Αριθμός 810/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Δ’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ειρήνη Κιουρκτσόγλου – Πετρουλάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ελένη Διονυσοπούλου, Σοφία Ντάντου, Γεώργιο Χοϊμέ και Κωστούλα Φλουρή – Χαλεβίδου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 27 Ιανουαρίου 2017, με την παρουσία και του Γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Α. Των αναιρεσειόντων: 1) Ε. χας Χ. Ζ., το γένος Β. Σ., 2) Κ. Ζ. του Χ., 3) Β. Ζ. του Χ., 4) Λ. Κ. του Β., για τον εαυτό του ατομικά και ως ασκούντος (με την 5η των αναιρεσειόντων) τη γονική μέριμνα της ανήλικης θυγατέρας του Κ. και 5) Π. Ζ. του Χ., συζ. Λ. Κ., για τον εαυτό της ατομικά και ως ασκούσας (με τον 4ο των αναιρεσειόντων) τη γονική μέριμνα της ανήλικης θυγατέρας της Κ., κατοίκων …, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ευθύμιο Καραΐσκο με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, που δεν κατέθεσε προτάσεις.
Του αναιρεσιβλήτου: ΝΠΙΔ με την επωνυμία “ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΑΠΟ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ”, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Αργυρώ Γρατσία – Πλατή με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Β. Του αναιρεσείοντος: ΝΠΙΔ με την επωνυμία “ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΑΠΟ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ”, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Αργυρώ Γρατσία – Πλατή με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Π. χας Ν. Ζ., 2) Κ. Ζ. του Ν. και 3) Τ. Ζ. του Ν., κατοίκων …, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Δούμα.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 28-1-2010 αγωγή των ήδη υπό στοιχ. Α αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών και συνεκδικάστηκε με την από 20-9-2010 αγωγή των ήδη υπό στοιχ. Β αναιρεσιβλήτων. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 4203/2011 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 4482/2014 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι υπό στοιχ. Α αναιρεσείοντες με την από 13-1-2016 αίτησή τους και το υπό στοιχ. Β αναιρεσείον με την από 2-3-2016 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση των υποθέσεων αυτών, με Εισηγήτρια την Αρεοπαγίτη Κωστούλα Φλουρή – Χαλεβίδου, που εκφωνήθηκαν από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος των υπό στοιχ. Β αναιρεσιβλήτων ζήτησε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης του αντιδίκου του και την καταδίκη αυτού στη δικαστική του δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι κρινόμενες: α) από 13.1.2016 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 22/2016 αίτηση των: Ε. χήρας Χ. Ζ. κ.λπ. και β) από 2-3-2016 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 91/2016 αίτηση του ν.π.ι.δ., με την συντετμημένη επωνυμία “ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ”, για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 4482/2014 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών πρέπει, αφού στρέφονται κατά της ιδίας αποφάσεως, να συνεκδικασθούν, σύμφωνα με το άρθρο 246 του Κ.Πολ.Δικ., που έχει εφαρμογή και στην αναιρετική διαδικασία κατά το άρθρο 573 παρ. 1 του ίδιου κώδικα, διότι έτσι διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων.
