Αριθμός 444/2021
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ’ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Ασπασία Μαγιάκου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Παρασκευή Καλαϊτζή, Γεώργιο Παπανδρέου, Αναστασία Περιστεράκη, Μαρία Μουλιανιτάκη – Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 2 Δεκεμβρίου 2020, με την παρουσία και του Γραμματέα Παναγιώτη Μπούκη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1) Μ. Φ. του Π. και Σ., κατοίκου …, 2) Α. χήρας Ε. Σ., το γένος Χ. Π. και Α., κατοίκου …, 3) Σ. συζ. Π. Φ., το γένος Ε. Σ. και Α., κατοίκου …, των δεύτερης και τρίτης, ως κληρονόμων του κατά την 9-4-2018 αποβιώσαντος, αρχικού διαδίκου ( εναγόμενου και εκκαλούντος) Ε. Σ. του Κ. και Σ. (Σ.), κατοίκου εν ζωή …, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Ρουμελιώτη με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσαν προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Γ. Σ. του Κ. και Σ., 2) Ε. το γένος Σ. Κ. και Κ., συζύγου Γ. Σ., κατοίκων …, 3) Σ. Σ. του Γ. και της Ε., κατοίκου …, 4) Φ. Σ. του Γ. και της Ε., κατοίκου …, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Νικόλαο Καντάρη με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσαν προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 1-7-2010 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Χαλκίδας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 135/2016 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 149/2019 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χαλκίδας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 29-8-2019 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Α. Εισάγεται για συζήτηση ενώπιον του δικαστηρίου τούτου η από 29/08/2019 αίτηση για αναίρεση της αριθμ. 149/2019 τελεσίδικης απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χαλκίδας, που δίκασε ως Εφετείο . Η εν λόγω αίτηση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρ. 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ.1 και ΚΠολΔ), και πρέπει, να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρ. 577 παρ.1 και 3 ΚΠολΔ).
Β1. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1118, 1119, 1120, 1124, 1125 και 1136 ΑΚ προκύπτει ότι η πραγματική δουλεία, όπως είναι η δουλεία διόδου, αποσβήνεται αν η άσκησή της καταστεί απολύτως και διαρκώς αδύνατη από λόγους πραγματικούς ή νομικούς. Τέτοια αδυναμία υπάρχει και όταν έπαυσε η παροχή ωφέλειας ή χρησιμότητας από το δουλεύον ακίνητο υπέρ του δεσπόζοντος, γιατί το τελευταίο απέκτησε αυτάρκεια ή κατ’ άλλη έκφραση, όταν η άσκηση της δουλείας καθίσταται περιττή και μάταιη. Έτσι, αν μετά τη σύσταση πραγματικής δουλείας διόδου, το δεσπόζον ακίνητο εξυπηρετείται κατά τον ίδιο τρόπο και κατά το ίδιο μέτρο και το ίδιο ευχερώς από άλλη οδό, υπό την έννοια ότι απέκτησε πλέον πρόσοψη και άμεση πρόσβαση σε κοινόχρηστο δημοτικό δρόμο και εξυπηρετείται πλέον από αυτόν παύει ο λόγος ύπαρξης της δουλείας, γιατί η τελευταία δεν παρέχει πλέον χρησιμότητα και δεν υπάρχει ανάγκη του δεσπόζοντος, αφού αυτό έχει αποκτήσει αυτάρκεια. Πρέπει δηλαδή η αυτάρκεια του δεσπόζοντος να περιλαμβάνει ολόκληρο το περιεχόμενο του δικαιώματος της δουλείας, γιατί αν περιλαμβάνει μέρος εκείνου, η δουλεία, κατ’ εφαρμογή του αδιαιρέτου των δουλειών, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1122, 1130, 1131 και 1138 ΑΚ διατηρείται ακέραιη. (ΑΠ 338/2019, ΑΠ 641/2018). Προσέτι, η παρά την αυτάρκεια του δεσπόζοντος ακινήτου, που εξασφαλίζεται με την ύπαρξη πρόσοψης αυτού και την άμεση πρόσβαση και εξυπηρέτησή του από κοινόχρηστο δημοτικό δρόμο, εξακολούθηση χρησιμοποίησης της διόδου επί του δουλεύοντος ακινήτου, συνιστά κατάχρηση δικαιώματος και συνεπώς αποτελεί και νομικό λόγο αδυναμίας άσκησης της πραγματικής δουλείας, γιατί υπερβαίνει τα όρια τα οποία τάσσονται από τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, εφόσον το δημόσιο συμφέρον επιβάλλει να μην παρεμποδίζεται με άσκοπους περιορισμούς η οικονομική εκμετάλλευση των ακινήτων. Η περίπτωση δηλαδή αυτή, υφίσταται μόνο αν η άσκηση της δουλείας κατέστη πλέον μάταιη και περιττή, άνευ ετέρου (ΑΠ 431/2017, ΑΠ 618/2014).
2. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 2971/2001 “η ζώνη της ξηράς, που βρέχεται από τη θάλασσα από τις μεγαλύτερες και συνήθεις αναβάσεις των κυμάτων της”. Από τον ορισμό αυτό προκύπτει ότι ο αιγιαλός είναι τμήμα της γης που περιβάλλει τη θάλασσα με όριο προς την ξηρά το σημείο εκείνο, μέχρι το οποίο φθάνουν τα συνήθως μεγαλύτερα κύματα, όχι όμως και από τις έκτακτες πλημμύρες. Αν ο αιγιαλός μετατοπιστεί είτε από φυσικά αίτια (προσχώσεις) είτε από τεχνικά (επιχωματώσεις) και παύσει να περιβρέχεται από τις μεγαλύτερες αναβάσεις του χειμέριου κύματος, η ζώνη της ξηράς, που προέκυψε από τη μετακίνηση της οριογραμμής προς τη θάλασσα και προσδιορίζεται από τη νέα γραμμή αιγιαλού και το όριο του παλιότερα υφιστάμενου αιγιαλού, ονομάζεται παλαιός αιγιαλός (βλ. άρθρο 1 παρ. 3 του ν. 2971/2001). Μόνος δε ο καθορισμός του ορίου του αιγιαλού ή του παλαιού αιγιαλού από τη διοικητική επιτροπή, που προβλέπεται στα άρθρα 3 και 5 του ν. 2971/2001, με απόφαση της, με τη σύνταξη του εκεί αναγραφόμενου τοπογραφικού και υψομετρικού διαγράμματος, που συνοδεύεται από σχετική έκθεση, δεν είναι ικανός να προσδώσει την ιδιότητα του αιγιαλού ή του παλαιού αιγιαλού σε τμήμα γης, το οποίο στερείται τα παραπάνω χαρακτηριστικά. Και αυτό διότι, υπό την αντίθετη εκδοχή, ο κύριος του εδάφους, που κατά πλάνη περιλήφθηκε στα όρια του αιγιαλού ή του παλαιού αιγιαλού θα έχανε την ιδιοκτησία του με απλή πράξη της διοίκησης, κατά παράβαση των προστατευτικών αυτής συνταγματικών ορισμών. Έτσι η ιδιότητα του αιγιαλού ή του παλαιού αιγιαλού προκύπτει από φυσικά και μόνο φαινόμενα και δεν δημιουργείται με πράξη της Πολιτείας και σε κάθε τοπική περίπτωση ο καθορισμός της έκτασης ως αιγιαλού ή του παλαιού αιγιαλού, όταν δημιουργείται νέος αιγιαλός δια προσχώσεως, ανήκει στην εκτίμηση όχι της διοίκησης αλλά του τακτικού Δικαστηρίου, το οποίο δε δεσμεύεται από την έκθεση και το διάγραμμα της επιτροπής καθορισμού του αιγιαλού ή του παλαιού αιγιαλού, τα οποία και εκτιμά ως δικαστικά τεκμήρια. Εξάλλου, ο αιγιαλός ανήκει κατά νομική επιταγή στο Ελληνικό Δημόσιο (ΑΚ 968 και άρθρο 2 παρ. 1 του ν. 2971/2001, αλλά και κατά τις διατάξεις του προϊσχύσαντος του ΑΚ δικαίου (ν. 93 βασ. Ββ’. ν. 96, 112 πανδ. 50.16 και άρθρο 15 του νόμου “περί διακρίσεως κτημάτων” της 10-7-1837). Η κυριότητα, στην οποία ο ΑΚ υπάγει τα δημόσια κτήματα είναι η κυριότητα του αστικού δικαίου, η οποία εξακολουθεί να υπάρχει όταν αυτά (δημόσια κτήματα) παύσουν, κατά τη διάταξη του άρθρου 971 ΑΚ, να υπηρετούν την κοινή χρήση, παύσουν δηλαδή τα κοινής χρήσης πράγματα να είναι εκτός συναλλαγής. Ο αιγιαλός μόνο με πρόσχωση από φυσικά ή και τεχνητά αίτια μπορεί να απωλέσει το χαρακτήρα του ως τέτοιου (όταν παύσει να περιβρέχεται από τις μεγαλύτερες αναβάσεις του χειμερίου κύματος), αφού η ιδιότητα λωρίδας γης ή αιγιαλού αποτελεί συνάρτηση καθαρά φυσικών φαινομένων. Επομένως, ο αιγιαλός, έστω και αν απωλέσει το χαρακτήρα του και καταστεί παλαιός αιγιαλός, εξακολουθεί ex lege να ανήκει στην κυριότητα του Δημοσίου (βλ. και άρθρο 2 παρ. 5 ν. 2971/2001) και δεν συντρέχει ανάγκη μετά από την αλλαγή αυτή να αναζητηθεί άλλος τρόπος κτήσης ή διατήρησης της κυριότητας του Δημοσίου, όπως με χρησικτησία.
3.Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 369, 966, 967, 968, 972, 1033 και 1192 παρ.1 ΑΚ, οι οποίες εφαρμόζονται, σύμφωνα με το άρθρο 55 ΕισΝΑΚ, προκειμένου να κριθεί μετά την εισαγωγή του ΑΚ η ιδιότητα ενός πράγματος ως εκτός συναλλαγής ή κοινοχρήστου, προκύπτει ότι μεταξύ των κοινοχρήστων πραγμάτων περιλαμβάνονται και οι οδοί αδιακρίτως, κοινόχρηστα δε πράγματα είναι τα προοριζόμενα για εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος, τα οποία χρησιμοποιεί ευρύτερος, αόριστος, αλλά όχι κατ’ ανάγκη απεριόριστος αριθμός προσώπων. Οι οδοί, με βάση το άρθρο 1 του ΠΔ της 25/28.11.1929 “περί κωδικοποιήσεως των κειμένων διατάξεων για την κατασκευή και συντήρηση οδών” διακρίνονται σε εθνικές, επαρχιακές, δημοτικές και κοινοτικές. Οι διατάξεις των άρθρων 2 και 3 του ίδιου Προεδρικού Διατάγματος, καθορίζουν τη διαδικασία η οποία απαιτείται να τηρηθεί, για να χαρακτηρισθεί μία οδός ως εθνική ή επαρχιακή. Ο χαρακτηρισμός όμως μιας οδού ως δημοτικής ή κοινοτικής συνιστά, σύμφωνα με το άρθρο 4 του αυτού Προεδρικού Διατάγματος, ζήτημα πραγματικό, γιατί ο νόμος δεν προβλέπει ειδική διαδικασία, η οποία να προσδίδει στην οδό την ανωτέρω ιδιότητα. Έτσι η οδός χαρακτηρίζεται ως δημοτική ή κοινοτική εφόσον, σύμφωνα με το άρθρο 4 του Ν. 3155/1955 “περί κατασκευής και συντηρήσεως οδών” εξυπηρετεί τις ανάγκες ενός δήμου ή μιας κοινότητας, που δημιουργούνται μέσα στα διοικητικά όρια αυτών. Από καμμιά διάταξη της κειμένης νομοθεσίας και ιδιαίτερα των σχετικών με τους ΟΤΑ νόμους, δεν καθορίζεται ειδική διοικητική διαδικασία και δεν παρέχεται στα όργανα των Δήμων αρμοδιότητα για τον χαρακτηρισμό τέτοιων οδών, η δε εκδιδομένη από το Δημοτικό (πλέον) Συμβούλιο πράξη χαρακτηρισμού μιας οδού ως δημοτικής, δεν έχει καμμιά νομική συνέπεια, γιατί δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη. Επί του ζητήματος του χαρακτηρισμού μιας οδού ως δημοτικής ή πρώην κοινοτικής αποφαίνονται τα πολιτικά δικαστήρια. Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 2 περ. β’ του ΠΔ της 24/31 Μαΐου 1985 (ΦΕΚ Δ’ 270) ”Τροποποίηση των όρων και περιορισμών δόμησης των γηπέδων των κειμένων εκτός των ρυμοτομικών σχεδίων των πόλεων και εκτός των ορίων των νομίμως υφισταμένων προ του έτους1923 οικισμών”, <<Ως Δημοτικοί ή Κοινοτικοί οδοί για την εφαρμογή του παρόντος θεωρούνται οι οδοί που ενώνουν οικισμούς του αυτού δήμου ή κοινότητας μεταξύ των ή οικισμούς ομόρων δήμων ή Κοινοτήτων ή με Διεθνείς Εθνικές ή Επαρχιακές οδούς. Σε περίπτωση που μεταξύ των προαναφερομένων οικισμών υπάρχουν περισσότερες της μιας Δημοτικοί ή κοινοτικοί οδοί που συνδέουν αυτούς οι διατάξεις της παρούσης περίπτωσης έχουν εφαρμογή μόνο σε γήπεδα που έχουν πρόσωπο στην κυριώτερη από τις οδούς αυτές. Η αναγνώριση των οδών αυτών σε κυριότερους ή μοναδικούς γίνεται με απόφαση του οικείου Νομάρχη μετά από γνώμη του Συμβουλίου Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος του νομού>>.
