να της αφήσει κληρονομιά μετά το θάνατό της τα σπίτια που είχε ως αποζημίωση. Σε όσες επαφές είχα μαζί της όταν την έβλεπα στην πολυκατοικία και όταν μου πλήρωνε τα κοινόχρηστα είχε απόλυτα πνευματική ικανότητα και συναλλασσόταν κανονικά. Ποτέ μέχρι το θάνατό της δεν μου είχε δώσει την εντύπωση ότι τα είχε χάσει, ούτε σε κανέναν άλλο από την πολυκατοικία ή τη γειτονιά”. Η Α. Σ. που ήταν διαχειρίστρια στην πολυκατοικία της λεωφόρου … αρ. … στην … κατέθεσε ότι η Κ. Π. το 2010 και το 2011 (ήτοι τον κρίσιμο κατά τα ανωτέρω χρόνο) ερχόταν μόνη της και της πλήρωνε τα κοινόχρηστα που αφορούσαν το διαμέρισμά της όταν ήταν ξενοίκιαστο. Δύο ή τρεις φορές αργότερα είχε έρθει μαζί με την εναγομένη επειδή φαινόταν καταβεβλημένη σωματικά, σε όλες δε τις συναλλαγές και τις συζητήσεις που είχε μαζί της ήταν ένας απόλυτα φυσιολογικός άνθρωπος που είχε πλήρη διαύγεια κι έλεγχο των συναλλαγών που πραγματοποιούσε. Την ίδια εντύπωση είχε αποκομίσει και η Μ. Σ.- Μ. που εργαζόταν ως υπάλληλος στο φαρμακείο της Ά. Ψ. στο οποίο, όπως εμφαίνεται και από τα φύλλα του ανωτέρω βιβλιαρίου υγείας, εκτελούντο κάποιες από τις ανωτέρω συνταγές, η οποία κατέθεσε ότι τις περισσότερες σχετικές συναλλαγές πραγματοποιούσε η ίδια η ως άνω θανούσα και φαινόταν να έχει απόλυτη διαύγεια πνεύματος, ασχέτως των σοβαρών οργανικών ασθενειών που έπασχε (ΧΑΠ, ήτοι Χρόνια Αποφρακτική Πνευμονοπάθεια και αναιμία) και της καταβολής δυνάμεων που εμφάνιζε τα τελευταία έτη της ζωής της και από το γεγονός ότι τη συνόδευε η εναγομένη. Ο ισχυρισμός της ενάγουσας, που έγινε δεκτός και από την εκκαλουμένη απόφαση, ότι αν η ανωτέρω θανούσα δεν είχε εκτός από τις ανωτέρω σωματικές παθήσεις και τις επικαλούμενες στην αγωγή ψυχικές παθήσεις, δεν θα είχε ανάγκη από 24ωρη φροντίδα και δεν θα είχε προσληφθεί για το λόγο αυτό η εναγομένη, δεν ανταποκρίνεται στα διδάγματα της κοινής πείρας, αφού ήταν αρκετή η συνδρομή των ανωτέρω σοβαρών σωματικών ασθενειών που οδηγούσαν σε καταβολή δυνάμεων της ανωτέρω θανούσας για να οδηγήσουν στην πρόσληψη της εναγομένης. Μάλιστα, η τελευταία προσκόμισε 13 εντάλματα πληρωμής της “ΕΜΠΟΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ”, από τα οποία αποδεικνύεται ότι μέχρι και τις 5/4/2012 η ανωτέρω θανούσα μετέβαινε κάθε μήνα στην ανωτέρω τράπεζα, έστω και με συνοδεία της εναγομένης, και εισέπραττε τη μηνιαία σύνταξή της, υπογράφοντας η ίδια τα εντάλματα αυτά, αφού η εναγομένη κατέστη συνδικαιούχος του σχετικού λογαριασμού από τον Ιούνιο του ίδιου έτους. Η εναγομένη προσκόμισε επίσης ένορκες βεβαιώσεις του συνταξιούχου δικηγόρου Α. Μ., ο οποίος καταθέτει ότι παρείχε στην ανωτέρω θανούσα νομικές συμβουλές για την κατάρτιση των ως άνω συμβολαίων δωρεάς και ειδικότερα για τους όρους (τρόπο) που