Αριθμός 556/2016
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ευγενία Προγάκη, Ασπασία Μαγιάκου, Νικήτα Χριστόπουλο και Ιωάννη Φιοράκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 5 Οκτωβρίου 2016, με την παρουσία και της γραμματέως Σπυριδούλας Τζαβίδη, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ε. Σ. του Γ., κατοίκου …, ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξούσιου δικηγόρου Γεωργίου Κιαούλια .
Των αναιρεσίβλητων: 1. Μ. χήρας Σ. Μ., η οποία δεν παραστάθηκε και 2. Γ. Μ. του Σ., κατοίκου …. Στο σημείο αυτό, ο πληρεξούσιος δικηγόρος Ιωάννης Στρατηγός, δήλωσε ότι η 1η των αναιρεσίβλητων απεβίωσε την 19-8-2015 και κληρονομήθηκε από τον 2ο αναιρεσίβλητο, αποκλειστικό, νόμιμο εξ αδιαθέτου κληρονόμο της, ο οποίος συνεχίζει την βιαίως διακοπείσα δίκη και εκπροσωπείται και ατομικά από τον ίδιο ως άνω πληρεξούσιο
Η ένδικη διαφορά άρχισε με τις από 27-1-2012 και 26-5-2010 αγωγές των ήδη αναιρεσίβλητων, που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 6271/2013 του ιδίου Δικαστηρίου και 222/2015 του Εφετείου Πειραιώς. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων, με την από 10-7-2015 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη, ανέγνωσε την από 29-12-2015 έκθεσή της, με την οποία εισηγείται να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης, ο πληρεξούσιος του αναιρεσίβλητου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 1822 ΑΚ, όπως τούτο αντικαταστάθηκε με το άρθρο 25 του Ν.1329/1993, το κληρονομικό δικαίωμα, καθώς και το εξαίρετο του συζύγου που επιζεί, αποκλείονται αν ο κληρονομούμενος, έχοντας βάσιμο λόγο διαζυγίου, ασκήσει την αγωγή διαζυγίου κατά του συζύγου του. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι επέρχεται αυτοδικαίως εκ του νόμου, αποκλεισμός του κληρονομικού δικαιώματος στο σύνολό του, ήτοι περιλαμβανομένης και της νόμιμης μοίρας ως και του δικαιώματος εξαίρετου του επιζώντος συζύγου, αν ο κληρονομούμενος είχε ασκήσει το διαπλαστικό του δικαίωμα να επιδιώξει τη λύση του γάμου με διαζύγιο, υπό την προϋπόθεση πως είχε βάσιμο προς τούτο λόγο, δηλαδή νόμιμη αιτία που δικαιολογεί την αιτηθείσα διάπλαση. Ως λόγος διαζυγίου στην πιο πάνω διάταξη νοείται το προβλεπόμενο από τα άρθρα 1439 και 1440 ΑΚ, όπως ισχύουν μετά το ν.1329/1993, διαπλαστικό δικαίωμα του ενός από τους συζύγους, κατά του άλλου, να επιφέρει τη λύση του γάμου τους με δικαστική απόφαση, ύστερα από άσκηση αγωγής, ο λόγος δε του διαζυγίου δεν είναι πλέον απαραίτητο να οφείλεται σε υπαιτιότητα του συζύγου που επιζεί, γιατί δεν την απαιτεί η ως άνω διάταξη, η οποία είναι εναρμονισμένη με τη διάταξη του άρθρου 1439 ΑΚ, η οποία αποσυνδέει την υπαιτιότητα από το λόγο διαζυγίου. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 1439 παρ.1 ΑΚ, καθένας από τους συζύγους μπορεί να ζητήσει το διαζύγιο, όταν οι μεταξύ τους σχέσεις έχουν κλονισθεί τόσο ισχυρά, από λόγο που αφορά το πρόσωπο του εναγομένου ή και των δύο συζύγων, ώστε βάσιμα η εξακολούθηση της έγγαμης σχέσης να είναι αφόρητη για τον ενάγοντα. Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται ως λόγος διαζυγίου ο αντικειμενικός κλονισμός της έγγαμης σχέσης, χωρίς να απαιτείται πλέον το στοιχείο της υπαιτιότητας του παλαιού δικαίου, για να δύναται να ζητηθεί το διαζύγιο. Έτσι ο ενάγων, για την παραδοχή της αγωγής του, αρκεί να επικαλεσθεί και αποδείξει, ότι ο γάμος έχει κλονισθεί από ορισμένα γεγονότα, που αναφέρονται στο πρόσωπο του εναγομένου ή και των δύο συζύγων με την έννοια της υπάρξεως αιτιώδους συνδέσμου ανάμεσα στα αντικειμενικώς πρόσφορα κλονιστικά της έγγαμης σχέσης γεγονότα και στο πρόσωπο του εναγομένου συζύγου ή και των δύο και ότι ο κλονισμός είναι τόσο ισχυρός, ώστε βάσιμα η εξακολούθηση της έγγαμης συμβίωσης έχει καταστεί, γι’αυτόν, αφόρητη. Αν το κλονιστικό γεγονός αφορά και τους δύο συζύγους, το προς διάζευξη δικαίωμα γεννάται ανεξαρτήτως από το ποιον από τους δύο βαρύνει περισσότερο η ύπαρξη του. Αν όμως το κλονιστικό γεγονός συνδέεται αποκλειστικά με το πρόσωπο του ενάγοντος, δεν γεννάται υπέρ αυτού δικαίωμα διαζεύξεως, με βάση την άνω διάταξη του άρθρου 1439 παρ.1 ΑΚ. Κλονιστικά γεγονότα είναι εκείνα που βάλλουν και πλήττουν το θεσμό του γάμου, ως ηθική και νομική σχέση και την κοινωνία του βίου των συζύγων και είναι πρόσφορα, κατ’αντικειμενική κρίση, να κλονίσουν τόσο ισχυρά την έγγαμη συμβίωση, ώστε στη συνέχεια βάσιμα η εξακολούθηση της έγγαμης σχέσης να είναι αφόρητη για τον ενάγοντα. Κριτήριο δε περί του αφόρητου της έγγαμης σχέσεως είναι το μέγεθος της ψυχικής θυσίας, χάριν της διατηρήσεως του γάμου, η οποία μπορεί να απαιτηθεί από ένα μέσο άνθρωπο, κατά τις κρατούσες αντιλήψεις στη συγκεκριμένη κοινωνία. Εξάλλου, επειδή με το θάνατο του ενός από τους συζύγους η περί διαζυγίου εκκρεμής δίκη καταργείται (άρθρο 286 ΚΠολΔ) και αφού η περί διαζυγίου αγωγή δεν μεταβιβάζεται στους κληρονόμους, οι κληρονόμοι του συζύγου, που απεβίωσε, για να επιτύχουν τον αποκλεισμό από τη κληρονομιά του συζύγου που επιζεί, θα πρέπει να εγείρουν αναγνωριστική αγωγή για το βάσιμο του λόγου διαζυγίου της αγωγής. Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, ο οποίος παραβιάζεται αν δεν εφαρμόσθηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμόσθηκε ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα δικαίου έννοια διαφορετική από την αληθινή, η δε παραβίαση εκδηλώνεται, είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ. ΑΠ 10/2011). Τέλος κατά την έννοια της διατάξεως του αριθμού 19 του ίδιου άρθρου, λόγος αναιρέσεως για έλλειψη νομίμου βάσεως της αποφάσεως ιδρύεται όταν από τις αιτιολογίες της αποφάσεως δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά, που είναι αναγκαία για να κριθεί αν στην συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν οι νόμιμοι όροι της ουσιαστικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε ή δεν συντρέχουν, ώστε να αποκλείεται η εφαρμογή της, καθώς και όταν