Προσφυγή για την ακύρωση καταλογισμού σε βάρος της προσφεύγουσας, ως συνδικαιούχου του τραπεζικού λογαριασμού, στον οποίο κατατίθεντο οι συντάξεις λόγω γήρατος της αποβιώσασας μητέρας της και ως πλησιέστερης συγγενή – κληρονόμου της θανούσης. – Πρόσθετη παρέμβαση – Στερείται εννόμου συμφέροντος προς άσκηση πρόσθετης παρέμβασης ο αδερφός της προσφεύγουσας, ο οποίος αν και συνδικαιούχος του ίδιου τραπεζικού λογαριασμού, βαρύνεται με ιδιαίτερη πράξη προς επιστροφή του παραπάνω ποσού, η οποία δεν αποτελεί αντικείμενο της δίκης. – Κρίση περί του ότι η προσφεύγουσα δεν προέβη στην ανάληψη των ποσών σύνταξης που πιστώθηκαν στον κοινό λογαριασμό μετά το θάνατο της συνταξιούχου μητέρας της, ούτε ότι αυτή είχε οποιαδήποτε συμμετοχή στην είσπραξη των εν λόγω ποσών.
Αριθμός Απόφαση Α112/2019
ΤΟ
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΛΑΡΙΣΑΣ
ΤΜΗΜΑ
Α΄ ΤΡΙΜΕΛΕΣ
σ υ ν ε δ ρ ί α σ ε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 20 Σεπτεμβρίου 2018, με Δικαστές τις: Άννα Κοντού, Πρόεδρο Πρωτοδικών Δ.Δ., Ευαγγελία Καλογιάννη (Εισηγήτρια) και Σοφία Κατσαβέλη, Πρωτοδίκες Δ.Δ., και Γραμματέα τη Ναταλία Τζιαχρήστου – Σουλεϊμάνοβα, δικαστική υπάλληλο,
γ ι α να δικάσει τη με ημερομηνία κατάθεσης 19.5.2014 προσφυγή (ΠΡ319/19.5.2014),
τ η ς Μ.Π. του Χ., κατοίκου …….., η οποία παραστάθηκε διά του πληρεξούσιού της δικηγόρου Λάρισας, Κωνσταντίνου Ντιζέ, τον οποίο νομιμοποίησε με ιδιωτικό έγγραφο παροχής πληρεξουσιότητας,
κ α τ α τ ο υ Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων – Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Μισθωτών» (Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ.) και ήδη
«Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης» (Ε.Φ.Κ.Α.), που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Διοικητή του, ο οποίος παραστάθηκε διά του πληρεξούσιου δικηγόρου Λάρισας, Λεωνίδα Φλωράτου.
Προσθέτως παρεμβαίνει (αριθμ. καταχώρισης πρόσθετης παρέμβασης Π6/6.6.2017) υπέρ της προσφεύγουσας ο Δ.Π. του Χ., κάτοικος ……, ο οποίος παραστάθηκε διά του πληρεξούσιού του δικηγόρου Λάρισας, Κωνσταντίνου Ντιζέ, τον οποίο νομιμοποίησε με ιδιωτικό έγγραφο παροχής πληρεξουσιότητας.
Κατά τη συζήτηση, οι διάδικοι ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν όσα αναφέρονται στα πρακτικά.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και
Αφού μελέτησε τη δικογραφία.
Σκέφθηκε σύμφωνα με το Νόμο.
1. Επειδή, με την κρινόμενη προσφυγή, για την οποία καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (βλ. το με κωδικό πληρωμής 244413345959 0115 0015 e-Παράβολο και την από 16.11.2018 απόδειξη εντολής πληρωμής της paylink σε συνεργασία με την Eurobank), και το επ’ αυτής δικόγραφο πρόσθετων λόγων, ζητείται, παραδεκτώς, καθ’ ερμηνεία του δικογράφου, η ακύρωση της υπ’ αριθμ. 430/Συνεδρίασης Α53/25.9.2012 απόφασης της Τοπικής Διοικητικής Επιτροπής (Τ.Δ.Ε.) του Τοπικού Υποκαταστήματος Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. Ανατολικής Λάρισας, με την οποία απορρίφθηκε η με αριθμ. πρωτ. 4241/10.5.2012 ένσταση της προσφεύγουσας κατά της υπ’ αριθμ. ΚΧ33/3730/25.4.2012 απόφασης του Διευθυντή του ιδίου ως άνω υποκαταστήματος Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ., κατά το μέρος αυτής με το οποίο καταλογίσθηκε σε βάρος της, ως συνδικαιούχου του τραπεζικού λογαριασμού, στον οποίο κατατίθεντο οι συντάξεις λόγω γήρατος της, αποβιώσασας στις 17.10.2003, μητέρας της, Δ.Π., συνταξιούχου του καθού Ιδρύματος, και ως πλησιέστερης συγγενή – κληρονόμου της θανούσης, το ποσό των 49.675,97 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί σε συντάξεις που εισπράχθηκαν αχρεωστήτως μετά το θάνατο της ανωτέρω συνταξιούχου, κατά τη χρονική περίοδο από 1.11.2003 έως 31.10.2011, και το οποίο προσαυξήθηκε σε 60.695,80 ευρώ (= 49.675,97 ευρώ κύρια οφειλή + 11.019,83 ευρώ τόκος).
2. Επειδή, με το άρθρο 51 παρ. 1 του ν. 4387/2016 (ΦΕΚ Α΄ 85) συνεστήθη ο Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ) ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου (νπδδ), με χρόνο έναρξης λειτουργίας την 1η Ιανουαρίου 2017, στο οποίο (νπδδ), σύμφωνα με το άρθρο 53 παρ. 1 του ίδιου ως άνω νόμου, εντάχθηκε αυτοδικαίως το ΙΚΑ – ΕΤΑΜ. Σύμφωνα δε με το άρθρο 70 παρ. 9 του ν. 4387/2016, ο ΕΦΚΑ συνεχίζει τις εκκρεμείς δίκες που αφορούν διαφορές ή υποθέσεις των εντασσομένων σ’ αυτόν φορέων κύριας ασφάλισης (ΣτΕ 1576/2017). Συνεπώς, νομίμως ο Ε.Φ.Κ.Α. παρέστη, ως καθού η προσφυγή, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης.
3. Επειδή, ο Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας (Κ.Δ.Δ.), ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999 (ΦΕΚ Α΄ 97), ορίζει στο άρθρο 113 ότι: «1. Σε δίκη που εκκρεμεί ύστερα από άσκηση προσφυγής ή αγωγής, μπορεί να παρέμβει τρίτος, προς υποστήριξη του διαδίκου υπέρ του οποίου έχει έννομο συμφέρον να αποβεί η δίκη. 2. Ο παρεμβαίνων επιχειρεί όλες τις διαδικαστικές πράξεις που προβλέπει ο νόμος εφόσον δεν αντιτίθενται στο συμφέρον και τις πράξεις του διαδίκου υπέρ του οποίου παρεμβαίνει, έχει δε δικαίωμα να ασκήσει όλα τα ένδικα μέσα.». Από την παραπάνω διάταξη συνάγεται ότι απαραίτητη προϋπόθεση για την άσκηση πρόσθετης παρέμβασης είναι η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος. Υφίσταται δε έννομο συμφέρον για την άσκηση παρέμβασης, όταν με αυτήν μπορεί να προστατευθεί δικαίωμα του παρεμβαίνοντος ή να αποτραπεί η δημιουργία σε βάρος του νομικής υποχρέωσης από το δεδικασμένο, την εκτελεστότητα και τη διαπλαστική ενέργεια της εκδοθησόμενης απόφασης (πρβλ. ΣτΕ 930/2011, ΔΕΑ 1254/2009). Έτσι, νομιμοποιείται να παρέμβει προσθέτως σε εκκρεμή ουσιαστική δίκη για να υποστηρίξει ορισμένο διάδικο, εκείνος για τον οποίο η έκβαση της δίκης υπέρ του διαδίκου αυτού συνεπάγεται άμεσα ευνοϊκές έννομες συνέπειες σε συγκεκριμένα δικαιώματα ή υποχρεώσεις του (ΣτΕ Ολομ. 3408/2013).
