Αριθμός 803/2021
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Δ’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ειρήνη Καλού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωστούλα Φλουρή – Χαλεβίδου, Μαρία Τζανακάκη, Αικατερίνη Βλάχου και Άννα Αγγελάτου – Βασιλείου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 4 Δεκεμβρίου 2020, με την παρουσία και του Γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας – καθ’ ης η κλήση: Ε. συζ. Α. Π., το γένος Κ. Α., κατοίκου …, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Μιχαήλ Ιωαννίδη.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Π. Μ. του Δ., 2) Ε. Τ. του Π., συζ. Π. Μ., 3) Σ. Α. του Θ. και 4) Π. Α. του Α., συζ. Σ. Α., κατοίκων …, εκ των οποίων οι 1ος, 2η και 4η εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ανδρέα Τσαντήλα με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, ενώ ο 3ος δεν παραστάθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο. Των αναιρεσιβλήτων – καλούντων: 1) Π. Μ. του Δ., 2) Ε. Τ. του Π., συζ. Π. Μ. και 3) Π. Α. του Α., συζ. Σ. Α., κατοίκων …, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ανδρέα Τσαντήλα με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 23-12-2013 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Χαλκιδικής. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 3/2015 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 907/2017 μη οριστική και 1591/2018 οριστική του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση των δύο τελευταίων αποφάσεων ζήτησε η αναιρεσείουσα με την από 23-7-2018 αίτησή της, η συζήτηση της οποίας ορίσθηκε για τη δικάσιμο της 24-5-2019, κατά την οποία ματαιώθηκε λόγω των Ευρωεκλογών. Η υπόθεση επανέρχεται για συζήτηση με την από 18-10-2019 κλήση των αναιρεσιβλήτων – καλούντων.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, με Εισηγήτρια την Αρεοπαγίτη Άννα Αγγελάτου – Βασιλείου, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκαν μόνο η αναιρεσείουσα και οι 1ος, 2η και 4η των αναιρεσιβλήτων όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την από 18-10-2019 κλήση των εναγόντων, εκκαλούντων – εφεσιβλήτων και ήδη 1ου, 2ης και 4ης των αναιρεσιβλήτων, αντίστοιχα, Π. Μ., Ε. Τ. και Π. Α. φέρεται προς συζήτηση η από 23-7-2018 αίτηση αναίρεσης της αναιρεσείουσας Ε. Π. κατά των παραπάνω και του Σ. Α. 3ου ενάγοντος, εκκαλούντος – εφεσιβλήτου και ήδη 3ου αναιρεσιβλήτου, ο οποίος δεν είναι καλών στην ως άνω κλήση και επισπεύδων της συζήτηση, καθώς και κατά της υπ’ αρ.1591/2018 οριστικής και υπ’αρ.907/17 μη οριστικής απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 647 επ.Κ.Πολ.Δ. (μισθωτικές διαφορές και διαφορές μεταξύ ιδιοκτητών και διαχειριστών ιδιοκτησίας κατ’ ορόφους) ως ίσχυαν πριν τον ν.4335/2015),η οποία έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα (άρθρ. 553, 556, 558, 564 παρ. 3, 566 παρ. 1 ΚΠολΔ) και είναι παραδεκτή (άρθρ. 577 παρ. 1 ΚΠολΔ) σημειουμένου στο σημείο αυτό ότι σε περίπτωση ασκήσεως αγωγής από περισσοτέρους δικαιούχους κατ’άλλων δικαιούχων οριζοντίων ιδιοκτησιών πολυώροφης οικοδομής με αίτημα την αποκατάσταση του αυθαιρέτως μεταβληθέντος προορισμού κοινόχρηστου χώρου της οικοδομής, δεν υπάρχει αναγκαστική ομοδικία μεταξύ των διαδίκων (εναγόντων ή και εναγομένων), καθόσον δεν συντρέχει κάποια από τις διαλαμβανόμενες στο άρθρο 76 παρ.1 ΚΠολΔ) τέσσερις περιπτώσεις αναγκαστικής ομοδικίας (ΑΠ 1584/2006) και επομένως παραδεκτώς επισπεύδεται η δίκη με την από 18-10-2019 κλήση των ως άνω καλούντων, χωρίς να απαιτείται επίσπευση αυτής και από τον ασκήσαντα υπό κοινού με τους καλούντες την ένδικη αγωγή τρίτο αναιρεσίβλητο Σ. Α. ή κλήτευση του τελευταίου κατ’αυτήν (δίκη). Επομένως, πρέπει να ερευνηθεί ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των κατ’ ιδίαν λόγων αυτής (άρθρ. 577 παρ. 3 ΚΠολΔ). Από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης και των λοιπών διαδικαστικών εγγράφων της δίκης (άρθρο 561 αρ. 2 ΚΠολΔ) αναφορικά με το διαδικαστικό ιστορικό της υπόθεσης προκύπτουν τα ακόλουθα: Οι καλούντες ως και ο Σ. Α. άσκησαν κατά της καθ’ ης η κλήση αναιρεσείουσας ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χαλκιδικής την από 23-12-2013 και με αρ. έκθεσης κατάθεσης 2385/361/2013 αγωγή τους με την οποία ισχυρίστηκαν ότι είναι συγκύριοι των περιγραφομένων σε αυτή οριζοντίων ιδιοκτησιών που βρίσκονται σε συγκρότημα παραθεριστικών κατοικιών στην θέση … στη … Δήμου …, το οποίο υπήχθη δυνάμει του μνημονευομένου συμβολαίου που μεταγράφηκε νόμιμα σε καθεστώς οριζόντιας ιδιοκτησίας. Ότι η εναγόμενη, ήδη αναιρεσείουσα, είναι και αυτή κυρία μίας άλλης εντός του αυτού συγκροτήματος ευρισκομένης οριζόντιας ιδιοκτησίας. Ότι η τελευταία από τις αρχές του έτους 2010 επέκτεινε αυθαίρετα την οικία της καταλαμβάνοντας τμήμα του ακάλυπτου οικοπέδου του συγκροτήματος εμβαδού 100 τ.μ. με την κατασκευή στην νότια πλευρά της οικίας της και σε επαφή με αυτή διώροφου κτίσματος εμβαδού 100 τ.μ. του κάθε ορόφου το οποίο διαμόρφωσε σε τέσσερα δωμάτια με λειτουργική ανεξαρτησία το κάθε ένα, ενώ συγχρόνως επέκτεινε την παλαιά υφιστάμενη οικία της όπως ειδικότερα εκτίθεται στην αγωγή καταλαμβάνοντας αντίστοιχο ακάλυπτο χώρο του οικοπέδου, κατασκεύασε νέα είσοδο στην ανατολική και νότια αυλή και απέκοψε την δυνατότητα επικοινωνίας του δυτικού με τον ανατολικό ακάλυπτο χώρο. Ότι οι παραπάνω αυθαίρετες κατασκευές μεταβάλλουν παράνομα τον σύνηθη προορισμό του συγκροτήματος και του κοινόχρηστου και κοινόκτητου ακάλυπτου χώρου. Ότι η εναγόμενη εκμισθώνει τους θερινούς μήνες τα διαμερίσματα της σε τουρίστες μεταβάλλοντας παράνομα τον προορισμό της ιδιοκτησίας της από αυτόν της οικίας σε αυτόν της επιχείρησης ενοικιαζομένων δωματίων χωρίς να διαθέτει την απαιτούμενη άδεια, ενώ οι κατασκευές αυτές τους αποκλείουν το δικαίωμα σύγχρησης των κοινοχρήστων χώρων και αποκόπτουν τον αερισμό και την θέα των κατοικιών τους. Ότι οι πελάτες της εναγομένης προκαλούν θορύβους ρύπους κ.τ.