Αριθμός 842/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ’ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Χριστοδούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μαρία Μουλιανιτάκη, Μαρουλιώ Δαβίου-Εισηγήτρια, Μαρία Κουφούδη, Γεώργιο Καλαμαρίδη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 3 Νοεμβρίου 2021, με την παρουσία και του Γραμματέα Παναγιώτη Μπούκη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ε. Δ., νομίμως εκπροσωπουμένου από: 1. Τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην …., …… (…) και 2. Την ανεξάρτητη διοικητική αρχή με την επωνυμία “…” (…), εδρεύουσα ομοίως ως άνω, νομίμως εκπροσωπουμένη από τον Διοικητή της (…), το οποίο εκπροσωπήθηκε από την Σοφία Αλεξ. Μπίκου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.
Του αναιρεσιβλήτου: Δ. Π. του Γ., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ελευθερία Τσιουβάρα και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 9-9-2013 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 3350/2015 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 3244/2018 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον με την από 20-5-2020 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η πληρεξούσια του αναιρεσιβλήτου ζήτησε την απόρριψη της αιτήσεως και την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης στρέφεται κατά της 3244/2018 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. Με την απόφαση αυτή έγινε τυπικά δεκτή και απορρίφθηκε κατ’ουσίαν αντιμωλία των διαδίκων η έφεση του εναγομένου και ήδη αναιρεσείοντος Ε. Δ. κατά της 3350/2015 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία είχε γίνει δεκτή ως κατ’ουσίαν βάσιμη η αγωγή του αναιρεσίβλητου, περί ακυρώσεως, λόγω πλάνης, της εκ μέρους του πλασματικής αποδοχής της εξ αδιαθέτου κληρονομιάς του πατέρα του, λόγω παρόδου απράκτου της προς αποποίηση προθεσμίας. Η αίτηση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα κατά τις διατάξεις των άρθρων 495 παρ. 1 και 4 και 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ. 1 Κ,Πολ.Δικ. Επομένως αυτή είναι παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρα 571 και 577 Κ.Πολ.Δικ.).
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1711, 1846, 1847, 1848, 1849, 1850, 1851 και 1856 ΑΚ συνάγεται ότι ο κληρονόμος, είτε καλείται από διαθήκη, είτε εξ αδιαθέτου, αποκτά αυτοδίκαια την κληρονομιά με μόνο το θάνατο του κληρονομουμένου, χωρίς να απαιτείται οποιαδήποτε ενέργεια από μέρους του, ακόμα και χωρίς τη γνώση ή θέλησή του. Το δικαίωμα όμως αυτό της αυτοδίκαιης κτήσης της κληρονομιάς είναι προσωρινό και μετακλητό, γιατί τελεί υπό την τιθέμενη από το νόμο διαλυτική αίρεση της εμπρόθεσμης αποποίησης της κληρονομιάς (άρθρ. 1847 ΑΚ), δηλαδή δικαιούται ο κληρονόμος να αποποιηθεί, κατά βούληση, την κληρονομιά που έχει επαχθεί σ’ αυτόν από διαθήκη ή εξ αδιαθέτου, οπότε η κτήση αναιρείται εξαρχής και θεωρείται σαν να μην έγινε. Η αποποίηση της κληρονομιάς είναι δήλωση του προσωρινού κληρονόμου ότι αποκρούει – δεν δέχεται – την κληρονομιά που έχει επαχθεί σ’ αυτόν από διαθήκη ή εξ αδιαθέτου. Η αποποίηση συνιστά μονομερή δικαιοπραξία διαπλαστικού χαρακτήρα μη απευθυντέα σε τρίτο, υποκείμενη σε συστατικό τύπο και είναι ανεπίδεκτη οποιασδήποτε αίρεσης ή προθεσμίας, χάριν της ασφάλειας των συναλλαγών (άρθρο 1851 εδ. β ΑΚ). Η σχετική δήλωση αποποίησης γίνεται ενώπιον του γραμματέα του δικαστηρίου της κληρονομιάς, μέσα σε προθεσμία τεσσάρων μηνών (με τη διαφοροποίηση του άρθρου 1847 παρ. 2 ΑΚ), που αρχίζει από τότε που ο κληρονόμος έλαβε γνώση της επαγωγής και του λόγου αυτής. Στην επαγωγή όμως από διαθήκη η προθεσμία δεν αρχίζει πριν από τη δημοσίευση της διαθήκης (άρθρ. 1847 παρ. 1 εδ. β ΑΚ). Από την άπρακτη πάροδο της προθεσμίας αποποίησης τεκμαίρεται αμαχήτως από το νόμο (άρθρ. 1850 εδ.