4. Επειδή, στην παρούσα δίκη παρεμβαίνει προσθέτως υπέρ της προσφεύγουσας, κατ’ άρθρο 113 του Κ.Δ.Δ., ο Δ.Π., σε βάρος του οποίου, ως συνδικαιούχου του τραπεζικού λογαριασμού, στον οποίο κατατίθεντο οι συντάξεις λόγω γήρατος της, αποβιώσασας στις 17.10.2003, μητέρας του, Δ.Π., και ως πλησιέστερου συγγενή – κληρονόμου της τελευταίας, καταλογίσθηκε, ομοίως, με την ανωτέρω υπ’ αριθμ. ΚΧ33/3730/25.4.2012 απόφαση του Διευθυντή του Τοπικού Υποκαταστήματος Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. Ανατολικής Λάρισας, το ποσό των 49.675,97 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί σε συντάξεις που εισπράχθηκαν αχρεωστήτως μετά το θάνατο της ως άνω συνταξιούχου, από 1.11.2003 έως 31.10.2011, πλέον τόκων, ποσού 11.019,83 ευρώ, δηλαδή το συνολικό ποσό των 60.695,80 ευρώ. Εξάλλου, ο προσθέτως παρεμβαίνων προβάλλει ότι το έννομο συμφέρον του να ασκήσει αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της προσφεύγουσας έγκειται στο γεγονός ότι η έκβαση της παρούσας δίκης μπορεί να δημιουργήσει νομική υποχρέωση σε βάρος του, διότι, αν δεν ακυρωθεί η προσβαλλόμενη πράξη, θα υποχρεωθεί και ο ίδιος να καταβάλει το ποσό των 60.695,80 ευρώ, η δε «αποφευκτέα» νομική του υποχρέωση απειλείται από τη δεσμευτικότητα, την εκτελεστότητα και το δεδικασμένο της εκδοθησόμενης απόφασης, που εκτείνεται και στον ίδιο. Όμως, αντικείμενο της ένδικης διαφοράς είναι αποκλειστικά και μόνο η νομιμότητα ή μη του καταλογισμού της προσφεύγουσας -κατόπιν ένστασης της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση της Τ.Δ.Ε.-, και όχι του προσθέτως παρεμβαίνοντος, με το ως άνω ποσό των 60.695,80 ευρώ, το οποίο ο τελευταίος, -βάσει της υπ’ αριθμ. ΚΧ33/3730/25.4.2012 καταλογιστικής απόφασης, η οποία κατά το μέρος που τον αφορά δεν έχει ενσωματωθεί στην προσβαλλομένη-, έχει αυτοτελή νόμιμη υποχρέωση να επιστρέψει στον καθού Ε.Φ.Κ.Α., ανεξάρτητα από την έκβαση της παρούσας δίκης. Επιπροσθέτως, δε, η, κατ’ αποδοχή της κρινόμενης προσφυγής, ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, θα έχει ως συνέπεια να καταστεί ο προσθέτως παρεμβαίνων ο μοναδικός υπόχρεος προς καταβολή του καταλογισθέντος ποσού. Συνεπώς, η εν λόγω αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση τυγχάνει απορριπτέα ως απαράδεκτη, λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος του προσθέτως παρεμβαίνοντος, απορριπτομένων ως αβάσιμων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών αυτού.
5. Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 1 της υπ’ αριθ. οικ. 20230/0050/12.1.2001 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΦΕΚ Β΄ 150/14.2.2001), που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 1 παρ. 5 του ν. 2303/1995 (ΦΕΚ Α΄ 80), όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 15 του ν. 2837/2000 (ΦΕΚ Α΄ 178): «1. Για την πληρωμή μέσω πιστωτικών ιδρυμάτων των συντάξεων ή βοηθημάτων που καταβάλλει το Ι.Κ.Α., οι δικαιούχοι οφείλουν πριν από τη συνταξιοδότησή τους να ανοίξουν λογαριασμό σ’ ένα από τα πιστωτικά ιδρύματα που μετέχουν στα “ΔΙΑΤΡΑΠΕΖΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ Α.Ε.” (ΔΙΑΣ Α.Ε.), στον οποίο θα πιστώνεται η σύνταξή τους και τον οποίο γνωστοποιούν στην αρμόδια υπηρεσία του ΙΚΑ μαζί με τον αριθμό φορολογικού μητρώου (ΑΦΜ) και τον αριθμό δελτίου αστυνομικής ταυτότητάς τους. 2. … », ενώ σύμφωνα με το άρθρο 4 της ίδιας κοινής υπουργικής απόφασης «Το Κέντρο Ηλεκτρονικού Υπολ. Κοιν. Υπηρεσιών (ΚΗΥΚΥ) ενεργεί με βάση το αρχείο της ΔΙΑΣ Α.Ε. τους αναγκαίους μηχανογραφικούς ελέγχους, ενημερώνει και εκδίδει το MASTER (βασικό) αρχείο των συνταξιούχων με τους νέους αριθμούς τραπεζικών λογαριασμών.». Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 11 της ανωτέρω κοινής υπουργικής απόφασης, με τον τίτλο “Επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθέντων (πιστωθέντων) ποσών”, «18. Στις περιπτώσεις αχρεώστητης πίστωσης λογαριασμού μετά το θάνατο του δικαιούχου, το Ι.Κ.Α. μέσω του ΚΗΥΚΥ εκδίδει κάθε μήνα και εφόσον συντρέχει περίπτωση το μηχανογραφικό “αρχείο αχρεωστήτως πιστωθέντων ποσών”, στο οποίο περιλαμβάνονται εκτός των άλλων, το ονοματεπώνυμο των θανόντων συνταξιούχων, οι αριθμοί λογαριασμών που πιστώθηκαν οι συντάξεις, ο 10ψήφιος αριθμός μητρώου τους και το ποσό απαίτησης κατά συνταξιούχο. Το αρχείο αυτό διαβιβάζεται στα οικεία πιστωτικά ιδρύματα μέσω της ΔΙΑΣ Α.Ε. 19. Τα πιστωτικά ιδρύματα χρεώνουν στους οικείους λογαριασμούς τους σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 9 του άρθρου 13 Ν. 2703/99 όπως ισχύει κάθε φορά και απαντούν στη ΔΙΑΣ Α.Ε. και αυτή στο Ι.Κ.Α. μέσω του ΚΗΥΚΥ για την επιτυχή χρέωση ή, αν δεν επαρκεί το υπόλοιπο του λογαριασμού, με το ποσό που χρεώθηκε. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, καθώς και στην περίπτωση που δεν υπάρχει καθόλου υπόλοιπο, στο λογαριασμό, το ΚΗΥΚΥ ενημερώνει τα αρμόδια Υποκ/τα του Ι.Κ.Α. για την αναζήτηση του μη επιστραφέντος ποσού σύμφωνα με τη νόμιμη διαδικασία. 20. …». Περαιτέρω, στην παράγραφο 9 του άρθρου 13 του ν. 2703/1999 (ΦΕΚ Α΄ 72), -η οποία, κατά την παρ. 1 του άρθρου 19 του ν. 2972/2001 (ΦΕΚ Α΄ 291/27.12.2001), εφαρμόζεται και για το Ι.Κ.Α. από την ημερομηνία δημοσίευσης του ν. 2703/1999 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως-, όπως ισχύει μετά την προσθήκη τελευταίου εδαφίου με την παρ. 2 του άρθρου 19 του ως άνω ν. 2972/2001, ορίζεται ότι: «9. Σε περίπτωση που ο λογαριασμός υπαλλήλου, συνταξιούχου ή βοηθηματούχου πιστώθηκε μετά το θάνατό του με ποσά μισθού, σύνταξης ή βοηθήματος που δεν εδικαιούτο και τα ποσά αυτά παραμένουν στο λογαριασμό του, το οικείο πιστωτικό ίδρυμα υποχρεούται να τα επιστρέψει στον οικείο φορέα μισθοδοσίας ή συνταξιοδότησης του υπαλλήλου, συνταξιούχου ή βοηθηματούχου με χρέωση του συγκεκριμένου λογαριασμού. Αν το υπόλοιπο του λογαριασμού δεν επαρκεί για την ολοσχερή επιστροφή τους, η υποχρέωση του πιστωτικού ιδρύματος εξαντλείται με την επιστροφή του υπάρχοντος υπολοίπου. Τα ανωτέρω έχουν ανάλογη εφαρμογή και για την επικουρική σύνταξη από τα επικουρικά Ταμεία, … Στις ανωτέρω περιπτώσεις και όταν τα αχρεωστήτως πιστωθέντα ποσά έχουν αναληφθεί εν όλω ή εν μέρει από τρίτα πρόσωπα, τα πιστωτικά ιδρύματα υποχρεούνται, ύστερα από αίτηση του φορέα μισθοδοσίας ή συνταξιοδότησης, να γνωστοποιούν σε αυτόν το ονοματεπώνυμο και τη διεύθυνση των λοιπών συνδικαιούχων του λογαριασμού των υπαλλήλων ή συνταξιούχων που απεβίωσαν, καθώς και όποια στοιχεία έχουν για το πρόσωπο που ανέλαβε τις αχρεωστήτως πιστωθείσες αποδοχές ή συντάξεις.». Περαιτέρω, σύμφωνα με την παράγραφο 10 του άρθρου 13 του ως άνω ν. 2703/1999, «10. Οι ληξίαρχοι του Κράτους αποστέλλουν στο τέλος κάθε μήνα στους ασφαλιστικούς φορείς κύριας ασφάλισης αντίγραφα ληξιαρχικών πράξεων θανάτου, ανάλογα με την ιδιότητα του θανόντος, η οποία θα δηλώνεται κατά την έκδοση της ανωτέρω πράξης (συνταξιούχος Δημοσίου, συνταξιούχος Ι.Κ.Α., συνταξιούχος Τ.Ε.Β.Ε.).».
