Αριθμός 1717/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α1 ‘ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Χρήστο Τζανερρίκο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ευδοξία Κιουπτσίδου Στρατουδάκη, Ιωάννα Κλάπα Χριστοδουλέα, Χρήστο Κατσιάνη και Βρυσηίδα Θωμάτου Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 4 Απριλίου 2022, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία «………. ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΥΦΑΣΜΑΤΩΝ & ΕΙΔΩΝ ΕΝΔΥΣΕΩΝ», που εδρεύει στην Μεταμόρφωση Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Δέσποινα Μελίδου με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Β. του Ι., κατοίκου Νέας Φιλαδέλφειας Αττικής, 2) Ετερόρρυθμης Εταιρείας με την επωνυμία «…. ΚΑΙ ΣΙΑ Ε.Ε.», που εδρεύει στην Μεταμόρφωση Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Κωνσταντίνο Γωνιανάκη με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσαν προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 11/6/2015 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 9089/2017 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 5852/2019 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 11/3/2020 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την κρινόμενη από, 11-3-2020 (αριθμ. καταθ. …/6-82020) αίτηση αναίρεσης, προσβάλλεται η εκδοθείσα αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, με αριθμό 5852/2019 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, το οποίο δικάζοντας την από 27-11-2017 έφεση των εναγόμενων, ήδη αναιρεσίβλητων, κατά της 9089/2017 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που είχε δεχθεί κατά ένα μέρος, την από 11-6-2015 αγωγή της ενάγουσας, ήδη αναιρεσείουσας κατ’ αυτών, ερειδόμενη στις διατάξεις του άρθρου 497 ΑΚ, δέχθηκε την έφεση, ακολούθως δε εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση και αφού κράτησε και δίκασε την υπόθεση, απέρριψε την αγωγή. Η αίτηση αναίρεσης έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (αρθρ. 552, 553, 556, 558, 564 ΚΠολΔ) Συνεπώς είναι παραδεκτή (αρθρ. 577 παρ. 1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρ. 577 παρ. 3 ΚΠολΔ).
Κατά το άρθρο 559 αριθμ. 1 ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης, αν παραβιάσθηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται, είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ’ αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (ΟλΑΠ 1/2016, ΟλΑΠ 2/2013, ΟλΑΠ 7/2006). Με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του δικαστηρίου κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κλπ, ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ’ ουσία (ΑΠ 58/2015). Στην περίπτωση δε που το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν την υπόθεση , η παραβίαση του κανόνα αυτού ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο αποκλειστικά και μόνο με βάση τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν εμφανή την παραβίαση (ΑΠ 467/2021, ΑΠ 50/2020, ΑΠ 598/2019, ΑΠ 130/2016, ΑΠ 1420/2013). Ακολούθως, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως, αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα, που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 εδ. α του Συντάγματος, που επιτάσσει ότι κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά “έλλειψη αιτιολογίας”, ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της “ανεπαρκής αιτιολογία” ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους “αντιφατική αιτιολογία” (ΟλΑΠ 1/1999). Ειδικότερα, αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά που αναγράφονται σε αυτήν και στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμα της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων που τείνει στη θεμελίωση ή κατάλυση του επιδίκου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της συγκεκριμένης ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Έτσι, η αντιφατικότητα πρέπει να εντοπίζεται μόνο μεταξύ των αιτιολογιών της προσβαλλόμενης απόφασης και όχι μεταξύ αυτών και του περιεχομένου άλλων, διαδικαστικών ή όχι εγγράφων (ΑΠ 156/2017) ή μεταξύ των νομικών συλλογισμών της απόφασης (ΑΠ 674/2020, ΑΠ 1376/2011). Αντίστοιχα, ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει, όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που, είτε είναι κατά νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση στη συγκεκριμένη περίπτωση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι, όμως, όταν . υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση των αποδείξεων εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (ΟλΑΠ 15/2006, ΑΠ 109/2020, ΑΠ 1238/2019). Δηλαδή δεν υπάρχει ανεπάρκεια αιτιολογίας όταν η απόφαση περιέχει συνοπτική, αλλά πλήρη αιτιολογία, αφού αναγκαίο να εκτίθεται