λ που επιβαρύνουν την χρήση των οικιών τους με αποτέλεσμα αυτές που ανεγέρθησαν ως αμιγείς κατοικίες να υφίστανται εξ αιτίας της επαγγελματικής χρήσης της οικίας της εναγομένης μείωση της αξίας τους. Ότι συνεπεία της συμπεριφοράς της εναγομένης υπέστησαν ηθική βλάβη διότι προσβλήθηκε η προσωπικότητα τους ως προς την έκφανση της για την ακώλυτη χρήση της ιδιοκτησίας τους. Με βάση το ιστορικό αυτό ζήτησαν να αναγνωριστεί το δικαίωμα τους σύγχρησης των κοινοχρήστων και κοινοκτήτων μερών και εγκαταστάσεων του συγκροτήματος κατοικιών και να υποχρεωθεί η εναγόμενη για τις αιτίες που αναφέρονται στο ιστορικό της παρούσας να κατεδαφίσει το παράνομο κτίσμα που ανήγειρε, άλλως και επικουρικά α) να διατάξει την εναγόμενη να παύσει την απαγόρευση σύγχρησης των ακαλύπτων χώρων του οικοπέδου του οικοδομικού συγκροτήματος γύρω από τις κατοικίες της και β) να διαταχθεί ή αφαίρεση κάθε φυσικού εμποδίου προς τον σκοπό αυτόν γ) να παύσει την προσβολή της προσωπικότητας τους όπως παραπάνω αναφέρεται ότι αυτή πραγματώνεται με την απαγόρευση εκμίσθωσης των εν λόγω ακινήτων της σε παραθεριστές με μικρά ολιγοήμερα διαστήματα μίσθωσης κατά την διάρκεια του θέρους ήτοι από την αρχή Μάιου μέχρι τέλους Σεπτεμβρίου κάθε έτους. Να απειληθεί κατά της εναγομένης χρηματική ποινή σε περίπτωση που θα συνεχίσει να λειτουργεί επιχείρηση ενοικιαζομένων δωματίων στο επίδικο κτίσμα και εκμισθώνει αυτά σε παραθεριστές κατά την διάρκεια του καλοκαιριού ύψους 5.000 ευρώ για κάθε μία χωριστή μίσθωση αυτόνομου studio και διαμερίσματος και προσωπική κράτηση μέχρι 12 μηνών για κάθε παράβαση της απόφασης που θα εκδοθεί και θα αφορά κάθε μία ξεχωριστή μίσθωση καθενός εκ των ενοικιαζομένων δωματίων και των διαμερισμάτων στα οποία διαμόρφωσε την από πριν νόμιμα υφιστάμενη κατοικία της. Περαιτέρω ζήτησαν να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στον κάθε ένα από αυτούς τα ποσά που αναφέρονται στην αγωγή ως χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστησαν και ως αποζημίωση για την επελθούσα για τους παραπάνω λόγους μείωση της αξίας της κατοικίας τους. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η με αρ. 3/2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χαλκιδικής με την οποία αυτή έγινε μερικά δεκτή ως βάσιμη στην ουσία της. Κατά της απόφασης αυτής ασκήθηκε από τους ενάγοντες η από 6-2-2015 και με αρ. έκθεσης κατάθεσης 16/2015 έφεση και από την εναγόμενη η από 10-2-2015 και με αρ. έκθεσης κατάθεσης 22/2015 έφεση ενώπιον του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Επί των εφέσεων αυτών που συνεκδικάστηκαν εκδόθηκε από το παραπάνω δικαστήριο η με αρ. 907/2017 απόφαση του, με την οποία διατάχτηκε η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης και στην συνέχεια και μετά την διεξαγωγή των όσων τάχτηκαν με την παραπάνω απόφαση εκδόθηκε η με αρ. 1591/2018 απόφαση του ίδιου δικαστηρίου με την οποία αφού δέχτηκε ουσιαστικά τις εφέσεις, εξαφάνισε την προσβαλλόμενη απόφαση και αφού κράτησε και δίκασε την υπόθεση δέχτηκε μερικά την αγωγή ως βάσιμη στη ουσία της. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ.1 εδάφ. α’ του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται “αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών…”. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται με βάση τα πραγματικά περιστατικά που ανέλεγκτα το δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν και την υπαγωγή τους στο νόμο και ιδρύεται αυτός ο λόγος αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση. Για να είναι ορισμένος ο λόγος αυτός, πρέπει να καθορίζονται, μεταξύ άλλων, η συγκεκριμένη διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που φέρεται ότι παραβιάστηκε, το αποδιδόμενο στο δικαστήριο νομικό σφάλμα ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του ουσιαστικού νόμου και, εφόσον το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν την υπόθεση, η ελάσσων πρόταση του νομικού του συλλογισμού, δηλαδή, τα πραγματικά γεγονότα που αυτό δέχθηκε, υπό τα οποία και συντελέστηκε η προβαλλόμενη παραβίαση των κανόνων του ουσιαστικού δικαίου (ΑΠ Ολομ., 20/2005, 28/1998, 32/1996, καθώς και ΑΠ Ολομ. Διοικ. 14/2010, όπου και παραπομπές στις αποφάσεις του ΕΔΔΑ).
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ.19 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ.3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο παρών λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία). Δεν έχει, όμως, εφαρμογή η διάταξη αυτή, όταν οι ελλείψεις ανάγονται στην εκτίμηση των αποδείξεων, και ιδίως στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος που εξάγεται απ’ αυτές, γιατί στην κρίση του αυτή το δικαστήριο προβαίνει ανέλεγκτα κατά το άρθρο 561 παρ.1 του ΚΠολΔ, εκτός αν δεν είναι σαφές και πλήρες το πόρισμα και για το λόγο αυτόν γίνεται αδύνατος ο αναιρετικός έλεγχος. Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή γιατί δεν αποδείχθηκε. Τα επιχειρήματα του δικαστηρίου που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές, με βάση τις οποίες διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και, συνεπώς, δεν αποτελούν “αιτιολογία” της απόφασης, ώστε, στο πλαίσιο της υπόψη διάταξης του άρθρου 559 αριθμ.19 του ΚΠολΔ, αυτή να επιδέχεται μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια, ενώ δεν δημιουργείται ο ίδιος λόγος αναίρεσης ούτε εξαιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα επιχειρήματα των διαδίκων που δεν συνιστούν αυτοτελείς ισχυρισμούς, οπότε ο σχετικός λόγος αναίρεσης είναι απαράδεκτος.
Με τον πρώτο λόγο της αίτησης αναίρεσης η αναιρεσείουσα προσάπτει στην πληττόμενη απόφαση αιτιάσεις, από τον αριθμό 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, που συνίστανται στο ότι το Εφετείο παραβίασε ευθέως αλλά και εκ πλαγίου διαλαμβάνοντας στην απόφαση του ανεπαρκείς και ασαφείς αιτιολογίες που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο τις ουσιαστικές διατάξεις του ν.3741/1929 και των άρθρων 1002 και 1117 ΑΚ και έτσι στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, αναφορικά με το ουσιώδες ζήτημα του δικαιώματος σύγχρησης των κοινοχρήστων και κοινοκτήτων χώρων από τους συγκυρίους του ακινήτου. Ειδικότερα ισχυρίζεται, ότι καίτοι το Εφετείο δέχτηκε, ότι ο χώρος του ακαλύπτου οικοπέδου – αυλής διαχωρίστηκε ευθύς εξ αρχής σε κάθε ιδιοκτησία των εναγόντων και της εναγομένης και περιγράφηκε με σαφή όρια, ώστε κάθε μία ιδιοκτησία να έχει το δικό της αποκλειστικό αύλειο χώρο, διαχωριζόμενο με μαντρότοιχο περιμετρικά και με ξεχωριστή είσοδο από το δρόμο για κάθε μία ιδιοκτησία, γεγονός που αποδέχτηκαν και συνήνεσαν όλοι οι συνιδιοκτήτες μεταξύ των οποίων και οι ενάγοντες και το οποίο αποτελεί σιωπηρή συμφωνία αποκλειστικής χρήσης του χώρου αυτού (ακάλυπτου χώρου της συνιδιοκτησίας της εναγομένης) και η συμφωνία αυτή έστω και αν δεν καταρτίστηκε συμβολαιογραφικά και δεν μεταγράφτηκε, δεσμεύει τους ενάγοντες τους οποίους στερεί από το δικαίωμα να προβάλουν δικαίωμα σύγχρησης του εν λόγω χώρου, δηλαδή δικαίωμα ίσης και όμοιας χρήσης του κοινόκτητου ακάλυπτου χώρου που χρησιμοποιεί η εναγόμενη, εσφαλμένως δέχτηκε στην συνέχεια ότι οι αναιρεσίβλητοι υφίστανται βλάβη στα απορρέοντα από την συγκυριότητα τους δικαιώματα στην σύγχρηση του κοινόκτητου χώρου, ακάλυπτου οικοπέδου – αυλής της εναγομένης, από την επέμβαση της στον χώρο αυτό με την ανέγερση της άνω κατασκευής (Α2 κτίσματος) καθόσον οι αναιρεσίβλητοι με την πιο πάνω συμφωνία τους στερούνται του δικαιώματος σύγχρησης του ακάλυπτου χώρου – αυλής της εναγομένης, η δε αυθαίρετη κατασκευή έχει νομιμοποιηθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.4178/2013 και δεν βλάπτει τα δικαιώματα των εναγόντων για σύγχρηση στο χώρο αυτό (ακάλυπτο οικόπεδο αύλειο χώρο της αναιρεσείουσας) λόγω κατάργησης τους με την παραπάνω συμφωνία.
