ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΟΣ-ΤΡΟΠΗ ΠΡΟΣΗΜΕΙΩΣΗΣ ΣΕ ΥΠΟΘΗΚΗ-ΚΑΤΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ-Η ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΔΑΝΕΙΣΤΩΝ ΣΕΙΡΑ ΚΑΝΟΝΙΖΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΧΡΟΝΟ ΕΓΓΡΑΦΗΣ ΤΗΣ ΥΠΟΘΗΚΗΣ Η ΤΗΣ ΠΡΟΣΗΜΕΙΩΣΗΣ, Η ΧΡΟΝΙΚΩΣ ΠΡΟΓΕΝΕΣΤΕΡΗ ΑΣΦΑΛΕΙΑ, ΑΠΟΚΛΕΙΕΙ ΤΗΝ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΓΕΝΕΣΤΕΡΗΣ. Η απαίτηση της εφεσιβλήτου- καθής η ανακοπή Τράπεζα ήταν εξασφαλισμένη για το ποσό των 234.0000 ευρώ, με προσημείωση υποθήκης, η οποία είχε εγγραφεί στο βιβλία υποθηκών στις 27-3-2006 και επομένως είχε χρονική προτεραιότητα στα 2/3 του πλειστηριάσματος, έναντι των με ειδικό προνόμιο απαιτήσεων του εκκαλούντος – ανακόπτοντος Ελληνικού Δημοσίου και έπρεπε να καταταγεί στον πίνακα, πριν από τις απαιτήσεις αυτού, τυχαίως όμως, ήτοι υπό την αίρεση της τελεσίδικης επιδικάσεως της απαίτησης και σε περίπτωση μη πληρώσεως της αιρέσεως, έπρεπε να καταταγεί η απαίτηση του εκκαλούντος- ανακόπτοντος, λαμβανομένου υπόψη ότι η απαίτηση του τελευταίου είχε εξασφαλιστεί για το ποσό των 52.278,08 ευρώ, με υποθήκη πρώτης τάξης, που όμως είχε εγγραφεί στα βιβλία υποθηκών, σε μεταγενέστερο χρόνο, ήτοι στις 27-6-2008. Κατά συνέπεια, στα 2/3 του πλειστηριάσματος, δηλαδή στο ποσό των 77.821,20 €, έπρεπε να καταταγεί προνομιακά και τυχαία η εφεσίβλητη – καθ’ ης η ανακοπή, ως έχουσα ειδικό προνόμιο, που προηγείται κατά χρονική σειρά του ειδικού προνομίου του ανακόπτοντος, και όχι στο ποσό των 44.998,50 ευρώ, που κατετάγη και στο 1/3 του πλειστηριάσματος, δηλαδή στο ποσό των 38.910,60 €, έπρεπε να καταταγεί, όπως και κατετάγη , συνολικά το εκκαλούν – ανακόπτον, δια των Δ.Ο.Υ. Μεγάρων και Αιγίου, ως έχον ειδικό προνόμιο. Απόρριψη.-(άρθ. 1272, 1276,1277,1279,1306, 1318 ΑΚ, αρθ. 976, 977, 978, 1005, 1007 ΚΠολΔ, αρθ. 61 ΚΕΔΕ)
Απόφαση 42 / 2022 (Α1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α1′ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Χρήστο Τζανερρίκο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννα Κλάπα – Χριστοδουλέα, Χρήστο Κατσιάνη, Ασημίνα Υφαντή και Στέφανο – Σπυρίδωνα Πανταζόπουλο – Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 15 Νοεμβρίου 2021, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, κατοικοεδρεύοντα στην Αθήνα, και ήδη από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, και εν προκειμένω και από τους Προϊσταμένους των Δ.Ο.Υ. Μεγάρων και Αιγίου, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την Σπυριδούλα Ραυτοπούλου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και δεν κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσιβλήτου: Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία “ΤΡΑΠΕΖΑ EUROBANK ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ” και το διακριτικό τίτλο “EUROBANK”, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, ως καθολικής διαδόχου της αρχικά αναιρεσίβλητης Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία “ΤΡΑΠΕΖΑ E.F.G. EUROBANK ERGASIAS ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ” και το διακριτικό τίτλο “EUROBANK ERGASIAS”, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Φωτεινή