Αριθμός 713/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
A2′ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Θεόδωρο Κανελλόπουλο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αικατερίνη Κρυσταλλίδου, Μαρία Ανδρικοπούλου, Κυριάκο Μπαμπαλίδη και Γεώργιο Αυγέρη – Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 13 Δεκεμβρίου 2021, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Δ. Τ. Κ. του Δ., κατοίκου …. Εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Σπυριδούλα Αγγελάκη. Του αναιρεσιβλήτου: Ν. Ι. του Γ…. Παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ευάγγελο Κρικίδη.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με τις τρεις από 2-3-2015, 17-10-2016 και 12-7-2017 αγωγές του ήδη αναιρεσιβλήτου και της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών και συνεκδικάσθηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 10137/2019 του ίδιου Δικαστηρίου και 3735/2020 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 22-7-2020 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η πληρεξούσια της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.14 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι, ο απ` αυτήν προβλεπόμενος λόγος αναίρεσης ιδρύεται αν το δικαστήριο, πάρα το νόμο, κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο. Ο λόγος αυτός αναίρεσης αναφέρεται σε ακυρότητες δικαιώματα και απαράδεκτα από το δικονομικό μόνο δίκαιο (Ολ.ΑΠ 2/2001, ΑΠ 2001/2009) ενώ οι ακυρότητες από το ουσιαστικό δίκαιο ελέγχονται μέσω του λόγου 559 αρ.1 .Κ.Πολ.Δ. (ΑΠ 1518/2008, ΑΠ 558/2008). Μέσω του παραπάνω από το αρθρ. 559 αρ.14 ΚΠολΔ, λόγου ελέγχονται, πλην άλλων, το παραδεκτό άσκησης ενδίκων μέσων (ΑΠ 371/2008), των προσθέτων λόγων έφεσης καθώς και το παραδεκτό των ανακοπών (αρθρ. 583 επ. 632, 933, 979 ΚΠολΔ) και των (κυρίων και προσθέτων) λόγων αυτών. (ΑΠ 1419/2019, ΑΠ 1090/2018, ΑΠ 208/2018). Εξάλλου, κατά το άρθρο 1439 παρ.1 ΑΚ, καθένας από τους συζύγους μπορεί να ζητήσει διαζύγιο, όταν οι μεταξύ τους σχέσεις έχουν κλονισθεί τόσο ισχυρά από λόγο που αφορά στο πρόσωπο του εναγόμενου ή και των δύο συζύγων, ώστε βάσιμα η εξακολούθηση της έγγαμης σχέσης τους να είναι αφόρητη για τον ενάγοντα. Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται ως λόγος διαζυγίου ο αντικειμενικός κλονισμός της έγγαμης σχέσης, χωρίς να απαιτείται το στοιχείο της υπαιτιότητας για να δύναται να ζητηθεί το διαζύγιο. Κατά το άρθρο 1439 παρ.3 ΑΚ, εφόσον οι σύζυγοι βρίσκονται σε διάσταση συνεχώς από δύο τουλάχιστον χρόνια, ο κλονισμός τεκμαίρεται αμάχητα και το διαζύγιο μπορεί να ζητηθεί, έστω και αν ο λόγος του κλονισμού αφορά το πρόσωπο του ενάγοντα. Το ότι για τη λύση του γάμου είναι πλέον αδιάφορο, αν ο κλονισμός οφείλεται σε υπαίτιο ή ανυπαίτιο κλονιστικό γεγονός, σημαίνει ότι στη δίκη του διαζυγίου δεν δικαιολογείται σε καμιά πλευρά έννομο συμφέρον για την έρευνα της υπαιτιότητας, το δε δεδικασμένο της διαπλαστικής απόφασης του διαζυγίου δεν εκτείνεται σε ζητήματα υπαιτιότητας σε καμιά περίπτωση, ούτε και στη δίκη διατροφής μετά το διαζύγιο, όπως προβλέπει το άρθρο 1442 ΑΚ, ενόψει της διάταξης του άρθρου 1444 παρ.1 ΑΚ. Αντικείμενο δε της δίκης διαζυγίου είναι όχι η δικαστική διάγνωση του λόγου διαζυγίου που δικαιολογεί την απαγγελία του διαζυγίου, αλλά το διαπλαστικό αποτέλεσμα της λύσης του γάμου. Κατ` ακολουθίαν τούτων, αν ασκηθούν δύο αντίθετες αγωγές διαζυγίου για ισχυρό κλονισμό, από λόγο που αφορά στο πρόσωπο του άλλου συζύγου η μία και λόγω διετούς διάστασης των συζύγων η άλλη και το δικαστήριο της ουσίας δέχτηκε και τις δύο, τότε, ενόψει του, κατά τα προεκτεθέντα, αντικειμένου της δίκης περί διαζυγίου και του δεδικασμένου που παράγεται από την απόφαση αυτή, καθένας από τους συζύγους θεωρείται, ότι νίκησε, διότι με την παραδοχή και των δύο αγωγών επήλθε η έννομη συνέπεια που αμφότεροι οι διάδικοι επεδίωκαν με το αίτημα των αγωγών τους. Οι αιτιολογίες της απόφασης για τον κλονισμό της έγγαμης σχέσης δεν ασκούν καμία δυσμενή επιρροή στις έννομες σχέσεις τους, αφού από τις αιτιολογίες αυτές, που δεν έχουν στοιχεία διατακτικού, δεν παράγεται δεδικασμένο.
