Υπόθεση C-78/21
Ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων – Εθνικό μέτρο το οποίο επιβάλλει σε πιστωτικό ίδρυμα την υποχρέωση διακοπής των επιχειρηματικών σχέσεων ή μη σύναψης τέτοιων σχέσεων με αλλοδαπούς – Περιορισμός – Άρθρο 65, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ – Δικαιολόγηση – Οδηγία (ΕΕ) 2015/849 – Πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας – Αναλογικότητα
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα) της 2ας Μαρτίου 2023 «Προδικαστική παραπομπή – Άρθρα 56 και 63 ΣΛΕΕ – Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών – Ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων – Εθνικό μέτρο το οποίο επιβάλλει σε πιστωτικό ίδρυμα την υποχρέωση διακοπής των επιχειρηματικών σχέσεων ή μη σύναψης τέτοιων σχέσεων με αλλοδαπούς – Περιορισμός – Άρθρο 65, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ – Δικαιολόγηση – Οδηγία (ΕΕ) 2015/849 – Πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας – Αναλογικότητα»
Στην υπόθεση C‑78/21,
με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Administratīvā apgabaltiesa (περιφερειακό διοικητικό δικαστήριο, Λεττονία) με απόφαση της 11ης Ιανουαρίου 2021, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο την 1η Φεβρουαρίου 2021, στο πλαίσιο της δίκης
AS «PrivatBank»,
A,
B,
Unimain Holdings LTD
κατά
Finanšu un kapitāla tirgus komisija,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),
συγκείμενο από τους A. Arabadjiev, πρόεδρο τμήματος, L. Bay Larsen, Αντιπρόεδρο του Δικαστηρίου, ασκούντα καθήκοντα δικαστή του πρώτου τμήματος, P. G. Xuereb, A. Kumin (εισηγητή) και I. Ziemele, δικαστές,
γενική εισαγγελέας: J. Kokott
γραμματέας: R. Stefanova‑Kamisheva, διοικητική υπάλληλος,
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 27ης Απριλίου 2022,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
– η AS «PrivatBank», εκπροσωπούμενη από την A. Medne, advokāte,
– οι A, B και Unimain Holdings LTD, εκπροσωπούμενοι από τον J. Loze, τον K. Loze και την L. Mence, advokāti,
– η Finanšu un kapitāla tirgus komisija, εκπροσωπούμενη από τις J. Pogiļdjakova, L. Skolmeistare και I. Skuja‑Ķirķe,
– η Λεττονική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις J. Davidoviča, K. Pommere και I. Romanovska,
– η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από τον F. Meloncelli, avvocato dello Stato,
– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους L. Malferrari, A. Sauka και T. Scharf,
αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 29ης Σεπτεμβρίου 2022,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 63, παράγραφος 1, και του άρθρου 65, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ, του παραρτήματος I της οδηγίας 88/361/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 24ης Ιουνίου 1988, για τη θέση σε εφαρμογή του άρθρου 67 της συνθήκης [ΕΚ] [(άρθρου που καταργήθηκε με τη Συνθήκη του Άμστερνταμ)] (ΕΕ 1988, L 178, σ. 5), και του άρθρου 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2015, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, και την κατάργηση της οδηγίας 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και της οδηγίας 2006/70/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ 2015, L 141, σ. 73).
2 Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, των AS «PrivatBank», A, B και Unimain Holdings LTD και, αφετέρου, της Finanšu un kapitāla tirgus komisija (επιτροπής χρηματοπιστωτικών αγορών και κεφαλαιαγορών, Λεττονία) (στο εξής: FKTK) σχετικά με τη νομιμότητα μιας κυρώσεως και διοικητικών μέτρων που επιβλήθηκαν από την τελευταία στην PrivatBank για την πρόληψη του κινδύνου εμπλοκής του εν λόγω πιστωτικού ιδρύματος στη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και στη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας.