Χατζηχηδίρογλου και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 4/10/2011 ανακοπή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Σύρου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 47/ΤΜ/2014 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 75/2017 του Μονομελούς Εφετείου Αιγαίου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον με την από 22/5/2019 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η πληρεξούσια της αναιρεσιβλήτου ζήτησε την απόρριψη της αιτήσεως και την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Υπόκειται προς κρίση η από 22-5-2019 αίτηση για αναίρεση της εκδοθείσας αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία υπ’ αριθμ. 75/2017 τελεσίδικης απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αιγαίου. Με την προσβαλλόμενη απόφαση απορρίφθηκε η από 2-2-2016 έφεση του ανακόπτοντος και ήδη αναιρεσείοντος κατά της υπ’ αριθμ. 47/2014 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Σύρου, η οποία είχε δεχθεί εν μέρει την από 4-10-2011 ανακοπή του άρθρου 979 ΚΠολΔ κατά της καθ’ ης, ήδη αναιρεσίβλητης, κατά την επικουρική βάση της και είχε συμπληρώσει τον υπ’ αριθμ. …/5-9-2011 πίνακα κατάταξης της συμβολαιογράφου …. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564 παρ. 3, 566 παρ.2 ΚΠολΔ). Είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρο 577 παρ. 1 ΚΠολΔ) και πρέπει να εξεταστεί το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της.
Επειδή, κατά την διάταξη του άρθρ. 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται μόνον αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 7/2006, 4/2005). Με το λόγο αναίρεσης από το άρθρ. 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ (παραβίαση κανόνα του ουσιαστικού δικαίου) ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κλπ. ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ’ ουσίαν (ΟλΑΠ 27, 28/1998). Εξ άλλου, κατά τον αρ. 9 του άρθρου 559 ΚΠολΔ ο λόγος αναίρεσης ιδρύεται, μεταξύ των άλλων, όταν το δικαστήριο επιδικάζει κάτι που δεν ζητήθηκε κατά παράβαση της αρχής της διάθεσης και της συζήτησης. Με την παράγραφο 1 του άρθρου 977 ΚΠολΔ ρυθμίζεται κατά πρώτον η σειρά ικανοποίησης σε περίπτωση συνδρομής των γενικών και ειδικών προνομίων των άρθρων 975 και 976, αντίστοιχα, δίδεται δε το προβάδισμα στα γενικά προνόμια του άρθρου 975. Η ρύθμιση αυτή έχει την έννοια ότι στο υπό διανομή πλειστηρίασμα, δηλαδή αυτό που απέμεινε μετά την αφαίρεση των εξόδων εκτέλεσης και, προκειμένου για ακίνητα, του φόρου μεταβίβασης, πρέπει να καταταγούν πρώτα οι προνομιακές απαιτήσεις του άρθρου 975 (πρώτη κατηγορία), το τυχόν δε περίσσευμα να διατεθεί για την κατάταξη των προνομιακών απαιτήσεων του άρθρου 976 (δεύτερη κατηγορία). Εξάλλου, κατά τα άρθρα 977 παρ. 1 εδ. β’ και 1007 παρ. 1 εδ. α’, β’ σε περίπτωση συνδρομής απαιτήσεων με γενικό προνόμιο (975) και απαιτήσεων του άρθρου 976 αριθ. 1 και 2, το πλειστηρίασμα χωρίζεται στο ένα τρίτο (1/3) και στα δύο τρίτα (2/3). Από το ένα τρίτο ικανοποιούνται οι απαιτήσεις του άρθρου 975, ενώ τα δύο τρίτα διατίθενται για να ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις του άρθρου 976 αριθ. 1 και 2.