Στην ερευνώμενη περίπτωση, το Μονομελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την προσβαλλόμενη παραπάνω 1 591/2018 απόφασή του δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη, ως προς τα πραγματικά γεγονότα, κρίση του (άρθρ. 561 παρ. 1 ΚΠολΔ), τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, σε σχέση με τον πρώτο λόγο της αναίρεσης: “Στην θέση “…” στη … του Δήμου … της … κείται αγρός εμβαδού 1713,20 τ.μ., αρχικού εμβαδού 1776 τ.μ. εκ των οποίων απαλλοτριώθηκαν 62,8 τ.μ, ο οποίος δεν προέρχεται από αγροτική αποκατάσταση και συνορεύει βόρεια με την απαλλοτριωθείσα έκταση σε μέτρα γραμμικά, είκοσι τέσσερα (24) και πέραν αυτής με την επαρχιακή οδό …, ανατολικά με δασική έκταση σε μέτρα γραμμικά εβδομήντα ένα και τριάντα εκατοστά (71,30), νότια με δασική έκταση σε μέτρα γραμμικά είκοσι τέσσερα (24) και δυτικά εν μέρει με αγρό ιδιοκτησίας κληρονόμων Ι. Κ. σε μέτρα γραμμικά είκοσι και δώδεκα εκατοστά (20,12) και εν μέρει με αγρό ιδιοκτησίας Ν. Δ. σε μέτρα γραμμικά πενήντα ένα και τριάντα πέντε εκατοστά (51,35) . Το αγροτεμάχιο αυτό ήταν άρτιο και οικοδομήσιμο, ευρισκόμενο εντός ζώνης του οικισμού …, μη υπαγόμενο στις διατάξεις του Ν. 1337/1983 και χωρίς να οφείλει εισφορά σε γη και χρήμα, απέχει δε 350 μέτρα από τη θάλασσα και βρίσκεται εκτός Γ.Π.Σ. Στο παραπάνω ακίνητο προβλέφθηκε με την υπ’ αριθ. …/19-3-2004 οικοδομική άδεια του πολεοδομικού γραφείου της Νομαρχιακής αυτοδιοίκησης … να ανεγερθεί ένα ενιαίο Οικοδομικό Συγκρότημα, το οποίο θα απαρτίζεται από έξι (6) συνεχόμενες κατοικίες, εκ των οποίων οι μεν τρεις θα είναι διώροφες κατοικίες με ισόγειο γκαράζ και θα βρίσκονται προς το βόρειο μέρος του όλου αγρού και θα αποτελούνται από ισόγεια γκαράζ, από πρώτο (Α) τυπικό όροφο άνωθεν του ισογείου και από δεύτερο (Β) τυπικό όροφο άνωθεν του πρώτου ορόφου, οι δε άλλες τρεις θα είναι μονώροφες κατοικίες με ισόγειο γκαράζ και θα βρίσκονται προς το νότιο μέρος του όλου αγρού και θα αποτελούνται από ισόγειο γκαράζ και πρώτο (Α) τυπικό όροφο, άνωθεν του ισογείου, με τη ‘διευκρίνιση ότι στο ενιαίο αυτό συγκρότημα το οικοδομικό, τα επί μέρους κτίσματα – κατοικίες δεν θα είναι ανεξάρτητες, αλλά θα συνδέονται μεταξύ τους με πέργκολες, ώστε να αποτελούν οριζόντιες ιδιοκτησίες, δεδομένου ότι ως ακίνητα εκτός σχεδίου δεν θα μπορούσαν να ανεγερθούν αυτοτελώς υπαχθησόμενα στις διατάξεις για την κάθετη ιδιοκτησία. Με το υπ’ αριθ. …/8-4-2004 συμβόλαιο διανομής προ πάσης ανεγερέσεως μετά συστάσεως οριζοντίου ιδιοκτησίας του άλλοτε Συμβολαιογράφου … Ι. Α. Τ., που νόμιμα μεταγράφηκε στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου … στον τόμο … και αριθμό …, οι οικοπεδούχοι του αγρού αυτού συνέστησαν οριζόντια ιδιοκτησία και υπήγαγαν τις ιδιοκτησίες του ως άνω συγκροτήματος στις διατάξεις του Ν 3741/1929 και στα άρθρα 1002 και 1017 ΑΚ προβαίνοντας και σε διανομή των προ πάσης ανεγέρσεως. Το συγκρότημα των κατοικιών που εν τέλει ανεγέρθηκε δεν περιέλαβε εισέτι τις δύο τριώροφες (διώροφες μετά υπογείου) οριζόντιες ιδιοκτησίες προς το βόρειο τμήμα του ακινήτου, ενώ ανεγέρθηκαν από την εργολάβο οι υπόλοιπες οριζόντιες ιδιοκτησίες δηλαδή οι τρείς διώροφες προς το νότιο τμήμα του οικοπέδου και πέραν αυτών η μία τριώροφη. Σημειώνεται ότι για το παραπάνω οικοδομικό συγκρότημα δεν έχει συνταχθεί κανονισμός, ο οποίος να ρυθμίζει τις σχέσεις των διαδίκων ως συνιδιοκτητών του όλου ακινήτου και ως εκ τούτου έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του Ν. 3741/1929 και οι σχετικές διατάξεις των άρθρων 1002 και 1117 του ΑΚ. Όλες οι ως άνω κατοικίες του συγκροτήματος, οι οποίες παραλήφθηκαν από το Πολεοδομικό γραφείο Ν. … στις 13-7-2007 ως δήθεν περατωθείσες σύμφωνα με την μελέτη, στην πράξη ανεγέρθησαν από την εργολάβο ευθύς εξ αρχής ως αυτοτελείς και ανεξάρτητες μεταξύ τους και όχι συνδεόμενες μεταξύ τους με πέργκολες, ενώ επίσης ανοικοδομήθηκαν καθ’ υπέρβαση της οικοδομικής αδείας τους και φέροντας οικοδομικές παραβάσεις. Ειδικότερα, μετατράπηκε η χρήση των υπογείων χώρων γκαράζ σε χώρους κύριας χρήσης, εντάχθηκε στους χώρους κύριας χρήσης των “γκαράζ” το μπάζωμα που δημιουργήθηκε από την υψομετρική διαφορά, οικοδομήθηκε ο χώρος της εκάστης πέργκολας εντασσόμενος στην κάθε μία ιδιοκτησία, ο χώρος δε του ακάλυπτου οικοπέδου – αυλής διαχωρίστηκε σε κάθε μία ιδιοκτησία και περιγράφηκε με σαφή όρια, ώστε κάθε μία ιδιοκτησία να έχει τον δικό της αποκλειστικό αύλειο χώρο διαχωριζόμενο με μαντρότοιχο περιμετρικά και με ξεχωριστή είσοδο από το δρόμο. Με το με αριθμό …/24-07-2007 συμβόλαιο πώλησης του ίδιου ως άνω συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου … στον τόμο … και αριθμό …, οι 3ος και 4η των εναγόντων απέκτησαν την αποκλειστική κυριότητα κατά το ιδανικό μερίδιο του 1/2 της με αριθμό τρία (3) οριζόντιας ιδιοκτησίας (διώροφης κατοικίας με ισόγειο γκαράζ), εμβαδού, κατά τον τίτλο κτήσης, του γκαράζ 16,57 τ. μ., του 1ου ορόφου 17,74 τ. μ. και του 2ου ορόφου 14,52 τ, μ. Η κατοικία αυτή ήταν τότε ημιτελής ευρισκόμενη στο στάδιο των επιχρισμάτων και επομένως ανεγέρθηκε και παραλήφθηκε από τους ενάγοντες εν γνώσει και με αποδοχή των άνω οικοδομικών υπερβάσεων. Με το με αριθμό …/21-6-2010 συμβόλαιο πώλησης της Συμβολαιογράφου … Β. Μ., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου … στον τόμο … και αριθμό …, οι 1ος και 2η των εναγόντων απέκτησαν την αποκλειστική κυριότητα κατά το ιδανικό μερίδιο του 1/2 της με αριθμό πέντε (5) οριζόντιας ιδιοκτησίας (μονώροφης κατοικίας με ισόγειο γκαράζ), εμβαδού, κατά τον τίτλο κτήσης, του γκαράζ 16,57 τ. μ. και του 1ου ορόφου 17,74 τ.μ. Η ως άνω κατοικία αγοράσθηκε αποπερατωμένη από την πρώην ιδιοκτήτρια της Ε. Σ. του Μ., που την είχε αγοράσει από την εργολάβο και παραλήφθηκε από τους ως άνω ενάγοντες εν γνώσει και με αποδοχή των άνω οικοδομικών υπερβάσεων. Εντωμεταξύ, με το με αριθμό …/18-09-2009 συμβόλαιο πώλησης του ίδιου ως άνω Συμβολαιογράφου Ι. Τ., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου … στον τόμο … και αριθμό .., η εναγομένη απέκτησε την αποκλειστική κυριότητα της με αριθμό έξι (6) οριζόντιας ιδιοκτησίας (μονώροφης κατοικίας με ισόγειο γκαράζ), εμβαδού, κατά τον τίτλο κτήσης, του γκαράζ 16,57 τ. μ. και του 1ου ορόφου 17,74 τ. μ., η οποία βρίσκεται στην άκρη του νοτίου ορίου του κοινού οικοπέδου σε απόσταση 10 μέτρων από το νότιο όριο αυτού, ήτοι εντός του κοινού οικοπέδου και όχι εκτός αυτού, σε τμήμα άλλου οικοπέδου εμβαδού 240 τμ περίπου, που η εναγομένη ισχυρίζεται ότι αγόρασε με ιδιωτικά συμφωνητικά το έτος 2009 και το οποίο όμως αποτελεί δασική έκταση που εφάπτεται στο νότιο όριο του επιδίκου οικοπέδου και βρίσκεται εκτός αυτού, έστω και εάν η εναγομένη αυθαίρετα την ενέταξε στο δικό της τμήμα που χρησιμοποιεί (βλ. την έκθεση πραγματογνωμοσύνης). Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η εναγομένη ενεργώντας σταδιακά, με σχέδιο και προγραμματισμό, από το έτος 2010 έως την άνοιξη του έτους 2013 επέκτεινε την κατοικία της, πέραν της κάλυψης του κτιρίου που είχε αγοράσει, σε τμήμα του ακάλυπτου χώρου του οικοπέδου που περιέβαλε το κτίριο και ειδικότερα κατασκεύασε προς το νότιο τμήμα της σε επαφή με την κατοικία της νέο διώροφο κτίσμα, το οποίο διαμόρφωσε σε τέσσερα (4) δωμάτια studio με λειτουργική ανεξαρτησία το καθένα, εμβαδού, των υπό στοιχείο studio 1 και studio 2 ευρισκομένων στο ισόγειο διαμερισμάτων, 25 και 27 τμ αντίστοιχα και των υπό στοιχείο studio 3 και studio 4 ευρισκομένων στον όροφο διαμερισμάτων 19 και 32 τμ αντίστοιχα, εκ των οποίων η μεν είσοδος στα διαμερίσματα του ισογείου γίνεται από εισόδους που κατασκευάσθηκαν στο νότιο και ανατολικό μέρος του κτιρίου, στα δε διαμερίσματα του ορόφου από εξωτερική κλίμακα που κατασκευάσθηκε στο δυτικό μέρος του κτιρίου, η οποία οδηγεί σε κοινό διάδρομο στον όροφο των εν λόγω διαμερισμάτων. Το νέο αυτό κτίριο αποτυπώνεται με λεπτομέρεια ως κτίριο Α2 στο από το Μάρτιο του 2018 αρχιτεκτονικό σχέδιο, υπό κλίμακα 1: 50, του διπλωματούχου πολιτικού μηχανικού Μ. Γ. που συνοδεύει την προαναφερθείσα πραγματογνωμοσύνη. Το κτίριο αυτό, που περιλαμβάνει και την σκάλα ανόδου προς τον όροφο, εφάπτεται στο ‘αρχικό κτίριο με στοιχείο Α1, το οποίο είναι το κτίριο που αγόρασε η ενάγουσα ως οριζόντια ιδιοκτησία, συνορεύει δε βόρεια με το τελευταίο αυτό κτίριο, ανατολικά, νότια και δυτικά με ακάλυπτο χώρο του οικοπέδου και έχει διαστάσεις πλευρών βόρεια και νότια 11,15 μ στο ισόγειο και 10,75μ στον όροφο, δυτικά και ανατολικά 4,95 μ, τόσο στο ισόγειο όσο και στον όροφο. Στον όροφο περιλαμβάνει και εξώστη διαστάσεων 1,50 χ 3 μ. Η ανωτέρω κατασκευή – προσθήκη έγινε καθ’ υπέρβαση της οικοδομικής αδείας και χωρίς έκδοση αδείας για αυτήν. Το ίδιο διάστημα η εναγομένη επέκτεινε και το υπό στοιχείο Α1 κτίριο και δη στο ισόγειο και στον όροφο επέκτεινε τον εξώστη του κτιρίου αυτού προς τα ανατολικά και επίσης το ισόγειο και τον όροφο και προς τα δυτικά μεγαλώνοντας το κτίριο Α1 σε σχέση με το κτίριο που αγόρασε αρχικά. Μάλιστα στο βόρειο τμήμα του κτιρίου, στο όριο με τη γειτονική ιδιοκτησία, κατασκεύασε κλίμακα ανόδου προς τον όροφο, διαστάσεων 7 χ 1,40 μ και μία αποθήκη διαστάσεων 3 χ 1,30 μ, το δε διαμέρισμα του ορόφου διαμόρφωσε λειτουργικά ξεχωριστά από το διαμέρισμα του ισογείου ορόφου, εμβαδού του κάθε διαμερίσματος 98 και 75 τμ αντίστοιχα, αποτελούμενα από σαλοκουζίνα και δύο υπνοδωμάτια. Σημειώνεται ότι ακριβείς διαστάσεις της επέκτασης αυτής, πλην της κλίμακας και της αποθήκης, δεν προέκυψαν ούτε από τις καταθέσεις των μαρτύρων αλλά ούτε και από την έκθεση πραγματογνωμοσύνης. Και η ανωτέρω κατασκευή – προσθήκη έγινε καθ’ υπέρβαση της οικοδομικής αδείας και χωρίς έκδοση αδείας για αυτήν. Οι ως άνω κατασκευές πραγματοποιούνταν παρά τη θέληση των εναγόντων και χωρίς τη συναίνεση τους αφού ουδέποτε η εναγομένη απευθύνθηκε προς αυτούς για να λάβει τη συναίνεση και τη σύμφωνη γνώμη τους πριν από την εκτέλεση των εν λόγω εργασιών, γεγονός που καταδεικνύει αβασάνιστα ότι η τελευταία γνώριζε πολύ καλά την άρνησή τους στην πραγματοποίηση των εν λόγω προσθηκών – κατασκευών. Παρά ταύτα ενεργώντας με τον τρόπο αυτό ήθελε να δημιουργήσει τετελεσμένα εκμεταλλευόμενη την ανοχή τους στα πλαίσια της καλής γειτονίας και μη καταδεικνύοντας ευθύς εξ αρχής το μακροπρόθεσμο σχέδιο και την πρόθεσή της να δημιουργήσει συγκρότημα ενοικιαζόμενων διαμερισμάτων για εμπορική εκμετάλλευσή τους και να μεταβάλει άρδην, πέραν από τον προορισμό του ακάλυπτου χώρου που οικοδόμησε σε στεγασμένο και τον προορισμό του συγκροτήματος, πράγμα που καταδείχθηκε αναμφίβολα τον Ιούλιο του έτους 2013, όταν πλέον άρχισε να εκμισθώνει τα ισόγεια διαμερίσματα του κτιρίου 2 και το ένα διαμέρισμα του ορόφου του κτιρίου Α1, ενώ την ίδια εποχή άρχισε και την κατασκευή των διαμερισμάτων του ορόφου του κτιρίου Α2, τα οποία και αποπεράτωσε κατά τη διάρκεια του θέρους του ιδίου έτους. Και ενώ οι διάδικοι αρχικά είχαν πολύ καλές σχέσεις, με αφορμή την έναρξη αυτής της συμπεριφοράς της εναγομένης έπαψαν πλέον να ομιλούν μεταξύ τους, όταν δε το θέρος του 2013 η εναγομένη πρωτοξεκίνησε την εκμίσθωση των διαμερισμάτων του ισογείου, οι ενάγοντες άσκησαν το ίδιο έτος την ένδικη αγωγή, ενώ όταν τον Αύγουστο του έτους 2014 η εναγομένη εκμίσθωνε το σύνολο των διαμερισμάτων της σε αλλοδαπούς τουρίστες (κυρίως Σέρβους), πλην του ενός στο οποίο διέμενε, το οποίο και αυτό κατά διαστήματα εκμίσθωνε, οι σχέσεις τους έφθασαν σε τέτοιο σημείο έντασης, ώστε να λάβουν και ποινική πλέον διάσταση με καταγγελίες στην Αστυνομία και υποβολή μηνύσεων σε βάρος της εναγομένης. Τα γεγονότα αυτά αβίαστα καταδεικνύουν ότι ουδόλως μπορεί να γίνει λόγος για σιωπηρή αποδοχή της διενέργειας των εν λόγω κατασκευών από μεριά των εναγόντων, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η εναγομένη, αποδοχή μάλιστα τέτοιας φύσης που να συνιστά κοινή απόφαση (άτυπη μη καταρτιζόμενη με συμβολαιογραφικό και μεταγραφή αυτού) των συνιδιοκτητών βάσει της οποίας να παρέχεται δικαίωμα στην εναγομένη για την ενέργεια των προσθηκών αυτών με ωφελούμενη μόνο την τελευταία, οπότε σύμφωνα με τις παραδοχές της μείζονας σκέψης θα ήταν επιτρεπτές οι ενέργειες αυτές στα κοινόκτητα μέρη της οικοδομής πέραν και χωρίς τις προϋποθέσεις των όρων που προαναφέρθηκαν που δεν συνέτρεχαν όπως θα αναφερθεί παρακάτω στη συγκεκριμένη περίπτωση. Άλλωστε οι ενάγοντες ουδέν λόγο είχαν να συναινέσουν, έστω και ατύπως, για τις εν λόγω κατασκευές πολύ περισσότερο που αυτές δεν αντιστοιχίζονταν με ανάλογες κατασκευές που να πραγματοποιούνταν από τους ίδιους, πέραν του γεγονότος ότι αυτές (κατασκευές) έβλαπταν σε μεγάλο βαθμό τα δικαιώματά τους κατά τα όσα θα αναφερθούν παρακάτω. Όπως προαναφέρθηκε, στο παραπάνω συγκρότημα δεν έχει συνταχθεί κανονισμός, ο οποίος να ρυθμίζει τις σχέσεις των διαδίκων ως συνιδιοκτητών του όλου ακινήτου και ως εκ τούτου έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του Ν. 3741/1929 και οι σχετικές διατάξεις των άρθρων 1002 και 1117 του ΑΚ. Έτσι, σύμφωνα με τα άρθρα 2 και 7 του Ν. 3741/1929, κοινόχρηστο και κοινόκτητο χώρο αυτού αποτελούν, μεταξύ άλλων, και τα ακάλυπτα τμήματα του οικοπέδου. Όπως επίσης προαναφέρθηκε κάθε ιδιοκτήτης ορόφου ή διαμερίσματος, λόγω της αναγκαστικής συγκυριότητάς του επί των κοινόκτητων μερών, δικαιούται να κάνει απόλυτη χρήση αυτών, να επιχειρεί δε μεταξύ άλλων και προσθήκες στα κοινά μέρη, με την έννοια της βελτίωσης και αποδοτικότερης χρήσης τους, εάν δε η επιχειρούμενη με τη προσθήκη βελτίωση αφορά έναν από τους συνιδιοκτήτες, πρέπει να μη καθιστά χειρότερη τη θέση των λοιπών και όλα αυτά υπό τον όρο α) να μη μεταβάλλει το συνήθη προορισμό τους, β) να μην παραβλάπτει τη χρήση και τα δικαιώματα των άλλων συνιδιοκτητών, περιορισμό που δεν αφορά απλώς μόνο βλάβη του δικαιώματος σύγχρησης των κοινών, δηλ. δεν διασφαλίζει μόνο την ίση και όμοια χρήση των κοινών, αλλά απαιτεί η χρήση να γίνεται κατά τέτοιο τρόπο, ώστε μ’ αυτόν όχι μόνο να μη βλάπτεται η χρήση των κοινών από τους λοιπούς αλλά οποιοδήποτε δικαίωμα