4. Κατά τη διάταξη του άρθρου 560 αριθ. 1 ΚΠολΔ, που είναι ταυτόσημη με εκείνη το άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔικ, κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, καθώς και των αποφάσεων των πρωτοδικείων που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ο λόγος αναίρεσης για ευθεία παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της εφαρμογής του ή αν εφαρμοσθεί ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα δικαίου έννοια διαφορετική από την αληθινή η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Λόγος αναίρεσης ο οποίος στηρίζεται επί εσφαλμένης προϋπόθεσης, πράγμα που συμβαίνει, όταν υποστηρίζεται με αυτόν ότι η προσβαλλομένη απόφαση δέχθηκε ή δεν δέχθηκε ορισμένα πραγματικά γεγονότα, ενώ από την τελευταία προκύπτει το αντίθετο, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος (ΑΠ 455/2020,ΑΠ 1611/2008). 5.Κατά την έννοια του άρθρου 560 αριθμ. 6 ,που είναι ταυτόσημο με το άρθρο 559 αρ.19 ΚΠολΔικ, και αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ.3 του Συντάγματος, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδρύεται ο αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο στήριξε την κρίση του, για ζήτημα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα έτσι να μην μπορεί να ελεγχθεί αν στην συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε. Ως ζητήματα, τέλος, των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί από την απόφαση τη νόμιμη βάση, νοούνται μόνο οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν δηλαδή στη θεμελίωση ή κατάργηση του δικαιώματος που ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο, όχι όμως και τα πραγματικά ή νομικά επιχειρήματα που συνέχονται με την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, για τα οποία η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης (Ολ.Α.Π 24/1992). Ειδικότερα ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είναι, κατά νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση στη συγκεκριμένη περίπτωση διάταξης του ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε, είτε αποκλείουν την εφαρμογή του, όχι δε και όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, αφού αναγκαίο να εκτίθεται σαφώς στην απόφαση είναι μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε και όχι ο λόγος για τον οποίο αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Συνακόλουθα δεν ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν το δικαστήριο της ουσίας δεν ανέλυσε ιδιαιτέρως ή διεξοδικά τα επιχειρήματα των διαδίκων, που δεν συνιστούν ισχυρισμούς τους(ΑΠολ.24/1992,ΑΠ 1819/2017, ΑΠ 43/2017). Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης (αρθρ.561 παρ.2 ΚΠολΔ) το, ως Εφετείο, δικάσαν Μονομελές Πρωτοδικείο Χαλκίδας ,μετά από συνεκτίμηση των νομίμως σ’ αυτό επικληθέντων και προσκομισθέντων αποδεικτικών στοιχείων, δέχθηκε, κατ’ ανέλεγκτη κρίση, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά ως προς την ένδικη αναγνωριστική αγωγή αποσβέσεως δουλείας: <<Δυνάμει του υπ’ αρ. …/….06.1968 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Χαλκίδας Τριαντάφυλλου Ακριώτου, νομίμως μεταγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Χαλκιδέων (τ…., α.α …), ο πρώτος των εναγόντων και ήδη εφεσίβλητων απέκτησε με τρόπο παράγωγο, λόγω δωρεάς εν ζωή, από τον πατέρα του Κ. Σ. μεταξύ άλλων, πλήρες και αποκλειστικό δικαίωμα κυριότητας κατά ποσοστό 100% επί οικοπέδου. Το ως άνω οικόπεδο ευρίσκεται εντός των ορίων του οικισμού …, της κτηματικής περιφέρειας της τέως ομωνύμου Κοινότητας και ήδη Δημοτικού Διαμερίσματος Παραλίας, του Δήμου Αυλίδας, της επαρχίας Χαλκίδας, του Νομού Εύβοιας, έχει έκταση, κατά μεν τον τίτλο κτήσεως 410 τ.μ, περίπου, κατά δε νεότερη και ορθότερη καταμέτρηση, και κατόπιν συνυπολογισμού της κατωτέρω περιγραφόμενης (επίδικης) διόδου, που εκ παραδρομής είχε παραληφθεί, 427,44 τ.