Αριθμός 931/2021
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Δ’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ειρήνη Καλού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωστούλα Φλουρή – Χαλεβίδου, Μαρία Τζανακάκη, Αικατερίνη Βλάχου και Ευστάθιο Νίκα, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 16 Οκτωβρίου 2020, με την παρουσία και του Γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ν. Γ. (N. G.) του Τ. (J.), κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Σοφία Εξουζίδου.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Τ. Ζ. (J. Z.) του Τ. (J.), κατοίκου …, ο οποίος δεν παραστάθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο και 2) ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία “ΙΝΤΕΡΣΑΛΟΝΙΚΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ ΖΗΜΙΩΝ ΑΕ”, που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Καραγκούνη, που δήλωσε στο ακροατήριο ότι ανακαλεί την από 15-10-2020 δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και παρίσταται.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 20-4-2010 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Καλαμάτας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 170/2013 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 88/2018 του Μονομελούς Εφετείου Καλαμάτας, την αναίρεση των οποίων ζητεί ο αναιρεσείων με την από 15-6-2019 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, με Εισηγητή τον Αρεοπαγίτη Ευστάθιο Νίκα, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκαν μόνο ο αναιρεσείων και η 2η των αναιρεσιβλήτων όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η πληρεξούσια του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης, ο πληρεξούσιος της 2ης αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από το άρθρο 576 παρ. 1-2 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, αν κατά τη συζήτηση της αναίρεσης δεν εμφανιστεί ή εμφανιστεί αλλά δεν λάβει μέρος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος κάποιος από τους διαδίκους, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως ποιος επισπεύδει τη συζήτηση. Αν την επισπεύδει ο απολειπόμενος διάδικος, η υπόθεση συζητείται σαν να ήταν παρόντες οι διάδικοι, αν όμως την επισπεύδει ο αντίδικός του, τότε ερευνάται αν ο απολειπόμενος ή ο μη παριστάμενος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος διάδικος κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα. Αν η κλήση για τη συζήτηση δεν επιδόθηκε ή επιδόθηκε αλλά όχι νόμιμα, ο Άρειος Πάγος κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση και η υπόθεση επαναφέρεται με νέα κλήση. Στην αντίθετη περίπτωση, προχωρεί στη συζήτηση παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί (ΑΠ 12/2020, ΑΠ 548/2020, ΑΠ 418/2019, ΑΠ 1049/2017, ΑΠ 1753/2017, ΑΠ 1747/2017, ΑΠ 242/2015). Στην προκείμενη περίπτωση, από την υπ’ αριθμ. 5.602 Β/13-8-2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Καλαμάτας Κων/νου Γ. Π. που επικαλείται και προσκομίζει ο αναιρεσείων, προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της υπό κρίση, από 15-6-2019 και καταχωρηθείσας στο Εφετείο Καλαμάτας με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης 29/2-7-2019 αίτησης αναιρέσεως κατά της υπ’αρ. 88/2018 τελεσιδίκου αποφάσεως του Μον. Εφετείου Καλαμάτας, με την στη συνέχεια αυτής υπ’αρ. 1243/ 11-10-2019 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου περί ορισμού του Δ’ Τμήματος αρμοδίου για την εκδίκαση της παρούσας αίτησης αναίρεσης, την από 11-10-2019 πράξη της Προέδρου του Δ’ Τμήματος περί ορισμού δικασίμου της αναφερόμενης στην αρχή της παρούσα προς συζήτηση της προκείμενης υπόθεσης, μαζί με κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας (16-10-2020), επιδόθηκε, νόμιμα και εμπρόθεσμα, με επιμέλεια του επισπεύδοντος τη συζήτηση αναιρεσείοντος, στον πρώτο των αναιρεσιβλήτων Τ. Ζ. (J. Z.) του J.,ο οποίος ωστόσο δεν παραστάθηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο κατά τη δικάσιμο αυτή. Κατά συνέπεια, αφού ο τελευταίος δεν εμφανίστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου κατά την εν λόγω δικάσιμο, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο, ούτε κατέθεσε έγγραφη δήλωση, σύμφωνα με τα άρθρα 242 παρ.2 και 573 παρ.1 ΚΠολΔ, πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση παρά την απουσία του, σαν να ήταν όλοι οι διάδικοι παρόντες.
Η κρινόμενη από 15-6-2019 και καταχωρηθείσα στο Εφετείο Καλαμάτας με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης 29/2-7-2019 αίτησης αναιρέσεως κατά της υπ’αρ. 88/2018 τελεσιδίκου αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Καλαμάτας,που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 681Α ΚΠολΔ., κατ’ αντιμωλία των διαδίκων έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ. 1 ΚΠολΔ.) είναι επομένως παραδεκτή (άρθρ. 577 παρ.1 ΚΠολΔ) και πρέπει, να ερευνηθεί, περαιτέρω, ως προς τους λόγους της (άρθρ. 577 παρ. 3 ΚΠολΔ).