Το νομικό πλαίσιο
Το δίκαιο της Ένωσης
Η οδηγία 88/361
3 Το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 88/361 προβλέπει τα εξής:
«Τα κράτη μέλη καταργούν τους περιορισμούς των κινήσεων κεφαλαίων που πραγματοποιούνται μεταξύ κατοίκων των κρατών μελών, με την επιφύλαξη των κατωτέρω διατάξεων. Για την ευχερέστερη εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, οι κινήσεις κεφαλαίων ταξινομούνται σύμφωνα με την ονοματολογία του παραρτήματος I.»
4 Το εισαγωγικό κείμενο του παραρτήματος I της ως άνω οδηγίας έχει ως εξής:
«Στην παρούσα ονοματολογία, οι κινήσεις κεφαλαίων ταξινομούνται με βάση την οικονομική φύση των απαιτήσεων και υποχρεώσεων, εκφρασμένες σε εθνικό νόμισμα ή σε ξένα νομίσματα, τις οποίες αφορούν.
Οι κινήσεις κεφαλαίων που απαριθμούνται στην παρούσα ονοματολογία νοούνται ότι καλύπτουν:
– το σύνολο των πράξεων που είναι αναγκαίες για την πραγματοποίηση των κινήσεων κεφαλαίων: ολοκλήρωση και εκτέλεση της συναλλαγής και των σχετικών μεταφορών. Η συναλλαγή πραγματοποιείται γενικά ανάμεσα σε κατοίκους διαφόρων κρατών μελών· συμβαίνει, πάντως, ορισμένες κινήσεις κεφαλαίων να πραγματοποιούνται από ένα μόνο άτομο για ίδιο λογαριασμό (περίπτωση, για παράδειγμα, μεταφορών περιουσιακών στοιχείων μεταναστών),
[…]
Η παρούσα ονοματολογία δεν περιορίζει την έννοια της κίνησης κεφαλαίων, εξ ού και η ύπαρξη του σημείου XIII ΣΤ “Άλλες κινήσεις κεφαλαίων: Διάφορα”. Δεν μπορεί λοιπόν να θεωρηθεί ότι περιορίζει το πεδίο εφαρμογής της αρχής της πλήρους ελευθέρωσης των κινήσεων κεφαλαίων όπως διατυπώνεται στο άρθρο 1 της παρούσας οδηγίας.»
5 Μεταξύ των κινήσεων κεφαλαίων που απαριθμούνται στο ως άνω παράρτημα I περιλαμβάνονται στο σημείο VI οι «πράξεις σε τρεχούμενους λογαριασμούς και καταθέσεις σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα» και στο σημείο VIII τα «χρηματοδοτικά δάνεια και πιστώσεις (μη συμπεριλαμβανομένων των κατηγοριών Ι, VII και ΧΙ)».
6 Τέλος, το ως άνω παράρτημα I ορίζει ειδικότερα, στο τιτλοφορούμενο «Επεξηγηματικές σημειώσεις» τμήμα του, ότι ως «[χ]ρηματοπιστωτικά ιδρύματα» νοούνται «οι τράπεζες, τα ταμιευτήρια και οι οργανισμοί που είναι ειδικευμένοι στη χορήγηση βραχυπρόθεσμων, μεσοπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων πιστώσεων καθώς και οι ασφαλιστικές εταιρείες, […] οι εταιρείες χορήγησης κατασκευαστικών δανείων, οι εταιρείες επενδύσεων και τα άλλα παρόμοια ιδρύματα», καθώς και ότι ως «[π]ιστωτικά ιδρύματα» νοούνται «οι τράπεζες, τα ταμιευτήρια και οι οργανισμοί που είναι ειδικευμένοι στη χορήγηση βραχυπρόθεσμων, μεσοπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων πιστώσεων».
