Αριθμός 436/2020
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Ασπασία Μαγιάκου, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη, Λάμπρο Καρέλο, εισηγητή, Ανθή Γκάμαρη, Ζαμπέτα Στράτα, Μαρία Μουλιανιτάκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 2 Οκτωβρίου 2019, με την παρουσία και της γραμματέως Σπυριδούλας Τζαβίδη, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: α) Γ.Κ. Κ. και β) Κ. Γ. Κ – Φ., που εκπροσωπείται νόμιμα από τους γονείς του Γ. Κ. Κ. και Π. Ι. Φ., κατοίκων ………, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Βασίλειο Χαραλάμπη.
Του αναιρεσιβλήτου Ι. Π. Μ., κατοίκου ………………… ο οποίος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ελευθέριο Σεραφείμ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 24-6-1996 αγωγή του αναιρεσιβλήτου στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 4206/1997 του παραπάνω Δικαστηρίου, 10241/1998 και 5419/2012 του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών και 2152/2014 του Αρείου Πάγου, με την οποία αναιρέθηκαν οι ανωτέρω 10241/1998 και 5419/2012 αποφάσεις και αναπέμφθηκε η υπόθεση στο ίδιο Δικαστήριο, το οποίο εξέδωσε τελικά την 1833/2016 απόφασή του. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 28-5-2018 αίτησή τους, η συζήτηση της οποίας ορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης αυτής.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης, που έγινε με τη σειρά εγγραφής της στο πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως αναφέρεται παραπάνω και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους ζήτησαν των αναιρεσειόντων την παραδοχή και του αναιρεσιβλήτου την απόρριψη της αίτησης, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική του δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις των άρθρων 34, 35 ΑΚ, 62, 73 και 313 παρ. 1δ ΚΠολΔ, σε συνδυασμό και με εκείνες των άρθρων 286 επ. του ίδιου Κώδικα, που, κατά το άρθρο 573 παρ. 1 του Κώδικα αυτού, εφαρμόζονται και στην αναιρετική δίκη, προκύπτει ότι, σε περίπτωση θανάτου κάποιου διαδίκου πριν από την αμετάκλητη περάτωση της δίκης, αν ο θάνατος επήλθε μετά το πέρας της συζήτησης, μετά την οποία εκδίδεται η οριστική απόφαση, οπότε δεν υπάρχει εκκρεμής πλέον δίκη, ούτε στάδιο εφαρμογής των διατάξεων για διακοπή και επανάληψη της δίκης, το ένδικο μέσο της αναίρεσης κατά της απόφασης αυτής ασκείται, σύμφωνα με το άρθρο 556 παρ. 1 ΚΠολΔ, από τους καθολικούς διαδόχους (κληρονόμους) του αποβιώσαντος (ΑΠ 562/2017, ΑΠ 1361/2008).
Εν προκειμένω, η υπό κρίση αίτηση, κατά το κύριο αίτημά της, στρέφεται κατά της 1833/2016 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Η απόφαση αυτή, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της δίκης, εκδόθηκε μετά την 2152/2014 απόφαση του Αρείου Πάγου. Με την τελευταία αυτή απόφαση αναιρέθηκαν οι 10241/1998 και 5419/2012 αποφάσεις του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών κατά το κεφάλαιό τους που αναφέρεται στην αναιρετική απόφαση, με την παραδοχή ενός από τους περισσότερους κύριους και πρόσθετους λόγους αναίρεσης της τότε αναιρεσείουσας Κ. Κ., χωρίς να ερευνηθούν οι λοιποί λόγοι. Με την προσβαλλόμενη 1833/2016 απόφαση: α) απερρίφθη, αντιμωλία των διαδίκων, έφεση του αναιρεσιβλήτου κατά της 4206/1997 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία είχε απορριφθεί κατά ένα μέρος αγωγή του αναγνώρισης της ακυρότητας πράξης οροφοκτησίας κλπ και η οποία έφεση είχε γίνει δεκτή με τις αναιρεθείσες αποφάσεις, β) απερρίφθη “ως απαράδεκτη η αίτηση της ανωτέρω Κ. Κ. στο Δικαστήριο της παραπομπής για επανεκδίκαση της αντέφεσης”, την οποία αντέφεση είχε ασκήσει αυτή με ξεχωριστό δικόγραφο κατά της ανωτέρω πρωτοβάθμιας απόφασης και κατά το μέρος, που, ως προς την πράξη κανονισμού της πολυκατοικίας, είχε κάνει δεκτή την αγωγή του αναιρεσιβλήτου και η οποία αντέφεση είχε απορριφθεί με τις αναιρεθείσες αποφάσεις, γ) απορρίφθηκαν ως απαράδεκτοι, επειδή παρήλκε, κατόπιν των ανωτέρω ως προς την αντέφεση, η έρευνά τους, οι πρόσθετοι λόγοι αντέφεσης, που είχε ασκήσει με ξεχωριστό δικόγραφο η ανωτέρω Κ. Κ. το πρώτον στο Δικαστήριο της παραπομπής και δ) απορρίφθηκε ως αναπόδεικτο το αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων, που είχε υποβάλλει με τις προτάσεις της στο Δικαστήριο της παραπομπής η Κ. Κ.. Η υπόθεση συζητήθηκε στο Δικαστήριο της παραπομπής την 1-10-2015. Μετά τη συζήτηση και, συγκεκριμένα, στις 22-1-2016, πέθανε η τότε αναιρεσείουσα Κ. Κ. και κατέλειπε κληρονόμους της τους παραπάνω αναιρεσείοντες, όπως προκύπτει από τα οικεία έγγραφα, που νόμιμα αυτοί προσκομίζουν και επικαλούνται και δεν αμφισβητείται ειδικότερα από τον αναιρεσίβλητο.
Συνεπώς, σύμφωνα με τη σκέψη που προεκτέθηκε, παραδεκτά και νόμιμα ασκείται η υπό κρίση αίτηση από αυτούς. Με την εν λόγω αίτηση ζητείται, κυρίως μεν, η αναίρεση της προσβαλλόμενης ανωτέρω 1833/2016 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, επικουρικά δε, για την περίπτωση, δηλαδή, απόρριψης της αίτησης αυτής, η εξέταση των μη ερευνηθέντων λόγων της ανωτέρω αρχικής αίτησης αναίρεσης και των προσθέτων αυτής λόγων κατά των 10241/1998 και 5419/2012 αποφάσεων του ίδιου παραπάνω Δικαστηρίου, οι οποίοι λόγοι, σύμφωνα με όσα προεξετέθησαν, δεν εξετάσθηκαν με την ανωτέρω 2152/2014 απόφαση του Αρείου Πάγου. Η αίτηση, κατά το παραπάνω κύριο αίτημά της, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495, 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ. 1 ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 παρ. 3 ΚΠολΔ). Παραδεκτά, επίσης και νόμιμα, εξαιτίας του θανάτου της αρχικώς αναιρεσείουσας Κ. Κ., ασκείται και ως προς το επικουρικό αίτημά της, ως προς το οποίο αποτελεί κλήση επαναφοράς για συζήτηση των μη ερευνηθέντων από 19/3/2013 κύριων και από 23/10/2013 πρόσθετων λόγων της αρχικής αίτησης αναίρεσης, σύμφωνα με όσα εκτίθενται ειδικότερα παρακάτω και το οποίο αίτημα θα εξεταστεί, αν πληρωθεί η αίρεση απόρριψης του παραπάνω κυρίου αιτήματος, υπό την οποία ασκείται.
1. Αν το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης στηρίζεται αυτοτελώς σε δύο ή περισσότερες επάλληλες αιτιολογίες και με το λόγο αναίρεσης πλήττεται μία μόνο από αυτές, ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αλυσιτελής, αφού οι μη πληττόμενες αιτιολογίες στηρίζουν επαρκώς το διατακτικό της προσβαλλομένης απόφασης. Το ίδιο συμβαίνει, όταν με τους λόγους αναίρεσης πλήττονται όλες οι αιτιολογίες, αλλά η προσβολή μιας από αυτές δεν τελεσφορεί (ΑΠ 1005/2014, ΑΠ 823/2012).
Εν προκειμένω, από την παραδεκτή επισκόπηση των αποφάσεων του Εφετείου Αθηνών 10241/1998 εν μέρει προδικαστικής και εν μέρει οριστικής και 5419/2012 οριστικής, που κδόθηκαν μετά από έφεση του αναιρεσιβλήτου και αντέφεση με ξεχωριστό δικόγραφο της δικαιοπαρόχου των αναιρεσειόντων Κ. Κ. κατά της 4206/1997 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κρίθηκε ότι είναι άκυρη η κατά κυριότητα μεταβίβαση στην ανωτέρω Κ. Κ. , με το νόμιμα μεταγεγραμμένο, μεταξύ αυτής και του αναιρεσιβλήτου, ……….. συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Πειραιά ………….., ως αυτοτελών οριζοντίων ιδιοκτησιών, των επιδίκων τεσσάρων (4) χώρων στάθμευσης αυτοκινήτων στην πιλοτή της αναφερόμενης πολυκατοικίας, στην οποία οι αντίδικοι είναι κύριοι διαμερισμάτων, αφενός μεν διότι ενήργησε καθ’ υπέρβαση της συμβολαιογραφικής πληρεξουσιότητάς του ο συμβληθείς, ως αντιπρόσωπος του αναιρεσιβλήτου, στην ανωτέρω σύμβαση σύζυγος της Κ. Κ. Κ. Κ. , αφετέρου δε διότι με τη μεταβίβαση αυτή παραβιάστηκαν οι, με ποινή την ακυρότητα της σύμβασης, αναγκαστικού δικαίου διατάξεις του άρθρου 1 του νόμου 1221/1981. Ειδικότερα, με την πρώτη των ανωτέρω αποφάσεων (10241/1998) έγιναν δεκτά τα εξής: “Οι υπό κρίση έφεση και παραδεκτά και νόμιμα ασκηθείσα αντέφεση, που αναφέρεται σε κεφάλαια της εκκαλουμένης, τα οποία συνέχονται αναγκαστικά με τα εκκληθέντα, κατά της 4206/1997 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ασκήθηκαν κατά τους νομίμους τύπους και εμπροθέσμως. Πρέπει, συνεπώς, αφού διαταχθεί πρώτα η ένωση και συνεκδίκασή τους, ως συναφών, να γίνουν αυτές τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητα των λόγων τους. Με την υπό κρίση αγωγή του ο ενάγων-εκκαλών, την οποία απηύθηνε προς το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, κατά της εφεσίβλητης-εναγομένης ζητούσε, για τους λόγους που σ’ αυτή (αγωγή) αναφέρονταν, τα παρακάτω: α) να αναγνωριστεί η ακυρότητα της συμβολαιογραφικής πράξης ………, λόγω ελλείψεως πληρεξουσιότητας (αλλιώς λόγω μη μεταγραφής της ως κανονισμού), αλλιώς και επικουρικότερα ως αισχροκερδής, β) να αποδοθούν σ’ αυτόν (στη συγκυριότητά του) οι αφαιρεθέντες απ’ αυτόν κοινόκτητοι και κοινόχρηστοι χώροι και πράγματα, που προσδιορίζονταν ειδικότερα στην αγωγή, γ) να υποχρεωθεί η εναγομένη και με προσωπική της κράτηση να του καταβάλει: 1) ποσό δρχ. 1.000.000, ως αποζημίωση και ν’ αναγνωριστεί η υποχρέωσή της προς καταβολή σ’ αυτόν των υπολοίπων 3.987.500 δρχ., σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην αγωγή και 2) ποσό δρχ. 1.000.000, ως ηθική βλάβη, σύμφωνα με τα σ’ αυτή επίσης εκτεθέντα. Με τις προτάσεις του ζήτησε ν’ αναγνωριστεί ότι η εναγομένη οφείλει να του καταβάλει όλα τα πιο πάνω ποσά εντόκως από του μηνός Ιανουαρίου 1982, αλλιώς από 29-10-1982, που αυτή κατέχει τους αποδοτέους σ’ αυτόν χώρους. Με τέτοιο περιεχόμενο και αίτημα η αγωγή είναι νομικά βάσιμη και ορισμένη: α) ως προς την κυρία βάση της, δηλ. καθ’ ό μέρος ζητείται ν’ αναγνωρισθεί ότι ο ενάγων δεν δεσμεύεται από την ……… συμβ/κή πράξη, ως προς τις περιλαμβανόμενες σ’ αυτή διατάξεις που αποτελούν κανονισμό, διότι καταρτίστηκε χωρίς εξουσία αντιπροσωπεύσεώς του και β) ως προς την (κυρία επίσης) βάση της, καθ’ ο εμειώθη η αξία των σ’ αυτόν (ενάγοντα) ανηκόντων κατά κυριότητα 183,20 τμ της οριζοντίου ιδιοκτησίας του επί του β’ ορόφου της πολυκατοικίας (Β/1 και Β/2 διαμερισμάτων), κατά 14,25 τμ, καθώς και το ποσοστό συμμετοχής του κατά 10 τμ, (ήτοι 4 Χ 2,5 Χ 4) επί της κοινής πυλωτής και κατά άλλα 24 τ. μέτρα επ’ αυτής κατά τον υπόλοιπο χώρο των 120 τετ. μέτρων, στηριζομένη στις σε συνδυασμό λαμβανόμενες και εν ροκειμένω εφαρμογή έχουσες διατάξεις των άρθρων 211, 216 και 229 ΑΚ και 1 επ. 9, 32 παρ. 4 νδ 8/1973, 4, 13 ν. 3741/29 και 70 ΚΠολΔ. Επομένως, η πιο πάνω εκκαλουμένη οριστική απόφαση, η οποία δέχτηκε την αγωγή ως νόμιμη μόνο κατά το άνω υπό στοιχ. (α) σκέλος της και απέρριψε αυτή ως προς το (β), καίτοι στην αγωγή επαρκώς και ορισμένως περιγραφόταν και τα τετραγωνικά μέτρα του επιμάχου Β’ ορόφου και της πυλωτής (ποσοστό συγκυριότητας), όσο και η αξία μειώσεώς τους, έσφαλε και κατέστησε εαυτή εξαφανιστέα, σύμφωνα με τους προς τούτο νομίμους και ως βασίμους κατ’ ουσίαν κριθέντες με στοιχ. 3, 3α, 4β λόγους εφέσεως του εκκαλούντος, όπως ακολουθεί παρακάτω. Η αμέσως πιο πάνω αγωγή ήταν και είναι μη νόμιμη, αλλιώς αόριστη ως προς τις αμέσως πιο κάτω κυρία και επικουρικές βάσεις της, όπως ορθά έκρινε η άνω εκκαλουμένη και ειδικότερα: 1) ως προς την (κυρία επίσης) βάση, με την οποία ζητείται ν’ αναγνωρισθεί, ότι η καταρτισθείσα με το ……… συμβόλαιο τροποποιητική πράξη της ένδικης οροφοκτησίας δεν επάγεται έννομα αποτελέσματα για τον ενάγοντα, ως καταρτισθείσα χωρίς εξουσία αντιπροσωπεύσεώς του, σύμφωνα με τις σκέψεις που εκτίθενται στην εκκαλούμενη απόφαση. 2) Ως προς τα αγωγικά κονδύλια που αφορούν αποζ/ση από τη μείωση του κοινόχρηστου χώρου, του υπογείου και του δώματος και από τη στέρηση χρήσης των κοινοχρήστων χώρων του υπογείου, ισογείου και του δώματος, καθώς και αυτά από τη στέρηση χρήσης του ακαλύπτου χώρου του οικοπέδου (ως αόριστη), καθόσον ο ενάγων δεν εξέθετε με πληρότητα και σαφήνεια στην αγωγή και τις προτάσεις του, σε τί συνίσταντο οι εν λόγω ζημίες του, καθώς και τον τρόπο υπολογισμού τους (άρθρα 118, 216 ΚΠολΔ). 