Κατά το άρθρο 552 ΚΠολΔ, με αναίρεση μπορούν να προσβληθούν οι αποφάσεις των ειρηνοδικείων, των μονομελών και πολυμελών πρωτοδικείων, καθώς και των εφετείων. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 553 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ αναίρεση επιτρέπεται μόνο κατά των αποφάσεων που δεν μπορούν να προσβληθούν με ανακοπή ερημοδικίας και έφεση. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής ο χαρακτήρας της απόφασης, ως τελεσίδικης ή μη, κρίνεται κατά το χρόνο άσκησης της αίτησης για αναίρεση, δηλαδή κατά το χρόνο κατάθεσής της στον αρμόδιο γραμματέα, όπως ορίζει το άρθρο 495 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ., διαφορετικά η αίτηση είναι απαράδεκτη, έστω και αν έχει καταστεί τελεσίδικη κατά το χρόνο της συζήτησης, (Ολ. ΑΠ 5/2001, ΑΠ 594/2017,ΑΠ 254/2010, AΠ 2213/2009, ΑΠ 709/2007, ΑΠ 319/2012, ΑΠ 153/2015 ΤΝΠ Νόμος). Επομένως, αν έχει ασκηθεί έφεση, δεν επιτρέπεται να προσβληθεί με αναίρεση η πρωτόδικη απόφαση, παρά μόνο η απόφαση του εφετείου που θα εκδοθεί (βλ. ΑΠ 594/2017, ΑΠ 1089/2009, ΤΝΠ Νόμος). Από τις ως άνω διατάξεις συνάγεται ότι, αν γίνει τυπικά δεκτή η έφεση, που ασκήθηκε κατά της πρωτοδίκου αποφάσεως, με αναίρεση προσβάλλεται μόνο η απόφαση του εφετείου, είτε με αυτήν η έφεση απορρίφθηκε κατ` ουσίαν και έτσι επικυρώθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, είτε έγινε δεκτή κατ` ουσίαν και το Εφετείο, αφού εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση, έκρινε οριστικά την διαφορά, γιατί στην πρώτη περίπτωση η πρωτόδικη απόφαση ενσωματώθηκε στην εφετειακή, ενώ στη δεύτερη περίπτωση έπαυσε να υπάρχει (ΑΠ 183/2020, Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1725/2005). Στην περίπτωση δε που η έφεση έγινε τυπικά δεκτή και απορρίφθηκε κατ` ουσίαν και, κατά συνέπεια, επικυρώθηκε η πρωτόδικη απόφαση, η οποία έτσι ενσωματώθηκε στην εφετειακή απόφαση, τα τυχόν σφάλματα της αποφάσεως του πρώτου βαθμού, αφού επικυρώνονται από το Εφετείο, μπορούν να προταθούν με την αίτηση αναιρέσεως ως σφάλματα της δευτεροβαθμίου αποφάσεως, εφ` όσον συνιστούν και αναιρετικούς λόγους, παραδεκτώς προβαλλόμενους (ΟλΑΠ 16/1990, ΑΠ 183/2020, ΝΟΜΟΣ).
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ` αριθμ.170/2013 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Καλαμάτας, με την απόφαση αυτή έγιναν τυπικά δεκτές η έφεση και οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης του αναιρεσείοντος, καθώς και η αντέφεση των αναιρεσιβλήτων, στην συνέχεια απορρίφθηκε δε κατ` ουσίαν η έφεση και οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης του τώρα αναιρεσείοντος κατά της πρωτόδικης με αριθμό 170/2013 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καλαμάτας, καθώς και (απορρίφθηκε κατ` ουσίαν) η αντέφεση των αναιρεσιβλήτων κατά της ίδιας πρωτόδικης απόφασης και έτσι ενσωματώθηκε η με αριθμό 170/2013 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καλαμάτας, στην προσβαλλόμενη υπ` αριθμ.170/2013 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Καλαμάτας. Επομένως η ένδικη αναίρεση κατά το μέρος της, με το οποίο (συμ)προσβάλλεται η ανωτέρω πρωτόδικη υπ’ αριθ. 170/2013 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καλαμάτας, είναι απαράδεκτη και πρέπει ν` απορριφθεί, δεκτής γενόμενης ως νόμιμης και βάσιμης της σχετικής ένστασης των αναιρεσιβλήτων. Περαιτέρω αναφορικά με το διαδικαστικό ιστορικό της υπόθεσης, από την επιτρεπτή κατ` άρθρο 561 αρ. 2 ΚΠολΔ. επισκόπηση της παραδεκτά προσβαλλόμενης υπ` αριθμ.170/2013 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Καλαμάτας και των λοιπών διαδικαστικών εγγράφων της δίκης προκύπτει ότι ο τώρα αναιρεσείων άσκησε κατά των τώρα αναιρεσιβλήτων ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καλαμάτας την από 20-4-2010 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 219/19-10-2012 αγωγή, με την οποία ισχυρίζονταν ότι σε τροχαίο ατύχημα που προκλήθηκε υπό τις αναλυτικά αναφερόμενες στην αγωγή συνθήκες από αποκλειστική υπαιτιότητα (αμέλεια περί την οδήγηση) του πρώτου εναγόμενου (ήδη πρώτου αναιρεσιβλήτου), οδηγού του υπ’αριθμ. κυκλοφορίας … ΙΧΕ αυτοκινήτου ιδιοκτησίας του, που ήταν έγκυρα ασφαλισμένο για την έναντι τρίτων από την οδήγησή του αστική ευθύνη στην τότε δεύτερη εναγομένη (τώρα δεύτερη αναιρεσίβλητη) Ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία, τραυματίστηκε σοβαρά, κατά τα αναλυτικά στην αγωγή ιστορούμενα, ο ενάγων (τώρα αναιρεσείων) οδηγός του υπ’αριθμ. κυκλοφορίας … δίκυκλου μοτοποδήλατου, που ανήκε στην αποκλειστική κυριότητα της συζύγου του (που δεν ήταν διάδικος στην επί της ως άνω αγωγής δίκη). Ζητούσε δε ο ενάγων, αφού παραιτήθηκε παραδεκτά με δήλωσή του που καταχωρήθηκε στα πρακτικά του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου από το κονδύλιο ποσού 8.903,24 ευρώ για αγορά αυτοκινήτου, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, να του καταβάλλουν στους ενάγοντες εις ολόκληρο έκαστος νομιμοτόκως, τα αναλυτικά αναφερόμενα σε αυτήν ποσά για αποζημίωσή του, για αποζημίωση λόγω αναπηρίας κατ’άρθρο 931 Α.