συμπεριηλήφθηκαν στο πρώτο από αυτά για τους οποίους γίνεται λόγος κατωτέρω. Το γεγονός ότι στην πρώτη ένορκη βεβαίωση αναφέρεται στη δεύτερη χρονικά δικαιοπραξία (υπ’ αρ. …/….2.2011 συμβόλαιο) ως δωρεά αιτία θανάτου, ενώ επρόκειτο για δωρεά εν ζωή, δεν οδηγεί στο συμπέρασμα ότι δεν έχει ιδία αντίληψη περί των θεμάτων για τα οποία καταθέτει, αφού αυτό προφανώς οφείλεται σε παραδρομή, ενώ ως προς το γεγονός ότι αυτός δεν είχε παρασταθεί κατά την κατάρτισή τους, δεν υπήρξε αντίθετος ισχυρισμός της εναγομένης. Άλλωστε στο μεν πρώτο εξ αυτών δεν παρέστη τυπικά άλλος δικηγόρος και δεν ήταν αναγκαία κατά νόμο η παράσταση δικηγόρου, στο δε δεύτερο, όπως προκύπτει από το κείμενό του, παρέστη (για λογαριασμό της ανωτέρω θανούσας) η θυγατέρα του ανωτέρω δικηγόρου Κ. Μ., επειδή αυτός συνταξιοδοτήθηκε. Περαιτέρω, τα μόνα ιατρικά πιστοποιητικά που προσκομίζονται και αφορούν τον ανωτέρω κρίσιμο χρόνο σύναψης των ανωτέρω κρίσιμων συμβολαίων και διαθήκης είναι- όπως έγινε δεκτό και με την εκκαλουμένη απόφαση- οι προσκομιζόμενες από την εναγομένη ιατρικές γνωματεύσεις και συνοδευτικά έγγραφα νοσηλείας διαφόρων νοσοκομείων, και συγκεκριμένα η υπ’ αρ. πρωτ. …/….4.2016 ιατρική βεβαίωση του Γ.Ν.Α. “Αλεξάνδρα”, η από 11.10.2011 έκθεση νοσηλείας αρρώστου του Γ.Ν.Α. “Ιπποκράτειο” και η από 12.4.2012 έκθεση νοσηλείας ασθενούς του Γ.Ν.Π. “Τζάνειο”, από τις οποίες προκύπτει ότι η Κ. Π. νοσηλεύτηκε στο πρώτο νοσοκομείο από τις 7.9.2010 έως τις 8.9.2010 με διάγνωση “βαρειά αναιμία”, στο δεύτερο νοσοκομείο από τις 1.10.2011 έως τις 11.10.2011 με διάγνωση “ορθόχρωμη-ορθοκυτταρική αναιμία υπό διερεύνηση” και στο τρίτο νοσοκομείο από τις 8.4.2012 έως τις 12.4.2012 με διάγνωση “ατροφία γαστρ. Βλεννογόνου – Διαφραγματοκήλη – Σιδηροπενία”. Μάλιστα έχει αναγραφεί η παρατήρηση “καλό επίπεδο συνείδησης” κάτω την ένδειξη “ΑΤΕ εισόδου” στο κείμενο της δεύτερης εκ των ανωτέρω ιατρικών βεβαιώσεων. Η εκκαλουμένη απόφαση υιοθετεί την άποψη ότι επρόκειτο για νοσηλεία προς αντιμετώπιση της αναιμίας σε παθολογική κλινική και μόνον, χωρίς να λάβει τότε χώρα διάγνωση για ύπαρξη διανοητικής – ψυχιατρικής ασθένειας. Όμως, στις 22/2/2018 χορηγήθηκε στην εναγομένη, μετά από αίτησή της, ο πλήρης ιατρικός φάκελος της νοσηλείας στο δεύτερο από τα ανωτέρω νοσοκομείο, νοσηλεία η οποία έλαβε χώρα από 1 έως 11/10/2011 που είναι ο κρίσιμος κατά τα ανωτέρω χρόνος σύνταξης της ανωτέρω διαθήκης και που απέχει μόλις ένα έτος μετά από τη κατάρτιση της ανωτέρω δωρεάς αιτία θανάτου και οκτώ μήνες μετά την ανωτέρω κατάρτιση της ανωτέρω δωρεάς εν ζωή. Από το φάκελο αυτό αποδεικνύεται σαφώς ότι έλαβε χώρα εξέταση από τη νευρολόγο του νοσοκομείου (κατά την είσοδο αυτής, αλλά και αργότερα), όπως και από ψυχίατρο στις 3/10/2011 (ονόματι Κ.), οι οποίοι