6. Επειδή, εξάλλου, ο ν. 5638/1932 “Περί καταθέσεως εις κοινόν λογαριασμόν” ορίζει στο άρθρο 1, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν.δ/τος 951/1971, ότι: «1. Χρηματική κατάθεσις παρά Τραπέζη εις ανοικτόν λογαριασμόν επ’ ονόματι δύο ή πλειοτέρων από κοινού (Compte joint, joint account) είναι εν την έννοια του παρόντος νόμου η περιέχουσα τον όρον ότι του εκ ταύτης λογαριασμού δύναται να κάμνει χρήση εν όλω ή εν μέρει, άνευ συμπράξεως των λοιπών είτε εις είτε τινές, και πάντες κατ’ ιδίαν οι δικαιούχοι. 2. Η χρηματική κατάθεσις, περί ης η προηγούμενη παράγραφος, επιτρέπεται να ενεργείται και εις κοινόν λογαριασμόν επί προθεσμία ή ταμιευτηρίου υπό προειδοποίησιν. 3. …», στο άρθρο 2 ότι: «Επί των καταθέσεων τούτων δύναται να τεθή προσθέτως ο όρος ότι άμα τω θανάτω οιουδήποτε των δικαιούχων η κατάθεσις και ο εκ ταύτης λογαριασμός περιέρχεται αυτοδικαίως εις τους λοιπούς επιζώντας μέχρι του τελευταίου τούτων. ….», στο άρθρο 3 ότι: «Διάθεσις της καταθέσεως δια πράξεως είτε εν ζωή είτε αιτία θανάτου δεν επιτρέπεται, οι δε κληρονόμοι του τελευτήσαντος, είτε εξ αδιαθέτου είτε εκ της διαθήκης συμπεριλαμβανωμένων και των αναγκαίων τοιούτων …, ουδέν δικαίωμα κέκτηνται επί της καταθέσεως. …». Από τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 και 2 ν. 5638/1932, όπως έχει αντικατασταθεί με το άρθρο 1 του ν.δ/τος 951/1971 και διατηρηθεί σε ισχύ με το άρθρο 124 περ. Δ` στοιχ. α` του ν.δ/τος 118/1973, συνδυαζόμενες και με εκείνες των άρθρων 2 παρ.1 ν.δ/τος της 17.7/13.8.1923 “περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών” και 411, 489, 490, 491 και 493 του ΑΚ, συνάγεται ότι, σε περίπτωση χρηματικής κατάθεσης στο όνομα του ιδίου του καταθέτη και τρίτου ή τρίτων σε κοινό λογαριασμό και ανεξαρτήτως του εάν τα κατατεθέντα χρήματα ανήκαν σε όλους υπέρ των οποίων έγινε η κατάθεση ή σε μερικούς από αυτούς, παράγεται μεταξύ του καταθέτη και του τρίτου αφενός και του δέκτη της κατάθεσης (τράπεζας) αφετέρου ενεργητική εις ολόκληρον ενοχή, με αποτέλεσμα η ανάληψη των χρημάτων της κατάθεσης (είτε όλων είτε μέρους αυτών) από έναν από τους δικαιούχους να γίνεται εξ ιδίου δικαίου, εάν δε αναληφθεί ολόκληρο το ποσό της χρηματικής κατάθεσης από έναν δικαιούχο επέρχεται απόσβεση της απαίτησης εις ολόκληρον έναντι του δέκτη της κατάθεσης (τράπεζας) και ως προς τον άλλον, δηλαδή τον δικαιούχο που δεν ανέλαβε, ο οποίος από το νόμο πλέον αποκτά απαίτηση έναντι εκείνου, που ανέλαβε ολόκληρη την κατάθεση, για την καταβολή ποσού ίσου προς το μισό της κατάθεσης, εκτός εάν από τη μεταξύ τους εσωτερική σχέση προκύπτει άλλη αναλογία ή δικαίωμα επί ολόκληρου του ποσού ή έλλειψη δικαιώματος αναγωγής, από μέρους αυτού, που δεν προέβη στην ανάληψη του ποσού (Α.Π 946/2015, 632/2014, 1782/2007, ΑΠ 855/2002). Εξάλλου, με την πιο πάνω κατάθεση των χρημάτων, η κυριότητα τους περιέρχεται στην Τράπεζα και αποκτάται ξανά με την ανάληψη αυτών από οποιονδήποτε δικαιούχο, ο οποίος έτσι γίνεται κύριος των χρημάτων, έστω και αν δεν ήταν καταθέτης, ανεξάρτητα από τον σκοπό της κατάθεσης (βλ. σχετ. ΕφΑθ 5975/2006).
7. Επειδή, περαιτέρω, στο εδάφιο α΄ της παρ. 6 του άρθρου 29 του α.ν. 1846/1951 “Περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων” (ΦΕΚ Α΄ 179) ορίζεται ότι: «Το δικαίωμα εις σύνταξιν … λήγει εις το τέλος του μηνός, καθ’ ον έλαβε χώραν ο θάνατος του συνταξιούχου…». Εξάλλου, στο άρθρο 40 παρ. 4 του ως άνω α.ν. 1846/1951 ορίζεται ότι: «Πάσα παροχή εις χρήμα αχρεωστήτως καταβληθείσα υπό του ΙΚΑ … επιστρέφονται εντόκως προς 5%, αναζητούνται δε κατά τας διατάξεις περί αναγκαστικής εισπράξεως των καθυστερουμένων εισφορών του Ιδρύματος …». Όπως έχει παγίως κριθεί, ναι μεν κατά την έννοια της ως άνω διάταξης του άρθρου 40 παρ. 4 του α.ν. 1846/1951 κάθε παροχή που κατεβλήθη αχρεωστήτως από το ΙΚΑ επιστρέφεται σ’ αυτό εντόκως, αντίκειται, όμως, στην αρχή της χρηστής διοίκησης -γενική αρχή που ισχύει στο δίκαιο της κοινωνικής ασφάλισης και συμπορεύεται με τη διάταξη αυτή- η αναζήτηση από τον ασφαλιστικό οργανισμό περιοδικών ασφαλιστικών παροχών μετά την πάροδο ευλόγου χρόνου από την είσπραξή τους, αν οι παροχές έχουν καταβληθεί αχρεωστήτως από τον ασφαλιστικό οργανισμό. Η αναζήτηση των ανωτέρω παροχών επιτρέπεται μόνον εφόσον κριθεί ότι αυτός που έχει εισπράξει τα αναζητούμενα ποσά τελούσε κατά την είσπραξή τους σε δόλο έναντι του οργανισμού, η κρίση δε για τη συνδρομή του δόλου πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς (ΣτΕ 1601/2007, 3587/2011, 700/2010, 590/2010, 1318/2014, 3146/2017). Ως δόλια ενέργεια δε του ασφαλισμένου νοείται και η εκ μέρους του αποσιώπηση ουσιώδους πραγματικού γεγονότος, που δικαιολογεί τη διακοπή της περαιτέρω καταβολής των χορηγουμένων παροχών (ΣτΕ 1835/2007, 3587/2011, 1318/2014, 3146/2017).
8. Επειδή, από το συνδυασμό των παρατεθεισών στις προηγούμενες σκέψεις διατάξεων, όπως αυτές ερμηνεύθηκαν, συνάγεται ότι, προκειμένου να γίνει, κατά το άρθρο 40 παρ. 4 του α.ν. 1846/1951, καταλογισμός σε βάρος συνδικαιούχου τραπεζικού λογαριασμού αποβιώσαντος συνταξιούχου του ΙΚΑ των αχρεωστήτως πιστωθέντων ποσών σύνταξης, που έχουν αναληφθεί εν όλω ή εν μέρει από τρίτα πρόσωπα, απαιτείται να αποδεικνύεται η είσπραξη των ποσών αυτών από τον συνδικαιούχο, η οποία πραγματοποιείται μόνο με την ανάληψη αυτών από τον ίδιο, καθόσον έτσι γίνεται κύριος των χρημάτων. Εξάλλου, οι κληρονόμοι του αποβιώσαντος δικαιούχου τραπεζικού λογαριασμού, εάν δεν είναι οι ίδιοι συνδικαιούχοι του λογαριασμού αυτού, δεν έχουν κανένα δικαίωμα επί της κατάθεσης (βλ. το άρθρο 3 του ν. 5638/1932). Επομένως, το Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. δεν δύναται να στραφεί κατά των κληρονόμων αποβιώσαντος συνταξιούχου εκ μόνης της ιδιότητάς τους ως κληρονόμων για να αναζητήσει από αυτούς το αχρεωστήτως καταβληθέν στον λογαριασμό του αποβιώσαντος συνταξιούχου ποσό σύνταξης μετά τον θάνατό του. Για να είναι νόμιμος ένας τέτοιος καταλογισμός θα πρέπει το Ίδρυμα να επικαλεστεί και να αποδείξει πως οι κληρονόμοι του συνταξιούχου πράγματι εισέπραξαν μετά τον θάνατό του τα ποσά που καταβλήθηκαν σε τραπεζικό λογαριασμό, του οποίου δεν είναι συνδικαιούχοι.
9. Επειδή, τέλος, στην παράγραφο 2 του άρθρου 5 του Κ.Δ.Δ., όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 17 του ν. 4446/2016 (ΦΕΚ Α΄ 240/22.12.2016) ορίζεται ότι: «Τα δικαστήρια δεσμεύονται από τις αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων, οι οποίες, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, ισχύουν έναντι όλων. Δεσμεύονται, επίσης, από τις αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων ως προς την ενοχή του δράστη, από τις αμετάκλητες αθωωτικές αποφάσεις, καθώς και από τα αμετάκλητα αποφαινόμενα να μην γίνει η κατηγορία βουλεύματα, εκτός εάν η απαλλαγή στηρίχθηκε στην έλλειψη αντικειμενικών ή υποκειμενικών στοιχείων που δεν αποτελούν προϋπόθεση της διοικητικής παράβασης».
10. Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Η Δ. Π. του Ζ., μητέρα της προσφεύγουσας, ελάμβανε από το Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. και το Τ.Ε.Α.Μ. σύνταξη λόγω γήρατος (κύρια και επικουρική) από 1.9.1986 και τα ποσά της σύνταξής της κατατίθεντο στον υπ’ αριθμ. …….. τραπεζικό λογαριασμό του πιστωτικού ιδρύματος «Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε.», στον οποίο συνδικαιούχοι ήταν τα δύο (2) τέκνα της εν λόγω συνταξιούχου, δηλαδή η προσφεύγουσα και ο Δ. Π.. Από έλεγχο που πραγματοποιήθηκε από το Τμήμα Συντάξεων του Τοπικού Υποκαταστήματος Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. Ανατολικής Λάρισας διαπιστώθηκε ότι στις καταστάσεις μη απογραφέντων συνταξιούχων του έτους 2011 περιλαμβανόταν και το όνομα της ανωτέρω συνταξιούχου γήρατος, Δ.π. (με αριθμ. μητρώου ……), και, για το λόγο αυτό, εστάλη, με συστημένη επιστολή προς την τελευταία και στη διεύθυνση κατοικίας της, ειδοποίηση να προσέλθει στα γραφεία του ΙΚΑ και να απογραφεί. Το καρτελάκι παραλαβής της ως άνω συστημένης επιστολής επιστράφηκε στο Τμήμα Συντάξεων του ανωτέρω υποκαταστήματος Ι.Κ.Α-Ε.Τ.Α.Μ., φέρον την υπογραφή της Δ.Π. (βλ. σχετικά με τα ανωτέρω την από 25.4.2012 έκθεση ελέγχου του Τμήματος Συντάξεων του Τοπικού Υποκαταστήματος Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. Ανατολικής Λάρισας). Με το υπ’ αριθμ. 2372/19.3.2012 έγγραφο του ιδίου ως άνω Τμήματος ζητήθηκαν από το Ληξιαρχείο Λάρισας ληξιαρχική πράξη θανάτου της Δ.Π. και πιστοποιητικό πλησιεστέρων συγγενών αυτής, προκειμένου να ελεγχθεί αν η εν λόγω συνταξιούχος βρισκόταν στη ζωή ή είχε αποβιώσει. Το Ληξιαρχείο Λάρισας, με το υπ’ αριθμ. 282/20.3.2012 απαντητικό έγγραφό του, γνωστοποίησε στο Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. ότι η Δ.Π. απεβίωσε στις 17.10.2003 και απέστειλε ληξιαρχική πράξη θανάτου της συνταξιούχου και πιστοποιητικό πλησιεστέρων συγγενών αυτής. Ενόψει αυτών, με τις υπ’ αριθ. 624/2012/77 και 624/2012/78, από 23.3.2012 αποφάσεις του Διευθυντή του Τοπικού Υποκαταστήματος Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. Ανατολικής Λάρισας, διεκόπη από 1.11.2003 η σύνταξη γήρατος (κύρια και επικουρική) της αποβιώσασας Δ.Π.. Ακολούθως, ζητήθηκε από την Εμπορική Τράπεζα η δέσμευση του προαναφερόμενου τραπεζικού λογαριασμού, στον οποίο πιστώνονταν οι συντάξεις της θανούσης, από 1.11.2003 έως και 31.10.2011, συνολικού ποσού 49.675,97 ευρώ (= 36.848,01 ευρώ κύριες συντάξεις + 12.827,96 ευρώ επικουρικές συντάξεις – βλ. ως προς τον υπολογισμό του ποσού των συντάξεων την από 25.4.2012 έκθεση ελέγχου), και η αποστολή αναλυτικών καταστάσεων κίνησης του λογαριασμού αυτού με τα ονόματα των δικαιούχων. Η ως άνω τράπεζα, με το υπ’ αριθμ. 38/10.4.2012 έγγραφό της, απέστειλε στο ΙΚΑ τις αναλυτικές καταστάσεις κίνησης του επίμαχου υπ’ αριθμ. … τραπεζικού λογαριασμού και τα ονόματα των συνδικαιούχων του, δηλαδή της προσφεύγουσας και του Δ.Π., οι οποίοι είναι και οι πλησιέστεροι συγγενείς της θανούσης. Κατόπιν αυτών, εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. ΚΧ 33/3730/25.4.2012 απόφαση του Διευθυντή του Τοπικού Υποκαταστήματος Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. Ανατολικής Λάρισας, με την οποία καταλογίσθηκε σε βάρος της προσφεύγουσας και του Δ.Π., ως συνδικαιούχων του ανωτέρω τραπεζικού λογαριασμού και πλησιέστερων συγγενών – κληρονόμων της θανούσης Δ.Π., για συντάξεις που εισπράχθηκαν αχρεωστήτως μετά το θάνατο της μητέρας τους, από 1.11.2003 έως 31.10.2011, το ποσό των 49.675,97 ευρώ, το οποίο προσαυξήθηκε σε 60.695,80 ευρώ (= 49.675,97 ευρώ κύρια οφειλή + 11.019,83 ευρώ τόκος). Με τη με αριθμ. πρωτ. 4241/10.5.2012 «αίτηση – γνωστοποίηση» προς το Τοπικό Υποκατάστημα Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. Ανατολικής Λάρισας, η προσφεύγουσα υποστήριξε, ως προς την ανωτέρω καταλογιστική απόφαση, ότι τον θάνατο της μητέρας της όχι μόνο τον είχε δηλώσει, αλλά είχε πληρωθεί από το Ι.Κ.Α. και τα έξοδα κηδείας της θανούσης, καθώς και ότι δεν γνωρίζει κανέναν κοινό λογαριασμό της στην Εμπορική Τράπεζα, με συνδικαιούχο τον αδελφό της, Δ.Π., από τον οποίο η ίδια να έχει κάνει την παραμικρή ανάληψη, μετά το θάνατο της μητέρας της. Εξάλλου, με τη με αριθμ. πρωτ. 6169/16.7.2012 ένστασή της ενώπιον της Τ.Δ.Ε. του ιδίου ως άνω υποκαταστήματος Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ., η προσφεύγουσα ζήτησε να ακυρωθεί, ως προς αυτή, η ΚΧ 33/3730/25.4.2012 καταλογιστική απόφαση, προβάλλοντας ότι δεν γνώριζε την ύπαρξη του λογαριασμού στην Εμπορική Τράπεζα, στον οποίο ήταν συνδικαιούχος, ότι ουδέποτε ο λογαριασμός αυτός κινήθηκε από την ίδια και ότι, όπως θα αποδείκνυε κατά τη συζήτηση της ένστασης με έγγραφα της ανωτέρω τράπεζας, μετά το θάνατο της μητέρας της, όλες οι κινήσεις του εν λόγω τραπεζικού λογαριασμού έγιναν αποκλειστικά και μόνο από τον αδελφό της, Δ.Π.. Κατά τη συζήτηση της ένστασης προσήλθε ενώπιον της Τ.Δ.Ε. ο πληρεξούσιος δικηγόρος της ενισταμένης (ήδη προσφεύγουσας), Δημήτριος Λιλές, ο οποίος δήλωσε ότι η ενισταμένη δεν γνώριζε την ύπαρξη του τραπεζικού λογαριασμού, ούτε ότι η μητέρα της την είχε δηλώσει ως συνδικαιούχο αυτού, ότι δεν υπάρχει η υπογραφή της σε κανένα έγγραφο της τράπεζας, ούτε στη σύμβαση με την τράπεζα, ενώ οι αναλήψεις είχαν γίνει από τον αδελφό της, Δ.Π., που ήταν και εκείνος συνδικαιούχος του λογαριασμού. Εξάλλου, ο ίδιος ως άνω δικηγόρος κατέθεσε φωτοτυπικά αντίγραφα: α) των …… και …… δελτίων ταυτότητας του προαναφερόμενου Δ.Π. του Χ. και της Δ., τα οποία εκδόθηκαν στις 22.9.2009 και 8.2.1973, αντίστοιχα, από την Υποδιεύθυνση Ασφάλειας Λάρισας και το Τμήμα Ασφαλείας Λάρισας, αντίστοιχα, και β) των …… ενταλμάτων πληρωμής της «Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε.», ποσού 29.000,00 ευρώ, 2.500,00 ευρώ, 2.000,00 ευρώ, 3.500,00 ευρώ, 700,00 ευρώ, 1.600,00 ευρώ, 700,00 ευρώ και 960,00 ευρώ, αντίστοιχα, τα οποία φέρουν δυσανάγνωστη υπογραφή του λαβόντος και στα οποία αναγράφεται, ως Αριθμός Δελτίου Ταυτότητας του λαβόντος, ……, στα δύο πρώτα από αυτά (με ημερομηνία 15.7.2009 και 27.8.2009) και …… στα λοιπά, δηλαδή ο Αριθμός Δελτίου Ταυτότητας του Δ.Π.. Επίσης, ενώπιον της Τ.Δ.Ε. προσήλθε και ο αδελφός της προσφεύγουσας, Δ.Π., ο οποίος δήλωσε ότι «Τα λεφτά τα έπαιρνα εγώ, νομίζοντας ότι είναι το 30% του δικού μου επιδόματος συμπαράστασης που λαμβάνω από το ΙΚΑ. Η θανούσα μητέρα μου έπαιρνε 1.300,00 ευρώ το μήνα, ενώ αυτά ήταν 400,00 ευρώ το μήνα και νόμιζα ότι ήταν τα δικά μου. Εγώ έπαιρνα τα χρήματα και όχι η αδερφή μου. Είχα κάνει αίτηση στο ΙΚΑ για τη διακοπή της σύνταξης της μητέρας μου και πήρα και τα έξοδα κηδείας, έχω δηλώσει το θάνατό της στο ΙΚΑ, αν δεν το δηλώναμε θα συνεχιζόταν να μπαίνουν τα 1.300,00 ευρώ το μήνα (ποσό σύνταξης της μητέρας μου) στον κοινό λογαριασμό.». Η Τ.Δ.Ε., με την προσβαλλόμενη υπ’ αριθμ. 430/Συνεδρίασης Α53/25.9.2012 απόφασή της, απέρριψε την ένσταση, με την αιτιολογία ότι από τα στοιχεία του φακέλου και την προφορική διαδικασία δεν πείσθηκε από τους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας, αφού ο μάρτυράς της Δ.Π., συνδικαιούχος του τραπεζικού λογαριασμού και συνυπόχρεος έναντι του ΙΚΑ, κατέθεσε ότι η μηνιαία σύνταξη της μητέρας τους ανερχόταν σε 1.300,00 ευρώ, ενώ, βάσει των στοιχείων της Υπηρεσίας, η σύνταξη (κύρια και επικουρική) της θανούσης ανερχόταν κατά μέσο όρο σε 450,00 ευρώ το μήνα, επιπροσθέτως δε, όπως διαπιστώθηκε από το αρχείο των συντάξεων του Τοπικού Υποκαταστήματος Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. Ανατολικής Λάρισας, έγινε διακοπή μόνο στην καταβολή της σύνταξης λόγω θανάτου που ελάμβανε η Δ.Π., όχι όμως και στη σύνταξη λόγω γήρατος, ο δε Δ.Π. ουδέποτε εισέπραττε από τον συγκεκριμένο τραπεζικό λογαριασμό το δικό του επίδομα συμπαράστασης, ενώ οι αναλήψεις από τον εν λόγω τραπεζικό λογαριασμό έλαβαν χώρα από το έτος 2009 και μετά.