μ., εμφαίνεται με τα στοιχεία “Α-Β-Γ-Δ-Α” στο από Σεπτεμβρίου 2009 τοπογραφικό διάγραμμα της αρχιτέκτονα μηχανικού Ε. Π., το οποίο έχει προσαρτηθεί στην υπ’ αριθμόν …/….10.2009 πράξη διόρθωσης συμβολαίων του Συμβολαιογράφου Χαλκίδας Σωτήρη Καμινιάρη, συνορεύει Βόρεια με ιδιοκτησία Σ. Δ., Νότια με κοινοτική οδό πλάτους 5,00 μ. με πρόσοψη μήκους 17,00 μ Ανατολικά με ιδιοκτησίες Α. Π., Ε. Σ. (πρώτου των εναγομένων και ήδη εκκαλούντων και Δ. Μ. και Δυτικά με ιδιοκτησία Μ. Σ.. Ο δικαιοπάροχός του, το έτος 1965 είχε αποκτήσει την πλήρη κυριότητα κατά ποσοστό 100%, του ως άνω οικοπέδου με τρόπο παραγωγό, λόγω αποδοχής κληρονομιάς του αποβιώσαντος πατέρα του Γεωργίου Σταματίου, δυνάμει της υπ’ αριθμόν … δημόσιας διαθήκης αυτού και της υπ’ αριθμόν … πράξη αποδοχής κληρονομιάς του ως άνω συμβολαιογράφου Χαλκίδος, έκτοτε δε και εώς το έτος 1968 ασκούσε επ’ αυτού πράξεις υλικές και εμφανείς πράξεις νομής με διάνοια κυρίου. Ακολούθως, ο πρώτος των εναγόντων, ανήγειρε με δικές του δαπάνες διώροφη οικοδομή και ισόγεια αποθήκη, οι οποίες εμφαίνονται με τα κεφαλαία αλφαβητικά στοιχεία “Α1-Ι1-Θ1-Η1-Ζ1-Ε1-Δ1-Γ1-Β1- Α1” και “Β-Α2-Β2-Γ2-Δ2-Ε2-Ζ2-Η2-Β” αντίστοιχα, στο από μηνάς Δεκεμβρίου του έτους 2009 τοπογραφικό διάγραμμα του μηχανικού Λ. Ρ., περαιτέρω δε, δυνάμει της υπ’ αρίθμ. …/….12.1997 πράξης του συμβολαιογράφου Χαλκίδας Βασιλείου Παππά, νόμιμα μεταγεγραμμένης στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Χαλκιδέων (τ. …, α.α. …] προέβη δε στη σύσταση των αυτοτελών οριζοντίων ιδιοκτησιών επί του ως άνω οικοπέδου. Επίσης, ο τελευταίος, δυνάμει των υπ’ αρίθμ. …/….12.1997 και …/….11.1997, αντίστοιχα, πράξεων του ως άνω συμβολαιογράφου Χαλκίδος, νόμιμα μεταγεγραμμένων στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Χαλκιδέων, όπως το περιεχόμενο απάντων των ως άνω μνημονευόμενων συμβολαίων διορθώθηκε με την προρρηθείσα υπ’ αριθμόν …/….10.2009 νόμιμα μεταγραμμένη πράξη του συμβολαιογράφου Χαλκίδας Σωτήρη Καμινιάρη, προέβη σε μεταβίβαση και σύσταση εμπράγματων δικαιωμάτων επί του ως άνω οικοπέδου μετά των εν αυτώ κτισμάτων προς τη δεύτερη των εναγόντων και ήδη εφεσιβλήτων, σύζυγό του και τις τρίτη και τέταρτη εξ αυτών, τέκνα του. Εκ της ως άνω αιτίες κατέστησαν, η μεν τρίτη εξ αυτών, Σ. Σ., αποκλειστική κυρία, κατά ποσοστό 100% μίας οριζόντιας ιδιοκτησίας του ισογείου ορόφου της διώροφης οικοδομής, επιφάνειας 77,60 τ.μ., με ποσοστό συνιδιοκτησίας στο οικόπεδο 375/1000, η δε τέταρτη εξ αυτών, Φ. Σ., αποκλειστική κυρία κατά ποσοστό 100% μίας οριζόντιας ιδιοκτησίας του Α’ πάνω από το ισόγειο όροφο της διώροφης οικοδομής, επιφάνειας 77,60 τ.μ., με ποσοστό συνιδιοκτησίας στο οικόπεδο 375/1000, περαιτέρω δε, αμφότερες απέκτησαν δικαίωμα ψιλής κυριότητας, κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου η κάθε μία, επί μίας ισόγειας αποθήκης, επιφάνειας 51,55 τ.μ., με ποσοστό συνιδιοκτησίας στο ως άνω οικόπεδο 250/1000, επί της οποίας το δικαίωμα επικαρπίας παρακρατήθηκε υπέρ του πρώτου και της δεύτερης των εναγόντων και ήδη εφεσιβλήτων εφ’ όρου ζωής τους. Επίσης, αποδείχθηκε ότι, δυνάμει του προρρηθέντος, νομίμως μεταγραμμένου υπ’ αριθμόν …/….06.1968 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Χαλκίδας Τριαντάφυλλου Ακριώτου, ο ήδη αποβιώσας πατέρας των σ’ ενάγοντος και ήδη εφεσιβλήτου και σ’ εναγομένου και εκκαλούντος μεταβίβασε προς τον τελευταίο (πρώτο των εναγομένων και ήδη εκκαλούντων], μεταξύ άλλων, ένα τεμάχιο οικοπέδου, κείμενου εντός του χωρίου …, εκτάσεως περίπου 185,00 τ.μ., το οποίο, όπως μνημονεύεται στον εν λόγω τίτλο κτήσης, συνορεύει Ανατολικά “με δρόμον επί πλευράς μέτρων 7,30”, Νότια με ιδιοκτησία Γ. Π., Δυτικά με το ανωτέρω περιγραφόμενο ακίνητο και Βόρεια με ιδιοκτησία Χ. Ρ., αποτυπώνεται δε με τα κεφαλαία αλφαβητικά στοιχεία “Θ-Η-Ζ-Ι-Θ” στο συνημμένο στην ένδικη αγωγή τοπογραφικό διάγραμμα. Όπως προκύπτει από το περιεχόμενο των προσκομιζόμενων τίτλων και δη από την υπ’ αριθμόν …/1990 πράξη σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας, το υπ’ αριθμόν …/…02.1990 συμβόλαιο δωρεάς εν ζωή της ψιλής κυριότητας ημιτελούς οριζόντιας ιδιοκτησίας, την υπ’ αριθμόν …/….12.2009 πράξη τροποποίησης της ως άνω πράξης σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας και ανακατανομής ποσοστών οικοπέδου, την υπ’ αριθμόν …/….12.2009 δήλωση παραίτησης από το δικαίωμα επικαρπίας, το υπ’ αριθμόν …/….12.2009 συμβόλαιο δωρεάς εν ζωή οριζόντιας ιδιοκτησίας κατά ψιλή κυριότητα με παρακράτηση επικαρπίας, καθώς και το υπ’ αριθμόν …/….03.2010 συμβόλαιο δωρεάς εν ζωή δικαιώματος επικαρπίας, άπαντα νόμιμα μεταγραμμένα, γεγονός που δεν αμφισβητείται από τους ενάγοντες, τα εμπράγματα δικαιώματα των εναγομένων επί του αμέσως προαναφερόμενου ακινήτου διαχρονικά και έως τον χρόνο συζήτησης της αγωγής κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο διαμορφώθηκαν ως εξής: Αρχικά ο πρώτος των εναγομένων και ήδη εκκαλούντων προέβη σε σύσταση δύο αυτοτελών οριζοντίων ιδιοκτησιών επί διώροφης οικοδομής του εν λόγω οικοπέδου, εμφαινόμενης στο τοπογραφικό της αγωγής με στοιχεία “Δ4-Α3-Δ3-Ε4- Ζ4-Θ4-Κ4-Α4-Β4-Γ4-Δ4”, μεταβίβασε δε το δικαίωμα ψιλής κυριότητας επί της οριζόντιας ιδιοκτησίας του πρώτου υπέρ του ισογείου ορόφου, εμβαδού 82,80 τ.