Κ., και για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης που υπέστη από τον τραυματισμό του κατά το ένδικο τροχαίο ατύχημα, αφού αφαιρεθεί το ποσό των 40 ευρώ για το οποίο επιφυλάχθηκε να απαιτήσει από τα ποινικά δικαστήρια. Επί της ως άνω αγωγής εκδόθηκε κατ’αντιμωλία των διαδίκων η υπ` αριθμ. 170/2013 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καλαμάτας, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή του τώρα αναιρεσείοντος και υποχρεώθηκαν οι εναγόμενοι (τώρα αναιρεσίβλητοι) να καταβάλλουν σε ολόκληρο έκαστος στον ενάγοντα τα αναλυτικά αναφερόμενα στην απόφαση αυτή χρηματικά ποσά νομιμοτόκως. Κατά της ανωτέρω υπ’αρ. 170/2013 αποφάσεως του ως άνω πρωτοβάθμιου δικαστηρίου άσκησε ο μεν ενάγων την από 3-6-2016 με αρ. κατάθ. 41/27-06-2016 έφεσή του, καθώς και τους από 23-12-2017 και με αρ. κατάθ. 2/4-1-2018 πρόσθετους λόγους έφεσης κατά των εναγομένων (τώρα αναιρεσιβλήτων) ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Καλαμάτας, οι δε εναγόμενοι (τώρα αναιρεσίβλητοι) άσκησαν την από 28-8-2017 και με αρ. κατάθ. 88/30.8.2017 αντέφεσή τους κατά του ενάγοντος (τώρα αναιρεσείοντος) ενώπιον του ίδιου ως άνω δικαστηρίου. Επί των ως άνω εφέσεων εκδόθηκε η προσβαλλόμενη υπ’αρ. 88/2018 οριστική απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Καλαμάτας, που συνεκδίκασε κατ’αντιμωλία των διαδίκων την ως άνω έφεση, τους πρόσθετους λόγους αυτής και την ως άνω αντέφεση, δέχθηκε δε τυπικά και απέρριψε κατ’ουσία την ως άνω έφεση, τους πρόσθετους λόγους αυτής και την ως άνω αντέφεση.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 παρ.1 εδ. α του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται μόνο, αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ` αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (ΟλΑΠ 1/2016, ΟλΑΠ 2/2013, ΟλΑΠ 7/2006, ΑΠ 367/2020,ΑΠ 19/2020, ΑΠ 270/2018, ΑΠ 91/2017). Με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του ανωτέρω δικαστηρίου κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. [ΑΠ 367/2020,ΑΠ 130/2016, ΑΠ 1420/2013]. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 931 του Α.Κ. “η αναπηρία ή η παραμόρφωση που προξενήθηκε στον παθόντα λαμβάνεται υπόψη κατά την επιδίκαση της αποζημίωσης αν επιδρά στο μέλλον του”. Ως “αναπηρία” θεωρείται κάποια έλλειψη της σωματικής, νοητικής ή ψυχικής ακεραιότητας του προσώπου, ενώ ως “παραμόρφωση” νοείται κάθε ουσιώδης αλλοίωση της εξωτερικής εμφάνισης του προσώπου, η οποία καθορίζεται όχι αναγκαίως κατά τις απόψεις της ιατρικής, αλλά κατά τις αντιλήψεις της ζωής. Περαιτέρω, ως “μέλλον” νοείται η επαγγελματική, οικονομική και κοινωνική εξέλιξη του προσώπου. Δεν απαιτείται βεβαιότητα δυσμενούς επιρροής της αναπηρίας ή παραμόρφωσης στο μέλλον του προσώπου. Αρκεί και απλή δυνατότητα κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων. Στον επαγγελματικό – οικονομικό τομέα η αναπηρία ή η παραμόρφωση του ανθρώπου, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, αποτελεί αρνητικό στοιχείο στα πλαίσια του ανταγωνισμού και της οικονομικής εξέλιξης και προαγωγής του. Οι δυσμενείς συνέπειες είναι περισσότερο έντονες σε περιόδους οικονομικών δυσχερειών και στενότητας στην αγορά εργασίας. Οι βαρυνόμενοι με αναπηρία ή παραμόρφωση μειονεκτούν και κινδυνεύουν να βρεθούν εκτός εργασίας έναντι των υγιών συναδέλφων τους (ΑΠ 91/2017, ΝΟΜΟΣ). Η διάταξη του άρθρου 931 του Α.Κ. προβλέπει επιδίκαση από το δικαστήριο χρηματικής παροχής στον παθόντα αναπηρία ή παραμόρφωση, εφόσον συνεπεία αυτών επηρεάζεται το μέλλον του. Η χρηματική αυτή παροχή δεν αποτελεί αποζημίωση, εφόσον η τελευταία εννοιολογικά συνδέεται με την επίκληση και απόδειξη ζημίας περιουσιακής, δηλαδή διαφοράς μεταξύ της περιουσιακής κατάστασης μετά το ζημιογόνο γεγονός και εκείνης που θα υπήρχε χωρίς αυτό (ΑΠ 91/2017, ΝΟΜΟΣ) . Όμως, η αναπηρία ή η παραμόρφωση ως τοιαύτη δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη πρόκληση στον παθόντα περιουσιακής ζημίας. Δεν μπορεί να γίνει πρόβλεψη ότι η αναπηρία ή η παραμόρφωση θα προκαλέσει στον παθόντα συγκεκριμένη περιουσιακή ζημία. Είναι όμως βέβαιο ότι η αναπηρία ή η παραμόρφωση, ανάλογα με το βαθμό της και τις λοιπές συντρέχουσες περιστάσεις (ηλικία, φύλο, κλίσεις και επιθυμίες του παθόντος), οπωσδήποτε θα έχει δυσμενή επίδραση στην κοινωνική – οικονομική εξέλιξη τούτου, κατά τρόπο όμως που δεν δύναται επακριβώς να προσδιορισθεί. Η δυσμενής αυτή επίδραση είναι δεδομένη και επομένως δεν δικαιολογείται εμμονή στην ανάγκη προσδιορισμού του ειδικού τρόπου της επίδρασης αυτής και των συνεπειών της στο κοινωνικό – οικονομικό μέλλον του παθόντος (ΑΠ 91/2017,ΝΟΜΟΣ). Προέχον και κρίσιμο είναι το γεγονός της αναπηρίας ή της παραμόρφωσης ως βλάβης του σώματος ή της υγείας του προσώπου, δηλαδή ως ενός αυτοτελούς έννομου αγαθού, που απολαύει και συνταγματικής προστασίας, σύμφωνα με τις παραγράφους 3 και 6 του άρθρου 21 του Συντάγματος, όχι μόνο στις σχέσεις των πολιτών προς το Κράτος, αλλά και στις μεταξύ των πολιτών σχέσεις, χωρίς αναγκαία η προστασία αυτή να συνδέεται με αδυναμία πορισμού οικονομικών ωφελημάτων ή πλεονεκτημάτων. Έτσι, ορθότερη κρίνεται η ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 931 του Α.