ΑΠΟΦΑΣΗ
ΤΜΗΜΑ ΕΥΡΕΙΑΣ ΣΥΝΘΕΣΗΣ
L.B. κατά Ουγγαρίας της 09.03.2023 (αρ. προσφ. 36345/16)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Νομοθετική πρόβλεψη δημοσίευσης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των οφειλετών του δημοσίου για φορολογικές παραβιάσεις.
Ο προσφεύγων κατήγγειλε, ότι δημοσιεύθηκε το όνομα και η διεύθυνση κατοικίας του σε κατάλογο «μεγάλων οφειλετών φόρου» στη διαδικτυακή ιστοσελίδα των φορολογικών αρχών στο πλαίσιο τροποποίησης της σχετικής φορολογικής νομοθεσίας του 2006. Μετά από φορολογικό έλεγχο το 2013, η Φορολογική Αρχή διαπίστωσε ότι ο προσφεύγων είχε καθυστερούμενες φορολογικές οφειλές περίπου 625.000 ευρώ.
Κατά το Δικαστήριο η δημοσίευση των προσωπικών δεδομένων του προσφεύγοντος είχαν ως συνέπεια την παρέμβαση στο δικαίωμά του για σεβασμό της ιδιωτικής του ζωής. Η παρέμβαση αυτή ήταν «σύμφωνη με το νόμο» κατά την έννοια της Σύμβασης, καθώς η δημοσιοποίηση των στοιχείων των μεγάλων οφειλετών φορολογίας αποσκοπούσε στη βελτίωση της φορολογικής πειθαρχίας και στην παροχή πληροφοριών σχετικά με τη δημοσιονομική κατάσταση των δυνητικών επιχειρηματικών εταίρων.
Ωστόσο, δεν υπήρχαν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι το Κοινοβούλιο κατά την ψήφιση της νομοθεσίας είχε εξετάσει τον αντίκτυπο που θα είχε η δημοσιοποίηση προσωπικών στοιχείων του οφειλέτη, όπως το ονοματεπώνυμο και η διεύθυνση κατοικίας του σχετικά με το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή και τον κίνδυνο κατάχρησης που μπορούσε να προκύψει από το ευρύ κοινό.
Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι οι αρχές δεν είχαν επιτύχει δίκαιη ισορροπία μεταξύ των αντικρουόμενων, ατομικών και κοινωνικών, συμφερόντων που διακυβεύονταν και διαπίστωσε παραβίαση του σεβασμού της ιδιωτικής ζωής (άρθρο 8). Έκρινε δε ότι η διαπίστωση της παραβίασης ήταν από μόνη της επαρκής δίκαιη ικανοποίηση για ηθική βλάβη και επιδίκασε 20.000 ευρώ για έξοδα.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 8
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων είναι υπήκοος Ουγγαρίας, γεννηθείς το 1966, και κατοικεί στη Βουδαπέστη.
Στην Ουγγαρία, η Εθνική Φορολογική και Τελωνειακή Αρχή ήταν υποχρεωμένη από το νόμο να δημοσιεύει τα προσωπικά στοιχεία φορολογουμένων που είχαν ληξιπρόθεσμες οφειλές. Ειδικότερα, το σχετικό εσωτερικό δίκαιο, ήτοι το άρθρο 55, παράγραφος 3 του νόμου XCII του 2003 για τη φορολογική διοίκηση («νόμος περί φορολογικής διοίκησης του 2003»), όριζε ότι η φορολογική αρχή έπρεπε να δημοσιεύσει τα προσωπικά στοιχεία των φυσικών προσώπων των οποίων οι ληξιπρόθεσμες φορολογικές οφειλές υπερέβαιναν 10 εκατ. HUF (περίπου 26.000 ευρώ σε κατάλογο φορολογικών κακοπληρωτών στην ιστοσελίδα του).
Η νομοθεσία αυτή τροποποιήθηκε το 2006 για να συμπεριλάβει τους οφειλέτες φόρου στο σύστημα δημοσίευσης. Ιδιαίτερα το άρθρο 55 παράγραφος 5 προστέθηκε στον νόμο περί φορολογικής διοίκησης του 2003, προβλέποντας ότι η φορολογική αρχή έπρεπε να δημοσιεύσει κατάλογο των «μεγάλων οφειλετών», συμπεριλαμβανομένων των προσωπικών δεδομένων εκείνων των οποίων οι φορολογικές οφειλές υπερέβαιναν τα 10 εκατομμύρια HUF σε περίοδο άνω των 180 ημερών. Ο νομοθέτης έκρινε την τροποποίηση απαραίτητη για να «λευκανθεί η οικονομία». Δικαιολόγησε τη διεύρυνση των κατηγοριών φορολογουμένων που υπόκεινται σε δημοσίευση των προσωπικών τους δεδομένων ώστε να συμπεριληφθούν οι φορολογικοί οφειλέτες με βάση το γεγονός ότι οι μη καταβληθείσες φορολογικές οφειλές δεν ήταν μόνο θέμα ληξιπρόθεσμων οφειλών, αλλά θα μπορούσε επίσης να είναι αποτέλεσμα συμπεριφοράς κατά παράβαση των υποχρεώσεων καταβολής φόρου.