σαφώς στην απόφαση είναι μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε και όχι ο λόγος για τον οποίο αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΟλΑΠ 15/2006, ΑΠ 1238/2019, ΑΠ 166/2016). Συνακόλουθα τα επιχειρήματα του δικαστηρίου, που σχετίζονται με την εκτίμηση απλώς των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές διαμορφωτικές του αποδεικτικού πορίσματος του και επομένως αιτιολογία της απόφασης ικανή να ελεγχθεί αναιρετικά με τον παραπάνω λόγο για ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα, ούτε ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης από το άρθρο 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, αν το δικαστήριο της ουσίας δεν ανέλυσε ιδιαιτέρως ή διεξοδικά τα επιχειρήματα των διαδίκων, που δεν συνιστούν αυτοτελείς ισχυρισμούς (ΑΠ 30/2020, ΑΠ 1238/2019, ΑΠ 253/2013). Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 479 του ΑΚ, στην οποία ορίζεται ότι, “αν με σύμβαση μεταβιβάστηκε περιουσία ή επιχείρηση αυτός που αποκτά ευθύνεται απέναντι στο δανειστή . έως την αξία των μεταβιβαζόμενων στοιχείων για χρέη που ανήκουν στην περιουσία ή στην επιχείρηση. Η ευθύνη αυτού που μεταβιβάζει εξακολουθεί να υπάρχει καθιερώνεται αναγκαστική εκ του νόμου σωρευτική αναδοχή των χρεών με την έννοια του άρθρου 477 του ΑΚ και δημιουργείται έτσι παθητική εις ολόκληρον ενοχή μεταξύ του μεταβιβάζοντος και του αποκτώντας, από αυτούς δε τους δύο, ο μεν πρώτος ευθύνεται απεριόριστα, ο δε δεύτερος περιορισμένα και συγκεκριμένα μέχρι την αξία των μεταβιβαζόμενων κατά τον χρόνο της μεταβίβασης. Για τη δημιουργία, όμως, της σωρευτικής αυτής αναδοχής, απαιτείται να περιλαμβάνει η μεταβίβαση ένα προς ένα όλα τα στοιχεία, που συνιστούν το ενεργητικό της περιουσίας, έστω και αν εξαιρέθηκαν από αυτή αντικείμενα ασήμαντης αξίας. Επί μεταβίβασης δε μεμονωμένων αντικειμένων, πρέπει αυτά να αποτελούν όλο το ενεργητικό της περιουσίας ή το σημαντικότερο ποσοστό αυτής. Επιπλέον, ο αποκτών πρέπει να τελούσε εν γνώσει, ότι του μεταβιβάστηκε η όλη περιουσία ως σύνολο ή το σημαντικότερο ποσοστό της. Η γνώση αυτή θεωρείται ότι υπάρχει και όταν, ενόψει των συνθηκών υπό τι£ οποίες έγινε η μεταβίβαση, γνώριζε ο αποκτών την εν γένει περιουσιακή κατάσταση του μεταβιβάζοντας και μπορούσε X) να αντιληφθεί ότι η περιουσία που του μεταβιβάστηκε αποτελούσε το σύνολο αυτής ή το σημαντικότερο ποσοστό της (ΑΠ 533/2021, ΑΠ 409/2020, ΑΠ 451/2012). Εξάλλου, η επιχείρηση (ως αντικείμενο δικαίου), αποτελεί σύνολο ποικίλων ανομοιογενών στοιχείων, πραγμάτων, δικαιωμάτων, άυλων αγαθών (εμπορική επωνυμία, σήμα, διακριτικά γνωρίσματα), πραγματικών καταστάσεων και σχέσεων προς την αγορά, στην οποία δραστηριοποιείται (πελατεία, φήμη, θέση καταστήματος, αναπτυξιακές προοπτικές και ελπίδες), το οποίο (σύνολο) τελεί υπό οικονομική οργάνωση και ενότητα που ανήκει σε ορισμένο φορέα. Έτσι, η επιχείρηση συνιστά αναμφίβολα μία οικονομική ενότητα, που οργανώνεται στη βάση μιάς συγκεκριμένης επιχειρηματικής ιδέας και δραστηριότητας, που αποτελούν προϊόν της διάνοιας του επιχειρηματία. Με την έννοια αυτή, η επιχείρηση συνιστά αυτή καθαυτή άυλο αγαθό, που περιλαμβάνει το σύνολο των κατ’ ιδίαν εμπραγμάτων, ενοχικών ή άλλων επί άυλων αγαθών δικαιωμάτων, με τα οποία ο επιχειρηματίας εξουσιάζει καθένα από τα περιουσιακά στοιχεία από τα οποία απαρτίζεται η επιχείρηση, όπως ακίνητα, κινητά, επωνυμία σήμα, διακριτικά γνωρίσματα (ΟλΑΠ 7/2009). Οι πιο πάνω ρυθμίσεις ισχύουν και όταν ολόκληρη η περιουσία ή η επιχείρηση του οφειλέτη μεταβιβάζεται σε άλλον, όχι με μία, αλλά με περισσότερες μεταβιβαστικές πράξεις και μάλιστα είτε συγχρόνως, είτε διαδοχικά, με την προϋπόθεση, όμως, στην τελευταία περίπτωση, οι πράξεις να αποτελούν μεταξύ τους ενότητα ή, με άλλη διατύπωση, να βρίσκονται σε στενή χρονική και οικονομική σχέση, όπως και όταν δεν μεταβιβάζεται στον αποκτώντα η επιχείρηση ως προς όλα τα επί μέρους στοιχεία της, αλλά ως προς ορισμένα, τα οποία, όμως, συνθέτουν τον πυρήνα που είναι αναγκαίος ώστε να είναι δυνατή η εξακολούθηση της λειτουργίας της (ΑΠ 1039/2010). Οι διατάξεις, όμως, αυτές δεν εφαρμόζονται όταν το σύνολο περιουσίας ή επιχείρησης μεταβιβάζεται τμηματικά σε περισσότερα διαφορετικά πρόσωπα, εκτός αν εκείνοι που αποκτούν γνωρίζουν αυτό, ότι δηλαδή οι πλείονες συμβάσεις έγιναν με τον αυτό σκοπό της μεταβίβασης της περιουσίας, οπότε η ευθύνη καθενός από αυτούς περιορίζεται ανάλογα με το τμήμα της περιουσίας που αποκτούν. Ως χρέη της περιουσίας που μεταβιβάστηκε, νοούνται τα χρέη οποιοσδήποτε φύσεως, είτε από σύμβαση, είτε από αδικοπραξία (εκτός των προσωποπαγών), αρκεί ο γενεσιουργός αυτών νομικός λόγος να υπήρχε κατά το χρόνο της μεταβίβασης, με την έννοια δε αυτή περιλαμβάνονται και εκείνα που, κατά τον χρόνο της μεταβιβαστικής σύμβασης, τελούν υπό προθεσμία ή αίρεση, καθώς και εκείνα που προέρχονται από μεταβολή ή επέκταση της ενοχής, η οποία υπήρχε κατά τον χρόνο της μεταβίβασης. Για την ευθύνη του αποκτώντας δεν απαιτείται να γνώριζε αυτός την ύπαρξη των χρεών, κατά το χρόνο της μεταβίβασης, ούτε επίσης απαιτείται αυτά να είχαν αναγνωρισθεί δικαστικώς σε δίκη μεταξύ του μεταβιβάζοντος οφειλέτη και του δανειστή μέχρι του χρόνου της μεταβίβασης (ΑΠ 533/2021, ΑΠ 409/2020). Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή κατ’ άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο μέρος της, προκύπτει ότι το Εφετείο, δέχθηκε τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: «… Η ενάγουσα εταιρία (αναιρεσείουσα) δραστηριοποιείται στον τομέα της κατασκευής, εισαγωγής και εμπορίας υφασμάτων και ειδών ένδυσης, καθώς και την αντιπροσώπευση κατασκευής και εμπορίας υφασμάτων και ειδών ένδυσης, ενώ η πρώτη εναγομένη ασχολούταν από το 1991 με την κατασκευή ενδυμάτων και προς τούτο διατηρούσε μέχρι το έτος 2013 ατομική επιχείρηση στη Φιλαδέλφεια Αττικής, επί της οδού …. με το αντικείμενο αυτό. Στα πλαίσια της δραστηριότητάς της αυτής, συνεργάστηκε επί αρκετά έτη και μέχρι το έτος 2012 με την ενάγουσα εταιρεία, καθώς για τις ανάγκες της επιχείρησης της αγόραζε (από την ενάγουσα) ποσότητες υφασμάτων, τα οποία στη συνέχεια τα μεταποιούσε σε ενδύματα με σκοπό την μεταπώληση. Κατά τη διάρκεια της συνεργασίας αυτής, με διαδοχικές συμβάσεις πώλησης, που καταρτίστηκαν μεταξύ τους, κατόπιν σχετικών παραγγελιών της πρώτης εναγομένης, η ενάγουσα πώλησε και παρέδωσε διαδοχικά, στην πρώτη, κατά το χρονικό διάστημα, από 29-4-2010 έως 18-10-2011, εμπορεύματα, για τα οποία εξέδωσε τα αντίστοιχα σαράντα τέσσερα (44) τιμολόγια, αντί του αναγραφόμενου σε καθένα των τιμολογίων τιμήματος, το οποίο (τίμημα) συμφωνήθηκε να καταβληθεί σε διάστημα πέντε μηνών από την έκδοση των τιμολογίων, για κάθε επιμέρους ποσό, συνολικής αξίας 38.536.850 ευρώ. Το ανωτέρω τίμημα δεν κατέβαλε η πρώτη εναγόμενη στην ενάγουσα, παρά το γεγονός ότι παρέλαβε τα άνω προϊόντα. Για την απαίτηση της αυτή από τις αγωτέρω συμβάσεις πώλησης ζήτησε με την από 2-4-2012 αίτηση της και πέτυχε την έκδοση της με αριθμό 18391/2012 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία η πρώτη εναγόμενη υποχρεώθηκε να καταβάλλει στην ενάγουσα το άνω συνολικό ποσό των 38.536,80 ευρώ, πλέον τόκων και δικαστικών εξόδων. Αντίγραφο της διαταγής αυτής, με την από 1911-2012 επιταγή προς εκτέλεση κάτω από επικυρωμένο αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της διαταγής αυτής επιδόθηκε στις 22-112012 στην πρώτη εναγομένη . Το συνολικό ποσό της επιταγής προς πληρωμή ανέρχεται σε 33.182,35 ευρώ, το οποίο επιμερίζεται σε κεφάλαιο 27.580,38 ευρώ εκ του συνολικού 38.536.850 ευρώ λόγω μερικότερων καταβολών από την πρώτη εναγόμενη έναντι της συνολικής οφειλής της, ευρώ 4.440.47 για νόμιμους τόκους, ευρώ 655.00 για δικαστική δαπάνη, ευρώ 2.00 για έξοδα και τέλη απογράφου, ευρώ 3,5 για έξοδα αντιγράφου, ευρώ 400,00 για σύνταξη της επιταγής προς εκτέλεση και ευρώ 100,00 για δαπάνη επίδοσης «της εντολής προς πληρωμή. Τα ανωτέρω, αντίγραφο της διαταγής πληρωμής και η από 19-11-2012 επιταγή προς εκτέλεση κάτω από επικυρωμένο αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της διαταγής αυτής, επιδόθηκαν στην πρώτη εναγόμενη, κατ’άρθρο 129 παρ. 1 του ΚΠολΔ, με παραλαβή αυτών από τον σύζυγό της, Ι., ως συνεργάτη αυτής, στον χώρο που διατηρούσε την ατομική της επιχείρηση στη Φιλαδέλφεια Αττικής, επί της οδού …. Η καθ’ης εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής δεν άσκησε ανακοπή κατά της άνω διαταγής πληρωμής κατ’ άρθρο 632 παρ. 1 του ΚΠολΔ, ως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο. Ακολούθως, στις 29-12013 αντίγραφο της ίδιας ως άνω διαταγής πληρωμής, με την από 21-1-2013 επιταγή προς εκτέλεση κάτω από επικυρωμένο αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της διαταγής αυτής, επιδόθηκε για δεύτερη φορά στην πρώτη εναγόμενη. Το συνολικό ποσό της επιταγής αυτής ανέρχεται σε 34.040,06 ευρώ, το οποίο επιμερίζεται σε κεφάλαιο 27.580.358 ευρώ-ισόποσο της πρώτης επιταγής προς εκτέλεση-, ευρώ 4.440.447 για νόμιμους τόκους, ευρώ 655,00 για δικαστική δαπάνη, ευρώ 3.00 για έξοδα και τέλη απογράφου, ευρώ 2,5 για έξοδα πρώτου αντιγράφου, ευρώ 400,00 για σύνταξη της πρώτης επιταγής προς εκτέλεση και ευρώ 100,00 για δαπάνη επίδοσης της πρώτης εντολής προς πληρωμή, ευρώ 394.21 για νόμιμους τόκους από τη επίδοση της πρώτης επιταγής και εντεύθεν, ευρώ 3,5 για έξοδα δεύτερου αντιγράφου, ευρώ 400,00 για σύνταξη της δεύτερης επιταγής προς εκτέλεση και ευρώ 60,00 για δαπάνη επίδοσης αυτής. Τα ανωτέρω, αντίγραφο της διαταγής πληρωμής και η από 21-1-2013 επιταγή προς εκτέλεση κάτω από επικυρωμένο αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της διαταγής αυτής επιδόθηκαν στην πρώτη εναγομένη ομοίως κατ’ άρθρο 129 παρ. 1 του ΚΠολΔ, με παραλαβή αυτών από τον σύζυγό της… ως συνεργάτη αυτής στον ίδιο ως άνω χώρο που διατηρούσε την. ατομική της επιχείρηση, στη Φιλαδέλφεια Αττικής, επί της οδού ….. Ούτε και μετά τη δεύτερη επίδοση δεν ασκήθηκε ανακοπή μέσα σε δέκα εργάσιμες ημέρες (άρθρο 633 παρ.2 εδ. α Κ.