Κ., που την καθιστά εφαρμόσιμη, σύμφωνα με την οποία προβλέπεται από τη διάταξη αυτή η επιδίκαση στον παθόντα αναπηρία ή παραμόρφωση ενός εύλογου χρηματικού ποσού ακριβώς λόγω της αναπηρίας ή της παραμόρφωσης, χωρίς σύνδεση με συγκεκριμένη περιουσιακή ζημία, η οποία άλλωστε και δεν δύναται να προσδιορισθεί. Επομένως, το ποσό που δικαιούται ο παθών κατά το άρθρο 931 του Α.Κ., δεν υπολογίζεται με τα μέτρα της αποζημίωσης, αλλά εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστή να το καθορίσει κατά δίκαιη κρίση σε εύλογο χρηματικό ποσό, με βάση αφενός το είδος, την έκταση και τις συνέπειες της αναπηρίας ή παραμόρφωσης του παθόντος και αφετέρου την ηλικία, το φύλο, τις κλίσεις του παθόντος και τον βαθμό συνυπαιτιότητάς του. Είναι πρόδηλο ότι η κατά τη διάταξη του άρθρου 931 του Α.Κ. αξίωση για αποζημίωση λόγω αναπηρίας ή παραμόρφωσης είναι διαφορετική από την κατά τη διάταξη του άρθρου 929 του Α.Κ. αξίωση αποζημίωσης για διαφυγόντα εισοδήματα του παθόντος, που κατ’ ανάγκη συνδέεται με επίκληση και απόδειξη συγκεκριμένης περιουσιακής ζημίας λόγω της ανικανότητας του παθόντος προς εργασία και από την κατά τη διάταξη του άρθρου 932 του Α.Κ. αξίωση για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης και είναι αυτονόητο ότι όλες οι παραπάνω αξιώσεις δύνανται να ασκηθούν είτε σωρευτικά είτε μεμονωμένα, αφού πρόκειται για αυτοτελείς αξιώσεις και η θεμελίωση κάθε μιας από αυτές δεν προϋποθέτει αναγκαία την ύπαρξη και των λοιπών (ΑΠ 91/2017, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 150/2015, ΑΠ 72/2012, ΑΠ 1710/2010, ΑΠ 158/2016). Περαιτέρω, κατά την διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 14 του Κ.Πολ.Δικ. αναίρεση επιτρέπεται, αν το δικαστήριο παρά το νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως αναφέρεται σε ακυρότητες, δικαιώματα και απαράδεκτα από το δικονομικό μόνο δίκαιο, και όχι το ουσιαστικό. Υπό τον όρο “απαράδεκτο” νοείται το δικονομικό, αυτό δηλαδή που δημιουργείται από την αθέτηση – παραβίαση δικονομικής διατάξεως, με αποτέλεσμα η δικονομική ενέργεια να στερείται των αναγκαίων προϋποθέσεων του κύρους της, ενώ ως έκπτωση από το δικαίωμα νοείται η κύρωση σε βάρος του διαδίκου που επέρχεται από δικονομική διάταξη, σε περίπτωση παρόδου νόμιμης προθεσμίας για ενέργεια, αν από την διάταξη του νόμου και τον σκοπό της συνάγεται ο αποκλεισμός ύστερης ενέργειας (ΑΠ 501/2020).
Στην προκείμενη περίπτωση με τον 1ο λόγο της αίτησης αναίρεσης κατά το πρώτο σκέλος του, ο αναιρεσείων αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από τον αριθμό 1 και από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με την αιτίαση, ότι το Εφετείο αφενός εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τον ουσιαστικό κανόνα δικαίου του άρθρου 931 ΑΚ και απέρριψε την αγωγή του ως αόριστη, ως προς το κονδύλιο της κατ’ άρθρο 931 ΑΚ πρόσθετης αυτοτελούς αποζημίωσης λόγω αναπηρίας που επιδρά στο μέλλον του ενάγοντος, (νομική αοριστία της αγωγής), αξιώνοντας περισσότερα στοιχεία του νόμου από όσα απαιτεί η ανωτέρω ουσιαστικού δικαίου διάταξη,. Από την επιτρεπτή κατ’ άρθρ. 561 αρ. 2 ΚΠολΔ εκτίμηση του δικογράφου της αγωγής του αναιρεσείοντα και από την προσβαλλόμενη εφετειακή απόφαση προκύπτουν τα εξής: με την από 20.4.2010 και με αρ. κατάθ. 219/2012 αγωγή του και μετά από ανάλυση του ιστορικού του ενδίκου τροχαίου ατυχήματος, το οποίο προκλήθηκε από αποκλειστική υπαιτιότητα του πρώτου εναγομένου και ήδη πρώτο αναιρεσίβλητου(όπως έγινε δεκτό και με την προσβαλλόμενη απόφαση,που κατά την παραδοχή της αυτή δεν προσβλήθηκε με αναίρεση) οδηγού του υπ’αρ. κυκλοφ. … ΙΧΕ αυτοκινήτου,που ήταν ασφαλισμένο για τις έναντι τρίτων ζημιές στην δεύτερη αναιρεσίβλητη- δεύτερη εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία, κατά το οποίο ο αναιρεσείων τραυματίστηκε σοβαρά (κάταγμα των σπονδύλων Θ12-03) περαιτέρω, αναφορικά με την αξίωση αποζημίωσης λόγω μόνιμης αναπηρίας, ο αναιρεσείων ως ενάγων ανέφερε τα εξής, αυτολεξεί παρατιθέμενα: “….β) Επιπλέον, λόγω της βλάβης που υπέστην και της αναπηρίας που αυτή κατέλιπε σε εμένα και η οποία θα έχει δυσμενείς συνέπειες για το μέλλον μου, αιτούμαι την επιδίκαση εύλογου χρηματικού ποσού ως αποζημίωση, καθώς όπως ορίζεται κατά την διάταξη του άρθρου 931 ΑΚ “η αναπηρία ή η παραμόρφωση που προξενήθηκε στον παθόντα λαμβάνεται υπόψη κατά την επιδίκαση της αποζημίωσης αν επιδρά στο μέλλον του”. ……..