Αν υπάρχει περίσσευμα από το ένα τρίτο, αυτό διατίθεται για την ικανοποίηση των απαιτήσεων της δεύτερης κατηγορίας (δηλ. των δύο τρίτων), που ενδεχομένως δεν ικανοποιήθηκαν. Αν υπάρχει περίσσευμα από τα δύο τρίτα, αυτό διατίθεται, αντιστρόφως, για την ικανοποίηση των απαιτήσεων της πρώτης κατηγορίας (δηλαδή του ενός τρίτου). Εξάλλου, η σε κάθε περίπτωση σύμμετρη των απαιτήσεων κατάταξη δεν έχει την έννοια της κατά κεφαλήν κατάταξης, όπως αφήνεται να εννοηθεί από τη χρήση της έκφρασης αυτής, αλλά υποδηλώνει ικανοποίηση ανάλογη με το μέγεθος της απαίτησης του κάθε δανειστή. Δηλαδή, η έκταση της κατάταξης συναρτάται με το μέγεθος καθεμιάς απαίτησης και το υπό διανομή γι’ αυτό πλειστηρίασμα. Το ποσό που ικανοποιείται συμμέτρως ευρίσκεται με την απλή μέθοδο των τριών, και ειδικότερα με το γινόμενο του πλειστηριάσματος επί το κλάσμα, που έχει ως αριθμητή όχι το συνολικό ποσό της αναγγελθείσας απαίτησης του δανειστή αλλά το ποσό της εκάστοτε απαίτησής του και ως παρονομαστή όχι το άθροισμα των αναγγελθεισών απαιτήσεων των δανειστών, αλλά το υπόλοιπο των απαιτήσεών των που απομένει μετά την τυχόν ικανοποίηση των ειδικών προνομιούχων δανειστών του άρθρου 976 ΚΠολΔ. Έτσι, στην περίπτωση που η απαίτηση ενός δανειστή είναι εξασφαλισμένη με γενικό προνόμιο (άρθρο 975 ΚΠολΔ), συγχρόνως δε ένα μέρος αυτής έχει και ειδικό προνόμιο επί του πλειστηριασθέντος πράγματος κατά το άρθρο 976 αριθ. 1 και 2 ΚΠολΔ και κατά το μέρος αυτό ικανοποιείται πλήρως από τα 2/3 του πλειστηριάσματος, τότε, για το υπόλοιπο (και μόνο για το υπόλοιπο) της απαίτησής του, ο δανειστής αυτός πρέπει να καταταγεί στον πίνακα και να ικανοποιηθεί συμμέτρως με τους άλλους γενικούς προνομιούχους δανειστές του άρθρου 975 ΚΠολΔ εκ του 1/3 του πλειστηριάσματος.
Αντίθετη, εκδοχή, κατά την οποία ο εν λόγω δανειστής, θα ικανοποιείτο πλήρως ή θα ελάμβανε το σύνολο των 2/3 του πλειστηριάσματος (ως έχων ειδικό προνόμιο) και συγχρόνως θα συμμετείχε στη διανομή και του 1/3 του πλειστηριάσματος, ως γενικός προνομιούχος, με το σύνολο της αρχικής απαίτησής του, θα οδηγούσε στο άτοπο της υπερικανοποίησής του, αφού για ένα και το αυτό μέρος της όλης απαίτησης θα συνέτρεχε και πλήρης ικανοποίηση από (ή κατά) τα 2/3 του πλειστηριάσματος και επιπλέον συμμετοχή στο 1/3 αυτού (ΑΠ 5325/2009). Eξ άλλου, επί τυχόν προσημείωσης υποθήκης στο εκπληστηριασθέν ακίνητο, κατά τα οριζόμενα στις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 1272, 1276,1277,1279,1306, 1318 αρ. 3 ΑΚ, 976, 977 παρ. 2 εδ.β’, 978, 1005 παρ. 3, 1007 παρ. 1 ΚΠολΔ και 41 ΕισΝΚΠολΔ, ο ενυπόθηκος εξομοιούται πλήρως με τον προσημειούχο δανειστή, ως προς τη δυνατότητα αναγγελίας στον πλειστηριασμό, με μόνη διαφορά ως προς τον τρόπο οριστικής ή τυχαίας κατάταξης κατ’ άρθρο 1007 παρ. 1, κατά το οποίο η απαίτηση υπέρ της οποίας έχει εγγραφεί προσημείωση κατατάσσεται τυχαίως, ενώ η απαίτηση του ενυπόθηκου δανειστή κατατάσσεται οριστικώς. Ειδικότερα, από τις ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι η προσημείωση χορηγεί δικαίωμα προτίμησης προς απόκτηση υποθήκης, η οποία μετά την τελεσίδικη επιδίκαση της ασφαλιζόμενης απαίτησης και τη νομότυπη τροπή της προσημείωσης σε υποθήκη, λογίζεται ότι έχει εγγραφεί από την ημέρα της προσημείωσης και επάγεται από τότε τις έννομες συνέπειές της. Αν πριν από την τροπή της προσημείωσης σε υποθήκη χώρησε αναγκαστικός πλειστηριασμός του βαρυνόμενου ακινήτου, με την καταβολή του πλειστηριάσματος, καθίσταται αδύνατη η τροπή της προσημείωσης σε υποθήκη, διότι επέρχεται απόσβεση της προσημείωσης, που υπάρχει επί του πλειστηριασθέντος ακινήτου, ο δε υπερθεματιστής έχει δικαίωμα να ζητήσει, μετά την καταβολή του πλειστηριάσματος, την εξάλειψη της προσημείωσης.