αυτών από το δεσμό της οροφοκτησίας και ιδίως να μην μεταβάλλεται ο προορισμός του με βλάβη των λοιπών συγκυρίων, απαγόρευση που ισχύει ακόμη και στην περίπτωση που ο συνδιοκτήτης έχει με οποιοδήποτε τρόπο δικαίωμα χρήσης του κοινού. Στην προκείμενη όμως περίπτωση δεν αποδείχθηκε ότι συντρέχουν οι ως άνω προϋποθέσεις που να καθιστούν επιτρεπτές τις από την ενάγουσα προσθήκες επί του κοινόκτητου ακάλυπτου χώρου. Και δη καταρχήν με τις εν λόγω προσθήκες μεταβάλλεται ανεπίτρεπτα και ολοσχερώς ο προορισμός του ακάλυπτου χώρου του οικοπέδου από ακάλυπτο σε καλυμμένο – στεγασμένο με ανέγερση κτίσματος επ’ αυτού, αποκλείοντας έτσι τους ενάγοντες από το δικαίωμα της κατά προορισμό χρήσης του, που δεν διασφαλίζει μόνο την ίση και όμοια χρήση του κοινού αυτού χώρου, αλλά απαιτεί η χρήση να γίνεται κατά τέτοιο τρόπο ώστε μ’ αυτόν όχι μόνο να μη βλάπτεται η χρήση του κοινού από τους λοιπούς αλλά οποιοδήποτε δικαίωμα αυτών από το δεσμό της οροφοκτησίας. Στην προκείμενη δε περίπτωση επιπλέον με τις προσθήκες αυτές καθίσταται και χειρότερη η θέση των λοιπών εναγόντων, διότι πέραν της ανεπίτρεπτης μεταβολής του συνήθους προορισμού του ακάλυπτου χώρου: α) μεταβλήθηκε και η αρχιτεκτονική κατασκευή του συγκροτήματος όπως αυτή διαμορφώθηκε με την παραλαβή του από την εργολάβο και την αποδοχή της αρχιτεκτονικής όψης του από όλους τους συνιδιοκτήτες, έστω και εάν υπήρχαν υπερβάσεις, αφού ως προς .αυτές υπήρχε και υπάρχει αποδοχή και συμφωνία όλων των συνιδιοκτητών, με αποτέλεσμα οι κατασκευές αυτές να διαταράσσουν την αισθητική ισορροπία του όλου συγκροτήματος, διότι βρίσκονται σε δυσαρμονία με την διαμορφωμένη με κοινή συναίνεση αρχιτεκτονική κατασκευή του και τον περιβάλλοντα χώρο του και προκαλούν την υποβάθμισή του, β) αποκόπηκε η θέα, ιδίως της υπ’ αριθ. 5 ιδιοκτησίας, προς το νότιο μέρος του οικοπέδου και προς την πέραν αυτού δασική έκταση και γ) οι ως άνω ιδιοκτησίες κατασκευάσθηκαν εξ αρχής με πρόθεση της εναγομένης να χρησιμοποιηθούν και χρησιμοποιούνται πλέον για εμπορική εκμετάλλευση και δη χρησιμοποιούνται από την εναγομένη παράνομα και χωρίς να τηρούνται οι νόμιμες προϋποθέσεις, προκειμένου να εκμισθώνονται σε τρίτους αλλοδαπούς τουρίστες για ολιγόχρονη παραμονή αυτών κατά τη διάρκεια των θερινών μηνών, από τον Μάιο έως και τον Οκτώβριο, σαν να πρόκειται για επιχείρηση ξενοδοχείου, με αποτέλεσμα να μεταβάλλεται άρδην ο προορισμός του συγκροτήματος από συγκρότημα αμιγώς εξοχικών κατοικιών σ’ αυτό και ενοικιαζόμενων διαμερισμάτων. Το γεγονός όμως αυτό προκαλεί αύξηση των διαβιούντων στο εν λόγω συγκρότημα και υποβάθμιση των συνθηκών διαβίωσης των κατοίκων του, αφού επήλθε αύξηση της κίνησης ανθρώπων και οχημάτων στο χώρο με αυτόθροη αύξηση των θορύβων και των λοιπών οχλήσεων που προκαλεί η συγκέντρωση περισσότερων ανθρώπων διαβιούντων σε ένα χώρο πραγματοποιώντας τις θερινές διακοπές τους, χωρίς μάλιστα να θέλουν να διατηρούν δεσμούς φιλίας και σχέσεις καλής γειτονίας με τους μόνιμους κατοίκους του εν λόγω συγκροτήματος, στο οποίο, έστω και εάν οι εν λόγω οικίες σ’ αυτό ανεγέρθηκαν ως αυτοτελείς, δεν παύουν να αποτελούν οικίες του αυτού οικοπέδου, η μία πλησίον της άλλης και σε σχέση αλληλεπίδρασης. Είναι χαρακτηριστικό ότι η εκμίσθωση γίνεται σε αλλοδαπό τουριστικό γραφείο, το οποίο με τη σειρά του υπεκμισθώνει τα δωμάτια σε συνεργαζόμενους πελάτες του, τους οποίους μεταφέρει στο χώρο με τουριστικά λεωφορεία για ολιγόχρονες μισθώσεις, όπως δε χαρακτηριστικά κατέθεσε ο μάρτυρας απόδειξης έχει τύχει και περίπτωση μεταφοράς τουλάχιστον 20 ατόμων την ίδια ημέρα. Αυτή η εναλλαγή πλήθους παραθεριστών κατέστησε πλέον ανυπόφορη την παραμονή των εναγόντων στις οικίες τους, αφού δημιουργείται πλέον θόρυβος και φασαρία καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας, επιβαρύνθηκε δε και ο κοινόκτητος χώρος με τη χρήση του από πλήθος ατόμων και επομένως προσβάλλεται η προσωπικότητα των εναγόντων, αφού πλέον αναγκάζονται να διαβούν σε ένα υποβαθμισμένο περιβάλλον σε σχέση με αυτό που επέλεξαν επενδύοντας μάλιστα σημαντικά χρηματικά ποσά για την απόλαυσή του, αγοράζοντας κατοικίες σε συγκρότημα οικιστικής χρήσης που είχε προορισμό τη θερινή ανάπαυση και αναψυχή των ιδιοκτητών του και όχι την εμπορική εκμετάλλευση τινών εξ αυτών και την επιβάρυνσή του από τη χρήση πολλών ατόμων. Την κρίση αυτή του Δικαστηρίου δεν ανατρέπει το γεγονός ότι ο χώρος του ακάλυπτου οικοπέδου – αυλής διαχωρίστηκε ευθύς εξ αρχής σε κάθε μία ιδιοκτησία και περιγράφηκε με σαφή όρια, ώστε κάθε1 μία ιδιοκτησία να έχει τον δικό της αποκλειστικό αύλειο χώρο, διαχωριζόμενο με μαντρότοιχο περιμετρικά και με ξεχωριστή είσοδο από το δρόμο, γεγονός που αποδέχθηκαν και συνήνεσαν όλοι οι συνιδιοκτήτες μεταξύ των οποίων και οι ενάγοντες, το οποίο πράγματι αποτελεί σιωπηρά συμφωνία αποκλειστικής χρήση του εν λόγω χώρου, που αποστερεί τους ενάγοντες, όπως βάσιμα υποστηρίζει η εναγομένη, από το δικαίωμα σύγχρησης του χώρου αυτού, αίτημα ως προς το οποίο είναι απορριπτέα η ένδικη αγωγή. Η συμφωνία αυτή, έστω και εάν δεν καταρτίσθηκε συμβολαιογραφικά και δεν μεταγράφηκε εκ του λόγου αυτού το σχετικό συμβόλαιο, δεσμεύει όμως και τους ενάγοντες, κατά τα όσα προαναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας. Πλην όμως, το δικαίωμα αυτό της αποκλειστικής χρήσης, στερεί μεν τους ενάγοντες από το δικαίωμα να προβάλουν δικαίωμα σύγχρησης του εν λόγω χώρου, δηλαδή δικαίωμα ίσης και όμοιας χρήσης του κοινόκτητου ακάλυπτου χώρου που χρησιμοποιεί η εναγομένη, δεν τους αποκλείει όμως το δικαίωμα, αφού κατά τα προαναφερθέντα βλάπτονται, να απαιτήσουν την μη μεταβολή του προορισμού, του εν λόγω χώρου που καταλήφθηκε με τις εν λόγω κατ’ επέκταση προσθήκες, από ακάλυπτο σε στεγασμένο καθώς και τη μη μεταβολή του προορισμού του συγκροτήματος. Πολύ περισσότερο που το εν λόγω δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης ουδόλως παρέχει στην εναγομένη και δικαίωμα αποκλειστικής κυριότητας των κτισμάτων που ανεγέρθηκαν στον κοινόκτητο χώρο, τα οποία εξακολουθούν να ανήκουν στη συγκυριότητα όλων των συνιδιοκτητών.
Σύμφωνα με όλα τα παραπάνω ο πρώτος λόγος αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί ως στηριζόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση, αφού όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της προσβαλλομένης απόφασης που πιο πάνω εκτίθεται το δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αγωγή ως προς το αίτημα της περί αναγνώρισης του δικαιώματος των εναγόντων σύγχρησης των κοινοχρήστων και κοινοκτήτων μερών και εγκαταστάσεων του συγκροτήματος κατοικιών κατά το παραπάνω μέρος τους είναι απορριπτέα δεχόμενο ότι αυτοί δεν δικαιούνται να προβάλουν δικαίωμα σύγχρησης του κοινόκτητου χώρου που χρησιμοποιεί η εναγόμενη γεγονός βέβαια που δεν τους αποκλείει το δικαίωμα να απαιτήσουν την μη μεταβολή του προορισμού του εν λόγω χώρου καθώς και την μη μεταβολή του προορισμού του συγκροτήματος, παραδοχή κατά την οποία δεν πλήττεται η αναιρεσειβαλλομένη απόφαση.
