ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ 12ο– ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ
ΑΡΙΘΜΟΣ 5088/2022
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 21 Σεπτεμβρίου 2021, με δικαστή την Παρθενόπη Κατσαρόλη, Πρωτοδίκη Δ.Δ., και γραμματέα τον Ευγένιο Δράκο, δικαστικό υπάλληλο,
για να δικάσει την αγωγή με χρονολογία κατάθεσης 12-12-2018,
των: 1. ….και 10. ….., ο οποίοι δεν παραστάθηκαν, αλλά νομιμοποίησαν την υπογράφουσα το δικόγραφο δικηγόρο, Αικατερίνη Καλούδη, με ιδιωτικά έγγραφα,
κατά του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου (ν.π.δ.δ.) με την επωνυμία «Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης» (Ε.Φ.Κ.Α.) και ήδη, «Ηλεκτρονικός Εθνικός Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης» (e-Ε.Φ.Κ.Α.) [(άρθρο 51Α του ν. 4387/2016, που προστέθηκε με το άρθρο 1 του ν. 4670/2020 (ΦΕΚ Α΄ 43)], που εκπροσωπείται από τον Διοικητή του και παραστάθηκε με δήλωση, κατ’ άρθρο 133 παρ.2 του Κ.Δ.Δ., όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 29 παρ.1 του ν.2915/2001 (ΦΕΚ Α΄109), της πληρεξούσιας δικηγόρου, Αικατερίνης Αλεξοπούλου.
Κατά τη συζήτηση παραστάθηκε με δήλωση, κατ’ άρθρο 133 παρ.2 του Κ.Δ.Δ., της Δικαστικής Πληρεξουσίας του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, Ο., και το Ελληνικό Δημόσιο, που εκπροσωπείται από τον Υπουργό Οικονομικών.
Αφού μελέτησε τη δικογραφία
Σκέφθηκε κατά το νόμο
1. Επειδή, με την κρινόμενη αγωγή, το αίτημα της οποίας νομίμως μετατράπηκε από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό με το από 16-9-2021 υπόμνημα, οι ενάγοντες ζητούν, κατ’ εκτίμηση του περιεχομένου της, να αναγνωρισθεί, με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινώς εκτελεστή, η υποχρέωση του εναγομένου να καταβάλει σε καθένα από αυτούς ως αποζημίωση, κατ’ άρθρα 105 – 106 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα (ΕισΝΑΚ): α) τα ειδικότερα αναγραφόμενα στο δικόγραφο ποσά, τα οποία κυμαίνονται από 4.000,00 ευρώ έως 28.088,20 ευρώ και αντιστοιχούν στις περικοπές των κύριων συντάξεών τους και των καταβαλλόμενων με αυτές επιδομάτων (δώρων) εορτών και αδείας, κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-2013 έως 30-12-2018, κατ΄ εφαρμογή των διατάξεων των ν. 4051/2012 (ΦΕΚ Α΄ 40) και 4093/2012 (ΦΕΚ Α΄ 222) και β) τα ποσά που τυχόν θα παρακρατηθούν από τις συντάξεις τους, κατ’ εφαρμογή των ίδιων διατάξεων, κατά το χρονικό διάστημα από την άσκηση της αγωγής τους και έως τη συζήτηση αυτής. Η υπόθεση νομίμως συζητήθηκε παρά την απουσία των εναγόντων, οι οποίοι, όπως προκύπτει από το από 2-12-2020 αποδεικτικό επίδοσης της Επιμελήτριας Δικαστηρίων …., κλητεύθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα για την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 25-5-2021, κατά την οποία η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε για την παρούσα δικάσιμο αυτεπαγγέλτως, λόγω μη νόμιμης κλήτευσης του εναγομένου νομικού προσώπου.
2. Επειδή, η κρινόμενη αγωγή στρέφεται μόνο κατά του ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης». Συνεπώς, το Ελληνικό Δημόσιο, το οποίο κλητεύθηκε και παραστάθηκε, δεν είναι διάδικος στην παρούσα δίκη και πρέπει, για το λόγο αυτό, να αποβληθεί από την παρούσα δίκη και να κηρυχθεί άκυρη η παράστασή του στο ακροατήριο.
3. Επειδή, από τον συνδυασμό των άρθρων 63 παρ.1, 71 παρ.1 και 73 του Κ.Δ.Δ. συνάγεται ότι με την αγωγή κατά του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων διώκεται μόνο η ικανοποίηση χρηματικής αξίωσης από έννομη σχέση δημοσίου δικαίου, αίτημα της οποίας είναι είτε η καταψήφιση της αξιούμενης παροχής είτε η αναγνώριση της αντίστοιχης αξίωσης, εφόσον πρόκειται για αξίωση που έχει γεννηθεί κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής και όχι η διαμόρφωση δικαιώματος ή η διάπλαση έννομης σχέσης, τα οποία δύνανται να ικανοποιηθούν με την άσκηση προσφυγής (βλ. ΣτΕ 1313/2016 και πρβλ. ΣτΕ 2112/1995, 3534/2005, 3872/2009, 4693/2012 επταμ.). Ενόψει τούτου, η κρινόμενη αγωγή, κατά το μέρος που με αυτή επιδιώκεται να αναγνωρισθεί η υποχρέωση το εναγομένου να καταβάλει στους ενάγοντες τα ποσά που τυχόν θα παρακρατηθούν από τις συντάξεις τους κατά το χρονικό διάστημα από την άσκηση αυτής και έως τη συζήτησή της, πρέπει ν’ απορριφθεί ως απαράδεκτη, δεδομένου ότι το εν λόγω αίτημα αφορά τη διάπλαση έννομης σχέσης και όχι την καταψήφιση ή αναγνώριση γεγενημένης χρηματικής αξίωσης σε βάρος του εναγομένου. Κατόπιν τούτου, η ίδια αγωγή, η οποία έχει κατά τα λοιπά ασκηθεί εν γένει παραδεκτώς, πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω στην ουσία.
4. Επειδή, στη διάταξη του άρθρου τρίτου παρ. 10 του ν. 3845/2010 (Α΄65), όπως αυτή αντικαταστάθηκε με τη διάταξη του άρθρου 24 του ν. 4038/2012 (Α΄ 14) ορίζεται ότι: «Τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και το επίδομα αδείας, που προβλέπονται από οποιαδήποτε γενική ή ειδική διάταξη νόμου ή κανονιστικής πράξης, για τους συνταξιούχους και βοηθηματούχους όλων των Φορέων Κύριας Ασφάλισης, με εξαίρεση τους συνταξιούχους του Ο.Γ.Α., χορηγούνται εφόσον ο δικαιούχος έχει υπερβεί το 60ό έτος της ηλικίας και το ύψος τους καθορίζεται ως εξής: α) Το επίδομα εορτής Χριστουγέννων, στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ. β) Το επίδομα εορτής Πάσχα, στο ποσό των διακοσίων (200) ευρώ. γ) Το επίδομα αδείας, στο ποσό των διακοσίων (200) ευρώ. Ειδικά για τους συνταξιούχους που λαμβάνουν σύνταξη γήρατος ή αναπηρίας ή λόγω θανάτου, το ποσό της οποίας είναι μικρότερο των τετρακοσίων (400) ευρώ, τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, καθώς και το επίδομα αδείας, δεν μπορούν να είναι μεγαλύτερα των ποσών που ελάμβαναν με βάση τις προϊσχύουσες του ν. 3845/2010 διατάξεις. […]».