Η οδηγία 2015/849
7 Η αιτιολογική σκέψη 1 της οδηγίας 2015/849 έχει ως εξής:
«Ροές παράνομου χρήματος μπορούν να βλάψουν την ακεραιότητα, τη σταθερότητα και το κύρος του χρηματοπιστωτικού τομέα και να απειλήσουν την εσωτερική αγορά της [Ευρωπαϊκής] Ένωσης, καθώς και τη διεθνή ανάπτυξη. Η νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες (ξέπλυμα χρήματος), η χρηματοδότηση της τρομοκρατίας και το οργανωμένο έγκλημα παραμένουν σημαντικά προβλήματα που πρέπει να αντιμετωπιστούν στο επίπεδο της Ένωσης. Εκτός από την περαιτέρω ανάπτυξη της προσέγγισης του ποινικού δικαίου σε επίπεδο ΕΕ, η στοχοθετημένη και αναλογική πρόληψη της χρήσης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας είναι απαραίτητη, μπορεί δε να έχει συμπληρωματικά αποτελέσματα.»
8 Το άρθρο 1, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας προβλέπει τα εξής:
«1. Η παρούσα οδηγία αποσκοπεί στην πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ένωσης για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας.
2. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και η χρηματοδότηση της τρομοκρατίας απαγορεύονται.»
9 Το άρθρο 5 της οδηγίας ορίζει τα εξής:
«Τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν ή να διατηρούν σε ισχύ αυστηρότερες διατάξεις στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, εντός των ορίων της νομοθεσίας της Ένωσης.»
10 Το άρθρο 8, παράγραφοι 1 και 3, της οδηγίας 2015/849 προβλέπει τα εξής:
«1. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι υπόχρεες οντότητες λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα προκειμένου να εντοπίζουν και να εκτιμούν τους κινδύνους νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας που διατρέχουν, λαμβάνοντας υπόψη παράγοντες κινδύνου, συμπεριλαμβανομένων αυτών που σχετίζονται με τους πελάτες τους, τις χώρες ή τις γεωγραφικές περιοχές, τα προϊόντα, τις υπηρεσίες, τις συναλλαγές ή τους [διαύλους] παροχής τραπεζικών υπηρεσιών. Τα μέτρα αυτά θα πρέπει να είναι ανάλογα προς τη φύση και το μέγεθος των υπόχρεων οντοτήτων.
[…]
3. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι υπόχρεες οντότητες διαθέτουν πολιτικές, ελέγχους και διαδικασίες ώστε να μετριάζουν και να διαχειρίζονται αποτελεσματικά τους κινδύνους νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας που εντοπίζονται σε επίπεδο Ένωσης, σε επίπεδο κρατών μελών καθώς και στο επίπεδο των υπόχρεων οντοτήτων. Οι εν λόγω πολιτικές, οι έλεγχοι και οι διαδικασίες είναι ανάλογες προς τη φύση και το μέγεθος των εν λόγω υπόχρεων οντοτήτων.»
11 Το άρθρο 11 της οδηγίας ορίζει τα εξής:
«Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι υπόχρεες οντότητες να εφαρμόζουν τα μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη στις εξής περιστάσεις:
[…]
β) όταν πραγματοποιούν περιστασιακή συναλλαγή που:
i) ανέρχεται σε ποσό ίσο ή μεγαλύτερο των 15 000 [ευρώ] είτε η συναλλαγή αυτή πραγματοποιείται με μία και μόνη πράξη είτε με περισσότερες της μιας πράξεις που φαίνεται να συνδέονται μεταξύ τους,
[…]».
12 Το άρθρο 13, παράγραφος 1, της οδηγίας ορίζει τα εξής:
«Τα μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη περιλαμβάνουν:
α) την εξακρίβωση και την επαλήθευση της ταυτότητας του πελάτη […]·
[…]
γ) την αξιολόγηση και, ανάλογα με την περίπτωση, τη συλλογή πληροφοριών για τον σκοπό και τη σκοπούμενη φύση της επιχειρηματικής σχέσης·
δ) την άσκηση συνεχούς εποπτείας όσον αφορά την επιχειρηματική σχέση, με ενδελεχή εξέταση των συναλλαγών που πραγματοποιούνται κατά τη διάρκεια αυτής της σχέσης, προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι οι συναλλαγές που διενεργούνται συνάδουν με τις γνώσεις της υπόχρεης οντότητας σχετικά με τον πελάτη, την επιχείρηση και το προφίλ του κινδύνου, και, εφόσον απαιτείται, σχετικά με την προέλευση των χρηματικών ποσών, καθώς και τη διασφάλιση της τήρησης ενημερωμένων εγγράφων, δεδομένων ή πληροφοριών.