Ο λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ ιδρύεται, όταν το δικαστήριο της ουσίας, παρά το νόμο, έλαβε υπόψη του πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Ως “πράγματα”, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, νοούνται οι νόμιμοι, παραδεκτοί, ορισμένοι και λυσιτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων, που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο και, συνακόλουθα, στηρίζουν το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης, αντένστασης ή λόγου έφεσης, όχι, όμως, και οι μη νόμιμοι, απαράδεκτοι, αόριστοι και αλυσιτελείς ισχυρισμοί, οι οποίοι δεν ασκούν επίδραση στην έκβαση της δίκης και στους οποίους το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει, ούτε οι αιτιολογημένες αρνήσεις και οι ισχυρισμοί που αποτελούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, τα οποία συνάγονται από την εκτίμηση των αποδείξεων, έστω και αν προτείνονται ως λόγοι έφεσης (ΑΠ Ολομ. 14/20Θ4, ΑΠ 87/2013, ΑΠ 94/2008). Επίσης, δεν αποτελούν “πράγματα” και τα επικαλούμενα από τους διαδίκους αποδεικτικά μέσα και, πολύ περισσότερο, η αξιολόγηση από το δικαστήριο του περιεχομένου των εγγράφων και των λοιπών αποδεικτικών μέσων αλλά ούτε και τα επιχειρήματα ή συμπεράσματα που διατυπώνονται κατά την εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 989/2018, ΑΠ 388/2018, ΑΠ 358/2017). Ο λόγος αυτός δεν ιδρύεται, αν το δικαστήριο που δίκασε έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό και τον απέρριψε για οποιονδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό (ΑΠ 250/2014, ΑΠ 1418/2013), γεγονός που συμβαίνει και όταν η απόφαση περιέχει παραδοχές αντίθετες με τον ισχυρισμό (ΑΠ Ολομ. 1 1/1996, ΑΠ 1 150/2011, ΑΠ 421 – 425/2009).Κατά το αρθ 559 αρ.9 αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο επιδίκασε κάτι που δεν ζητήθηκε ή επιδίκασε περισσότερα απ’ όσα ζητήθηκαν ή άφησε αίτηση αδίκαστη.
Με τον δεύτερο λόγο της αίτησης αναίρεσης η αναιρεσείουσα προσάπτει στην πληττόμενη απόφαση αιτιάσεις, από τον αριθμό 8 και 9 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ισχυριζόμενη ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έλαβε υπόψη παρά τον νόμο πράγματα που δεν προτάθηκαν και επιδίκασε περισσότερα από όσα ζητήθηκαν υποχρεώνοντας την όσον αφορά το Α1 κτίριο να παύσει να προσβάλει στο μέλλον την προσωπικότητα των εναγόντων με την απαγόρευση εκμίσθωσης των διαμερισμάτων του κτιρίου αυτού σε παραθεριστές το διάστημα από τον Μάιο μέχρι τέλος Σεπτεμβρίου κάθε έτους, διαφορετικά την καταδικάζει σε χρηματική ποινή και προσωπική κράτηση όπως αναφέρεται στην απόφαση, αφού τέτοιο αίτημα δεν υπήρχε στην ένδικη αγωγή. Ειδικότερα ισχυρίζεται ότι ενώ δεν υπήρχε στην ένδικη αγωγή αίτημα για κατεδάφιση των προσθηκών στο παλαιό υφιστάμενο με στοιχεία Α1 κτίριο, το δικαστήριο παρά ταύτα δέχτηκε ότι υπάρχει τέτοιο αίτημα, ερεύνησε τούτο στην ουσία του και αφού το απέρριψε ως αβάσιμο, ερεύνησε το επικουρικό αίτημα περί παύσης της προσβολής της προσωπικότητας των εναγόντων, το οποίο και έκανε δεκτό, ενώ δεν έπρεπε να το ερευνήσει, αφού μόνο κύριο αίτημα της αγωγής είναι η κατεδάφιση του Α2 κτίσματος το οποίο και έγινε δεκτό και συνεπώς δεκτού γενομένου του κυρίου αιτήματος δεν συνέτρεχε λόγος έρευνας του επικουρικού (μη υπάρχοντος αιτήματος κατεδάφισης προσθηκών στο Α1 κτίριο) Από την παραδεκτή για την διερεύνηση του συγκεκριμένου λόγου αναίρεσης επισκόπηση της ένδικης από 23-12-2013 αγωγής προκύπτει ότι στο δικόγραφο αυτής οι ενάγοντες εκθέτουν τα ακόλουθα: Β. ΥΦΙΣΤΑΜΕΝΗ ΣΗΜΕΡΑ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ Στο πίσω τμήμα του αγροτεμαχίου στο νότιο μέρος του που συνορεύει με δασική έκταση, όπως φαίνεται και στο σχετικό διάγραμμα κάλυψης πλευρά β-γ, πραγματοποιούνται ακόμη και σήμερα οικοδομικές εργασίες χωρίς να έχει εκδοθεί οικοδομική άδεια για τις εργασίες αυτές και χωρίς να έχει αναθεωρηθεί η αναθεωρηθεί η υφιστάμενη σχετική οικοδομική άδεια κα αυθαίρετες εργασίες που αφορούν την αλλοίωση της ταυτότητας της δ όροφης κατοικίας (μονόροφη με ισόγειο γκαράζ) ιδιοκτησίας της εναγόμενης, οι δε οικοδομικές εργασίες που εκτελούνται αφορούν τόσο την διαμόρφωση ξεχωριστών προσβάσεων στο επίπεδο του ισόγειου της και του ορόφου της καθώς και σε υπερβάσεις δόμησης και κάλυψης του ακάλυπτου του όλου αγροτεμάχιου στην δυτική πλευρά γ-δ καθώς και στη νότια δασική πλευρά γ-β με την ανέγερση νέου διόροφου κτίσματος σε επαφή με την ήδη υφιστάμενη κατοικία ιδιοκτησίας της εναγομένης προς τον δυτικά και βόρεια (οικοδομήθηκε η μισή πέργκολα) ακάλυπτο χώρο καλύπτοντας τον ακάλυπτο αυτό χώρο κατά 100 τ.μ περίπου.
Πρέπει να τονισθεί όλως ιδιαιτέρως με βάση και τον οπτικό μακροσκοπικό έλεγχο ότι πρόκειται για πλήρη αλλοίωση της αυτόνομης προβλεπόμενης από την Οικοδομική άδεια κατοικίας της εναγομένης.
Η εναγόμενη κατ’ αρχήν με την προέκταση της μονόροφης με ισόγειο γκαράζ κατοικίας της προς τον δυτικό και ανατολικό ακάλυπτο χώρο και βόρεια με την οικοδόμηση της πέργκολας, δημιούργησε δύο ανεξάρτητα διαμερίσματα και με ανεξάρτητο δίκτυο αποχέτευσης ομβρίων και λυμάτων, διαμορφώσεων εξωτερικά των χώρων με τμηματικές επεκτάσεις των βεραντών, των καμινάδων κ.λ.π. και με σαφώς διαχωρισμένες προσβάσεις, ενός ισογείου και ενός στον πρώτο όροφο. Με την προέκταση προς τα ανατολικά δημιούργησε μια μεγάλη βεράντα αύλησης για τον πρώτο όροφο και ένα υπόστεγο για το ισόγειο. Στη συνέχεια προέβη στην κατασκευή της νέας ανεξάρτητης κατοικίας σε επαφή με την υφιστάμενη δική της κατοικία, την οποία διαμόρφωσε σε τέσσερα (4) ανεξάρτητα μεταξύ τους Studios με ανεξάρτητο δίκτυο ύδρευσης και αποχέτευσης ομβρίων και λυμάτων, προσβάσεων και διαμορφώσεων εξωτερικά των χώρων με τμηματικές επεκτάσεις των βεραντών, των καμινάδων κ.λ.π.
Πιο συγκεκριμένα η προσθήκη προς τον νότο με την δημιουργία διαφορετικών εισόδων προς την ανατολική και νότια αυλή, η κατασκευή δυτικής εξωτερικής σκάλας, η επέκταση – προσθήκη της νότιας βεράντας, το διαχωριστικό προς τα ανατολικά της βεράντας με τη βεράντα του αρχικού σπιτιού κ.λ.π. αποδεικνύουν ότι πρόκειται για αλλοίωση της αρχικής κατοικίας της εναγόμενης με την δημιουργία επιπλέον της υφιστάμενης κατοικίας τεσσάρων αυτόνομων studios χωρίς οικοδομική άδεια.
Ο διαχωρισμός της υφιστάμενης κατοικίας – κτίσματος με την πλαϊνή από ανέκαθεν υφιστάμενη προς την βόρεια πλευρά (δηλαδή προς την επαρχιακή οδό) γειτονικής διώροφης κατοικίας της εναγόμενης έχει υλοποιηθεί με μόνιμη κατασκευή (στηθαίο σκυροδέματος) με κλίμακα πρόσβασης στον όροφο που καθιστά αδύνατη και την προσβασιμότητα του ακάλυπτου χώρου του όλου αγροτεμάχιου.