η απόφαση δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες ελλιπείς ή αντιφατικές, ως προς το νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών, τα οποία έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Οι παραπάνω, από τις διατάξεις των αριθμών 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγοι, είναι δυνατό να φέρεται ότι πλήττουν την προσβαλλομένη απόφαση για ευθεία ή εκ πλαγίου, αντίστοιχα παραβίαση κανόνα δικαίου, αλλά στην πραγματικότητα υπό το πρόσχημα ότι κατά την εκτίμηση των αποδείξεων παραβιάσθηκε κανόνας δικαίου, να πλήττουν την απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, οπότε θα απορριφθούν ως απαράδεκτοι, σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ, γιατί, πλήττουν την ανέλεγκτη, περί την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου. Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (αρθρ.561 παρ.2 ΚΠολΔ), το Εφετείο μετά από συνεκτίμηση των νομίμως σ’αυτό προσκομισθέντων και επικληθέντων αποδεικτικών μέσων δέχθηκε, κατ’ανέλεγκτη κρίση, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά ως προς τις συνεκδικασθείσες αγωγές των διαδίκων και κατά την σωρευόμενη σε κάθε μία από αυτές αγωγή: α)περί αποκλεισμού του δικαιώματος του εναγομένου – αναιρεσείοντος στην κληρονομιά και το εξαίρετο της θανούσης συζύγου του, λόγω ασκήσεως από αυτήν εναντίον του, αγωγής διαζυγίου ένεκα υπάρξεως βασίμου, προς τούτο λόγου και β)της αντίθετης σωρευομένης αγωγής περί μη αποκλεισμού του δικαιώματος αυτού του ενάγοντος αναιρεσείοντος, λόγω ανυπαρξίας βασίμου λόγου διαζυγίου. Ως προς τις σωρευόμενες και στα δύο αυτά δικόγραφα αγωγές περί αναγνωρίσεως αντίστοιχα του εξ αδιαθέτου κληρονομικού δικαιώματος της κάθε διάδικης πλευράς στην κληρονομιά της παραπάνω θανούσας, ανεστάλει με την πρωτόδικη απόφαση, η εκδίκασή τους, προκειμένου να προσκομισθεί από αυτούς πιστοποιητικό της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. περί δηλώσεως φόρου κληρονομίας (αρθρ.106 παρ.1, 2 και 6 του Ν.2961/2001) ενώ πρέπει να λεχθεί ότι η εν λόγω πρωτόδικη απόφαση υπέκειτο σε έφεση κατά το μέρος που έκρινε οριστικά επί των παραπάνω σωρευομένων, από το άρθρο 1822 ΑΚ, αγωγών, γιατί η απόφαση αυτή, κατά την έννοια του άρθρου 513 ΚΠοινΔ αποτελεί στην ουσία “άλλη” απόφαση σε σχέση με την απόφαση που θα εκδοθεί επί των σωρευομένων αναγνωριστικών του κληρονομικού δικαιώματος αγωγών, η επί των οποίων δίκη ανεστάλει. “H Α. Μ. θυγατέρα της πρώτης – ενάγουσας εναγομένης Μ. Μ. και αδελφή του δεύτερου ενάγοντος – εναγομένου Γ. Μ. απεβίωσε στις 7-5-2008, χωρίς να αφήσει διαθήκη, στη…, σε ηλικία μόλις 42 ετών, από πνιγμό στην πισίνα του ξενοδοχείου, όπου εργαζόταν ως υπεύθυνη κρατήσεων. Η ανωτέρω αποβιώσασα κατά το χρόνο του θανάτου της κατέλιπε μοναδικούς πλησιέστερους συγγενείς α) την πρώτη ενάγουσα – εναγομένη μητέρα της Μ. Μ., β) τον μεταποβιώσαντα την 10-9-2009 πατέρα της Σ. Μ., γ)τον δεύτερο ενάγοντα -εναγόμενο αδελφό της Γ. Μ. και δ) τον εν διαστάσει εναγόμενο – ενάγοντα σύζυγο της Ε. Σ.. Ο τελευταίος είχε ασκήσει την από 14-5-2005 και με αριθμ. καταθ. 