Πολ.Δ, ώς ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο). Επομένως, η ενάγουσα δεν έχει το απαιτούμενο για την παροχή της επιδιωκόμενης με αυτή (αγωγή) προστασίας έννομο συμφέρον για το λόγο ότι οι απαιτήσεις της κατά της πρώτης εναγόμενης είχαν ήδη εξοπλιστεί με εκτελεστό τίτλο και συγκεκριμένα με την έκδοση της 15391/2012 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών , η οποία, μετά και τη δεύτερη επίδοσή της στην καθής εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής -πρώτη εναγόμενη, χωρίς να ασκηθεί εναντίον της ανακοπή, απέκτησε ισχύ δεδικασμένου (άρθρο 633 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ), οπότε η οφειλέτρια, πρώτη εναγόμενη, έχει εκπέσει από το δικαίωμα προβολής ενστάσεων ενώ δεν γίνεται επίκληση ειδικού έννομου συμφέροντος που να δικαιολογεί την διεκδίκηση της αξίωσής της ενάγουσας με την άσκηση τής ένδικης αγωγής. Το εν λόγω δεδικασμένο καλύπτει και την ύπαρξη της βεβαιούμενης με αυτή απαίτησης, ώστε να μην είναι πλέον επιτρεπτή η αμφισβήτηση της νομιμότητάς της με την προβολή από την οφειλέτρια, πρώτη εναγομένη, σε μεταγενέστερη δίκη, ισχυρισμών, ενστάσεων ή δικαιωμάτων που αναιρούν, ανατρέπουν ή περιορίζουν το δεδικασμένο αυτό, δυνάμενο να προσβληθεί μόνο με αναψηλάφηση (άρθρο 623 παρ. 2 εδ. ΚΠολΔ) διότι, αν μετά την άπρακτη πάροδο της προθεσμίας του άρθρου 632 παρ. 1 ΚΠολΔ, γίνει δεύτερη επίδοση της διαταγής πληρωμής και δεν ασκηθεί ανακοπή μέσα σε δέκα ημέρες από αυτή (άρθρο 633 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως στην προκειμένη περίπτωση, η διαταγή πληρωμής αποκτά δύναμη δεδικασμένου, το οποίο καλύπτει και την ύπαρξη της βεβαιούμενης με αυτή απαίτησης (ΑΠ ). Επομένως , η ένδικη αγωγή απαραδέκτως στρέφεται κατά της πρώτης εναγόμενης και για το λόγο αυτόν κρίνεται απορριπτέα. Ακολούθως, αποδείχθηκε ότι η άνω ατομική επιχείρηση της πρώτης εναγομένης έπαυσε τη λειτουργία της περί τον μήνα Μάρτιο του έτους 2013, οπόταν και στις 29-3-2013 η πρώτη εναγόμενη προέβη σε αυτοπαράδοση των παγίων στοιχείων της επιχείρησης της, ενώ στις 31-7-2013 διέκοψε τη λειτουργία της με σχετική δήλωση της στην αρμόδια Δ.Ο.Y Νέας Ιωνίας, λόγω παύσης των εργασιών της. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι, στις 1201-2013, λίγους μήνες πριν από την παράδοση των πάγιων στοιχείων της ατομικής επιχείρησης και τη διακοπή της λειτουργίας της, συστάθηκε η δεύτερη εναγομένη ετερόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία «…. & ΣΙΑ ΕΕ», με αντικείμενο, όπως αυτό αναγράφεται στο με ίδια ημερομηνία (12-1-2013) καταστατικό της, νομίμως δημοσιευμένο, η εισαγωγή, εμπορία και κατασκευή γυναικείων ενδυμάτων κατασκευάζοντας αυτά, είτε στην έδρα της εταιρείας ή δίδοντας για ραφή και κόψιμο εκτός της έδρας με το σύστημα του φασόν. Ομόρρυθμο μέλος αυτής ορίσθηκε ο Α. Κ. και ετερόρρυθμό, ο Ν. Κ., αμφότεροι τέκνα της πρώτης εναγόμενης, ενώ έδρα της εταιρείας ορίσθηκε η Αθήνα, επί της συμβολής των οδών …., αρ. …., … αρ. … και …, αρ. …. Στη συνέχεια, την 01-02-2013 επήλθε τροποποίηση του καταστατικού της ως προς την έδρα της εταιρείας, με νέα αυτής, στη Μεταμόρφωση Αττικής, επί της οδού … αρ. …, ενώ η αρχική έδρα ορίσθηκε ως υποκατάστημα. Στις 7-3-2014 ιδρύεται νέο (δεύτερο) κατάστημα στη Μεταμόρφωση Αττικής, επί της οδού …, αρ. …. και ακολούθως στις 26-3-2014 με νεώτερη τροποποίηση του καταστατικού ορίζεται ως νέα έδρα της ετερόρρυθμης εταιρείας το ανωτέρω κατάστημα, δηλαδή στον ίδιο δήμο Μεταμόρφωσης Αττικής, επί της οδού …., αρ. … και καταργείται το κατάστημα, επί της οδού …. Τέλος, στις 22-02-2017 (χρόνος μεταγενέστερος της άσκησης της ένδικης αγωγής) ως διακριτικός τίτλος της εταιρείας ορίζεται: «…..» . Η ενάγουσα με το αγωγικό της δικόγραφο ισχυρίζεται ότι στη θέση της ατομικής επιχείρησης της πρώτης εναγομένης υπεισήλθε η δεύτερη λόγω μεταβίβασης, σε αυτήν, από τις αρχές του έτους 2013, του συνόλου των πραγμάτων, δικαιωμάτων, άυλων αγαθών, πραγματικών καταστάσεων και σχέσεων (πελατεία, φήμη, μηχανήματα, εξοπλισμός). Ο ισχυρισμός αυτός περί μεταβίβασης του συνόλου της επιχείρησης δεν αποδείχθηκε από την ενάγουσα που φέρει και το σχετικό βάρος. Ειδικότερα, δεν αποδείχθηκε ότι μεταβιβάσθηκαν στη δεύτερη εναγόμενη τα μηχανήματα και ο εξοπλισμός της επιχείρησης της πρώτης εναγόμενης, που αποτελεί το σύνολο ή σημαντικό ποσοστό της περιουσίας της επιχείρησης της, αφού τα μηχανήματα, όλα ή μέρος αυτών, όπως δύο ταμειακές μηχανές, δύο κλιματιστικά μηχανήματα, δύο ηλεκτρονικοί υπολογιστές, τρεις γαζώτικές μηχανές, δέκα έπιπλα, ένα σίδερο ατμού, ένα τηλεφωνικό κέντρο και δύο γραφεία, παραδόθηκε στις 29-3-2013 κατά τα ανωτέρω εκτιθέμενα, στην Δ.