[…]»
13 Το άρθρο 59, παράγραφοι 1, 2 και 4, της οδηγίας 2015/849 προβλέπει τα εξής:
«1. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι το παρόν άρθρο εφαρμόζεται τουλάχιστον σε περιπτώσεις σοβαρής, επαναλαμβανόμενης ή συστηματικής παράβασης –ή παράβασης που συνδυάζει τα ανωτέρω κριτήρια– των υπόχρεων οντοτήτων να συμμορφωθούν προς τις απαιτήσεις που ορίζονται:
α) στα άρθρα 10 έως 24 (δέουσα επιμέλεια ως προς τον πελάτη)·
[…]
2. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, στις περιπτώσεις της παραγράφου 1, οι διοικητικές κυρώσεις και μέτρα που μπορούν να εφαρμοστούν περιλαμβάνουν τουλάχιστον τα εξής:
[…]
γ) όταν υπόχρεη οντότητα υπόκειται σε χορήγηση άδειας λειτουργίας, ανάκληση ή αναστολή της άδειας·
[…]
4. Τα κράτη μέλη μπορούν να εξουσιοδοτήσουν τις αρμόδιες αρχές να επιβάλλουν επιπρόσθετα είδη διοικητικών κυρώσεων, πέραν όσων αναφέρονται στην παράγραφο 2 στοιχεία α) έως δ) ή να επιβάλλουν διοικητικές χρηματικές κυρώσεις ανώτερες αυτών που αναφέρονται στην παράγραφο 2 στοιχείο ε) και στην παράγραφο 3.»
Το λεττονικό δίκαιο
14 Ο Noziedzīgi iegūtu līdzekļu legalizācijas un terorisma un proliferācijas finansēšanas novēršanas likums (νόμος για την πρόληψη της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες καθώς και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και της διάδοσης των πυρηνικών όπλων), της 17ης Ιουλίου 2008 (Latvijas Vēstnesis, 2008, αριθ. 116, στο εξής: νόμος για την πρόληψη), τροποποιήθηκε με σκοπό, μεταξύ άλλων, την ενσωμάτωση της οδηγίας 2015/849 στη λεττονική έννομη τάξη.
15 Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι το άρθρο 5, το άρθρο 6, σημείο 13, και το άρθρο 7, παράγραφος 1, σημείο 3, του Finanšu un kapitāla tirgus komisijas likums (νόμου για την επιτροπή χρηματοπιστωτικών αγορών και κεφαλαιαγορών), της 1ης Ιουνίου 2000 (Latvijas Vēstnesis, 2000, αριθ. 230/232), το άρθρο 45, παράγραφος 1, σημείο 1, του νόμου για την πρόληψη, καθώς και το άρθρο 99.1 και το άρθρο 113, παράγραφος 1, σημείο 4, του Kredītiestāžu likums (νόμου για τα πιστωτικά ιδρύματα), της 5ης Οκτωβρίου 1995 (Latvijas Vēstnesis, 1995, αριθ. 163), όπως ίσχυαν κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, προέβλεπαν, κατ’ ουσίαν, ότι η FKTK παρακολουθεί και ελέγχει αν οι μετέχοντες στις χρηματοπιστωτικές αγορές και τις κεφαλαιαγορές συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις του νόμου για την πρόληψη και ότι έχει την εξουσία να επιβάλλει περιορισμούς επί των δικαιωμάτων και των δραστηριοτήτων πιστωτικού ιδρύματος, συμπεριλαμβανομένης της ολικής ή μερικής αναστολής των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, καθώς και περιορισμό όσον αφορά την εκπλήρωση υποχρεώσεων.
Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα
16 Η PrivatBank είναι πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο στη Λεττονία, του οποίου μέτοχοι είναι οι A και B, Κύπριοι υπήκοοι, και η Unimain Holdings, εταιρία εγκατεστημένη στην Κύπρο. Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι οι εν λόγω μέτοχοι είναι επίσης πελάτες της PrivatBank.
17 Η FKTK διενήργησε έλεγχο των δραστηριοτήτων της PrivatBank προκειμένου να εξακριβώσει αν το εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα τηρούσε τις ρυθμιστικές απαιτήσεις σχετικά με την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της καταπολέμησης της τρομοκρατίας και, μεταξύ άλλων, αν εκπλήρωνε τις υποχρεώσεις δέουσας επιμέλειας ως προς τους πελάτες της που συνδέονταν με μετόχους της και αν παρακολουθούσε τις συναλλαγές τους.
18 Κατά τον ως άνω έλεγχο, η FKTK διαπίστωσε ότι η PrivatBank δεν τηρούσε ορισμένες απαιτήσεις σχετικά με την πρόληψη της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, οι οποίες προβλέπονται, μεταξύ άλλων, στον νόμο για την πρόληψη. Συγκεκριμένα, κατά την FKTK, το σύστημα εσωτερικού ελέγχου της PrivatBank όσον αφορά τη δέουσα επιμέλεια ως προς τον πελάτη και την παρακολούθηση των συναλλαγών δεν ήταν ικανό να διασφαλίσει την εκ μέρους του εν λόγω πιστωτικού ιδρύματος αποτελεσματική διαχείριση των σχετικών κινδύνων. Ειδικότερα, η PrivatBank δημιούργησε ευνοϊκότερους όρους για μια μερίδα πελατών, των οποίων πραγματικοί δικαιούχοι είναι μέτοχοί της, όσον αφορά την παρακολούθηση των πράξεων των υφιστάμενων πελατών και την εγγραφή νέων πελατών.
19 Με απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2019, η FKTK επέβαλε στην PrivatBank πρόστιμο και πέραν αυτού, μεταξύ άλλων, διοικητικό μέτρο το οποίο συνίστατο, εν αναμονή της θέσης σε εφαρμογή ορισμένων προβλεπόμενων στην εν λόγω απόφαση μέτρων και της σχετικής έγκρισης της FKTK, στην απαγόρευση, από την έκδοση της εν λόγω απόφασης, σύναψης επιχειρηματικών σχέσεων καθώς και στην υποχρέωση άμεσης διακοπής των συναφθεισών μετά την έκδοση της ίδιας αποφάσεως επιχειρηματικών σχέσεων:
– με φυσικά πρόσωπα τα οποία δεν έχουν δεσμούς με τη Δημοκρατία της Λεττονίας και των οποίων η συνολική μηνιαία κίνηση πίστωσης υπερβαίνει τα 15 000 ευρώ·
– με νομικά πρόσωπα των οποίων η οικονομική δραστηριότητα δεν συνδέεται με τη Δημοκρατία της Λεττονίας και των οποίων η συνολική μηνιαία κίνηση πίστωσης υπερβαίνει τα 50 000 ευρώ·
– με νομικά πρόσωπα των οποίων οι πραγματικοί δικαιούχοι είναι μέτοχοι της PrivatBank και πρόσωπα τα οποία συνδέονται με τους εν λόγω μετόχους.
20 Πέραν τούτου, η PrivatBank υποχρεούτο να διασφαλίσει ότι η συνολική μηνιαία κίνηση πίστωσης των πελατών των οποίων οι πραγματικοί δικαιούχοι είναι μέτοχοι του εν λόγω πιστωτικού ιδρύματος ή πρόσωπα τα οποία συνδέονται με τους εν λόγω μετόχους, καθώς και των προσώπων που ανήκουν στον κύκλο πελατών οι οποίοι συνδέονται με τους ως άνω πελάτες, δεν θα υπερέβαινε τη μέση συνολική μηνιαία κίνηση πίστωσης του οικείου πελάτη για το έτος 2019, με βάση τα παρασχεθέντα από το πιστωτικό ίδρυμα στοιχεία.