3) Καθόσον αφορά το κονδύλιο, που αφορά τη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, διότι το δικαίωμα της προσωπικότητος προσβάλλεται από την παρακώλυση της χρήσης των κοινοχρήστων πραγμάτων, κατά την έννοια του άρθρου 967 ΑΚ, που είναι ανεπίδεκτα χρησικτησίας και συναλλαγής και δεν μπορούν ν’ αποτελέσουν αντικείμενο της, κατά το ιδιωτικό δίκαιο, κτήσης, είτε κατά κυριότητα, είτε κατά νομή. 4) Καθόσον αφορά την επικουρική βάση της, με την οποία ζητείται ν’ αναγνωριστεί η ακυρότητα της επίδικης άνω συμβ/κής πράξεως, κατά τις διατάξεις της που αφορούν κανονισμό, λόγω μη μεταγραφής της και ως κανονισμού, καθόσον, κατά τις ορθές σκέψεις της εκκαλουμένης, η παράλειψη της μεταγραφής της και ως κανονισμού έχει ως συνέπεια ότι δεν αποκτά εμπράγματο χαρακτήρα, ώστε να ισχύει και για τους ειδικούς ή καθολικούς διαδόχους των ιδιοκτητών από τους οποίους υπογράφηκε και δεν συνεπάγεται ακυρότητα του κανονισμού ως δικαιοπραξίας μεταξύ των συνιδιοκτητών και 5) καθόσον αφορά το υποβαλλόμενο χωρίς τήρηση προδικασίας τινος αίτημα περί αποδόσεως των υπολοίπων κοινοκτήτων και κοινοχρήστων χώρων, που είναι επίσης απαράδεκτο και απορριπτέο, για τον στην άνω απόφαση επίσης αναφερόμενο λόγο. Για το τυπικά παραδεκτό της υπό κρίση αγωγής καταβλήθηκε το προσήκον τέλος δικαστικού ενσήμου και τηρήθηκαν οι υπόλοιπες νόμιμες διατυπώσεις (επίδοση σε οικον. έφορο, εγγραφή στα οικεία βιβλία διεκδικήσεων), σύμφωνα με τις σκέψεις της εκκαλουμένης, η οποία ως προς τα άνω σημεία δεν προσβάλλεται με την έφεση. Η εναγομένη με τα πρακτικά και τις προτάσεις της αρνήθηκε αιτιολογημένα την αγωγή και πρότεινε τις ενστάσεις α) εικονικότητας της άνω ένδικης πώλησης με το …………συμβόλαιο συμβ/φου Πειραιά ………………., διατεινομένη ειδικότερα, ότι υπό την άνω πώληση (εικονική) υποκρύπτεται δωρεά έγκυρη και β) καταχρηστικής άσκησης της αγωγής κατ’ άρθρο 281 ΑΚ, εκ μέρους του ενάγοντος και εγκρίσεως της ένδικης …………… πράξης εκ μέρους του επίσης, οι οποίες ορθώς επίσης απερρίφθησαν από την άνω εκκαλουμένη, καθόσον: 1) όσον αφορά το πρώτο, διότι και η δωρεά, εφόσον περιβληθεί τον τύπο του συμβ/κού εγγράφου και μεταγραφεί, αποτελεί νόμιμη αιτία μεταβιβάσεως ακινήτου, όπως και η πώληση (απορρίφθηκε η ένσταση ως αλυσιτελής) και 2) καθόσον αφορά τη δεύτερη άνω ένσταση, αυτή αφορά τις περιλαμβανόμενες διατάξεις, με τις οποίες τροποποιείται η συστατική πράξη της οροφοκτησίας και όχι τις διατάξεις, που αποτελούν τον επίμαχο κανονισμό της ένδικης πολυκατοικίας (απορρίφθηκε η ένσταση ως άνευ αντικειμένου). Έγινε συζήτηση επί της πιο πάνω αγωγής και εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, η οποία, όπως προειπώθηκε, έκανε δεκτή την αγωγή κατά ένα μέρος και συμψήφισε ολικά τη δικαστική δαπάνη του πρώτου βαθμού μεταξύ των διαδίκων, λόγω μερικής νίκης και ήττας καθενός από τους διαδίκους, αλλά και λόγω της στενής συγγενείας τους, κατ’ άρθρο 179 ΚΠολΔ (είναι αυτοί αδέλφια). Κατά της εκκαλουμένης παραπονούνται, τόσο ο εκκαλών-ενάγων και μάλιστα καθ’ ο μέρος απορρίφτηκε η αγωγή του, όσο και η αντεκκαλούσα-εναγομένη καθ’ ο μέρος έγινε δεκτή η άνω αγωγή (προσβάλλει αυτή κεφάλαια αναγκαίως συνεχόμενα με την έφεση) και ζητούν ο μεν πρώτος την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, ώστε να γίνει καθ’ ολοκληρίαν δεκτή η αγωγή του, η δε δευτέρα την εξαφάνιση επίσης της άνω εκκαλουμένης, ώστε ν’ απορριφθεί η αγωγή καθ’ ολοκληρίαν ως αβάσιμη, αμφότεροι δε την καταδίκη ο καθένας στη δικαστική δαπάνη του άλλου και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας. I: Ειδικότερα, ως προς τους κατ’ ιδίαν προβαλλομένους λόγους εφέσεως του εκκαλούντος. 1) Με τον πρώτο λόγο έφεσης, παραπονείται ο εκκαλών, ότι κατά την υπογραφή της επίμαχης …………….. τροποποιητικής πράξεως συστάσεως οριζοντίου ιδιοκτησίας του συμβ/φου Πειραιά ………………, στην οποία συνεβλήθη αυτός δια του πληρεξουσίου του Κ. Κ. , υπερέβη αυτός ο πληρεξούσιος τις εντολές που είχε, δυνάμει του άνω πληρεξουσίου του αυτού συμβ/φου και ότι η πράξη αυτού του πληρεξουσίου είναι αντίθετη προς τα συμφέροντά του (εκκαλούντος). Ο αμέσως πιο πάνω λόγος εφέσεως πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος και κατ’ ουσίαν, καθόσον ο άνω πληρεξούσιος ενήργησε καθ’ υπέρβαση της εντολής, που του παρείχε το άνω ……. πληρεξούσιο, σύμφωνα με τα στην προηγούμενη σκέψη εκτεθέντα και εντεύθεν να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση ως προς το σημείο αυτό (βλ. και περιεχόμενα ……………. συμβολαίων). Με το δεύτερο λόγο της έφεσης παραπονείται ο εκκαλών, ότι η εκκαλουμένη δεν έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό του, σύμφωνα με τον οποίο έπρεπε ν’ ακυρωθεί η επίμαχη …….. τροποποιητική πράξη, ως αντικείμενη στα χρηστά ήθη, αλλιώς ως αισχροκερδής (άρθρα 178, 179 ΑΚ), διατεινόμενος; ειδικότερα, ότι η εναγομένη αδελφή του προέβη στην κατάρτισή της, εκμεταλλευομένη: Α) την εμπιστοσύνη του προς αυτή, για την οποία πίστευε, ότι ουδέποτε θα ενεργούσε επί ζημία του, για τον οποίο λόγο δεν της ζήτησε λογαριασμό δαπανών για την ανέγερση της οικοδομής ή αποδείξεις καταβολής χρημάτων ή εξηγήσεις για το άνω πληρεξούσιο το οποίο υπέγραψε, χωρίς επίγνωση του περιεχομένου του. Β) Την απουσία του ως ναυτικού και την απειρία του περί τις οικοδομικές εργασίες, το γεγονός ότι εν όψει αποκτήσεως δύο τέκνων του τον Αύγουστο του 1981 και Απρίλιο του 1983, αντίστοιχα, ετέλει αυτός σε εύφορη και έντονη ψυχολογική κατάσταση και Γ) τη συζυγική της σχέση με τον Κ. Κ., τον οποίο πίεσε ψυχολογικά και συναισθηματικά να συμπράξει. Ο αμέσως πιο πάνω λόγος έφεσης (επικουρική βάση της αγωγής) θα πρέπει ν’ απορριφθεί ως μη νόμιμος -και ορθώς απορρίφθηκε από την εκκαλουμένη- διότι τα επικαλούμενα για τη θεμελίωσή του πραγματικά περιστατικά δεν πληρούν τις προϋποθέσεις των άρθρων 178 και 179 ΑΚ, καθόσον, ειδικότερα, ο νόμος προς θεμελίωση της αγωγής, στηριζομένης στην αισχροκερδή δικ/ξία, απαιτεί επιπροσθέτως, παρεκτός της εκμ/σεως της ανάγκης ή τινός απειρίας και την ύπαρξη σαφούς (προφανούς) δυσαναλογίας παροχής και αντιπαροχής, πράγμα το οποίο δεν αναγράφεται ουδ’ εκ πλαγίου έστω ούτε στην αγωγή, ούτε στις προτάσεις και την έφεση. Μέχρι την έναρξη της ισχύος της διατάξεως του άρθρου 1 ν. 1221/1981, η οποία αντικατέστησε τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 5 εδ. τελευταίο του ν. 960/1971 “περί επιβολής υποχρεώσεων προς δημιουργία χώρων σταθμεύσεως αυτοκινήτων για την εξυπηρέτηση των κτιρίων”, ήταν έγκυρη η συμφωνία των οροφοκτητών για κατάργηση του κοινοχρήστου χαρακτήρα της “πυλωτής” και τη μεταβίβαση του χώρου αυτής κατά κυριότητα σε όλους ή ορισμένους απ’ αυτούς, εφόσον η σχετική συμφωνία καταρτιζόταν μεταξύ όλων των συνιδιοκτητών με συμβ/κό έγγραφο και καταχωριζόταν στα οικεία βιβλία μεταγραφών. Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 13 παρ. 1 ν. 3741/1929, κάθε σύμβαση, που κανονίζει ή μεταβάλλει τα αμοιβαία δικ/τα και τις υποχρεώσεις των ιδιοκτητών, γίνεται με συμβ/κό έγγραφο και καταχωρίζεται στο βιβλίο μεταγραφών, ενώ σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 13 παρ. 3 του ίδιου νόμου, οι περιορισμοί της κυριότητας, που απορρέουν από την πιο πάνω σύμβαση, έχουν το χαρακτήρα δουλείας (κατά την έννοια του προηγουμένου άρθρου). Από το συνδυασμό των πιο πάνω διατάξεων συνάγεται, ότι μπορεί να ρυθμιστεί με νόμιμο τρόπο (παμψηφία ιδιοκτητών + συμβ/κό έγγραφο + μεταγραφή) η χρήση ενός κοινού πράγματος ή τμήματός του, το οποίο δεν μπορεί ν’ αποτελέσει αυτοτελώς αντικείμενο εμπραγμάτων δικαιωμάτων, οπότε το κοινό πράγμα εξακολουθεί να παραμένει κοινόκτητο και δεν μπορεί να μεταβιβασθεί, υποθηκευθεί, κατασχεθεί κτλ, ενώ αντιθέτως μπορεί να πάψει να είναι κοινόκτητο και νομίμως να δοθεί κατά χρήση σε άλλη ή άλλες οριζόντιες ιδιοκτησίες της ίδιας οικοδομής, υπό την προϋπόθεση όμως, ότι αυτό μπορεί να γίνει μόνο όταν το κοινό πράγμα δεν είναι απαραίτητο για την εύρυθμη λειτουργία της οικοδομής και δεν χρησιμεύει, σύμφωνα με τη φύση και τον προορισμό του στην κοινή χρήση του οικοδομήματος και των συνιδιοκτητών. Εάν όμως συντρέχουν οι τελευταίοι όροι, η παραχώρηση αυτή είναι άκυρη, γιατί αντιστρατεύεται κανόνες αναγκαστικού δικαίου, που αφορούν τη δημόσια τάξη. Σύμφωνα με τα πιο πάνω ο με στοιχ. 3 (β) λόγος έφεσης πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος και κατ’ ουσίαν και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, παρεκτός από τους λόγους που ήδη προαναφέρθηκαν και για το λόγο αυτό, απορριπτομένου μετά από αυτά ως αβασίμου του ισχυρισμού της εναγομένης, διατεινομένης ότι η κατ’ αρχήν άκυρη μεταβιβαστική της άνω κυριότητας συμφωνία, μπορεί, κατά μετατροπή, σύμφωνα με το άρθρο 182 ΑΚ, να ισχύσει ως “εμπραγματοποιημένη” συμφωνία αποκλειστικής χρήσεως της επίμαχης πυλωτής, καθό δεν συντρέχουν, κατά την κρίση του Εφετείου, οι προς τούτο απαιτούμενες νόμιμες προϋποθέσεις. Πρέπει επίσης ν’ απορριφθούν ως αβάσιμοι οι με στοιχ. 4 (α) και (4β) λόγοι έφεσης του εκκαλούντος και ορθώς απερρίφθησαν από την άνω εκκαλουμένη απόφαση, καθόσον: 1) το δικαίωμα της προσωπικότητος προσβάλλεται από την παρακώλυση της χρήσης των κοινοχρήστων πραγμάτων, κατά την έννοια των άρθρων 967 και 968 ΑΚ, που είναι ανεπίδεκτα χρησικτησίας και συναλλαγής και δεν μπορούν ν’ αποτελέσουν αντικείμενο της κατά το ιδιωτικό δίκαιο κτήσης, είτε κατά κυριότητα, είτε κατά νομή και χρήση, περί ων εδώ δεν πρόκειται. Και 2) Εν αναφορά προς τα κονδύλια της αποζ/σεως από τη στέρηση των στην αγωγή αναφερομένων κοινοκτήτων χώρων και του ακαλύπτου χώρου του οικοπέδου, καθόσον ο ενάγων δεν εξέθετε στην αγωγή του, σε τί συνίσταντο οι εν λόγω ζημίες του, καθώς και ποίος ο τρόπος υπολογισμού τους. II: Ως προς τους προβαλλομένους λόγους αντεφέσεως: Αυτοί θα πρέπει ν’ απορριφθούν ως μη νόμιμοι και αβάσιμοι κατ’ ουσίαν, αντίστοιχα, επομένως και η αντέφεση στο σύνολό της, για τους αμέσως πιο κάτω λόγους: 1) καθόσον αφορά την και πάλι με την αντέφεση, νομοτύπως εκ μέρους της εναγομένης-αντεκκαλούσας προβληθείσα παραδεκτώς προς υπεράσπιση κατά της εφέσεως ένσταση καταχρήσεως δικ/τος (άρθρο 281 ΑΚ), μόνη η αδράνεια του δικαιούχου ν’ ασκήσει το δικαίωμά του έστω και επί μακρύ χρονικό διάστημα, δεν συνιστά καταχρηστική άσκηση δικ/τος, με την έννοια του άνω άρθρου (281 ΑΚ), αν δεν συνοδεύεται και από άλλα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά, τα οποία, είτε μόνα τους, είτε με την άνω αδράνεια, δημιούργησαν στην ασκήσασα την άνω ένσταση εναγομένη την πεποίθηση, ότι ο ενάγων δεν θ’ ασκήσει το δικ/μά του και 2) καθόσον αφορά τον ισχυρισμό της (αντεκκαλούσας), ότι ο ενάγων ενέκρινε, αλλιώς αποδέχτηκε και τις ως άνω επίμαχες διατάξεις, που αναφέρονται στον κανονισμό λειτουργίας της πολυκατοικίας, διότι ο ενάγων, μόλις έλαβε γνώση της επίμαχης και παράνομης άνω ενεργείας της, αντέδρασε και άσκησε κατ’ αυτής την ένδικη από 20-10-1988 αγωγή του, έστω και καθυστερημένα. Σύμφωνα με τις προηγούμενες σκέψεις θα πρέπει, αφού συνεκδικασθούν ως συναφείς και για οικονομία χρόνου και δαπάνης (άρθρα 31, 524 ΚΠολΔ), οι υπό κρίση έφεση και αντέφεση, να γίνει δεκτή εν μέρει -καθ’ ο εκκαλείται και για τους λόγους που προαναφέρθηκαν- η έφεση και να εξαφανισθεί κατά το άνω μέρος η άνω εκκαλουμένη οριστική απόφαση, v’ απορριφθεί στο σύνολό της η αντέφεση και να συμψηφισθεί η δικαστική δαπάνη, ως προς το σημείο αυτό, καθ’ ολοκληρίαν μεταξύ των διαδίκων, διότι οι διάδικοι είναι αδελφοί (άρθρα 179, 183 ΚΠολΔ). Ως προς τα υπόλοιπα, θα πρέπει να διακρατηθεί η υπόθεση στο παρόν Δικαστήριο (άρθρο 525 ΚΠολΔ) προς κατ’ ουσίαν έρευνα της αγωγής, το δε δευτεροβάθμιο αυτό Δικαστήριο, που δικάζει πλέον επί της στο σκεπτικό υπό κρίση αγωγής, θα πρέπει να τάξει, εν όψει αρνήσεως υπό της εναγομένης των υπολοίπων πραγματικών περιστατικών της αγωγής και στα πλαίσια των άρθρων 335, 338 ΚΠολΔ, τα οικεία θέματα απόδειξης: α) ως προς το αν εμειώθη και κατά ποιο ποσοστό, κατά κυρτότητα, η οριζόντια ιδιοκτησία επί του Β’ ορόφου της ένδικης πολυκατοικίας του ενάγοντος (συμμετέχει αυτός κατά ποσοστό 200/000 και κατά τα υπόλοιπα 800/000 εξ αδιαιρέτου η εναγομένη εφ’ ολοκλήρου του οικοπέδου), καθώς και το ποσοστό συμμετοχής του (συγκυριότητός του) επί της κοινής πυλωτής και των υπολοίπων χώρων, συνολικής επιφανείας 120 τ. μέτρων, διατασσομένης προς τούτο πραγματογνωμοσύνης…”. Επίσης, με τη δεύτερη των παραπάνω αποφάσεων (5419/2012) έγιναν δεκτά τα εξής: “Νόμιμα με την από 11.11.2011 κλήση του ενάγοντος-εκκαλούντος φέρεται προς περαιτέρω συζήτηση η κρινόμενη έφεση κατά της 4206/1997 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, το οποίο δίκασε κατά την τακτική διαδικασία αντιμωλία των διαδίκων, μετά τη διεξαγωγή των αποδείξεων και τη διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης που διέταξε το δικαστήριο αυτό με την 10241/1998 απόφασή του.