11. Επειδή, ήδη, με την κρινόμενη προσφυγή και το επ’ αυτής δικόγραφο πρόσθετων λόγων (με αριθμ. κατάθεσης ΠΛΚ4/26.1.2015), κυρωμένο αντίγραφο του οποίου επιδόθηκε νομότυπα στο καθού, κατ’ άρθρο 131 του Κ.Δ.Δ. (βλ. τις 2748/3.2.2015 και 3840Β/10.7.2017 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Λάρισας, με έδρα το Πρωτοδικείο Λάρισας, Χ.Π.), η προσφεύγουσα ζητεί την ακύρωση της ανωτέρω απόφασης της Τ.Δ.Ε., ως μη νόμιμης. Ειδικότερα, με την κρινόμενη προσφυγή προβάλλεται μεταξύ άλλων ότι α) η προσβαλλόμενη πράξη στερείται αιτιολογίας, αφού αναφέρει γενικά και αόριστα τα έγγραφα, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση της, χωρίς να αιτιολογεί γιατί δεν ελήφθησαν υπόψη τα προσκομισθέντα από την προσφεύγουσα έγγραφα, από τα οποία προκύπτει ότι οι αναλήψεις έγιναν από τον συνδικαιούχο του επίμαχου κοινού τραπεζικού λογαριασμού, Δ.Π., όπως και ο ίδιος παραδέχθηκε ενώπιον της Τ.Δ.Ε., επιπροσθέτως δε, δεν εκφέρει αιτιολογημένη κρίση περί της συνδρομής δόλου στο πρόσωπο της προσφεύγουσας και ειδικότερα ότι αυτή γνώριζε, επεδίωξε και συμμετείχε στην παράνομη είσπραξη των συντάξεων, και β) η προσβαλλομένη εκδόθηκε κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον δεν ελήφθησαν υπόψη από την Τ.Δ.Ε. τα προσκομισθέντα από την προσφεύγουσα έγγραφα, από τα οποία αποδεικνύεται ότι οι αναλήψεις έγιναν από τον Δ.Π., ούτε η δήλωση – παραδοχή του τελευταίου περί της εκ μέρους του είσπραξης των ποσών των συντάξεων. Περαιτέρω, με το δικόγραφο πρόσθετων λόγων, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι η προσβαλλομένη εκδόθηκε κατά παράβαση του άρθρου 40 παρ. 4 εδ. α΄ του α.ν. 1846/1951, καθόσον στις σχετικές αναλήψεις από τον επίμαχο κοινό τραπεζικό λογαριασμό προέβη τμηματικά, αποκλειστικά και μόνο ο αδελφός της, Δ.Π., ο οποίος ήταν κάτοχος του βιβλιαρίου μετά το θάνατο της μητέρας τους, ενώ η ίδια, η οποία αγνοούσε ακόμη και την ύπαρξη του σχετικού βιβλιαρίου και ότι στο λογαριασμό αυτό συνέχισαν να κατατίθενται οι επίμαχες συντάξεις, ουδέν εισέπραξε. Τούτο δε αποδεικνύεται, κατά τους ισχυρισμούς της, από τα προαναφερόμενα …… εντάλματα πληρωμής της «Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε.», ποσού 29.000,00 ευρώ, 2.500,00 ευρώ, 2.000,00 ευρώ, 3.500,00 ευρώ, 700,00 ευρώ, 1.600,00 ευρώ, 700,00 ευρώ και 960,00 ευρώ, αντίστοιχα, δηλαδή συνολικού ποσού 40.960,00 ευρώ, τα οποία είχε προσκομίσει ενώπιον της Τ.Δ.Ε. και προσκομίζει και ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, καθώς και από τα επίσης προσκομιζόμενα ……… εντάλματα πληρωμής της ίδιας ως άνω τράπεζας, ποσού 3.000,00 ευρώ και 1.300,00 ευρώ, δηλαδή συνολικού ποσού 4.300,00 ευρώ, τα οποία φέρουν δυσανάγνωστη υπογραφή του λαβόντος από τον επίμαχο τραπεζικό λογαριασμό, αλλά αναγράφεται σε αυτά ………, δηλαδή ο αριθμός δελτίου ταυτότητας του Δ.Π. (βλ. τα επίσης προσκομιζόμενα ακριβή φωτοτυπικά αντίγραφα των με αριθμ. … και … δελτίων ταυτότητας του Δ.Π.). Επίσης, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι εκ παραδρομής των υπαλλήλων του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. συνεχίσθηκε η καταβολή της σύνταξης γήρατος της θανούσης μητέρας της μετά το θάνατο αυτής, ενώ από κανένα συγκεκριμένο περιστατικό δεν προκύπτει ότι η ίδια τελούσε σε δόλο, δεδομένου ότι στις 5.11.2003 δήλωσε στο Τοπικό Υποκατάστημα Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. Ανατολικής Λάρισας, διά του συγγενή της Π.Σ. που ενεργούσε κατ’ εξουσιοδότησή της, το θάνατο της μητέρας της, προσκομίζοντας δύο (2) ληξιαρχικές πράξεις θανάτου, ο δε θάνατος της μητέρας της καταχωρίσθηκε τόσο στην καρτέλα με Α.Μ. ……, σχετικά με τη σύνταξη γήρατος που ελάμβανε η θανούσα, όσο και στην καρτέλα με Α.Μ. ……, σχετικά με τη σύνταξη θανάτου που επίσης ελάμβανε αυτή, ενώ στις 6.11.2003, κατόπιν προσκομιδής και του βιβλιαρίου ασθενείας της αποβιωσάσης, καταβλήθηκε σε αυτή (την προσφεύγουσα) από το Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. το ποσό των 612,08 ευρώ, ως έξοδα κηδείας της μητέρας της, σύμφωνα με το από 6.11.2003 έγγραφο του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ., στο οποίο αναγράφεται ως αριθμός μητρώου της θανούσης ……. Ενόψει αυτών, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η αναζήτηση από αυτή, με την υπ’ αριθμ. ΚΧ33/3730/25.4.2012 καταλογιστική απόφαση, των συντάξεων που καταβλήθηκαν αχρεωστήτως, πλην όμως δεν εισπράχθηκαν από την ίδια, κατά το χρονικό διάστημα από 1.11.2003 έως 31.3.2007, δηλαδή μετά την πάροδο από την είσπραξή τους χρονικού διαστήματος που κρίνεται ικανό, εφόσον υπερβαίνει την πενταετία, αντίκειται στις αρχές της εύρυθμης και χρηστής Διοίκησης, και, επομένως, μη νομίμως αυτή καταλογίσθηκε με το ποσό των ανωτέρω συντάξεων, ύψους 20.290,02 ευρώ, πλέον τόκων. Περαιτέρω, υποστηρίζει ότι η αναζήτηση από αυτή του υπόλοιπου ποσού των συντάξεων, ύψους 29.385,95 ευρώ, πλέον τόκων, που καταβλήθηκαν κατά το χρονικό διάστημα εντός της πενταετίας από την έκδοση της ανωτέρω καταλογιστικής απόφασης, ήτοι από 1.4.2007 έως 31.10.2011, θα επιφέρει σε βάρος της απρόβλεπτες και δυσμενείς για τη διαβίωσή της συνέπειες, καθόσον γεννήθηκε το έτος 1954, τυγχάνει συνταξιούχος του ΙΚΑ και εκτός από τη σύνταξή της δεν διαθέτει καμία άλλη πηγή εισοδημάτων, ως εκ τούτου, δε, μη νομίμως καταλογίσθηκε σε βάρος της το ανωτέρω ποσό. Επίσης, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι μη νομίμως καταλογίσθηκαν σε βάρος της, πέραν του αχρεωστήτως καταβληθέντος ποσού συντάξεων, και τόκοι, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τα ανωτέρω προβαλλόμενα, αυτή τελούσε σε καλή πίστη κατά τους χρόνους κατάθεσης των συντάξεων στον επίμαχο τραπεζικό λογαριασμό, σύμφωνα δε με το αριθμ. πρωτ. Σ81/23/20.6.2012 έγγραφο της Διοίκησης του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ., στις περιπτώσεις που αναζητούνται αχρεωστήτως, πλην καλοπίστως εισπραχθείσες παροχές, ο τόκος της παρ. 4 του άρθρου 40 του α.