Συνεπώς ουδείς από τους διαδίκους συζύγους έχει στην περίπτωση αυτή, αν και νίκησε, έννομο συμφέρον να ασκήσει κατ` άρθρο 516 παρ.2 ΚΠολΔ, έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης. Κατά μείζονα λόγο, δεν υφίσταται έννομο συμφέρον για την άσκηση της έφεσης από τον ένα μόνο διάδικο, κατά της πρωτόδικης απόφασης και δη κατά το μέρος που δέχτηκε την αγωγή του αντιδίκου συζύγου του, διότι με την παραδοχή της δικής του αγωγής επήλθε, λόγω του αμετακλήτου της απόφασης ως προς την αγωγή αυτή, το διαπλαστικό αποτέλεσμα της λύσης του γάμου και δεν υπάρχει πλέον το αντικείμενο της δίκης. Το έννομο συμφέρον, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 68, 73 και 516 ΚΠολΔ, αποτελεί την προϋπόθεση του παραδεκτού της άσκησης έφεσης, η έλλειψη του οποίου ερευνάται αυτεπαγγέλτως και πρέπει να προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, πρέπει δηλαδή να κρίνεται πρωταρχικά, αν ο διάδικος που ασκεί την έφεση έχει ηττηθεί εν όλω ή εν μέρει ή έχει νικήσει με την προσβαλλόμενη απόφαση, και αν στην τελευταία περίπτωση βλάπτεται από τις αιτιολογίες της απόφασης από τις οποίες δημιουργείται δεδικασμένο σε βάρος του για άλλη δίκη, υπό τις προϋποθέσεις των άρθρων 322, 324 και 325 ΚΠολΔ. (ΑΠ 1262/2020, ΑΠ 730/2019, ΑΠ 1205/2019).
Στην προκειμένη περίπτωση από την παραδεκτή επισκόπηση, κατ` άρθρο 561 παρ.2 ΚΠολΔ, των διαδικαστικών εγγράφων της δίκης προκύπτει ότι ασκήθηκαν 1) από τον αναιρεσίβλητο η από 2.3.2015 αγωγή λύσης γάμου λόγω ισχυρού κλονισμού που αφορά το πρόσωπο της αναιρεσείουσας, 2) από την αναιρεσείουσα η από 17.10.2016 αγωγή λύσης γάμου λόγω ισχυρισμού κλονισμού που αφορά το πρόσωπο του αναιρεσίβλητου και 3) από τον αναιρεσίβλητο η από 12.7.2017 αγωγή λύσης γάμου λόγω διετούς διάστασης. Επί των αγωγών αυτών, που συνεκδικάστηκαν, εκδόθηκε η 10137/2019 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία απέρριψε την από 2.3.2015 αγωγή του αναιρεσίβλητου, δέχτηκε τις από 17.10.2016 και από 12.7.2017 αγωγές και απήγγειλε τη λύση του τελεσθέντος στις 3.9.2010 γάμου των διαδίκων. Κατά της απόφασης αυτής η αναιρεσείουσα άσκησε την από 7.11.2019 έφεσή της με την οποία παραπονέθηκε, μεταξύ άλλων, ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις και δέχτηκε και την αγωγή του αναιρεσίβλητου, ενώ έπρεπε να την απορρίψει. Το εφετείο με την 3735/2020-προσβαλλόμενη απόφασή του δέχθηκε, κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό λόγο μέρος, τα ακόλουθα: ” Η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη ελλείψει εννόμου συμφέροντος,….καθόσον η έννομη συνέπεια, δηλαδή η λύση του γάμου, που επεδίωξαν αμφότεροι οι διάδικοι και στην οποία εξαντλείται η δίκη διαζυγίου, έχει ήδη επέλθει με την με αριθ.10137/2019 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, επί της από 17.10.2016 αγωγής της περί διαζυγίου, που άσκησε η ίδια για ισχυρό κλονισμό, η οποία έχει ως αντικείμενο και αίτημα τη λύση του γάμου. Το γεγονός δε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει αιτιολογίες, δέχεται δηλαδή ότι, πέραν του ισχυρισμού κλονισμού που επήλθε στην έγγαμη συμβίωση των διαδίκων, εξαιτίας γεγονότων, που αφορούν αποκλειστικά το πρόσωπο του εφεσίβλητου, ο κλονισμός της έγγαμης συμβίωσης τους επήλθε (κατά τεκμήριο αμάχητο) και λόγω της υπερδιετούς τους σωματικής και ψυχικής απομάκρυνσης, τούτο δεν έχει καμία δυσμενή επίδραση στις έννομες σχέσεις τους, αφού από τις αιτιολογίες αυτές, που δεν έχουν στοιχεία διατακτικού, δεν παράγεται δεδικασμένο για ζητήματα υπαιτιότητας σε άλλη δίκη. Πράγματι το ότι ο ισχυρός κλονισμός, όπως δέχθηκε η εκκαλούμενη, επήλθε εξαιτίας γεγονότων που συνδέονται με το πρόσωπο του εφεσίβλητου και εξαιτίας της υπερδιετούς τους διάστασης, δεν έχει άλλη έννομη συνέπεια γι’ αυτήν, πέραν από την επιδιωκόμενη και από την ίδια λύση του γάμου….