Συνεπώς, η υπόθεση πρέπει να εξετασθεί κατ’ ουσίαν. Με την από 24-6-1996 αγωγή του ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ο ενάγων εξιστορούσε, ότι η εναγομένη αδελφή του, κυρία ενός οικοπέδου εμβαδού 674,72 τμ ευρισκομένου στη ……….., το οποίο υπήγαγε στις διατάξεις περί οριζοντίου ιδιοκτησίας, του πώλησε την οριζόντια ιδιοκτησία του δευτέρου ορόφου, στον οποίον είχε δικαίωμα να κατασκευάσει με δαπάνες του διαμέρισμα εμβαδού 183,20 τμ, που αντιστοιχούσε σε ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου 200/000 εξ αδιαιρέτου. Με το πωλητήριο συμβόλαιο εξουσιοδότησε την εναγομένη να τροποποιεί μονομερώς την ιδρυτική πράξη της οροφοκτησίας, με τον όρο να μην θίγονται τα ποσοστά της συγκυριότητάς του επί του οικοπέδου και να μην επιβαρύνονται οι κοινόχρηστες δαπάνες του διαμερίσματος. Στις αρχές του έτους 1980 συμφώνησε με την εναγομένη την διαίρεση των μεγάλων διαμερισμάτων του πρώτου και του δευτέρου ορόφου σε δυο και συντάχθηκε η ……………….. τροποποιητική πράξη συστάσεως οριζοντίου ιδιοκτησίας του συμβολαιογράφου Πειραιώς …………. που μεταγράφηκε νόμιμα. Με την τροποποιητική αυτή πράξη περιήλθαν στην κυριότητα του ενάγοντος τα δυο διαμερίσματα του δευτέρου ορόφου, πλην όμως η επιφάνειά τους περιορίσθηκε από τα 183,20 τμ στα 168,95 τμ. Εκτός αυτού συστήθηκαν αυτοτελείς οριζόντιες ιδιοκτησίες αποκλειστικής κυριότητας της εναγομένης εις βάρος των κοινόχρηστων χώρων κατά τα αναφερόμενα ειδικότερα στην αγωγή και περιλήφθηκαν σε αυτή διατάξεις κανονισμού χωρίς να μεταγραφεί η σχετική συμβολαιογραφική πράξη ως κανονισμός. Η εν λόγω πράξη καταρτίσθηκε τόσο ως προς τις τροποποιητικές της αρχικής πράξης συστάσεως οροφοκτησίας διατάξεις, όσο και ως προς αυτές που αποτελούν κανονισμό καθ’ υπέρβαση της εξουσίας αντιπροσωπεύσεώς του, άλλως χωρίς εξουσία αντιπροσωπεύσεως και ως εκ τούτου δεν τον δεσμεύουν. Επικουρικά δε εξέθετε, ότι η πράξη αυτή είναι άκυρη ως αντικείμενη στα χρηστά ήθη, για τους λόγους που αναφέρονται στην αγωγή. Μετά το ιστορικό αυτό, όπως το αίτημά του παραδεκτά περιορίσθηκε από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, ζήτησε να αναγνωρισθεί ότι δεν δεσμεύεται από την 19459/1982 συμβολαιογραφική πράξη τροποποίησης οριζοντίου ιδιοκτησίας του συμβολαιογράφου ……………1) ως προς τις τροποποιητικές της συστάσεως της οροφοκτησίας πράξης διατάξεις, διότι συντάχθηκε καθ’ υπέρβαση της εξουσίας αντιπροσωπεύσεώς του, άλλως χωρίς εξουσία αντιπροσωπεύσεώς του, 2) ως προς τις διατάξεις που αποτελούν κανονισμό, διότι συντάχθηκε χωρίς εξουσία αντιπροσωπεύσεώς του, β) επικουρικά να αναγνωρισθεί ότι είναι άκυρη ως προς όλες τις διατάξεις ως αντίθετη στα χρηστά ήθη, άλλως ως προς τις διατάξεις που αποτελούν κανονισμό, λόγω μη μεταγραφής της ως κανονισμού, γ) να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει το ποσό του 1.000.000 δρχ. και να αναγνωρισθεί ότι οφείλει να του καταβάλει 3.987.500 δρχ., ως αποζημίωση για τη μείωση της επιφάνειας των διαμερισμάτων του κατά 14,25 τμ, δ) να αναγνωρισθεί ότι η εναγομένη οφείλει να του καταβάλει ως αποζημίωση 1) για τη μείωση του κοινόχρηστου χώρου του υπογείου κατά 45,88 τμ 4.588 δρχ., 2) για τη μείωση του κοινόχρηστου δώματος κατά το χώρο του πλυντηρίου 1.000 δρχ., 3) για τη στέρηση της χρήσης του κοινόχρηστου υπογείου χώρου προς αποθήκευση των εργαλείων του κήπου κατά 16,57 τμ 8.2825 δρχ., της κοινόχρηστης υπόγειας αποθήκης 1.000 δρχ., της κοινόχρηστης ισόγειας αποθήκης 1.000 δρχ., των 4 χώρων στάθμευσης αυτοκινήτων 4.000 δρχ., της κοινόχρηστης πυλωτής κατά τον υπόλοιπο χώρο των 120 τμ. 1.200 δρχ., του κοινόχρηστου ακάλυπτου χώρου του οικοπέδου κατά 450 τμ 4.500 δρχ., του δώματος κατά 26,97 τμ 2.697 δρχ., ε) να υποχρεωθεί η εναγομένη να του αποδώσει τους αναφερόμενους στην αγωγή κοινόχρηστους χώρους και στ) να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει το ποσό των 1.000.000 δρχ. ως χρηματική αποζημίωση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη από την προσβολή της προσωπικότητάς του, διότι παρακωλύεται η ελευθερία του από την εναγομένη προς χρήση των κοινόχρηστων χώρων της οικοδομής. Με τις προτάσεις του δε ζήτησε να αναγνωρισθεί ότι η εναγομένη οφείλει να του καταβάλει όλα τα παραπάνω ποσά εντόκως από τον Ιανουάριο του έτους 1982, άλλως από 29-10-1982 που κατέχει τους αποδοτέους σε αυτόν χώρους και να απαγγελθεί εναντίον της προσωπική κράτηση ως μέσο αναγκαστικής εκτελέσεως της αποφάσεως. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του δέχθηκε εν μέρει την αγωγή και ως ουσιαστικά βάσιμη και αναγνώρισε ότι η …….. πράξη του συμβολαιογράφου Πειραιώς …………….. είναι ανίσχυρη για τον ενάγοντα ως προς τις διατάξεις που αφορούν τον κανονισμό, ήτοι 1) τον προσδιορισμό ψήφων για τη λειτουργία της συνιδιοκτησίας, 2) την είσοδο των συνιδιοκτητών στην οικοδομή από την οδό …… και των αυτοκινήτων από την οδό ……, 3) τα δικαιώματα της εναγομένης να αποφασίζει ατομικώς για τον κήπο στον ακάλυπτο χώρο του οικοπέδου, να καθορίζει το διάδρομο προσπελάσεως προς το μηχανοστάσιο, τη χρήση του δώματος και τη θέση και εγκατάσταση των ηλιοθέρμων σε αυτό. Ήδη ο ενάγων-εκκαλών με την κρινόμενη έφεσή του παραπονείται για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο και ζητεί, αφού εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, να γίνει εν όλω δεκτή η αγωγή του. Η εναγομένη άσκησε αντέφεση, με την οποία ζητεί να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση και να απορριφθεί εν όλω η κρινόμενη αγωγή. Το Δικαστήριο αυτό με την 10241/1998 απόφασή του, αφού συνεκδίκασε τις κρινόμενες έφεση και αντέφεση, απέρριψε την αντέφεση ως αβάσιμη, δέχθηκε εν μέρει την έφεση, εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση κατά το μέρος που απέρριψε την αγωγή ως μη νόμιμη και ως προς τα αιτήματα αυτής που αφορούσαν τη μείωση της επιφανείας των διαμερισμάτων του ενάγοντος του δευτέρου ορόφου και των κοινοχρήστων χώρων του υπογείου, του ισογείου και του δώματος και, κατά το μέρος που απέρριψε ως μη νόμιμη την κύρια βάση της αγωγής, με την οποία ζητήθηκε να αναγνωρισθεί ότι η ……………. τροποποιητική πράξη οριζοντίου ιδιοκτησίας του ιδίου ως άνω συμβολαιογράφου δεν επάγεται έννομα αποτελέσματα για τον ενάγοντα, ως καταρτισθείσα καθ’ υπέρβαση της εξουσίας αντιπροσωπεύσεώς του, κράτησε την υπόθεση, δίκασε την κρινόμενη αγωγή και διέταξε, όπως προαναφέρθηκε, τη διεξαγωγή αποδείξεων και τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης. Από τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 2 και 5 εδάφιο τελευταίο του ν. 960/1979 “περί υποβολής υποχρεώσεων προς δημιουργία χώρων στάθμευσης αυτοκινήτων δια την εξυπηρέτηση κτιρίων”, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 2 εδ. 3 του ν. 1221/1981, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 174, 1002, 1117 ΑΚ και 1, 2 παρ. 1, 5 και 13 του 3741/1929, που διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ με το άρθρο 54 του ΕισΝΑΚ, προκύπτει ότι εάν η οικοδομή ανεγείρεται με άδεια και υπό το πολεοδομικό σύστημα της αφέσεως του ισογείου χώρου ακάλυπτου (πυλωτή), ο ακάλυπτος χώρος δεν μπορεί να αποτελέσει διαιρεμένες ιδιοκτησίες που να ανήκουν στην αποκλειστική κυριότητα ενός ή περισσοτέρων ιδιοκτητών είτε αυτοί είναι οροφοκτήτες είτε τρίτοι, αλλά παραμένει κοινόχρηστος χώρος, επί του οποίου αποκτάται αυτοδικαίως συγκυριότητα, εφόσον υφίσταται οριζόντια ιδιοκτησία σε όροφο οικοδομής ή διαμέρισμα ορόφου των ιδιοκτητών κατ’ ανάλογη μερίδα τούτων επί του κοινοχρήστου αυτού χώρου που χρησιμεύει σε κοινή από όλους τους ιδιοκτήτες χρήση. Με συμφωνία βέβαια όλων των συνιδιοκτητών, που γίνεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο και υποβάλλεται σε μεταγραφή, μπορεί εγκύρως κατά τα πιο πάνω άρθρα 5 και 13 του ν. 3741/1929, να παραχωρηθεί η χρήση του χώρου της πυλωτής ή τμημάτων αυτού αποκλειστικώς σε ένα ή ορισμένους ιδιοκτήτες ορόφου ή διαμερίσματος, αλλά μόνο της οικοδομής στην οποία υπάρχει ο εν λόγω χώρος. Η συμφωνία για τη χρήση της πυλωτής μπορεί να περιληφθεί και στην αρχική πράξη σύστασης της οροφοκτησίας και δεν μπορεί να τροποποιηθεί ή καταργηθεί παρά μόνο με την συναίνεση όλων των αρχικώς συμβληθέντων ή των μετέπειτα συνιδιοκτητών της οικοδομής αυτής και αφού η σχετική συμφωνία περιβληθεί τον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου και υποβληθεί σε μεταγραφή. Εξάλλου κατά το άρθρο 182 ΑΚ, όταν η άκυρη δικαιοπραξία περιέχει τα στοιχεία άλλης δικαιοπραξίας, αυτή ισχύει, εφόσον συνάγεται ότι τα μέρη θα την ήθελαν, αν ήξεραν την ακυρότητα. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι, όταν η άκυρη δικαιοπραξία περιέχει τα στοιχεία άλλης δικαιοπραξίας, την οποία τα μέρη δεν πρόβλεψαν, ούτε ηθέλησαν, αλλά θα ήθελαν όμως αν ήξεραν την ακυρότητα της καταρτισθείσης, τότε ισχύει η τελευταία. Για να χωρήσει όμως η μετατροπή αυτή απαιτείται, να επικαλεσθεί αυτήν ένα από τα μέρη που έλαβαν μέρος στη δικαιοπραξία και να αποδείξει την επικληθείσα ως άνω υποθετική θέληση αυτών που μετέχουν στη δικαιοπραξία. Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων που περιέχονται στην ……… εισηγητική έκθεση, την από Οκτωβρίου 2011 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του πραγματογνώμονα Πολιτικού Μηχανικού Δ. Μ. και από όλα τα έγγραφα που νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Η εναγομένη, αδελφή του ενάγοντος, είχε στην κυριότητά της ένα οικόπεδο εμβαδού 654,72 τμ, που ευρίσκεται στη …………… επί των οδών …………… και …………… αριθ. ………… Το οικόπεδο αυτό υπήγαγε στις διατάξεις περί οριζοντίου ιδιοκτησίας με την ……………… πράξη συστάσεως οριζοντίου ιδιοκτησίας του συμβολαιογράφου Πειραιώς ………………., που μεταγράφηκε νόμιμα. Με το ………….. συμβόλαιο του ιδίου ως άνω συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νόμιμα, η εναγομένη πώλησε στον ενάγοντα την οριζόντια ιδιοκτησία του δευτέρου ορόφου της εν λόγω οικοδομής, στον οποίο, κατά τα οριζόμενα στην ανωτέρω πράξη συστάσεως οριζοντίου ιδιοκτησίας, είχε δικαίωμα να κατασκευάσει με δαπάνες του διαμέρισμα εμβαδού 183,20 τμ, του οποίου το ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου ανέρχεται σε 200/000. Με το εν λόγω πωλητήριο συμβόλαιο ο ενάγων εξουσιοδότησε την εναγομένη να τροποποιεί μονομερώς την ανωτέρω πράξη συστάσεως οριζοντίου ιδιοκτησίας, υπό την προϋπόθεση ότι με την τροποποίηση αυτή δεν θα θίγονται τα ποσοστά αυτού επί του όλου οικοπέδου και δεν θα επιβαρύνονται οι δαπάνες του διαμερίσματός του επί των κοινοχρήστων. Στις αρχές του έτους 1980 και πριν αρχίσουν οι οπτοπλινθοδομές, οι διάδικοι συμφώνησαν τη διαίρεση των μεγάλων διαμερισμάτων του πρώτου και του δευτέρου ορόφου σε δυο διαμερίσματα, ήτοι ένα μικρό εμβαδού 45 τμ και ένα μεγάλο το οποίο θα καταλάμβανε τα υπόλοιπα τετραγωνικά μέτρα. Προκειμένου να ολοκληρωθεί και τυπικά η διαίρεση του διαμερίσματος του ενάγοντος και προς διευκόλυνση της προόδου των εργασιών της οικοδομής, συντάχθηκε το ………….. πληρεξούσιο του συμβολαιογράφου Πειραιώς ………….., με το οποίο διόρισε αντικλήτους και πληρεξουσίους του 1) τον Κ. Κ. και 2) την εναγομένη, στους οποίους έδωσε την εντολή και πληρεξουσιότητα να τον αντιπροσωπεύουν είτε από κοινού είτε ο καθένας χωριστά ενώπιον των Δικαστηρίων κάθε βαθμού και δικαιοδοσίας, φυσικών και νομικών προσώπων δημοσίων ή ιδιωτικών, ΙΚΑ, ΟΥΛΕΝ, ΟΤΕ, ΟΑΠ, Πολεοδομικού Γραφείου Δημοτικής Αρχής κλπ εν σχέσει με την ανοικοδόμηση του ακινήτου, να ζητεί και να λαμβάνει ο καθένας οποιοδήποτε έγγραφο, άδεια, να τροποποιεί ή συντάσσει πράξεις οριζόντιας ιδιοκτησίας και γενικά να ενεργεί κάθε τι που απαιτείται για την περαίωση των εντολών του. Στις 29-10-1982 συντάχθηκε η …………… τροποποιητική πράξη συστάσεως οριζοντίου ιδιοκτησίας του συμβολαιογράφου Πειραιώς . ………… που μεταγράφηκε νόμιμα, περιήλθαν στην κυριότητα του ενάγοντος τα δυο διαμερίσματα του δευτέρου ορόφου συνολικού εμβαδού 168,95 τμ, εκ των οποίων το ένα εμβαδού 145,83 τμ και το άλλο 28,12 τμ. Όπως προκύπτει από την έκθεση πραγματογνωμοσύνης, λανθασμένα είχε υπολογισθεί το συνολικό εμβαδόν των δυο διαμερισμάτων σε 183,20 τμ, καθόσον δεν είχαν υπολογισθεί οι κοινόχρηστοι χώροι του δευτέρου ορόφου, στους οποίους περιλαμβάνονται η επιφάνεια του κεντρικού κλιμακοστασίου, του φρέατος ανελκυστήρος και του πλατύσκαλου συνολικού εμβαδού 14,25 τμ και συνεπώς δεν υπήρξε μείωση του εμβαδού των διαμερισμάτων. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η εναγομένη στον υπόγειο όροφο της οικοδομής και δη στον κοινόχρηστο χώρο αυτής κατασκεύασε αποθήκες και υπήγαγε αυτές ως αυτοτελείς οριζόντιες ιδιοκτησίες στην κυριότητά της με την προαναφερόμενη 19459/1985 πράξη τροποποιητική συστάσεως οριζοντίου ιδιοκτησίας. Ειδικότερα από το κοινόχρηστο έδαφος-οικόπεδο κατέλαβε 45,88 τμ ως υπόγειο και κατασκεύασε τέσσερις υπό στοιχεία ΥΠ-1, ΥΠ-2, ΥΠ-3, ΥΠ-4 αποθήκες, επίσης από το κοινόχρηστο οικόπεδο κατέλαβε έκταση 16,57 τμ ως υπόγειο και κατασκεύασε “χώρο για εργαλεία κήπου”. Εξάλλου κατέλαβε το χώρο του υπογείου που προοριζόταν για την εγκατάσταση της κεντρικής θερμάνσεως και κατέλαβε ακάλυπτο κοινόχρηστο χώρο του οικοπέδου, εγκαταστήσασα σε αυτόν τη δεξαμενή του πετρελαίου. Ο πραγματογνώμονας αναφέρει ότι το ποσοστό συμμετοχής του ενάγοντος στους ανωτέρω κοινόχρηστους χώρους ανέρχεται σε 33% ή 1/3 εξ αδιαιρέτου. Επίσης στην πυλωτή η εναγομένη διαμόρφωσε 4 θέσεις στάθμευσης με λωρίδα εισόδου-εξόδου προς την οδό ………. και με την ανωτέρω τροποποιητική πράξη συστάσεως οριζοντίου ιδιοκτησίας τις υπήγαγε στην κυριότητά της και απαγορεύει τη στάθμευση του αυτοκινήτου του ενάγοντος. Στον ισόγειο όροφο δε, όπισθεν του χώρου του αναβατήρος, υπήγαγε στην ιδιοκτησία της αποθήκη με την ένδειξη “αποθήκη εργαλείων κήπου”. Ο πραγματογνώμονας αναφέρει ότι στην πυλωτή απομένει ελεύθερη συνολική επιφάνεια για θέσεις σταθμεύσεως 260 τμ που αντιστοιχεί σε επιφάνεια 16 έως 18 θέσεων στάθμευσης αυτοκινήτων και στον ενάγοντα αντιστοιχεί το 33% ή 1/3 εξ αδιαιρέτου της χρήσης της ελεύθερης κοινόχρηστης επιφάνειας της πυλωτής εμβαδού 86 τμ που αντιστοιχεί σε 6 θέσεις στάθμευσης για τον ενάγοντα που είναι ιδιοκτήτης του δευτέρου ορόφου της οικοδομής. Εξάλλου η εναγομένη με την ως άνω πράξη τροποποιητική συστάσεως οριζοντίου ιδιοκτησίας, υπήγαγε στην κυριότητά της τόσο τον κοινόχρηστο βοηθητικό χώρο στο δώμα της οικοδομής που προορίζετο για πλυντήριο, εμβαδού 11,43 τμ, όσο και τμήμα του κοινόχρηστου δώματος συνολικού εμβαδού 23,62 τμ, έχει δε αποκλείσει τον ενάγοντα από τη χρήση του δώματος, καθόσον αυτή κατέχει τα κλειδιά της πόρτας που οδηγεί στο δώμα της οικοδομής, αρνούμενη να κατέχει και ο ενάγων κλειδιά της πόρτας αυτής. Ο πραγματογνώμονας αναφέρει ότι το ποσοστό συμμετοχής του ενάγοντος στην ελεύθερη επιφάνεια του δώματος της οικοδομής και στο βοηθητικό κτίσμα του δώματος ανέρχεται σε 33% ή 1/3 εξ αδιαιρέτου. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η εναγομένη προέβη στις ανωτέρω ενέργειες καθ’ υπέρβαση της εξουσίας αντιπροσωπεύσεως που είχε από τον ενάγοντα και εις βάρος των συμφερόντων του. Ειδικότερα ο ενάγων με το ως άνω 19320/1982 ειδικό πληρεξούσιο εξουσιοδότησε την εναγομένη να τροποποιεί και να συντάσσει πράξεις οριζοντίου ιδιοκτησίας, προς διεκπεραίωση όμως των εντολών που έλαβε για τη διαίρεση των μεγάλων διαμερισμάτων του πρώτου και του δευτέρου ορόφου της οικοδομής και όχι να υπαγάγει στην κυριότητά της κοινόχρηστους χώρους της οικοδομής, ενεργώντας εις βάρος των συμφερόντων του. Άλλωστε ο ενάγων τέτοιες επιβλαβείς για τα συμφέροντά του ενέργειες τις είχε αποκλείσει με την εξουσιοδότηση που είχε δώσει στην εναγομένη, όπως προαναφέρθηκε, με το ……………….. συμβόλαιο αγοράς της οριζοντίου ιδιοκτησίας του, να τροποποιεί μονομερώς την πράξη συστάσεως οριζοντίου ιδιοκτησίας, υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα θίγονται τα ποσοστά αυτού επί του όλου οικοπέδου και δεν θα επιβαρύνονται οι δαπάνες του διαμερίσματος του επί των κοινοχρήστων, εντολή την οποία δεν ανακάλεσε με το ειδικό πληρεξούσιο και συνεπώς οι σχετικοί ισχυρισμοί της εναγομένης-εφεσίβλητης πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι. Εξάλλου οι ισχυρισμοί της εναγομένης-εφεσίβλητης που προτείνει με τις προτάσεις της προς κατάλυση της αγωγής και απόκρουση της εφέσεως περί καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος του ενάγοντος προς άσκηση της αγωγής και αποδυναμώσεως του δικαιώματος αυτού, πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτοι, καθόσον οι ισχυρισμοί αυτοί προτάθηκαν με λόγο αντέφεσης που απορρίφθηκε ως αβάσιμος, καθώς και η αντέφεση στο σύνολό της με την ως άνω 10241/1998 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου με οριστική διάταξη. Περαιτέρω ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι η άκυρη μεταβίβαση της κυριότητας των τεσσάρων θέσεων στάθμευσης στην πυλωτή της οικοδομής δύναται κατ’ άρθρο 182 ΑΚ να ισχύσει ως παραχώρηση αποκλειστικής χρήσης των θέσεων αυτών στάθμευσης στην ίδια, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, καθόσον δεν αποδείχθηκε ότι ο ενάγων ήθελε η τοιαύτη άκυρη μεταβίβαση των τεσσάρων θέσεων της πυλωτής να ισχύσει ως παραχώρηση στην εναγομένη της αποκλειστικής χρήσεως αυτών. Ο ενάγων δεν υπήρξε συμβαλλόμενος αυτοπροσώπως στην εν λόγω δικαιοπραξία, ώστε το δικαστήριο να ερμηνεύσει την υποθετική του βούληση ως απαιτεί η καλή πίστη και λαμβάνοντας υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη, αλλά η εναγομένη μονομερώς καθ’ υπέρβαση της εξουσιοδοτήσεώς του προέβη στην εν λόγω μεταβίβαση κατά κυριότητα των τεσσάρων θέσεων στάθμευσης στην ίδια. Επίσης ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι ο ενάγων δεν αγόρασε την επίδικη οριζόντια ιδιοκτησία, αλλά την δώρησε σε αυτόν η εναγομένη ως αδελφή και αφού δεν του δώρησε και θέση στάθμευσης, εξ’ αυτού συνάγεται η βούληση αυτού να παραμείνουν οι θέσεις αυτές στην αποκλειστική χρήση της εναγομένης, πρέπει να απορριφθεί ως παντελώς αναπόδεικτος. Κατ’ ακολουθίαν πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η κρινόμενη αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη, να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της 19459/1982 πράξης τροποποίησης συστάσεως οριζοντίου ιδιοκτησίας του συμβολαιογράφου Πειραιώς …………………………… κατά το μέρος αυτής που αφορά τόσο την μεταβίβαση κοινοχρήστων χώρων κατά κυριότητα στην εναγομένη, όσο και την παραχώρηση της αποκλειστικής χρήσης κοινοχρήστων χώρων σε αυτήν και να διαταχθεί η απόδοση των κοινοχρήστων χώρων κατά ποσοστό 33% ή 1/3 εξ αδιαιρέτου στον ενάγοντα…”. Εξάλλου, με την προσβαλλόμενη 1833/2016 απόφαση, όπως από την επισκόπησή της προκύπτει, απερρίφθη ο λόγος έφεσης του αναιρεσιβλήτου κατά του κεφαλαίου της πρωτοβάθμιας 4206/1997 απόφασης, με την οποία είχε απορριφθεί το αίτημα της αγωγής του να αναγνωρισθεί, λόγω της, κατά τα ανωτέρω, υπέρβασης της πληρεξουσιότητάς του, η ακυρότητα του ανωτέρω ……………. συμβολαίου. Σύμφωνα με αυτά, ο πρώτος λόγος αναίρεσης, κατά το πρώτο μέρος του, με το οποίο, υπό την επίκληση του άρθρου 559 αριθ. 18 ΚΠολΔ, ψέγεται η προσβαλλόμενη απόφαση, διότι “δεν επανεξέτασε το ζήτημα των τεσσάρων θέσεων σταθμεύσεως στην πιλοτή, που ”συστάθηκαν και μεταβιβάστηκαν στην εναγομένη (είναι η Κ. Κ. κατά κυριότητα”…με την αμέσως αναιρεθείσα τροποποιητική της οροφοκτησίας πράξη”, επειδή “η αναιρεσιβαλλομένη…δέχτηκε ότι αναιρέθηκε μόνον το κεφάλαιο που αφορά το, κατά την κυρία αγωγική βάση περί υπερβάσεως πληρεξουσιότητας, κύρος της τροποιητικής της οροφοκτησίας πράξεως”, είναι απορριπτέος ως αλυσιτελής, διότι δεν πλήττεται και, μάλιστα, επιτυχώς, σύμφωνα με όσα εκτίθενται ειδικότερα παρακάτω, και η άλλη παραδοχή ακυρότητας της μεταβίβασης των ανωτέρω χώρων στάθμευσης στην Κ. Κ. , που στηρίζεται στην παράβαση του άρθρου 1 του νόμου 1221/1981 και η οποία παραδοχή στηρίζει αυτοτελώς το οικείο μέρος του διατακτικού των ανωτέρω εφετειακών αποφάσεων. 2. Κατά τη διάταξη του άρθρου 579 παρ. 1 ΚΠολΔ, “αν αναιρεθεί η απόφαση, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε και η διαδικασία πριν από την απόφαση αυτή ακυρώνεται μόνον εφόσον στηρίζεται στην παράβαση, για την οποία έγινε δεκτή η αναίρεση”, ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 581 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, στο δικαστήριο της παραπομπής, “η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση” και κατά τη διάταξη του άρθρου 580 παρ. 3 ΚΠολΔ, “αν ο Άρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση για οποιονδήποτε άλλο λόγο, εκτός από εκείνους που αναφέρονται στις παρ. 1 και 2 (δηλαδή, για υπέρβαση δικαιοδοσίας ή παράβαση των σχετικών με την αρμοδιότητα διατάξεων), παραπέμπει την υπόθεση (με τη συνδρομή πλέον και των προϋποθέσεων που αναφέρονται στην παραπάνω παράγραφο) για περαιτέρω εκδίκαση σε άλλο δικαστήριο ισόβαθμο και ομοειδές με εκείνο που εξέδωσε την απόφαση που αναιρέθηκε ή στο ίδιο αν είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές”. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι η αναίρεση της απόφασης και επομένως και η εξαφάνισή της μπορεί να είναι ολική ή μερική, ανάλογα αν έχουν προσβληθεί όλα ή κάποιο από τα περισσότερα κεφάλαιά της. Ειδικότερα, η απόφαση αναιρείται κατά το μέτρο παραδοχής της αναίρεσης, δηλαδή ως προς τα κεφάλαια (αιτήσεις παροχής έννομης προστασίας), τα οποία αφορά ο λόγος αναίρεσης που έγινε δεκτός, καθώς επίσης και ως προς εκείνα τα κεφάλαια που είναι συναφή με εκείνα που αναιρέθηκαν, συνδέονται, δηλαδή, άρρηκτα με τα τελευταία, ώστε να μη μπορεί να γίνει αποχωρισμός τους. H έκταση αυτή της αναίρεσης προκύπτει οπό το συγκεκριμένο περιεχόμενο της αναιρετικής απόφασης και κατισχύει κάθε αντίθετης γενικής διατύπωσής της και μάλιστα του τυχόν χαρακτηρισμού από την ίδια της έκτασης της αναίρεσης της προσβαλλόμενης απόφασης ως ολικής. Επομένως, στο δικαστήριο της παραπομπής, η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση. Αν η απόφαση αναιρεθεί κατά ένα μέρος, ως προς ορισμένα κεφάλαια της όλης δίκης, τότε, μόνο ως προς αυτά εξαφανίζεται η απόφαση και η εξουσία του δικαστηρίου της παραπομπής δεν εκτείνεται στα άλλα κεφάλαια, ως προς τα οποία διατηρείται το δεδικασμένο της απόφασης, το οποίο λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο (άρθρο 332 ΚΠολΔ), εκτός από τα κεφάλαια που συνδέονται άρρηκτα με εκείνα που αναιρέθηκαν, οπότε συναναιρούνται και αυτά. Αν η απόφαση αναιρεθεί στο σύνολό της, αποβάλλει την ισχύ της και οι διάδικοι επανέρχονται στην πριν από αυτή κατάσταση. Στο σύνολό της θεωρείται ότι αναιρείται η απόφαση, όταν η απόφαση που την αναιρεί δεν περιορίζει με σχετική διάταξή της την αναίρεση σε ορισμένο ή ορισμένα κεφάλαια της όλης δίκης ή σε μερικούς από τους διαδίκους. Περίπτωση εν όλω αναίρεσης συντρέχει και όταν ο αναιρετικός λόγος που έγινε δεκτός, πλήττει, κατά νομική ακολουθία, το κύρος της όλης απόφασης, σύμφωνα με το διατακτικό της αναιρετικής, αλλά σε συνδυασμό και με το αιτιολογικό της. Με την αναίρεση της απόφασης, κατά το μέτρο παραδοχής της αντίστοιχης αίτησης, κατά το σύνολο του ενός ενιαίου κεφαλαίου ή των περισσοτέρων κεφαλαίων, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από τη συζήτηση στην οποία εκδόθηκε η αναιρεθείσα απόφαση, δηλαδή αναβιώνει η αίτηση παροχής έννομης προστασίας, έφεση, αγωγή κλπ. Έτσι, αν αναιρεθεί η απόφαση του Εφετείου και δεν πρόκειται για τις περιπτώσεις του άρθρου 580 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ που προαναφέρθηκαν, αναβιώνει η πρωτόδικη απόφαση και η έφεση που ασκήθηκε εναντίον της, η οποία και θα κριθεί από το εφετείο. Το τελευταίο, ως δικαστήριο της παραπομπής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 580 παρ. 3, 581 παρ. 2 και 3 και 579 παρ. 1 ΚΠολΔ, επανεκδικάζει την έφεση ως προς το κεφάλαιο, στο οποίο αναφέρεται η παράβαση, για την οποία η αναίρεση και δεν περιορίζεται στο νομικό ζήτημα στο οποίο αναφέρεται ο λόγος αναίρεσης που έγινε δεκτός, καθόσον η αναίρεση επέρχεται μεν για ορισμένη παράβαση, η υπόθεση, όμως, επανεκδικάζεται κατά το εκκληθέν κεφάλαιο, για το οποίο και αποφαίνεται με την απόφασή του το δικαστήριο της παραπομπής (ΑΠ 561/2013, ΑΠ 1427/2011, ΑΠ 1683/2008).
Εν προκειμένω, όπως προαναφέρθηκε, με τις παραπάνω εφετειακές αποφάσεις κρίθηκε, ότι είναι άκυρη η κατά κυριότητα μεταβίβαση στην ανωτέρω Κ. Κ. των επιδίκων τεσσάρων (4) θέσεων στάθμευσης, αφενός μεν λόγω υπέρβασης πληρεξουσιότητας, αφετέρου δε λόγω παράβασης του άρθρου 1 του νόμου 1221/1981. Τα ανωτέρω κεφάλαια των παραπάνω αποφάσεων (ακυρότητα, λόγω υπέρβασης πληρεξουσιότητας, το πρώτο και ακυρότητα, λόγω παράβασης του άρθρου 1 του νόμου 1221/1981, το δεύτερο) είναι αφενός μεν διαφορετικά, αφετέρου δε μη συναφή, αφού δεν συνδέονται καν μεταξύ τους, ώστε ο αποχωρισμός τους να είναι αδύνατος, καθόσον έχουν διαφορετική νομική, αλλά και πραγματική βάση και αιτία, το δε κύρος του ενός είναι ανεξάρτητο και διάφορο του κύρους του άλλου. Περαιτέρω, με την 2152/2014 απόφαση του Αρείου Πάγου, όπως από την επισκόπησή της προκύπτει, αναιρέθηκαν οι παραπάνω εφετειακές αποφάσεις μόνο ως προς το σχετικό με την υπέρβαση (έλλειψη) της πληρεξουσιότητας κεφάλαιό τους, όχι, όμως και ως προς το άλλο κεφάλαιό τους, το σχετικό με την παράβαση του άρθρου 1 του νόμου 1221/1981, ως προς το οποίο, συνεπώς, παρήχθη δεδικασμένο, που κωλύει, σύμφωνα με τη σκέψη που προεκτέθηκε, την έρευνα του κεφαλαίου αυτού από το παραπάνω Δικαστήριο, στο οποίο παραπέμφθηκε από τον Άρειο Πάγο η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση κατά το μέρος της που αναιρέθηκε. Σύμφωνα με αυτά, ο πρώοτς παραπάνω λόγος αναίρεσης, κατά το δεύτερο μέρος του, με το οποίο, υπό την επίκληση του ίδιου ανωτέρω άρθρου (559 αρ. 18 Κ.Πολ.Δ.) ψέγεται η προσβαλλόμενη απόφαση, επειδή “δέχθηκε ότι αναιρέθηκε μόνο το κεφάλαιο που αφορά το, κατά την κυρία αγωγική βάση περί υπερβάσεως πληρεξουσιότητας, κύρος της τροποποιητικής της οροφοκτησίας πράξεως και με αυτήν την αιτιολογία:…συνακολούθως, σιγή δέχθηκε (η προσβαλλόμενη απόφαση) ότι παραμένουν ισχυρές οι εμμάρτυρες αποδείξεις και η πραγματογνωμοσύνη (που διατάχτηκαν με την παραπάνω 10241/1998 εφετειακή απόφαση) κατά το μέρος που αφορούν τις τέσσερεις θέσεις σταθμεύσεως και την κατά εξ αδιαιρέτου 33% ή 1/3 απόδοσή τους στον ενάγοντα (αναιρεσίβλητο)”, είναι απορριπτέος, πρωτίστως, ως απαράδεκτος, κατά το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ, διότι, υπό την ανωτέρω επίκληση, πλήττεται, στην πραγματικότητα, η, αναιρετικά ανέλεγκτη, εκτίμηση των παραπάνω πραγματικών γεγονότων από το Δικαστήριο της ουσίας, ήτοι η παραδοχή του ότι, όπως προέκυψε από τα αποδεικτικά μέσα που αναφέρει στις παραπάνω αποφάσεις του, το ποσοστό συγκυριότητας του αναιρεσιβλήτου στους κοινοχρήστους χώρους των ανωτέρω θέσεων στάθμευσης είναι 33% ή 1/3. Σε κάθε περίπτωση, ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, επειδή η παραπάνω, αναφορικά με τους μάρτυρες και την πραγματογνωμοσύνη, αιτίαση, σχετίζεται με το, κατά τα ανωτέρω, μη αναιρεθέν κεφάλαιο των αποφάσεων που προαναφέρθηκαν, ήτοι το σχετικό με την παράβαση του άρθρου 1 του νόμου 1221/1981, ως προς το οποίο, όπως προεκτέθηκε, παρήχθη δεδικασμένο, που καθιστούσε αδύνατη τη διερεύνησή του από την προσβαλλόμενη απόφαση.
3. Εξάλλου, από την επισκόπηση των παραπάνω αποφάσεων του Εφετείου Αθηνών που αναιρέθηκαν και της πρωτοβάθμιας 4206/1997 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, προκύπτει ότι με την τελευταία αυτή απόφαση ακυρώθηκε, για έλλειψη πληρεξουσιότητας του Κ.. Κ…., που συμβλήθηκε ως αντιπρόσωπος του αναιρεσιβλήτου, η ανωτέρω συμβολαιογραφική πράξη, μόνο κατά το μέρος που συνιστά κανονισμό πολυκατοικίας, η δε αντέφεση της Κ. K. κατά της σχετικής διάταξης της πρωτοβάθμιας απόφασης απορρίφθηκε από το Εφετείο. Ο Άρειος Πάγος με την ανωτέρω 2152/2014 απόφασή του, όπως από την επισκόπησή της προκύπτει, αναίρεσε τις εφετειακές αποφάσεις μόνο ως προς το κεφάλαιό τους που αφορά την τροποποίηση της πράξης σύστασης οροφοκτησίας, που περιέχεται στην παραπάνω συμβολαιογραφική πράξη, όχι, όμως και ως προς το κεφάλαιό της το σχετικό με τον κανονισμό πολυκατοικίας που περιέχεται στην ίδια συμβολαιογραφική πράξη. Το παραπάνω, ως προς τον κανονισμό, κεφάλαιο είναι διάφορο του σχετικού με την πράξη της οροφοκτησίας κεφαλαίου, ενώ πρόκειται για μη συναφή κεφάλαια, αφού δεν συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους, ώστε ο αποχωρισμός τους να είναι αδύνατος.
Συνεπώς, από τη μη αναίρεση του σχετικού με τον κανονισμό κεφαλαίου, παρήχθη, ως προς το κεφάλαιο αυτό, δεδικασμένο, που κωλύει, σύμφωνα με τη σκέψη που προεκτέθηκε, την έρευνά του από το παραπάνω Δικαστήριο, στο οποίο παραπέμφθηκε από τον Άρειο Πάγο η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση κατά το μέρος της που αναιρέθηκε. Σύμφωνα με αυτά, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο πρώτος λόγος αναίρεσης, κατά το μέρος, που, υπό την επίκληση του ίδιου ανωτέρω άρθρου (άρθ. 559 αρ. 18 Κ.Πολ.Δ.), ψέγει την προσβαλλόμενη απόφαση για μη συμμόρφωσή της προς την παραπάνω αναιρετική απόφαση, επειδή παρέλειψε να ερευνήσει το σχετικό με τον κανονισμό κεφάλαιο των αναιρεθεισών αποφάσεων, καθόσον, σύμφωνα με τα ανωτέρω, ως προς το κεφάλαιο αυτό, παρήχθη, δεδικασμένο, που καθιστούσε αδύνατη τη διερεύνησή του από την προσβαλλόμενη απόφαση.
4. Απορριπτέος ως αβάσιμος, για την ίδια παραπάνω αιτία, είναι ο πρώτος λόγος αναίρεσης κατά το μέρος, που, με βάση το ίδιο ανωτέρω άρθρο, ψέγει την προσβαλλόμενη απόφαση, επειδή παρέλειψε να ερευνήσει την αντέφεση της Κ. Κ. και τους προσθέτους αυτής λόγους και, έτσι, δεν συμμορφώθηκε με την αναιρετική απόφαση. Είναι δε αβάσιμος ο λόγος αυτός, διότι η αντέφεση της Κ. Κ. και οι πρόσθετοι λόγοι της αφορούν, κατά τη μη αμφισβητούμενη παραδοχή της προσβαλλόμενης απόφασης, το σχετικό με τον κανονισμό της πολυκατοικίας κεφάλαιο των παραπάνω αποφάσεων. Αφού δε το κεφάλαιο αυτό, κατά τα ανωτέρω, δεν αναιρέθηκε, οι δε αντέφεση και οι πρόσθετοι λόγοι της βάλλουν κατά του κεφαλαίου αυτού, διερεύνηση τούτων από το Δικαστήριο της παραπομπής ήταν αδύνατη, λόγω του σχετικού, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, δεδικασμένου.