διεπίστωσαν αρχικά καλό επίπεδο συνείδησης χωρίς εστιακή σημειολογία και ακολούθως ήπια εξωπυραμιδική σημειολογία χωρίς να συστηθεί θεραπευτική αγωγή, εξήλθε δε σε σταθερή γενική κατάσταση, αφού αντιμετωπίστηκαν τα οργανικά θέματα της αναιμίας (με μετάγγιση δύο μονάδων αίματος) και της ΧΑΠ με αντιβιοτική και βρογχοδιασταλτική αγωγή. Τέλος, οι διάδικοι προσκόμισαν ιδιωτικές γνωμοδοτήσεις, οι οποίες συντάχθηκαν από νευρολόγους- ψυχιάτρους μετά την έναρξη της δίκης, οι οποίοι δεν είχαν εξετάσει την ανωτέρω θανούσα όσο ζούσαν. Η ενάγουσα προσκόμισε μόνο την από 6/2/2017 γνωμοδότηση του νευρολόγου – ψυχιάτρου Ι. Β., ο οποίος απαντά σύντομα στα ερωτήματα που του έθεσε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της ενάγουσας ότι τα ανωτέρω αναφερόμενα σκευάσματα χορηγούνται σε ασθενείς πάσχοντες από άνοια και οργανική κατάθλιψη στο πλαίσιο οργανικού ψυχοσυνδρόμου και ότι ο συνδυασμός αυτών ενδείκνυται για σοβαρότερες μορφές οργανικού ψυχοσυνδρόμου και κατάθλιψης, όπως αυτά εμφανίζονται σε προχωρημένες μορφές άνοιας, ενώ σε πρώιμο στάδιο θα αρκούσε μονοθεραπεία με αναστολείς ακετυλοχολινεστεράσης, όπως η Δ., συμπεραίνει δε περαιτέρω ότι οι ασθενείς που λαμβάνουν την ανωτέρω αγωγή έχουν ανεπαρκή συνείδηση και επίγνωση των πράξεών τους, περιορίζεται δε σημαντικά η λειτουργία έκφρασης της βούλησής τους και γενικότερα η ικανότητα κρίσης τους, η δε διαμόρφωση της βούλησης είναι ιδιαίτερα χειραγωγίσιμη και η κριτική τους ικανότητα εύπλαστη. Όμως στον ανωτέρω ιατρό δηλώθηκε ως πραγματικό περιστατικό (όπως φαίνεται στην πρώτη σελίδα της έκθεσής του) ότι η ασθενής ελάμβανε “τουλάχιστον από το έτος 2009 μέχρι το θάνατό της” χρόνια φαρμακευτική αγωγή συνισταμένη στα τρία ανωτέρω σκευάσματα, πράγμα που δεν αποδείχθηκε αληθές τόσο ως προς τον αριθμό των ανωτέρω σκευασμάτων, όσο και ως προς το χρόνο έναρξης χορήγησης αυτών, ενώ δεν παρασχέθηκαν και δεν λήφθηκαν υπόψη άλλα κρίσιμα στοιχεία, όπως κυρίως η δοσολογία και η γενικότερη κλινική εικόνα της θανούσας και ο ανωτέρω κρίσιμος χρόνος για τον οποίο ζητείται η διάγνωση και η απάντηση στα ερωτήματα που του τέθηκαν. Αντίθετα, η εναγομένη προσκόμισε δύο λεπτομερέστερες ιατρικές γνωμοδοτήσεις των ψυχιάτρων Δ. Λ. (από 1/2/2017) και του Δ. Κ. (από 6/2/2017 και συμπληρωματική από 17/12/2018) στις οποίες αναγράφεται ότι για να απαντηθούν τα κρίσιμα ερωτήματα (της ακριβούς διάγνωσης τυχόν ασθένειας του ασθενή που λαμβάνει τα ανωτέρω σκευάσματα και περί του αν αυτός είναι ικανός να συντάσσει σχετικές δικαιοπραξίες ως οι ανωτέρω) πρέπει να συνεκτιμηθεί η κλινική εικόνα, για την οποία έγινε λόγος ανωτέρω (η ανωτέρω θανούσα μετέβαινε στο φαρμακείο και στην τράπεζα και συναλλασσόταν μόνη της, όπως και με τους διαχειριστές των ανωτέρω