μ. (όπως τροποποιήθηκε με την ως άνω συμβολαιογραφική πράξη), υπέρ της δεύτερης των εναγομένων και ήδη εκκαλούντων, εγγονής του, παρακρατώντας ισοβίως για τον εαυτό του την επ’ αυτής επικαρπία, ενώ στη συνέχεια παραιτήθηκε από το τελευταίο δικαίωμα, η δε τελευταία που απέκτησε με τον τρόπο αυτό δικαίωμα αποκλειστικής και πλήρους κυριότητας επί της εν λόγω οριζόντιας ιδιοκτησίας (άρθρο 1168 ΑΚ), μετά την επέλευση της εκκρεμοδικίας από την κρινόμενη αγωγή συνέστησε λόγω δωρεάς εν ζωή δικαίωμα ισόβιας επικαρπίας στο ανωτέρω διαμέρισμα υπέρ της μητέρας της, Σ. Φ., το γένος Ε. Σ. . Σε ό,τι αφορά δε την αυτοτελή οριζόντια ιδιοκτησία του ισογείου της εν λόγω διώροφης οικοδομής, επιφάνειας 132,89 τ.μ., ο σ’ εναγόμενος και ήδη εκκαλών μεταβίβασε την επ’ αυτής ψιλή κυριότητα στην β’ εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα, παρακρατώντας ισοβίως το δικαίωμα της επ’ αυτής επικαρπίας. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι επίδικο είναι η πραγματική δουλεία διόδου από εδαφική λωρίδα μήκους 20,00 μ. πλάτους 2,00 μ. και συνολικού εμβαδού 40,00 τ.μ., η οποία ξεκινά από την διερχόμενη στη νότια πλευρά του ακινήτου των εναγόντων και ήδη εφεσιβλήτων δημοτική οδό, διέρχεται σε επαφή και κατά μήκος της ανατολικής πλευράς του ακινήτου αυτού και κατευθυνόμενη προς βορρά καταλήγει μετά από απόσταση 20 μ. στην δυτική πλευρά του ακινήτου των εναγομένων και ήδη εκκαλούντων και δη στην βορειοδυτική γωνία του ακινήτου αυτού, αποτυπώνεται δε, με τα στοιχεία “Μ-Δ-Θ-Η-Α-Μ” στο συνημμένο στην ένδικη αγωγή σχεδιάγραμμα και συνορεύει επί πλευράς “Δ-Θ” μήκους 13,10 μ. με ιδιοκτησία Α. Π., επί πλευράς “Θ-Η” μήκους 6,90μ. με τις ως άνω ιδιοκτησίες εναγομένων και ήδη εκκαλούντων, επί πλευρών “Η-Λ” μήκους 2,00μ. και “Λ-Μ” μήκους 20μ. με υπολειπόμενη ιδιοκτησία των εναγόντων και ήδη εφεσιβλήτων και επί πλευράς “Μ-Δ” μήκους 2,00 μ. με την προαναφερόμενη οδό. Η ως άνω πραγματική δουλεία έχει συσταθεί, κατ’ άρθρο 1121 ΑΚ, δυνάμει του ως άνω υπ’ αριθμ. …/1968 συμβολαίου δωρεάς εν ζωή, σε βάρος του δωρούμενου ακινήτου του πρώτου των εναγόντων και ήδη εφεσιβλήτων και υπέρ του δωρούμενου ακινήτου του πρώτου των εναγομένων και ήδη εκκαλούντων. Η ως άνω πραγματική δουλεία διόδου συνεστήθη προς εξυπηρέτηση αμφοτέρων των ακινήτων των διαδίκων, ενόψει του ότι το δωρούμενο οικόπεδο των εναγομένων και ήδη εκκαλούντων ήταν περίκλειστο, καθότι δεν ήταν δυνατό να εξυπηρετηθεί ως προς τις ανάγκες επικοινωνίας του με κοινόχρηστη οδό κατά τρόπο διαρκή και απόλυτο, παρά μόνον μέσω της επίδικης διόδου δια της οποίας το δεσπόζον ακίνητο απέκτησε πρόσβαση στη νότια διερχόμενη δημοτική οδό, ενώ η ανατολικά εκτεινόμενη παραλιακή οδός, επί της οποίας το δεσπόζον ακίνητο ανέκαθεν είχε πρόσωπο μήκους 7,30 μ., δεν παρείχε τη δυνατότητα ασφαλούς διέλευσης ανά πόσα στιγμή. Τούτο καθόσον, όπως αποδεικνύεται με βάση το περιεχόμενο δημοσίων εγγράφων (βλ. ιδίως τα προσκομιζόμενα συμβόλαια που αφορούν στην όμορη των διαδίκων, ιδιοκτησία Π., σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας, κατά τον χρόνο σύστασης της επίδικης δουλείας διόδου (το έτος 1968) η ανατολικά εκτεινόμενη παραλιακή οδός (μετέπειτα οδός …] είχε μικρότερο πλάτος σε σχέση με το σημερινό, ήταν αδιαμόρφωτη και μη ασφαλτοστρωμένη, φέρουσα λακούβες, πέτρες και χώματα, ελλείψει δε των κατάλληλων τεχνικών έργων κατά τους χειμερινούς μήνες συχνά πλημμύριζε από το νερό της θάλασσας, με αποτέλεσμα να καθίσταται αδύνατη η ασφαλής πρόσβαση σε αυτήν και η χρήση της, κατά τρόπο διαρκή και απόλυτο, από τους εκάστοτε κυρίους του δεσπόζοντος ακινήτου για την είσοδο τους σε αυτό. Επισημαίνεται δε, δυνάμει της υπ’ αριθμ. 23731/2.7.1969 (ΦΕΚ 149, τ. Δ/29.7.1969) απόφασης του Νομάρη Βοιωτίας καθορίσθηκαν τα όρια του αιγιαλού στη θέση Παραλία …-περιοχή “…”, ήτοι στον προς ανατολάς χώρο του ως άνω οικοπέδου των εναγομένων και ήδη εκκαλούντων, πλην όμως, η ως άνω απόφασης κυρώθηκε, λόγω μη τήρησης της προδικασίας (δεν είχε ληφθεί η σύμφωνη γνώμη του ΓΕΝ). Ακολούθως, δυνάμει της υπ’ αρίθμ. 