21 Η PrivatBank άσκησε προσφυγή ενώπιον του Administratīvā apgabaltiesa (περιφερειακού διοικητικού δικαστηρίου, Λεττονία), το οποίο είναι το αιτούν δικαστήριο, με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως της 13ης Σεπτεμβρίου 2019 κατά το μέρος που αφορά τη διαπίστωση της παράβασης και την επιβολή του προστίμου. Από την πλευρά τους οι A, B και Unimain Holdings άσκησαν ενώπιον του εν λόγω δικαστηρίου προσφυγή με αίτημα την ακύρωση του προβλεπόμενου στην ίδια απόφαση διοικητικού μέτρου.
22 Με την προσφυγή τους, οι A, B και Unimain Holdings ισχυρίζονται ότι το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης διοικητικό μέτρο αντιβαίνει στα άρθρα 18 και 63 ΣΛΕΕ. Υποστηρίζουν ότι οι περιορισμοί των κινήσεων κεφαλαίων τους οποίους συνεπάγεται το εν λόγω μέτρο δεν συνδέονται με την άσκηση παράνομων δραστηριοτήτων ούτε και στηρίζονται στις ισχύουσες στην Ένωση διατάξεις σχετικά με την πρόληψη της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Οι εν λόγω περιορισμοί επιβλήθηκαν και παράγουν αποτελέσματα έναντι κάθε φυσικού και νομικού προσώπου, ακόμη και αν ενεργεί νομίμως. Επιπλέον, επιβάλλοντας στην PrivatBank την υποχρέωση να συνεργάζεται αποκλειστικώς με Λεττονούς υπηκόους και εμπορικές εταιρίες εγκατεστημένες στη Λεττονία, η FKTK την εξαναγκάζει να θεωρεί άνευ ετέρου όλα τα υπόλοιπα πρόσωπα, συμπεριλαμβανομένων των υπηκόων των κρατών μελών και των εγκατεστημένων στην Ένωση επιχειρήσεων, ως πρόσωπα δυνητικώς υψηλού κινδύνου.
23 Αμυνόμενη, η FKTK υποστηρίζει ότι το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης διοικητικό μέτρο δεν μπορεί να θεωρηθεί ως περιορισμός της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων, δεδομένου ότι εφαρμόζεται μόνο σε ένα συγκεκριμένο πιστωτικό ίδρυμα, εν προκειμένω στην PrivatBank, και αφορά αποκλειστικώς μια καθορισμένη κατηγορία πελατών. Επομένως, οι εν λόγω πελάτες μπορούν να καταθέτουν κεφάλαια σε οποιοδήποτε άλλο πιστωτικό ίδρυμα το οποίο έχει άδεια λειτουργίας στη Λεττονία. Το συγκεκριμένο διοικητικό μέτρο σκοπεί, μεταξύ άλλων, στην παύση των διαπραττόμενων από την PrivatBank παραβάσεων και την πρόληψη όλων των ενδεχόμενων μελλοντικών παραβάσεων όσον αφορά τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Εν πάση περιπτώσει, το εν λόγω διοικητικό μέτρο αποτελεί δικαιολογημένο και αναλογικό περιορισμό, κατά την έννοια του άρθρου 65, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ.