β ΑΚ) η αποδοχή της κληρονομιάς. Η δήλωση αποποίησης έχει διαπλαστικό χαρακτήρα, αφού δημιουργεί μία νέα νομική κατάσταση ως προς το πρόσωπο του κληρονόμου. Η κληρονομιά επάγεται σ’ εκείνον που θα είχε κληθεί, αν εκείνος που αποποιήθηκε δεν ζούσε κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου (άρθρ. 1856 ΑΚ). Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 1857 παρ. 1 και 2 ΑΚ, η αποδοχή ή η αποποίηση της κληρονομιάς είναι αμετάκλητη, ενώ η αποδοχή ή η αποποίηση που οφείλεται σε πλάνη ή απάτη ή απειλή κρίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες. Δεν αποκλείεται όμως, παρά το ότι η διάταξη του άρθρου 1857 παρ. 1 ΑΚ καθιερώνει το αμετάκλητο της αποδοχής ή της αποποίησης ως μονομερούς δικαιοπραξίας, με προφανή σκοπό τη δημιουργία βεβαιότητας ως προς το πρόσωπο του κληρονόμου, η αποδοχή και η αποποίηση να είναι συνέπεια πλάνης που δεν αναφέρεται στο λόγο της επαγωγής, ή που είναι αποτέλεσμα απάτης ή απειλής. Στις περιπτώσεις αυτές, η διάταξη του άρθρου 1857 παρ. 2 ΑΚ προβλέπει τη δυνατότητα ακύρωσης της αποδοχής ή αποποίησης, σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις για τις ακυρώσιμες δικαιοπραξίες (άρθρ. 140 επ., 147 επ., 150 επ. ΑΚ), που εφαρμόζονται ενόσω δεν τροποποιούνται από τις ιδιαίτερες ρυθμίσεις των διατάξεων του άρθρου 1857 παρ. 2-4 ΑΚ. Έτσι, εφόσον πρόκειται για δήλωση από πλάνη, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 140, 141 και 142 ΑΚ, αν κατά την κατάρτιση της δικαιοπραξίας, η δήλωση δεν συμφωνεί από ουσιώδη πλάνη με τη βούληση του δηλούντος, αυτός έχει το δικαίωμα να ζητήσει την ακύρωση της δικαιοπραξίας. Η πλάνη είναι ουσιώδης, όταν αναφέρεται σε σημείο ή ιδιότητα του προσώπου ή του πράγματος τέτοιας σπουδαιότητας για την όλη δικαιοπραξία ώστε, αν ο πλανηθείς γνώριζε την πραγματική κατάσταση, δεν θα επιχειρούσε τη δικαιοπραξία. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η αποδοχή της κληρονομιάς που συνάγεται από την παραμέληση της προθεσμίας αποποίησης, μπορεί να προσβληθεί από τον κληρονόμο λόγω πλάνης όταν η, με τον τρόπο αυτό συναγόμενη, κατά πλάσμα του νόμου, αποδοχή, δεν συμφωνεί με τη βούλησή του από ουσιώδη πλάνη, δηλαδή από άγνοια ή εσφαλμένη γνώση της καταστάσεως που διαμόρφωσε τη βούλησή του, αν αυτή αναφέρεται σε σημείο τόσο σπουδαίο για την αποδοχή της κληρονομιάς, ώστε, αν ο κληρονόμος γνώριζε την αληθινή κατάσταση ως προς το σημείο αυτό, δεν θα άφηνε να παρέλθει άπρακτη η προθεσμία αποποιήσεως. Η εσφαλμένη γνώση ή άγνοια, που δημιουργεί την μεταξύ βουλήσεως και δηλώσεως διάσταση, η οποία, όταν είναι ουσιώδης, θεμελιώνει δικαίωμα προσβολής της δηλώσεως λόγω πλάνης, μπορεί να οφείλεται και σε άγνοια ή εσφαλμένη γνώση των προαναφερόμενων νομικών διατάξεων για την αποδοχή της κληρονομιάς (Ολ ΑΠ 858/1990), υπάρχει δε πλάνη περί το δίκαιο της αποδοχής της κληρονομιάς και όταν ο κληρονόμος τελεί σε άγνοια που ανάγεται α) στο σύστημα της κτήσεως της κληρονομιάς κατά το ΑΚ που επέρχεται αμέσως μετά το θάνατο του κληρονομουμένου, οπότε η προθεσμία του άρθρου 1847 ΑΚ δεν αρχίζει, γιατί η άγνοια αποκλείει τη γνώση της επαγωγής της κληρονομιάς και β) σε άγνοια μόνο της υπάρξεως της προθεσμίας του άρθρου 1847 ΑΚ προς αποποίηση ή της κατά το άρθρο 1850 ΑΚ νομικής σημασίας της παρόδου της προθεσμίας αυτής άπρακτης (ΑΠ 827/2017, ΑΠ 572/2016, ΑΠ 1041/2015). Εάν έχει χωρήσει πλασματική αποδοχή της κληρονομιάς λόγω της προαναφερθείσας πλάνης, η έναρξη της προθεσμίας αποποιήσεως προϋποθέτει την