1069066/7279/Β0010/25.9.2001 (ΦΕΚ 912, τ. Δ’/29.10.2001) απόφασης του Υπουργού Οικονομικών καθορίσθηκαν εκ. νέου τα όρια του αιγιαλού στη θέση Παραλία …-περιοχή “…. Στις αρχές της δεκαετίας 1980 η ανωτέρω παραλιακή οδός (…) άρχισε να διαμορφώνεται από την Δημοτική Αρχή στη σημερινή της μορφή, ήτοι σε ασφαλτοστρωμένη δημοτική οδό πλάτους 6,00 μ., ενώ έχουν κατασκευασθεί εκατέρωθεν αυτής ρείθρα (πεζοδρόμια), πλάτους από την πλευρά της θάλασσας 2,89 μ. και έμπροσθεν του ακινήτου των εναγομένων 2,44 μ. λόγω δε αυτών των τεχνικών κατασκευών, πλέον έχει ανακοπεί η συνήθης ανάβαση του μέγιστου χειμερίου κύματος έως το ύψος του δεσπόζοντος ακινήτου, απορριπτόμενων ως αβάσιμων των σχετικών ισχυρισμών των εναγομένων και ήδη εκκαλούντων, και έχει καταστεί δυνατή η ασφαλής και ευχερής διέλευσης εξ αυτής της οδού. Ο εν λόγω παραλιακός δρόμος εξυπηρετεί πλήρως αμφότερες τις οριζόντιες ιδιοκτησίες που κείνται στο δεσπόζον ακίνητο, δηλαδή τόσο την ισόγεια, όσο και εκείνη του πρώτου υπέρ του ισογείου ορόφου, εφόσον υφίσταται ήδη διαμορφωμένη κλίμακα και θύρα εισόδου στην περίφραξη του εν λόγω ακινήτου στην πρόσοψή του στην εν λόγω οδό. Τούτο δε ανεξάρτητα από το γεγονός ότι, σύμφωνα με την υπ’ αριθμόν …/….08.1986 άδεια οικοδομής και το από μηνάς Ιανουάριου του έτους 1986 τοπογραφικό διάγραμμα της μηχανικού Φ. Κ., που κατατέθηκε στο αρμόδιο Πολεοδομικό Γραφείο προς έκδοση της εν λόγω οικοδομικής άδειας, κατά την κατασκευή των εκεί προβλεπόμενων προσθηκών η είσοδος της οριζόντιας ιδιοκτησίας του πρώτου πάνω από τον ισόγειο όροφο κατασκευάσθηκε στην δυτική πλευρό του εν λόγω διαμερίσματος, η δε κλίμακα ανόδου προς αυτό επίσης καταλήγει στο δυτικό τμήμα του οικοπέδου, καθόσον στη νότια πλευρά του οικοπέδου υφίσταται ισόγειος στεγασμένος διάδρομος, μήκους περίπου 7,00 μ. και πλάτους περίπου 0,80 μ., που εκτείνεται κατά μήκος της εμφαινόμενης με στοιχεία “Δ5-Κ4” πλευράς το τοπογραφικό της αγωγής, συνδέει το ανατολικό με το δυτικό τμήμα του οικοπέδου και καταλήγει στην πρόσοψη αυτού στην παραλιακή οδό …. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου αυτού ερείδεται στο από μηνός Ιουλίου 2011 τοπογραφικό διάγραμμα του μηχανικού Ι. Μ., που νόμιμα μετ’ επικλήσεως προσκομίστηκε, το πρώτον, στην πρωτόδικη δίκη από τους εναγομένους και ήδη εφεσιβλήτους και επιρρωνύεται από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου. Ως εκ τούτου, οι εκάστοτε ένοικοι του Α’ πάνω από το ισόγειο ορόφου δύνανται να εισέρχονται πεζή από την, επί της οδού …, θύρα του ακινήτου και μέσω αυτού του διαδρόμου και εν συνεχεία της κλίμακας ανόδου προς τον πρώτο όροφο, να εισέρχονται σε αυτήν την οριζόντια ιδιοκτησία. Με τον ίδιο τρόπο είναι εφικτή η εκκένωση των υφιστάμενων βόθρων και η λήψη μετρήσεων ηλεκτρικού ρεύματος από τους μετρητές που υφίστανται στη δυτική πλευρά του δεσπόζοντος ακινήτου και πάντως εντός των ορίων αυτού, ενώ κρίνεται με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας ότι η μεταφορά τους (μετρητών) στην πρόσοψη του ακινήτου στην οδό … δεν είναι δυσχερής ούτε συνεπάγεται σημαντική οικονομική επιβάρυνση των εναγόμενων και ήδη εκκαλούντων. Επισημαίνεται δε, ότι ογκώδη οχήματα, όπως βυτιοφόρα, φορτηγά, ασθενοφόρα και πυροσβεστικά, δύνανται να προσεγγίσουν το δεσπόζον ακίνητο μόνον από την ανατολικά διερχόμενη παραλιακή οδό … και όχι από την επίδικη εδαφική λωρίδα, λόγω του περιορισμένου πλάτους της οποίας (2,00μ. καθ’ όλο το μήκος της) καθίσταται αδύνατη η εξ αυτής διέλευση μεγάλων οχημάτων, λαμβανομένου υπόψη και του γεγονότος ότι το πλάτος των εν λόγω οχημάτων υπερβαίνει συνήθως τα 2,50 μ., ενώ το μέγιστο πλάτος φορείου μεταφοράς ασθενών δεν υπερβαίνει τα 0,50 μ. και, επομένως, είναι δυνατή η διέλευσή του από τον προπεριγραφόμενο διάδρομο σε περίπτωση που παρασταθεί σχετική ανάγκη. Άλλωστε οι εναγόμενοι και ήδη εκκαλούντες εισέρχονται στο ακίνητο τους και στις σε αυτό κείμενες οριζόντιες ιδιοκτησίες από την εφαπτομένη στην ανατολική πλευρά του οικοπέδου τους, οδό …, όπου συχνά σταθμεύουν και τα σχήματά τους. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου αυτού επιρρωνύεται από τις επισκοπηθείσες φωτογραφίες οι οποίες νόμιμα μετ’ επικλήσεως προσκομίστηκαν, το πρώτον, στην πρωτόδικη δίκη από τους ενάγοντες και ήδη εφεσιβλήτους.
Συνεπώς, η επίδικη ανωτέρω περιγραφόμενη πραγματική δουλεία διόδου δεν εξυπηρετεί καμία ανάγκη του δεσπόζοντος ακινήτου, λόγω της επιγενόμενης αυτάρκειας του τελευταίου και της δυνατότητας πλήρους πρόσβασης στο οικόπεδο από την εφαπτομένη σε αυτό οδό … πεζή και με μηχανοκίνητα μέσα και ακολούθως πεζή προς τις εκεί κείμενες αυτοτελείς ιδιοκτησίες (σημειώνεται ότι ούτε από την επίδικη δίοδο ήταν δυνατή η πρόσβαση στην οριζόντια ιδιοκτησία του α’ ορόφου με μηχανοκίνητα μέσα).