4314/2005 αγωγή διαζυγίου ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με την οποία ζητούσε τη λύση του, μετά της θανούσης, γάμου του, για τον προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 1429 παρ. 3 ΑΚ, όπως ίσχυε πριν την αντικατάσταση του με το άρθρο 14 του ν. 3179/2008, λόγο της συνεχούς επί τετραετία διαστάσεως τους. Επίσης η θανούσα είχε ασκήσει την από 21-9-2006 και με αριθ. καταθ. 7811/2006 αγωγή διαζυγίου ενώπιον του ιδίου ως άνω Δικαστηρίου σε βάρος του εναγομένου – ενάγοντος Ε. Σ., με την οποία ζητούσε τη λύση του γάμου της με τον τελευταίο λόγω ισχυρισμού κλονισμού από λόγους που αφορούσαν το πρόσωπο του, ώστε βάσιμα η εξακολούθηση της έγγαμης συμβιώσεως να είναι αφόρητη γι’ αυτήν. Επί των ως άνω αγωγών, οι οποίες επρόκειτο μετ’αναβολή να συνεκδικασθούν κατά τη δικάσιμο της 21-11-2008, δεν εκδόθηκε απόφαση, λόγω του θανάτου της Α. Μ. στις 7-5-2008. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος – ενάγων είχε τελέσει με την Α. Μ. πολιτικό γάμο στις 23-12-1993 στο Δημαρχείο Πειραιώς, που ιερολογήθηκε κατά τους κανόνες της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στις 27-9-1995 στον ιερό ναό Αγίου Σπυρίδωνος Πειραιά. Μετά το γάμο τους εγκαταστάθηκαν στο διαμέρισμα του πέμπτου ορόφου, επιφανείας 102 τμ, μίας πολυκατοικίας που βρίσκεται επί της οδού … αρ … στον …και το οποίο ανήκε στην συγκυριότητα τους κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου στον καθένα, είχε δε αγορασθεί με χρήματα και των δύο συζύγων, αλλά και με τη συμβολή του πατέρα της θανούσης Σ. Μ., που είχε μεγάλη οικονομική επιφάνεια, εργαζόμενος αρχικά ως καπετάνιος και στη συνέχεια μετά τη συνταξιοδότηση του ως υπάλληλος σε ναυτιλιακή εταιρία. Η έγγαμη συμβίωση τους κατά τα τέσσερα πρώτα έτη του γάμου τους ήταν αρμονική. Όμως από το έτος 1997 άρχισαν να δημιουργούνται προβλήματα στη σχέση τους . Αντί συμβιώσεως υπήρχε γειτνίαση μεταξύ των συζύγων και δεν μπορούσε να γίνει λόγος για αμοιβαίο σεβασμό και αγάπη, ούτε για κοινή αντιμετώπιση των προβλημάτων της ζωής. Ειδικότερα ο ιδιόρρυθμος και ερειστικός χαρακτήρας του εναγομένου-ενάγοντος, αλλά και η αδικαιολόγητη ζήλια του για τη θανούσα, αποτέλεσε αιτία πολλών επεισοδίων μεταξύ των συζύγων κατά τη διάρκεια των οποίων ο ενάγων – εναγόμενος μιλούσε υβριστικά στη θανούσα αποκαλώντας την “άχρηστη” ενώ την απειλούσε ότι θα την χτυπήσει. Επίσης ο εναγόμενος – ενάγων φερόταν περιφρονητικά στη θανούσα και δεν δίσταζε να την μειώνει ακόμη και ενώπιον τρίτων λέγοντας συχνά σε αυτή “Σώπα εσύ δεν ξέρεις και να μην μιλάς”. Ακόμη αρνιόταν, παρά τις παρακλήσεις της θανούσης, την σαρκική συνάφεια με αυτή, επειδή δεν επιθυμούσε την απόκτηση τέκνων και απαιτούσε πειστικά από την τελευταία να πιέσει τους γονείς της να της μεταβιβάσουν την πατρική περιουσία και συγκεκριμένα την εξοχική κατοικία που ανήκε