5. Επειδή, περαιτέρω, προς εφαρμογή του εγκριθέντος κατά το έτος 2012 δεύτερου «Μνημονίου Συνεννόησης» (ν. 4046/2012, ΦΕΚ Α΄ 28), ακολούθησαν κατά το ίδιο αυτό έτος, δύο νομοθετήματα με αντικείμενο την περαιτέρω περιστολή των κυρίων και επικουρικών συντάξεων. Ειδικότερα, με το άρθρο 6 του ν. 4051/2012 «Ρυθμίσεις συνταξιοδοτικού περιεχομένου και άλλες επείγουσες ρυθμίσεις εφαρμογής του Μνημονίου Συνεννόησης του Ν. 4046/2012» (Α΄ 40) μειώθηκαν αναδρομικά, από 1-1-2012, κατά 12% οι μηνιαίες κύριες συντάξεις που υπερβαίνουν το ποσό των 1.300 ευρώ και οι επικουρικές συντάξεις, με κλιμάκωση του ποσοστού μείωσης (10%, 15% και 20%) αναλόγως του ύψους αυτών και με κατοχύρωση κατώτατου ορίου ποσού 200 ευρώ, ενώ, στη συνέχεια, ακολούθησε ο ν. 4093/2012 (ΦΕΚ Α΄ 222), με το άρθρο πρώτο του οποίου, αφενός μειώθηκαν εκ νέου, σε ποσοστό από 5% έως και 20%, οι από οποιαδήποτε πηγή και για οποιαδήποτε αιτία συντάξεις, που υπερβαίνουν αθροιστικώς τα 1.000 ευρώ, αφετέρου καταργήθηκαν πλέον για όλους τους συνταξιούχους τα επιδόματα και δώρα Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας. Στις αιτιολογικές εκθέσεις των εν λόγω διατάξεων δεν μνημονεύονται καθόλου οι προηγηθείσες περικοπές, η δε λήψη των νέων μέτρων αιτιολογείται με γενική αναφορά στις «δημοσιονομικές ανάγκες της χώρας», στη «δυσμενή οικονομική κατάσταση συγκεκριμένων ασφαλιστικών φορέων» και στην ανάγκη «να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα όλων των φορέων κοινωνικής ασφάλισης […]». Στο δεύτερο αυτό Μνημόνιο προβλεπόταν σχετικώς ότι «για την πορεία δημοσιονομικής προσαρμογής του προγράμματος» και ενόψει «των συνεχών προβλημάτων της Ελλάδας με τη φορολογική συμμόρφωση» θα χρειαζόταν η λήψη «επιπρόσθετων μέτρων», ότι «το μεγαλύτερο μέρος της προσαρμογής θα επιτυγχανόταν μέσω περικοπών δαπανών που θα αποσκοπούσαν στη μόνιμη μείωση του μεγέθους του κράτους», ότι «πολλές από αυτές τις περικοπές θα έπρεπε να αφορούν τις κοινωνικές μεταβιβάσεις» και ότι «η μεγάλη εναπομείνασα δημοσιονομική προσαρμογή θα έπρεπε κατ’ ανάγκη να περιλαμβάνει περαιτέρω προσαρμογές των συντάξεων […] με τρόπο που να προστατεύονται οι χαμηλοσυνταξιούχοι […]» (ΣτΕ 2287-2288/2015 Ολομ.).
6. Επειδή, οι τελευταίες ως άνω διατάξεις ψηφίστηκαν όταν είχε πλέον παρέλθει διετία από τον πρώτο αιφνιδιασμό της οικονομικής κρίσης και αφού εντωμεταξύ είχαν σχεδιαστεί και ληφθεί τα βασικά μέτρα για την αντιμετώπισή της. Επομένως, κατά την επιχειρηθείσα με τις διατάξεις αυτές νέα, για πολλοστή φορά, περικοπή συνταξιοδοτικών παροχών της ίδιας ομάδας θιγομένων, ο νομοθέτης δεν δικαιολογείτο πλέον να προχωρήσει στην ψήφιση των σχετικών ρυθμίσεων χωρίς ειδική έρευνα του αντικειμένου αυτών, αλλά όφειλε, κατά τα προεκτεθέντα, να προβεί σε εμπεριστατωμένη μελέτη, προκειμένου να διαπιστώσει και να αναδείξει τεκμηριωμένα ότι η λήψη των συγκεκριμένων μέτρων ήταν συμβατή με τις σχετικές συνταγματικές δεσμεύσεις, τις απορρέουσες, μεταξύ άλλων, από τον θεσμό της κοινωνικής ασφάλισης, τις αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας και την προστασία της αξίας του ανθρώπου. Ειδικότερα, στο πλαίσιο της μελέτης αυτής, όφειλε, καταρχάς, ο νομοθέτης να προβεί σε συνολική εκτίμηση των παραγόντων που προκάλεσαν το πρόβλημα, το οποίο επικαλείται ως προς τη βιωσιμότητα των ασφαλιστικών οργανισμών (και, μάλιστα, ενός εκάστου εξ αυτών, ενόψει της διοικητικής και οικονομικής του αυτοτέλειας), και, ενόψει των παραγόντων αυτών – όπως είναι η μείωση της αξίας, μέσω του PSI (ν. 4050/2012), των διαθεσίμων κεφαλαίων των εν λόγω οργανισμών, κυρίως δε, η παρατεινόμενη ύφεση και η συνακόλουθη αύξηση της ανεργίας, στις οποίες ουσιωδώς συμβάλλει η πτώση του βιοτικού επιπέδου μεγάλων κατηγοριών του πληθυσμού συνεπεία μέτρων αντίστοιχων με τα επίδικα (μειώσεις συντάξεων και μισθών) ή φορολογικών επιβαρύνσεων – να κρίνει για την προσφορότητα των επίδικων αυτών μέτρων. Τούτο δε ενόψει και της διαπίστωσης του ότι τα αντίστοιχα μέτρα που είχε λάβει μέχρι τότε (μειώσεις συντάξεων και μισθών) δεν είχαν αποδώσει τα αναμενόμενα και ότι η οικονομική ύφεση είχε ενταθεί με ρυθμούς που είχαν ανατρέψει τις αρχικές προβλέψεις. Ακόμη δε κι αν τα επίδικα μέτρα κρίνονταν πρόσφορα, κατά τα ανωτέρω, ο νομοθέτης έπρεπε περαιτέρω να μελετήσει και να αποφανθεί αιτιολογημένα για την αναγκαιότητά τους, εξετάζοντας την ύπαρξη τυχόν εναλλακτικών επιλογών και συγκρίνοντας τα οφέλη και τα μειονεκτήματα της καθεμιάς για τους επιδιωκόμενους δημόσιους σκοπούς (δημοσιονομική προσαρμογή, βιωσιμότητα των ασφαλιστικών οργανισμών, διασφάλιση ικανοποιητικού, κατά το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος, επιπέδου ζωής των ασφαλισμένων). Τέλος, εφόσον, πάντως, κατόπιν των ανωτέρω, ο νομοθέτης επέλεγε, όπως εν προκειμένω, να προβεί σε συγκεκριμένες περικοπές συντάξεων (επιλογή, καταρχήν, δικαστικώς ανέλεγκτη), όφειλε προηγουμένως να εξετάσει με τρόπο επιστημονικό και δικαστικά ελέγξιμο, αν οι επιπτώσεις των περικοπών τούτων στο βιοτικό επίπεδο των θιγομένων, αθροιζόμενες με τις επιπτώσεις από τα ήδη ληφθέντα γενικά μέτρα αντιμετώπισης της κρίσης (όπως οι αλλεπάλληλες, κατά τα εκτεθέντα, φορολογικές επιβαρύνσεις) και συνδυαζόμενες με τις ευρύτερες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες της διανυόμενης έκτακτης περιόδου (κόστος αγαθών και υπηρεσιών, περικοπές παροχών υγείας, ανεργία και επίδρασή της στο οικογενειακό εισόδημα, έκταση και περιεχόμενο δανειοληπτικών υποχρεώσεων), οδηγούν σε ανεπίτρεπτη μείωση του επιπέδου ζωής των συνταξιούχων κάτω του ορίου εκείνου που συνιστά, κατά τα προεκτεθέντα, τον πυρήνα του κοινωνικοασφαλιστικού τους δικαιώματος. Από κανένα όμως στοιχείο δεν προκύπτει ότι ως προς τα ανωτέρω ζητήματα έλαβε χώρα εν προκειμένω τέτοια μελέτη. Πέραν δε τούτου, δεν προκύπτει ούτε ότι ελήφθησαν υπόψη οι κρίσιμες ως άνω συνταγματικές παράμετροι. Διότι, όπως συνάγεται από τις οικείες προπαρασκευαστικές εργασίες, μόνο κριτήριο για τη θέσπιση των σχετικών μέτρων απετέλεσε η συμβολή τους στη μείωση των δημοσίων δαπανών και τη «δημοσιονομική προσαρμογή». Ακόμη δε και η αναφορά στην «δυσμενή οικονομική κατάσταση» των ασφαλιστικών οργανισμών, ως βασικής αιτίας του προβλήματος, γίνεται αορίστως, είτε για όλους τους οργανισμούς συλλήβδην, είτε για κάποιους μη κατονομαζόμενους, χωρίς να εκτιμάται συγκεκριμένα η κατάσταση καθενός από αυτούς (ενόψει της οικονομικής αυτοτέλειάς τους και των επιβαλλόμενων, αναλόγως, διαφοροποιήσεων) και χωρίς να αναφέρεται αν και πώς συνέβαλε το κράτος, κατά τη συνταγματική του υποχρέωση, στη διασφάλιση της βιωσιμότητάς τους. Άλλωστε, οι επίμαχες νομοθετικές ρυθμίσεις διέπονται από την, υπό το «νέο ασφαλιστικό σύστημα», συνταγματικώς μη ανεκτή αντίληψη ότι το κράτος ρυθμίζει απλώς και οργανώνει την κοινωνική ασφάλιση χωρίς και να υποχρεούται να συμμετέχει στη χρηματοδότηση των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης ή ότι η υποχρέωση αυτή μπορεί να αναπληρώνεται με παροχές προνοιακού χαρακτήρα, καθώς και ότι η διασφάλιση της βιωσιμότητας των εν λόγω οργανισμών απόκειται στους ίδιους τους ασφαλισμένους, συναρτώμενη, προεχόντως ή και αποκλειστικώς, με τη μαθηματική σχέση μεταξύ καταβαλλόμενων εισφορών και χορηγούμενων παροχών. Κατόπιν τούτων, οι ανωτέρω διατάξεις των νόμων 4051/2012 και 4093/2012 αντίκεινται στις προπαρατεθείσες συνταγματικές διατάξεις και είναι, ως εκ τούτου, ανίσχυρες και μη εφαρμοστέες. Επιπλέον, υπό τα ανωτέρω δεδομένα, με τις ως άνω διατάξεις και την επέμβαση που επέρχεται μέσω αυτών στα δικαιώματα των ενδιαφερομένων, κλονίζεται η δίκαιη ισορροπία μεταξύ του γενικού συμφέροντος που τις υπαγόρευσε και των περιουσιακών δικαιωμάτων των θιγόμενων συνταξιούχων και ως εκ τούτου, με τις εν λόγω διατάξεις παραβιάζεται και το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. (ΣτΕ 2287-2288/2015 Ολομ.).