Ο.Y Νεάς Ιωνίας Αττικής, ενώ αντίθετα από τα προσκομιζόμενα από τις εναγόμενες τιμολόγια προκύπτει ότι η δεύτερη εναγομένη κατά το χρονικό διάστημα από 1-2-2013 και μετά, προέβη σε αγορά καινούργιου εξοπλισμού γραφείου, σε προμήθεια καινούργιων ηλεκτρονικών υπολογιστών και προγραμμάτων λογιστικής και γραμματειακής υποστήριξης, τηλεφωνικού κέντρου, ατμοσίδερου, κούκλων βιτρινών. Ούτε άλλωστε αποδείχθηκε ότι μεταβιβάσθηκε στη δεύτερη εναγομένη οποιοδήποτε διακριτικό γνώρισμα της πρώτης εναγόμενης. Πιο συγκεκριμένα αποδείχθηκε ότι η ατομική επιχείρηση της πρώτης έφερε την ονομασία «…..», όπως κατέθεσε ο μάρτυρας, που εξετάσθηκε με επιμέλεια της ενάγουσας ενώπιον του ακροατήριου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ωστόσο η δεύτερη εναγομένη κατά τη σύσταση της στις 12-1-2013, δεν έφερε κανέναν διακριτικό τίτλο σύμφωνα με το καταστατικό της, ο δε, παρεμφερής διακριτικός τίτλος «…..» αποκτήθηκε από τη δεύτερη εναγομένη αρκετά αργότερα, στις 22-1-2017, ήτοι κατά τέσσερα χρόνια αργότερα από τη σύστασή της και μετά από την άσκηση της ένδικης αγωγής, στοιχείο που αποκόπτει τη συνέχεια των πραγμάτων και αποκλείει κάθε παραλληλισμό με την ατομική επιχείρηση της πρώτης εναγομένης. Περαιτέρω, είναι αληθές ότι στο καταστατικό της δεύτερης εναγόμενης εταιρείας ορίσθηκε ως σκοπός της, η εισαγωγή, εμπορία και κατασκευή γυναικείων ενδυμάτων κατασκευάζοντας αυτά, είτε στην έδρα της εταιρείας ή δίδοντας για ραφή και κόψιμο εκτός της έδρας με το σύστημα του φασόν. Το αντικείμενο τούτο, όπως ορίσθηκε, περιλαμβάνει πράγματι το αντικείμενο της ατομικής επιχείρησης της πρώτης, το οποίο ήταν η κατασκευή ενδυμάτων, τα οποία κατασκεύαζε η πρώτη εναγόμενη στο μισθωμένο χώρο που διατηρούσε την επιχείρηση της επί της οδού …., αρ. … στη Φιλαδέλφεια Αττικής. Ωστόσο, όπως κατάθεσε ο λογιστής των δύο εναγομένων, που εξετάσθηκε ως μάρτυρας με επιμέλεια αυτών, ενώπιον του ακροατήριου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, η δεύτερη εναγομένη, δεν ασχολείτο εν τοις πράγμασι με την κατασκευή (ραφή) των ενδυμάτων, αλλά λειτουργούσε με τη διαδικασία του φασόν, δηλαδή αφού προέβαινε σε αγορές υφασμάτων και εφοδιαζόταν με πατρόν (:φύλλα χαρτιού με τυπωμένο υποδειγματικό σχέδιο, βάσει του οποίου έπρεπε να κοπεί το ύφασμα) απέστελλε αυτά σε συνεργαζόμενο εργαστήριο, στο οποίο και κατασκευάζονταν τα ενδύματα σύμφωνα με τα σχέδια αυτά, που είχε παραδώσει η δεύτερη εναγόμενη. Επίσης, οι χώροι που λειτουργούσαν επαγγελματικά η ατομική επιχείρηση της πρώτης των εναγόμενων και η δεύτερη εναγομένη ετερόρρυθμη εταιρεία δεν ταυτίζονταν, αφού η ατομική επιχείρηση της πρώτης στεγαζόταν μέχρι τη διακοπή της, στη Νέα Φιλαδέλφεια Αττικής, ενώ η έδρα της δεύτερης, ήταν αρχικά στο κέντρο της Αθήνας και ακολούθως στη Μεταμόρφωση Αττικής. Ούτε, τέλος, πρόεκυψε μεταβίβαση της πελατείας της πρώτης εναγομένης στη δεύτερη, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η ενάγουσα. Το γεγονός ότι εν προκειμένω η συγκεκριμένη αγορά (με την οικονομική έννοια της), είναι ενιαία με αποτέλεσμα κάποιοι πελάτες να είναι ίδιοι στις εναγόμενες, δεν μπορεί να οδηγήσει στη δικανική πεποίθηση ότι πρόκειται για μεταβίβαση της πελατείας από την μια στην άλλη. Τέλος, είναι αληθές ότι ο … σύζυγος της πρώτης εναγομένης και πατέρας των εταίρων της δεύτερης εναγόμενης εταιρείας, εργαζόταν ως υπάλληλος στην ατομική επιχείρηση της συζύγου του μέχρι τη λύση αυτής και στη συνέχεια στη δεύτερη εναγομένη. Είναι δε, αυτός που παρέλαβε αρχικά την άνω με αριθμό 18391/2012 διαταγή πληρωμής και την επιταγή προς πληρωμη, (στις 22-11-2012 και 29-1-2013) στη Νέα Φιλαδέλφεια (…..) και στη συνέχεια, στις 10-9-2014, στη Μεταμόρφωση (…..). Πλην, όμως, πέραν του ότι δεν αποδείχθηκε ότι μεταβιβάσθηκε η εργασιακή σχέση από την επιχείρηση της πρώτης στη δεύτερη εναγομένη, η απασχόληση αυτού και στις δύο, δικαιολογείται από τη στενή συγγενική σχέση που συνδέει αυτόν με τις εναγόμενες. Δεν επιβεβαιώνεται συνεπώς από κανένα έγγραφο ή άλλο αποδεικτικό μέσο η επικαλούμενη από την ενάγουσα, η οποία έχει και το βάρος απόδειξης των αγωγικών της ισχυρισμών (άρθρο 338 ΚΠολΔ) καμία μεταβίβαση του συνόλου της περιουσίας της ή της ατομικής επιχείρησης της πρώτης εναγομένης ή σημαντικό ποσοστό αυτής με αποτέλεσμα να μην καθιερώνεται αναγκαστική ευθύνη εκ του νόμου (ΑΚ 479) των εναγομένων εις ολόκληρον για τα προς τρίτους χρέη, όπως είναι και το έναντι της ενάγουσας χρέος της πρώτης εναγομένης και η κρινόμενη αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως προς τη δεύτερη εναγομένη ως αβάσιμη κατ’ουσίαν. Το πρωτοβάθμιο επομένως Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση, κρίνοντας αντίθετα , έκανε δεκτή κατά ένα μέρος ως βάσιμη κατ’ ουσίαν την αγωγή, έσφαλε στην εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, όπως βάσιμα υποστηρίζουν οι εκκαλούσες εναγόμενες με τους σχετικούς λόγους της έφεσης τους ……»