στον πατέρα της και βρισκόταν στην Αίγινα, προκειμένου έτσι να αποφευχθεί η μεταβίβαση της στον δεύτερο ενάγοντα – εναγόμενο αδελφό της. Όμως και η θανούσα είχε επιδείξει αντισυζυγική συμπεριφορά, καθόσον δαπανούσε αρκετά χρήματα από τον μισθό της για την προσωπική της περιποίηση, ήτοι σε κομμωτήρια, γυμναστήρια, για αγορά επώνυμων ρούχων και καλλυντικών με αποτέλεσμα να δημιουργούνται διαφωνίες μεταξύ αυτής και του συζύγου της αναφορικά με τη συμβολή της στις οικογενειακές δαπάνες. Επιπλέον ο εναγόμενος – ενάγων απέδιδε στη θανούσα σύζυγο του τη σύναψη εξωσυζυγικών σχέσεων με άλλο άνδρα με συνέπεια να δημιουργούνται μεταξύ των συζύγων πολλές διενέξεις. Τελικά οι συνεχείς έριδες και διαπληκτισμοί και η εν γένει αντιπαλότητα μεταξύ των συζύγων επέφεραν ισχυρό κλονισμό στην έγγαμη σχέση τους και κατέστησαν αδύνατη την συμβίωση τους υπό την αυτή στέγη, με αποτέλεσμα η σύζυγος Α. Μ. να αποχωρήσει από τη συζυγική οικία στις 26-6-2002 και μέχρι το θάνατο της στις 7-5-2008, ουδέποτε επανασυμβίωσε με τον σύζυγο της. Μετά δε τη διάσπαση της ως άνω έγγαμης σχέσης ακολούθησαν σφοδρές δικαστικές διενέξεις μεταξύ των εν διαστάσει συζύγων με την άσκηση έναντι αλλήλων αιτήσεων ασφαλιστικών μέτρων και αγωγών αναφορικά με τις προσωπικές και περιουσιακές τους διαφορές (συμμετοχή στα αποκτήματα του γάμου τους, διανομή της συζυγικής οικίας, απόδοση κινητών κλπ), οι οποίες διακόπηκαν λόγω του θανάτου της Α. Μ.. Από τα προαναφερόμενα πραγματικά περιστατικά αποδεικνύεται ότι η έγγαμη σχέση της τελευταίας (Α. Μ.) και του ενάγοντος εναγομένου Ε. Σ., ενόψει και της εξαετούς σφοδρής αντιδικίας, είχε κλονισθεί ισχυρά από λόγους που αφορούσαν το πρόσωπο και των δύο, ώστε η εξακολούθηση της έγγαμης συμβιώσεως τους να είναι αφόρητη για τη θανούσα σύζυγο. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου περί του ισχυρού κλονισμού της έγγαμης συμβιώσεως των συζύγων, στηρίζεται όχι μόνο στις καταθέσεις μαρτύρων ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, αλλά και σε αυτές που λήφθηκαν στα πλαίσια άλλων δικών που έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια της μακροχρόνιας αντιδικίας των συζύγων και διακόπηκαν λόγω του θανάτου της Α. Μ., όπως επίσης και στην προαναφερόμενη αγωγή διαζυγίου που είχε ασκήσει ο εναγόμενος – ενάγοντας πριν από τη θανούσα με την οποία ζητούσε τη λύση του μεταξύ τους γάμου λόγω του αμάχητα τεκμαιρόμενου ισχυρού κλονισμού συνεπεία τετραετούς διαστάσεως. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω η αποβιώσασα Α. Μ. είχε ασκήσει την από 21-9-2006 και με αριθ. καταθ. 7811/2006 αγωγή έχοντας βάσιμους λόγους διαζυγίου που αφορούσαν τόσο αυτή όσο και τον εναγόμενο – ενάγοντα εν διαστάσει σύζυγο της και καθιστούσαν αφόρητη την έγγαμη συμβίωση της με αυτόν, η βασιμότητα δε αυτών των λόγων εξακολουθούσε να υφίσταται και κατά το χρόνο του θανάτου της. Επομένως συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 1822 ΑΚ περί αποκλεισμού του εναγομένου -ενάγοντα από το δικαίωμα του στην κληρονομιά και το εξαίρετο της αποβιωσάσης συζύγου του.” Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο δέχθηκε την αγωγή των αναιρεσιβλήτων περί αναγνωρίσεως, αποκλεισμού, κατά το άρθρο 1822 ΑΚ του κληρονομικού δικαιώματος του εναγομένου – αναιρεσείοντος, ως επιζώντος συζύγου, στην κληρονομιά της αποβιώσασας συζύγου του και στο εξαίρετο και απέρριψε την αντίθετη αγωγή του τελευταίου κατά των αναιρεσιβλήτων, περί αναγνωρίσεως μη υπάρξεως λόγου αποκλεισμού, επικυρώσαν κατά τούτο την πρωτόδικη απόφαση, που είχε κρίνει ομοίως και της οποίας οι εκ του άρθρου 1822 ΑΚ αγωγές, είχαν αποτελέσει, κατά τα προαναφερθέντα αντικείμενο της εφέσεως. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε τις επικαλούμενες και αναφερόμενες στη νομική σκέψη διατάξεις των άρθρων 1822 και 1439 παρ.1 ΑΚ, αφού υπό τα ως άνω, ανελέγκτως, γενόμενα δεκτά πραγματικά περιστατικά, συνέτρεχαν οι νόμιμες προϋποθέσεις εφαρμογής τους καθόσον τα αποδειχθέντα, κλονιστικά της ένδικης εγγάμου σχέσεως γεγονότα, συνδεόντουσαν αιτιωδώς με τη συμπεριφορά και των δύο συζύγων και συνακόλουθα το προς διάζευξη δικαίωμα της θανούσας συζύγου υφίστατο ανεξάρτητα από το ποιον από τους συζύγους βάρυνε περισσότερο η ύπαρξη των εν λόγω αποδειχθέντων κλονιστικών γεγονότων. Περαιτέρω έτσι όπως παραπάνω έκρινε το Εφετείο, δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, αφού εξέθεσε σ’αυτήν, χωρίς αντιφάσεις και με πληρότητα και σαφήνεια, τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ως αποδεικνυόμενα και που ήταν αναγκαία για την εφαρμογή των προδιαληφθεισών διατάξεων. Ειδικότερα αναφέρεται στην απόφαση ότι η αποβιώσασα σύζυγος του αναιρεσείοντα και αδελφή του αναιρεσιβλήτου, ο οποίος έχει υπεισέλθει και στη θέση της συναναιρεσίβλητης μητέρας του ως μοναδικός εξ αδιαθέτου κληρονόμος της, έχοντας βάσιμο λόγο διαζυγίου για ισχυρισμό κλονισμό της έγγαμης σχέσης είχε εγείρει, κατά του συζύγου της, αγωγή διαζυγίου, επί της οποίας ενόσω αυτή ζούσε, δεν είχε εκδοθεί απόφαση και ότι ο επικαλούμενος λόγος διαζυγίου αποδείχθηκε, καθόσον η έγγαμη σχέση των συζύγων είχε κλονισθεί ισχυρά από λόγους που αφορούν το πρόσωπο και των δύο, ώστε η εξακολούθηση της έγγαμης συμβιώσεως τους να είναι αφόρητη για τη θανούσα σύζυγο. Οι αιτιολογίες αυτές επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή εφαρμογή των παραπάνω, μνημονευθεισών ουσιαστικού δικαίου διατάξεων. Ενόψει τούτων οι υποστηρίζοντες τα αντίθετα και από τις διατάξεις των αριθμών 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ δεύτερος και τρίτος από τους λόγους της αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Περαιτέρω οι αιτιάσεις του δεύτερου λόγου, κατά τις οποίες δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής των παραπάνω διατάξεων, καθόσον από τις αποδείξεις προέκυψε ότι τα κλονιστικά γεγονότα του ένδικου γάμου συνδέονται αποκλειστικά με το πρόσωπο της κληρονομούμενης, που είχε εραστές και για