Εν προκειμένω αποδεικνύεται ότι κατά τον χρόνο του ατυχήματος, διήγαγα το 42ο έτος της ηλικίας μου, απασχολούμην στις παραπάνω εργασίες και είχα την δυνατότητα να εξακολουθήσω να απασχολούμαι σε παρόμοιες εργασίες. Εξαιτίας του τραυματισμού μου αναγκάσθηκα να παραμείνω κλινήρης για μεγάλο χρονικό διάστημα και να μην μετακινούμαι παρά μόνο για ιατρικές εξετάσεις. Η σημερινή μου κατάσταση είναι η σαφής ευαισθησία και η ελλιπής κινητικότητα που παρουσιάζεται στο σώμα μου λόγω της κακώσεως των συγκεκριμένων σπονδύλων μου, που εστιάζεται κυρίως στην αδυναμία εκτέλεσης βασικών κινήσεων, συνεπεία του ως άνω τροχαίου αυτοκινητικού ατυχήματος σύμφωνα και με όσα αναφέρονται παραπάνω, ήτοι η βλάβη της σπονδυλικής μου στήλης, ενέχει το στοιχείο της μόνιμης βλάβης δεδομένου ότι η βλάβη και καταστροφή των οστών της σπονδυλικής στήλης είναι ανεπίστρεπτη. Εξαιτίας αυτής κρίθηκα ανίκανος δια βίου, κατά το ως άνω ποσοστό από την Α’ βάθμια Υγειονομική Επιτροπή του Ι.Κ.Α, συστήθηκε από τους προαναφερόμενους θεράποντες ιατρούς του Νοσοκομείου ΚΑΤ Κηφισιάς να προφυλάσσομαι με την αποφυγή απότομων κινήσεων, όπως αυτές της άσκησης αθλητικών δραστηριοτήτων και βαριάς μυικής εργασίας. Από όλα τα παραπάνω σαφώς συνάγεται ότι εξαιτίας της ως άνω μόνιμης αναπηρίας μου με τις απορρέουσες από αυτήν παραπάνω σοβαρές συνέπειες είναι αδύνατον πλέον να εκτελώ χρέη εργάτη εργοστασίου φόρτωσης και εκφόρτωσης σακιδίων με ασβέστη, καθώς και χρέη υπαλλήλου σερβιτόρου και διανομέα, γι’αυτό και υφίσταται πλέον δυσμενή επίδραση στην μελλοντική οικονομική μου κατάσταση και επαγγελματική εξέλιξη. Επιπλέον η εν λόγω μόνιμη αναπηρία μου αποτελεί πραγματικά ανυπέρβλητο εμπόδιο στο μέλλον μου, δηλαδή στην προσωπική μου ζωή, αλλά και στην επαγγελματική, οικονομική και κοινωνική μου εξέλιξη, διότι μειώνει την προσωπικότητά μου (αφού παρουσιάζω αδυναμία στις βασικές κινήσεις όπως βάδισμα) και δυσκολεύομαι στις μελλοντικές κοινωνικές, οικογενειακές και λοιπές συναναστροφές καθώς και στη συμμετοχή μου στις αθλητικές δραστηριότητες και στις υπόλοιπες καθημερινές εργασίες.
Συνεπώς λόγω της μόνιμης αναπηρίας μου και τις από αυτήν δυσμενείς επιδράσεις στην κοινωνική, οικογενειακή, επαγγελματική και οικονομική μου κατάσταση και εξέλιξη δικαιούμαι πρόσθετης κατ’άρθρο 931 Α.Κ. αποζημιώσεως ποσού πενήντα χιλιάδων 50.000 ΕΥΡΩ….”. Επί της ως άνω αγωγής, όπως και ανωτέρω (στο οικείο κεφάλαιο της παρούσας) εξετέθη, εξεδόθη η υπ` αριθμ. 170/2013 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καλαμάτας (που δέχθηκε εν μέρει την ως άνω αγωγή) με την οποία απορρίφθηκε ως απαράδεκτο λόγω αοριστίας το ως άνω αίτημα του ενάγοντος περί επιδίκασης σε αυτόν πρόσθετης κατ’άρθρο 931 Α.Κ. αποζημιώσεως λόγω αναπηρίας. Με την από 3-6-2016 με αρ. κατάθ. 41/27-06-2016 έφεση και τους από 23-12-2017 και με αρ. κατάθ. 2/4-1-2018 πρόσθετους λόγους έφεσης ο ενάγων ζήτησε, εκτός των άλλων, την εξαφάνιση της ως άνω εκκαλούμενης απόφασης και κατά την διάταξής της με την οποία απορρίφθηκε λόγω αοριστίας το αίτημά του για την ως άνω πρόσθετη λόγω αναπηρίας κατ’άρθρο 931 Α.Κ. αποζημίωση. Με την προσβαλλόμενη απόφασή του Εφετείο, σε σχέση με το προαναφερθέν αγωγικό κονδύλιο της πρόσθετης κατ’άρθρο 931 Α.Κ. αποζημιώσεως έκρινε τα εξής αυτολεξεί παρατιθέμενα: ” Με τα εκτιθέμενα όμως ως άνω πραγματικά περιστατικά η αξίωση που θεμελιώνεται στο άρθρο 931 Α.Κ. είναι αόριστη, καθόσον ο ενάγων δεν προσδιορίζει τη μελλοντική περιουσιακή ζημία από την αναπηρία του, ούτε εξειδικεύει με τρόπο η αναπηρία του αυτή περιορίζει ή αποκλείει κατά τρόπο μόνιμο την επαγγελματική, οικονομική και κοινωνική του ζωή και εξέλιξή του, ενώ η ζημία του δεν καθορίζεται στο αγωγικό δικόγραφο ως ζημία, πέραν της ζημίας η οποία αποκαθίσταται, κατά τα άρθρα 929 και 932 Α.Κ. Επομένως το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο απέρριψε την αξίωση αυτή λόγω αοριστίας της, ως απαράδεκτη, ορθά το νόμο εφήρμοσε και αβάσιμα παραπονείται ο εκκαλών με το σχετικό Πρόσθετο Λόγο της Έφεσής του, ο οποίος πρέπει να απορριφθεί. “. Έτσι που έκρινε το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του παραβίασε ευθέως την προαναφερόμενη ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρ. 931 ΑΚ, διότι για τη θεμελίωση της αυτοτελούς αξίωσης για ιδιαίτερη χρηματική αποζημίωση συνεπεία της μόνιμης αναπηρίας του ο αναιρεσείων με την αγωγή του ανέφερε με πληρότητα τα ιδιάζοντα πραγματικά περιστατικά, που αποτελούν προϋπόθεση για την εφαρμογή της διάταξης του άρθρ. 931 ΑΚ, τα οποία θεμελιώνουν το ως άνω αίτημα της αγωγής στο νόμο και ειδικότερα στην προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 931 ΑΚ και είναι πέραν εκείνων που θεμελιώνουν αξιώσεις, που στηρίζονται στις διατάξεις των άρθρων 929 και 932 ΑΚ και τα οποία συνθέτουν την επίδραση στο μέλλον του (επαγγελματική-οικονομική, προσωπική και κοινωνική εξέλιξη), καθόσον η αναπηρία του σε ποσοστό 35%, όπως είχε κρίνει το ΙΚΑ Καλαμάτας για το χρονικό διάστημα από 31/12/2008 μέχρι 10/12/2009, άλλως 20% όπως δέχθηκε το Εφετείο για το χρονικό διάστημα από 10/1/2017 μέχρι 31/12/2020, δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη πρόκληση