ακύρωση της πλασματικής αποδοχής τελεσιδίκως, ώστε η εν συνεχεία αποποίηση να επιφέρει τα έννομα αποτελέσματά της. Τα ως άνω γεγονότα, όταν πρόκειται για κληρονομιά, που επάγεται σε ανήλικο, κρίνονται από το πρόσωπο, που τον εκπροσωπεί και έπρεπε αυτός (εκπρόσωπος) να προβεί στην εμπρόθεσμη αποποίηση της κληρονομιάς, για λογαριασμό του ανηλίκου, τηρώντας τις διατυπώσεις του άρθρου 1625 ΑΚ, ενόψει του ότι, του νόμου μη διακρίνοντος, η προθεσμία της αποποίησης τρέχει και κατά των προσώπων, που είναι ανήλικα. Η αγωγή προς ακύρωση της αποδοχής της κληρονομιάς είναι δυνατόν να στραφεί και κατά του δανειστή της κληρονομιάς (ΑΠ 173/2014, ΑΠ 951/2013, ΑΠ 1087/2011, ΑΠ 1211/2008).
Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, αναίρεση, για ευθεία παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, επιτρέπεται, αν το δικαστήριο της ουσίας ερμήνευσε εσφαλμένα τον κανόνα αυτό, του προσέδωσε δηλαδή έννοια διαφορετική από την αληθινή ή δεν τον εφάρμοσε ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις εφαρμογής του ή τον εφάρμοσε, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, απαιτώντας περισσότερα ή αρκούμενο σε λιγότερα, αντίστοιχα, στοιχεία από όσα αξιώνει ο νόμος για την εφαρμογή του ή αν τον εφάρμοσε εσφαλμένα (ΟλΑΠ 10/2011, ΟλΑΠ 7/2006). Αν το δικαστήριο απεφάνθη για την ουσία της υπόθεσης, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται βάσει των πραγματικών περιστατικών που ανέλεγκτα δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν και της υπαγωγής αυτών στο νόμο. Ιδρύεται δε ο παραπάνω λόγος, αν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή αν δεν τον εφάρμοσε, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε, αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (ΟλΑΠ 4/2018). Με τον παραπάνω λόγο ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση της νομιμότητας της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται ,δηλαδή, αν η αγωγή, κυρία παρέμβαση, ένσταση κλπ ορθά απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή στην ουσία (ΟλΑΠ 10/2011, ΑΠ 334/2021, ΑΠ 65/2020). Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στη έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ.3 του Συντάγματος, προκύπτει, ότι ο προβλεπόμενος από αυτήν λόγος αναίρεσης της έλλειψης νόμιμης βάσης, λόγω ανεπαρκών ή αντιφατικών αιτιολογιών, υπάρχει, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται σύμφωνα με το πραγματικό του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε, ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (ΑΠ 175/2020, ΑΠ 4979/2020, ΑΠ 1103/2011). Οι παραπάνω από τις διατάξεις των αριθμών 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγοι αναίρεσης, είναι δυνατόν να φέρονται ότι πλήττουν την προσβαλλόμενη απόφαση γιατί παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου κανόνα δικαίου, αλλά στην πραγματικότητα υπό το πρόσχημα ότι κατά την εκτίμηση των αποδείξεων παραβιάσθηκε κανόνας δικαίου, να πλήττουν την απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, οπότε οι λόγοι αναιρέσεως αυτοί θα απορριφθούν ως απαράδεκτοι, σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ, γιατί πλήττουν την ανέλεγκτη περί την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου. Τέλος, ο αναιρετικός λόγος από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμός 17 ιδρύεται αν η ίδια η απόφαση περιέχει αντιφατικές διατάξεις. Η αντίφαση μεταξύ των διατάξεων πρέπει να εντοπίζεται στο διατακτικό της ίδιας απόφασης και δεν αρκεί η ύπαρξη αντίφασης στο αιτιολογικό της απόφασης αυτής ή μεταξύ του αιτιολογικού και του διατακτικού της. Ειδικότερα η αντίφαση στο διατακτικό δημιουργεί τον προαναφερόμενο λόγο αναίρεσης όταν προκαλείται τέτοια αοριστία ώστε να εμποδίζεται η δημιουργία εκτελεστότητας της απόφασης ή η πρόκληση της σκοπούμενης διάπλασης ή η ύπαρξη βεβαιότητας στις σχέσεις των διαδίκων με το δεδικασμένο. (Ολ. ΑΠ 13/1995, ΑΠ 1199/2018, ΑΠ 860/2017).
Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔικ), προκύπτει ότι, το Εφετείο, μετά από συνεκτίμηση των νομίμως σ’ αυτό επικληθέντων και προσκομισθέντων αποδεικτικών στοιχείων, δέχθηκε τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, ως προς την αγωγή του αναιρεσίβλητου περί ακυρώσεως, λόγω πλάνης, της εκ μέρους του πλασματικής αποδοχής της εξ αδιαθέτου κληρονομιάς του πατέρα του, λόγω παρόδου απράκτου της προς αποποίηση προθεσμίας: “Στην Αθήνα, την 26-10-2005, απεβίωσε ο πατέρας του εφεσίβλητου (ενάγοντος) Γ. Π…., κάτοικος εν ζωή …, χωρίς να αφήσει διαθήκη. Ο θανών κληρονομήθηκε, σύμφωνα με τους κανόνες της εξ αδιαθέτου διαδοχής, κατά ποσοστό 5/20 εξ αδιαιρέτου, από τη σε δεύτερο γάμο και μητέρα του εφεσίβλητου (ενάγοντος) επιζώσα νόμιμη σύζυγό του Ε. χήρα Γ. Π., … και, κατά ποσοστό 3/20 εξ αδιαιρέτου εκάστου από τους από το δεύτερο γάμο του κατιόντες του, ήτοι τον ήδη εφεσίβλητο (ενάγοντα) Δ. Π. του Γ., τον Φ. Π. του Γ. και την Ε. Π. του Γ., καθώς και από τους κατιόντες του από τον πρώτο γάμο του με την Ε. Κ., ήτοι την Π. Π. του Γ. και τον Χ. Π. του Γ., ετεροθαλείς αδελφούς του εφεσίβλητου (ενάγοντος) Δ. Π.. Η κληρονομιά αυτή βαρυνόταν από σημαντικά ληξιπρόθεσμα χρέη προς διάφορους δανειστές, ειδικότερα, ο θανών όφειλε στο ήδη εκκαλούν (εναγόμενο) Ελληνικό Δημόσιο, ποσό 5.107,61 € (χρέη στη Δ.Ο.Υ. Νίκαιας Πειραιώς) και στην ήδη εκκαλούσα (εναγομένη) ανώνυμη τραπεζική εταιρεία υπό την επωνυμία “Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε.”, ποσό 1.902.872,07 € τουλάχιστον. Η τελευταία οφειλή προήλθε από την επαγγελματική δραστηριότητα του θανόντος, ως μέλους, εν ζωή, της ανώνυμης εταιρείας εμπορίας ειδών διατροφής υπό την επωνυμία “….”, και, συγκεκριμένα, από την 1365/1991 σύμβαση πιστώσεως με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, στην οποία ο θανών ήταν εγγυητής, ευθυνόμενος ως “αυτοφειλέτης” και, σε βάρος του θανόντος είχε εκδοθεί η 907/826/11-4-1995 Διαταγή Πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς “για ποσό 172.276.485 δραχμών κεφάλαιο και τόκοι έντοκα και με ανατοκισμό από 7-5-1994 μέχρις εξοφλήσεως”. Λόγω των χρεών της κληρονομιάς, όλοι οι πιο πάνω εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του θανόντος, εκτός του εφεσιβλήτου (ενάγοντος) … αποποιήθηκαν, κατά νόμο, την κληρονομιά, με δήλωσή τους, ενώπιον του αρμοδίου Γραμματέως του Πρωτοδικείου Αθηνών, ως δικαστηρίου της κληρονομιάς”. Ακολούθως, την κληρονομιά αποποιήθηκαν, επίσης, ενώπιον του ως άνω Γραμματέως του Πρωτοδικείου Αθηνών (δικαστηρίου της κληρονομιάς), με δήλωσή τους, τα αδέλφια του θανόντος κληρονομουμένου, ήτοι Χ. Κ., το γένος Χ. Π., ο Σ. Π. του Χ. και Ε. Π. του Χ. καθώς και οι λοιποί συγγενείς του θανόντος, ήτοι ο Χ. Κ., Μ. Π., Χ. θυγ. Σ. Π., ο Σ. Π. του Μ. και ο Γ. Π., όπως προκύπτει από τις… “εκθέσεις αποποίησης κληρονομιάς”. Ο εφεσίβλητος (ενάγων)., ο οποίος, κατά το χρόνο θανάτου του πατέρα του, ήταν ανήλικος, ως γεννηθείς την 23-11-1989, δεν αποποιήθηκε, όπως ειπώθηκε, την επαχθείσα σε αυτόν κληρονομιά μαζί με τους άλλους κληρονόμους. Συγκεκριμένα, η μητέρα του Ε. χήρα Γ. Π., ως ασκούσα αυτή μόνη τη γονική μέριμνα και νόμιμη αντιπρόσωπος του, απευθυνόμενη στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ενημερώθηκε ότι προκειμένου να αποποιηθεί την κληρονομιά αυτή, για λογαριασμό του εφεσιβλήτου, τότε ανηλίκου, έπρεπε να εκδοθεί δικαστική απόφαση. Έτσι, αφού έδωσε εντολή στην Φ. Φ., δικηγόρο [A.M. Δ.