Με απόφασή του το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έκρινε ότι ο αγοραστής μηχανοκίνητου οχήματος εξοπλισμένου με παράνομο σύστημα αναστολής έχει αξίωση αποζημίωσης έναντι του κατασκευαστή του αυτοκινήτου σε περίπτωση που το σύστημα αναστολής του προκάλεσε ζημία.
Σύμφωνα με το ΔΕΕ, πέραν των γενικών συμφερόντων, το δίκαιο της Ένωσης προστατεύει και τα ιδιαίτερα συμφέροντα του μεμονωμένου αγοραστή οχήματος έναντι του κατασκευαστή του σε περίπτωση κατά την οποία το όχημα είναι εξοπλισμένο με απαγορευμένο σύστημα αναστολής.
Ιστορικό υπόθεσης
Το πρωτοδικείο Ravensburg (Γερμανία) έχει επιληφθεί αγωγής αποζημίωσης την οποία άσκησε ιδιώτης (ο QB) κατά της Mercedes-Benz Group.
Η συγκεκριμένη αγωγή αποσκοπεί στην αποκατάσταση της ζημίας την οποία υποστηρίζεται ότι προκάλεσε η Mercedes-Benz Group εξοπλίζοντας το πετρελαιοκίνητο όχημα που αγόρασε ο QB με λογισμικό το οποίο μειώνει τον συντελεστή ανακυκλοφορίας των καυσαερίων όταν οι εξωτερικές θερμοκρασίες είναι χαμηλότερες ενός κατώτατου ορίου. Υποστηρίζεται ότι ένα τέτοιο σύστημα αναστολής, το οποίο συνεπάγεται αύξηση των εκπομπών οξειδίου του αζώτου (NOx), απαγορεύεται βάσει του κανονισμού 715/2007 σχετικά με την έγκριση τύπου μηχανοκίνητων οχημάτων όσον αφορά εκπομπές από ελαφρά επιβατηγά και εμπορικά οχήματα.
Κατά το γερμανικό δίκαιο, σε περίπτωση αμέλειας, μπορεί να υφίσταται αξίωση αποζημίωσης εφόσον παραβιάσθηκε νόμος που αποβλέπει στην προστασία τρίτου. Ως εκ τούτου, το γερμανικό δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να διευκρινίσει αν οι εφαρμοστέες διατάξεις της οδηγίας 2007/46 για τη θέσπιση πλαισίου για την έγκριση των μηχανοκίνητων οχημάτων (στο εξής: οδηγία-πλαίσιο), ερμηνευόμενες σε συνδυασμό με τον κανονισμό 715/2007, έχουν την έννοια ότι προστατεύουν τα ιδιαίτερα συμφέροντα του μεμονωμένου αγοραστή τέτοιου οχήματος. Όσον αφορά τον υπολογισμό του ύψους του ποσού της αποζημιώσεως που ενδεχομένως οφείλεται στον QB, το πρωτοδικείο Ravensburg επιθυμεί να διευκρινισθεί επιπλέον κατά πόσον είναι αναγκαίο, προκειμένου να διασφαλισθεί η πρακτική αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης, να μη συνυπολογίζεται το όφελος από τη χρήση του οχήματος κατά τον καθορισμό του ποσού της αποζημιώσεως ή να συνυπολογίζεται σε περιορισμένο μόνο βαθμό.
Με την απόφασή του, το Δικαστήριο εξηγεί καταρχάς ότι απόκειται στο γερμανικό δικαστήριο να προβεί στις αναγκαίες εκτιμήσεις περί των πραγματικών περιστατικών προκειμένου να διαπιστώσει αν το επίμαχο λογισμικό προγραμματισμού πρέπει να χαρακτηρισθεί ως σύστημα αναστολής κατά την έννοια του κανονισμού 715/2007 και αν η χρήση του θα μπορούσε να δικαιολογηθεί βάσει κάποιας από τις εξαιρέσεις που προβλέπει ο συγκεκριμένος κανονισμός1.