Είναι βέβαιο ότι οι υπερβάσεις δόμησης και κάλυψης του ακίνητου της εναγόμενης δεν αφορούν μόνο την αλλαγή χρήσης των ισογείων γκαράζ και την διαμόρφωση – εκμετάλλευση των μπαζωμένων επιφανειών, το οποίο έχει πραγματοποιηθεί και αξιοποιηθεί από όλες τις ιδιοκτησίες του συγκροτήματος που έχουν την δυνατότητα να ταχτοποιηθούν από την υφιστάμενη νομοθεσία περί αυθαίρετων, αλλά κυρίως στην μονομερή υπέρβαση των υποχρεωτικών αποστάσεων του ακάλυπτου χώρου που εγκλωβίζουν την πλαϊνή ιδιοκτησία του πρώτου και δεύτερης εξ ημών στην οπτική φυγή (θέα) προς την νότια – δασική πλευρά και την πλήρη αλλοίωση της κατοικίας στο συγκρότημα. Οι προσθήκες κατ’ επέκταση με μόνιμες κατασκευές προς όλες τις πλευρές της κατοικίας τόσο δημιουργώντας χώρους κύριας χρήσης στο ισόγειο και στον όροφο καθώς και χώρους βοηθητικής χρήσης με χώρους προσβάσεων πίσω και πλαϊνών με την δημιουργία εξωστών, αλλάζει όχι μόνο το αρχιτεκτόνημα όλων των κατοικιών του συγκροτήματος αλλά και τον χαρακτηρισμό ως μονοκατοικίας που προβλεπότανε από την οικοδομική άδεια.
Κατά τον παραπάνω τρόπο η εναγόμενη επέκτεινε την υφιστάμενη κατοικία ιδιοκτησίας της και κατασκεύασε μία νέα κατοικία εμβαδού κάθε ορόφου εκ 100 τ.μ περίπου σε επαφή με την υφιστάμενη κατοικία ιδιοκτησίας της που περιγράφουμε αναλυτικά παραπάνω, καθ’ υπέρβαση του ποσοστού της συγκυριότητας στο ενιαίο οικόπεδο ως άνω αναλυτικά αναφέρουμε αυτό, στον κοινόχρηστο ακάλυπτο χώρο του οικοδομικού συγκροτήματος στο οποίο βρίσκονται οι περιγραφόμενες μονοκατοικίες, χωρίς οικοδομική άδεια και χωρίς τη δική μας έγκριση, συναίνεση και συμφωνία ως συγκυρίων στα κοινόχρηστα και κοινότητα μέρη του οικοδομικού συγκροτήματος και του οικοπέδου εντός του οποίου βρίσκεται αυτό.
Επειδή εκτός του ότι κατασκεύασε το εν λόγω αυθαίρετο κτήριο, διαμόρφωσε αυτό σε τέσσερεις αυτοτελείς κατοικίες διαμερίσματα μικρού εμβαδού (studio) καθένα με δωμάτιο, WC και χώρο κουζίνας ενιαίο με το δωμάτιο και με ξεχωριστή είσοδο, την δε αρχική κατοικία διαμόρφωσε σε δύο ανεξάρτητα και αυτόνομα διαμερίσματα με ξεχωριστές εισόδους, όπως είναι τα ενοικιαζόμενα δωμάτια και διαμερίσματα στις τουριστικές περιοχές της χώρας. (βλ. σχετικές φωτογραφίες αρχικής κατοικίας (με τις προεκτάσεις) ως εναγόμενης και μεταγενέστερης κατασκευής κατοικίας στο αριστερό μέρος της αρχικής κατοικίας. Με βάση τα παραπάνω και όσα ανέπτυξαν στο δικόγραφο της αγωγής ζήτησαν τα αναφερόμενα αναλυτικά στην αρχή της παρούσας. Το δικαστήριο κατά το μέρος που ενδιαφέρει τον συγκεκριμένο λόγο αναίρεσης και σε σχέση με τις αυθαίρετες κατασκευές στις οποίες προέβη η εναγόμενη δέχτηκε όσα αναλυτικά παραπάνω αναφέρθηκαν ως και τα ακόλουθα: “….Επομένως, οι ενάγοντες έχουν, κατ’ αρχήν, δικαίωμα να ζητήσουν, δεδομένου ότι βλάπτονται χωρίς να συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις, την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση με την κατεδάφιση των εν λόγω προσθηκών. Τούτο αποδεικνύεται βάσιμο όσον αφορά το κτίριο υπό στοιχείο Α2, αλλά και για την κλίμακα ανόδου προς τον όροφο, διαστάσεων 7 χ 1,40 μ και την αποθήκη διαστάσεων 3 χ 1,30 μ, στο βόρειο τμήμα του κτιρίου Α 1, στο όριο με τη γειτονική ιδιοκτησία, τα οποία ανεγέρθηκαν αυτοτελώς από το κτίριο Α1 με το οποίο δεν φέρουν κοινά φέροντα στοιχεία (κολώνες, δοκούς, πλάκες κλπ) και επομένως μπορούν να κατεδαφισθούν αυτοτελώς, όπως τούτο προκύπτει από την έκθεση πραγματογνωμοσύνης αλλά ιδίως και από το γεγονός ότι τούτο δεν αμφισβητεί και η εναγομένη. Δεν μπορεί όμως να ισχύσει το ίδιο για τις λοιπές προσθήκες στο κτίριο Α1, δεδομένου ότι δεν προέκυψαν, ούτε από την πραγματογνωμοσύνη ούτε από τις καταθέσεις των μαρτύρων ή άλλα αποδεικτικά μέσα, οι ακριβείς διαστάσεις των αυθαίρετων αυτών προσθηκών ενόψει και της επιμελημένης πραγματοποίησης αυτών, που καθιστά δύσκολο τον εντοπισμό και διαχωρισμό τους από το υπόλοιπο, νομίμως κατά τη συμφωνία των συνιδιοκτητών, υφιστάμενο κτίριο. Επομένως, το αίτημα για την κατεδάφιση και των προσθηκών στο εν λόγω κτιρίο παρίσταται αβάσιμο στην ουσία του. Πλην όμως για το κτίριο αυτό βάσιμο είναι το επικουρικό αίτημα της αγωγής για την παύση της προσβολής της προσωπικότητας των εναγόντων. Επομένως, πρέπει η εναγομένη να παύσει να προσβάλει. 4. στο μέλλον την προσωπικότητα των εναγόντων με την απαγόρευση – της εκμίσθωσης των διαμερισμάτων του κτιρίου, αυτού (Α1) σε παραθεριστές το διάστημα από τον Μάιο μέχρι τέλος Σεπτεμβρίου κάθε έτους, ενόψει της ύπαρξης, ενόψει και της δημιουργίας της κατάλληλης υποδομής και της δράσης της εναγομένης χωρίς αναστολές, βάσιμου κινδύνου ότι η προσβολή αυτή θα επαναληφθεί και στο μέλλον, επιβάλλοντας εναντίον της χρηματική ποινή 5.000 ευρώ και προσωπική κράτηση διάρκειας 12 μηνών για κάθε μία χωριστή εκμίσθωση εκάστου διαμερίσματος της του κτιρίου αυτού….” Συνακόλουθα, η αγωγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί η, εναγομένη να κατεδαφίσει το υπ’ αριθμό Α2 κτίριο αλλά και την κλίμακα ανόδου προς τον όροφο, διαστάσεων 7 χ 1,40μ και την αποθήκη διαστάσεων 3 χ 1,30 μ, στο βόρειο τμήμα του κτιρίου Α1, στο όριο με τη γειτονική ιδιοκτησία (εκτέλεση κατά τους όρους 945 παρ. 1 ΚΠολΔ, ήτοι εκτέλεση με έξοδα του καθ’ου η εκτέλεση), όσον αφορά δε το υπ’ αριθ. Α1 κτίριο να υποχρεωθεί η εναγομένη να παύσει να προσβάλει στο μέλλον την προσωπικότητα των εναγόντων με την απαγόρευση της εκμίσθωσης των διαμερισμάτων του κτιρίου αυτού σε παραθεριστές το διάστημα από το Μάιο μέχρι τέλος Σεπτεμβρίου κάθε έτους, με επιβολή εναντίον της χρηματικής ποινής 5.000 ευρώ και προσωπικής κράτησης διάρκειας 12 μηνών για κάθε μία χωριστή εκμίσθωση εκάστου διαμερίσματος της του κτιρίου αυτού, και τέλος να υποχρεωθεί να καταβάλει σε κάθε ενάγοντα χωριστά το ποσό των 1.500 ευρώ ως αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστησαν από την αδικοπρακτική συμπεριφορά της αλλά και από την προσβολή της προσωπικότητάς τους με τους νόμιμους τόκους από την επίδοση της αγωγής ως την εξόφληση. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την προσβαλλόμενη απόφασή του έκρινε τα ίδια όσον αφορά τη κατεδάφιση του κτιρίου Α2, απορρίπτοντας σιωπηρά το αίτημα κατεδάφισης του κτιρίου Α1 καθώς και της καταβολής αποζημίωσης λόγω μείωσης της αξίας των ιδιοκτησιών των εναγόντων, ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε και δεν έσφαλε και επομένως οι λόγοι των αντίθετων ένδικων εφέσεων με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα κρίνονται απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Πλην όμως, κατά ουσιαστική παραδοχή των σχετικών λόγων των αντίθετων ένδικων εφέσεων, έσφαλε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που αναγνώρισε ότι οι ενάγοντες έχουν δικαίωμα σύγχρησης επί των κοινόχρηστων και κοινόκτητων μερών του επίδικου συγκροτήματος κατοικιών και που απέρριψε σιγή τα αιτήματα περί απαγόρευσης προσβολής στο μέλλον της προσωπικότητας των εναγόντων, της κατεδάφισης της κλίμακας και της αποθήκης και της αποζημίωσης ηθικής τους βλάβης. Κατόπιν όλων όσων προεκτέθηκαν και μη υπάρχοντος άλλου λόγου έφεσης προς έρευνα, πρέπει και οι δύο εφέσεις να γίνουν δεκτές ως βάσιμες στην ουσία τους, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, στο σύνολο της, δηλαδή και κατά τις λοιπές διατάξεις της που δεν πλήττονται με βάσιμο λόγο έφεσης για το ενιαίο της εκτέλεσης του τίτλου και τον εξ υπαρχής υπολογισμό της δικαστικής δαπάνης.