Σ.Α. 11579], να διενεργήσει τη σχετική διαδικασία, ασκήθηκε η από 24-2-2006 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. 41971/1683/1-3-2006) αίτηση, επί της οποίας εκδόθηκε, την 29-9-2006, η υπ’αριθ. 5346/2006 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών [διαδικασία εκούσιας δικαιοδοσίας]. Το διατακτικό της 5346/2006 αποφάσεως έχει ως εξής: “Δέχεται την αίτηση. Παρέχει την άδεια στην αιτούσα Ε. χήρα Γ. Π., το γένος Χ. Π., ως ασκούσα μόνη αποκλειστικώς τη γονική μέριμνα του ανηλίκου υιού της Δ. Π. του Γ., που γεννήθηκε στο …, την 23-11-1989, να προβεί επ’ονόματι και για λογαριασμό του, στην αποποίηση της επαχθείσας σε αυτόν, κατά ποσοστό δεκαεπτά εικοστών (17/20) συνολικώς εξ αδιαιρέτου, κληρονομιάς του θανόντος την 26-10-2005, στην Αθήνα, κατοίκου εν ζωή …, πατρός του, Γ. Π. του Χ., μετά την αποποίηση εκ μέρους πάντων των λοιπών κληρονόμων της κληρονομιάς”. Για το υπόλοιπο ποσοστό (3/20) εξ αδιαιρέτου δεν παρασχέθηκε η άδεια για την αποποίηση διότι όπως αναφέρεται στην ίδια απόφαση “κατά το ποσοστό (3/20) εξ αδιαιρέτου η κληρονομιά επήχθη στον ανήλικο Δ. Π., άμα τω θανάτω του πατέρα του, ως εκ νομίμου γάμου κατιών του θανόντος και είναι κληρονόμος με το ευεργέτημα της απογραφής (Α.Κ. 1912), αφού παρήλθε η προθεσμία αποποιήσεως (λήξη προθεσμίας, την 27-2-2006) και, κατά τα άρθρα 1847 και 1850 Α.Κ., η κληρονομία, ως προς το εν λόγω ποσοστό (3/20) θεωρείται ότι έχει γίνει αποδεκτή”. Η Ε. Π..-Π., με γνώσεις μόνο στοιχειώδους εκπαιδεύσεως (απόφοιτος Δημοτικού Σχολείου) αγνοούσε τις νομικές διατάξεις για την αποδοχή κληρονομιάς, όσον αφορά τον ανήλικο, τότε, εφεσίβλητο και, κατά τούτο, είχε εσφαλμένη γνώση από την ως άνω δικηγόρο της Φ. Φ.. Ειδικότερα, η τελευταία (Φ. Φ.) πληροφόρησε, εσφαλμένως, την Ε. Π.- Π., ως ασκούσα τη γονική μέριμνα και νόμιμη αντιπρόσωπο του εφεσίβλητου, ότι με την έκδοση της 5346/2006 αποφάσεως “ολοκληρώθηκε η διαδικασία και αποποιήθηκε ο Δ. Π. ολόκληρη την κληρονομία (ποσοστό 100%) του θανόντος Γ. Π.”. Έτσι, παρήλθε άπρακτη η προθεσμία αποποιήσεως από τον εφεσίβλητο της κληρονομιάς και θεωρείται, κατά πλάσμα του νόμου, ότι αυτός την αποδέχθηκε. Για τα προηγούμενα πραγματικά περιστατικά η κατάθεση της ως άνω μάρτυρος Ε. Π.- Π., εξετασθείσης πρωτοδίκως, είναι σαφής, πειστική και δεν αναιρείται από αντίθετο στοιχείο της δικογραφίας. Η μη αποποίηση από μέρους του εφεσιβλήτου της κληρονομιάς του θανόντος πατρός του Γ. Π. οφείλεται σε ουσιώδη πλάνη της Ε. Π.-Π.., μητρός του, νόμιμης αντιπροσώπου του και, ειδικότερα, στην άγνοια και εσφαλμένη γνώση της, σχετικά με τις διατάξεις του νόμου, που διέπουν την αποποίηση κληρονομίας από ανήλικο. Αν η Ε. Π.-Π.. γνώριζε την αληθή κατάσταση, κατά τούτο, δεν θα άφηνε να παρέλθει άπρακτη η προθεσμία αποποιήσεως. Η ουσιώδης αυτή πλάνη δικαιολογεί την ακύρωση της από μέρους του εφεσιβλήτου πλασματικής αποδοχής της κληρονομίας του θανόντος Γ. Π.. Ο εφεσίβλητος (ενάγων) έμαθε ότι δεν έγινε, από μέρους του, αποποίηση της κληρονομίας, το πρώτον, το Μάιο του έτους 2013, οπότε του κοινοποιήθηκε η υπ’ αριθ. πρωτ. 2164/9-5-2013 ατομική πρόσκληση ληξιπροθέσμων χρεών, βάσει της οποίας, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος του αποβιώσαντος πατέρα του, φέρεται υπόχρεος πληρωμής προς το εκκαλούν (εναγόμενο) Ελληνικό Δημόσιο, οφειλής της εν λόγω κληρονομίας προς τη Δ.Ο.Υ. Νίκαιας ποσού 5.107,61 Ε. …” . Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο, συνεκδικάζοντας τις εφέσεις του εκκαλούντος και ήδη αναιρεσίβλητου Ε. Δ. και της μη διαδίκου Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε., τις δέχθηκε τυπικά και τις απέρριψε κατ’ουσίαν, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση. Με τους γενικά αναφερόμενους λόγους αναίρεσης, υπό την επίκληση των αριθμών 1, 17 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, το αναιρεσείον πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για παραβίαση ευθέως και εκ πλαγίου των ουσιαστικού δικαίου διατάξεων των άρθρων 140 επ., 1847,1848,1849,1850 1857, που αναφέρονται στη νομική σκέψη (άρθρ. 562 παρ. 4 ΚΠολΔικ), σε συνδυασμό και με τις διατάξεις των άρθρων 1523, 1526 , 1527 ΑΚ, 797 ΚΠολΔ, καθώς και των διατάξεων των άρθρων 713, 714 και 718, που αφορούν στη σύμβαση εντολής, αποδίδοντας σε αυτήν, ότι με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ως άνω διατάξεων ουσιαστικού δικαίου και με ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες, σχετικά με το ουσιώδες ζήτημα, της ύπαρξης ουσιώδους πλάνης λόγω άγνοιας ή εσφαλμένης γνώσης των νομικών διατάξεων για την αποδοχή της κληρονομίας και των συνεπειών της άπρακτης προθεσμίας προς αποποίησή της, δέχθηκε, ότι η μη αποποίηση από μέρους του αναιρεσίβλητου της κληρονομίας του θανόντος πατρός του, οφείλεται σε ουσιώδη πλάνη της μητέρας του, η οποία , ασκούσε τη γονική μέριμνα αυτού λόγω της ανηλικότητάς του, και συγκεκριμένα στην άγνοια και εσφαλμένη γνώση της σχετικά με τις διατάξεις του νόμου, που διέπουν την αποποίηση κληρονομίας από ανήλικο, και ότι η ουσιώδης αυτή πλάνη δικαιολογεί την ακύρωση της από μέρους του αναιρεσίβλητου πλασματικής αποδοχής της κληρονομίας του θανόντος πατρός του. Αντίθετα, κατά τις αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, στην προκειμένη περίπτωση, η μη υποβολή δήλωσης αποποίησης κληρονομίας για λογαριασμό του ανηλίκου τότε αναιρεσίβλητου, από την ενεργούσα ως νόμιμη αντιπρόσωπο του, μητέρα του, δεν οφείλεται σε άγνοια των σχετικών διατάξεων νόμου ή σε ουσιώδη πλάνη περί του περιεχομένου αυτών, από την ίδια, οπότε “δεν μπορεί να γίνει λόγος για διάσταση βουλήσεως και δηλώσεως από πλάνη, άγνοια ή εσφαλμένη γνώση πραγμάτων και νομικών διατάξεων”, ώστε να τύχουν εφαρμογής οι προαναφερόμενες διατάξεις ουσιαστικού δικαίου, όπως εσφαλμένα δέχθηκε το Εφετείο, “αλλά σε αμελή εκτέλεση των υποχρεώσεων …” της μητέρας του, η μη ολοκλήρωση δε της διαδικασίας της αποποίησης από αυτήν για λογαριασμό του ανηλίκου τότε αναιρεσίβλητου “οφείλεται πιθανόν σε πταίσμα της εντολοδόχου της …” ήτοι της πληρεξούσιας δικηγόρου “στην οποία ανατέθηκε η διεκπεραίωση της διαδικασίας αποποίησης και η οποία…αφενός δεν προέβη στις απαιτούμενες ενέργειες για την ολοκλήρωση της διαδικασίας αποποίησης και αφετέρου δεν ενημέρωσε ορθά την εντολέα της …”. Πιο συγκεκριμένα, αιτιάται το αναιρεσείον, ότι η μητέρα του αναιρεσίβλητου, ενώ είχε γνώση της επαγωγής της κληρονομίας του θανόντος και του γεγονότος ότι αυτή είχε χρέη, αλλά και της ύπαρξης προθεσμίας αποποίησής της, αφού και η ίδια την αποποιήθηκε νομίμως και εγκαίρως και όσον αφορά τον ανήλικο ενημερώθηκε για τη διαδικασία αποποίησης από τον γραμματέα του Πρωτοδικείου Αθηνών και ανέθεσε σε δικηγόρο να προβεί στις σχετικές νόμιμες ενέργειες, επί πλέον δε ενημέρωσε τους ερχόμενους ως κληρονόμους του θανόντος συζύγου της μετά από αυτήν και τον ανήλικο υιό της, δεν επέδειξε τη δέουσα επιμέλεια του μέσου συνετού ανθρώπου για την ολοκλήρωση της διαδικασίας αποποίησης της κληρονομίας για λογαριασμό του ανηλίκου τότε αναιρεσίβλητου, επιπροσθέτως δε, ότι η μη διεκπεραίωση της διαδικασίας από την εντολοδόχο της δικηγόρο, έχει ως “μόνη συνέπεια” τη “γέννηση ευθύνης” της τελευταίας απέναντι στην ίδια ως εντολέα της “σύμφωνα με τις περί εντολής