7. Επειδή, με τις προαναφερθείσες 2287/2015 και 2288/2015 αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, κρίθηκε ότι με τη νέα διάταξη της παρ. 3β, η οποία προστέθηκε στο άρθρο 50 του π.δ. 18/1989, δόθηκε η δυνατότητα στο Συμβούλιο της Επικρατείας, υπό προϋποθέσεις τις οποίες το ίδιο σταθμίζει, να αποκλίνει, σε εξαιρετικές πάντως περιπτώσεις, από τον κανόνα της αναδρομικής ακύρωσης και να καθορίσει μεταγενέστερο χρόνο επέλευσης των συνεπειών της ακύρωσης και ότι τα αυτά και για τους ίδιους λόγους θα πρέπει αναλογικώς να ισχύσουν και επί αγωγών και άλλων διαφορών ουσίας, που άγονται προς εκδίκαση στο Συμβούλιο της Επικρατείας μέσω του νέου δικονομικού θεσμού της πρότυπης δίκης (πρβλ. ΔΕΚ C43/75 της 8.4.1976 Defrenne κατά Sabena και C-262/78 της 17.5.1990 Barber). Περαιτέρω, αφού ελήφθη υπόψη ότι, στην προκειμένη περίπτωση, η, κατά τα ανωτέρω, διάγνωση της αντισυνταγματικότητας, μεταξύ άλλων, των προαναφερθεισών διατάξεων των νόμων 4051/2012 και 4093/2012 θα συνεπαγόταν υποχρέωση της Διοίκησης να συμμορφωθεί με αναδρομική καταβολή των συνταξιοδοτικών παροχών που περιεκόπησαν, βάσει των αντισυνταγματικών αυτών διατάξεων σε ιδιαιτέρως ευρύ κύκλο προσώπων που αφορούσε η πρότυπη δίκη, το Συμβούλιο της Επικρατείας, με τις ίδιες ως άνω αποφάσεις του και μετά στάθμιση του δημοσίου συμφέροντος, αναφερομένου στην οξυμένη δημοσιονομική κρίση και στην κοινώς γνωστή ταμειακή δυσχέρεια του ελληνικού Κράτους, όρισε ότι οι συνέπειες της αντισυνταγματικότητας των επίμαχων διατάξεων θα επέλθουν μετά την δημοσίευση των εν λόγω αποφάσεών του (η οποία έλαβε χώρα στις 10-6-2015). Οίκοθεν νοείται δε, κατά τις ίδιες αποφάσεις, ότι για τους ενάγοντες και όσους άλλους έχουν ασκήσει ένδικα μέσα ή βοηθήματα μέχρι το χρόνο δημοσίευσης των αποφάσεων, η διαγνωσθείσα αντισυνταγματικότητα θα έχει αναδρομικό χαρακτήρα. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να γίνει επίκληση της αντισυνταγματικότητας των διατάξεων αυτών για τη θεμελίωση αποζημιωτικών αξιώσεων άλλων συνταξιούχων, που αφορούν περικοπείσες, βάσει των εν λόγω διατάξεων, συνταξιοδοτικές παροχές τους, για χρονικά διαστήματα προγενέστερα του χρονικού σημείου δημοσίευσης των ανωτέρω αποφάσεων. Τούτο, άλλωστε, δεν συγκρούεται ούτε με το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος περί της αξιώσεως δικαστικής προστασίας, αλλά ούτε και με το άρθρο 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α., και το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου αυτής, διότι αφενός μεν η αναδρομικότητα των συνεπειών των αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας δεν είναι αυτονόητη και αποκλειστική κάθε άλλης ρύθμισης, αφετέρου δε με τον ως άνω τιθέμενο περιορισμό, δεν διαταράσσεται η δίκαιη ισορροπία μεταξύ των απαιτήσεων του γενικού συμφέροντος και της προστασίας των δικαιωμάτων των διοικουμένων, εφόσον αυτοί δεν αποστερούνται των δικαιωμάτων τους, τα οποία απλώς περιορίζονται, για τους προαναφερόμενους λόγους επιτακτικού δημοσίου συμφέροντος (βλ. ΣτΕ 4741/2014 Ολομ.).
8. Επειδή, εξάλλου, σε συνέχεια των δεσμεύσεων τις οποίες ανέλαβε η Ελληνική Δημοκρατία με τους νόμους 4334/2015 [«Επείγουσες ρυθμίσεις για τη διαπραγμάτευση και σύναψη συμφωνίας με τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης (Ε.Μ.Σ.)» (ΦΕΚ Α΄ 80)] και 4336/2015 [«Συνταξιοδοτικές διατάξεις – Κύρωση του Σχεδίου Σύμβασης Οικονομικής Ενίσχυσης από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας και ρυθμίσεις για την υλοποίηση της Συμφωνίας Χρηματοδότησης» (ΦΕΚ Α΄ 94)], στο πλαίσιο της συμφωνίας με τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας, για τη διασφάλιση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας του συνταξιοδοτικού συστήματος, θεσπίσθηκε ο ν. 4387/2016 «Ενιαίο Σύστημα Κοινωνικής Ασφάλειας – Μεταρρύθμιση ασφαλιστικού – συνταξιοδοτικού συστήματος – Ρυθμίσεις φορολογίας εισοδήματος και τυχερών παιγνίων και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄ 85), ο οποίος άρχισε να ισχύει, κατά το άρθρο 122 αυτού, από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (12-5-2016) και με το σύστημα ρυθμίσεων του οποίου επιχειρήθηκε μείζων μεταρρύθμιση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης. Η μεταρρύθμιση συνίσταται στη λήψη μέτρων για τη διασφάλιση της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος, σύμφωνα με την επιταγή του άρθρου 22 παρ. 5 του Συντάγματος. Ειδικότερα, μεταξύ άλλων, με το ν. 4387/2016, όπως αναφέρεται και στην 1891/2019 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, μεταβλήθηκε εκ βάθρων το σύστημα υπολογισμού των συντάξεων των ασφαλισμένων στο δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα, μισθωτών και αυτοαπασχολούμενων, περιλαμβανομένων και όσων ελάμβαναν ήδη σύνταξη πριν από την έναρξη ισχύος του ως άνω νόμου (παλαιών συνταξιούχων). Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο του νέου αυτού ασφαλιστικού συστήματος, ιδρύθηκε ενιαίος φορέας απονομής των κύριων συντάξεων, ο Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (Ε.Φ.Κ.Α.), στον οποίο εντάσσονται αυτοδίκαια οι υφιστάμενοι φορείς κύριας κοινωνικής ασφάλισης (άρθρο 51) και θεσπίσθηκαν ενιαίοι κανόνες για τον υπολογισμό των συνταξιοδοτικών αυτών παροχών, οι οποίες για τους μελλοντικούς συνταξιούχους θα είναι κατά κανόνα μικρότερες από τις καταβαλλόμενες υπό την ισχύ του προγενέστερου ασφαλιστικού συστήματος. Στο πλαίσιο δε εφαρμογής των ενιαίων κανόνων του Ε.Φ.Κ.Α. προβλέπεται στον ανωτέρω ν. 4387/2016 ότι οι ήδη καταβαλλόμενες συντάξεις κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού επανυπολογίζονται και διαμορφώνονται και αυτές, όπως και οι μελλοντικές, ως άθροισμα εθνικής και ανταποδοτικής σύνταξης. Ειδικότερα, στο άρθρο 14 του νόμου, με τίτλο «Αναπροσαρμογή συντάξεων – προστασία καταβαλλόμενων συντάξεων», που εντάσσεται στο κεφάλαιο Β΄ αυτού («Συντάξεις δημοσίων υπαλλήλων και στρατιωτικών»), ορίζονται τα εξής: «1. α. Σε εφαρμογή των ενιαίων κανόνων του Ε.Φ.Κ.