Συνεπώς, δεν παρίσταται ανάγκη χρησιμοποίησης αυτής για την επικοινωνία του δεσπόζοντος με κοινόχρηστη οδό κατά τρόπο απόλυτο, οριστικό και διαρκή. Ως εκ τούτου η επίδικη δουλεία έχει καταστεί εντελώς περιττή. Σε κάθε περίπτωση, ακόμα και αν ήθελε γίνει δεκτό ότι το δεσπόζον ακίνητο κατέστη εν μέρει μόνον αυτάρκες, αποδεικνύεται ότι η εξακολούθηση της άσκησης της δουλείας παρίσταται καταχρηστική, υπερβαίνουσα τα ακραία αξιολογικά όρια της διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ, αφενός λαμβανομένης υπόψη της περιορισμένης ωφέλειας του δεσπόζοντος, που έχει πρόσοψη σε δημοτική οδό σημαντικά μεγαλύτερου πλάτους από την επίδικη δίοδο, σε συνάρτηση με την ουσιώδη και άσκοπη ζημία των εναγόντων που στερούνται τη δυνατότητα πλήρους οικονομικής εκμετάλλευσης του ακινήτου τους, χωρίς ο περιορισμός αυτός να είναι αναγκαίος, και αφετέρου διότι οι εναγόμενοι και ήδη εκκαλούντες χρησιμοποιούν την σχετική εδαφική λωρίδα όχι προς διέλευση αλλά προς στάθμευση των οχημάτων ιδιοκτησίας τους και αποθήκευση διαφόρων υλικών. Συνακολούθως, οι ενάγοντες και ήδη εφεσίβλητοι στερούνται της χρήσης της επίδικης διόδου με αποτέλεσμα να στερούνται οποιοσδήποτε άλλης δυνατότητας πρόσβασης προς το δουλεύον ακίνητο. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου αυτού ερείδεται στο συνημμένο στην ένδικη αγωγή τοπογραφικό διάγραμμα καθώς και στο ως άνω υπ’ αρίθμ. …/….06.1968 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Χαλκίδας Τριαντάφυλλου Ακριώτου και επιρρωνύονται από τις ως άνω από 2.11.2011 και με αριθμό … και … ενόρκων βεβαιώσεων των μαρτύρων Κ. Π.. και Γ. Α..
Συνεπώς, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που όμοια έκρινε και δέχθηκε την ένδικη αγωγή, ορθώς εκτίμησε τις αποδείξεις και ερμήνευσε και εφάρμοσε, εν σχέσει με αυτές, τις προαναφερθείσες διατάξεις. Επομένως, ο δεύτερος λόγος έφεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης, με τον οποίο να πλήττεται η εκκαλούμενη απόφαση, η έφεση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολο της ως ουσία αβάσιμη.” Με βάση τις παραδοχές αυτές το Μονομελές Πρωτοδικείο Χαλκίδας, που δίκασε ως Εφετείο, έκρινε ότι συντρέχει λόγος απόσβεσης της ένδικης δουλείας διόδου, καθ’ όσον το δεσπόζον ακίνητο των εναγομένων απέκτησε αυτάρκεια, που του εξασφάλισε η διανοιχθείσα από το έτος 1980 στην ανατολική πλευρά του κοινόχρηστη δημοτική οδός …, από την οποία εξυπηρετείται κατά τον ίδιο τρόπο και κατά το ίδιο μέτρο και στην οποία έχει άμεση πρόσβαση και ότι σε κάθε περίπτωση, υπό τις αναφερόμενες στην προσβαλλόμενη απόφαση συνθήκες και περιστάσεις, η εξακολούθηση άσκησης από τους εναγομένους του ένδικου δικαιώματος πραγματικής δουλείας είναι καταχρηστική. Κατόπιν τούτου το Εφετείο δέχθηκε ως βάσιμη κατ’ ουσία την ασκηθείσα από τους αναιρεσιβλήτους ένδικη αγωγή, με την οποία ζητούσαν να αναγνωρισθεί ότι η επίμαχη δουλεία διόδου αποσβέστηκε λόγω αυτάρκειας του δεσπόζοντος ακινήτου, άλλως ως, κατά κατάχρηση δικαιώματος, ασκουμένη, επικυρώνοντας την εκκαλούμενη απόφαση , που είχε εκφέρει όμοια κρίση. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε ευθέως τις παραπάνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 281,1118, 1119, 1120, 1124, 1125 και 1136 ΑΚ., 1 και 2 του Ν. 2971/2001,1, 3 και 4 του Ν. 3155/1955 “περί κατασκευής και συντηρήσεως οδών”, 1 του Π.Δ. της 24/31-05-1985, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, αποδίδοντας την ορθή έννοιά τους και καταλήγοντας με βάση αυτή ότι εχώρησε στην συγκεκριμένη περίπτωση απόσβεση του δικαιώματος της συσταθείσας, δια μέσου του ακινήτου των εναγόντων και υπέρ του ακινήτου των εναγομένων, ένδικης δουλείας διόδου, λόγω αυτάρκειας του τελευταίου στην εξυπηρέτησή του από τον δημοτικό δρόμο, που καθιστά περιττή την άσκηση της δουλείας, και ότι η αξίωση για εξακολούθηση χρησιμοποίησης της διόδου σε βάρος του δουλεύοντος ακινήτου υπερβαίνει τα όρια που θέτει η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ. ,οι δε διαλαμβανόμενες αντίθετες αιτιάσεις στον πρώτο αναιρετικό λόγο είναι αβάσιμες. Επίσης, οι λοιπές αιτιάσεις ,που διαλαμβάνονται στον ίδιο λόγο, με τις οποίες αποδίδεται στην προσβαλλομένη πλημμέλεια για παραβίαση των άνω διατάξεων του άρθρου 1 του ν. 2971/2001 ”περί αιγιαλού και παραλίας” <<επειδή έκρινε ότι κατά μήκος της ανατολικής πλευράς του δεσπόζοντος ακινήτου τους διέρχεται κοινόχρηστη -δημοτική οδός, ενώ αποδείχθηκε ότι ο χώρος αυτός είναι νόμιμα χαρακτηρισμένος ως αιγιαλός και ότι κατά συνέπεια το ακίνητό τους δεν εφάπτεται σε κοινόχρηστη οδό>>, στηρίζονται επί εσφαλμένης προϋπόθεσης και είναι αβάσιμες, διότι το Εφετείο δέχθηκε τη δημιουργία κοινόχρηστης δημοτικής οδού στο ανατολικό όριο του δεσπόζοντος ακινήτου, από την οποία αυτό εξυπηρετείται και όχι την ύπαρξη αιγιαλού. Επομένως, ο πρώτος αναιρετικός λόγος, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθμό 1α’ του άρθρου 560 ΚΠολΔ πλημμέλεια, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Περαιτέρω, το Εφετείο, με τις πιο πάνω παραδοχές του, δεν παραβίασε εκ πλαγίου τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, που αναφέρθηκαν στον πρώτο αναιρετικό λόγο, ως προς το ουσιώδες ζήτημα της απόσβεσης του δικαιώματος πραγματικής δουλείας διόδου των αναιρεσειόντων, και δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, αφού εξέθεσε σ’αυτήν χωρίς αντιφάσεις, με σαφήνεια και με πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν και ειδικότερα ότι το δεσπόζον ακίνητο των αναιρεσειόντων κατά τον ίδιο τρόπο, κατά το ίδιο μέτρο και πιο ευχερώς εξυπηρετείται από την ασφαλτοστρωμένη δημοτική οδό …, πλάτους 6,00 μ. με τα εκατέρωθεν αυτής ρείθρα (πεζοδρόμια), πλάτους 2,89 και 2,44 μέτρων, αντίστοιχα, που έχει διανοιχθεί στην ανατολική πλευρά αυτού (ακινήτου), προς την οποία έχει πρόσοψη.