διατάξεις και, σε καμία περίπτωση, δεν σημαίνει πλάνη, άγνοια ή εσφαλμένη γνώση του δικαίου της αποποίησης της κληρονομίας που οδηγεί σε ακύρωση της αποδοχής της κληρονομίας”. Σύμφωνα όμως με τις παραδοχές της απόφασης, με βάση τις οποίες και μόνο κρίνεται η ύπαρξη και η βασιμότητα ή μη των αναιρετικών λόγων, η μητέρα του αναιρεσείοντος, έχοντας γνώσεις στοιχειώδους εκπαιδεύσεως (απόφοιτος Δημοτικού Σχολείου) και αγνοώντας τις νομικές διατάξεις για την αποδοχή κληρονομίας, όσον αφορά τον ανήλικο τότε γιό της, μετά από σχετική πληροφόρησή της, έδωσε εντολή στη δικηγόρο Φ. Φ., να διενεργήσει τη σχετική διαδικασία, ώστε να της παρασχεθεί άδεια να αποποιηθεί για λογαριασμό του την επαχθείσα σε αυτόν κληρονομία του θανόντος πατρός του, καθόσον, εξαιτίας των χρεών της, είχαν προβεί σε αποποίησή της, κατά το εξ αδιαιρέτου ποσοστό αυτής που τους αναλογούσε, όλοι οι καλούμενοι κατά τη σειρά της εξ αδιαθέτου διαδοχής κληρονόμοι του θανόντος. Πράγματι δε, κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, εκδόθηκε, κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, η 5346/2006 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία παρασχέθηκε μεν στην μητέρα του αναιρεσίβλητου άδεια αποποίησης της εν λόγω κληρονομίας, για λογαριασμό του, μόνο κατά το μετά την αποποίηση εκ μέρους πάντων των λοιπών κληρονόμων της κληρονομίας, ποσοστό δεκαεπτά εικοστών (17/20) συνολικώς εξ αδιαιρέτου αυτής, ενώ για το υπόλοιπο ποσοστό (3/20) εξ αδιαιρέτου της κληρονομίας, δεν παρασχέθηκε η άδεια για την αποποίηση, διότι όπως αναφέρεται στην ίδια απόφαση, η κληρονομία είχε επαχθεί στον ανήλικο νόμιμο κατιόντα του θανόντος άμα τω θανάτω του πατέρα του, και έτσι αυτός είχε καταστεί κληρονόμος με το ευεργέτημα της απογραφής (Α.Κ. 1912), καθόσον είχε παρέλθει η προθεσμία αποποιήσεως, οπότε, κατά τα άρθρα 1847 και 1850 Α.Κ., η κληρονομία, ως προς το εν λόγω ποσοστό (3/20) θεωρείται ότι έχει γίνει αποδεκτή. Στη συνέχεια όμως, σύμφωνα με τα όσα δέχθηκε ανελέγκτως το Εφετείο, η ως άνω δικηγόρος, πληροφόρησε εσφαλμένα την μητέρα του ανηλίκου αναιρεσίβλητου, η οποία ασκούσε τη γονική μέριμνα και ενεργούσε ως νόμιμη αντιπρόσωπος τούτου, ότι με την έκδοση της προαναφερόμενης αποφάσεως, ολοκληρώθηκε η διαδικασία της αποποιήσεως εκ μέρους τούτου ως προς ολόκληρη την κληρονομία (ποσοστό 100%) του θανόντος πατρός του, με συνέπεια να παρέλθει άπρακτη η προθεσμία αποποιήσεως από τον αναιρεσίβλητο της κληρονομίας αυτής και να θεωρείται, κατά πλάσμα του νόμου, ότι αυτός την αποδέχθηκε, ενώ το γεγονός της μη πλήρους αποποίησης της κληρονομίας εκ μέρους του, ο ίδιος το πληροφορήθηκε το πρώτον, το, Μάιο του έτους 2013, οπότε του κοινοποιήθηκε η με αριθμό πρωτοκόλλου 2164/9-5-2013 ατομική πρόσκληση ληξιπροθέσμων χρεών, βάσει της οποίας, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος του αποβιώσαντος πατέρα του, φέρεται υπόχρεος πληρωμής προς το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο, οφειλής της εν λόγω κληρονομίας προς τη Δ.Ο.Υ. Νίκαιας ποσού 5.107,61 ευρώ. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο, διαλαμβάνοντας εν τέλει στην προσβαλλόμενη απόφασή του ότι αν η μητέρα του ανήλικου τότε αναιρεσίβλητου γνώριζε την αληθή κατάσταση, περί της μη ολοκληρώσεως της ως άνω διαδικασίας αποποίησης εκ μέρους τούτου της κληρονομίας του πατρός του, δεν θα άφηνε να παρέλθει άπρακτη η προθεσμία αποποιήσεως και ότι η πλάνη της αυτή είναι ουσιώδης και δικαιολογεί την ακύρωση της πλασματικής αποδοχής της κληρονομίας του θανόντος, από τον αναιρεσίβλητο, δεν παραβίασε τις επικαλούμενες ουσιαστικές διατάξεις των άρθρων 140, 1847 εδ. β, 1848, 1849, 1850 και 1857, που