Α. και των θεμελιωδών αρχών του άρθρου 1, οι ήδη καταβαλλόμενες κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος, κύριες συντάξεις αναπροσαρμόζονται, σύμφωνα με τα άρθρα 7, 8, 13 και 14, βάσει των διατάξεων των επόμενων παραγράφων. β. Για τον υπολογισμό του ανταποδοτικού μέρους των καταβαλλόμενων, έως την έναρξη ισχύος του παρόντος, συντάξεων, για τον προσδιορισμό των συντάξιμων αποδοχών λαμβάνεται υπόψη ο συντάξιμος μισθός επί του οποίου κανονίστηκε η ήδη χορηγηθείσα σύνταξη, όπως αυτός είχε διαμορφωθεί πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος, με βάση τους κανόνες αναπροσαρμογής των συντάξιμων αποδοχών του Δημοσίου, που ίσχυαν κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης καθορίζεται κάθε άλλο σχετικό θέμα για την εφαρμογή της διάταξης αυτής. 2. α. Μέχρι την 31.12.2018, οι συντάξεις της προηγούμενης παραγράφου συνεχίζουν να καταβάλλονται στο ύψος που είχαν διαμορφωθεί κατά την 31.12.2014, σύμφωνα με τις τότε ισχύουσες διατάξεις […] β. Από 1.1.2019, εφόσον το καταβαλλόμενο ποσό των συντάξεων αυτών είναι μεγαλύτερο από αυτό που προκύπτει από τον υπολογισμό τους βάσει της παραγράφου 1, το επιπλέον ποσό εξακολουθεί να καταβάλλεται στο δικαιούχο ως προσωπική διαφορά, συμψηφιζόμενο κατ’ έτος και μέχρι την πλήρη εξάλειψή του, με την εκάστοτε αναπροσαρμογή των συντάξεων, όπως αυτή προκύπτει σε εφαρμογή της παραγράφου 3. Εάν το καταβαλλόμενο ποσό των συντάξεων είναι μικρότερο από αυτό που προκύπτει από τον υπολογισμό τους βάσει της παραγράφου 1, τότε αυτό προσαυξάνεται κατά το ένα πέμπτο της διαφοράς σταδιακά και ισόποσα εντός πέντε ετών από την ολοκλήρωση του τρέχοντος προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής. Τα ανωτέρω στοιχεία αποτυπώνονται από 1.1.2018 για κάθε ασφαλισμένο στο οικείο πληροφοριακό σύστημα (όπως το εδ. αυτό ίσχυε πριν από την τροποποίησή του από τις παρ. 2 και 3 του άρθρου 1 του ν. 4472/2017, ΦΕΚ Α΄ 74). 3. α. Το συνολικό ποσό της σύνταξης που καταβάλλεται μετά τη θέση σε ισχύ του παρόντος, αυξάνεται από την 1.1.2017 (ήδη από την 1.1.2023, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 1 του ν. 4472/2017 και του άρθρου τρίτου του ν. 4475/2017, ΦΕΚ Α΄ 83, οι οποίες αντικατέστησαν διαδοχικώς το εν λόγω εδαφ. α΄) κατ’ έτος με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης με βάση συντελεστή που διαμορφώνεται κατά 50% από τη μεταβολή του ΑΕΠ και κατά 50% από τη μεταβολή του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή του προηγούμενου έτους και δεν υπερβαίνει την ετήσια μεταβολή του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή. β. Οι διατάξεις της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας του Δημοσίου με τις οποίες προβλέπεται αναπροσαρμογή ή αύξηση των συντάξεων που καταβάλλονται από αυτό, κατά τρόπο διαφορετικό από τον οριζόμενο στην περίπτωση α΄ ή με βάση τις ισχύουσες κάθε φορά μισθολογικές διατάξεις, καταργούνται. 4. […]». Εξάλλου, με το άρθρο 33 του ίδιου νόμου, με τίτλο «Αναπροσαρμογή συντάξεων – προστασία καταβαλλόμενων συντάξεων», που εντάσσεται στο Κεφάλαιο Γ΄ αυτού («Ρυθμίσεις ασφαλισμένων του ιδιωτικού τομέα»), θεσπίζεται ο επανυπολογισμός των ήδη καταβαλλομένων κατά την έναρξη ισχύος του νόμου, κύριων συντάξεων των συνταξιούχων του ιδιωτικού τομέα κατ’ ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων που αφορούν τον επανυπολογισμό των συντάξεων των δημοσίων υπαλλήλων και παρέχεται εξουσιοδότηση στον Υπουργό Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης να καθορίσει με απόφασή του κάθε αναγκαίο θέμα εφαρμογής της διάταξης αυτής. Ειδικότερα, στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 33 προβλέπεται ότι: «1. Οι ήδη καταβαλλόμενες, κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος, κύριες συντάξεις, πλην όσων χορηγούνται από τον ΟΓΑ, αναπροσαρμόζονται, σύμφωνα με την ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 14, σε συνδυασμό με τα άρθρα 7, 8, 27, 28, 30 και 12, βάσει των ειδικότερων ρυθμίσεων της επόμενης παραγράφου (όπως η παρ. 1 αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο 25 του ν. 4445/2016, ΦΕΚ Α΄ 236). 2. Για τον υπολογισμό του ανταποδοτικού μέρους των καταβαλλόμενων, έως την ημερομηνία έναρξης ισχύος του νόμου αυτού, συντάξεων, ως συντάξιμες αποδοχές λαμβάνεται υπόψη ο συντάξιμος μισθός επί του οποίου υπολογίστηκε η ήδη χορηγηθείσα σύνταξη […]».
9. Επειδή, ακολούθως, με την 1891/2019 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκε ότι δεν εκωλύετο ο νομοθέτης από τις 2287-2288/2015 αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, με τις οποίες κρίθηκαν αντισυνταγματικές και αντίθετες προς το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. οι επίμαχες περικοπές των νόμων 4051/2012 και 4093/2012, να προβεί σε νέες ρυθμίσεις ως προς το ύψος των συντάξεων ή ακόμη και να επαναθεσπίσει τις κριθείσες ως παράνομες, κατά τα ανωτέρω, περικοπές, εφόσον ελάμβανε υπόψη τα κριτήρια και ικανοποιούσε τις απαιτήσεις που έθεσε με τις ανωτέρω αποφάσεις του το ανώτατο ακυρωτικό Δικαστήριο κατόπιν ερμηνείας των μνημονευθεισών συνταγματικών διατάξεων, είτε, ακόμη, διατηρώντας τη σχετική προς τούτο ευχέρειά του, να προβεί στη θέσπιση νέου ασφαλιστικού συστήματος, στο πλαίσιο του οποίου, εφόσον επέλεγε να υιοθετήσει εκ νέου τις ανωτέρω κριθείσες ως αντισυνταγματικές περικοπές των συντάξεων στο πλαίσιο του επανυπολογισμού των συντάξεων των παλαιών συνταξιούχων, όπως και έπραξε, υπεχρεούτο να αιτιολογήσει ειδικώς το λόγο για τον οποίο ήταν τούτο αναγκαίο ενόψει της επιχειρούμενης συνολικής μεταρρύθμισης του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης. Επίσης, κρίθηκε ότι είναι θεμιτή η επιλογή του νομοθέτη να προβεί, στο πλαίσιο του νέου ασφαλιστικού συστήματος και της ίδρυσης ενιαίου φορέα απονομής των κύριων συνταξιοδοτικών παροχών που εφαρμόζει ενιαίους κανόνες ως προς τον τρόπο υπολογισμού των απονεμόμενων στο σύνολο του πληθυσμού συντάξεων, σε επανυπολογισμό των ήδη καταβαλλόμενων κατά τη δημοσίευση του ν. 4387/2016 συντάξεων. Με την ίδια απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκε συμβατή με το Σύνταγμα και αιτιολογημένη η επιλογή του νομοθέτη, προκειμένου να καθορίσει τις καταβλητέες, από την έναρξη ισχύος του ν. 4387/2016, στους ήδη κατά την δημοσίευσή του συνταξιούχους, συντάξεις, στο πλαίσιο του επανυπολογισμού τους, να ορίσει ότι το ύψος των συντάξεων αυτών, θα ανέρχεται στο ύψος στο οποίο οι εν λόγω συντάξεις είχαν διαμορφωθεί μετά τις περικοπές των νόμων 4051/2012 και 4093/2012, οι οποίες είχαν κριθεί αντισυνταγματικές με τις προαναφερθείσες αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας. Και τούτο, αφενός μεν λόγω της ουσιαστικής συνεισφοράς της εν λόγω νομοθετικής επιλογής στη συγκράτηση της συνταξιοδοτικής δαπάνης και, κατ’ επέκταση, στην