ΑΠΟΦΑΣΗ
Brădean κ.α. κατά Ρουμανίας της 21.03.2023 (αρ. προσφ. 21680/18)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Αγωγή αδικοπραξίας. Χρόνος παραγραφής αξίωσης από αδικοπραξία ενός έτος. Επιλογή βραχύτερης παραγραφής ενός έτους από τη γενική παραγραφή των τριών ετών. Πρόσβαση σε δικαστήριο και δίκαιη δίκη.
Το 2003 οι προσφεύγοντες, οι οποίοι ήταν υπάλληλοι του Υπουργείου Εσωτερικών, συμμετείχαν σε διαγωνισμό για την κατάληψη υψηλόβαθμων θέσεων σε διάφορες περιφερειακές δομές του Υπουργείου, ωστόσο κανείς τους δεν επελέγη, παρά το γεγονός ότι έλαβαν τους υψηλότερους βαθμούς μεταξύ των υποψηφίων για τις αντίστοιχες θέσεις.
Το 2005 κινήθηκε ποινική έρευνα για διάφορους αξιωματούχους που είχαν επιβλέψει τη διαδικασία εξέτασης και επιλογής στο διαγωνισμό του 2003. Η ποινική διαδικασία έληξε λόγω παραγραφής.
Το 2012 οι προσφεύγοντες άσκησαν αγωγή από αδικοπραξία κατά των αντιδίκων σύμφωνα με τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα. Το διοικητικό τμήμα του Περιφερειακού Δικαστηρίου του Βουκουρεστίου, που κρίθηκε αρμόδιο, εξέτασε την αγωγή, κηρύσσοντας την παραγραφή της σύμφωνα με διάταξη του νόμου του 2004, η οποία προβλέπει μονοετή προθεσμία παραγραφής.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι η εφαρμογή της προθεσμίας παραγραφής ενός έτους στην αγωγή των προσφευγόντων επιδίωκε τον θεμιτό σκοπό της ορθής απονομής της δικαιοσύνης. Ωστόσο έπρεπε να εξεταστεί αν υπήρχε αναλογικότητα μεταξύ του σκοπού αυτού και των μέσων που χρησιμοποιήθηκαν για την επίτευξή του. Έκρινε επίσης ότι δεν ήταν παράλογο για τους προσφεύγοντες να αναμένουν ότι η γενική τριετής προθεσμία παραγραφής θα εφαρμοζόταν στην περίπτωσή τους. Συνεπώς, το Δικαστήριο θεώρησε ότι η νομοθεσία σχετικά με την εφαρμογή της προθεσμίας παραγραφής στις διαδικασίες από αδικοπραξία δεν ήταν αρκούντως σαφής και προβλέψιμη και, ως εκ τούτου, δεν ήταν σύμφωνη με την αρχή της ασφάλειας δικαίου.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση της δίκαιης δίκης (άρθρο 6 § 1) και επιδίκασε 6.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 1.200 ευρώ για έξοδα.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 6 παρ. 1
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Το 2003 οι προσφεύγοντες, οι οποίοι ήταν υπάλληλοι του Υπουργείου Εσωτερικών, συμμετείχαν σε διαγωνισμό για την κατάληψη υψηλόβαθμων θέσεων σε διάφορες δομές του Υπουργείου. Κατόπιν της εξέτασης, άλλα πρόσωπα επιλέχθηκαν για τις θέσεις που επέλεξαν δύο από τους υποψηφίους και κανείς δεν επιλέχθηκε για τη θέση που επέλεξε ο τρίτος. Σύμφωνα με τους προσφεύγοντες, οι ίδιοι δεν επελέγησαν παρά το γεγονός ότι έλαβαν τους υψηλότερους βαθμούς μεταξύ των υποψηφίων για τις αντίστοιχες θέσεις.