πολυκατοικιών), όπως και η δοσολογία λήψης των ανωτέρω φαρμάκων. Ως προς τα δύο ανωτέρω φάρμακα τα οποία ελάμβανε η ανωτέρω θανούσα κατά τα έτη 2010 και 2011 και με βάση την αναγραφόμενη συνταγογράφηση, συμπεραίνεται ότι το μεν seroquel χορηγήθηκε στην ανωτέρω θανούσα για να αντιμετωπιστούν συμπτώματα ευερεθιστότητας (που διαπιστώθηκαν κατά την ανωτέρω δεύτερη νοσηλεία, ενώ κατά την πρώτη ζήτησε η ίδια να εξέλθει από το νοσοκομείο και εξήλθε με υπογραφή της, πράγμα που δείχνει ότι οι ιατροί δεν έκριναν ότι πάσχει από άνοια ή ψυχική ασθένεια, αφού στην περίπτωση αυτή δεν θα έπρεπε να της το επιτρέψουν ή θα έπρεπε έστω να αναγράψουν κάτι σχετικό στα πιστοποιητικά που εκδόθηκαν) ή αϋπνίας, αφού τα συνήθως χορηγούμενα για την τελευταία (Xanax, Lexotanil κλπ) καταστέλλουν την αναπνευστική λειτουργία και η ανωτέρω θανούσα έπασχε από σοβαρά αναπνευστικά προβλήματα (ΧΑΠ), που δεν επέτρεπε τη λήψη αυτών. Όσον αφορά το Aricept, αυτό χορηγείται σε ήπιας μορφής άνοια, η οποία εξελίσσεται σταδιακά, σε δε βαριάς μορφής άνοια χορηγούνται άλλες ουσίες (που περιέχονται σε σκευάσματα όπως το ΕΒΙΧΑ). Η δοσολογία χορήγησης στην ανωτέρω θανούσα που ξεκίνησε ένα μόλις μήνα πριν την κατάρτιση της πρώτης από τις ανωτέρω συμβάσεις δωρεάς αποδεικνύει ότι αυτή, ούσα ήδη 82 ετών εμφάνιζε κατά τον ανωτέρω χρόνο τη φυσιολογική για την ηλικία και γενικότερη κατάστασή της νοητική μείωση των λειτουργιών της, εξέλιξη δε η οποία με αργό ρυθμό προχώρησε μέχρι το θάνατό της (γι αυτό και η αναγραφή της άνοιας στην ανωτέρω ληξιαρχική πράξη θανάτου), χωρίς όμως από τη συνολική κατά τα ανωτέρω κλινική εικόνα της και τα ανωτέρω πιστοποιητικά νοσοκομείου και λοιπά αποδεικτικά μέσα να αποδεικνύεται ότι η ανωτέρω θανούσα κατά τον κρίσιμο ανωτέρω χρόνο (2010 και 2011) έπασχε από τις ανωτέρω αναγραφόμενες ασθένειες που επικαλείται η ενάγουσα και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό που να μην είχε συνείδηση των πράξεών της ή να μην ανταποκρινόταν στην πραγματική βούλησή της το περιεχόμενο των ανωτέρω δικαιοπραξιών λόγω θόλωσης της διάνοιάς της ή χειραγώγησής της από την εναγομένη. Σε περίπτωση που η κλινική εικόνα της ανωτέρω θανούσας ήταν αυτή που περιγράφουν οι μάρτυρες της ενάγουσας στις ανωτέρω ένορκες βεβαιώσεις θα είχε αυτό διαπιστωθεί από την ανωτέρω συμβολαιογράφο που συνέταξε δύο συμβόλαια δωρεάς, από την ανωτέρω υπάλληλο φαρμακείου ή από τους υπαλλήλους της τράπεζας στην οποία μετέβαινε και από τους οποίους ζήτησε να καταστεί η εναγομένη συνδικαιούχος στο λογαριασμό που καταβαλλόταν η σύνταξή της. Αλλά και η ανωτέρω διαθήκη που αναμφισβήτητα έχει γραφεί από το χέρι αυτής (δεν προσβλήθηκε ως πλαστή από την ενάγουσα) εκφράζει σαφώς τη βούληση της ανωτέρω θανούσας, στο δε πρώτο από τα ανωτέρω συμβόλαια