αναφέρονται στη νομική σκέψη, σε συνδυασμό και με τις διατάξεις των άρθρων 1523, 1526 και 1527 ΑΚ. Τούτο δε, διότι, υπό τα ως άνω γενόμενα δεκτά πραγματικά περιστατικά, συνέτρεχαν οι νόμιμες προϋποθέσεις εφαρμογής των ως άνω διατάξεων, ενώ, επίσης, το Εφετείο ορθά δεν εφάρμοσε τις επικαλούμενες από το αναιρεσείον, σχετικές με τη σύμβαση εντολής διατάξεις, οι οποίες δεν ήταν εφαρμοστέες στην προκειμένη περίπτωση, καθόσον αυτές αφορούν σε άσχετο με την κρινόμενη υπόθεση ζήτημα, και ειδικότερα, στην τυχόν ευθύνη της εντολοδόχου δικηγόρου για τη διεξαγωγή της εντολής που της δόθηκε από την εντολέα της, μητέρα του αναιρεσίβλητου, το οποίο δεν αποτέλεσε νομική βάση της αγωγής του ίδιου και συνεπώς ούτε αντικείμενο έρευνας του δικαστηρίου της ουσίας. Επί πλέον το Εφετείο δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, αφού, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της, διέλαβε σ’ αυτήν σαφείς, πλήρεις και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες ως προς τα ουσιώδη ζητήματα της άγνοιας εκ μέρους της μητέρας του αναιρεσίβλητου, η οποία, λόγω της ανηλικότητάς του, ενεργούσε ως νόμιμη αντιπρόσωπος του, των νομικών διατάξεων της πλασματικής αποδοχής της κληρονομιάς λόγω άπρακτης παρόδου της προς αποποίηση προθεσμίας από ανήλικο και της εξακολουθητικής πλάνης της ίδιας, ότι μετά την έκδοση της ως άνω αποφάσεως, που της παρέσχε την άδεια αποποίησης για λογαριασμό του αναιρεσίβλητου, της έχουσας χρέη κληρονομίας του θανόντος πατρός του, είχε ολοκληρωθεί η διαδικασία αποποίησης ολόκληρης της εν λόγω κληρονομίας, γεγονός για το οποίο είχε εσφαλμένη πληροφόρηση από την πληρεξούσια δικηγόρο της. Ενόψει τούτων οι αναιρετικοί λόγοι από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ είναι αβάσιμοι. Ο δε λόγος αναίρεσης, με τον οποίο το αναιρεσείον, με τις ίδιες ως άνω αιτιάσεις, πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση και για παραβίαση του αριθμού 17 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., ανεξαρτήτως της αοριστίας του, καθόσον στο αναιρετήριο δεν καθορίζονται οι φερόμενες ως αντιφατικές διατάξεις της προσβαλλόμενης αποφάσεως, καθώς και σε τι συνίσταται η αντιφατικότητα των διατάξεων αυτών, είναι απαράδεκτος, διότι το αναιρεσείον δεν επικαλείται αντίφαση μεταξύ των διατάξεων του διατακτικού της ίδιας απόφασης, αλλά ύπαρξη αντίφασης στο αιτιολογικό της απόφασης αυτής, οπότε δεν θεμελιώνεται ο λόγος αυτός αναίρεσης. Συνακόλουθα με τα παραπάνω, μη υπάρχοντος άλλου αναιρετικού λόγου προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αίτηση του Ε. Δ. για αναίρεση της 3244/2018 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών και να καταδικαστεί το αναιρεσείον, ως ηττηθείς διάδικος στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσίβλητου, κατά το σχετικό αίτημά του (άρθρα 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), μειωμένη όμως κατά το άρθρο 22 παρ. 1 του Ν. 3693/1957 που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 αρ. 18 ΕισΝΚΠολΔ, άρθρο 5 παρ. 12 του Ν. 1738/1987 και 2 της 134.423/28.12.1992 ΚΥΑ των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης (ΦΕΚ Β’/11/20.1.1993) κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ?
Απορρίπτει την από 20-5-2020 αίτηση του Ε. Δ. για αναίρεση της 3244/2018 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών.
Καταδικάζει το αναιρεσείον στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσίβλητου, την οποία ορίζει σε τριακόσια (300) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 6 Απριλίου 2022.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 16 Μαΐου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