Το 2005 κινήθηκε ποινική έρευνα για διάφορους αξιωματικούς που είχαν επιβλέψει τη διαδικασία εξέτασης και επιλογής στον διαγωνισμό του 2003. Υποστηρίχθηκε ότι οι βαθμοί των συμμετεχόντων είχαν παραποιηθεί από τους κατηγορούμενους με σκοπό την προαγωγή άλλων υποψηφίων από εκείνους που είχαν λάβει τους υψηλότερους βαθμούς.
Μεταξύ των ετών 2005 και 2011 η ποινική έρευνα έπαυσε και συνεχίστηκε αρκετές φορές. Μολονότι οι προσφεύγοντες έλαβαν εν τω μεταξύ γνώση της έρευνας, δεν τους είχε δοθεί καμία θέση στη διαδικασία και δεν είχαν πρόσβαση στο υλικό της διενεργηθείσας έρευνας πριν από τον Φεβρουάριο του 2011. Στις 23, 25 και 28 Φεβρουαρίου 2011 δήλωσαν παράσταση πολιτικής αγωγής στην ποινική διαδικασία.
Στις 18 Μαΐου 2011, η εισαγγελία του Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου έπαυσε την ποινική δίωξη λόγω παραγραφής.
Στις 5 Μαρτίου 2012 οι προσφεύγοντες άσκησαν αγωγή από αδικοπραξία κατά των τριών αντιδίκων σύμφωνα με τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα περί αδικοπραξίας. Αργότερα, άσκησαν αγωγή και κατά του Υπουργείου Εσωτερικών, ως εργοδότη των εναγομένων. Ζήτησαν από τους τελευταίους αποζημίωση για χρηματική και ηθική βλάβη.
Στις 19 Δεκεμβρίου 2012, το πολιτικό τμήμα του Περιφερειακού Δικαστηρίου του Βουκουρεστίου κήρυξε εαυτό αναρμόδιο και παρέπεμψε την υπόθεση στο αρμόδιο διοικητικό τμήμα του ίδιου δικαστηρίου. Εντούτοις, το διοικητικό τμήμα διαφώνησε με την απόφαση αυτή και αρνήθηκε την αρμοδιότητά του υπέρ πολιτικού δικαστηρίου χαμηλότερου βαθμού, λαμβανομένης υπόψη της χρηματικής αξίας της αγωγής. Το τελευταίο αυτό δικαστήριο έκρινε ότι η διαφορά ήταν διοικητικής φύσης και ότι το ζήτημα της αρμοδιότητας έπρεπε να κριθεί από το Εφετείο του Βουκουρεστίου, το οποίο αποφάνθηκε ότι το ζήτημα ήταν αστικής και όχι διοικητικής φύσης. Το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, το οποίο αποφάνθηκε τελικά επί του θέματος στις 23 Οκτωβρίου 2015, αποφάσισε ότι η υπόθεση έπρεπε να εξεταστεί από τα διοικητικά δικαστήρια σύμφωνα με τον νόμο του 2004 περί διοικητικών δικαστηρίων.
Στις 3 Οκτωβρίου 2016, το διοικητικό τμήμα του Περιφερειακού Δικαστηρίου του Βουκουρεστίου εκδίκασε την αγωγή από αδικοπραξία των εναγόντων, και έκρινε ότι η αξίωση παρεγράφη σύμφωνα με διάταξη του νόμου του 2004 περί διοικητικών δικαστηρίων, η οποία προβλέπει προθεσμία παραγραφής ενός έτους για την άσκηση αγωγής ενώπιον διοικητικού δικαστηρίου. Το δικαστήριο έκρινε ότι η προθεσμία παραγραφής είχε αρχίσει να τρέχει από τον Σεπτέμβριο του 2003, όταν οι προσφεύγοντες είχαν πληροφορηθεί για πρώτη φορά ότι δεν είχαν επιτύχει στο διαγωνισμό. Οι προσφεύγοντες άσκησαν έφεση.