Ο προσημειούχος όμως δανειστής δεν αποστερείται του δικαιώματος να αναγγείλει την εμπραγμάτως ασφαλισμένη απαίτησή του δια της προσημειώσεως στον επί του πλειστηριασμού υπάλληλο, προκειμένου αυτή να καταταγεί στον πίνακα κατατάξεως που συντάσσεται από αυτόν, οπότε κατατάσσεται κατά τη σειρά της εγγραφής της προσημειώσεως “τυχαίως”, ήτοι με μόνη την αίρεση της τελεσιδίκου επιδίκασής της, μετά την πλήρωση της οποίας (αίρεσης) μπορεί ο δικαιούχος να την εισπράξει από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού, σύμφωνα με το άρθρο 975 και 980 ΚΠολΔ και λαμβάνει αυτή την τάξη και τη σειρά, την οποία θα ελάμβανε, αν αντί της προσημείωσης είχε εγγραφεί υπέρ αυτής από την αρχή υποθήκη, δηλ. αυτή προηγείται άλλων απαιτήσεων, για την εξασφάλιση των οποίων έχουν εγγραφεί μεταγενέστερα προσημειώσεις ή υποθήκες. Εξάλλου το μέρος του πλειστηριάσματος, για το οποίο κατατάχθηκε τυχαία ο δανειστής θα διατεθεί κατά τον τρόπο που ορίζει το άρθρο 978 παρ. 2 ΚΠολΔ, τον οποίο ο υπάλληλος του πλειστηριασμού υποχρεούται να προβλέψει στον πίνακά του και να προβεί σε επικουρική κατάταξη. Για την τροπή της προσημείωσης σε υποθήκη, απαιτείται, όπως προαναφέρθηκε τελεσίδικη δικαστική απόφαση που επιδικάζει την απαίτηση, προκειμένου να αρθεί η αβεβαιότητα της τυχαίας κατάταξης της απαίτησης, που εξασφαλίζεται με προσημείωση υποθήκης (ΑΠ 2352/2009, ΑΠ 1767/2009).
Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 975 αριθ. 5 ΚΠολΔ., στην πέμπτη σειρά των γενικών προνομίων κατατάσσονται οι απαιτήσεις του δημοσίου και των δήμων και κοινοτήτων, ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 61 παρ. 1 του ν.δ/τος 356/1974 “περί Κωδικός Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων (ΚΕΔΕ)” όπως ισχύει, “το Δημόσιο κατατάσσεται εν αναγκαστική εκτελέσει κινητού ή ακινήτου δια τας μέχρι της ημέρας του πλειστηριασμού απαιτήσεις αυτού εκ πάσης αιτίας μετά των πάσης φύσεως προσαυξήσεων και τόκων εν τη υπ’ αριθ. 5 σειρά του άρθρου 975 του Κ.Πολ.Δικ.”. Εξάλλου, με τη διάταξη του άρθρου 24 Ν. 2093/1992 καταργήθηκε η παρ. 2 του άρθρου 61 ΚΕΔΕ, η οποία έθετε περιορισμούς στην προνομιακή κατάταξη του Δημοσίου και έκτοτε το Δημόσιο κατατάσσεται προνομιακά στο 1/3 του πλειστηριάσματος για όλες τις ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις του, ανεξαρτήτως προέλευσης και έτους βεβαίωσης. Η έκταση του προνομίου καλύπτει οποιαδήποτε απαίτηση της οποίας φορέας είναι το Δημόσιο και επομένως περιλαμβάνει όχι μόνο τους πάσης φύσεως φόρους και τέλη μετά των προσαυξήσεων και των τόκων, αλλά και οποιαδήποτε απαίτηση προερχόμενη από δωρεά, κληρονομική διάδοχη, εκχώρηση κλπ.(ΑΠ 1023/2009, ΑΠ 1779/2007). Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο, όπως προκύπτει από την παραδεκτή κατά το άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ επισκόπηση της αναιρεσιβαλλομένης απόφασης δέχθηκε τα ακόλουθα: ” Δυνάμει της υπ’ αρ. 7487/13-7-2011 έκθεσης αναγκαστικού πλειστηριασμού της συμβολαιογράφου …, Α. Ε. – Κ., εκπλειστηριάστηκε στις 13-7-2011, με επίσπευση της καθής η ανακοπή – εφεσίβλητης ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία ” ΤΡΑΠΕΖΑ EFG EUROBANK ERGASIAS ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ” ένα ακίνητο (οριζόντια ιδιοκτησία) του καθού η εκτέλεση -οφειλέτη Α. Τ., που βρίσκεται στις … του Δήμου … , το οποίο είχε κατασχεθεί με την υπ’ αρ. …/9-2-2011 έκθεση αναγκαστικής κατασχέσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Σύρου, Π. Χ., για ικανοποίηση απαίτησης της επισπεύδουσας – καθ’ ης η ανακοπή- εφεσίβλητης, συνολικού ποσού 205.000 €, σε εκτέλεση της με αριθμό 20957/2009 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Το εν λόγω ακίνητο κατακυρώθηκε στην τελευταία υπερθεματίστρια – καθής η ανακοπή – εφεσίβλητη “EFG EUROBANK ERGASIAS ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ”, αντί του ποσού των 123.000 ευρώ.
Στον ανωτέρω πλειστηριασμό αναγγέλθηκαν εμπρόθεσμα η επισπεύδουσα – καθής η ανακοπή – εφεσίβλητη με την από 18-7-2011 αναγγελία της, με την οποία ζήτησε να καταταγεί στον πίνακα κατάταξης δανειστών, που επρόκειτο να συνταχθεί, για ληξιπρόθεσμη απαίτησή της σε βάρος του ανωτέρω οφειλέτη, συνολικού ποσού 360.950,59 €, η οποία της επιδικάσθηκε με τις υπ’ αρ. 20957/2009 και 8487/2007 διαταγές πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, δυνάμει της οποίας είχε εγγραφεί, στις 27-3-2006, για μέρος της ως άνω απαίτησης, ποσού 234.000 €, προσημείωση υποθήκης Α’ τάξης στο ανωτέρω ακίνητο, στο βιβλίο υποθηκών του Υποθηκοφυλακείου …, στον τόμο … και αριθ…. και το ανακόπτον – εκκαλούν, Ελληνικό Δημόσιο, με τις από 21- 7-2011 και 22-7-2011 αντίστοιχα αναγγελίες του Προϊσταμένου της ΔΟΥ Μεγάρων, για απαίτηση από βεβαιωμένα χρέη, ποσού 1.763.756,41 ευρώ, που είναι εξασφαλισμένη για μέρος της εν λόγω απαίτησής της, ποσού 52.278,08 ευρώ, με υποθήκη στο ανωτέρω ακίνητο, που έχει εγγραφεί στις 27-6-2008 στο βιβλίο υποθηκών του Υποθηκοφυλακείου …, στον τόμο … και αριθ…. και … και του Προϊσταμένου της ΔΟΥ Αιγίου, για απαίτηση από βεβαιωμένα χρέη, ποσού 56.469,53 ευρώ. Οι ως άνω αναγγελθείσες απαιτήσεις δεν αμφισβητούνται από τους διαδίκους. Επειδή το επιτευχθέν εκπλειστηρίασμα, δεν επαρκούσε για την ικανοποίηση όλων των αναγγελθεισών απαιτήσεων, η ως άνω υπάλληλος του πλειστηριασμού συνέταξε τον προσβαλλόμενο με αριθμό …/5-9-2011 πίνακα κατάταξης, στον οποίο, όπως αυτός διορθώθηκε με την με αριθμό …/27-9-2011 πράξη της ιδίας συμβολαιογράφου, μετά την αφαίρεση των εξόδων εκτέλεσης, συνολικού ποσού 6.268,20 €, επειδή υπήρχαν απαιτήσεις με γενικά και ειδικά προνόμια, προέβη σε διαχωρισμό του πλειστηριάσματος σε ποσοστά 1/3 και 2/3, σύμφωνα με τα άρθρα 975, 976 και 977 ΚΠολΔ, και στο ποσό των 77.821,20 ευρώ, που αντιστοιχούσε στα 2/3 του πλειστηριάσματος κατέταξε το εκκαλούν- ανακόπτον, ως έχον ειδικό προνόμιο, για το ποσό των 32.822,70 με την αιτιολογία ότι η απαίτησή του (ΔΟΥ Μεγάρων) είναι εξασφαλισμένη με υποθήκη πρώτης τάξης και στο υπόλοιπο ποσό των 44.998,50 ευρώ προνομιακά και τυχαία την εφεσίβλητη – καθ’ ης η ανακοπή, με την αιτιολογία ότι η απαίτησή της είναι εξασφαλισμένη με προσημείωση υποθήκης, που δεν έχει τραπεί ακόμη σε υποθήκη και στο ποσό των 38.910,60 ευρώ, που αντιστοιχούσε στο 1/3 του πλειστηριάσματος, κατέταξε το εκκαλούν – ανακόπτον, ως έχον γενικό προνόμιο στο 1/3 του πλειστηριάσματος, δια των Δ.