ν. 1846/1951 καταβάλλεται από το χρόνο που ο οφειλέτης λαμβάνει γνώση της οφειλής (με κοινοποίηση της καταλογιστικής απόφασης). Περαιτέρω, προβάλλει ότι η ίδια, έχοντας ολοκληρώσει όλες τις νόμιμες διαδικασίες σχετικά με την έγκαιρη δήλωση στο Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. του θανάτου της μητέρας της, εύλογα πίστευε ότι το ΙΚΑ θα προέβαινε σε διακοπή της σύνταξης λόγω γήρατος της θανούσης, ο δε μετά την πάροδο δέκα (10) ετών από το θάνατο της μητέρας της καταλογισμός της με τις συντάξεις που εκ παραδρομής των οργάνων του ΙΚΑ εξακολουθούσαν να κατατίθενται μετά το θάνατο της συνταξιούχου στον επίμαχο κοινό τραπεζικό λογαριασμό, αντίκειται στις αρχές της καλής πίστης, της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της συνεπούς συμπεριφοράς. Τέλος, με το υπόμνημα που κατέθεσε νομότυπα στις 25.9.2018, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι σε βάρος της και σε βάρος του αδελφού της Δ.Π. κινήθηκε ποινική διαδικασία για το ποινικό αδίκημα της απάτης κατ’ εξακολούθηση από κοινού και κατ’ επάγγελμα, με συνολικό όφελος άνω των 30.000,00 ευρώ, και ότι με την 301/2015 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Λάρισας, η οποία κατέστη αμετάκλητη, κατά το σκέλος που αφορά την ίδια, και, συνακόλουθα, δεσμευτική για το παρόν Δικαστήριο, κατ’ άρθρο 5 παρ. 2 του Κ.Δ.Δ., όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν. 4446/2016, κηρύχθηκε αθώα της εν λόγω αξιόποινης πράξης. Προς απόδειξη των ισχυρισμών της η προσφεύγουσα επικαλείται και προσκομίζει, πέραν των προαναφερόμενων δέκα (10) ενταλμάτων πληρωμής της Εμπορικής Τράπεζας, τα εξής: α) την 16123/31.10.2986 απόφαση του Διευθυντή του ΙΚΑ Λάρισας, με την οποία απονεμήθηκε σύνταξη λόγω γήρατος στη μητέρα της, Δ.Π. του Ζ., από 1.9.1986 και στην οποία αναγράφεται Α.Μ.Η. ……, β) το από 6.11.2003 έγγραφο της Υπηρεσίας Παροχών του Τοπικού Υποκαταστήματος Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. Ανατολικής Λάρισας, σύμφωνα με το οποίο καταβλήθηκε στην προσφεύγουσα το ποσό των 612,08 ευρώ, ως έξοδα κηδείας της, αποβιώσασας στις 17.10.2003, Δ.Π., με αριθμ. μητρώου …… (βλ. και το επίσης προσκομιζόμενο βιβλιάριο ασθενείας της ανωτέρω συνταξιούχου, με τον ίδιο ως άνω αριθμό μητρώου και την ένδειξη «ΑΠΕΒΙΩΣΕ»), γ) πινακίδα πληρωμής της σύναξης που ελάμβανε από το ΙΚΑ η ανωτέρω Δ.Π. λόγω θανάτου του συζύγου της, Χ.Π., στην οποία αναγράφεται Α.Μ.Η. …… και «απεβίωσε 17.10.2003», δ) την από 18.10.2003 ληξιαρχική πράξη θανάτου της Ληξιάρχου Δήμου Λαρισαίων, από την οποία προκύπτει ότι η Δ.Π. απεβίωσε στις 17.10.2003 και παραπλεύρως της οποίας έχει σημειωθεί «…… ΘΑΝ», ε) το με αριθμ. πρωτ. 602/22.1.2013 απαντητικό έγγραφο του Διευθυντή του Τοπικού Υποκαταστήματος Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. Ανατολικής Λάρισας στην υπ’ αριθμ. 602/22.1.2013 αίτηση του Δ.Π., με το οποίο ο τελευταίος ενημερώθηκε ότι δεν είναι δυνατό να του χορηγηθεί βεβαίωση διακοπής της σύνταξης γήρατος με Α.Μ. ……, διότι δεν έγινε ποτέ διακοπή της σύνταξης γήρατος με Α.Μ. …… και για το λόγο αυτό εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 33/3730/25.4.2012 καταλογιστική πράξη. Επίσης, κατά τα αναφερόμενα στο ίδιο έγγραφο « …εμφανίστηκε στο Υποκατάστημά μας στις 5.11.2003 ο Σ.Π. με δύο (2) ληξιαρχικές πράξεις θανάτου και το ενημερωτικό σημείωμα του ΙΚΑ της σύνταξης θανάτου με Α.Μ. ……/θαν. Έγινε η διακοπή της σύνταξης θανάτου και του επιδώσαμε την μια ληξιαρχική πράξη θανάτου με τη σφραγίδα διακοπής για να πάρει τα έξοδα κηδείας. Ο κος Σ.Π. ήρθε την επόμενη ημέρα, δηλαδή στις 6.11.2003, όπως φαίνεται από τα στοιχεία που υπάρχουν στην Υπηρεσία μας, με εξουσιοδότηση για να πληρωθεί τα έξοδα κηδείας, προσκομίζοντας το βιβλιάριο ασθενείας της συνταξιούχου μας Π.Δ. η οποία έπαιρνε και σύνταξη από δικό της δικαίωμα με Α.Μ. ……/Γηρ. Εκ παραδρομής στο Τμήμα Παροχών δεν διαπιστώθηκε πως στο βιβλιάριο ασθενείας και στη ληξιαρχική πράξη θανάτου δεν συμφωνούσε ο Α.Μ. και χορηγήθηκαν τα έξοδα κηδείας για τη συνταξιούχο χωρίς να έχει προηγηθεί η διακοπή της σύνταξης γήρατος με Α.Μ. ……/Γηρ. Έτσι η σύνταξη γήρατος συνέχιζε να χορηγείται μέχρι τον 10ο/2011, ημερομηνία που έγινε η απογραφή των συνταξιούχων και διαπιστώθηκε ότι η Π.Δ. απεβίωσε. …», στ) το με αριθμ. πρωτ. 1347/6.7.2012 έγγραφο του Τοπικού Υποκαταστήματος Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. Ανατολικής Λάρισας, με το οποίο υποβλήθηκε στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Λάρισας συνημμένη αλληλογραφία για την άσκηση ποινικής δίωξης κατά της προσφεύγουσας και του Δ.Π., για το αδίκημα της απάτης που φέρονταν να έχουν τελέσει σε βάρος του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ., λόγω της εκ μέρους τους παράνομης συνέχισης είσπραξης των συντάξεων γήρατος της αποβιώσασας στις 17.10.2003 συνταξιούχου Δ.Π., μετά τον θάνατο αυτής, τον οποίο δεν ανήγγειλαν στο ΙΚΑ, ζ) το από 28.1.2013 απολογητικό υπόμνημα του Δ.Π. προς τον Ανακριτή του Β΄ Τμήματος Πλημμελειοδικών Λάρισας, ο οποίος υποστήριξε, μεταξύ άλλων, ότι η αδελφή του (δηλαδή η προσφεύγουσα) δήλωσε στο ΙΚΑ το θάνατο της μητέρας τους, μέσω του εξουσιοδοτηθέντος προς τούτο Π.Σ., και στις 6.11.2003 εισέπραξε τα έξοδα κηδείας, ότι ο ίδιος δεν γνώριζε ούτε μπορούσε να γνωρίζει ότι οι συντάξεις που ελάμβανε η μητέρα του είχαν δύο διαφορετικούς αριθμούς μητρώου, ότι αυτός είχε πάντα στην κατοχή του το βιβλιάριο του επίμαχου κοινού τραπεζικού λογαριασμού, στον οποίο κατατίθεντο οι συντάξεις της μητέρας του, ότι μετά το θάνατο αυτής και μέχρι τις 24.5.2004, έχοντας στην κατοχή του και την κάρτα αναλήψεων μετρητών, έκανε από τον συγκεκριμένο τραπεζικό λογαριασμό κάποιες αναλήψεις χρημάτων, πιστεύοντας ότι τα χρήματα αυτά αφορούσαν υπόλοιπα του τραπεζικού λογαριασμού της θανούσης, ενώ μετά την έκδοση της ΚΧ36/14.5.2004 απόφασης του Διευθυντή του ΙΚΑ –με την οποία καταλογίσθηκε το ποσό της σύνταξης λόγω θανάτου της αποβιώσασας που εξακολούθησε να καταβάλλεται για τρεις μήνες μετά το θάνατο της συνταξιούχου- έπαυσε πλέον να κάνει χρήση του συγκεκριμένου λογαριασμού, θεωρώντας ότι αυτός έχει κλείσει και ότι το ΙΚΑ θα διέκοπτε την καταβολή των συντάξεων. Περαιτέρω, ο ως άνω Δ.