Μετά από φορολογικό έλεγχο το 2013, η Φορολογική Αρχή διαπίστωσε ότι ο προσφεύγων είχε καθυστερούμενες φορολογικές οφειλές περίπου 625.000 ευρώ. Συγκεκριμένα, διαπίστωσε ότι δεν είχε καταβάλει φόρο εισοδήματος για περίπου 2 εκατομμύρια ευρώ τα οποία είχε «σηκώσει» σε μετρητά από τον τραπεζικό λογαριασμό Ε.Π.Ε., της οποίας ήταν διευθύνων σύμβουλος μέχρι το 2009. Απέρριψε τον ισχυρισμό του ότι είχε μεταβιβάσει τα χρήματα στους επιχειρηματικούς εταίρους της εταιρείας. Του επιβλήθηκε πρόστιμο 490.000 ευρώ με τόκο.
Η διαπίστωση αυτή επικυρώθηκε από τα δικαστήρια το 2015. Η προσφυγή του προσφεύγοντος στο Συνταγματικό Δικαστήριο απορρίφθηκε ως απαράδεκτη το 2017. Εν τω μεταξύ, το 2014 η φορολογική αρχή είχε δημοσιεύσει τα προσωπικά στοιχεία του προσφεύγοντος σε κατάλογο φορολογικών παραβατών στον ιστότοπό της, όπως προβλέπεται στο άρθρο 55 παράγραφος 3 του νόμου περί φορολογικής διοίκησης του 2003. Οι πληροφορίες που δημοσιεύθηκαν περιελάμβαναν το όνομα, τη διεύθυνση κατοικίας, τον αριθμό φορολογικού μητρώου του και το ποσό του μη καταβληθέντος φόρου που χρωστούσε.
Σύμφωνα με την τροποποιημένη νομοθεσία του 2006, ήτοι το άρθρο 55 παράγραφος 5 του νόμου περί φορολογικής διοίκησης του 2003, στη συνέχεια, το 2016, εμφανίστηκε επίσης σε κατάλογο «μεγάλων οφειλετών φόρου» στην ιστοσελίδα της φορολογικής αρχής. Περίπου την ίδια εποχή ένα διαδικτυακό μέσο ενημέρωσης παρήγαγε έναν διαδραστικό χάρτη των οφειλετών φόρου που εμφανίζονται με κόκκινες κουκίδες, οι οποίες έδειχναν τη διεύθυνση κατοικίας του προσφεύγοντος. Τα στοιχεία του αφαιρέθηκαν από τον κατάλογο των «μεγάλων φορολογικών οφειλετών» όταν οι ληξιπρόθεσμες φορολογικές οφειλές του παραγράφηκαν το 2019.
Επικαλούμενος το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ, ο προσφεύγων ισχυρίστηκε ότι η δημοσιοποίηση του ονόματός του και άλλων προσωπικών στοιχείων στον ιστότοπο της Φορολογικής Αρχής για μη συμμόρφωση με τις φορολογικές του υποχρεώσεις δεν ήταν απαραίτητη σε μια δημοκρατική κοινωνία και είχε παραβιάσει το δικαίωμά του στην ιδιωτική ζωή. Υποστήριξε ότι η ο κύριος σκοπός πίσω από την νομοθετική πολιτική της χώρας για τη δημοσιοποίηση των δεδομένων αυτών ήταν να διασυρθεί δημοσίως και συνεπώς, είχε προσβάλει τη φήμη του.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Το Τμήμα Ευρείας Σύνθεσης περιόρισε την εξέταση των καταγγελιών του προσφεύγοντος στη δημοσίευση προσωπικών δεδομένων στον κατάλογο των μεγάλων φορολογικών οφειλετών σύμφωνα με το άρθρο 55 παράγραφος 5 του νόμου της φορολογικής διοίκησης του 2003, συντασσόμενο με αυτόν τον ισχυρισμό του για προσβολή της φήμης του.
Όσον αφορά την ουσία της υπόθεσης, το Δικαστήριο διαπίστωσε αρχικά ότι η δημοσίευση των προσωπικών δεδομένων του προσφεύγοντος είχαν ως συνέπεια την παρέμβαση στο δικαίωμά του για σεβασμό της ιδιωτικής του ζωής. Ειδικότερα, τα στοιχεία που δημοσιεύθηκαν, συμπεριλαμβανομένου του ονόματος και της διεύθυνσης κατοικίας του, σαφώς αφορούσαν την ιδιωτική του ζωή. Το Δικαστήριο δεν βρήκε κανένα λόγο να αμφισβητήσει ότι η παρέμβαση αυτή ήταν «σύμφωνη με το νόμο» κατά την έννοια της Σύμβασης. Δεν αμφισβητήθηκε ότι η δημοσίευση του καταλόγου των «μεγάλων οφειλετών» είχε νομική βάση στο εθνικό δίκαιο, βάσει του άρθρου 55 παράγραφος 5 του νόμου της φορολογικής διοίκησης του 2003. Επιπλέον, δέχθηκε ότι η δημοσιοποίηση των στοιχείων των μεγάλων οφειλετών φορολογίας αποσκοπούσε στη βελτίωση της φορολογικής πειθαρχίας και στην παροχή πληροφοριών σχετικά με τη δημοσιονομική κατάσταση των δυνητικών επιχειρηματικών εταίρων. Ο στόχος της παρέμβασης, συνεπώς, ήταν θεμιτός.