5. Περαιτέρω, με το δεύτερο λόγο αναίρεσης ψέγεται η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το πρώτο, υπό την επίκληση του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, σκέλος του, για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των άρθρων 1002, 1117 ΑΚ και 1, 4 παρ. 1, 5 και 13 του νόμου 3741/1929 και κατά το δεύτερο, υπό την επίκληση του άρθρου 559 αριθ. 18 ΚΠολΔ, σκέλος του, για μη συμμόρφωσή της προς την αναιρετική 2152/2014 απόφαση. Τα σφάλματά της αυτά, συνίστανται, κατά τον ερευνώμενο λόγο, στο ότι “δέχθηκε ότι η ”σύσταση ως οριζοντίων ιδιοκτησιών και η κατά κυριότητα” μεταβίβαση στην εναγομένη (είναι η ανωτέρω Κ. Κ. ) των τεσσάρων θέσεων σταθμεύσεως στην πιλοτή αποτελούν έννομες συνέπειες (σύσταση και μεταβίβαση) του (μη μεταγεγραμμένου μάλιστα) Κανονισμού και όχι της τροποποιητικής της οροφοκτησίας πράξεως”, με περαιτέρω συνέπεια, εξαιτίας της άλλης παραδοχής της (της προσβαλλόμενης απόφασης) για μη αναίρεση του σχετικού με τον κανονισμό κεφαλαίου των ανωτέρω εφετειακών αποφάσεων, να μη ερευνήσει το παραπάνω θέμα. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος και κατά τα δύο σκέλη του, διότι στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, ήτοι σε παραδοχή του Εφετείου, ότι η κατά κυριότητα μεταβίβαση των ανωτέρω θέσεων στάθμευσης στην Κ. Κ. είναι συνέπεια της παραπάνω πράξης του κανονισμού της πολυκατοικίας, την οποία, όμως, κρίση το Εφετείο δεν εξέφερε. Αντίθετα, τούτο, δέχτηκε, αναφερόμενο στον τρίτο λόγο έφεσης, με τον οποίο ο αναιρεσίβλητος έπληττε την απορριπτική του οικείου αγωγικού αιτήματός του πρωτοβάθμια απόφαση, ότι η μεταβίβαση της κυριότητας των ανωτέρω χώρων στάθμευσης στην Κ. Κ. έγινε με την τροποποιητική της οροφοκτησίας πράξη και όχι με την πράξη κανονισμού. Ειδικότερα, διαλαμβάνει το Εφετείο στην προσβαλλόμενη απόφασή του, ότι: “με τον τρίτο λόγο της έφεσής του ο εκκαλών ισχυρίστηκε ότι με την …. τροποιητική πράξη παραχωρήθηκαν κατά κυριότητα στην εναγομένη και οι χώροι στάθμευσης αυτοκινήτων που βρίσκονται στην πυλωτή, δηλαδή σε κοινόκτητο και κοινόχρηστο χώρο και ότι η παραχώρηση αυτή είναι άκυρη, γιατί οι χώροι στάθμευσης δεν μπορούν να αποτελέσουν χωριστό δικαίωμα κυριότητας και ότι συνεπώς έσφαλε η πρωτοβάθμια απόφαση που δέχτηκε ότι εγκύρως μεταβιβάστηκαν στην εφεσίβλητη κατά κυριότητα οι εν λόγω χώροι της πυλωτής. Ο λόγος αυτός κρίθηκε βάσιμος από το παρόν Δικαστήριο με την 10241/1998 απόφασή του και εξαφανίστηκε η εκκαλουμένη ως προς την κύρια βάση της αγωγής, επιπλέον και για το λόγο αυτό, απορρίπτοντας τον ισχυρισμό της εφεσίβλητης περί μετατροπής της συμφωνίας σε δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης ως μη νόμιμο. Στη συνέχεια με την 5419/2012 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού κρίθηκε ότι η εναγομένη στην πυλωτή της οικοδομής, όπου είχε συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία, διαμόρφωσε τέσσερις θέσεις στάθμευσης, που τις υπήγαγε στην κυριότητά της και απαγορεύει τη χρήση τους στον ενάγοντα και ότι στις ανωτέρω πράξεις της προέβη καθ’ υπέρβαση της εξουσίας αντιπροσώπευσης που είχε από τον ενάγοντα και σε βάρος των συμφερόντων του, απορρίπτοντας κατ’ ουσίαν τον αυτοτελή της ισχυρισμό περί μετατροπής της δικαιοπραξίας της μεταβίβασης των τεσσάρων χώρων στάθμευσης στην πυλωτή της οικοδομής κατά το άρθρο 182 ΑΚ σε δικαιοπραξία παραχώρησης δικαιώματος αποκλειστικής χρήσης αυτών. Το κεφάλαιο ωστόσο αυτό της απόφασης, που προσβάλλεται με τον τρίτο λόγο της έφεσης, δεν αναιρέθηκε με την παραπάνω απόφαση του ΑΠ και συνεπώς υφίσταται δεδικασμένο που εμποδίζει την εκ νέου εξέτασή του από το Δικαστήριο αυτό…”.
6. Εξάλλου, απορριπτέος ως αβάσιμος, επειδή στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, είναι ο ανωτέρω λόγος αναίρεσης και κατά το δεύτερο μέρος του, με το οποίο, υπό την επίκληση του άρθρου 559 αριθ. 16 ΚΠολΔ, ψέγεται η προσβαλλόμενη απόφαση για το ότι “με τις ίδιες, (προ)αναφερθείσες στον προηγούμενο (1), αναιρετικό λόγο, εσφαλμένες παραδοχές και παραβάσεις της, δέχτηκε, παρά το νόμο (τις (προ)αναφερθείσες στον προηγούμενο λόγο διατάξεις), ότι υφίσταται δεδικασμένο από τις ΕΑ 10241/1998 και ΕΑ 5419/2012 ως προς τις τέσσερεις θέσεις σταθμεύσεως στην πιλοτή”. Πλην, όμως, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί ανωτέρω, το Εφετείο δέχτηκε ότι οι ανωτέρω θέσεις στάθμευσης μεταβιβάστηκαν κατά κυριότητα στην Κ. Κ., όχι με τον κανονισμό της πολυκατοικίας, για τον οποίο δέχτηκε δεδικασμένο, αλλά με την τροποποιητική πράξη της οροφοκτησίας, ως προς την οποία δέχτηκε δεδικασμένο μόνο ως προς την μεταβίβαση των παραπάνω θέσεων κατά παράβαση του άρθρου 1 του νόμου 1221/1981, ενώ δεν δέχτηκε ως προς την πράξη αυτή δεδικασμένο κατά το μέρος που στηρίζεται στην υπέρβαση της πληρεξουσιότητας.
7. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται, αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και, ιδίως, αν στερείται παντελώς αιτιολογιών ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την εν λόγω διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος, προκύπτει, ότι ο λόγος αναίρεσης που προβλέπεται από αυτή, ιδρύεται, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν αυτά που εκτίθενται δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία) (ΟλΑΠ 30/1997, ΟλΑΠ 28/1997). Ο λόγος αυτός αναίρεσης αναφέρεται στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού και γι’ αυτό προϋποθέτει κρίση του δικαστηρίου για την ουσία της υπόθεσης και δεν ιδρύεται, όταν η έλλειψη, η ανεπάρκεια ή η αντίφαση των αιτιολογιών αναφέρεται στη σκέψη της απόφασης, με την οποία η αγωγή κλπ κρίθηκε παραδεκτή ή μη, νόμιμη ή μη νόμιμη, ορισμένη ή αόριστη (ΟλΑΠ 3/1997, ΟλΑΠ 44/1990). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 17 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται, αν η ίδια απόφαση περιέχει αντιφατικές διατάξεις. Η αντίφαση των διατάξεων πρέπει να εντοπίζεται στο διατακτικό της ίδιας απόφασης και δεν αρκεί η ύπαρξη αντιφάσεων μεταξύ των αιτιολογιών της, εκτός αν αυτές επέχουν θέση διατακτικού ή μεταξύ του αιτιολογικού και του διατακτικού. Ειδικότερα, η αντίφαση στο διατακτικό δημιουργεί τον παραπάνω λόγο αναίρεσης, όταν προκαλείται τέτοια αοριστία, ώστε να εμποδίζεται η δημιουργία εκτελεστότητας της απόφασης ή η πρόκληση της απαιτούμενης διάπλασης ή η ύπαρξη βεβαιότητας στις σχέσεις των διαδίκων με το δεδικασμένο (ΟλΑΠ 13/1995, ΑΠ 1259/2013).
Εν προκειμένω, με τον δεύτερο λόγο αναίρεσης, κατά το τρίτο, από το άρθρο 559 αριθ. 19 και 17 ΚΠολΔ, μέρος του, αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες των αντιφατικών αιτιολογιών και των αντιφατικών διατάξεων. Οι πλημμέλειες αυτές συνίστανται, κατά τον ερευνώμενο λόγο, στο ότι, ενώ με την προσβαλλόμενη απόφαση έγινε δεκτό “ότι το ζήτημα αυτό (των θέσεων στάθμευσης) έχει δεδικασμένως κριθεί”, στη συνέχεια με την ίδια απόφαση γίνεται δεκτό, ότι το αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων, που η εναγομένη “ζήτησε για όλους αδιακρίτως, τους χώρους και πράγματα (δηλαδή και για τις αναγκαστικώς αποδοθείσες στον ενάγοντα 4 θέσεις σταθμεύσεως) είναι συνολικώς (ουδεμία διάκριση έκανε) παραδεκτό και νόμιμο, δηλαδή σιγή δέχεται (αντιφατικώς προς τις προηγούμενες αιτιολογίες και παραδοχές της), ότι (και) το ζήτημα των ίδιων αυτών θέσεως σταθμεύσεως εμπίπτει στο αναιρεθέν κεφάλαιο και δεν έχει δεδικασμένως κριθεί”. Το ανωτέρω αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, απορρίφθηκε ως αβάσιμο, διότι κρίθηκε, ότι “δεν προαποδεικνύεται η εκούσια ή αναγκαστική εκτέλεση της παραπάνω (5419/2012) απόφασης”. Ο ανωτέρω λόγος είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, ως προς μεν την παράβαση του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, διότι οι αιτιολογίες, που φέρονται ως αντιφατικές, δεν ανάγονται στην ελάσσονα πρόταση της προσβαλλόμενης απόφασης, αλλά στην κρίση του Εφετείου για το παραδεκτό αφενός μεν του τρίτου λόγου έφεσης του αναιρεσιβλήτου, αφετέρου δε της βασιμότητας της αίτησης επαναφοράς των πραγμάτων, ως προς δε την παράβαση του άρθρου 559 αριθ. 17 ΚΠολΔ, διότι η φερόμενη ως αντίφαση εντοπίζεται μεταξύ των αιτιολογιών της προσβαλλόμενης απόφασης, βάσει των οποίων δεν διερευνήθηκε ο τρίτος λόγος έφεσης και απορρίφθηκε η αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων και των οικείων διατάξεων της απόφασης αυτής. Σε κάθε περίπτωση ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, ήτοι στο ότι το Εφετείο έκρινε παραδεκτή και νόμιμη την παραπάνω αίτηση επαναφοράς και κατά το μέρος που αφορούσε τις τέσσερις θέσης στάθμευσης, ενώ το Εφετείο, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασής του, αφενός μεν δεν ανέφερε, όπως ψέγεται, ότι η παραπάνω αίτηση είναι παραδεκτή και νόμιμη “συνολικώς”, αφετέρου δε διότι είχε προηγηθεί η ανωτέρω, αναφορικά με το δεδικασμένο, κρίση του.
8. Εξάλλου, ο ίδιος λόγος αναίρεσης, κατά το παραπάνω μέρος του, που, υπό την επίκληση του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση και για “ασαφείς” αιτιολογίες, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, λόγω αοριστίας, διότι δεν αναφέρεται ποιές είναι οι ασαφείς αιτιολογίες και σε τι συνίσταται η ασάφειά τους (άρθρα 566 παρ. 1, 577 παρ. 3 ΚΠολΔ).
9. Περαιτέρω, αφού, για τους λόγους που προεξετέθησαν, το παραπάνω, σχετικό με τον κανονισμό της πολυκατοικίας, κεφάλαιο των ανωτέρω εφετειακών και πρωτοβάθμιας αποφάσεων δεν συναναιρέθηκε με το κεφάλαιο, που αφορά στην τροποποίηση της πράξης οροφοκτησίας, συνεπώς. δεν συναναιρέθηκε και το κεφάλαιο των εφετειακών αποφάσεων που αφορά στην αντέφεση και τους πρόσθετους αυτής λόγους της Κ. Κ. κατά του μέρους της πρωτοβάθμιας απόφασης, με το οποίο έγινε δεκτό το σχετικό με τον κανονισμό αίτημα της αγωγής και, ως εκ τούτου, λόγω δεδικασμένου, κωλύονταν η διερεύνηση της αντέφεσης και των πρόσθετων αυτής λόγων με την προσβαλλόμενη απόφαση. Επομένως, το Εφετείο, το οποίο δεν ερεύνησε, την παραπάνω αντέφεση και τους πρόσθετους αυτής λόγους, δεν έσφαλε, γι’ αυτό ο τρίτος λόγος αναίρεσης, κατά το πρώτο μέρος του, με το οποίο ψέγεται η κρίση αυτή του Εφετείου για παράβαση του άρθρου 559 αριθ. 18, 14, 16 και 8 ΚΠολΔ, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
10. Επίσης, από την επισκόπηση της αναιρετικής 2152/2014 απόφασης προκύπτει ότι ο Άρειος Πάγος αναίρεσε με την απόφασή του αυτή τις παραπάνω εφετειακές αποφάσεις, λόγω αντιφατικών διατάξεών τους και ειδικότερα, επειδή η πρώτη των αποφάσεων αυτών, η οποία ενσωματώθηκε στη δεύτερη, ενώ έκρινε μη νόμιμη, άλλως αόριστη την αγωγική βάση ακύρωσης της πράξης οροφοκτησίας, λόγω μη υπέρβασης της πληρεξουσιότητας που είχε παραχωρήσει ο αναιρεσίβλητος στον Κ. Κ., δέχτηκε, στη συνέχεια, έλλειψη της πληρεξουσιότητας αυτής. Από την ίδια, επίσης, απόφαση προκύπτει ότι δεν περιέχεται σε αυτή “παραδοχή, ότι το κεφάλαιο της αποζημιώσεως (που ζήτησε ο αναιρεσίβλητος με την αγωγή του, λόγω μείωσης της έκτασης των δυο διαμερισμάτων του κλπ) εμπεριέχεται στις ελεγχθείσες από τον ΑΠ (ανωτέρω) αντιφατικές αιτιολογίες/διατάξεις της ΕΑ 10241/1998”. Ειδικότερα, στην παραπάνω αναιρετική απόφαση αναφέρεται ότι: “Ακολούθως το Εφετείο με την ίδια απόφαση δέχθηκε και τα εξής: “Με τον πρώτο λόγο έφεσης παραπονείται ο εκκαλών (αναιρεσίβλητος), ότι κατά την υπογραφή της επίμαχης τροποποιητικής πράξης σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας, στην οποία συμβλήθηκε αυτός δια του πληρεξουσίου του, υπερέβη αυτός ο πληρεξούσιος τις εντολές που είχε δυνάμει του άνω πληρεξουσίου και ότι η πράξη αυτού του πληρεξουσίου είναι αντίθετη προς τα συμφέροντά του. Ο αμέσως πιο πάνω λόγος εφέσεως πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος και κατ’ ουσίαν, καθ’ όσον ο άνω πληρεξούσιος ενήργησε καθ’ υπέρβαση της εντολής που του παρείχε το ίδιο πληρεξούσιο, σύμφωνα με τα στην προηγούμενη σκέψη εκτεθέντα και εντεύθεν να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση ως προς το σημείο αυτό”. Έτσι δέχθηκε κατ’ ουσίαν την έφεση εξαφάνισε την εκκαλουμένη απόφαση, δέχθηκε ως νόμιμη και κατ’ ουσίαν βάσιμη την αγωγή ως προς την κύρια παραπάνω βάση της για την αναγνώριση της ακυρότητας της τροποποιητικής της οροφοκτησίας πράξης, καθώς και ως προς μέρος του κεφαλαίου αυτής περί αποζημιώσεως του ενάγοντος, ως προς το οποίο διέταξε αποδείξεις με μάρτυρες καθώς και τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης…”. Ήτοι, ο Άρειος Πάγος με την παραπάνω αναιρετική απόφασή του εκθέτει, ότι το Εφετείο, αφού εξαφάνισε την πρωτοβάθμια απόφαση, “δέχτηκε ως νόμιμη και κατ’ ουσίαν βάσιμη την αγωγή…και ως προς μέρος του κεφαλαίου αυτής περί αποζημιώσεως του ενάγοντος”, χωρίς να διατυπώνει άμεση η έμμεση κρίση για το ότι το παραπάνω κεφάλαιο της αποζημίωσης εμπεριέχεται στην αντίφαση των διατάξεων που διέγνωσε και για την οποία αναίρεσε τις εφετειακές αποφάσεις, αφού, όπως προεκτέθηκε, τα όσα παραπάνω αναφέρει για το σχετικό με την αποζημίωση μέρος της αγωγής αποτελούν κρίσεις του Εφετείου και όχι του ιδίου.
Εν προκειμένω, με τον τρίτο λόγο αναίρεσης, κατά το δεύτερο, από το άρθρο 559 αριθ. 18 μέρος του, αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, ότι “δεν συμμορφώθηκε προς την αναιρετική ΑΠ 2152/2014 ως προς…την ειδικότερη, ρητή και δεσμευτική για την αναιρεσιβαλλόμενη παραδοχή της αναιρετικής αυτής αποφάσεως ότι το κεφάλαιο της αποζημιώσεως εμπεριέχεται στις ελεγχθείσες από τον ΑΠ αντιφατικές αιτιολογίες/διατάξεις της ΕΑ 10241/1998, οι οποίες για τον λόγον αυτόν αναιρέθηκαν, ενώ η αναιρεσιβαλλομένη δέχθηκε το αντίθετο και, έτσι, απέρριψε την αντέφεση και δεν εξέτασε τους προσθέτους λόγους της”. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος, πρωτίστως, ως αβάσιμος, διότι στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, ήτοι σε παραδοχή της αναιρετικής απόφασης ότι το κεφάλαιο της αποζημίωσης που προαναφέρθηκε εμπεριέχεται στις ανωτέρω αντιφατικές διατάξεις, εξαιτίας των οποίων αναιρέθηκαν με την απόφαση αυτή οι εφετειακές αποφάσεις, την οποία, όμως, παραδοχή ο Άρειος Πάγος δεν εξέφερε, με την παραπάνω απόφασή του.
11. Όπως προαναφέρθηκε, με την προσβαλλόμενη απόφαση κρίθηκε ότι το σχετικό με τον κανονισμό κεφάλαιο των εφετειακών αποφάσεων δεν συναναιρέθηκε με το αναιρεθέν, σχετικό με την πράξη οροφοκτησίας, κεφάλαιο των αποφάσεων αυτών, ως μη άρρηκτα συνδεδεμένο μαζί του, στη συνέχεια δε των παραδοχών του αυτών, το Εφετείο δεν ερεύνησε με την παραπάνω απόφασή του, λόγω δέσμευσής του από το σχετικό δεδικασμένο των εφετειακών αποφάσεων, την αντέφεση και τους πρόσθετους αυτής λόγους της Κ. Κ. κατά του σχετικού με τον κανονισμό κεφαλαίου της πρωτοβάθμιας απόφασης. Σύμφωνα με αυτά, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο παραπάνω λόγος αναίρεσης, κατά το μέρος, που, υπό την επίκληση του άρθρου 559 αριθ. 16 ΚΠολΔ, ψέγει την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι “παραβιάζει το από αυτήν παραδεχόμενο ”δεδικασμένο” της ΕΑ 10241/1998, η οποία έκρινε ότι η αντέφεση συνέχεται με κεφάλαια της εφέσεως και είναι καθ’ όλα παραδεκτή”. Και τούτο, διότι, αφού το Εφετείο δεν ερεύνησε για τον παραπάνω λόγο την αντέφεση, δεν παραβίασε το δεδικασμένο των εφετειακών αποφάσεων, ως προς το παραδεκτό και νόμιμο της αντέφεσης. Αντίθετα, το Εφετείο συμμορφώθηκε με την προσβαλλομένη απόφασή του προς το ανωτέρω δεδικασμένο, καθόσον, αναγνωρίζοντας την ύπαρξή του και τη δέσμευσή του από αυτό, δεν ερεύνησε την αντέφεση.
12. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης, αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και, ιδίως, αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, έλλειψη νόμιμης βάσης, λόγω αντιφατικών ή ανεπαρκών αιτιολογιών, υπάρχει, όταν από το αιτιολογικό της απόφασης, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν προκύπτουν κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία, σύμφωνα με το νόμο, είναι αναγκαία για την κρίση στη συγκεκριμένη περίπτωση, ότι συντρέχουν οι όροι της διάταξης που εφαρμόστηκε ή ότι δεν συντρέχουν οι όροι εφαρμογής της. Ιδρύεται, δηλαδή, ο λόγος αυτός, όταν από τις παραδοχές της απόφασης δημιουργούνται αμφιβολίες για το αν εφαρμόστηκε ορθά ή όχι ορισμένη ουσιαστική διάταξη νόμου. Αναφέρεται ο λόγος αυτός στη διατύπωση του αποδεικτικού πορίσματος και δεν ιδρύεται όταν υπάρχουν ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση και στάθμιση αυτών και την αιτιολόγηση της εξαγωγής από αυτές του αποδεικτικού πορίσματος, αρκεί τούτο να εκτίθεται πλήρως, σαφώς και χωρίς αντιφάσεις. Ως ζητήματα, των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο αντιφατικό ή ανεπαρκή, στερεί από νόμιμη βάση την απόφαση, νοούνται οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν, δηλαδή, στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του δικαιώματος, που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό, είτε ως αμυντικό μέσο, όπως είναι τα περιστατικά που συγκροτούν την ιστορική βάση της αγωγής ή καταλυτικής αυτής ένστασης, όχι, όμως, και τα νομικά ή πραγματικά επιχειρήματα, που συνέχονται με την εκτίμηση των αποδείξεων και για τα οποία η έλλειψη, η αντιφατικότητα ή η ανεπάρκεια της αιτιολογίας δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης. Ελέγχονται, συνεπώς, με τον παραπάνω λόγο οι παραβάσεις κανόνων του ουσιαστικού δικαίου, όχι, όμως και του δικονομικού δικαίου (ΑΠ 1908/2008, ΑΠ 1703/2008, ΑΠ 608/2008). Εξάλλου, κανόνες ουσιαστικού δικαίου είναι εκείνοι που ρυθμίζουν τις βιοτικές σχέσεις, την κτήση των δικαιωμάτων και τη γένεση των υποχρεώσεων και επιβάλλουν κυρώσεις για τη μη τήρησή τους. Κανόνες δε δικονομικού δικαίου είναι αυτοί που καθορίζουν τον τρόπο, τα όργανα και τη μορφή της ένδικης προστασίας (ΑΠ 608/2008, ΑΠ 1140/2005). Τέτοιοι δικονομικής φύσεως κανόνες είναι και οι κανόνες για το δεδικασμένο (ΑΠ 1524/2007, ΑΠ 261/1997). Σύμφωνα με αυτά, ο παραπάνω λόγος αναίρεσης, κατά το άλλο μέρος του, που, υπό την επίκληση του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, ψέγει την προσβαλλόμενη απόφαση, για εκ πλαγίου (με αντιφατικές αιτιολογίες) παράβαση των περί δεδικασμένου διατάξεων, διότι, εξαιτίας της παραδοχής της που αναφέρεται στον προηγούμενο λόγο, “έχει αντιφατική αιτιολογία στο ζήτημα αυτό (δέχεται ή όχι δεδικασμένο από την ΕΑ 10241/1998;)”, είναι απορριπτέος, διότι, σύμφωνα με την παραπάνω σκέψη, η έλλειψη νόμιμης βάσης της προσβαλλομένης απόφασης δικαιολογεί την αναίρεση με το άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ μόνο σε περίπτωση πλημμέλειας από το ουσιαστικό και όχι από το δικονομικό δίκαιο, όπως είναι οι περί δεδικασμένου κανόνες.
13. Σύμφωνα με όσα προεξετέθησαν, το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του δεν διερεύνησε την αντέφεση και τους πρόσθετους αυτής λόγους της Κ. Κ. , επειδή έκρινε ότι το σχετικό με τον κανονισμό κεφάλαιο των εφετειακών αποφάσεων δεν είχε συναναιρεθεί με το κεφάλαιο αυτών για την οροφοκτησία και, συνεπώς, ότι δεσμευόταν από το οικείο δεδικασμένο των εν λόγω αποφάσεων, απέρριψε δε, κατόπιν αυτών, ως απαράδεκτη, όχι την αντέφεση, αλλά “την αίτηση με την οποία επαναφέρθηκε η αντέφεση προς επανεκδίκαση”.
Εν προκειμένω, με τον τρίτο λόγο αναίρεσης, κατά το τέταρτο μέρος του, αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της παράβασης του άρθρου 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ, που συνίσταται στο ότι, κατά παράβαση του άρθρου 523 παρ. 3β ΚΠολΔ, απέρριψε την αντέφεση ως απαράδεκτη, λόγω απόρριψης του τετάρτου λόγου της έφεσης, με τον οποίο κρίθηκε ότι συνέχεται αναγκαία, ενώ, μετά την απόρριψη αυτή, όφειλε το Εφετείο, βάσει του παραπάνω άρθρου να κρίνει ότι η πιο πάνω αντέφεση ισχύει ως αυτοτελής έφεση και να τη διερευνήσει. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι στηρίζεται στις εσφαλμένες προϋποθέσεις: α) ότι η αντέφεση απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, ενώ ως απαράδεκτη απορρίφθηκε η αίτηση επαναφοράς για εκδίκαση της αντέφεσης και όχι η αντέφεση, η οποία, αντίθετα, δεν ερευνήθηκε από το Εφετείο για τον παραπάνω λόγο και β) ότι με την προσβαλλόμενη απόφαση απορρίφθηκε ο τέταρτος λόγος έφεσης, ενώ, αντίθετα, ο λόγος αυτός δεν ερευνήθηκε με την ανωτέρω απόφαση, εξαιτίας του σχετικού, από τις εφετειακές αποφάσεις, δεδικασμένου, λόγω της μη αναίρεσης του οικείου μέρους τους.
14. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 561 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας των πραγματικών γεγονότων, εφόσον δεν παραβιάστηκαν με αυτά κανόνες ουσιαστικού δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών ή εφόσον η εκτίμησή τους δεν ιδρύει λόγους αναίρεσης από τους αριθ. 19 και 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι από τον Άρειο Πάγο ανέλεγκτη, ο δε αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, από το περιεχόμενο του οποίου προκύπτει ότι δεν συντρέχει κάποια από τις παραπάνω εξαιρετικές περιπτώσεις, απορρίπτεται ως απαράδεκτος, εφόσον πλέον πλήττεται η ουσία της υπόθεσης, που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 106, 335, 338 έως 340 και 346 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι το δικαστήριο, προκειμένου να σχηματίσει τη δικανική του πεποίθηση για την αλήθεια ή μη των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων, που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, οφείλει, να λαμβάνει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα, που αυτοί νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν. Επίσης, ο λόγος αναίρεσης του άρθρου 559 αριθ. 11γ ΚΠολΔ ιδρύεται, αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του αποδεικτικά μέσα, που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν νόμιμα. Για την ίδρυση του λόγου αυτού, για την οποία αρκεί και μόνη η ύπαρξη αμφιβολιών για το αν το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη του τέτοια αποδεικτικά μέσα (ΑΠ 1494/2009, ΑΠ 1506/2006), πρέπει το αποδεικτικό μέσο να είναι χρήσιμο για άμεση ή έμμεση απόδειξη γεγονότων, που συγκροτούν ισχυρισμό λυσιτελή, ισχυρισμό, δηλαδή, που επιδρά στο διατακτικό, παραδεκτό και νόμιμο ή ισχυρισμό για αρχή έγγραφης απόδειξης (ΟλΑΠ 2/2008, ΟλΑΠ 1190/1982).
Συνεπώς, για να είναι ορισμένος ο παραπάνω λόγος αναίρεσης, πρέπει να καθορίζονται στο αναιρετήριο τα συγκεκριμένα αποδεικτικά μέσα, που δεν έλαβε υπόψη του το δικαστήριο, να προσδιορίζεται το περιεχόμενό τους και να αναφέρεται, ότι έγινε ή δεν έγινε επίκληση και προσκομιδή τους κατά τη συζήτηση στο δικαστήριο της ουσίας, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, ακόμη και αν έπρεπε να ληφθούν υπόψη αυτεπάγγελτα (ΟλΑΠ 30/1997, ΑΠ 503/2013, ΑΠ 53/2013). Εξάλλου, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 118 παρ. 4, 566 παρ. 1 και 577 παρ. 3 ΚΠολΔ, το δικόγραφο της αναίρεσης πρέπει να περιέχει, κατά τρόπο σαφή, ορισμένο και ευσύνοπτο, τους λόγους αναίρεσης, ώστε, όχι μόνο να εξάγεται σε ποιόν από τους αναιρετικούς λόγους, που αναφέρονται περιοριστικά στο άρθρο 559 του ίδιου Κώδικα, υπάγεται, αλλά και να προκύπτουν από αυτούς οι νομικές πλημμέλειες που αποδίδονται στην προσβαλλομένη απόφαση.
Συνεπώς, οι λόγοι αναίρεσης που αντιφάσκουν μεταξύ τους απορρίπτονται ως απαράδεκτοι (ΑΠ 306/2018, ΑΠ 1418/2013, ΑΠ 41/2009, ΑΠ 2178/2007). Τέλος, κατά το άρθρο 559 αριθ. 12 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο παραβίασε τους ορισμούς του νόμου σχετικά με τη δύναμη των αποδεικτικών μέσων. Αποδεικτική δύναμη των διάφορων αποδεικτικών μέσων είναι η επίδραση που έχει ή μπορεί να έχει κάποιο αποδεικτικό μέσο στο σχηματισμό της πεποίθησης του δικαστή και ο αναιρετικός αυτός λόγος ιδρύεται, όταν το δικαστήριο της ουσίας, κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, αποδίδει σε ορισμένα αποδεικτικά μέσα μεγαλύτερη ή μικρότερη δύναμη απόδειξης από εκείνη που δεσμευτικά καθορίζει γι’ αυτά ο νόμος. Έτσι, ο λόγος αυτός αναίρεσης προϋποθέτει, ότι είναι παραδεκτό το συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο. Αντίθετα, ο αναιρετικός λόγος του άρθρου 559 αριθ. 11 ΚΠολΔ ιδρύεται, όταν κρίνεται παραδεκτό ένα αποδεικτικό μέσο χωρίς να συντρέχουν οι όροι του παραδεκτού του (ΑΠ 394/2011, ΑΠ 702/2008).
Συνεπώς, οι παραπάνω, ήτοι από τον αριθ. 11γ και τον αριθ. 12 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, λόγοι αναίρεσης είναι αντιφατικοί μεταξύ τους, αφού δεν είναι δυνατόν το δικαστήριο της ουσίας, ταυτόχρονα και να μην έλαβε υπόψη του ένα αποδεικτικό μέσο, ώστε να ψέγεται η απόφασή του για παράβαση του άρθρου 559 αριθ. 11γ ΚΠολΔ και να προσέδωσε ή να μη προσέδωσε στο ίδιο αυτό μέσο αποδεικτική δύναμη μεγαλύτερη από εκείνη που δεσμευτικά καθορίζει ο νόμος, ώστε να ψέγεται η απόφασή του για παράβαση του άρθρου 559 αριθ. 12 ΚΠολΔ, καθόσον, αφού δεν έλαβε υπόψη του το αποδεικτικό αυτό μέσο, είναι αδύνατον να του προσέδωσε ή να μη του προσέδωσε την οικεία από το νόμο αποδεικτική του δύναμη.
Εν προκειμένω, με τον τέταρτο λόγο αναίρεσης πλήττεται η απόρριψη με την προσβαλλόμενη απόφαση ως αβάσιμου του αιτήματος επαναφοράς των πραγμάτων. Συγκεκριμένα, αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες: α) της παράβασης του άρθρου 559 αριθ. 11 ΚΠολΔ, επειδή το Εφετείο που εξέδωσε την απόφαση αυτή, δεν έλαβε υπόψη του την, κατ’ άρθρο 261 ΚΠολΔ, σιωπηρή ομολογία του αναιρεσιβλήτου, για το ότι χώρησε η οικεία αναγκαστική εκτέλεση, β) της παράβασης του άρθρου 559 αριθ. 12 ΚΠολΔ, ως προς τη δεσμευτική αποδεικτική δύναμη της παραπάνω σιωπηρής ομολογίας και γ) της παράβασης του άρθρου 559 αριθ. 19 και 17 ΚΠολΔ, λόγω αντιφατικών αιτιολογιών και αντιφατικών διατάξεων, αντίστοιχα, επειδή “ως προς την προηγούμενη παραδοχή της περί δεδικασμένου που αφορά τις τέσσερεις θέσεις σταθμεύσεως στην πιλοτή (όπως αναλυτικώς στον ανωτέρω Β.4 λόγον αναιρέσεως), έχει αντιφατικές και, πάντως, ασαφείς αιτιολογίες και αντιφατικές αντίστοιχες οριστικές διατάξεις ως προς τα ουσιώδη για την έκβαση της δίκης ζητήματα της επαναποδόσεως των τεσσάρων θέσεων σταθμεύσεως στην πιλοτή και το αντίστοιχο εύρος του αναιρετικού αποτελέσματος της ΑΠ 2152/2014”. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος ως προς όλες τις ανωτέρω αιτιάσεις του, διότι, υπό το πρόσχημα των παραπάνω πλημμελειών, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη εκτίμηση του ανωτέρω γεγονότος από το Δικαστήριο της ουσίας, ήτοι η εκτίμησή του ότι δεν αποδείχτηκε η εκτέλεση της οικείας απόφασης. Περαιτέρω, ο λόγος αυτός, ως προς τα παραπάνω (α) και (β) μέρη του, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος λόγω αντίφασης των παραπάνω πλημμελειών που αποδίδονται στην προσβαλλομένη απόφαση με τα μέρη αυτά. Εξάλλου, απορριπτέος ως απαράδεκτος και λόγω αοριστίας είναι ο ερευνώμενος λόγος ως προς το πρώτο παραπάνω μέρος του, διότι δεν αναφέρεται στο αναιρετήριο, ότι έγινε επίκληση της παραπάνω σιωπηρής ομολογίας στο Δικαστήριο της ουσίας, όπως και κατά το τρίτο μέρος του, καθόσον δεν αναφέρονται στο αναιρετήριο, ως προς μεν τις αιτιολογίες, ποιές είναι οι αντιφατικές αιτιολογίες, σε τι συνίσταται η αντίφασή τους και από ποιά μέρη της ελάσσονος προτάσεως της προσβαλλόμενης απόφασης συνάγονται, ως προς δε τις διατάξεις, ποιές είναι οι αντιφατικές αυτές διατάξεις, επιπλέον δε ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος και ως προς τα δύο μέρη του, διότι δεν υπάρχει στο αναιρετήριο λόγος αναίρεσης με τα στοιχεία “Β.4”, στον οποίο γίνεται με τον ερευνώμενο λόγο παραπομπή.
15. Εξάλλου, με τις διατάξεις των άρθρων 309 εδ. α’ και 555 ΚΠολΔ ορίζεται, με την πρώτη, ότι οι αποφάσεις, που αποφαίνονται οριστικά σε κύρια ή παρεμπίπτουσα αίτηση, δεν μπορούν μετά τη δημοσίευσή τους να ανακαλούνται από το δικαστήριο που τις εξέδωσε και με τη δεύτερη, ότι δεύτερη αναίρεση του ίδιου διαδίκου κατά της ίδιας απόφασης ως προς το ίδιο ή άλλο κεφάλαιο δεν επιτρέπεται. Αν, όμως, ο Άρειος Πάγος δεν ερεύνησε αναιρετικό λόγο που είχε προταθεί, μπορεί, ενόψει της αυτοτέλειας κάθε λόγου αναίρεσης, που σωρευτικά διατυπώνεται με τους λοιπούς λόγους στο ίδιο δικόγραφο, να επανέλθει και να τον εξετάσει, χωρίς αυτό να αντιτίθεται στις παραπάνω διατάξεις, διότι για το λόγο αναίρεσης που δεν εξετάστηκε, δεν υπάρχει απόφαση. Η γενική απορριπτική διάταξη της απόφασης του Αρείου Πάγου δεν καταλαμβάνει και τον αναιρετικό λόγο που δεν εξετάστηκε, αφού ο λόγος αυτός, ως αυτοτελής επιτευκτική διαδικαστική πράξη, είναι υποχρεωτικά διαγνωστέος από τον Άρειο Πάγο και η απόρριψή του μόνον με ειδική σκέψη είναι επιτρεπτή. Το νόημα αυτό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει και από την, σύμφωνα με το Σύνταγμα και τους λοιπούς υπερνομοθετικούς κανόνες, ερμηνεία τους, καθόσον αυτές, με την αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή, θα προσέκρουαν στα άρθρα 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, που κυρώθηκε με το νδ 53/1974 και έχει υπερνομοθετική, κατά το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, ισχύ, καθόσον θα έθιγαν, τότε, το δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας, που προβλέπεται από τις ανωτέρω διατάξεις (ΑΠ 1065/2010, ΑΠ 2118/2007).