Στις 27 Οκτωβρίου 2017, το Εφετείο του Βουκουρεστίου απέρριψε την έφεση των προσφευγόντων, αλλά έκρινε ότι η μονοετής προθεσμία παραγραφής δεν άρχισε να τρέχει από τον Σεπτέμβριο του 2003, όπως έκρινε το Περιφερειακό Δικαστήριο, αλλά από τις ημερομηνίες κατά τις οποίες οι προσφεύγοντες είχαν δηλώσει παράσταση πολιτικής αγωγής στην ποινική διαδικασία, δηλαδή από τις 23, 25 και 28 Φεβρουαρίου 2011. Δεδομένου ότι η αγωγή τους ασκήθηκε στις 5 Μαρτίου 2012, δηλαδή ένα χρόνο και μερικές ημέρες αργότερα, είχε παραγραφεί η αξίωση.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Η Κυβέρνηση προέβαλε ένσταση μη τήρησης της εξάμηνης προθεσμίας και υποστήριξε ότι η αμετάκλητη δικαστική απόφαση επί της υπόθεσης εκδόθηκε στις 28 Οκτωβρίου 2017, ενώ η προσφυγή είχε υποβληθεί στις 7 Μαΐου 2018, ήτοι περισσότερο από έξι μήνες.
Το Δικαστήριο επισήμανε ότι, σύμφωνα με την ταχυδρομική σφραγίδα στον φάκελο που περιέχει το έντυπο της προσφυγής των προσφευγόντων, η υπό κρίση υπόθεση δεν εισήχθη στις 7 Μαΐου 2018, όπως ισχυρίστηκε η Κυβέρνηση, αλλά στις 25 Απριλίου 2018. Ως εκ τούτου, απέρριψε την ένσταση και κήρυξε την προσφυγή παραδεκτή.
Οι γενικές αρχές που διέπουν το δικαίωμα πρόσβασης στη δικαιοσύνη συνοψίζονται στην απόφαση Zubac κατά Κροατίας της 05.04.2018 ([GC], αρ. προσφ. 40160/12 §§ 76-99), Kart κατά Τουρκίας [GC], αρ. προσφ. 8917/05, § 79 και Arrozpide Sarasola κ.α. κατά Ισπανίας της 23.10.2018 (αρ. προσφ. 65101/16 και 2 άλλες, § 98).
Το Δικαστήριο επισήμανε ότι η αγωγή αδικοπραξίας, που ασκήθηκε σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις του Αστικού Κώδικα σχετικά με την ευθύνη από αδικοπραξία και εντός της γενικής τριετούς προθεσμίας παραγραφής των εν λόγω αγωγών, απορρίφθηκε λόγω παραγραφής. Αυτό κατέστη δυνατό αφού τα εθνικά δικαστήρια είχαν μετατρέψει την αγωγή αδικοπραξίας τους σε αγωγή ασκηθείσα βάσει των διατάξεων του νόμου του 2004 περί διοικητικών δικαστηρίων και είχαν εφαρμόσει την πιο σύντομη προθεσμία παραγραφής ενός έτους που προέβλεπε ο νόμος αυτός.
Ο καθορισμός προθεσμιών παραγραφής για την πρόσβαση στα δικαστήρια είναι γενικά επιτρεπτός (βλ. Miragall Escolano κ.α. κατά Ισπανίας, αρ. προσφ. 38366/97 και 9 άλλες § 33, και Lay Company Limited κατά Μάλτας της 23.07.2013, αρ. προσφ. 30633/11 § 56). Υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υπόθεσης, το Δικαστήριο έκρινε ότι η εφαρμογή της προθεσμίας παραγραφής ενός έτους στην αγωγή των προσφευγόντων επιδίωκε τον θεμιτό σκοπό της ορθής απονομής της δικαιοσύνης. Απέμενε να εξεταστεί αν υφίστατο εύλογη σχέση αναλογικότητας μεταξύ του σκοπού αυτού και των μέσων που χρησιμοποιήθηκαν για την επίτευξή του.