Όσον αφορά τα συμφέροντα που προστατεύονται βάσει του κανονισμού 715/2007, πέραν του γενικού σκοπού για τη διασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας του περιβάλλοντος, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη το ευρύτερο νομικό πλαίσιο της Ένωσης περί έγκρισης των μηχανοκίνητων οχημάτων, στο οποίο εντάσσεται ο εν λόγω κανονισμός. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει συναφώς ότι, σύμφωνα με την οδηγία-πλαίσιο, τα οχήματα πρέπει να έχουν λάβει έγκριση ΕΚ τύπου· η έγκριση αυτή μπορεί να χορηγηθεί μόνον εάν ο συγκεκριμένος τύπος οχήματος ανταποκρίνεται στις διατάξεις του κανονισμού 715/2007, ιδίως δε σε εκείνες που αφορούν τις εκπομπές. Επιπλέον, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι, κατά την οδηγία-πλαίσιο, οι κατασκευαστές οχημάτων υποχρεούνται να χορηγούν στον μεμονωμένο αγοραστή οχήματος πιστοποιητικό συμμόρφωσης. Το έγγραφο αυτό, το οποίο είναι μεταξύ άλλων υποχρεωτικό για τη θέση οχήματος σε κυκλοφορία, πιστοποιεί ότι το όχημα συμμορφώνεται προς όλες τις κανονιστικές πράξεις κατά τον χρόνο της παραγωγής του. Συνεπώς, το πιστοποιητικό συμμόρφωσης διασφαλίζει την προστασία μεμονωμένου αγοραστή οχήματος έναντι της μη τήρησης από τον κατασκευαστή της υποχρέωσής του να διαθέτει στην αγορά οχήματα που πληρούν τις απαιτήσεις του κανονισμού 715/2007.
Βάσει των ανωτέρω, το Δικαστήριο αποφαίνεται ότι η οδηγία-πλαίσιο εγκαθιδρύει άμεση σχέση μεταξύ του κατασκευαστή αυτοκινήτων και του μεμονωμένου αγοραστή μηχανοκίνητου οχήματος με σκοπό να διασφαλισθεί υπέρ του δευτέρου ότι το όχημα είναι σύμφωνο με την ισχύουσα νομοθεσία της Ένωσης. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο κρίνει ότι οι διατάξεις της οδηγίας-πλαισίου, ερμηνευόμενες σε συνδυασμό με εκείνες του κανονισμού 715/2007, προστατεύουν, πέραν των γενικών συμφερόντων, τα ιδιαίτερα συμφέροντα του μεμονωμένου αγοραστή μηχανοκίνητου οχήματος έναντι του κατασκευαστή σε περίπτωση κατά την οποία το συγκεκριμένο όχημα είναι εξοπλισμένο με απαγορευμένο σύστημα αναστολής. Τα κράτη μέλη υποχρεούνται, επομένως, να προβλέπουν ότι ο αγοραστής έχει αξίωση αποζημιώσεως έναντι του κατασκευαστή του οχήματος.
Ελλείψει διατάξεων του δικαίου της Ένωσης που να ρυθμίζουν τους λεπτομερείς όρους της χορηγήσεως αποζημιώσεως στους αγοραστές οχήματος εξοπλισμένου με απαγορευμένο σύστημα αναστολής, απόκειται σε κάθε κράτος μέλος να καθορίσει τους εν λόγω λεπτομερείς όρους. Το Δικαστήριο επισημαίνει, πάντως, ότι η εθνική νομοθεσία δεν μπορεί να καθιστά αδύνατη ή υπέρμετρα δυσχερή την επίτευξη προσήκουσας αποκατάστασης των ζημιών που υπέστη ο αγοραστής. Μπορεί επίσης να προβλέπεται ότι τα εθνικά δικαστήρια μεριμνούν ώστε η προστασία των δικαιωμάτων τα οποία εγγυάται η έννομη τάξη της Ένωσης να μη συνεπάγεται αδικαιολόγητο πλουτισμό των δικαιούχων. Εν προκειμένω, το πρωτοδικείο Ravensburg θα πρέπει να διακριβώσει αν ο συνυπολογισμός του οφέλους από την πραγματική χρήση του οχήματος εκ μέρους του QB του διασφαλίζει προσήκουσα αποκατάσταση της ζημίας που πράγματι υπέστη λόγω της εγκατάστασης, στο όχημά του, απαγορευμένου κατά το δίκαιο της Ένωσης συστήματος αναστολής.
To πλήρες κείμενο της αποφάσεως είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA
- 1.Πρβλ. αποφάσεις του Δικαστηρίου της 14ης Ιουλίου 2022, GSMB Invest, C-128/20 (βλ. ΑΤ 124/22), και της 17ης Δεκεμβρίου 2020, CLCV κ.λπ. (Σύστημα αναστολής σε πετρελαιοκινητήρες), C-693/18 (βλ. ΑΤ 170/20).