Από τις διατάξεις των άρθρων 10 του Ν. ΓΠΝ/1911, 297, 298, 300, 330 εδ. β’ και 914 του Α.Κ., προκύπτει ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση ζημίας και αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε επιτακτικό ή απαγορευτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Μορφή υπαιτιότητας είναι και η αμέλεια, η οποία υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, δηλαδή αυτή που, αν καταβαλλόταν, με μέτρο την συμπεριφορά του μέσου συνετού και επιμελούς ανθρώπου του κύκλου δραστηριότητας του ζημιώσαντος, θα καθιστούσε δυνατή την αποτροπή του παράνομου και ζημιογόνου αποτελέσματος. Αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει όταν η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του δράστη ήταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή, κατά την συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει την ζημία και την επέφερε στην συγκεκριμένη περίπτωση. Η ύπαρξη του αιτιώδους συνδέσμου σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση είναι ζήτημα καθαρά πραγματικό και κρίνεται από το δικαστήριο της ουσίας. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε κυριαρχικώς ως αποδειχθέντα, επιτρέπουν το συμπέρασμα να θεωρηθεί, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ορισμένο γεγονός ως πρόσφορη αιτία της ζημίας, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, γιατί είναι κρίση νομική, αναγόμενη στην ορθή ή μη υπαγωγή από το δικαστήριο της ουσίας των διδαγμάτων της κοινής πείρας στην αόριστη νομική έννοια της αιτιώδους συνάφειας. Η ύπαρξη της υπαιτιότητας δεν αποκλείεται κατ’ αρχήν από το γεγονός, ότι στο αποτέλεσμα του ατυχήματος συνετέλεσε και συντρέχον πταίσμα του ζημιωθέντος, εφόσον δεν διακόπτεται ο αιτιώδης σύνδεσμος, αλλά η ύπαρξη αυτού, προβαλλόμενη από τον υπαίτιο κατ’ ένσταση, συνεπάγεται την μη επιδίκαση από το δικαστήριο αποζημιώσεως ή την μείωση του ποσού της (άρθρ. 300 Α.Κ.). Ακόμη από τις προαναφερόμενες διατάξεις συνάγεται ότι οι έννοιες της αμέλειας και της συνυπαιτιότητας είναι νομικές και επομένως η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ως προς την συνδρομή ή μη συντρέχοντος πταίσματος του ζημιωθέντος κατά την επέλευση της ζημίας υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου ως προς το εάν τα περιστατικά που το δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε ανελέγκτως ως αποδειχθέντα, συγκροτούν την έννοια του προαναφερόμενου πταίσματος. Αντιθέτως ο καθορισμός της βαρύτητας του πταίσματος και του ποσοστού κατά το οποίο εξ αυτού του λόγου πρέπει να μειωθεί η αποζημίωση, αφορά εκτίμηση πραγμάτων που δεν ελέγχεται ακυρωτικώς (ΑΠ 757/2015, ΑΠ 1361/2013). Τα ανωτέρω έχουν εφαρμογή και στην περίπτωση του άρθρου 10 του Ν. ΓΠΝ/1911 ως προς την υπαιτιότητα των οδηγών των συγκρουσθέντων αυτοκινήτων, σύμφωνα με το οποίο (άρθρο) αυτή (υπαιτιότητα) κρίνεται κατά το κοινό δίκαιο. Περαιτέρω, η παράβαση των διατάξεων του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας (ΚΟΚ) δεν θεμελιώνει αυτή καθ’ εαυτή υπαιτιότητα στην επέλευση αυτοκινητικού ατυχήματος, αποτελεί όμως στοιχείο, η στάθμιση του οποίου από το δικαστήριο της ουσίας θα κριθεί σε σχέση με την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συγκεκριμένης παραβάσεως και του επελθόντος αποτελέσματος. Εξ άλλου, κατά την διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 19 του Κ.