Το Δικαστήριο εξέτασε αν η εφαρμογή της επίμαχης προθεσμίας παραγραφής μπορούσε να θεωρηθεί προβλέψιμη για τους προσφεύγοντες, λαμβανομένων υπόψη αφενός της σχετικής νομοθεσίας και νομολογίας και αφετέρου των ιδιαίτερων περιστάσεων της υπόθεσης, και αν, ως εκ τούτου, η κύρωση λόγω μη τήρησης της εν λόγω προθεσμίας παραγραφής παραβίαζε την αρχή της αναλογικότητας (βλ. Zubac § 87). Το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι, γενικώς, η έλλειψη σαφήνειας των νομικών διατάξεων δεν αποτελεί πρόβλημα αν η έλλειψη αυτή συμπληρώνεται από πάγια νομολογία που έχει δημοσιευθεί και είναι προσιτή και αρκούντως ακριβής ώστε να παρέχει στον προσφεύγοντα (ενδεχομένως, με την παροχή εξειδικευμένων συμβουλών) τη δυνατότητα να καθορίσει τα μέτρα που πρέπει να λάβει (βλ. Cañete de Goñi κατά Ισπανίας, αρ. προσφ. 55782/2000 § 41).
Το Δικαστήριο επισήμανε ότι οι νομικές διατάξεις σχετικά με τη δυνατότητα εφαρμογής του νόμου περί διοικητικών δικαστηρίων στην αγωγή από αδικοπραξία των προσφευγόντων στερούνταν σαφήνειας σε τέτοιο βαθμό ώστε το ζήτημα της αρμοδιότητας στη διαδικασία συζητήθηκε για περίοδο σχεδόν τριών ετών από πέντε διαφορετικούς βαθμούς δικαιοδοσίας και ότι οι απόψεις διίστανται μεταξύ των δικαστών. Το ζήτημα επιλύθηκε αμετάκλητα από το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο με απόφασή του στις 23 Οκτωβρίου 2015.
Οι ανωτέρω περιστάσεις και το γεγονός ότι η Κυβέρνηση δεν απέδειξε ύπαρξη πάγιας νομολογίας πριν από την άσκηση της αγωγής αδικοπραξίας οδήγησαν το Δικαστήριο στο συμπέρασμα ότι δεν ήταν παράλογο για τους προσφεύγοντες να αναμένουν ότι η γενική τριετής προθεσμία παραγραφής θα εφαρμοζόταν στην περίπτωσή τους. Ως εκ τούτου, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της υπόθεσης, το Δικαστήριο θεώρησε ότι η νομοθεσία σχετικά με την εφαρμογή της προθεσμίας παραγραφής στις διαδικασίες εξ αδικοπραξίας των προσφευγόντων δεν ήταν αρκούντως σαφής και προβλέψιμη και, ως εκ τούτου, δεν ήταν σύμφωνη με την αρχή της ασφάλειας δικαίου. Το Δικαστήριο δεν παρατήρησε κανένα στοιχείο στη συμπεριφορά των προσφευγόντων που να δικαιολογεί ότι έπρεπε να επιβαρυνθούν με τις συνέπειες της αβεβαιότητας αυτής.
Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, το Δικαστήριο έκρινε ότι το γεγονός ότι η αγωγή αδικοπραξίας των προσφευγόντων κρίθηκε απαράδεκτη ως ασκηθείσα εκτός της μονοετούς προθεσμίας παραγραφής, ελλείψει σαφούς νομοθεσίας και πάγιας νομολογίας, τους στέρησε το δικαίωμα πρόσβασης στη δικαιοσύνη.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση της δίκαιης δίκης (άρθρο 6 § 1 της Σύμβασης).
Δίκαιη ικανοποίηση (Άρθρο 41)
Το Δικαστήριο επιδίκασε 6.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 1.200 ευρώ για έξοδα