Κατόπιν αυτών, το Εφετείο δέχθηκε την έφεση, κατά παραδοχή των λόγων της, που αναφέρονταν σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και εκτίμηση των αποδείξεων, εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, με την οποία είχε γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή και είχαν υποχρεωθεί οι εναγόμενες (αναιρεσίβλητες) να καταβάλλουν σε ολόκληρο καθεμία στην ενάγουσα το ποσό των 32.223,88 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και αφού δίκασε εκ νέου την αγωγή, την απέρριψε ως αβάσιμη κατ’ουσίαν. Έτσι που έκρινε και με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφαση του, ορθά ερμήνευσε και δεν παραβίασε ευθέως, με τη μη εφαρμογή της, την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 479 ΑΚ, αφού οι προαναφερόμενες ουσιαστικές παραδοχές του, δεν πληρούσαν το πραγματικό της και δεν δικαιολογούσαν την εφαρμογή της. Ειδικότερα, το Εφετείο ορθά δέχθηκε ότι δεν συνέτρεχαν οι νόμιμοι όροι και προϋποθέσεις της διάταξης του άρθρου 479 ΑΚ που δεν εφαρμόστηκε, καθώς σύμφωνα με τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ως αποδειχθέντα, δεν έλαβε πράγματι χώρα μεταβίβαση της ατομικής επιχείρησης της πρώτης αναιρεσίβλητης στη δεύτερη, ώστε να τίθεται ζήτημα αναδοχής από τη δεύτερη του χρέους της πρώτης, προς την αναιρεσείουσα. Τούτο δε δικαιολογούν οι προπαρατιθέμενες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης και ειδικότερα, ότι: α) η δεύτερη εναγομένη συστάθηκε πριν την διακοπή της λειτουργίας της ατομικής επιχείρησης της πρώτης εναγόμενης, β) Δεν έλαβε χώρα μεταβίβαση του εξοπλισμού ή του διακριτικού γνωρίσματος της επιχείρησης της πρώτης εναγομένης, στη δεύτερη, γ) Δεν υπήρξε κοινό εταιρικό κατάστημα, ούτε κοινή έδρα των δύο επιχειρήσεων, δ) Δεν υπήρξε μεταβίβαση πελατείας από την πρώτη στη δεύτερη, χωρίς η κρίση αυτή να αναιρείται από την παραδοχή, ότι κάποιοι πελάτες ήταν οι ίδιοι στις δύο επιχειρήσεις, πράγμα που αποδόθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση στο ότι η συγκεκριμένη αγορά με την οικονομική της έννοια, είναι ενιαία, ε) Υπήρξε μερική διαφοροποίηση του αντικειμένου δραστηριότητας των δύο επιχειρήσεων, αφού αν και στο αντικείμενο της επιχείρησης της δεύτερης αναιρεσίβλητης κατά το καταστατικό της, περιλαμβανόταν το αντικείμενο της ατομικής επιχείρησης της πρώτης, που ήταν η κατασκευή (ραφή) ενδυμάτων, η δεύτερη, δεν απασχολείτο πράγματι με την κατασκευή (ραφή) ενδυμάτων, αλλά λειτουργούσε με τη διαδικασία του φασόν. στ) Η δεύτερη αναιρεσίβλητη δεν διατήρησε το ίδιο προσωπικό με την πρώτη, πλην του Ι., η απασχόληση του οποίου σε αμφότερες τις επιχειρήσεις, αποδόθηκε από την προσβαλλόμενη στην ιδιότητα αυτού, ως πατέρα των μελών της εταιρίας (δεύτερης αναιρεσίβλητης) και συζύγου της πρώτης αναιρεσίβλητης. Και, ζ) Η δεύτερη αναιρεσίβλητη χρησιμοποίησε μεν παρεμφερή ονομασία (…..), με αυτή της επιχείρησης της πρώτης (…..), τούτο, όμως, τέσσερα και πλέον έτη μετά την έναρξη λειτουργίας της. Με βάση δε τα περιστατικά αυτά που δέχθηκε το Εφετείο ως αποδειχθέντα, δεν υφίσταται πράγματι διατήρηση της ταυτότητας της ατομικής επιχείρησης της πρώτης αναιρεσίβλητης, υπό το νέο φορέα της δεύτερης αναιρεσίβλητης, με έννομη συνέπεια να μην καταφάσκεται ευθύνη της τελευταίας προς αναδοχή και καταβολή του χρέους της πρώτης, προς την αναιρεσείουσα. Περαιτέρω, έτσι που έκρινε και με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δεν παραβίασε και εκ πλαγίου την άνω ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 479 ΑΚ, ούτε στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσης, καθόσον περιέλαβε σ’ αυτή, σαφείς επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο, ως προς τη μη εφαρμογή της διάταξης αυτής. Ειδικότερα, στην προσβαλλόμενη απόφαση εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα όλα τα πραγματικά περιστατικά, που είναι αναγκαία στη συγκεκριμένη περίπτωση για την κρίση του δικαστηρίου περί της μη συνδρομής των νόμιμων όρων και προϋποθέσεων της άνω διάταξης που δεν εφαρμόστηκε, όπως αυτά αναφέρονται παραπάνω, ενώ δεν υφίστανται ελλείψεις και ανεπάρκεια, ούτε αντιφάσεις στις αιτιολογίες αυτής σχετικά με το χαρακτηρισμό των άνω περιστατικών, που έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, καθώς θεμελιώνουν το σαφώς διατυπούμενο αποδεικτικό της πόρισμα, σχετικά με το ότι στην προκειμένη περίπτωση, δεν έλαβε χώρα μεταβίβαση της επιχείρησης της πρώτης αναιρεσίβλητης