Εν προκειμένω, ο Άρειος Πάγος, με την ανωτέρω 2152/2014 απόφασή του, αναίρεσε, όπως από την επισκόπηση της απόφασης αυτής προκύπτει, τις παραπάνω εφετειακές αποφάσεις, ως προς το σχετικό με την τροποποίηση της πράξης οροφοκτησίας κεφάλαιό τους, κάνοντας δεκτό τον πρώτο λόγο της από 19-3-2013 αναίρεσης, ενώ μετά από αυτά, δεν ερεύνησε τους λοιπούς λόγους αναίρεσης. Οι λόγοι αυτοί αναίρεσης που (ούτε απορρίφθηκαν, ούτε έγιναν δεκτοί με τον ανωτέρω 2152/2014 απόφαση του ΑΠ, αφού δεν υπάρχει σε αυτή σχετική διάταξη, ρητή ή έμμεση, που να αφορά στην παραδοχή ή απόρριψη της αίτησης αναίρεσης στο σύνολό της, περίπτωση στην οποία αναφέρεται η ΟλΑΠ 20/2009) δεν ερευνήθηκαν, κατά το μέρος που πλήττουν άλλα κεφάλαια των ανωτέρω εφετειακών αποφάσεων, διάφορα εκείνου ως προς το οποίο οι αποφάσεις αυτές αναιρέθηκαν, παραδεκτά, σύμφωνα με τη σκέψη που προεκτέθηκε, φέρονται για έρευνα με το ανωτέρω δικόγραφο, το οποίο, ως προς το σημείο τούτο, συνιστά κλήση και πρέπει να ερευνηθεί το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων αυτών, καθόσον, μετά την, κατά τα ανωτέρω, απόρριψη της αίτησης αναίρεσης κατά της 1833/2016 απόφασης του Δικαστηρίου της παραπομπής, αφενός μεν πληρώθηκε η αίρεση, από την πλήρωση της οποίας εξαρτήθηκε η διερεύνηση των λόγων αυτών, αφετέρου δε αναβίωσε η εκκρεμοδικία τους. (βλ. ΑΠ 1065/2010, πρβλ ΑΠ ποιν. 224, 325/2017).
16. Με τον πρώτο κύριο λόγο της παραπάνω από 19-3-2013 αίτησης αναίρεσης προσβάλλεται η σχετική με την ακύρωση της οροφοκτησίας, λόγω υπέρβασης πληρεξουσιότητας, κρίση των παραπάνω εφετειακών αποφάσεων, οι οποίες ψέγονται ειδικότερα, για παράβαση, με την κρίση τους αυτή, του άρθρου 559 αριθ. 17 ΚΠολΔ, ως προς την οποία πλημμέλεια έγινε δεκτός ο λόγος αυτός με την ανωτέρω 2152/2014 απόφαση, καθώς επίσης και για παράβαση των αριθ. 15, 16, 14, 19 και 1 του ίδιου άρθρου, πλημμέλειες, που, σύμφωνα με τα παραπάνω, δεν ερευνήθηκαν. Πλην, όμως, αφού οι πλημμέλειες αυτές αναφέρονται στο ίδιο παραπάνω, αναιρεθέν ήδη, κεφάλαιο των ανωτέρω εφετειακών αποφάσεων, δεν υφίσταται πλέον έννομο συμφέρον για τη διερεύνησή τους, καθόσον έχει ικανοποιηθεί ήδη το αίτημά τους για αναίρεση του κεφαλαίου τούτου των εφετειακών αποφάσεων, γι’ αυτό, ως προς τις εν λόγω αιτιάσεις, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος ο παραπάνω λόγος αναίρεσης.
17. Περαιτέρω, με το δεύτερο κύριο λόγο της παραπάνω από 19-3-2013 αναίρεσης πλήττονται οι εφετειακές αποφάσεις: α) υπό την επίκληση του άρθρου 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ, για μη λήψη υπόψη του ισχυρισμού, ότι η Κ. Κ. τροποποίησε την πράξη οροφοκτησίας και τον κανονισμό, βάσει σχετικού δικαιώματός της από το 13205/1976 συμβόλαιο και β) υπό την επίκληση του άρθρου 559 αριθ. 20, για παραμόρφωση του περιεχομένου του παραπάνω συμβολαίου, από το οποίο συνάγεται το ανωτέρω δικαίωμα της Κ. Κ. και όχι η έλλειψη σχετικής πληρεξουσιότητας όπως έγινε δεκτό με τις προσβαλλόμενες αποφάσεις. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος, ως προς μεν την πράξη οροφοκτησίας για έλλειψη εννόμου συμφέροντος, μετά την αναίρεση των εφετειακών αποφάσεων ως προς το κεφάλαιό τους αυτό με την 2152/2014 απόφαση του ΑΠ που προαναφέρθηκε, ως προς δε τον κανονισμό ως αβάσιμος, πρωτίστως, διότι στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, ήτοι σε παραδοχή του Εφετείου, ότι ο κανονισμός αυτός συνετάγη βάσει δικαιώματος από το …………. συμβόλαιο, ενώ με τις προσβαλλόμενες αποφάσεις έγινε δεκτό ότι ο εν λόγω κανονισμός συνετάγη βάσει εξουσιοδότησης του αναιρεσιβλήτου προς το σύζυγο της Κ. Κ. Κ. Κ. με το ………. συμβόλαιο.
18. Απορριπτέος, για τους ίδιους ακριβώς παραπάνω λόγους, είναι και ο τρίτος κύριος λόγος της από 19-3-2013 αναίρεσης, με τον οποίο πλήττονται οι εφετειακές αποφάσεις και ως προς τα δύο ανωτέρω κεφάλαιά τους: α) υπό την επίκληση του άρθρου 559 αριθ. 11 ΚΠολΔ, για μη λήψη υπόψη ομολογίας του αναιρεσιβλήτου, αναφορικά με το ανωτέρω από το …………………. συμβόλαιο δικαίωμα της Κ. Κ., β) υπό την επίκληση του άρθρου 559 αριθ. 12 ΚΠολΔ, για παραβίαση, άλλως, της δεσμευτικής αποδεικτικής δύναμης της ανωτέρω ομολογίας, γ) υπό την επίκληση του άρθρου 559 αριθ. 10 ΚΠολΔ, για λήψη υπόψη, χωρίς απόδειξη, του ότι δεν τηρήθηκαν οι αναφερόμενοι στο ανωτέρω συμβόλαιο δύο όροι (ήτοι: α) να μη θιγούν τα ποσοστά του ενάγοντος επί του όλου οικοπέδου και β) να μην επιβαρυνθούν οι δαπάνες του διαμερίσματός του επί των κοινοχρήστων) άσκησης του παραπάνω δικαιώματος της Κ. Κ., δ) υπό την επίκληση του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, για έλλειψη αιτιολογίας αναφορικά: I) με τη σιωπηρή απόρριψη του ισχυρισμού για την ύπαρξη του ανωτέρω δικαιώματος και τη μη παραβίαση, κατά την άσκησή του, των παραπάνω δύο όρων, II) με τη σιωπηρή απόρριψη του ισχυρισμού για την ύπαρξη, άλλως, σχετικής εξουσιοδότησης της Κ. Κ. και τη μη παραβίαση, κατά την άσκησή της, των παραπάνω δυο όρων και III) με τη σιωπηρή παραδοχή του ισχυρισμού ότι παραβιάστηκαν οι παραπάνω δύο όροι κατά την άσκηση του ανωτέρω δικαιώματος, ε) υπό την επίκληση του άρθρου 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ, για μη λήψη υπόψη ισχυρισμού του αναιρεσιβλήτου για την ύπαρξη, με τους παραπάνω όρους, του ανωτέρω δικαιώματος της Κ. Κ., στ) υπό την επίκληση του άρθρου 559 αριθ. 14, για μη απόρριψη της αγωγής ως αόριστης, λόγω μη αναφοράς σε αυτή της παραβίασης των ανωτέρω όρων κατά την άσκηση του παραπάνω δικαιώματος, καίτοι τούτο αναγνωρίζεται με την εν λόγω αγωγή και ζ) υπό την επίκληση του άρθρου 559 αριθ. 8 (όπως διορθώθηκε με το δικόγραφο των προσθέτων λόγων από τον αριθ. 19) ΚΠολΔ, για μη λήψη υπόψη του ισχυρισμού αοριστίας, για την ανωτέρω αιτία, της αγωγής.
19. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 182 ΑΚ, που ορίζει ότι, όταν ή άκυρη δικαιοπραξία περιέχει τα στοιχεία άλλης δικαιοπραξίας, αυτή ισχύει, εφόσον συνάγεται ότι τα μέρη θα την ήθελαν, αν ήξεραν την ακυρότητα, προκύπτει ότι οι προϋποθέσεις για τη μετατροπή μιας άκυρης δικαιοπραξίας σε άλλη έγκυρη είναι: 1) η ακυρότητα της πρώτης δικαιοπραξίας και η άγνοια των μερών για την ακυρότητα αυτή, 2) η άκυρη δικαιοπραξία να περιέχει τα στοιχεία της, κατά μετατροπή, έγκυρης δικαιοπραξίας και 3) υποθετική βούληση των μερών να ισχύσει, κατά μετατροπή, η άλλη δικαιοπραξία, αν γνώριζαν την ακυρότητα της πρώτης. Εξάλλου, από τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 2 και 5 εδάφιο τελευταίο του νόμου 960/1979 “περί υποβολής υποχρεώσεων προς δημιουργία χώρων σταθμεύσεως αυτοκινήτων δια την εξυπηρέτησιν των κτιρίων”, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 5 εδάφιο 3 του νόμου 1221/1981, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 174, 1002, 1117 του ΑΚ και 1, 2 παρ. 1, 4 παρ. 1, 5 και 13 του νόμου 3741/1929, που διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ με το άρθρο 54 του ΕισΝΑΚ, προκύπτει ότι, αν η οικοδομή ανεγείρεται με άδεια και υπό το πολεοδομικό σύστημα της άφεσης του ισόγειου χώρου ακαλύπτου (πιλοτή), ο ακάλυπτος αυτός χώρος δεν μπορεί να αποτελέσει διαιρεμένες ιδιοκτησίες, που να ανήκουν, δηλαδή, στην αποκλειστική κυριότητα ενός η περισσότερων ιδιοκτητών, είτε αυτοί είναι διαμερισματούχοι, είτε τρίτοι, ούτε είναι δεκτικός σύστασης σε αυτόν άλλου εμπράγματου δικαιώματος, αλλά παραμένει ως κοινόχρηστος χώρος, στον οποίο αποκτάται αυτοδικαίως συγκυριότητα των ιδιοκτητών των αυτοτελών οριζόντιων ιδιοκτησιών της οικοδομής, ανάλογα με τη μερίδα τους στα κοινόχρηστα μέρη της οικοδομής και χρησιμεύει στην κοινή χρήση όλων. Κατά συνέπεια, δικαιοπραξία συστατική διαιρεμένης αυτοτελούς ιδιοκτησίας με την πιο πάνω έννοια ή άλλου εμπράγματου δικαιώματος στο χώρο της πιλοτής είναι άκυρη, κατά το άρθρο 174 ΑΚ, επειδή αντίκειται ευθέως στο νόμο, είτε αυτή είχε καταρτιστεί πριν είτε μετά την ισχύ των νόμων 960/1979 και 1221/1981 (ΟλΑΠ 23/2000). Με τη συστατική, όμως, της οροφοκτησίας πράξη ή, μετά από αυτή, με συμφωνία όλων των ιδιοκτητών, που γίνεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο και υποβάλλεται σε μεταγραφή, μπορεί εγκύρως, κατά τα άρθρα 5 και 13 του νόμου 3741/1929, να παραχωρηθεί η χρήση του χώρου αυτού της πιλοτής ή τμήματός του αποκλειστικά σε έναν ή ορισμένους ιδιοκτήτες ορόφου ή διαμερίσματος της οικοδομής στην οποία υπάρχει ο χώρος αυτός (ΟλΑΠ 23/2000, ΟλΑΠ 5/1991). Από τα παραπάνω συνάγεται, ότι η άκυρη, ως συστατική στο χώρο της πιλοτής διαιρεμένης ιδιοκτησίας, δικαιοπραξία, μπορεί να ισχύει, με τη συνδρομή της διάταξης του άρθρου 200 ΑΚ, κατά μετατροπή, ως δικαιοπραξία σύστασης δικαιώματος αποκλειστικής χρήσης του χώρου της πιλοτής ή τμήματός του υπέρ του ιδιοκτήτη διαμερίσματος της ίδιας οικοδομής, που αναφέρεται ως εμπράγματος δικαιούχος αυτού, καθόσον το δικαίωμα της αποκλειστικής χρήσης (έλασσον) εμπεριέχεται στο (μείζον) δικαίωμα της κυριότητας και, εφόσον συντρέχουν και οι λοιποί όροι της μετατροπής, δηλαδή άγνοια της ακυρότητας της πρώτης δικαιοπραξίας και υποθετική βούληση των μερών, να ισχύσει η δεύτερη, αν τα μέρη γνώριζαν την ακυρότητα της πρώτης. Για να χωρήσει, όμως, η μετατροπή πρέπει να γίνει επίκλησή της από ένα από τα μέρη που έλαβαν μέρος στη δικαιοπραξία και απόδειξη από το ίδιο μέρος της υποθετικής θέλησης αυτών που μετείχαν στη δικαιοπραξία να ισχύσει η κατά μετατροπή άλλη δικαιοπραξία, αν γνώριζαν την ακυρότητα της πρώτης (ΑΠ 841/2009, ΑΠ 792/2006).
Εν προκειμένω, από την παραδεκτή επισκόπηση των προσβαλλομένων εφετειακών αποφάσεων, όπως το περιεχόμενο αυτών εκτέθηκε ειδικότερα παραπάνω, προκύπτει ότι με τις αποφάσεις αυτές έγινε δεκτός ο τρίτος λόγος έφεσης του αναιρεσιβλήτου κατά της πρωτοβάθμιας απόφασης και αναγνωρίσθηκε ότι η κατά κυριότητα μεταβίβαση, με την ανωτέρω συμβολαιογραφική πράξη, στην Κ. Κ. των τεσσάρων θέσεων στάθμευσης στον κοινόχρηστο χώρο της πιλοτής της παραπάνω οικοδομής είναι άκυρη βάσει των ανωτέρω διατάξεων του νόμου 1221/1981, ενώ απερρίφθη ως αβάσιμος ο ισχυρισμός της Κ. Κ. για μετατροπή της άκυρης αυτής δικαιοπραξίας μεταβίβασης κατά κυριότητα των τεσσάρων θέσεων στάθμευσης σε έγκυρη δικαιοπραξία μεταβίβασης των θέσεων αυτών κατά χρήση, καθόσον έκρινε το Δικαστήριο της ουσίας, αναφορικά με τη μετατροπή αυτή, ότι δεν αποδείχτηκε η θέληση του αναιρεσιβλήτου να ισχύσει η παραπάνω άκυρη δικαιοπραξία μεταβίβασης της κυριότητας των ανωτέρω θέσεων, αν γνώριζε την ακυρότητά της, σε έγκυρη δικαιοπραξία μεταβίβασης κατά χρήση των θέσεων αυτών.
Εν προκειμένω, με τον τέταρτο κύριο λόγο της από 19-3-2013 αναίρεσης πλήττονται οι εφετειακές αποφάσεις καθ’ ο μέρος δέχτηκαν τον παραπάνω 3ο λόγο έφεσης του αναιρεσιβλήτου: α) υπό την επίκληση του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, διότι δεν αιτιολογούν, γιατί περιήλθαν “μη νομίμως” στην Κ. Κ. “τα ένδικα πράγματα”, ήτοι οι κοινόχρηστοι χώροι της πολυκατοικίας, β) υπό την επίκληση του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 1 του νόμου 1221/1981, 1 παρ. 2 κ’ 5 εδ. τελ. του νόμου 9601979, 174, 1002 και 1117 του ΑΚ και 2 παρ. 1, 5 και 13 του νόμου 3741/1929, καθόσον, σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, “η κατά κυριότητα ή αποκλειστική χρήση μεταβίβαση κοινοχρήστων πραγμάτων εγκύρως συντελείται, ακόμα και εάν έρχεται σε αντίθεση με πολεοδομικές διατάξεις, των οποίων οι έννομες συνέπειες είναι διοικητικής και όχι αστικής φύσεως”, γ) υπό την επίκληση του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, διότι δεν αναφέρουν “εάν και ποιές από τις θέσεις σταθμεύσεως στην πιλοτή έχουν δημιουργηθεί με συμβολαιογραφική δήλωση και μεταγραφή, κατά την ρητή 2 ν. 960/1979”, δ) υπό την επίκληση του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, για παραβίαση των διατάξεων των άρθρων 1 του νόμου 1221/1981 και 1 παρ. 2 κ’ 5 εδ. τελ. του νόμου 960/1979, καθόσον οι διατάξεις αυτές δεν απαγορεύουν τις ανωτέρω μεταβιβάσεις και ε) υπό την επίκληση του άρθρου 559 αριθ. 1β’ ΚΠολΔ, για παραβίαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας κατά την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 174, 1002, 1117 ΑΚ και 2 παρ. 1, 5 και 13 του νόμου 3741/1929, καθόσον, σύμφωνα με τα διδάγματα αυτά, ο χώρος των 260 τμ, που, μετά τις ανωτέρω τέσσερις θέσεις στάθμευσης, παραμένει, κατά τις παραδοχές των προσβαλλομένων αποφάσεων, ελεύθερος στην πιλοτή και οι θέσεις στάθμευσης που αντιστοιχούν στο χώρο αυτό, “είναι υπεραρκετά για την κοινοχρησία της οικοδομής”. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος στο σύνολό του, πρωτίστως, ως απαράδεκτος, λόγω αντιφατικότητας των αποδομένων πλημμελειών, καθόσον δεν είναι δυνατόν να υποστηρίζεται ότι η πρώτη δικαιοπραξία (μεταβίβαση της κυριότητας των επίδικων κοινόχρηστων χώρων) είναι έγκυρη, αλλά και να είναι επιτρεπτή η μετατροπή της, ως άκυρης, σε έγκυρη δικαιοπραξία μεταβίβασης της χρήσης των πιο πάνω κοινοχρήστων χώρων. Σε κάθε όμως περίπτωση ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι, σύμφωνα με την ανωτέρω μείζονα σκέψη, με αυτά που δέχτηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο, ήτοι ότι οι ανωτέρω διατάξεις απαγορεύουν, με ποινή την ακυρότητα, την, κατά κυριότητα, μεταβίβαση κοινοχρήστων χώρων της πιλοτής, με συνέπεια να είναι άκυρη, βάσει των διατάξεων αυτών, η, κατά κυριότητα, μεταβίβαση στην Κ. Κ. των ανωτέρω τεσσάρων θέσεων στάθμευσης στον κοινόχρηστο χώρο της πιλοτής της πολυκατοικίας, και ότι δεν είναι δυνατή η μετατροπή της άκυρης αυτής δικαιοπραξίας σε έγκυρη δικαιοπραξία μεταβίβασης των ανωτέρω θέσεων κατά χρήση, εξαιτίας της μη απόδειξης της θέλησης του αναιρεσιβλήτου να ισχύσει ως τέτοια, σε περίπτωση που γνώριζε την ακυρότητά της, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις παραπάνω διατάξεις, ενώ διέλαβε στις προσβαλλόμενες αποφάσεις του πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, οι οποίες επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής ή μη εφαρμογής των εν λόγω διατάξεων, ως προς τα ανωτέρω ουσιώδη ζητήματα.