Π. ισχυρίσθηκε, με το απολογητικό υπόμνημά του, ότι το έτος 2009 βρήκε το επίμαχο βιβλιάριο και διαπίστωσε ότι στο σχετικό τραπεζικό λογαριασμό υπήρχαν διαθέσιμα, τα οποία, ενόψει του ότι είχε δηλωθεί ο θάνατος της μητέρας του στο ΙΚΑ, θεώρησε ότι αφορούσαν το επίδομα συμπαράστασης που η θανούσα ελάμβανε για τον ίδιο, λόγω της αναπηρίας του, όλες δε οι αναλήψεις από τον συγκεκριμένο τραπεζικό λογαριασμό από το έτος 2009 και μετά έγιναν αποκλειστικά και μόνο από τον ίδιο, όπως αποδεικνύεται από τα αντίγραφα αναλήψεων, με την παρουσία του και από τα ταμεία της τράπεζας και, για το λόγο αυτό, δέχεται να επιστρέψει το ληφθέν από αυτόν κεφάλαιο, έχοντας υποβάλει προς τούτο την με αριθμ. πρωτ. 719/25.1.2013 αίτηση προς το ΙΚΑ για ρύθμιση επιστροφής του κεφαλαίου, η) ακριβές αντίγραφο της 301/4.6.2015 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Λάρισας, η οποία καθαρογράφηκε στις 3.3.2017 και με την οποία ο μεν Δ.Π. (1ος κατηγορούμενος) κηρύχθηκε ένοχος της αξιόποινης πράξης της απάτης κατ’ εξακολούθηση και κατ’ επάγγελμα με συνολικό όφελος άνω των 30.000,00 ευρώ και καταδικάσθηκε σε ποινή φυλάκισης τριών (3) ετών, μετατραπείσα σε χρηματική ποινή προς πέντε (5) ευρώ ημερησίως, η δε προσφεύγουσα (2η κατηγορουμένη) κηρύχθηκε αθώα της ως άνω αξιόποινης πράξης, εξαιτίας αμφιβολιών ως προς τη συμμετοχή αυτής στην τέλεσή της. Ειδικότερα, κατά τα αναφερόμενα στο σκεπτικό της ανωτέρω απόφασης του ποινικού δικαστηρίου, στη διάρκεια της ποινικής δίκης, δεν αποδείχθηκε αναμφίβολα ότι η 2η κατηγορουμένη, δηλαδή η προσφεύγουσα, είχε οποιαδήποτε ανάμιξη στην τέλεση της επίδικης αξιόποινης πράξης, αφού ακόμα και η μάρτυρας κατηγορητηρίου, Ε.Φ., Προϊσταμένη του Τμήματος Παροχών του Τοπικού Υποκαταστήματος Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. Ανατολικής Λάρισας από τον Οκτώβριο του 2012 (βλ. την επίσης προσκομιζόμενη από 22.1.2013 ένορκη εξέταση της εν λόγω μάρτυρα από την Ανακρίτρια του Β΄ Τμήματος του Πρωτοδικείου Λάρισας), κατέθεσε τα εξής: «Δεν γνωρίζω αν είχε συμμετοχή η αδελφή του», επιπροσθέτως δε, στη διάρκεια της δίκης αυτής δεν ανέκυψε κάποιο επιβαρυντικό στοιχείο σε βάρος της 2ης κατηγορουμένης, ώστε να μπορεί το ποινικό δικαστήριο να σχηματίσει ασφαλή δικανική πεποίθηση ως προς τη συμμετοχή αυτής στην τέλεση της εν λόγω αξιόποινης πράξης. Επί του ως άνω ακριβούς αντιγράφου της 301/4.6.2015 του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Λάρισας έχει τεθεί η από 19.9.2018 βεβαίωση του Προϊσταμένου του Ποινικού Τμήματος του Εφετείου Λάρισας, με την οποία βεβαιώνεται ότι κατά της εν λόγω απόφασης έχει ασκηθεί το ένδικο μέσο της έφεσης ως προς τον Δ.Π., και θ) το από 9.5.2018 ακριβές απόσπασμα της 115/3.5.2018 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Λάρισας, που εκδόθηκε επί της έφεσης του Δ.Π. κατά της ως άνω 301/2015 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Λάρισας και με την οποία ο ανωτέρω κηρύχθηκε ένοχος για την πράξη της απάτης κατ’ εξακολούθηση και κατ’ επάγγελμα με συνολικό όφελος άνω των 30.000,00 ευρώ, η οποία τελέστηκε στη Λάρισα, κατά το χρονικό διάστημα από 1.11.2003 έως 31.10.2011, και καταδικάσθηκε σε ποινή φυλάκισης τριών (3) ετών, μετατραπείσα σε χρηματική ποινή προς πέντε (5) ευρώ ημερησίως.
12. Επειδή, αντιθέτως, ο καθού ασφαλιστικός φορέας, με τη με αριθμ. πρωτ. 3773/30.3.2018 έκθεση απόψεων και το υπόμνημα που νομότυπα κατέθεσε στις 24.9.2018, ζητεί την απόρριψη της προσφυγής ως αβάσιμης, προβάλλοντας, κατ’ αρχάς, ότι το αρμόδιο Τμήμα του Τοπικού Υποκαταστήματος Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. Ανατολικής Λάρισας δεν ενημερώθηκε από τους συνδικαιούχους του τραπεζικού λογαριασμού, στον οποίο πιστώνονταν οι συντάξεις της Δ.Π., δηλαδή από την προσφεύγουσα και τον Δ.Π., ότι η ανωτέρω συνταξιούχος απεβίωσε στις 17.10.2003, με αποτέλεσμα οι συντάξεις λόγω γήρατος αυτής να εξακολουθούν να κατατίθενται στον εν λόγω τραπεζικό λογαριασμό και μετά το θάνατό της, από 1.11.2003 έως 31.10.2011, και ότι, συνεπώς, νομίμως καταλογίσθηκαν σε βάρος των προαναφερόμενων συνδικαιούχων του τραπεζικού λογαριασμού οι αχρεωστήτως εισπραχθείσες συντάξεις που αφορούν το ανωτέρω χρονικό διάστημα. Περαιτέρω, υποστηρίζει, μεταξύ άλλων, ότι η γνώση και ο δόλος της προσφεύγουσας, ανεξάρτητα από την αθώωσή της από το ποινικό δικαστήριο, αποδεικνύεται από τα εξής: α) η θανούσα συνταξιούχος, Δ.Π., συνοικούσε με τη θυγατέρα της, δηλαδή την προσφεύγουσα, στην οδό ………, τη διεύθυνση δε αυτή είχε δηλώσει ως κατοικία της και σε αυτή αποστέλλονταν από το Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ., για οκτώ (8) ολόκληρα χρόνια μετά το θάνατό της, τα τρίμηνα ενημερωτικά σημειώματα συντάξεων, ενώ στην ίδια διεύθυνση, διέμενε, μετά το θάνατο της ανωτέρω συνταξιούχου, μόνη της η προσφεύγουσα, χωρίς ποτέ να αναρωτηθεί για ποιον λόγο της αποστέλλονταν εκκαθαριστικά σημειώματα συντάξεων της μητέρας της που είχε ήδη αποβιώσει, β) στην ανωτέρω διεύθυνση (οδός ……) αποστέλλονταν, για οκτώ (8) χρόνια μετά τον θάνατο της Δ.Π., βεβαιώσεις καταβολής του συνολικού ποσού των συντάξεων που είχαν καταβληθεί ετησίως, ώστε να χρησιμοποιηθούν κατά την υποβολή της σχετικής φορολογικής δήλωσης, πλην όμως η προσφεύγουσα δεν σκέφθηκε ότι έπρεπε να προσέλθει στο ΙΚΑ και να δηλώσει το θάνατο της μητέρας της, δεν αναρωτήθηκε πού κατατίθεντο τα χρήματα αυτά και δεν ρώτησε σχετικά τον αδελφό της, ο οποίος φέρεται να είχε το τραπεζικό βιβλιάριο και ο οποίος μπορεί μεν να προέβη στις παράνομες αναλήψεις των ποσών των συντάξεων, πλην όμως δεν αποκλείεται και η εκ μέρους της προσφεύγουσας κάρπωση των χρημάτων αυτών, και γ) όπως προκύπτει από τη με ημερομηνία 25.4.2012 έκθεση ελέγχου του Τμήματος Συντάξεων του Τοπικού Υποκαταστήματος Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. Ανατολικής Λάρισας, το Τμήμα αυτό για την απογραφή των συνταξιούχων, έστειλε, στις αρχές του 2012, συστημένη επιστολή προς τη συνταξιούχο Δ.Π., στην ως άνω δηλωθείσα διεύθυνση κατοικίας της (……), ώστε να προσέλθει στα γραφεία του ΙΚΑ και να απογραφεί. Η αποστολή αυτή έγινε εννιά χρόνια μετά το θάνατο της συνταξιούχου, όπως εκ των υστέρων αποδείχθηκε, και το αποδεικτικό αποστολής της εν λόγω συστημένης επιστολής επιστράφηκε στο Τμήμα Συντάξεων, φέροντας την υπογραφή της ήδη αποβιώσασας Δ.Π., την οποία προφανώς έθεσε η ίδια η προσφεύγουσα, η οποία ήταν και η μόνη που κατοικούσε στη διεύθυνση αυτή.