την αιτία αυτή εγκατέλειψε τη συζυγική οικία, είναι απαράδεκτες, γιατί υπό το πρόσχημα ότι κατά την εκτίμηση των αποδείξεων παραβιάστηκαν οι κανόνες αυτοί, πλήττουν την ορθότητα της εκτιμήσεως των αποδείξεων και συνακόλουθα την περί τα πράγματα ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου, η οποία κατά την αναφερόμενη στη νομική σκέψη διάταξη του άρθρου 561 παρ.1 ΚΠολΔ, δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου. Εξ ετέρου οι αιτιάσεις του ιδίου δεύτερου λόγου, κατά τις οποίες το Εφετείο παραβίασε τα διδάγματα της κοινής πείρας, με την παραδοχή του ότι “ο αναιρεσείων αρνιόταν την ερωτική συνεύρεση με την θανούσα σύζυγό του, από τον φόβο της αποκτήσεως τέκνων”, ενώ κατά τα διδάγματα αυτά “η γυναίκα που έχει εραστή, για χατήρι του οποίου εγκαταλείπει το σπίτι της, είναι εκείνη που αρνείται να συνευρίσκεται με το σύζυγό της, αφού το μυαλό, το συναίσθημά της, αλλά και το σώμα της ανήκει στον εραστή της”, ανεξάρτητα από το ότι δεν αφορούν σε ερμηνεία κανόνων δικαίου ή στην υπαγωγή, σ’αυτούς, των πραγματικών γεγονότων της διαφοράς, ώστε να συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της διατάξεως του αριθμού 1 εδ.β του άρθρου 559 ΚΠολΔ, στηρίζονται στην εσφαλμένη προϋπόθεση, ότι έχει γίνει δεκτό, από την προσβαλλομένη απόφαση, ότι η κληρονομουμένη είχε εραστές. Επίσης απαράδεκτες, για την προαναφερθείσα από το άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ αιτία, είναι και οι αιτιάσεις του τρίτου λόγου, κατά τις οποίες το αποδεικτικό πόρισμα που προέκυπτε από τις αποδείξεις είναι αντίθετο από το εξαχθέν. Ενόψει τούτων οι ερευνώμενοι δεύτερος και τρίτος από τους λόγους της αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν.
Επειδή κατά τη διάταξη του αριθμού 11γ του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι δεν ιδρύεται ο αναιρετικός αυτός λόγος, αν το δικαστήριο αξιολόγησε το αποδεικτικό μέσο διαφορετικά από ότι ο αναιρεσείων υποστηρίζει, αφού η σχετική εκτίμηση δεν υπόκειται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 561 παρ.1 του ΚΠολΔ στον έλεγχο του Αρείου Πάγου. Εξ ετέρου καμμιά διάταξη δεν επιβάλλει την ειδική μνεία και τη χωριστή αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, αλλά αρκεί η γενική μνεία των κατ’είδος αποδεικτικών μέσων που λήφθηκαν υπόψη (έγγραφα, μάρτυρες, ένορκες βεβαίωσεις, πραγ/νη κ.λπ.). Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της αναιρέσεως, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση, η από την παραπάνω διάταξη του αριθμού 11γ του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, κατά την οποία το Εφετείο, κατά το σχηματισμό της δικανικής του πεποιθήσεως ως προς τον ισχυρό κλονισμό της έγγαμης συμβιώσεως του αναιρεσείοντα με την αποβιώσασα σύζυγό του και του βαρυνομένου με τον κλονισμό αυτό συζύγου, δεν έλαβε υπόψη, για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων τα αναφερόμενα έγγραφα, που είτε είχαν χρησιμοποιηθεί, ως αποδεικτικά