Ο.Υ. Μεγάρων και Αιγίου και συγκεκριμένα τη ΔΟΥ Μεγάρων για ποσό 19.455,30 ευρώ και τη ΔΟΥ Αιγίου για ποσό 19.455,30 ευρώ. Ο ως άνω τρόπος κατάταξης των αναγγελθέντων δανειστών είναι, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα στη νομική σκέψη, εσφαλμένος. Και τούτο …η απαίτηση της εφεσιβλήτου- καθής η ανακοπή ήταν εξασφαλισμένη για το ποσό των 234.0000 ευρώ, με προσημείωση υποθήκης , η οποία είχε εγγραφεί στο βιβλία υποθηκών στις 27-3-2006 και επομένως είχε χρονική προτεραιότητα στα 2/3 του πλειστηριάσματος, έναντι των με ειδικό προνόμιο απαιτήσεων του εκκαλούντος – ανακόπτοντος και έπρεπε να καταταγεί στον πίνακα, πριν από τις απαιτήσεις αυτού, τυχαίως όμως, ήτοι υπό την αίρεση της τελεσίδικης επιδικάσεως της απαίτησης και σε περίπτωση μη πληρώσεως της αιρέσεως, έπρεπε να καταταγεί η απαίτηση του εκκαλούντος- ανακόπτοντος, λαμβανομένου υπόψη ότι η απαίτηση του τελευταίου είχε εξασφαλιστεί για το ποσό των 52.278,08 ευρώ, με υποθήκη πρώτης τάξης, που όμως είχε εγγραφεί στα βιβλία υποθηκών, σε μεταγενέστερο χρόνο, ήτοι στις 27-6-2008 .
Συνεπώς, εφόσον η μεταξύ τους σειρά, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα στη νομική σκέψη, κανονίζεται από τον χρόνο εγγραφής της υποθήκης ή της προσημείωσης, η χρονικώς προγενέστερη ασφάλεια, αποκλείει την ικανοποίηση της μεταγενέστερης. Κατά συνέπεια, στα 2/3 του πλειστηριάσματος, δηλαδή στο ποσό των 77.821,20 €, έπρεπε να καταταγεί προνομιακά και τυχαία η εφεσίβλητη – καθ’ ης η ανακοπή, ως έχουσα ειδικό προνόμιο, που προηγείται κατά χρονική σειρά του ειδικού προνομίου του ανακόπτοντος, και όχι στο ποσό των 44.998,50 ευρώ, που κατετάγη και στο 1/3 του πλειστηριάσματος, δηλαδή στο ποσό των 38.910,60 €, έπρεπε να καταταγεί, όπως και κατετάγη , συνολικά το εκκαλούν – ανακόπτον, δια των Δ.Ο.Υ. Μεγάρων και Αιγίου, ως έχον ειδικό προνόμιο (άρθρα 975 αρ. 5, 61 ΚΕΔΕ). Επομένως ο λόγος της ανακοπής, τον οποίο επαναφέρει και ως μοναδικό λόγο έφεσης, με τον οποίο το ανακόπτον Ελληνικό Δημόσιο, ισχυρίζεται ότι έπρεπε, να καταταγεί αυτό, δια της Δ.Ο.Υ. Μεγάρων, στον προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης, για ολόκληρο το ποσό των 52.278 ευρώ , που είχε εξασφαλιστεί με υποθήκη, από τα 2/3 του πλειστηριάσματος και η καθής η ανακοπή τυχαία για το υπόλοιπο ποσό των 2/3 του πλειστηριάσματος, ήτοι για το ποσό των 25.543,21 ευρώ και να αποβληθεί η καθ’ ης η ανακοπή από αυτόν για το ποσό των 19.455,29 ευρώ για το οποίο κατετάγη παράνομα και να καταταγεί στη θέση της το ίδιο (ανακόπτον) για το ως άνω ποσό των 19.455, 29 ευρώ, ώστε να καταταγεί το ίδιο ( δια την Δ.