Πολ.Δικ., αναίρεση επιτρέπεται και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση, γιατί δεν έχει καθόλου ή έχει ανεπαρκείς ή αντιφατικές αιτιολογίες σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, ο από αυτήν λόγος αναιρέσεως ιδρύεται όταν, από το αιτιολογικό της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, δεν προκύπτουν σαφώς και επαρκώς, τα πραγματικά εκείνα περιστατικά που είναι, κατά το νόμο, αναγκαία για την εφαρμογή, στην συγκεκριμένη περίπτωση, του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόστηκε, όπως και όταν η απόφαση έχει ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες σχετικά με τα πραγματικά περιστατικά που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με συνέπεια να μην είναι δυνατός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή όχι εφαρμογής του κανόνα αυτού του ουσιαστικού δικαίου. Αντίθετα, δεν ιδρύεται λόγος αναιρέσεως, κατά την διάταξη αυτή, όταν οι ελλείψεις της αποφάσεως ανάγονται στην εκτίμηση των αποδείξεων και μάλιστα στην ανάλυση και στάθμισή τους και στην αιτιολόγηση του εξαγομένου από αυτές πορίσματος, γιατί στην κρίση του αυτή το δικαστήριο προβαίνει ανελέγκτως, κατά την διάταξη του άρθρου 561 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δικ., εκτός αν δεν είναι σαφές το πόρισμα και για το λόγο αυτό γίνεται αδύνατος ο αναιρετικός έλεγχος (ΑΠ 1416/2012, ΑΠ 1208/2011, ΑΠ 44/ 2003, ΑΠ 1702/2001). Ως ζητήματα, των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί από την απόφαση τη νόμιμη βάση, νοούνται μόνο οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν, δηλαδή, στην θεμελίωση ή την κατάλυση του δικαιώματος που ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό, είτε ως αμυντικό μέσο, όχι όμως και η επιχειρηματολογία των διαδίκων ή του δικαστηρίου, ούτε η εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση αυτή διατυπώνεται σαφώς (Ολ.ΑΠ 24/1992, Ολ.ΑΠ 1/1999, ΑΠ 9/2013). Τέλος, επί αδικοπραξίας, σύμφωνα με τα άρθρα 297 και 914 του Α.Κ., οι αιτιολογίες πρέπει να καλύπτουν την υπαιτιότητα, την ζημία και τον αιτιώδη σύνδεσμο (ΑΠ 16/2005). Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο, με την προσβαλλομένη απόφασή του, απέρριψε αντίθετες εφέσεις των διαδίκων κατά της υπ’ αριθμ. 4203/2011 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία, το μεν είχε απορριφθεί ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν η από 28.1.2010 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων της πρώτης από 13.1.2016 αιτήσεως αναιρέσεως Ε. χήρας Χ. Ζ. κ.λπ., το δε είχε γίνει δεκτή εν μέρει ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη η από 20.9.2010 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων της δεύτερης από 2.3.2016 αιτήσεως αναιρέσεως Π. χας Ν. Ζ. κ.λπ., επιδικάζοντας τα διαλαμβανόμενα σ’ αυτήν ποσά ως χρηματική τους ικανοποίηση, λόγω ψυχικής οδύνης, για τον θάνατο του συζύγου της πρώτης και πατέρα των λοιπών Ν. Ζ., που επέβαινε επί του με αριθμό κυκλοφορίας ΕΜΑ – … ΙΧΕ αυτοκινήτου, καθήμενος στην θέση του συνοδηγού, το οποίο ήταν ασφαλισμένο για την έναντι τρίτων αστική ευθύνη στην ασφαλιστική εταιρεία, με την επωνυμία “Commercial Value”, της οποίας η άδεια ανακλήθηκε για παράβαση του νόμου και στην θέση της υπεισήλθε ως ειδικός διάδοχός της το ν.