επίτευξη του επιδιωκόμενου στόχου της διατήρησης της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος, αφετέρου δε ώστε να επωμισθούν και οι παλαιοί και όχι μόνον οι νέοι συνταξιούχοι και οι νυν ασφαλισμένοι (με τη θεσπιζόμενη με τον ίδιο νόμο αύξηση των εισφορών και τη μείωση των μελλοντικών συντάξεων) το βάρος της επιχειρούμενης μεταρρύθμισης, για λόγους κοινωνικής δικαιοσύνης και διαγενεακής ισότητας και αλληλεγγύης, δεδομένου ότι και αυτοί ωφελούνται εξίσου από την επιδιωκόμενη, με την επιχειρούμενη ασφαλιστική μεταρρύθμιση, διασφάλιση της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος, τη διατήρηση δηλαδή της ικανότητάς του να χορηγεί συντάξεις στους υφιστάμενους και στους μελλοντικούς συνταξιούχους. Κρίθηκε, δηλαδή, συμβατή με το Σύνταγμα η ρύθμιση του άρθρου 14 παρ. 2 περ. α΄ του ν. 4387/2016, σύμφωνα με την οποία οι κύριες συντάξεις που καταβάλλονταν κατά τη δημοσίευση του νόμου (παλαιές συντάξεις) θα ανέρχονται στο ύψος, στο οποίο αυτές είχαν διαμορφωθεί στις 31-12-2014 (με τις περικοπές, δηλαδή, των νόμων 4051/2012 και 4093/2012). Ειδικότερα, με την 1891/2019 απόφαση της Ολομέλειας του εν λόγω Δικαστηρίου έγινε δεκτό ότι η ανωτέρω ρύθμιση, η οποία, κατ’ ουσίαν, ισοδυναμούσε με εκ νέου υιοθέτηση με το ν. 4387/2016 των περικοπών για τους ήδη συνταξιούχους κατά τη δημοσίευσή του (παλαιούς συνταξιούχους), οι οποίες είχαν κριθεί ως αντισυνταγματικές με τις αποφάσεις 2287 – 2288/2015 της Ολομέλειάς του, ήταν συνταγματικώς θεμιτή και η θέσπισή της ήταν δικαιολογημένη στο πλαίσιο του νέου ασφαλιστικού συστήματος, δηλαδή όχι ως μεμονωμένη, αυτοτελής ρύθμιση, επιφέρουσα οριζόντιες περικοπές στις ήδη καταβαλλόμενες κατά τη δημοσίευση του ν. 4387/2016 συντάξεις, όπως είχε συμβεί στο παρελθόν με τη θέσπιση των περικοπών αυτών με τις σχετικές διατάξεις των νόμων 4051/2012 και 4093/2012, αλλά ως ρύθμιση εντασσόμενη σε ένα ευρύτερο πλέγμα μέτρων και διαρθρωτικών αλλαγών του νέου ριζικώς αναμορφωμένου ασφαλιστικού συστήματος που θεσπίσθηκε με το ν. 4387/2016 και ως τμήμα της εισαχθείσας με αυτόν ασφαλιστικής μεταρρύθμισης, αποτέλεσμα της οποίας είναι οι μελλοντικοί συνταξιούχοι να λαμβάνουν, κατά κανόνα, μικρότερες, σε σχέση με τους παλαιούς συνταξιούχους, συνταξιοδοτικές παροχές. Αντιθέτως, οι ίδιες περικοπές είχαν κριθεί αντισυνταγματικές με τις προηγούμενες 2287-2288/2015 αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας ως απλές οριζόντιες περικοπές επιβληθείσες σε συνέχεια πολλών διαδοχικών προηγούμενων (βλ. σκέψη 12), για το λόγο ότι, όπως εκτέθηκε ανωτέρω, δεν είχε προηγηθεί της θέσπισής τους η ειδική μελέτη που προσδιορίζουν και απαιτούν οι εν λόγω αποφάσεις, ακριβώς επειδή οι οριζόντιες αυτές περικοπές στις καταβαλλόμενες συντάξεις αποτελούσαν τη συνέχεια πολλών προηγούμενων περικοπών. Συνεπώς, κατά τα κριθέντα με την 1891/2019 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, οι διατάξεις των άρθρων 14 παρ. 2 περ. α΄ του ν. 4387/2016, αντίστοιχα, είναι σύμφωνες με το Σύνταγμα και δικαιολογημένες στο πλαίσιο της συνολικής μεταρρύθμισης του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης που επήλθε με το ν. 4387/2016, κατά την έννοια δε των αποφάσεων αυτών, είναι σύμφωνη και με την Ε.Σ.Δ.Α. και, επομένως, από τη δημοσίευση του ν. 4387/2016 και εφεξής οι ως άνω περικοπές έχουν ως νόμιμο έρεισμα τις ανωτέρω διατάξεις του τελευταίου αυτού νόμου, από το χρονικό δε αυτό σημείο (12-5-2016) και εφεξής οι περικοπές αυτές είναι νόμιμες. Περαιτέρω, ωστόσο, με τις 1889 και 1890/2019 αποφάσεις του ΣτΕ κρίθηκε ότι οι διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 96 του ν. 4387/2016, κατά το μέρος που αντικατέστησε τις παρ. 1, 2, 3 και 4 του άρθρου 42 του ν. 4052/2012 (ΣτΕ 1889/2019) και της παρ. 4 του ίδιου άρθρου (ΣτΕ 1890/2019) καθώς και οι κατ’ εξουσιοδότηση αυτών προεκτεθείσες δύο αποφάσεις του Υφυπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης (σχετικές με τον καθορισμό των τεχνικών παραμέτρων των παροχών του Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π. και την αναπροσαρμογή των υπ’ αυτού καταβαλλόμενων συντάξεων) αντίκεινται στα άρθρα 106 παρ. 1 και στα άρθρα 4 παρ. 1 και 5, 22 παρ. 5 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος (αρχή της αναλογικότητας, έκφανση της οποίας αποτελεί και η αρχή της ανταποδοτικότητας), λόγω έλλειψης οποιασδήποτε αναλογιστικής μελέτης, η οποία να προκύπτει ότι είχε εκπονηθεί πριν από την ψήφιση του νόμου και να τεκμηριώνει τη βιωσιμότητα του κλάδου επικουρικής ασφάλισης του Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π., ενόψει των προπαρατεθεισών ρυθμίσεων του ν. 4387/2016, για το λόγο δε αυτό οι παραπάνω κανονιστικές πράξεις ακυρώθηκαν στο σύνολό τους. Σε συνέχεια των παραπάνω δικαστικών κρίσεων, με την 1891/2019 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκε, περαιτέρω, ότι δεν τεκμηριώνεται το ύψος της συνολικής συνταξιοδοτικής παροχής την οποία χορηγεί το ασφαλιστικό σύστημα του ν. 4387/2016 και ακυρώθηκε και η, εκδοθείσα κατ’ εξουσιοδότηση των άρθρων 14 και 33 του ν. 4387/2016, 26083/887/7-6-2016 κοινή απόφαση του Υφυπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών «Αναπροσαρμογή κύριων συντάξεων – Προστασία καταβαλλόμενων συντάξεων» (ΦΕΚ Β΄ 1605/7-6-2016 και διορθώσεις σφαλμάτων ΦΕΚ Β΄ 1623/8-6-2016 και ΦΕΚ Β΄ 1988/1-7-2016). Και στις τρεις, ωστόσο, παραπάνω αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας (1889, 1890 και 1891/2019) ορίστηκε ως χρόνος έναρξης του ακυρωτικού αποτελέσματος ο χρόνος δημοσίευσής τους, ήτοι η 4-10-2019, κατόπιν συνεκτίμησης των λόγων για τους οποίους εχώρησε η ακύρωση των εν λόγω κανονιστικών αποφάσεων και του μεγάλου αριθμού των καταβαλλομένων κύριων και επικουρικών συντάξεων, των οποίων ο επανυπολογισμός θα ετίθετο εν αμφιβόλω με την αναδρομική ακύρωση των αποφάσεων αυτών, καθώς και των εκκρεμοτήτων που θα ανέκυπταν. Εξάλλου, στη συνέχεια, δημοσιεύθηκε ο ν. 4670/2020 «Ασφαλιστική μεταρρύθμιση και ψηφιακός μετασχηματισμός Εθνικού Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (e-Ε.Φ.Κ.Α.) και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄ 43/28-2-2020), με το άρθρο 25 του οποίου τροποποιείται το άρθρο 14 του ν. 4387/2016, επιδιώκοντας τη συμμόρφωση με την προμνησθείσα 1891/2019 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας (βλ. τη σχετική αιτιολογική έκθεση επί των εν λόγω άρθρων).