Στη δίκη διαζυγίου θέμα υπαιτιότητας, που μπορεί να έχει περαιτέρω έννομες συνέπειες (για τον ενδεχόμενο αποκλεισμό του δικαιώματος διατροφής ή για ζητήματα αποζημίωσης λόγω ηθικής βλάβης) δεν τίθεται πλέον….”. Με βάση τις παραδοχές αυτές, απέρριψε την άνω έφεση της αναιρεσείουσας ως απαράδεκτη. Έτσι που έκρινε το Εφετείο, δεχόμενο ότι, ενόψει του ότι το αποκλειστικό αντικείμενο της δίκης δεν είναι η δικαστική διάγνωση του λόγου διαζυγίου, αλλά το διαπλαστικό δικαίωμα της λύσης του γάμου, στο οποίο κατέληξε η πρωτόδικη απόφαση, δεχόμενη και την αγωγή της αναιρεσείουσας και ότι οι αιτιολογίες της απόφασης για τον κλονισμό της έγγαμης σχέσης και λόγω της πέραν της διετίας διάστασης, δεν ασκούν καμία δυσμενή επιρροή στις έννομες σχέσεις τους, αφού από τις αιτιολογίες αυτές, που δεν έχουν στοιχεία διατακτικού, δεν παράγεται δεδικασμένο για ζητήματα υπαιτιότητας σε άλλη δίκη μεταξύ τους, δεν υπέπεσε στην από τον αρ.14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια περί κήρυξης, παρά το νόμο, απαραδέκτου.
Συνεπώς, ο περί του αντιθέτου λόγος της αίτησης αναίρεσης είναι αβάσιμος. Ο επιπρόσθετος, περιλαμβανόμενος στον πιο πάνω λόγο της αίτησης της αναιρεσείουσας, ισχυρισμός της ότι η ίδια έχει ηθικό δικαίωμα να διαγνωστεί από οποιονδήποτε και ιδίως από το ανήλικο τέκνο της, ότι για τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης ευθύνεται αποκλειστικά ο αναιρεσίβλητος και η ίδια δεν έχει καμία ευθύνη και η άρνηση της διάγνωσης του πραγματικού λόγου της έγγαμης διάστασης, συνιστά παραβίαση του, εκ του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ, δικαιώματος σεβασμού της οικογενειακής ζωής, στερείται οποιουδήποτε νόμιμου ερείσματος, καθόσον η επικαλούμενη παραβίαση δεν στοιχειοθετεί παραβίαση του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ, με το οποίο προστατεύεται το δικαίωμα των μελών της οικογενείας να συμβιώνουν και να απολαμβάνουν ο ένας τη συντροφιά του άλλου, ούτως ώστε να αναπτύσσονται κατά τρόπον αρμονικό οι οικογενειακές σχέσεις.(ΟλΣτΕ 49/2021). Σε κάθε περίπτωση, από την παραδεκτή επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της δίκης, προκύπτει ότι η αναιρεσείουσα είχε τη δυνατότητα, την οποία και εκμεταλλεύθηκε πλήρως, να ασκήσει αγωγή διαζυγίου για λύση της έγγαμης συμβίωσης λόγω σοβαρού κλονισμού που αφορά αποκλειστικά το πρόσωπο του αναιρεσίβλητου, η οποία μάλιστα έγινε και κατ’ ουσία δεκτή με την 10137/2019 απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ανεξαρτήτως αν δεν οδήγησε στην επιθυμητή για αυτήν κρίση, στην ευδοκίμηση, δηλαδή, μόνο της δικής της αγωγής, αφού, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη, το αποκλειστικό αντικείμενο της δίκης δεν είναι η δικαστική διάγνωση του λόγου διαζυγίου, αλλά το διαπλαστικό δικαίωμα της λύσης του γάμου, στο οποίο κατέληξε η πρωτόδικη απόφαση. (ΑΠ 426/2021, Α:Π 562/2020) Επομένως, πρέπει η αίτηση να απορριφθεί και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου, λόγω της ήττας της, κατά το βάσιμο περί τούτου αίτημα του τελευταίου (άρθρα 176, 183 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 22.7.2020 αίτηση της Δ. Τ. Κ. για αναίρεση της 3735/2020 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου που ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 12 Απριλίου 2022.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 28 Απριλίου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