π.ι.δ., με την συντετμημένη επωνυμία “Επικουρικό Κεφάλαιο”, αφού κρίθηκε ότι το ανωτέρω όχημα οδηγείτο από τον επίσης θανασίμως τραυματισθέντα Χ. Ζ., οικείο των εναγόντων της πρώτης αγωγής, με την ακόλουθη, αναγκαία για την έκβαση του συναφούς αναιρετικού λόγου, αιτιολογία: “Στις ….12.2009 και ώρα 15:00 περίπου ο Χ. Ζ., οδηγώντας το υπ’ αριθ. κυκλ. ΕΜΑ-… Ε.Ι.Χ. αυτοκίνητο της κυριότητας του γιού του Κ. Χ. Ζ., το οποίο ήταν ασφαλισμένο στην εταιρία “Commercial Value”, της οποίας η άδεια ανακλήθηκε για παράβαση νόμου και στη θέση της υπεισήλθε ως ειδικός διάδοχος εκ του νόμου το Επικουρικό Κεφάλαιο, έχοντας ως συνεπιβάτη τον αδελφό του Ν. Ζ. στη θέση του συνοδηγού, εκινείτο στη χ.θ. … της Ε.Ο. …, έχοντας ξεκινήσει από τη θέση “Ξ.” της Α., όπου είχαν πάει για κυνήγι μαζί με το γιο του Χ. και άλλους φίλους τους. Στην άνω χ.θ. ο οδηγός του αυτοκινήτου από αμέλεια, που συνίσταται στην έλλειψη της επιμέλειας που όφειλε και μπορούσε από τις περιστάσεις να επιδείξει ως μέσος συνετός οδηγός, έχασε τον έλεγχο του αυτοκινήτου, γιατί οδηγούσε με ταχύτητα περίπου 100 km/h σε οδό με πολλές στροφές και δεν συνυπολόγισε το ψιλόβροχο που καθιστούσε το οδόστρωμα ολισθηρό, ακόμη περισσότερο επειδή τα ελαστικά του αυτοκινήτου (τύπου Jeep) ήταν για εκτός δρόμου διαδρομές (τρακτερωτά), με συνέπεια το αυτοκίνητο να χάσει την πρόσφυση στο οδόστρωμα, να εκτραπεί στο χαντάκι που υπήρχε δεξιά της οδού κατά τη φορά του, να ακολουθήσει μια ξέφρενη πορεία μέσα στο χαντάκι, κτυπώντας στα τοιχώματα του πρανούς δεξιά του χαντακιού και να ακινητοποιηθεί σε απόσταση 62 m. από το σημείο της εκτροπής με την αριστερή πλευρά του στο έδαφος και κάθετα περίπου προς το οδόστρωμα. Λόγω της ξέφρενης αυτής πορείας του σε ανώμαλο και πετρώδες έδαφος ο οδηγός του αυτοκινήτου εκτινάχθηκε από αυτό σε απόσταση περίπου 15 m. απ’ αυτό, τραυματισμένος βαρύτατα, ο δε αδελφός του καταπλακώθηκε από τη μέση και κάτω από το ανατραπέν αυτοκίνητο και απεβίωσε επί τόπου. Ο οδηγός του αυτοκινήτου έχασε τη ζωή του τέσσερις ημέρες αργότερα στο νοσοκομείο …, όπου διακομίστηκε. Δεν καταλείπεται καμμιά αμφιβολία στο Δικαστήριο ότι οδηγός του αυτοκινήτου κατά τη στιγμή της εκτροπής-ανατροπής του ήταν ο Χ. Ζ., όπως τούτο αποδεικνύεται από τις προανακριτικές καταθέσεις όλων των μελών της παρέας που είχε πάει για κυνήγι, συμπεριλαμβανομένου και του γιου του και κυρίου του ζημιογόνου αυτοκινήτου, ότι είδαν το Χ. Ζ. να καταλαμβάνει τη θέση του οδηγού και το Ν. Ζ. να επιβιβάζεται στη θέση του συνοδηγού και ότι κατά τη σύντομη διαδρομή (περίπου 25-30 km) μέχρι το σημείο του ατυχήματος δεν τους αντιλήφθηκαν να αλλάζουν θέσεις στο αυτοκίνητο (βλ. τις καταθέσεις των Α. Τ., Δ. Μ., Κ. Τ., Ι. Λ., Θ. Σ., Δ. Λ. και Κ. Χ. Ζ., ο οποίος μεταγενέστερα άλλαξε θέση ως προς το αν οδηγούσε το αυτοκίνητο ο πατέρας του). Άλλωστε η διανυθείσα απόσταση δεν ήταν τόσο μεγάλη, ώστε ο Χ. Ζ. να αισθανθεί κόπωση και να παραχωρήσει την οδήγηση του αυτοκινήτου στον αδελφό του. Η παραπάνω παραδοχή του Δικαστηρίου δεν αναιρείται ούτε από το ότι ο Ν. Ζ. βρέθηκε εγκλωβισμένος κάτω από την αριστερή πλευρά του αυτοκινήτου, ενώ ο Χ. Ζ. 15 m. μακριά από αυτό, δεδομένης της μεγάλης διαδρομής που διένυσε μέσα στο ανώμαλο και πετρώδες χαντάκι, κατά την οποία ασφαλώς και δεν παρέμειναν