στον αναιρεσείοντα περιουσιακής ζημίας, είναι όμως βέβαιο, ότι θα έχει δυσμενή επίδραση στο μέλλον του και επομένως, δεν δικαιολογείται η εμμονή της προσβαλλόμενης απόφασης στον προσδιορισμό του ειδικού τρόπου επίδρασης αυτής και των συνεπειών της στο επαγγελματικό, οικονομικό και κοινωνικό μέλλον του αναιρεσείοντα. Άλλωστε, ο αναιρεσείων αναλυτικά περιέγραψε στην αγωγή του και στο ειδικότερο τμήμα αυτής που αφορά το εν λόγω κονδύλιο τις δυσμενείς συνέπειες εξαιτίας της αναπηρίας του στην προσωπική, οικονομική, επαγγελματική και κοινωνική ζωή του. Το αν αποδειχθεί η βασιμότητα αυτών είναι θέμα έρευνας της ουσίας της υπόθεσης. Επομένως ο πρώτος αναιρετικός λόγος κατά το πρώτο σκέλος του από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος, καθόσον το Εφετείο παραβίασε ευθέως την προαναφερόμενη ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρ. 931 ΑΚ αξιώνοντας περισσότερα στοιχεία του νόμου από όσα απαιτεί η ανωτέρω ουσιαστικού δικαίου διάταξη, εσφαλμένα δέχτηκε ότι η αγωγή δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις της δικονομικής διάταξης του άρθρ. 216 ΚΠολΔ και παρά το νόμο κήρυξε απαράδεκτο απορρίπτοντας ως αόριστη την αγωγή κατά το προαναφερόμενο κονδύλιο αυτής, παρότι η αγωγή περιείχε σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν την στηριζόμενη στην διάταξη του άρθρου 931 Α.Κ. αυτοτελή αξίωση του ενάγοντος για ιδιαίτερη χρηματική αποζημίωση συνεπεία της μόνιμης αναπηρίας του. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 932 του Α.Κ., “Σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη, κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Αυτό ισχύει ιδίως για εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε την ελευθερία του. Σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου η χρηματική ικανοποίηση μπορεί να επιδικαστεί στην οικογένεια του θύματος λόγω ψυχικής οδύνης”. Κατά την έννοια του άρθρου αυτού, το δικαστήριο της ουσίας, αφού δεχθεί ότι συνεπεία αδικοπραξίας προκλήθηκε σε κάποιο πρόσωπο ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη, καθορίζει στη συνέχεια το ύψος της οφειλόμενης γι` αυτήν χρηματικής ικανοποιήσεως, με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και της λογικής, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη, ως κριτήρια, το είδος της προσβολής, την έκταση της βλάβης, τις συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, τη βαρύτητα του πταίσματος του υπόχρεου, το τυχόν συντρέχον πταίσμα του δικαιούχου και την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των διαδίκων μερών. Ο προσδιορισμός του ποσού της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης αφέθηκε στην ελεύθερη εκτίμηση του δικαστηρίου, η σχετική κρίση του οποίου δεν υπόκειται, κατ` αρχήν, σε αναιρετικό έλεγχο, αφού σχηματίζεται από την εκτίμηση των πραγματικών γεγονότων (άρθρο 561 § 1 ΚΠολΔ), χωρίς υπαγωγή του πορίσματος σε νομική έννοια, ώστε να μπορεί να κριθεί εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, είτε ευθέως, είτε εκ πλαγίου, για έλλειψη νόμιμης βάσης (ΑΠ 398/2020, ΑΠ 43/2020, ΑΠ 553/2019, ΑΠ 274/2018, ΑΠ 944/2017). Επιβάλλεται, όμως, σε κάθε περίπτωση, να τηρείται, κατά τον καθορισμό του ποσού που επιδικάζεται, η αρχή της αναλογικότητας, ως γενική νομική αρχή και μάλιστα αυξημένης τυπικής ισχύος, υπό την έννοια ότι η σχετική κρίση του δικαστηρίου δεν πρέπει να υπερβαίνει τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, πράγμα που, αν συμβαίνει, ελέγχεται ως παραβίαση της πιο πάνω γενικής νομικής αρχής, ήτοι ως πλημμέλειες του άρθρου 559 αριθμ. 1 και 19 ΚΠολΔ. (ΟλΑΠ 10/2017, Ολ. ΑΠ 9/2015, ΑΠ 398/2020, ΑΠ 43/2020, ΑΠ 1136/2018). Και τούτο, διότι μία απόφαση, με την οποία επιδικάζεται ένα ευτελές ή υπέρμετρα μεγάλο ποσό, ως δήθεν εύλογο, κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης ή της ψυχικής οδύνης, ευτελίζει, στην πρώτη περίπτωση (όσον αφορά τον δικαιούχο – παθόντα), το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου και στη δεύτερη (όσον αφορά τον υπόχρεο), το δικαίωμα της περιουσίας του, αφού το δικαστήριο, επεμβαίνοντας στη διαφορά μεταξύ ιδιωτών, πρέπει να τηρεί μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων (ΑΠ 398/2020, ΑΠ 43/2020,ΑΠ 1863/2017, ΑΠ 747/2017). Τέλος, κρίσιμος χρόνος για τον υπολογισμό της εύλογης αυτών χρηματικής ικανοποίηση είναι ο χρόνος της συζήτησης της υποθέσεως ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, οπότε και λαμβάνεται υπόψη η τότε κατάσταση της υγείας του παθόντος (ΑΠ 398/2020, ΑΠ 989/2018, ΑΠ 213/2017). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον δεύτερο λόγο αναίρεσης ο αναιρεσείων αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση τις πλημμέλειες από τον αριθμό 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, και κατ’ ορθή εκτίμηση μόνο από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με την αιτίαση, ότι το Εφετείο παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 25 του Συντάγματος και 932 Α.Κ. και υπερέβη τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας επιδικάζοντας στον ενάγοντα (ήδη αναιρεσείοντα) το ευτελές ποσό των 15.