20. Εξάλλου, με τον πέμπτο κύριο λόγο της ανωτέρω αναίρεσης προσβάλλονται οι εφετειακές αποφάσεις καθ’ ο μέρος απέρριψαν, σύμφωνα με τα παραπάνω, ως αναπόδεικτο τον ισχυρισμό της Κ. Κ. για μετατροπή της άκυρης δικαιοπραξίας μεταβίβασης κατά κυριότητα των ανωτέρω τεσσάρων θέσεων στάθμευσης σε έγκυρη δικαιοπραξία μεταβίβασης των θέσεων αυτών κατά χρήση. Ψέγονται ειδικότερα οι εν λόγω αποφάσεις: α) υπό την επίκληση του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, για έλλειψη αιτιολογίας, λόγω μη προσδιορισμού των προϋποθέσεων, από την έλλειψη των οποίων απερρίφθη το παραπάνω αίτημα, β) υπό την επίκληση του άρθρου 559 αριθ. 10 ΚΠολΔ, διότι δέχτηκαν, χωρίς απόδειξη, ότι “δεν αποδείχτηκε η αντίστοιχη θέληση του ενάγοντος (αναιρεσιβλήτου) για την κατά την 182 ΑΚ μετατροπή”, γ) υπό την επίκληση του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, για μη εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 173, 200 και 288 ΑΚ, σε συνδυασμό και με τις διατάξεις του άρθρου 214 του ίδιου Κώδικα, καθόσον, αν και, κατά τον ερευνώμενο λόγο, διαπιστώθηκε κενό στη σχετική δήλωση βουλήσεως του αναιρεσιβλήτου, δεν έγινε προσφυγή στις ανωτέρω διατάξεις για τη συμπλήρωσή του και δ) υπό την επίκληση του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, διότι “δεν αποτελεί νόμιμη βάση η αιτιολογία της προσβαλλομένης περί αδυναμίας ερμηνείας της βουλήσεως του ενάγοντος λόγω μη αυτοπρόσωπης συμμετοχής του στην δικαιοπραξία αυτή, αφού τούτο δεν αποτελεί νόμιμο κώλυμα ερμηνείας στο πρόσωπό του της ζητουμένης βουλήσεώς του”. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος, πρωτίστως, ως απαράδεκτος στο σύνολό του, κατ’ άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ, διότι, υπό την επίκληση των ανωτέρω πλημμελειών, πλήττεται στην πραγματικότητα η αναιρετικά ανέλεγκτη εκτίμηση από το Δικαστήριο της ουσίας ως προς τη μη απόδειξη της θέλησης του αναιρεσιβλήτου να ισχύσει, κατά μετατροπή, η παραπάνω άκυρη δικαιοπραξία, ως έγκυρη δικαιοπραξία μεταβίβασης της χρήσης των ανωτέρω χώρων στάθμευσης. 21. Με τον έκτο κύριο λόγο της από 19-3-2013 αναίρεσης, κατά το μέρος που αφορά στο σχετικό με τον κανονισμό κεφάλαιο των εφετειακών αποφάσεων ψέγονται οι αποφάσεις αυτές, αφενός μεν για παράβαση του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, καθόσον φέρεται ότι, κατά παράβαση του άρθρου 281 ΑΚ, απερρίφθη ως μη νόμιμος ο ισχυρισμός της Κ. Κ. για αποδυνάμωση και καταχρηστική άσκηση του οικείου δικαιώματος του αναιρεσιβλήτου, επειδή αξιώθηκαν πραγματικά περιστατικά πέραν εκείνων που απαιτεί το παραπάνω άρθρο του ΑΚ, αφετέρου δε για παράβαση του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, λόγω μη καθορισμού των, κατά τα παραπάνω, επιπλέον περιστατικών. Όμως όπως προκύπτει από την επισκόπηση της από 20-10-1998 αντέφεσης της Κ. Κ., με την οποία προσεβλήθη η πρωτοβάθμια απόφαση κατά το σχετικό με τον κανονισμό κεφάλαιό της, ως προς το οποίο έγινε δεκτή η αγωγή του αναιρεσιβλήτου, αναφορικά με τον ισχυρισμό για αποδυνάμωση ή καταχρηστική άσκηση του, σχετικού με τον κανονισμό, δικαιώματος του αναιρεσιβλήτου, διαλαμβάνεται ειδικότερα, ότι “κατά της ανωτέρω 4206/97 απόφασης του Πολ. Πρωτ. Αθηνών άσκησε ο αντίδικος την από 20.2.98 έφεσή του, της οποίας η δικάσιμος προσδιορίσθηκε στο Εφετείο Αθηνών την 5.11.98, Τμήμα 8ο πιν. 43. Κατά της εν λόγω 4206/97 απόφασης του Πολ. Πρωτ. Αθηνών νομίμως ασκώ την παρούσα αντέφεση ως προς το μέρος που έκανε εσφαλμένα δεκτή την αγωγή και τούτο, διότι: α) … β) ο αντίδικος είχε αποδεχθεί τις εν λόγω διατάξεις που αναφέρονται στον κανονισμό λειτουργίας της πολυκατοικίας μας στη …….. στην οδό ………….., επί 14 και πλέον χρόνια χωρίς διαμαρτυρία και επομένως ενέκρινε τις πράξεις του πληρεξουσίου του και αποδέχτηκε αυτές. Κατόπιν των ανωτέρω η εκκαλουμένη απόφαση κατά το μέρος που έκανε δεκτή την αγωγή πρέπει να ανακληθεί. Γι’ αυτό ζητώ…”. Με τέτοιο περιεχόμενο ο πιο πάνω ισχυρισμός της αντεκκαλούσας δεν συνιστά κατάχρηση δικαιώματος, διότι μόνη η αδράνεια του δικαιούχου ν’ ασκήσει το δικαίωμά του επί μικρό χρονικό διάστημα δεν αρκεί για τη θεμελίωση της σχετικής ένστασης, κατά την έννοια του άρθρ. 281 ΑΚ. Επομένως, το Εφετείο, το οποίο με την 10241/1998 προσβαλλόμενη απόφασή του την απέρριψε ως μη νόμιμη δεν παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία την πιο πάνω ουσιαστική διάταξη και, συνεπώς, ο από το άρθρ. 559 αρ. 1 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμος. Περαιτέρω, εφόσον το Εφετείο δεν προχώρησε στην ουσιαστική έρευνα της εν λόγω ένστασης και στη διατύπωση αντίστοιχου αποδεικτικού πορίσματος δεν ιδρύεται ο από το άρθρ. 559 αρ. 19 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης και συνεπώς, αυτός είναι απαράδεκτος.
22. Επίσης, απορριπτέος, πρωτίστως, ως απαράδεκτος είναι ο πρώτος πρόσθετος λόγος της παραπάνω αναίρεσης, με τον οποίο, αναφορικά με το σχετικό με την οροφοκτησία κεφάλαιο των εφετειακών αποφάσεων, ψέγεται το Εφετείο: α) υπό την επίκληση του άρθρου 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ, διότι έλαβε υπόψη τον μη προταθέντα με την αγωγή ισχυρισμό για ακυρότητα της κατά κυριότητα μεταβίβασης των ανωτέρω κοινοχρήστων χώρων, ήτοι ότι “οι επίδικοι κοινόχρηστοι χώροι της πιλοτής είναι απαραίτητοι για την εύρυθμη λειτουργία της οικοδομής και χρησιμεύουν σύμφωνα με τη χρήση και τον προορισμό τους στην κοινή χρήση του οικοδομήματος και των συνιδιοκτητών”, β) υπό την επίκληση του άρθρου 559 αριθ. 9, διότι, με την απαγγελία της ακυρότητας των μεταβιβάσεων για την παραπάνω αιτία, επιδικάστηκε κάτι που δεν ζητήθηκε και γ) υπό την επίκληση του άρθρου 559 αριθ. 10 ΚΠολΔ, διότι δέχτηκε την ακυρότητα για τον παραπάνω λόγο χωρίς προηγούμενη απόδειξη. Είναι δε απαράδεκτος ο λόγος αυτός, πρωτίστως, διότι δεν αναφέρεται στο αναιρετήριο ότι οι σχετικές αιτιάσεις είχαν προταθεί παραδεκτά στο Δικαστήριο της ουσίας, αλλά ούτε και ο τρόπος πρότασής τους.
23. Εξάλλου, ο λόγος αναίρεσης του άρθρου 559 αριθ. 8β ΚΠολΔ ιδρύεται και όταν το δικαστήριο, παρά το νόμο, δεν έλαβε υπόψη του πράγματα, που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως “πράγματα” νοούνται οι αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων, που τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, που ασκείται με την αγωγή, ανταγωγή, ένσταση ή αντένσταση, όχι, όμως και οι ισχυρισμοί που συνιστούν άρνηση της αγωγής ή ένστασης ή επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου από την εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 247/2012). Δεν ιδρύεται, όμως, ο λόγος αυτός, αν το δικαστήριο έλαβε μεν υπόψη του τον κρίσιμο ισχυρισμό, πλην τον απέρριψε, ρητά ή σιωπηρά, για οποιονδήποτε τυπικό ή ουσιαστικό λόγο (ΑΠ 50/2015).
Εν προκειμένω, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, με την προαναφερθείσα 10241/1998 απόφασή του, όπως από την επισκόπησή της προκύπτει, απέρριψε ως αβάσιμο τον προβληθέντα με την αντέφεση ισχυρισμό της Κ. Κ. για έγκριση από τον αναιρεσίβλητο του κανονισμού, διαλαμβάνοντας ειδικότερα στην εν λόγω απόφασή του, ότι πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος κατ’ ουσίαν ο “ισχυρισμός της (αντεκκαλούσας), ότι ο ενάγων ενέκρινε, αλλιώς αποδέχτηκε και τις ως άνω επίμαχες διατάξεις, που αναφέρονται στον κανονισμό λειτουργίας της πολυκατοικίας, διότι ο ενάγων, μόλις έλαβε γνώση της επίμαχης και παράνομης άνω ενεργείας της, αντέδρασε και άσκησε κατ’ αυτής την ένδικη από 20-10-1988 αγωγή του, έστω και καθυστερημένα”. Επίσης, το ίδιο Δικαστήριο, απέρριψε ως μη νόμιμο τον επίσης προβληθέντα με την αντέφεση ισχυρισμό της ανωτέρω Κ. Κ. για καταχρηστική άσκηση του οικείου δικαιώματος του αναιρεσιβλήτου, αναφέροντας σχετικά στην εν λόγω απόφασή του, ότι πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμη η “ένσταση καταχρήσεως δικ/τος (άρθρο 281 ΑΚ), διότι μόνη η αδράνεια του δικαιούχου ν’ ασκήσει το δικαίωμά του έστω και επί μακρύ χρονικό διάστημα, δεν συνιστά καταχρηστική άσκηση δικ/τος, με την έννοια του άνω άρθρου (281 ΑΚ), αν δεν συνοδεύεται και από άλλα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά, τα οποία, είτε μόνα τους, είτε με την άνω αδράνεια, δημιούργησαν στην ασκήσασα την άνω ένσταση εναγομένη την πεποίθηση, ότι ο ενάγων δεν θ’ ασκήσει το δικ/μά του”. Επομένως, πρέπει να απορριφθεί, πρωτίστως, ως αβάσιμος ο ανωτέρω έκτος λόγος της από 19-3-2013 αναίρεσης, κατά το δεύτερο, από το άρθρο 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ, μέρος του, με τον οποίο, όπως διορθώθηκε και συμπληρώθηκε με το δεύτερο πρόσθετο λόγο αναίρεσης, προβάλλεται η αιτίαση της μη λήψης υπόψη από το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο των ανωτέρω ισχυρισμών για έγκριση του κανονισμού από τον αναιρεσίβλητο και για αποδυνάμωση και καταχρηστική άσκηση από αυτόν του οικείου δικαιώματός του.
24. Περαιτέρω, από την επισκόπηση της από 24-6-1996 αγωγής του αναιρεσιβλήτου προκύπτει, ότι ζητήθηκε με αυτή, πλην άλλων και “να αποδοθούν σ’ εμένα (στη συγκυριότητά μου) οι από εμέ αφαιρεθέντες ως άνω κοινόκτητοι και κοινόχρηστοι χώροι και πράγματα που προσδιορίζονται ανωτέρω (υπό παραγράφους XIII B 5 β έως η)”, ενώ στην αγωγή αυτή ο ενάγων δεν ανέφερε (“πρόβαλε”, κατά τον ερευνώμενο λόγο αναίρεσης), ότι “έχει συνιδιοκτησία στο οικόπεδο και στους λοιπούς κοινοκτήτους και κοινοχρήστους χώρους και πράγματα της οικοδομής εξ αδιαιρέτου ποσοστό διακοσίων χιλιοστών (200/000)”, όπως αναφέρεται στον ερευνώμενο λόγο, αλλά ανέφερε στην εν λόγω αγωγή του, ότι “…συντάσσεται η σχετική πράξις 13204/16-2-1976 του συμβολαιογράφου…σύμφωνα με την οποίαν:…η πολυκατοικία αποτελεσθήσεται…Δ) Δεύτερος Β’ υπέρ το ισόγειον όροφος…περιλαμβάνει…αφετέρου…εν διαμέρισμα… έχον…ποσοστόν συνιδιοκτησίας διακόσια χιλιοστά (200/ 000) εξ αδιαιρέτου επί του όλου οικοπέδου της πολυκατοικίας…”. Ήτοι, ο αναιρεσίβλητος με την παραπάνω αγωγή του δεν ζήτησε να του αποδοθούν ως προς κάποιο εξ αδιαιρέτου ποσοστό οι κοινόκτητοι και κοινόχρηστοι χώροι της πολυκατοικίας, αλλά να του αποδοθούν οι χώροι αυτοί στη συγκυριότητά του, ενώ εκείνο που επεσήμανε είναι ότι στο ανωτέρω 132404/1976 συμβόλαιο αναφέρεται ότι το διαμέρισμα του δευτέρου ορόφου έχει ποσοστό συνιδιοκτησίας 200/000 εξ αδιαιρέτου επί του όλου οικοπέδου. Εξάλλου, από την επισκόπηση της ανωτέρω 5419/2012 απόφασης προκύπτει, ότι έγινε με αυτή δεκτό ότι από τα αποδεικτικά μέσα που αναφέρει “…αποδείχτηκαν τα ακόλουθα:…στην πυλωτή η εναγομένη διαμόρφωσε 4 θέσεις στάθμευσης με λωρίδα εισόδου-εξόδου προς την οδό ……….. και με την ανωτέρω τροποποιητική πράξη συστάσεως οριζοντίου ιδιοκτησίας τις υπήγαγε στην κυριότητά της και απαγορεύει τη στάθμευση του αυτοκινήτου του ενάγοντος. Στον ισόγειο όροφο δε όπισθεν του χώρου του αναβατήρος υπήγαγε στην ιδιοκτησία της αποθήκη με την ένδειξη “αποθήκη εργαλείων κήπου”. Ο πραγματογνώμονας αναφέρει ότι στην πυλωτή απομένει ελεύθερη συνολική επιφάνεια για θέσεις στάθμευσης 260 τμ που αντιστοιχεί σε επιφάνεια 16 έως 18 θέσεων στάθμευσης αυτοκινήτων και στον ενάγοντα αντιστοιχεί το 33% ή 1/3 εξ αδιαιρέτου της χρήσης της ελεύθερης κοινόχρηστης επιφάνειας της πυλωτής εμβαδού 86 τμ που αντιστοιχεί σε 6 θέσεις στάθμευσης για τον ενάγοντα που είναι ιδιοκτήτης του δευτέρου ορόφου της οικοδομής”. Στη συνέχεια δε και των παραδοχών της αυτών, η ανωτέρω απόφαση με το διατακτικό της “αναγνωρίζει την ακυρότητα της 19459/1982 πράξης…κατά το μέρος αυτής που αφορά την μεταβίβαση…κατά κυριότητα στην εναγομένη…στην πυλωτή τέσσερις θέσεις στάθμευσης συνολικού εμβαδού 40 τμ…να αποδώσει στον ενάγοντα κατά ποσοστό 33% ή 1/3 εξ αδιαιρέτου τους ανωτέρω κοινόχρηστους χώρους της οικοδομής…”. Σύμφωνα με αυτά, ο έβδομος κύριος λόγος της από 19-3-2013 αναίρεσης, κατά το μέρος που, υπό την επίκληση του άρθρου 559 αριθ. 9 ΚΠολΔ, ψέγει την παραπάνω απόφαση για το ότι επιδίκασε στον αναιρεσίβλητο περισσότερα από όσα αυτός ζήτησε και, συγκεκριμένα, ότι ενώ ζήτησε να του αποδοθούν οι κοινόχρηστοι χώροι κατά ποσοστό 200/000 εξ αδιαιρέτου, του επιδικάσθηκαν οι χώροι αυτοί κατά 33% ή 1/3 εξ αδιαιρέτου, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, ήτοι στο ότι ο αναιρεσίβλητος ζήτησε να του επιδικασθούν οι παραπάνω χώροι κατά 200/000, ενώ, σύμφωνα με το προεκτεθέν περιεχόμενο της αγωγής του, δεν ζήτησε να του αποδοθούν οι χώροι αυτοί ως προς κάποιο εξ αδιαιρέτου ποσοστό. Εξάλλου, απορριπτέος ως απαράδεκτος είναι ο ανωτέρω λόγος αναίρεσης και κατά το μέρος, με το οποίο, υπό την επίκληση του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, αποδίδεται στην παραπάνω απόφαση η πλημμέλεια της παράβασης με την ανωτέρω κρίση της των διατάξεων των άρθρων 1002 και 1117 ΑΚ, καθόσον καθόρισε το ποσοστό συγκυριότητας του αναιρεσιβλήτου στα κοινόχρηστα βάσει της πραγματογνωμοσύνης που αναφέρει, ενώ τούτο, κατά τις ανωτέρω διατάξεις, καθορίζεται με την πράξη της οροφοκτησίας, διότι, υπό τις ανωτέρω επικλήσεις, πλήττεται στην πραγματικότητα η αναιρετικά ανέλεγκτη, επειδή αφορά πραγματικό γεγονός, εκτίμηση του Δικαστηρίου της ουσίας από τις αποδείξεις για το ότι το ποσοστό συγκυριότητας του αναιρεσιβλήτου στα κοινόχρηστα μέρη της παραπάνω πολυκατοικίας ανέρχεται στο ανωτέρω ύψος.
Μετά από αυτά, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης, οι αιτήσεις και το δικόγραφο προσθέτων λόγων της δεύτερης των αιτήσεων αυτών πρέπει να απορριφθούν, να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ) και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες, αφού ηττώνται, στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου, κατά παραδοχή του σχετικού νομίμου αιτήματος αυτού (άρθρα 106, 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), σύμφωνα με το διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει: α) την από 28-5-2018 αίτηση των Γ. Κ. Κ. και Κ. Γ. Κ.- Φ., όπως νόμιμα εκπροσωπείται από τους γονείς του Γ. Κ. Κ. και Π. σύζ. Γ. Κ., το γένος Ι. Φ., για αναίρεση της 1833/2016 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών και β) την από 19-3-2013 αίτηση και τους από 23-10-2013 πρόσθετους λόγους της Κ. ς χας Κ. Κ., το γένος Π. Μ., για αναίρεση των 10241/1998 και 5419/2012 αποφάσεων του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.
Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου, που κατέθεσαν οι αναιρεσείοντες, στο Δημόσιο Ταμείο. Και
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου, που ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 22 Ιανουαρίου 2020.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 29 Απριλίου 2020.