οι επιβάτες του στη θέση τους (αφού δεν φορούσαν ζώνες ασφαλείας) αλλά αναταράσσονταν και κτυπούσαν στα τοιχώματά του, ούτε από το ότι στην έκθεση αυτοψίας αναγράφεται ως οδηγός ο Ν. Ζ., αφού οι συντάκτες της δεν ήταν αυτόπτες μάρτυρες, αλλά μετέβησαν εκεί για να αποτυπώσουν και να καταγράψουν τα αντικειμενικά μόνο ευρήματα στον τόπο του ατυχήματος και όχι να εκφέρουν άποψη για το ποιος οδηγούσε το αυτοκίνητο, αλλά ούτε και από το είδος των κακώσεων που έφεραν οι δύο παθόντες και ιδίως ο Ν. Ζ. (πολλαπλά κατάγματα του θωρακικού κλωβού), αφού αυτά δεν μπορεί να είναι απότοκα μόνο της σύνθλιψης του θώρακα στο τιμόνι του αυτοκινήτου, αλλά μπορούσαν να προκληθούν από οποιαδήποτε πρόσκρουση του σώματός του είτε στο εσωτερικό του αυτοκινήτου και ιδίως στο ταμπλό, είτε από βράχους που εξείχαν από το πρανές (βλ. ιδίως τις προσκομιζόμενες φωτογραφίες), δεδομένης της μεγάλης βλάβης του αυτοκινήτου από τη δεξιά του πλευρά.
Συνεπώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε τα ίδια, με όμοια αλλά συνοπτικότερη αιτιολογία, δεν έσφαλε στην εκτίμηση των αποδείξεων και επομένως, ενόψει του ότι υπαίτιος της πρόκλησης του θανάσιμου τραυματισμού του ήταν ο ίδιος ο Χ. Ζ., πρέπει η πρώτη αγωγή να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν…”. Έτσι που έκρινε το Εφετείο διέλαβε στην απόφασή του ασαφείς, ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες αναφορικά με το κρίσιμο ζήτημα του ποιος ήταν ο οδηγός του ζημιογόνου αυτοκινήτου κατά τον χρόνο του ατυχήματος και ποιος ήταν ο συνεπιβάτης αυτού, με αποτέλεσμα να είναι ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος ως προς την συνδρομή των νομίμων όρων και προϋποθέσεων των διατάξεων που εφαρμόστηκαν. Ειδικότερα, ενώ δέχεται ότι ο Ν. Ζ. καθόταν στην θέση του συνοδηγού και το όχημα εξετράπη δεξιά προς την πλευρά του συνοδηγού, δεν διευκρινίζεται πως ο Ν. Ζ. βρέθηκε εγκλωβισμένος κάτω από την αριστερή πλευρά του ανατραπέντος οχήματος (δηλαδή αντίθετα στην θέση του οδηγού και αριστερά) και ο Χ. Ζ. 15 μ. μακριά και πως συνδέεται ο εγκλωβισμός του Ν. Ζ. στην αριστερή πλευρά του αυτοκινήτου με την εκτροπή του αυτοκινήτου προς τα δεξιά και με την διαδρομή του μέσα στο χαντάκι, κτυπώντας στα τοιχώματα δεξιά του χαντακιού. Επίσης δεν διευκρινίζεται από ποιο σημείο του οχήματος πετάχθηκε έξω ο Χ. Ζ., αν δηλαδή εκτινάχθηκε από το παρμπρίζ του αυτοκινήτου ή από την πόρτα του οδηγού ή του συνοδηγού, ούτε με ποιο τρόπο είναι δυνατόν ο οδηγός του αυτοκινήτου, που έχει μπροστά του το τιμόνι, το οποίο και τον συγκρατεί στην θέση του, να εκτιναχθεί έξω από το όχημα και ο συνεπιβάτης του να βρεθεί εγκλωβισμένος κάτω από την αριστερή πλευρά του αυτοκινήτου. Τέλος, αν και διαλαμβάνεται στην προσβαλλομένη απόφαση ότι η κρίση του Δικαστηρίου περί του ότι οδηγός του οχήματος, κατά τον χρόνο του ατυχήματος, ήταν ο Χ. Ζ. δεν αναιρείται “….ούτε και από το είδος των κακώσεων που έφεραν οι δύο παθόντες και ιδίως ο Ν. Ζ. (πολλαπλά κατάγματα του θωρακικού κλωβού), αφού αυτά δεν μπορεί να είναι απότοκα μόνο της σύνθλιψης του θώρακα στο τιμόνι του αυτοκινήτου, αλλά μπορούσαν να προκληθούν από οποιαδήποτε πρόσκρουση του σώματός του είτε στο εσωτερικό του αυτοκινήτου και ιδίως στο ταμπλό, είτε από βράχους που εξείχαν από το πρανές (βλ. ιδίως τις προσκομιζόμενες φωτογραφίες), δεδομένης της μεγάλης βλάβης του αυτοκινήτου από τη δεξιά του πλευρά…”, αναφέρει μόνο το είδος των σωματικών κακώσεων που υπέστη ο Ν. Ζ., όχι όμως, όπως έπρεπε, και το είδος των σωματικών κακώσεων που υπέστη ο Χ. Ζ.. Κατά συνέπειαν, το δικάσαν Εφετείο υπέπεσε στην από το άρθρο 559 αριθμ. 