μέσα, σε προηγηθείσες δίκες μεταξύ των συζύγων, είτε είναι δικόγραφα αγωγών ή δικαστικές αποφάσεις από την εν λόγω προηγηθείσα αντιδικία, από την εκτίμηση των οποίων προέκυπταν πραγματικά περιστατικά διαφορετικά από εκείνα που έγιναν δεκτά. Τα έγγραφα αυτά είναι οι στα πλαίσια προηγουμένων, όπως αναφέρθηκε, δικών ληφθείσες νομότυπα υπ’ αριθμ. …/ 20.4.2006, …/27.12.2007, …/2003 και …/2003 ένορκες βεβαιώσεις και μάλιστα ενώπιον της συμβ/φου Ηρακλείου Κρήτης Καλλιόπης Παπαδάκη – Αμοναχάκη η πρώτη και ενώπιον της συμβ/φου Πειραιώς Αμαλίας Παναγοπούλου – Βλάχου οι λοιπές, η από 3.10.2003 εξώδικη διαμαρτυρία του ενόρκως βεβαιώσαντα μάρτυρα Α. Β. προς την κληρονομούμενη, η από 22.3.2007 και με αριθμ. πραξ. καταθ. 3237/2007 αγωγή αποζημιώσεως στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά του αναιρεσείοντα κατά της συζύγου του, για αποκατάσταση ηθικής βλάβης και η υπ’ αριθμ. 8351/2003 απόφαση ασφαλιστικών μέτρων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. Οι αιτιάσεις αυτές, που αφορούν σε αποδεικτικά μέσα που νόμιμα επαναπροσκομίσθηκαν στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο (αρθρ. 240 ΚΠολΔ – Ολ. ΑΠ 23/2008-) δεν στοιχειοθετούν τον επικαλούμενο αναιρετικό λόγο και κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες, καθόσον η επικαλούμενη πλημμέλεια πλήττει την κατά το άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ, ανέλεγκτη αναιρετικά αξιολόγηση και εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων, ενώ οι ένορκες βεβαιώσεις που λήφθηκαν για άλλη, μεταξύ των διαδίκων δίκη, ως αποδεικτικά μέσα υπάγονται στα έγγραφα και όχι στις ένορκες βεβαιώσεις και γιαυτό δεν απαιτείτο ειδική μνεία τους στην προσβαλλομένη απόφαση, της οποίας η αναφορά “σε όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκομίζουν νόμιμα και επικαλούνται” – φύλλο 4α – περιλαμβάνει και αυτές. Ενόψει τούτων και ο λόγος αυτός, καθώς και η αναίρεση, στο σύνολό της, πρέπει να απορριφθούν και να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείου του κατατεθέντος παραβόλου (αρθρ. 495 παρ.4 ΚΠολΔ). Ο αναιρεσείων, λόγω της ήττας του (άρθρ. 183 και 176 ΚΠολΔ) πρέπει να καταδικασθεί στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 10.7.2015 αίτηση του Ε. Σ. του Γ. κατά του Γ. Μ. ατομικά και ως υπεισελθόντος στη θέση της αποβιώσασας μητέρας του και αναιρεσίβλητης Μ. χας Σ. Μ., για αναίρεση της υπ’αριθμ.222/2015 αποφάσεως του Εφετείου Πειραιώς.
Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου, την οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 18 Οκτωβρίου 2016.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 24 Οκτωβρίου 2016.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 556/2016 Κληρονομικό δικαίωμα, καθώς και το εξαίρετο του συζύγου που επιζεί, αποκλείονται αν ο κληρονομούμενος, έχοντας βάσιμο λόγο διαζυγίου
Προηγούμενο άρθροΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ 2279/2022 Προσβολή προσωπικότητας – Αποζημίωση