στη δεύτερη. Δεν ήταν δε αναγκαία, για την πληρότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, αναφορικά με το ως άνω ουσιώδες ζήτημα της μεταβίβασης επιχείρησης, η παράθεση και άλλων, πλην των ανωτέρω, αιτιολογιών. Επομένως, οι πρώτος και τρίτος λόγοι της αίτησης, με τους οποίους αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι αναιρετικές πλημμέλειες του άρθρου 559 αρ. 1 και 19 ΚΠολΔ, συνιστάμενες σε ευθεία και εκ πλαγίου παραβίαση του άρθρου 479 ΑΚ, είναι αβάσιμοι. Οι διαλαμβανόμενες στον τρίτο λόγο της αίτησης αναίρεσης, αιτιάσεις της αναιρεσείουσας περί ανεπαρκών αιτιολογιών της προσβαλλόμενης απόφασης, διότι: α) Δεν αιτιολογεί επαρκώς, αν κάθε συγκεκριμένο στοιχείο της επιχείρησης της πρώτης που εξετάστηκε, εντασσόταν ή όχι στον πυρήνα αυτής, β) Δεν αιτιολογεί γιατί, η μερική ταύτιση ή έστω η συνεργασία αμφοτέρων των επιχειρήσεων με ίδιο λογιστή και υπάλληλο ή η μερική ταύτιση της ονομασίας των δύο επιχειρήσεων, δεν αποτελούν στοιχεία που ανάγονται στον πηρήνα της μεταβιβαζόμενης επιχείρησης, γ) Ενώ δίνει ιδιαίτερη σημασία στη διαφορετική έδρα και εγκατάσταση των δύο επιχειρήσεων, ουδόλως συνδέει τη συγκεκριμένη έδρα με την φήμη ή πελατεία της επιχείρησης, έτσι ώστε η διαφορετικότητα της εγκατάστασης των δύο επιχειρήσεων να είναι κρίσιμη, για τη μη διατήρηση της ταυτότητας της επιχείρησης, ενώ όσον αφορά τον εξοπλισμό της επιχείρησης της πρώτης, για τον οποίο η προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε ότι δεν μεταβιβάστηκε, δεν γίνεται αναφορά στην τύχη αυτού, ήτοι αν καταστράφηκε ή ανακυκλώθηκε και δεν μεταβιβάστηκε έστω χαριστικά στη δεύτερη. Και, δ) δέχθηκε ότι μέρος της πελατείας της πρώτης εντάσσεται στην πελατεία της δεύτερης, χωρίς να διευκρινίζει πόσοι πελάτες της δεύτερης, είναι διαφορετικοί και τι ποσοστό της πελατείας αποτελούν οι διαφορετικοί αυτοί πελάτες, δεν μπορούν να ιδρύσουν την αποδιδόμενη με τον άνω λόγο πλημμέλεια και συνεπώς είναι απαράδεκτες, καθώς αναφέρονται, είτε στην εκτίμηση πραγματικών περιστατικών από το δικαστήριο που δεν ελέγχεται αναιρετικά, είτε σε ελλείψεις αναγόμενες στην ανάλυση των αποδεικτικών μέσων ή σε επιχειρήματα του δικαστηρίου γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, που σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη νομική σκέψη που προηγήθηκε δεν συνιστούν ανεπάρκεια αιτιολογίας. Οι δε διαλαμβανόμενες στον ίδιο πιο πάνω λόγο αιτιάσεις της αναιρεσείουσας περί αντιφατικών αιτιολογιών της προσβαλλόμενης, καθώς αν και δέχθηκε πλήθος στοιχείων κρίσιμων, που συνιστούν την έννοια της μεταβίβασης περιουσίας, κατέληξε κατά τρόπο αντιφατικό στο αντίθετο συμπέρασμα περί μη μεταβίβασης της επιχείρησης, είναι αβάσιμες καθώς στις προπαρατιθέμενες παραδοχές αυτής, ουδεμία αντίφαση εντοπίζεται. Ακολούθως, με τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 1 εδ. β ΚΠολΔ ορίζεται, ότι η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας αποτελεί λόγο αναίρεσης, μόνο αν τα διδάγματα αυτά αφορούν την ερμηνεία των κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σ’ αυτούς. Ως διδάγματα της κοινής πείρας, θεωρούνται οι γενικές και αφηρημένες αρχές που αντλούνται από την εμπειρική πραγματικότητα, τη συμμετοχή στις συναλλαγές και τις γενικές τεχνικές ή επιστημονικές γνώσεις, που έχουν γίνει κοινό κτήμα και χρησιμοποιούνται από το δικαστήριο, είτε για την ανεύρεση με βάση αυτά της αληθινής έννοιας κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ιδίως όταν αυτός περιέχει αόριστες νομικές έννοιες, ήτοι για την εξειδίκευση των αόριστων νομικών εννοιών, είτε για την έμμεση απόδειξη κρίσιμων γεγονότων ή την εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας των αποδεικτικών μέσων ή στοιχείων που χρησιμοποιήθηκαν κατά το άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 8/2005). Η παράβαση, όμως, των διδαγμάτων της κοινής πείρας, κατά την έννοια της ως άνω διάταξης (αρθρ. 559, αρ. 1 εδ. β ΚΠολΔ, ιδρύει τον προβλεπόμενο απ’ αυτήν αναιρετικό λόγο, μόνον όταν το δικαστήριο της ουσίας εσφαλμένα χρησιμοποιεί ή παραλείπει να χρησιμοποιήσει τα διδάγματα της κοινής πείρας, κατά την ερμηνεία κανόνα δικαίου για την ανεύρεση με βάση αυτά της αληθινής έννοιας αυτού, ιδίως όταν ο κανόνας δικαίου περιέχει νομικές έννοιες ή για την υπαγωγή ή όχι στον κανόνα αυτό των πραγματικών γεγονότων της διαφοράς. Αντίθετα, όταν το δικαστήριο της ουσίας χρησιμοποιεί εσφαλμένα ή παραλείπει να χρησιμοποιήσει τα διδάγματα της κοινής πείρας, για να διαγνώσει αν συντρέχουν ή όχι τα εκάστοτε αποδεικτέα περιστατικά ή για να εκτιμήσει την αποδεικτική αξία των αποδεικτικών μέσων ή στοιχείων, δεν στοιχειοθετείται ο προαναφερόμενος λόγος αναίρεσης, αλλά ούτε και λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 11 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, αφού, όπως