19 του Κ.Πολ.Δικ. προβλεπόμενη πλημμέλεια, κατά τον βάσιμο περί τούτου πρώτο λόγο αμφοτέρων των υπό κρίση αιτήσεων αναιρέσεως, ο οποίος πρέπει να γίνει δεκτός, παρελκούσης μετά ταύτα της έρευνας του δευτέρου λόγου της πρώτης αιτήσεως αναιρέσεως, από τον αριθμό 12 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δικ., με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο παραβίασε τους ορισμούς του νόμου σχετικώς με την δύναμη των αποδεικτικών μέσων, μη προσδίδοντας στην συνταγείσα σχετικώς από 5.12.2009 έκθεση αυτοψίας, στην οποία αναφερόταν ότι οδηγός του οχήματος ήταν ο Ν. Ζ., την δέουσα αποδεικτική δύναμη, ο οποίος (αναιρετικός λόγος) αναφέρεται στο ίδιο κεφάλαιο και καλύπτεται από την αναιρετική εμβέλεια του ως άνω λόγου που έγινε δεκτός. Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 8 του Κ.Πολ.Δικ., ιδρύεται λόγος όταν το δικαστήριο της ουσίας παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Πράγματα, υπό την έννοια της πιο πάνω διατάξεως, θεωρούνται οι ασκούντες ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων, που, υπό την προϋπόθεση της νόμιμης προτάσεώς τους, θεμελιώνουν ιστορικώς το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ενστάσεως ή αντενστάσεως ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος. Εξ άλλου, επί αγωγής για αποζημίωση ή και χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, που στηρίζεται σε αδικοπραξία του εναγομένου (άρθρα 914, 928, 932 του Α.Κ.), ο ισχυρισμός αυτού, ότι στην επέλευση της ζημίας συνετέλεσε και πταίσμα του θανόντος, συνιστά αυτοτελή ισχυρισμό που θεμελιώνει ένσταση καταλυτική εν όλω ή εν μέρει της αγωγής (άρθρο 300 Α.Κ.). Η ένσταση συντρέχοντος πταίσματος και τα θεμελιούντα αυτήν πραγματικά περιστατικά αποτελούν πράγματα, κατά την έννοια του αριθμού 8 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δικ. και η μη λήψη υπόψη αυτών από το δικαστήριο της ουσίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από την προαναφερομένη διάταξη λόγο αναιρέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον δεύτερο λόγο της δεύτερης αιτήσεως αναιρέσεως, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δικ., με την αιτίαση ότι το Εφετείο δεν ερεύνησε την ένσταση του αναιρεσείοντος Επικουρικού Κεφαλαίου περί συντρέχοντος πταίσματος του θανόντος Ν. Ζ., λόγω μη προσδέσεώς του με την ζώνη ασφαλείας. Ο λόγος αυτός της δεύτερης αιτήσεως αναιρέσεως είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός, αφού, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων, η ως άνω ένσταση που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως προς την έκταση των αποτελεσμάτων του ενδίκου τροχαίου ατυχήματος, προτάθηκε παραδεκτώς από το ήδη αναιρεσείον Επικουρικό Κεφάλαιο πρωτοδίκως και επαναφέρθηκε ενώπιον του Εφετείου, με τον πρώτο λόγο της εφέσεώς του, τον σχετικό δε ισχυρισμό, που, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, αποτελεί “πράγμα”, δεν έλαβε υπόψη το Εφετείο, όπως τούτο προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως.