10. Επειδή, στη συνέχεια, μετά από την εισαγωγή, με την 21/2019 πράξη της τριμελούς Επιτροπής του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 3900/2010, στο Συμβούλιο της Επικρατείας της από 11-9-2019 ασκηθείσας ενώπιον του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών αγωγής 46 συνταξιούχων γήρατος κατά του Ε.Φ.Κ.Α., του Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π. και του παρεμβαίνοντος Ελληνικού Δημοσίου, κατόπιν αίτησης του Ε.Φ.Κ.Α., προκειμένου να κριθούν γενικότερου ενδιαφέροντος ζητήματα που έχουν συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων, δημοσιεύτηκε η 1439/2020 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας. Με την τελευταία αυτή απόφαση έγινε δεκτό ότι με τις 2287 και 2288/2015 αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκε ότι οι διατάξεις του άρθρου 6 του ν. 4051/2012 και του άρθρου πρώτου παρ. ΙΑ υποπαρ. ΙΑ.5 περ. 1 του ν. 4093/2012, με τις οποίες θεσπίστηκαν περικοπές στις συνταξιοδοτικές παροχές συνταξιούχων οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης, αντίκεινται στο Σύνταγμα και στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. και ότι είναι, ως εκ τούτου, ανίσχυρες και μη εφαρμοστέες. Με την ίδια απόφαση (1439/2020) κρίθηκε, περαιτέρω, ότι η διαγνωσθείσα με τις ανωτέρω αποφάσεις του έτους 2015 ουσιαστική αντισυνταγματικότητα των ανωτέρω διατάξεων δεν θεραπεύτηκε με τη διάταξη του άρθρου 14 παρ. 2 εδ. α΄ του ν. 4387/2016, υπό την έννοια ότι η τελευταία αυτή διάταξη, με την οποία, κατ’ ουσίαν, υιοθετήθηκαν εκ νέου, στο πλαίσιο του εισαχθέντος με το νόμο αυτό ασφαλιστικού συστήματος, οι εν λόγω περικοπές για τους ήδη κατά τη δημοσίευση του νόμου αυτού συνταξιούχους (παλαιούς συνταξιούχους), ισχύει από τη δημοσίευση του ως άνω νόμου και εφεξής, δηλαδή από 12-5-2016 και εφεξής και όχι αναδρομικώς, ότι δεν ανατρέχει, δηλαδή, στο χρόνο θέσπισης των εν λόγω περικοπών. Επίσης, με την ίδια απόφαση 1439/2020 του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκε ότι η ανωτέρω ουσιαστική αντισυνταγματικότητα των επίμαχων διατάξεων του ν. 4051/2012 και του ν. 4093/2012 δεν θεραπεύτηκε με μεταγενέστερες της δημοσίευσης του ανωτέρω νόμου μελέτες, όπως είναι οι μελέτες που συνοδεύουν το μεταγενέστερο ν. 4387/2016, ότι, συνεπώς, οι περικοπές που επιβλήθηκαν για το χρονικό διάστημα από 11-6-2015 έως 11-5-2016 κατ’ εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων του ν. 4051/2012 και του ν. 4093/2012 δεν είναι νόμιμες και ότι ως προς τα αποτελέσματα της αντισυνταγματικότητας αυτής και της παραβίασης του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. ισχύουν τα κριθέντα με τις αποφάσεις 2287 και 2288/2015 της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας.
11. Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, με το άρθρο 114 του ν. 4714/2020 (ΦΕΚ Α΄ 148/31-7-2020), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 34 ν. 4734/2020 (ΦΕΚ Α΄ 196/8-10-2020), ορίσθηκε ότι: «1. Ποσά, τα οποία αντιστοιχούν σε περικοπές και μειώσεις κύριων συντάξεων συνταξιούχων του ιδιωτικού τομέα, οι οποίες επιβλήθηκαν κατ’ εφαρμογή της παρ. 1 του άρθρου 6 του Ν. 4051/2012 (Α΄ 40), της υπ` αρ. 476/28.2.2012 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομικών και Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας (Β΄ 499) και της περ. 1 της υποπαρ. ΙΑ.5 της παρ. ΙΑ΄ του άρθρου πρώτου του Ν. 4093/2012 (Α΄ 222) και αφορούν το χρονικό διάστημα από 11.6.2015 και μέχρι τη δημοσίευση του Ν. 4387/2016 (Α΄ 185), καταβάλλονται άτοκα στους δικαιούχους. 2. […]. 3. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων ρυθμίζονται ο τρόπος, η διαδικασία και οι λεπτομέρειες καταβολής των προς επιστροφή ποσών, η οποία ολοκληρώνεται μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2020. 4. Με την καταβολή των ποσών της παρ. 1 οι αξιώσεις των συνταξιούχων του ιδιωτικού τομέα για ποσά που αντιστοιχούν σε περικοπές, μειώσεις και καταργήσεις κύριων, επικουρικών συντάξεων, επιδομάτων αδείας και εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, κατά το χρονικό διάστημα από τις 11.6.2015 έως τη δημοσίευση του Ν. 4387/2016, δυνάμει του Ν. 4051/2012 και του Ν. 4093/2012, αποσβένονται. 5. Η παρ. 4 δεν καταλαμβάνει τις εκκρεμείς ενώπιον των δικαστηρίων δίκες κατά τον χρόνο της δημοσίευσης του παρόντος, ως προς τις αξιώσεις που υπερβαίνουν το καταβαλλόμενο ποσό της παρ. 1».
12. Επειδή, τέλος, το άρθρο 105 του ΕισΝΑΚ (π.δ. 456/1984, ΦΕΚ Α΄ 164) ορίζει ότι: «Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης, που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος […]», το δε άρθρο 106 ότι: «Οι διατάξεις των δύο προηγούμενων άρθρων εφαρμόζονται και για την ευθύνη των δήμων, των κοινοτήτων ή των άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου από πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων που βρίσκονται στην υπηρεσία τους». Κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 105 του ΕσΝΑΚ, για την στοιχειοθέτηση ευθύνης του Δημοσίου προς αποζημίωση λόγω πράξης ή παράλειψης των οργάνων του κατά την άσκηση της ανατεθειμένης σε αυτά δημόσιας εξουσίας, απαιτείται, μεταξύ άλλων, η πράξη ή παράλειψη να είναι παράνομη. Εκ του ότι δε ο νομοθέτης είτε με νόμο είτε με διοικητική κανονιστική πράξη που εκδόθηκε κατ΄ εξουσιοδότηση νόμου, καθορίζει γενικότερα τους όρους του αδίκου, παρέπεται ότι δεν μπορεί να προκύψει, έστω και εάν προκαλείται ζημία σε τρίτο, ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση, κατ΄ εφαρμογήν του άρθρου 105 του ΕισΝΑΚ, από την εκ μέρους της πολιτείας νομοθέτηση με τα αρμόδια αυτής όργανα ή από την παράλειψη των οργάνων αυτών να νομοθετήσουν, εκτός εάν από την νομοθέτηση ή την παράλειψή της γεννάται αντίθεση προς κανόνες δικαίου υπέρτερης τυπικής ισχύος. Στην τελευταία αυτήν περίπτωση, όταν οι επιζήμιες συνέπειες δεν επέρχονται απευθείας από την επίμαχη διάταξη αλλά επέρχονται από την εφαρμογή του ως άνω κανόνα δικαίου, δηλαδή από την πράξη της Διοίκησης που τον εφαρμόζει στην ατομική περίπτωση, η ευθύνη έναντι του ζημιωθέντος προκύπτει όχι από τον κανόνα δικαίου αλλά από την τελευταία αυτήν πράξη (βλ. ΣτΕ Ολ 479, 480, 481/2018, 4741/2014). Η δε αποζημίωση προς αποκατάσταση της κατά τα ανωτέρω ζημίας περιλαμβάνει, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 298 του Αστικού Κώδικα, την πλήρη αποκατάσταση της θετικής και αποθετικής ζημίας του ζημιωθέντος. Συνεπώς, στην εν λόγω αποζημίωση περιλαμβάνεται τόσο η αποκατάσταση της ζημίας την οποία υπέστη η υπάρχουσα πριν την παράνομη πράξη ή παράλειψη των δημοσίων οργάνων περιουσία του ζημιωθέντος, όσο και η αποκατάσταση της ζημίας, την οποία υπέστη αυτός με την στέρηση, εξαιτίας της παράνομης πράξης ή παράλειψης, παροχών τις οποίες μετά πιθανότητας, κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις, θα αποκόμιζε, εάν δεν είχε μεσολαβήσει η παράνομη αυτή πράξη ή παράλειψη (βλ. ΣτΕ 1369/2018 7μ, 1283, 1284/2016, 528/2014).