13. Επειδή, με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με τις διατάξεις που παρατέθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, όπως αυτές ερμηνεύθηκαν (βλ. ιδίως σκέψη 7), λαμβάνοντας δε ειδικότερα υπόψη: α) ότι από τα προσκομισθέντα …… εντάλματα πληρωμής της «Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε.», προκύπτει ότι οι διαδοχικές αναλήψεις, συνολικού ποσού 45.260,00 ευρώ, από τον επίμαχο υπ’ αριθμ. …… τραπεζικό λογαριασμό, στον οποίο πιστώνονταν οι συντάξεις λόγω γήρατος της αποβιώσασας στις 17.10.2003, Δ.Π., συνταξιούχου του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ., μετά το θάνατό της, έγιναν από τον συνδικαιούχο του εν λόγω τραπεζικού λογαριασμού, Δ.Π., του οποίου ο αριθμός δελτίου ταυτότητας αναγράφεται στα εν λόγω εντάλματα πληρωμής, β) ότι ο ως άνω Δ.Π. κατέθεσε ενώπιον της Τ.Δ.Ε. ότι ο ίδιος «έπαιρνε τα χρήματα», και όχι η αδελφή του, δηλαδή η προσφεύγουσα, ενώ, με το απολογητικό υπόμνημά του προς τον Ανακριτή του Β΄ Τμήματος Πλημμελειοδικών Λάρισας, ομολόγησε ότι αυτός είχε πάντα στην κατοχή του το βιβλιάριο του επίμαχου κοινού τραπεζικού λογαριασμού, ότι μετά το θάνατο της μητέρας του, Δ.Π., και μέχρι τις 24.5.2004, έχοντας στην κατοχή του και την κάρτα αναλήψεων μετρητών, έκανε από τον συγκεκριμένο τραπεζικό λογαριασμό κάποιες αναλήψεις χρημάτων, και ότι, στη συνέχεια, προέβη σε αναλήψεις, προσκομίζοντας το βιβλιάριο στα ταμεία της τράπεζας, δήλωσε δε ότι δέχεται να επιστρέψει το ληφθέν από αυτόν κεφάλαιο και, για το λόγο αυτό, υπέβαλε αίτηση προς το ΙΚΑ για ρύθμιση επιστροφής του κεφαλαίου, γ) ότι η προσφεύγουσα γνωστοποίησε, στις 5.11.2003, στο Τοπικό Υποκατάστημα Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. Ανατολικής Λάρισας, μέσω του εξουσιοδοτηθέντος προς τούτο, Π.Σ., το θάνατο της μητέρας της, Δ.Π., η οποία ελάμβανε τόσο σύνταξη λόγω θανάτου του συζύγου της (με Α.Μ. ……), όσο και σύνταξη λόγω γήρατος (με Α.Μ. ……), και στις 6.11.2003 καταβλήθηκαν σε αυτή τα έξοδα κηδείας της αποβιώσασας (βλ. σχετικά το από 6.11.2003 έγγραφο της Υπηρεσίας Παροχών του ως άνω Υποκαταστήματος Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ., στο οποίο αναγράφεται αριθμ. μητρώου της θανούσης ……), εκ παραδρομής δε του Τμήματος Παροχών του ως άνω υποκαταστήματος Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ., διεκόπη η σύνταξη λόγω θανάτου που ελάμβανε η αποβιώσασα (με Α.Μ. ……), όχι όμως και η σύνταξη γήρατος που επίσης ελάμβανε αυτή (με Α.Μ. ……) (βλ. το με αριθμ. πρωτ. 602/22.1.2013 έγγραφο του Διευθυντή του Τοπικού Υποκαταστήματος Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. Ανατολικής Λάρισας), δ) ότι, ενόψει των ανωτέρω, μόνο το γεγονός ότι, μετά το θάνατο της Δ.Π., εξακολουθούσαν να αποστέλλονται εκκαθαριστικά σημειώματα συντάξεων και βεβαιώσεις καταβολής του συνολικού ετήσιου ποσού συντάξεων της θανούσης στη διεύθυνση της εν ζωή κατοικίας αυτής (οδός ……), στην οποία η προσφεύγουσα διέμενε με τη μητέρα της και εξακολουθεί να διαμένει, δεν αρκεί, προκειμένου να θεμελιωθεί οποιαδήποτε συμμετοχή αυτής στην είσπραξη των ποσών συντάξεων που πιστώθηκαν στον επίμαχο τραπεζικό λογαριασμό, κατά τη χρονική περίοδο από 1.11.2003 έως 31.10.2011, και ε) ότι, με την 301/2015 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Λάρισας, -η οποία συνεκτιμάται, καθόσον δεν προκύπτει, με την προσκόμιση επαρκών αποδεικτικών στοιχείων, ότι κατέστη αμετάκλητη ως προς την προσφεύγουσα και, συνακόλουθα, δεσμευτική για το παρόν Δικαστήριο, κατ’ άρθρο 5 παρ. 2 του Κ.Δ.Δ., όπως ισχύει- η προσφεύγουσα κηρύχθηκε αθώα του ποινικού αδικήματος της απάτης κατ’ εξακολούθηση και κατ’ επάγγελμα, με συνολικό όφελος άνω των 30.000,00 ευρώ, λόγω αμφιβολιών ως προς τη συμμετοχή αυτής στην εν λόγω αξιόποινη πράξη, σε αντίθεση με τον Δ.Π., ο οποίος, με την ίδια ως άνω απόφαση και, ακολούθως, με την 115/2018 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Λάρισας, κηρύχθηκε ένοχος για την ανωτέρω αξιόποινη πράξη, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν αποδείχθηκε ότι η προσφεύγουσα προέβη στην ανάληψη των ποσών σύνταξης που πιστώθηκαν στον κοινό λογαριασμό μετά το θάνατο της συνταξιούχου μητέρας της, ούτε ότι αυτή είχε οποιαδήποτε συμμετοχή στην είσπραξη των εν λόγω ποσών. Συνεπώς, μη νόμιμα, με την ΚΧ33/3730/25.4.2012 απόφαση του Διευθυντή του Τοπικού Υποκαταστήματος Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. Ανατολικής Λάρισας, καταλογίστηκε σε βάρος της προσφεύγουσας το ένδικο ποσό των 60.695,80 ευρώ (=49.675,97 ευρώ κύρια οφειλή + 11.019,83 ευρώ τόκος), η δε Τ.Δ.Ε. που έκρινε αντίθετα με την προσβαλλόμενη απόφασή της έσφαλε και η απόφαση αυτή πρέπει να ακυρωθεί, κατ’ αποδοχή ως βάσιμου του σχετικού ισχυρισμού της προσφυγής, παρελκούσης ως αλυσιτελούς της εξέτασης των λοιπών λόγων αυτής.
14. Επειδή, κατ’ ακολουθία, πρέπει να γίνει δεκτή η προσφυγή και το επ’ αυτής δικόγραφο πρόσθετων λόγων, να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση της Τ.Δ.Ε. και να διαταχθεί η απόδοση του καταβληθέντος παραβόλου στην προσφεύγουσα, κατ’ άρθρο 277 παρ. 9 του Κ.Δ.Δ., εκτιμωμένων, όμως, των περιστάσεων της υπόθεσης, να απαλλαγεί ο καθού ασφαλιστικός φορέας από τα δικαστικά έξοδα της προσφεύγουσας, κατ’ άρθρο 275 παρ. 1 εδ. τελ. του Κ.Δ.Δ..
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
Απορρίπτει την πρόσθετη παρέμβαση.
Δέχεται την προσφυγή και το επ’ αυτής δικόγραφο πρόσθετων λόγων.
Ακυρώνει την υπ’ αριθμ. 430/Συνεδρίασης Α53/25.9.2012 απόφαση της Τοπικής Διοικητικής Επιτροπής του Τοπικού Υποκαταστήματος Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. Ανατολικής Λάρισας.
Διατάσσει να αποδοθεί στην προσφεύγουσα το καταβληθέν παράβολο.
Απαλλάσσει τον καθού Ε.Φ.Κ.Α. από τα δικαστικά έξοδα της προσφεύγουσας.
Η διάσκεψη του Δικαστηρίου έγινε στη Λάρισα, στις 06/12/2018, και η απόφαση δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του, σε δημόσια συνεδρίαση στις 07/02/2019.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ
ΑΝΝΑ ΚΟΝΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΚΑΛΟΓΙΑΝΝΗ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΝΑΤΑΛΙΑ ΤΖΙΑΧΡΗΣΤΟΥ –
ΣΟΥΛΕΪΜΑΝΟΒΑ
Ακριβές αντίγραφο
Λάρισα
Η Γραμματέας