έχει τεθεί σαφώς τρόπος για την πραγματοποίησή της κατόπιν συμβουλών του ανωτέρω δικηγόρου (Μ.), ανεξαρτήτως της τυπικής μη παράστασής του κατά την κατάρτιση αυτού, κατά τα προεκτεθέντα. Συγκεκριμένα, αναγράφεται σε αυτήν ότι η ανωτέρω θανούσα προχωρεί στη δωρεά του ανωτέρω ακινήτου, διατηρώντας εφόρου ζωής την κυριότητα και επικαρπία αυτού, αναγνωρίζοντας ότι η εναγομένη της προσφέρει άνευ ανταλλάγματος συνεχώς και αδιαλείπτως τις φροντίδες της, μεριμνώντας για την υγεία, την καθαριότητα, την αγορά των αναγκαίων τροφίμων, φαρμάκων και λοιπών ειδών, τη συνοδεία σε ιατρούς και νοσοκομεία, με τον όρο ότι θα συνεχίσει εφόρου ζωής να παρέχει αυτές τις υπηρεσίες, με δυνατότητα να λείψει μόνο για 10 ημέρες ετησίως, φροντίζοντας δε σε περίπτωση έκτακτης απουσίας να αναπληρωθεί από άλλο πρόσωπο. Στο δε δεύτερο συμβόλαιο αναγνωρίζει και πάλι τις υπηρεσίες της εναγομένη, φροντίζοντας να παρακρατήσει το δικαίωμα οικήσεως, ενώ στην ανωτέρω διαθήκη αναγράφει ότι έχει “το μυαλό σε καλή κατάσταση” και ότι η εναγομένη τη φρόντιζε και ότι δεν θέλει να την ενοχλήσει κανείς. Δεν είναι δε παράδοξο κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας να παραχωρεί ένα πρόσωπο την περιουσία του μετά θάνατον στο πρόσωπο που το φρόντιζε όταν δεν έχει στενούς συγγενείς (τέκνα ή σύζυγο). Η ενάγουσα και η εκκαλουμένη απόφαση θεωρούν αβάσιμο τον ισχυρισμό αυτό της εναγομένης, ο οποίος επιβεβαιώθηκε, κατά τα ανωτέρω, και από τον διαχειριστή της πολυκατοικίας που κατοικούσε Σ. Π., ισχυριζόμενοι ότι η εναγομένη ελάμβανε αμοιβή για τις υπηρεσίες της και η ανωτέρω θανούσα δεν αδυνατούσε να καταβάλει την αμοιβή της, δεδομένου ότι κατά το έτος 2010 είχε συνολικό μηνιαίο εισόδημα από συντάξεις και ενοίκια που εισέπραττε ύψους 1.170 € περίπου. Ακόμα και αν γίνει δεκτό ότι πράγματι η ανωτέρω θανούσα είχε το συνολικό ανωτέρω εισόδημα (η εναγομένη ισχυρίζεται και η ανωτέρω διαχειρίστρια της πολυκατοικίας της λεωφ. … Α. Σ. επιβεβαιώνει ότι το διαμέρισμα αυτό ήταν κενό κατά διαστήματα και δεν εισέπραττε συνεχώς ενοίκια από αυτό), η ενάγουσα, η οποία μάλιστα ισχυρίζεται ότι η ίδια προσέλαβε την εναγομένη και αυτό καταθέτουν και οι μάρτυρες αυτής, όπως ο ιατρός Κ. Β.. και ο υιός αυτής Α. Δ., στις ανωτέρω ένορκες βεβαιώσεις, θα έπρεπε να θυμάται και να έχει κάποια απόδειξη (είτε έγγραφη, όπως πρόχειρη έστω απόδειξη είσπραξης ή απόδειξη κατάθεσης σε λογαριασμό, είτε προφορική δια των ανωτέρω μαρτύρων) για το ποσό που ελάμβανε ως αμοιβή η εναγομένη όμως ουδαμώς ανέφερε ή απέδειξε η ενάγουσα το ύψος της αμοιβής αυτής, δεδομένου ότι- αν αυτή καταβαλλόταν – θα έπρεπε κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας να ανερχόταν έστω στο ποσό των 700 ευρώ, δεν θεωρούνται αρκετά τα 400 περίπου ευρώ που θα