13. Επειδή, στην παρ. 6 του άρθρου 40 του α.ν. 1846/1951 (ΦΕΚ Α΄ 179), όπως τροποποιήθηκε τελικώς με το άρθρο 21 παρ. 8 του ν. 1902/1990 (ΦΕΚ Α΄ 138), ορίζεται ότι: «Πάσαι αι αξιώσεις εκ παροχών εις χρήμα της ασφαλίσεως ασθενείας παραγράφονται μετά εξ μήνας αφ’ ης κατέστησαν απαιτηταί. Απαιτηταί δόσεις συντάξεων μη εισπραχθείσαι δι’ οιονδήποτε λόγον εντός έτους παραγράφονται. […] Πάσα άλλη οιαδήποτε κατά του ΙΚΑ απαίτησις παραγράφεται μετά πενταετίαν. […]». Εξάλλου, το Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. εξαιρείται από την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 48 του ν.δ/τος 496/1974 «Περί Λογιστικού των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου», που διέπουν την παραγραφή των αξιώσεων κατά των λοιπών ν.π.δ.δ., καθώς με το άρθρο μόνο του π.δ/τος 437/1977 (ΦΕΚ Α΄ 134) εξαιρέθηκαν από την εφαρμογή του ως άνω ν.δ./τος οι ασφαλιστικοί οργανισμοί που τελούσαν υπό την εποπτεία του (τότε) Υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών, όπως το Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ.. Ακολούθως, με το άρθρο 137 του ν. 3655/2008 (ΦΕΚ Α΄ 58) ρυθμίστηκε κατά τρόπο ενιαίο ο χρόνος παραγραφής των αξιώσεων υπέρ και κατά των φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης. Από τις διατάξεις, όμως, του άρθρου αυτού εξαιρέθηκαν ρητώς το Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. και το Ε.Τ.Ε.Α.Μ., για τα οποία προβλέφθηκε ότι, όσον αφορά τις παραγραφές, ισχύει η νομοθεσία τους (παρ.Β υποπαρ. 5 του άρθρου 137). Ειδικότερα, στο άρθρο 137 του τελευταίου αυτού νόμου, που ισχύει, σύμφωνα με το άρθρο 154 του ίδιου νόμου, για τις αξιώσεις που γεννώνται από 3-4-2008, ορίζεται ότι «Α. […]. Β. Παραγραφή απαιτήσεων κατά των ΦΚΑ. 1. Η παραγραφή αξιώσεων κατά των ΦΚΑ αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους, μέσα στο οποίο γεννήθηκε η αξίωση και μπορεί να επιδιωχθεί δικαστικά. Ο χρόνος παραγραφής των χρηματικών αξιώσεων κατά των ΦΚΑ είναι πέντε (5) έτη, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά από το παρόν άρθρο. […]. Ο χρόνος παραγραφής των αξιώσεων των συνταξιούχων […] των Φορέων […] από καθυστερούμενες συντάξεις, μερίσματα, επιδόματα και εφάπαξ βοηθήματα είναι πέντε (5) έτη, έστω και αν εκδόθηκε εντολή πληρωμής που πάσχει κατά τον τύπο, αλλά στηρίζεται σε νόμιμη αξίωση. […]. 2. […]. 3.[…]. 4. […] Η παραγραφή λαμβάνεται υπόψη αυτεπάγγελτα από τα Δικαστήρια». […]». Στη συνέχεια, μετά τη σύσταση του Ε.Φ.Κ.Α., με το άρθρο 51 του ν. 4387/2016 (ήδη μετονομασθέντος, από 01-03-2020, σε e-Ε.Φ.Κ.Α., κατ’ άρθρο 1 του ν. 4670/2020) και την ένταξη σε αυτόν, μεταξύ άλλων, του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. και του Ο.Α.Ε.Ε., εκδόθηκε ο «Κανονισμός Οικονομικής Οργάνωσης και Λογιστικής Λειτουργίας του Ενιαίου Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (Ε.Φ.Κ.Α.)» (Φ.ΕΦΚΑ/οικ.22424/861/2017 απόφαση της Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, ΦΕΚ Β΄ 1720/18-05-2017), με έναρξη ισχύος από 01-01-2017 (σύμφωνα με το άρθρο 83 αυτού), ο οποίος ορίζει στο άρθρο 64, υπό τον τίτλο «Παραγραφή απαιτήσεων, κατασχέσεις, εκχωρήσεις», ότι: «Η παραγραφή απαιτήσεων, οι κατασχέσεις και οι εκχωρήσεις ρυθμίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 136 έως 145 του ν. 4270/2014, όπως ισχύει κάθε φορά».
14. Επειδή, σύμφωνα με τις ανωτέρω, ειδικές περί παραγραφής, διατάξεις του άρθρου 40 παρ. 6 του α.ν. 1846/1951, χρηματικές απαιτήσεις κατά του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. παραγράφονται μετά την παρέλευση πενταετίας (πρβλ. ΣτΕ 3280/2015, 2166/2015, 28/2012, 295/2011, 1327/2009, 199/2007). Η πενταετής αυτή παραγραφή αρχίζει, ελλείψει άλλης ειδικότερης διάταξης, από τότε που γεννήθηκε η αξίωση και κατέστη δυνατή η δικαστική επιδίωξή της, κατά τη γενική διάταξη του άρθρου 251 του Αστικού Κώδικα (πρβλ. ΣτΕ 2166/2015, 1327/2009). Εξάλλου, απαιτήσεις των συνταξιούχων κατά, του καθολικού διαδόχου του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. και του Ο.Α.Ε.Ε., Ε.Φ.Κ.Α. και, ήδη, e-Ε.Φ.Κ.Α. υπόκεινται μεν στη διετή παραγραφή του άρθρου 140 παρ. 5 του ν. 4270/2014, στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 64 του «Κανονισμού Οικονομικής Οργάνωσης και Λογιστικής Λειτουργίας του Ε.Φ.Κ.Α.», αλλά αφορά, ως διάταξη ουσιαστικού δικαίου (πρβλ. ΣτΕ 2656/2019 7μ.), τις αξιώσεις κατά του Ε.Φ.Κ.Α. και ήδη e-ΕΦΚΑ, μετά την έναρξη ισχύος του Κανονισμού αυτού, ήτοι από 1-1-2017.
15. Επειδή, τέλος, στην παράγραφο 2 του άρθρου 75 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Κ.Δ.Δ.) (ν.2717/1999, ΦΕΚ Α΄ 97), όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 19 του ν. 3900/2010 (ΦΕΚ Α΄ 213) και σύμφωνα με το άρθρο 70 του νόμου αυτού ισχύει από 1-1-2011, ορίζεται ότι «Τα κατά το ουσιαστικό δίκαιο έννομα αποτελέσματα της άσκησης της αγωγής επέρχονται, ως προς τον εναγόμενο, από την επίδοσή της σε αυτόν από τον ενάγοντα. Η παραγραφή, η οποία σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο διακόπηκε, αρχίζει πάλι μόνο από την τελεσιδικία της απόφασης ή την κατάργηση της δίκης».
16. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα : Οι 1ος , 2η , 4η , 5ος , 6ος , 7ος , 9η και 10ος ενάγοντες (κατά τη σειρά αναγραφής τους στο δικόγραφο) είναι συνταξιούχοι του πρώην Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. και ήδη του εναγόμενου Φορέα και οι 3ος και 8η εξ αυτών είναι συνταξιούχοι του πρώην Ο.Α.Ε.Ε. και ήδη του εναγόμενου Φορέα. Επί των καταβαλλόμενων σε αυτούς συντάξεων επιβλήθηκαν, κατά το χρονικό διάστημα από 1-10-2013 έως 12-12-2018, μεταξύ άλλων, οι μειώσεις του άρθρου 6 του ν. 4051/2012 και του άρθρου πρώτου παρ. ΙΑ υποπ. ΙΑ. 5 και ΙΑ.6 του ν. 4093/2012. Ειδικότερα, στις συντάξεις των 1ου (….), 2ης (…..), 3ου (….), 4ης (….), 8ης (….) και 9ης (….) επιβλήθηκαν μόνο οι περικοπές των επιδομάτων Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας, ενώ στις συντάξεις των 5ου (….), 6ου (….), 7ου (….) και 10ου (….) επιβλήθηκαν οι περικοπές των επιδομάτων Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας, καθώς και οι μειώσεις του άρθρου 6 του ν. 4051/2012 και του άρθρου πρώτου παρ. ΙΑ υποπ. ΙΑ. 5 του ν. 4093/2012. Με την κρινόμενη αγωγή και το από 16-9-2021 υπόμνημα, οι ενάγοντες ζητούν να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγόμενου Φορέα να καταβάλει -εντόκως από την επίδοση της αγωγής (σχετ. η …. έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών, …)-, ως αποζημίωση, κατ’ άρθρα 105 και 106 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα (ΕισΝΑΚ), σε καθένα από τους 1ο , 2η , 3ο , 4η , 8η και 9η το ποσό των 4.000,00 ευρώ, στον 5ο το ποσό των 20.642,80 ευρώ, στον 6ο το ποσό των 22.622,20 ευρώ, στον 7ο το ποσό των 19.490,20 ευρώ και στον 10ο το ποσό των 28.088,20 ευρώ. Ειδικότερα, οι ενάγοντες, επικαλούμενοι τις παραδοχές των 2287-2288/2015 αποφάσεων της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας προβάλλουν ότι μη νομίμως διενεργήθηκαν οι ένδικες περικοπές, διότι οι ανωτέρω διατάξεις των ν.4051/2012 και 4093/2012 αντίκεινται στα άρθρα 2 παρ.1, 4 παρ. 1 και 5, 22 παρ. 5, 25 παρ. 1 και 4 του Συντάγματος, καθώς και στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Αντιθέτως, ο καθού Φορέας, με τις επιμέρους (ήτοι για καθένα από τους ενάγοντες) εκθέσεις των απόψεών του προς το Δικαστήριο και με το από 24-9-2021 υπόμνημα, ζητεί την απόρριψη της υπό κρίση αγωγής. Ειδικότερα, επικαλούμενος τα κριθέντα με τις 2287-2288/2015 και 1890-1891/2019 αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, υποστηρίζει ότι, εφόσον η αγωγή κατατέθηκε μετά τις 10-6-2015, οι ενάγοντες δικαιούνται να ζητήσουν μόνο το ποσό των ένδικων περικοπών που αντιστοιχεί στο χρονικό διάστημα από 11-6-2015 έως 11-5-2016 και προβάλλει, περαιτέρω, ένσταση απόσβεσης των ένδικων απαιτήσεων ορισμένων εκ των εναγόντων για το εν λόγω χρονικό διάστημα, λόγω καταβολής του ποσού των περικοπών που αντιστοιχούν σε αυτό βάσει του άρθρου 114 του ν. 4714/2020. Τέλος, ισχυρίζεται ότι, σε κάθε περίπτωση, οι αξιώσεις των εναγόντων έχουν υποπέσει στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 40 του α.ν.1846/1951.