προκύπτει από τα άρθρα 336 παρ. 4 και 339 του ΚΠολΔ, τα διδάγματα της κοινής πείρας δεν συμπεριλαμβάνονται στα αποδεικτικά μέσα (ΟλΑΠ 8/2005, ΑΠ 79/2018, ΑΠ 1333/2018, ΑΠ 1512/2014, ΑΠ 87/2013, ΑΠ 208/2011, ΑΠ 1662/2010). Στην προκειμένη περίπτωση η αναιρεσείουσα με το δεύτερο αναιρετικό λόγο, αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από τον αριθμό 1β του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με την αιτίαση ότι παραβίασε τα διδάγματα της κοινής πείρας με τη μη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που δέχθηκε, στην επικαλούμενη από αυτή διάταξη του άρθρου 479 ΑΚ, δεδομένου ότι αν και δέχθηκε ότι: α) Η πρώτη αναιρεσίβλητη, επιχειρούσα ατομικά επί πολλά έτη, είναι μητέρα των εταίρων της δεύτερης αναιρεσίβλητης. β) Η δεύτερη αναιρεσίβλητη συστάθηκε στο χρονικό διάστημα κατά το οποίο η πρώτη αναιρεσίβλητη είχε ουσιαστικά διακόψει τη λειτουργία της ατομικής της επιχείρησης και βρισκόταν σε φάση οριστικής διακοπής εργασιών, γ) Τα τέκνα της πρώτης συνέστησαν εταιρεία με το ίδιο ή έστω παρόμοια αντικείμενο, ήτοι την κατασκευή και εμπορία γυναικείων ενδυμάτων, δ) Χρησιμοποίησαν για την οργάνωση και λειτουργία της επιχείρησης τον ίδιο εργαζόμενο που, απασχολούσε μέχρι την οριστική διακοπή των εργασιών της και η πρώτη αναιρεσίβλητη (το σύζυγο της πρώτης και πατέρα αυτών Ι. ) και τον ίδιο λογιστή με τον οποίο συνεργαζόταν η πρώτη αναιρεσίβλητη. ε) Μέρος της πελατείας της δεύτερης αποτελούνταν κατά την εκδίκαση της αγωγής από πελάτες της πρώτης αναιρεσίβλητης. Και, στ) ο διακριτικός τίτλος που χρησιμοποιούσε η δεύτερη αναιρεσίβλητη και προσέθεσε αργότερα και στο καταστατικό της ήταν παρεμφερής και μάλιστα ταυτιζόταν κατά μία λέξη (…..), με την επωνυμία (ονομασία κατά τα αναγραφόμενα της αναιρεσιβαλλομένης απόφασης) της πρώτης αναιρεσίβλητης, κατέληξε παρά ταύτα στην παραδοχή, ότι δεν προκύπτει ταυτότητα των δύο επιχειρήσεων, όπως αυτή απαιτείται προκειμένου να γίνει δεκτή η μεταβίβαση της επιχείρησης από την πρώτη στη δεύτερη αναιρεσίβλητη, ώστε να επέρχονται έτσι οι συνέπειες του άρθρου 479 ΑΚ (σωρευτική εκ του νόμου αναδοχή χρεών), παραγνωρίζοντας τα διδάγματα της κοινής πείρας, σύμφωνα με τα οποία, στην οικογενειακή, κοινωνική, αλλά και επαγγελματική και συναλλακτική ζωή της χώρας μας και την οικογενειακή, κοινωνική και επαγγελματική πραγματικότητα της Ελλάδος, ιδίως στο επίπεδο των μεσαίων και μικρομεσαίων επιχειρήσεων, τα τέκνα ακολουθούν ή διαδέχονται τους γονείς τους στην ίδια επαγγελματική δραστηριότητα και επιχειρηματική δράση και εκμεταλλεύονται την πείρα, τη φήμη, την πελατεία που έχει αποκτηθεί από αυτούς, καθώς και την οργάνωση που αυτοί έχουν επί μακρόν αναπτύξει, ενώ μέλη της οικογένειας απασχολούνται και αποτελούν το εργατικό δυναμικό των επιχειρήσεων αυτών, στοιχεία που έχουν παγιωθεί στην ελληνική πραγματικότητα και συναλλακτική και οικονομική ζωή ως γενική αρχή, ευχερώς και άμεσα προκύπτουσα από τη συναλλακτική πραγματικότητα. Με το περιεχόμενο αυτό ο πιο πάνω λόγος αναίρεσης είναι απαράδεκτος, καθόσον τα παρατιθέμενα ως άνω για τη θεμελίωση του λόγου αυτού, ως διδάγματα της κοινής πείρας, αναφερόμενα, στην εξακολούθηση εκ μέρους των τέκνων της επαγγελματικής δραστηριότητας των γονέων τους, την εκμετάλλευση της πείρας, της φήμης της πελατείας που έχει αποκτηθεί από αυτούς, καθώς και την οργάνωση που αυτοί έχουν επί μακρόν αναπτύξει, και την απασχόληση των τέκνων στις οικογενειακές επιχειρήσεις, δεν έχουν το χαρακτήρα διδαγμάτων της κοινής πείρας με την προεκτεθείσα έννοια, αλλά αποτελούν επιχειρήματα της αναιρεσείουσας προς στήριξη των απόψεών της και, σε κάθε περίπτωση, δεν αφορούν στην ερμηνεία του προαναφερόμενου ουσιαστικού κανόνα (479 ΑΚ). Κατόπιν αυτών, μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η αίτηση αναίρεσης, να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα, λόγω της ήττας της, στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσίβλητων, που κατέθεσαν προτάσεις, σύμφωνα με το σχετικό νόμιμο αίτημα των τελευταίων (άρθρα 106, 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ) και να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος παράβολου στο δημόσιο ταμείο (άρθρ. 495 παρ. 3 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 11-3-2020 (αριθμ. καταθ. …/6-81 2020) αίτηση αναίρεσης της με αριθμό 5852/2019 τελεσίδικης απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Διατάσσει την εισαγωγή του παράβολου που κατατέθηκε από την αναιρεσείουσα για την άσκηση της αναίρεσης, στο δημόσιο ταμείο.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσίβλητων, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 28 Ιουλίου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 14 Οκτωβρίου 2022.
Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