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει αμφότερες οι αιτήσεις αναιρέσεως να γίνουν δεκτές κατά το κεφάλαιο αυτών που αφορά στο πρόσωπο του, κατά τον χρόνο του ατυχήματος, οδηγού του ζημιογόνου αυτοκινήτου και επιπλέον η δεύτερη τούτων και ως προς το κεφάλαιο αυτής που αφορά στην ένσταση συντρέχοντος πταίσματος του θανόντος Ν. Ζ., λόγω του ότι δεν είχε προσδεθεί με την ζώνη ασφαλείας, να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση κατά το ως άνω αναιρούμενο μέρος της στο ίδιο Εφετείο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλον Δικαστή (άρθρο 580 παρ. 3 του Κ.Πολ.Δικ.) και να καταδικαστούν οι αναιρεσίβλητοι εκάστης αιτήσεως αναιρέσεως, λόγω της ήττας τους, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των αναιρεσειόντων εκάστης αιτήσεως αναιρέσεως, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα των τελευταίων (άρθρα 176, 183, 189 παρ. 1, 191 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δικ.), εκ των οποίων μόνον το αναιρεσείον της δεύτερης αιτήσεως αναιρέσεως κατέθεσε προτάσεις, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή των κατατεθέντων για την άσκηση των ενδίκων αιτήσεων αναιρέσεως παραβόλων στους καταθέσαντες αυτά αναιρεσείοντες (εκάστης αναιρέσεως), ενόψει της νίκης τους (άρθρο 495 παρ. 3 εδ. ε’ του Κ.Πολ.Δικ., όπως ισχύει και εφαρμόζεται στην παρούσα υπόθεση μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015, που ισχύει, κατ’ άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 αυτού, για τα κατατιθέμενα από 1.1.2016 ένδικα μέσα).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει τις από 13.1.2016 και 2-3-2016 αιτήσεις για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 4482/2014 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Αναιρεί την 4482/2014 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, κατά τα αναφερόμενα στο σκεπτικό μέρη της.
Παραπέμπει την υπόθεση, κατά τα ως άνω αναιρούμενα μέρη της, για περαιτέρω εκδίκασή της στο ίδιο Εφετείο, που θα συγκροτηθεί από άλλον Δικαστή, εκτός εκείνου που δίκασε προηγουμένως.
Καταδικάζει το αναιρεσίβλητο της πρώτης αιτήσεως αναιρέσεως στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσειόντων, που ορίζει σε δύο χιλιάδες (2.000) ευρώ και τους αναιρεσιβλήτους της δεύτερης αιτήσεως αναιρέσεως στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, που ορίζει σε τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ. Και Διατάσσει την επιστροφή των παραβόλων στους καταθέσαντες αυτά αναιρεσείοντες εκάστης αιτήσεως αναιρέσεως.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Μαΐου 2017.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 16 Μαΐου 2017.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