17. Επειδή, το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη ότι : α) οι προαναφερθείσες διατάξεις των ν. 4051/2012 και 4093/2012 κρίθηκαν αντίθετες στο Σύνταγμα και στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ με τις 2287 και 2288/2015 αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας για το λόγο ότι δεν προηγήθηκε αυτών η ειδική μελέτη που περιγράφεται στις ως άνω αποφάσεις, συγχρόνως, όμως, ορίστηκε με αυτές ότι η διαγνωσθείσα αντισυνταγματικότητα θα έχει αναδρομικό χαρακτήρα μόνον για τους ενάγοντες και όσους άλλους έχουν ασκήσει ένδικα μέσα ή βοηθήματα μέχρι το χρόνο δημοσίευσης των αποφάσεων (10-6-2015), με αποτέλεσμα να μην μπορεί να γίνει επίκληση της αντισυνταγματικότητας των διατάξεων αυτών για τη θεμελίωση αποζημιωτικών αξιώσεων των εναγόντων συνταξιούχων, εφόσον αφορούν περικοπείσες, βάσει των εν λόγω διατάξεων, συνταξιοδοτικές παροχές τους, για χρονικά διαστήματα προγενέστερα του χρονικού σημείου δημοσίευσης των αποφάσεων αυτών, β) με τις 1891 και 1890/2019 αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκε καταρχήν συνταγματικώς θεμιτή η εκ νέου κατ’ ουσίαν θέσπιση των ως άνω περικοπών στο πλαίσιο επανυπολογισμού κύριων συντάξεων, με τις διατάξεις του άρθρου 14 παρ. 2 περ. α΄ του ν. 4387/2016, και, επομένως, από τη δημοσίευση του ν. 4387/2016 και εφεξής οι ως άνω περικοπές έχουν ως νόμιμο έρεισμα τις ανωτέρω διατάξεις του τελευταίου αυτού νόμου, από το χρονικό δε αυτό σημείο (12-5-2016) και εφεξής οι περικοπές αυτές είναι νόμιμες, γ) με την 1439/2020 απόφαση της Ολομέλειας του ανώτατου ακυρωτικού Δικαστηρίου κρίθηκε ότι η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 14 παρ. 2 περ. α΄ του ν. 4387/2016 ισχύει για το μέλλον και δεν καταλαμβάνει ρυθμιστικά και το προγενέστερο διάστημα από 11-6-2015 έως 11-5-2016, υπό την έννοια της αναδρομικής ισχυροποίησης των επιβληθεισών με τους ανωτέρω νόμους περικοπών και, συνεπώς, για το ως άνω χρονικό διάστημα ισχύουν τα κριθέντα με τις 2287-2288/2015 αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, άγεται στην κρίση ότι νομίμως περικόπηκαν οι συντάξεις που ελάμβαναν ο ενάγοντες κατά το χρονικό διάστημα από 1-10-2013 έως 10-6-2015 και από 12-5-2016 έως 30-10-2018 και όσα αντιθέτως υποστηρίζονται από αυτούς είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Αντιθέτως, για το χρονικό διάστημα από 11-6-2015 έως 11-5-2016, ήτοι μετά από τη δημοσίευση της 2287/2015 απόφασης της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας (10-6-2015) και έως την έναρξη ισχύος του ν. 4387/2016 (12-5-2016), μη νομίμως περικόπηκαν οι συντάξεις αυτών, πλην της 8ης (….) εξ αυτών, η οποία δεν ελάμβανε σύνταξη κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα, δεδομένου ότι ως ημερομηνία έναρξης καταβολής της σύνταξης που απονεμήθηκε σε αυτή, λόγω θανάτου του συζύγου της, ορίστηκε η 1η-4-2017 (σχετ. ….. απόφαση μεταβίβασης σύνταξης λόγω θανάτου της Περιφερειακής Διεύθυνσης Μη Μισθωτών Δυτικής Αττικής). Εξάλλου, οι εν λόγω απαιτήσεις των εναγόντων δεν έχουν υποπέσει σε παραγραφή. Και τούτο, διότι i) όσον αφορά τον 3ο ενάγοντα, που συνταξιοδοτήθηκε από τον πρώην Ο.Α.Ε.Ε., η πενταετής προθεσμία της παραγραφής της αξίωσής του, που άρχισε, κατά τις προεκτεθείσες διατάξεις του άρθρου 137 του ν.3655/2008, από το τέλος του οικονομικού έτους, εντός του οποίου γεννήθηκε, ήτοι από 31-12-2015, δεν είχε συμπληρωθεί έως τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο επίδοσης της κρινόμενης αγωγής, στις 19-12-2018 (βλ. το προαναφερόμενο αποδεικτικό επίδοσης) και ii) όσον αφορά τους λοιπούς ενάγοντες, που συνταξιοδοτήθηκαν από το πρώην Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ., η προβλεπόμενη στο άρθρο 40 του α.ν.1846/1951 πενταετής προθεσμία της παραγραφής των αξιώσεών τους, που άρχισε από τότε που γεννήθηκαν και κατέστησαν δικαστικώς επιδιώξιμες, δεν είχε συμπληρωθεί έως τον ως άνω χρόνο επίδοσης της κρινόμενης αγωγής.
18. Επειδή, περαιτέρω, ως προς τον υπολογισμό των ποσών που δικαιούνται οι 5ος, 6ος , 7ος και 10ος ενάγοντες, το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη ότι στις εκθέσεις απόψεων που κατέθεσε ο εναγόμενος Φορέας για καθένα από αυτούς αναγράφεται είτε το συνολικά δικαιούμενο ποσό για χρονικό διάστημα ευρύτερο από το ανωτέρω χρονικό διάστημα (από 11-6-2015 έως 11-5-2016) είτε το συνολικά δικαιούμενο ποσό ανά έτος, το Δικαστήριο κρίνει αναγκαίο, για την ασφαλή διάγνωση της διαφοράς κατά το μέρος αυτό, να αναβάλει την έκδοση οριστικής απόφασης και να διατάξει τη συμπλήρωση των αποδείξεων, κατά τις διατάξεις των άρθρων 151 και 152 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν.2717/1999, ΦΕΚ Α΄97), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
Αποβάλλει το Ελληνικό Δημόσιο από τη δίκη.
Αναβάλλει την έκδοση οριστικής απόφασης.
Ορίζει νέα δικάσιμο για τη συζήτηση της υπόθεσης την 18-10-2022, ημέρα Τρίτη και ώρα 10.00 π.μ..
Διατάσσει την εγγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο της δικασίμου αυτής και τη νόμιμη κλήτευση των διαδίκων, με επίδοση της παρούσας σε αυτούς.
Υποχρεώνει τον εναγόμενο Φορέα να προσκομίσει στη Γραμματεία του Δικαστηρίου, μέσα σε προθεσμία εξήντα (60) ημερών από την επίδοση αντιγράφου της παρούσας απόφασης σε αυτόν βεβαίωση του αρμοδίου υπαλλήλου, από την οποία να προκύπτουν τα ποσά των περικοπών των κυρίων συντάξεων των 5ου (….), 6ου (….), 7ου (….) και 10ου (….) εκ των εναγόντων, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 6 του ν. 4051/2012 και του άρθρου πρώτου παρ. ΙΑ υποπαρ. ΙΑ.5 περ.1 και ΙΑ.6 περ.3 του ν. 4093/2012, κατά το χρονικό διάστημα από 11-6-2015 έως 31-12-2015, με ακριβή υπολογισμό ανά μήνα και διακριτά κατά νόμο.
Η απόφαση δημοσιεύθηκε στην Αθήνα στις 18-4-2022 σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ
ΠΑΡΘΕΝΟΠΗ ΚΑΤΣΑΡΟΛΗ
Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΕΥΓΕΝΙΟΣ ΔΡΑΚΟΣ
Ακριβές Αντίγραφο
Αθήνα, …………………
Η Προϊσταμένη του 12ου τμήματος