Ο.Υ. Μεγάρων και Αιγίου στο συνολικό ποσό των 91.233,33 ευρώ, αντί του ποσού των 71.733,30 ευρώ που έχει καταταγεί, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Κατόπιν τούτου, απέρριψε την έφεση του αναιρεσείοντος κατά της ομοίως κρίνασας πρωτόδικης απόφασης, με την οποία, κατά μερική αποδοχή της σχετικής ανακοπής του αναιρεσιβλήτου, μεταρρύθμισε τον επίμαχο πίνακα διανομής του πλειστηριάσματος και κατέταξε σ’ αυτόν, σύμφωνα με τις ανωτέρω διακρίσεις, τα ήδη διάδικα μέρη, δίχως όμως να μεταρρυθμίσει τον ως άνω πίνακα υπέρ της καθ’ ης η ανακοπή.
Με την εκτεθείσα κρίση του, το Εφετείο δεν παρεβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή τις προαναφερθείσες διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου των άρθρων 977 και 1007 ΚΠολΔ, ο δε περί του αντιθέτου πρώτος, από το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, λόγος της αίτησης αναίρεσης, καθώς και ότι κατά παράβαση της αρχής της διάθεσης και του αρ. 9 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, όπως ισχυρίζεται με τον δεύτερο λόγο αναίρεσης, δέχθηκε ότι ήταν εσφαλμένη η κατάταξη της καθ’ ης στο ποσό των 44998,50 ευρώ και όχι σε ολόκληρο το χωρισθέν ποσό των 2/3 του πλειστηριάσματος εκ 77821,20 ευρώ, λόγω του ότι αυτή είχε προηγούμενη κατά χρόνο και συνεπώς προτιμώμενη του ανακόπτοντος εγγραφείσα προσημείωση υποθήκης, εν τέλει όμως δεν κατέταξε την καθ’ης για όλο το ως άνω ποσό των 77821,20, διότι η ίδια δεν είχε ασκήσει αυτοτελή ανακοπή κατά του ως άνω πίνακος κατάταξης και ουδόλως ο τελευταίος μεταρρυθμίστηκε, πλην της επισημείωσης ότι το ανακόπτον κατατάσσεται επικουρικά δηλ. για την περίπτωση της ματαίωσης της αίρεσης τελεσίδικης επιδίκασης της απαίτησης της καθ’ ης εκ ποσού 44958 ευρώ για το οποίο αυτή κατατάχθηκε προνομιακά και τυχαία, κατά το επικουρικώς γενόμενο δεκτό αίτημα του ανακόπτοντος, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Κατ’ ακολουθίαν, αφού δεν υπάρχει άλλος αναιρετικός λόγος προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και να καταδικαστεί το αναιρεσείον λόγω της ήττας του (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ) στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης που κατέθεσε προτάσεις μειωμένα όμως κατά το άρθρο 22 παρ. 1 ν. 3693/1957 σε συνδ. με το άρθρο 2 της υπ’ αριθμ. 134423/1992 ΚΥΑ των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης που εκδόθηκε κατ’εξουσιοδότηση του άρθρου 5 παρ. 12 ν. 1738/1987 κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 22-5-2019 αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 75/2017 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αιγαίου.
Καταδικάζει το αναιρεσείον στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει σε τριακόσια (300) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 20 Δεκεμβρίου 2021.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 17 Ιανουαρίου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