περίσσευαν μηνιαίως στη θανούσα για την εξασφάλιση όλων των εξόδων διαβίωσης αυτής. Κατόπιν όλων των ανωτέρω, δεν αποδεικνύεται ότι η τελευταία, κατά την κατάρτιση των ανωτέρω συμβολαίων και ιδιόγραφης διαθήκης, εξαιτίας της άνοιας με κατάθλιψη και της σχιζοφρενικής ψύχωσης, από τις οποίες έπασχε, αδυνατούσε να προσδιορίσει ελεύθερα τη βούλησή της με λογικούς υπολογισμούς, καθόσον κυριαρχούνταν από παραστάσεις, αισθήματα και ορμές προερχόμενες από την υποβολή της εναγομένης, στην επιρροή της οποίας υπόκειτο καθημερινά και σε εικοσιτετράωρη βάση, όπως δέχθηκε εσφαλμένα η εκκαλουμένη>>. Με βάση τις πραγματικές αυτές παραδοχές το Εφετείο δέχθηκε την έφεση της εναγομένης και ήδη αναιρεσίβλητης και, αφού εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση που είχε κάνει δεκτή κατ’ουσία την αγωγή της ενάγουσας και ήδη αναιρεσείουσας για αναγνώριση της ακυρότητας των επίμαχων δωρεών και της ιδιόγραφης διαθήκης της Κ. Π. και απόδοση των περιγραφόμενων σε αυτή ακινήτων, απέρριψε την ένδικη αγωγή στο σύνολό της ως ουσιαστικά αβάσιμη. Έτσι που έκρινε το Εφετείο, δεχόμενο τελικά ότι η πιο πάνω διαθέτης, παρά τη λήψη της αναφερόμενης φαρμακευτικής αγωγής, η οποία χορηγείται για τη θεραπεία καταθλίψεων, μανίας, σχιζοφρένειας και άνοιας, σε πρόσωπα που έχουν διαγνωσθεί (στην περίπτωση του φαρμάκου Aricept) ότι πάσχουν από Alzheimer, ήπιας έως μέτριας βαρύτητας, παρά την ύπαρξη των λοιπών προβλημάτων υγείας (χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια, αναιμία, άνοια με κατάθλιψη και σχιζοφρενική ψύχωση) από τα οποία έπασχε, καθώς και παρά την έκπτωση των σωματικών της δυνάμεων, κατά το χρόνο σύνταξης των πιο πάνω συμβάσεων και της διαθήκης είχε συνείδηση των πράξεών της και δεν βρισκόταν σε αδυναμία να προσδιορίσει ελεύθερα τη βούλησή της με λογικούς υπολογισμούς ούτε κυριαρχούνταν από παραστάσεις, αισθήματα και ορμές που προέρχονταν από την υποβολή της εναγομένης και δεν υπόκεινταν στην καθημερινή επιρροή της τελευταίας, με τη οποία διαβιούσε σε 24ωρη βάση, διέλαβε στην απόφασή του ελλιπείς και αντιφατικές αιτιολογίες, οι οποίες καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο, ως προς την ορθή εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 131 παρ. 1, 1719 αριθμ. 3 ΑΚ, για το ουσιώδες ζήτημα της ικανότητας της Κ. Π., κατά τους κρίσιμους χρόνους, να προβεί στη σύνταξη διαθήκης και σε δήλωση βουλήσεως για την κατάρτιση των προαναφερόμενων δωρητηρίων συμβολαίων. Ειδικότερα, μολονότι δέχθηκε, μεταξύ άλλων, το Εφετείο, ενσωματώνοντας στην απόφασή του τις σχετικές παραδοχές της πρωτόδικης απόφασης, ότι <<η διαθέτης λάμβανε δύο περίπου μήνες πριν από τη σύνταξη του (…/…-11-2010) συμβολαίου δωρεάς ακινήτου εν ζωή και 13 περίπου μήνες πριν από τη σύνταξη της