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής του βλάβης από τον τραυματισμό που αυτός υπέστη κατά το οφειλόμενο σε αποκλειστική υπαιτιότητα της πρώτης εναγομένης ένδικο τροχαίο ατύχημα. Στην προκείμενη περίπτωση από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης εφετειακής απόφασης προκύπτουν τα εξής: το Μονομελές Εφετείο Καλαμάτας με την προσβαλλόμενη απόφασή του, αφού δέχθηκε (η δε παραδοχή αυτή δεν προσβλήθηκε με αναίρεση, όπως και ανωτέρω, σε σχέση με τον πρώτο λόγο αναίρεσης αναλυτικά εξετέθη), ότι το ένδικο τροχαίο ατύχημα, συνεπεία του οποίου τραυματίστηκε σοβαρά ο ενάγων, προκλήθηκε από αποκλειστική υπαιτιότητα του πρώτου αναιρεσιβλήτου- πρώτου εναγομένου, οδηγού του υπ’αρ. κυκλοφ. … ΙΧΕ αυτοκινήτου,που ήταν ασφαλισμένο για τις έναντι τρίτων ζημιές στην δεύτερη αναιρεσίβλητη- δεύτερη εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία, στη συνέχεια, σχετικά με το ενδιαφέρον τον ως άνω δεύτερο λόγο αναίρεσης, κεφάλαιο της κατ` άρθρο 932 Α.Κ. απαίτησης του ενάγοντος – αναιρεσείοντος περί χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης από τον σοβαρό τραυματισμό του, οφειλόμενο στο επίδικο τροχαίο ατύχημα, το οποίο συνέβη στις 20-10-2007, δέχθηκε επίσης και τα εξής, αυτολεξεί παρατιθέμενα: <<….. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι εξ αιτίας του ατυχήματος ο ενάγων τραυματίστηκε και μάλιστα υπέστη κάταγμα των σπονδύλων Θ12-03 και μεταφέρθηκε εκτάκτως από το Γενικό Νοσοκομείο Καλαμάτας στο Νοσοκομείο ΚΑΤ Κηφισιάς Αττικής με ασθενοφόρο, μετά της συζύγου του Γ. Μ.. Για το λόγο αυτό υποβλήθηκε την επομένη ημέρα δηλαδή στις 22-10-2007 σε χειρουργική επέμβαση αυτών, όπου έγινε οπισθία σπονδυλοδεσία των σπονδύλων Θ11-04 με την τοποθέτηση δύο λαμών και οκτώ βιδών στην σπονδυλική στήλη και νοσηλεύτηκε στο νοσοκομείο ΚΑΤ για χρονικό διάστημα δέκα εξ (16) ημερών, ήτοι μέχρι τις 6-11-2007… Για το λόγο αυτό ο ενάγων κρίθηκε από την πρωτοβάθμια αρμόδια Υγειονομική Επιτροπή ΙΚΑ με ποσοστό αναπηρίας 35% για το χρονικό διάστημα από 31-12-2008 έως 31-12-2009 το οποίο οφείλεται στο ατύχημα (βλ. την…..).Στο σημείο αυτό θα πρέπει να λεχθεί ότι η άνω απόφαση της Υγειονομικής Επιτροπής αναφέρει περιορίζει το χρόνο αναπηρίας στο χρονικό διάστημα από 31-12-2008 έως 31-12-2009. Στη συνέχεια σύμφωνα με την από 31-1-2018 απόφαση της Διεύθυνσης Ιατρικής Αξιολόγησης και Γνωστοποίησης Αποτελέσματος πιστοποίησης αναπηρίας το ποσοστό αναπηρίας ανέρχεται στο 20% για το χρονικό διάστημα από 10-1-2017 έως 31-12-2020. Συγκεκριμένα δε στο άνω έγγραφο της Υπηρεσίας αυτής αναφέρεται ότι έχει λάβει χώρα διπλή σπονδυλοδεσία Θ11-01 και 02-04, λόγω κατάγματος Θ12 και 03 σπονδύλου, συνεπεία τροχαίου ατυχήματος το 2007,χωρίς όμως νευρολογική σημειολογία σήμερα και 20% στην κινητική αναπηρία. Επομένως η κατάστασή του βελτιώνεται σταθερά και δεν μπορεί να γίνει λόγος για δια βίου ανικανότητα και μόνιμη αναπηρία,όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο εκκαλών στην αγωγή του και επαναφέρει και στους Πρόσθετους Λόγους της Έφεσής του. Τα ίδια αναφέρουν και οι από 2-3-2018 ιατρικές γνωματεύσεις του Κέντρου Υγείας Καλαμάτας, που προσκομίζει και επικαλείται ο εκκαλών. …….Τέλος αποδείχτηκε ότι εξ αιτίας του ατυχήματος ο ενάγων στενοχωρήθηκε και ταλαιπωρήθηκε και επομένως υπέστη ηθική βλάβη. Το δε Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη τις συνθήκες του τροχαίου ατυχήματος, την αποκλειστική υπαιτιότητα του πρώτου εναγομένου, την οποία ο ίδιος συνομολόγησε στο ακροατήριο του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καλαμάτας, οδηγού του ζημιογόνου ΙΧΕ αυτοκινήτου, το είδος και την έκταση των σωματικών βλαβών, την ταλαιπωρία που υπέστη ο ενάγων, καθόσον αυτός νοσηλεύθηκε επί πολλές ημέρες στο Νοσοκομείο και υπεβλήθη σε χειρουργική επέμβαση, την αποχή από την εργασία του για σημαντικό χρονικό διάστημα, τη σύσταση των ιατρών για αποφυγή βαρείας εργασίας, αλλά και τη συνεχώς βελτιούμενη κατάσταση της υγείας του, όπως αυτή αποτυπώθηκε στην από 31-1-2018 πρόσφατη γνωστοποίηση αποτελέσματος πιστοποίησης αναπηρίας της Διεύθυνσης Ιατρικής Αξιολόγησης καθώς και την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των μερών, πλην της ασφαλιστικής εταιρείας, της οποίας η ευθύνη του οποίου είναι εγγυητική, κρίνει ότι ο ενάγων υπέστη ψυχικό άλγος και στενοχώρια για την αποκατάσταση της οποίας θα πρέπει να του επιδικαστεί το εύλογο χρηματικό ποσό των 15.000 ευρώ. Επομένως το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο επιδίκασε το άνω ποσό ορθά το Νόμο εφήρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε και αβάσιμα παραπονούνται τόσο ο εκκαλών με την έφεσή του, όσο και οι αντεκκαλούντες με την αντέφεσή τους, οι οποίοι πρέπει να απορριφθούν…”. Έτσι που έκρινε το Εφετείο, δηλαδή καθορίζοντας τη χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που ο αναιρεσείων- ενάγων υπέστη από τον επισυμβάντα συνεπεία του, οφειλόμενου σε αποκλειστική υπαιτιότητα της πρώτης εναγομένης, ενδίκου ατυχήματος σοβαρό τραυματισμό του στο ποσό των 15.000 ευρώ, παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας, του άρθρου 25 παρ. 1 του Συντάγματος σε συνδ. 932 ΑΚ και