Μολονότι τα συμβαλλόμενα κράτη διέθεταν ευρεία διακριτική ευχέρεια («ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως») κατά την αξιολόγηση, ανεξαρτήτως του αν ένα τέτοιο καθεστώς ήταν αναγκαίο για τη διασφάλιση της είσπραξης των φόρων, δεν ήταν απεριόριστο ή υπεράνω του ελέγχου του Δικαστηρίου. Έπρεπε να πεισθεί ότι οι αρχές, νομοθετικές, εκτελεστικές ή δικαστικές, είχαν εξισορροπήσει δεόντως τα ατομικά και δημόσια συμφέροντα, λαμβάνοντας υπόψη τις κατάλληλες διαδικαστικές διασφαλίσεις.
Το Δικαστήριο σημείωσε, ωστόσο, ότι ο νόμος περί φορολογικής διοίκησης του 2003 δεν απαιτούσε τέτοια στάθμιση των αντικρουόμενων συμφερόντων. Πράγματι, η εθνική φορολογική αρχή δεν διέθετε διακριτική ευχέρεια να επανεξετάσει κατά πόσον ήταν αναγκαία η δημοσίευση των προσωπικών δεδομένων των φορολογουμένων. Όταν μια φορολογική οφειλή εκκρεμούσε για 180 ημέρες συνεχόμενα, ήταν υποχρεωτικό και συστηματικό για τον οφειλέτη να διακρίνεται από το όνομα και τη διεύθυνση κατοικίας του στον κατάλογο που δημοσιεύεται στον ιστότοπο της Φορολογικής Αρχής.
Το Δικαστήριο έπρεπε να εκτιμήσει τι κρύβεται πίσω από τις νομοθετικές επιλογές μιας τέτοιας πολιτικής. Μεγάλη σημασία για να γίνει αυτό, είχε η ποιότητα της κοινοβουλευτικής αναθεώρησης. Σημείωσε ότι οι προπαρασκευαστικές εργασίες για τη νομοθετική τροποποίηση του 2006 – δηλαδή το άρθρο 55 παράγραφος 5 – δεν είχαν αξιολογήσει τα προηγούμενα καθεστώτα και τις πιθανές επιπτώσεις τους στη συμπεριφορά των φορολογουμένων. Ούτε είχαν συμπεριλάβει κανέναν προβληματισμό σχετικά με τους λόγους για τους οποίους τα μέτρα στο πλαίσιο των προηγούμενων καθεστώτων -ιδίως του άρθρου 55 παράγραφος 3 – ήταν ανεπαρκή ή ποια ήταν η πρόσθετη αξία του άρθρου 55 παράγραφος 5.
Επιπλέον, δεν υπήρχαν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι το Κοινοβούλιο είχε εξετάσει τον αντίκτυπο του άρθρου 55 παράγραφος 5 σχετικά με το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή και τον κίνδυνο κατάχρησης από το ευρύ κοινό της διεύθυνσης κατοικίας του οφειλέτη. Επίσης, δεν λήφθηκε υπόψη το χρησιμοποιούμενο μέσο, το Διαδίκτυο, για τη δημοσίευση των δεδομένων και της εμβέλειάς του. Οποιοσδήποτε και οπουδήποτε είχε πρόσβαση στο Διαδίκτυο είχε απεριόριστη πρόσβαση στο πληροφορίες για κάθε οφειλέτη φόρου που περιλαμβανόταν στον κατάλογο, με τον κίνδυνο αναδημοσίευσης ως λογική, πιθανή και προβλέψιμη συνέπεια. Τέλος, οι προβληματισμοί σχετικά με την προστασία των δεδομένων ήταν ελάχιστοι, αν όχι μηδαμινοί, κατά την προετοιμασία της νομοθετικής τροποποίησης του 2006.
Το Δικαστήριο δεν πείστηκε ότι οι λόγοι που επικαλέστηκε ο νομοθέτης στην υπόθεση θέσπισης του συστήματος δημοσίευσης του άρθρου 55 παρ. 5, αν και σχετικοί, ήταν αρκετοί για να αποδείξει ότι η καταγγελλόμενη παρέμβαση ήταν «αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία» και ότι οι αρχές είχαν επιτύχει δίκαιη ισορροπία μεταξύ των αντικρουόμενων, ατομικών και κοινωνικών, συμφερόντων που διακυβεύονταν.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του σεβασμού της ιδιωτικής ζωής (άρθρο 8).
Δίκαιη ικανοποίηση (Άρθρο 41)
Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η διαπίστωση παραβίασης ήταν από μόνη της επαρκής δίκαιη ικανοποίηση για ηθική βλάβη και επιδίκασε 20.000 ευρώ για έξοδα (επιμέλεια: echrcaselaw.com).