από 22/10/2011 ιδιόγραφης διαθήκης τα φαρμακευτικά σκευάσματα Seroquel και Aricept, τα οποία χορηγούνται για τη θεραπεία ασθενειών, όπως διπολική κατάθλιψη, μείζονα καταθλιπτικά επεισόδια σε μείζονα καταθλιπτική διαταραχή, μανία και σχιζοφρένεια, συμπτώματα άνοιας, σε άτομα που έχουν διαγνωσθεί ότι πάσχουν από τη νόσο Alzheimer, ήπιας έως μέτριας βαρύτητας, συμπτώματα που περιλαμβάνουν αυξημένη απώλεια μνήμης, σύγχυση και αλλαγές στη συμπεριφορά, με αποτέλεσμα τα άτομα αυτά να δυσκολεύονται όλο και περισσότερο να πραγματοποιήσουν τις φυσιολογικές καθημερινές τους δραστηριότητες>>, περαιτέρω δέχθηκε, με αντιφατικές και ελλιπείς αιτιολογίες, ότι η ύπαρξη της άνοιας της Κ. Π. διαπιστώθηκε μόνο κατά το χρόνο θανάτου της( 31-05-2015) και όχι κατά τους κρίσιμους χρόνους (των ετών 2010-2011) των προαναφερόμενων δωρεών και διαθήκης, κατά τους οποίους έγινε δεκτό ότι η τελευταία ήταν πλήρως ικανή για την κατάρτισή τους, χωρίς να εξηγεί επαρκώς για πιο λόγο αυτή είχε αρχίσει να λαμβάνει από την εποχή εκείνη ( και μέχρι το θάνατό της) τα πιο πάνω φαρμακευτικά σκευάσματα, ενώ τότε, κατά τις παραδοχές της απόφασης, δεν έπασχε από τις προαναφερόμενες σοβαρές παθήσεις, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και η άνοια, ασθένεια που εξελίσσεται μεν σταδιακά, αλλά είναι μη ιάσιμη, δεδομένου ότι αποτέλεσε και μια από τις αιτίες θανάτου της διαθέτιδας το έτος 2015. Ο συναφής, επομένως, πρώτος λόγος της αναίρεσης, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός, ενώ παρέλκει η έρευνα των λοιπών αναιρετικών λόγων. Μετά την παραδοχή του λόγου αυτού, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση στο ίδιο δικαστήριο, εφόσον η σύνθεσή του από άλλους δικαστές είναι δυνατή, σύμφωνα με το άρθρο 580 παρ.3 Κ.Πολ.Δ. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στην αναιρεσείουσα του κατατεθέντος παραβόλου στην (άρθρο 495 παρ.3 Κ.Πολ.Δ, όπως ισχύει) και να καταδικασθεί η αναιρεσίβλητη, λόγω της ήττας της, στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, που παρέστη και κατέθεσε προτάσεις ,κατά παραδοχή του σχετικού νόμιμου και βάσιμου αιτήματός της, κατά τα αναφερόμενα ειδικότερα στο διατακτικό (άρθρα 176, 183, 191 παρ.2 Κ.Πολ.Δ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί, την 1959/2019 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.
Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο ως άνω Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση.
Διατάσσει την επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου στην αναιρεσείουσα.
Και
Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 17 Φεβρουαρίου 2021.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 19 Μαρτίου 2021.
H ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