υπερέβη τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, δεδομένου ότι το ποσό αυτό, κατά την κοινή πείρα, τη δικαστηριακή πρακτική και τη συνείδηση για το δίκαιο, υπολείπεται, και μάλιστα καταφανώς, εκείνου που συνήθως επιδικάζεται σε παρόμοιες περιπτώσεις, σύμφωνα με όσα δέχθηκε το Δικαστήριο ουσίας ότι αποδείχθηκαν σχετικά με τις συνθήκες του ατυχήματος, την αποκλειστική υπαιτιότητα της πρώτης εναγόμενης (ήδη πρώτης αναιρεσίβλητης) υπαίτιας οδηγού του ΙΧΕ αυτοκινήτου για το ένδικο ατύχημα και τον συνεπεία αυτού τραυματισμό του ενάγοντος, το είδος και την έκταση των σωματικών βλαβών που αυτός υπέστη, και ιδίως το μεγάλο διάστημα αποθεραπείας που απαιτήθηκε για να βελτιωθεί η σωματική του υγεία, η οποία πάντως δεν έχει επανέλθει στην κατάσταση που ήταν πριν από το ατύχημα, σε συνδυασμό με την ηλικία και την επαγγελματική του απασχόληση. Επομένως, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός ο προαναφερθείς δεύτερος, από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, λόγος της αναίρεσης, με τον οποίο ο αναιρεσείων αποδίδει στην προσβαλλομένη απόφαση τις αιτιάσεις ότι, κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας και καθ` υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας, το Εφετείο, κατά την εφαρμογή των διατάξεων, ουσιαστικού δικαίου, των άρθρων 932 του ΑΚ, καθώς και των άρθρων 2 παρ. 1 και 25 παρ. 1 εδάφ. δ` του Συντάγματος, επιδίκασε στον ενάγοντα (τώρα αναιρεσείοντα), ως εύλογη χρηματική του ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη από τον τραυματισμό του κατά το ένδικο τροχαίο ατύχημα το προαναφερόμενο ποσό, το οποίο είναι δυσανάλογα μικρό σε σχέση με αυτά που επιδικάζονται σε ανάλογες περιπτώσεις και προκύπτουν από τις συνθήκες της αδικοπραξίας (του ενδίκου τροχαίου ατυχήματος), με βάση τα αναφερόμενα στην απόφαση προσδιοριστικά κριτήρια για τον καθορισμό αυτής..Μετά ταύτα, αφού, κατά τα προαναφερθέντα, έγιναν δεκτοί οι παραπάνω αναιρετικοί λόγοι και συγκεκριμένα ο πρώτος κατά το πρώτο σκέλος του και ο δεύτερος αναιρετικός λόγος από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ που αφορούσε το κεφάλαιο της στηριζόμενης στην διάταξη του άρθρου 931 Α.Κ. αυτοτελούς αξίωσης του ενάγοντος για ιδιαίτερη χρηματική αποζημίωση συνεπεία της μόνιμης αναπηρίας του, καθώς και ο παραπάνω δεύτερος αναιρετικός λόγος από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, που αφορούσε το κεφάλαιο της χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης, παρέλκει συνακόλουθα η εξέταση της βασιμότητας του τρίτου λόγου αναίρεσης με τον οποίο ο αναιρεσείων αποδίδει στην προσβαλλόμενη την αιτίαση ότι αναφορικά με την έκταση της ηθικής του βλάβης αλλά και της υπ’ αυτού αιτούμενης χρηματικής παροχής κατ’άρθρο 931 Α.Κ.(δηλαδή αναφορικά με τα κεφάλαια ως προς τα οποία έγιναν δεκτοί οι ως άνω πρώτος και δεύτερος λόγοι αναιρέσεως), α) δεν έλαβε υπόψη τα αναφερόμενα στην αίτηση αναίρεσης έγγραφα, που μετ’επικλήσεως προσκόμισε ο τώρα αναιρεσείων, προς απόδειξη του κρίσιμου για τις ανωτέρω αξιώσεις αγωγικού ισχυρισμού του, τον οποίο επανέφερε παραδεκτά και στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, κατά τον οποίο η προκληθείσα εκ του ενδίκου τροχαίου ατυχήματος αναπηρία του τον εμπόδιζε να εργαστεί όπως πριν το ένδικο ατύχημα, και β) έλαβε υπόψη έγγραφα που οι διάδικοι δεν επικαλέστηκαν. Κατ` ακολουθίαν των ανωτέρω, μετά την παραδοχή της βασιμότητας του προαναφερθέντος πρώτου αναιρετικού λόγου κατά το πρώτο σκέλος του από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, καθώς και του παραπάνω δεύτερου λόγου αναιρέσεως από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, πρέπει να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλομένη απόφαση α) κατά το κεφάλαιο της στηριζόμενης στην διάταξη του άρθρου 931 Α.Κ. αυτοτελούς αξίωσης του, και β) κατά το κεφάλαιο της χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης και να παραπεμφθεί προς περαιτέρω εκδίκαση η υπόθεση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές (άρθρ. 580 § 3 ΚΠολΔ), διατασσομένης της επιστροφής του παραβόλου στον αναιρεσείοντα (άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ). Τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των ηττηθέντων αναιρεσίβλητων (άρθρα 106, 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα, ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΝΑΙΡΕΙ εν μέρει την υπ` αριθ. 88/2018 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Καλαμάτας κατά τα αναφερόμενα στο σκεπτικό κεφάλαια.
ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο Μονομελές Εφετείο Καλαμάτας, συγκροτούμενο από διαφορετικό από εκείνο που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση, δικαστή.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παραβόλου στον αναιρεσείοντα.
Και
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους αναιρεσίβλητους στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος τα οποία ορίζει σε τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 14 Μαΐου 2021.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 16 Ιουλίου 2021.
Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