Ακολούθως, πρέπει να διακρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (αρθ. 535 παρ.1 ΚΠολΔ), να δικασθεί η κρινόμενη αγωγή και στη συνέχεια να γίνει εν μέρει δεκτή αυτή ως ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγομένη, εντός προθεσμίας τριών μηνών από της επίδοσης της παρούσας απόφασης να κατεδαφίσει το προαναφερθέν υπό στοιχείο Α2 κτίριο καθώς και την κλίμακα ανόδου προς τον όροφο, διαστάσεων 7 χ 1,40 μ και την αποθήκη διαστάσεων 3 χ 1,30 μ, στο βόρειο τμήμα του κτιρίου Α1, στο όριο με τη γειτονική ιδιοκτησία, όσον αφορά δε το λοιπό υπ’ αριθ. Α1 κτίριο, να παύσει να προσβάλει στο μέλλον την προσωπικότητα των εναγόντων με την απαγόρευση της εκμίσθωσης των διαμερισμάτων του κτιρίου αυτού σε παραθεριστές, με επιβολή εναντίον της χρηματικής ποινής 5.000 ευρώ και προσωπικής κράτησης διάρκειας 12 μηνών για κάθε μία χωριστή εκμίσθωση εκάστου διαμερίσματος της του κτιρίου αυτού και τέλος να υποχρεωθεί να καταβάλει σε κάθε ενάγοντα χωριστά το ποσό των 1.500 ευρώ ως αποκατάσταση της ηθικής βλάβης νομιμότοκα από την επίδοση της αγωγής ως την εξόφληση….”. Με βάση όλα τα παραπάνω το δικαστήριο αφού εξαφάνισε την προσβαλλόμενη απόφαση κράτησε και δίκασε την υπόθεση, δέχτηκε μερικά την αγωγή υποχρέωσε την εναγόμενη μεταξύ άλλων α)εντός τριών μηνών από την επίδοση της απόφασης να κατεδαφίσει το με αρ. Α2 κτίριο καθώς και την κλίμακα ανόδου προς τον όροφο και την αποθήκη στο βόρειο τμήμα του κτιρίου Α1 όπως ειδικότερα περιγράφεται στην απόφαση και β) όσον αφορά το Α1 κτίριο να παύσει να προσβάλλει στο μέλλον την προσωπικότητα των εναγόντων με την απαγόρευση της εκμίσθωσης των διαμερισμάτων του κτιρίου αυτού σε παραθεριστές το διάστημα από τον Μάϊο μέχρι τέλος Σεπτεμβρίου κάθε έτους διαφορετικά την καταδικάζει σε χρηματική ποινή και προσωπική κράτηση όπως αναφέρεται σε αυτή. Από την επισκόπηση των παραπάνω δικογράφων σαφώς προκύπτει ότι το δικαστήριο κατέληξε στην κρίση του σύμφωνα με το αίτημα της αγωγής, από το περιεχόμενο της οποίας αναμφίβολα προκύπτει, ότι οι ενάγοντες ζήτησαν ως κύριο αίτημα την κατεδάφιση του παρανόμου κτίσματος, όπως το περιέγραψαν που συμπεριελάμβανε όλες τις αυθαίρετες κατασκευές χωρίς να περιορίζονται μόνο στο υπό στοιχείο Α2 κτίριο. Επομένως ο σχετικός λόγος αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί.
Κατά το άρθρο 559 αριθμ.11 εδάφ. γ’ του ΚΠολΔ, συντρέχει λόγος αναίρεσης, αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει δικανική πεποίθηση για τη βασιμότητα των κρίσιμων γεγονότων ή πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων, δηλαδή λυσιτελών, που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, διαμορφώνοντας το διατακτικό της απόφασης (ΑΠ Ολομ. 42/2002, ΑΠ 845/2018, ΑΠ 343/2017), οφείλει να λάβει υπόψη του τα αποδεικτικά μέσα που προσκομίστηκαν νόμιμα είτε για άμεση απόδειξη είτε για συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, εφόσον γίνεται σαφής και ορισμένη επίκλησή τους από τον διάδικο. Δεν θεμελιώνεται, όμως, ο λόγος αυτός, αν προκύπτει από την απόφαση ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία προσκομίστηκαν με επίκληση. Αρκεί γι’ αυτό η γενική αναφορά του είδους του αποδεικτικού μέσου, χωρίς ανάγκη ειδικής αξιολόγησης του καθενός, εφόσον από τη γενική αυτή αναφορά, σε συνδυασμό με τις υπόλοιπες αιτιολογίες της, προκύπτει αναμφίβολα η λήψη υπόψη του αποδεικτικού μέσου. Δεν συνάγεται ότι δεν έχει ληφθεί υπόψη έγγραφο από μόνο το γεγονός ότι μνημονεύονται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση όλα τα έγγραφα, εκτός από εκείνο στο οποίο αναφέρεται η αναιρετική αιτίαση. Πάντως, η γενική αυτή αναφορά της λήψης υπόψη όλων των αποδείξεων που με επίκληση προσκομίστηκαν δεν αποκλείει την ίδρυση του παρόντος λόγου αναίρεσης για κάποιο αποδεικτικό μέσο, όταν από το περιεχόμενο της απόφασης δεν καθίσταται απολύτως βέβαιο ότι τούτο έχει ληφθεί υπόψη. Αρκεί και μόνο η ύπαρξη αμφιβολιών για την ίδρυση του παρόντος λόγου αναίρεσης (ΑΠ Ολομ., 8/2016, 2/2008).Για την ίδρυση του λόγου τούτου πρέπει το αποδεικτικό μέσο να είναι πρόσφορο προς άμεση ή έμμεση (με τεκμήρια) απόδειξη γεγονότων, που συγκροτούν ισχυρισμό λυσιτελή, δηλαδή που επιδρά στο διατακτικό, παραδεκτό και νόμω βάσιμο ή ισχυρισμό περί αρχής εγγράφου αποδείξεως (ΟλΑΠ 1190/1982). Στην περίπτωση αυτή, τα σφάλματα της αποφάσεως, που ιδρύουν τον ανωτέρω αναιρετικό λόγο, ανάγονται στα αποδεικτικά στοιχεία, βάσει των οποίων το δικαστήριο οδηγήθηκε στον σχηματισμό της ελάσσονος πρότασης του νομικού συλλογισμού. Τέλος για να είναι ορισμένος ο λόγος αυτός, θα πρέπει στην αίτηση αναίρεσης να αναφέρεται: α) ποίες είναι οι αποδείξεις που με επίκληση προσκομίστηκαν και τις οποίες δεν έλαβε υπόψη του το δικαστήριο της ουσίας, β) ο κρίσιμος ισχυρισμός για τον οποίο το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη τις αποδείξεις και γ) η επίδραση που έχει αυτός στο διατακτικό της απόφασης, το οποίο και θα ήταν διαφορετικό χωρίς τη σχετική παράλειψη (ΑΠ 1221/2018, ΑΠ 845/2018).
Με τον τρίτο λόγο της αίτησης αναίρεσης η αναιρεσείουσα προσάπτει στην πληττόμενη απόφαση αιτιάσεις, από τον αριθμό 11 γ του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ισχυριζόμενη ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν έλαβε υπόψη τις αναφερόμενες στην αίτηση αναίρεσης τέσσερεις δηλώσεις πληροφοριακών δελτίων μίσθωσης ακίνητης περιουσίας, τις οποίες νόμιμα προσκόμισε και επικαλέστηκε στο δικαστήριο.
Από τη ρητή διαβεβαίωση του Εφετείου στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη τα κατ’ είδος προσδιοριζόμενα αποδεικτικά μέσα που είχαν προσκομίσει και επικαλεσθεί οι διάδικοι, μεταξύ των οποίων και τα έγγραφα, και το όλο περιεχόμενο της αναιρεσιβαλλομένης προκύπτει χωρίς αμφιβολία, ότι το Εφετείο κατέληξε στην κρίση του, αφού έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλες τις πιο πάνω αποδείξεις μεταξύ των οποίων και τα έγγραφα που είχαν προσκομίσει οι διάδικοι, και επομένως και τα παραπάνω επικαλούμενα από την αναιρεσείουσα έγγραφα αναφερόμενο μάλιστα και σε εκμίσθωση που γίνεται σε αλλοδαπό τουριστικό γραφείο και επομένως ο λόγος αυτός της αναίρεσης, από το άρθρο 559 αρ. 11 γ’ του ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Μετά από αυτά πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης ως προς τους καλούντες και να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου στο δημόσιο ταμείο. Τέλος, η αναιρεσείουσα που νικήθηκε στη δίκη πρέπει να καταδικαστεί στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των καλούντων αναιρεσιβλήτων, που κατέθεσαν προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημά τους (άρθρα 176, 183, 189 παρ.1, 191 παρ.2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 23 Ιουλίου 2018 με αρ. καταθ. 2448/209/2018 αίτηση για αναίρεση της 1591/2018 οριστικής απόφασης και με αρ.907/17 μη οριστικής απόφασης του Εφετείου Θεσσαλονίκης, όσον αφορά τους καλούντες.
Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο δημόσιο ταμείο.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα των καλούντων αναιρεσιβλήτων τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 1η Απριλίου 2021.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 24 Ιουνίου 2021.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