Συνεπώς, ο τρίτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αρ. 6 του άρθρου 560 ΚΠολΔ. πλημμέλεια της έλλειψης νόμιμης βάσης, λόγω ελλιπών- ανεπαρκών αιτιολογιών ,ως προς το ουσιώδες ζήτημα της απόσβεσης του δικαιώματος δουλείας διελεύσεως δια μέσου του ακινήτου των αναιρεσιβλήτων, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Γ. Ο εκ του άρθρου 560 αριθμ. 5 ΚΠολΔ. λόγος αναίρεσης, που είναι ταυτόσημος με εκείνο του άρθρου 559 αριθμ. 8 του ίδιου κώδικα, ιδρύεται όταν το δικαστήριο, παρά το νόμο, έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. ”Πράγματα”, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, είναι οι πραγματικοί ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο και επομένως στηρίζουν το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης ή λόγου έφεσης, όχι δε και οι αιτιολογημένες αρνήσεις, ούτε οι ισχυρισμοί που αποτελούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου τα οποία συνάγονται από την εκτίμηση των αποδείξεων, αλλά ούτε και οι απαράδεκτοι ή αβάσιμοι κατά νόμο ισχυρισμοί (Ολ ΑΠ 8/2013, 14/2004). Αν προσβάλλεται για τον παραπάνω λόγο απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, θα πρέπει ο ισχυρισμός που δεν αξιολογήθηκε να είχε προταθεί παραδεκτά στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και να επαναφέρθηκε παραδεκτά (με λόγο έφεσης ή αναλόγως, κατά το άρθρο 240 ΚΠολΔ, με τις προτάσεις) και στον δεύτερο βαθμό και να αναφέρεται αυτό στο αναιρετήριο, εκτός αν υπάγεται στις εξαιρέσεις του άρθρου 562 παρ. 2 ΚΠολΔ ή να πρόκειται για ισχυρισμό που παραδεκτά, κατά το άρθρο 527 ΚΠολΔ, προτάθηκε για πρώτη φορά στην κατ’ έφεση δίκη, που επίσης πρέπει να διευκρινίζεται στο αναιρετήριο (ΑΠ 354/2011, ΑΠ 367/2009). Στην προκείμενη περίπτωση με τον δεύτερο αναιρετικό λόγο προσάπτεται στο Εφετείο η από τον αριθμό 5 του αρθρ. 560 ΚΠολΔ, πλημμέλεια ότι δεν έλαβε υπόψη ”πράγμα”που προτάθηκε με λόγο έφεσης των εκκαλούντων και ήδη αναιρεσειόντων και ειδικότερα οι αναιρεσείοντες ισχυρίζονται ότι αγνοήθηκε ο ισχυρισμός τους που αποτέλεσε και λόγο της έφεσής τους<< ότι το δεσπόζον ακίνητό τους δεν εφάπτεται προς ανατολάς με νομίμως υφιστάμενη κοινόχρηστη δημοτική οδό ,αλλά εφάπτεται σε χώρο νόμιμα χαρακτηρισμένο ως αιγιαλό>>. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, εξαιτίας της αοριστίας του ,διότι, σύμφωνα με την προεκτεθείσα νομική σκέψη, οι εναγόμενοι- εκκαλούντες και ήδη αναιρεσείοντες δεν αναφέρουν στο αναιρετήριο ότι πρότειναν τον ισχυρισμό αυτό , ο οποίος δεν υπάγεται στις εξαιρέσεις του άρθρου 562 παρ. 2 ΚΠολΔ, με τις από 10/01/2014 έγγραφες προτάσεις τους που κατέθεσαν ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ούτε αναφέρουν ότι πρόκειται για ισχυρισμό που παραδεκτά, κατά το άρθρο 527 ΚΠολΔ, προτάθηκε για πρώτη φορά στην κατ’ έφεση δίκη .Σε κάθε περίπτωση είναι αβάσιμος , και , τούτο, διότι το Εφετείο δεν είναι υποχρεωμένο να απαντήσει σε ισχυρισμό , που απαραδέκτως προτάθηκε, καθ’όσον οι αναιρεσείοντες, όπως προκύπτει από την παραδεκτή, κατ’άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, επισκόπησή των άνω προτάσεών τους, τον ισχυρισμό αυτό (που δεν υπάγεται σε κάποια από τις εξαιρέσεις της αυτεπάγγελτα λήψης υπόψη, ΚΠολ 527) δεν είχαν προτείνει ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, με την επισήμανση, μάλιστα, ότι στην 7η σελίδα αυτών, ρητά, συνομολογούν την ύπαρξη, στην ανατολική πλευρά του δεσπόζοντος ακινήτου τους, της κοινόχρηστης οδού …( ΑΠ 793/2015). Κατόπιν τούτου, και εφόσον δεν υπάρχει προς έρευνα άλλος αναιρετικό λόγος πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495παρ.3ΚΠολΔ, όπως ισχύει) και να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες, λόγω της ήττας τους, στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, που κατέθεσαν προτάσεις, κατά παραδοχή του σχετικού νόμιμου και βάσιμου αιτήματός τους, (άρθρα 176,183,191 παρ.2 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό ειδικότερα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 29/08/2019 αίτηση για αναίρεση της 149/2019 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χαλκίδας, που δίκασε ως Εφετείο.
Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο δημόσιο ταμείο.
Και
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 4 Μαρτίου 2021.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 5 Απριλίου 2021.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