24 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Administratīvā apgabaltiesa (περιφερειακό διοικητικό δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«1) Μπορούν να θεωρηθούν ως κινήσεις κεφαλαίων, κατά την έννοια του άρθρου 63, παράγραφος 1, [ΣΛΕΕ], και τα χρηματοδοτικά δάνεια και πιστώσεις, καθώς και οι πράξεις σε τρεχούμενους λογαριασμούς και καταθέσεις σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα (συμπεριλαμβανομένων των τραπεζών), που μνημονεύονται στο παράρτημα I της οδηγίας [88/361];
2) Συνιστά ο περιορισμός (που δεν απορρέει ευθέως από τη νομοθεσία του κράτους μέλους), ο οποίος επιβάλλεται από την αρμόδια αρχή κράτους μέλους και βάσει του οποίου απαγορεύεται σε συγκεκριμένο πιστωτικό ίδρυμα η σύναψη επιχειρηματικών σχέσεων και επιβάλλεται υποχρέωση διακοπής των ήδη συναφθεισών τέτοιων σχέσεων με πρόσωπα τα οποία δεν είναι υπήκοοι της Δημοκρατίας της Λεττονίας, μέτρο επιβαλλόμενο από κράτος μέλος, κατά την έννοια του άρθρου 63, παράγραφος 1, [ΣΛΕΕ], το οποίο, αυτό καθεαυτό, συνεπάγεται περιορισμό της αρχής της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων μεταξύ κρατών μελών, η οποία κατοχυρώνεται στην εν λόγω διάταξη;
3) Δικαιολογείται ο περιορισμός της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων, την οποία εγγυάται το άρθρο 63, παράγραφος 1, [ΣΛΕΕ], από τον σκοπό της πρόληψης της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ένωσης για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, ο οποίος διατυπώνεται στο άρθρο 1 της οδηγίας [2015/849];
4) Είναι το μέσο που επιλέγει το κράτος μέλος –ήτοι η επιβολή σε συγκεκριμένο πιστωτικό ίδρυμα απαγόρευσης σύναψης επιχειρηματικών σχέσεων και υποχρέωσης διακοπής των ήδη συναφθεισών τέτοιων σχέσεων με πρόσωπα τα οποία δεν είναι υπήκοοι ορισμένου κράτους μέλους (της Δημοκρατίας της Λεττονίας)– πρόσφορο προς επίτευξη του σκοπού του άρθρου 1 της οδηγίας [2015/849] και, συνιστά, ως εκ τούτου, παρέκκλιση βάσει του άρθρου 65, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, [ΣΛΕΕ];»
Επί των προδικαστικών ερωτημάτων
Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος
25 Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν τα χρηματοδοτικά δάνεια και πιστώσεις, καθώς και οι πράξεις σε τρεχούμενους λογαριασμούς και καταθέσεις σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, και ειδικότερα σε πιστωτικά ιδρύματα, αποτελούν κινήσεις κεφαλαίων, κατά την έννοια του άρθρου 63, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.
26 Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, το άρθρο 63, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ απαγορεύει γενικώς τους περιορισμούς στις κινήσεις κεφαλαίων μεταξύ κρατών μελών, καθώς και μεταξύ κρατών μελών και τρίτων χωρών [απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2021, Finanzamt V (Κληρονομική διαδοχή – Μειωμένο αφορολόγητο ποσό και έκπτωση της νόμιμης μοίρας), C‑394/20, EU:C:2021:1044, σκέψη 28].
27 Δεδομένου ότι η Συνθήκη ΛΕΕ δεν περιέχει ορισμό των «κινήσεων κεφαλαίων», κατά την έννοια του άρθρου 63, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, το Δικαστήριο, προκειμένου να ορίσει την εν λόγω έννοια, έχει αναγνωρίσει ενδεικτική αξία στην ονοματολογία των κινήσεων κεφαλαίων που περιλαμβάνεται στο παράρτημα I της οδηγίας 88/361, λαμβανομένου υπόψη ότι, κατά το εισαγωγικό κείμενο του παραρτήματος αυτού, η εν λόγω ονοματολογία δεν έχει εξαντλητικό χαρακτήρα (αποφάσεις της 15ης Φεβρουαρίου 2017, X, C‑317/15, EU:C:2017:119, σκέψη 27 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 16ης Σεπτεμβρίου 2020, Romenergo και Aris Capital, C‑339/19, EU:C:2020:709, σκέψη 32).
28 Το ως άνω παράρτημα I αναφέρει στο σημείο του VI τις «πράξεις σε τρεχούμενους λογαριασμούς και καταθέσεις σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα» και στο σημείο του VIII τα «χρηματοπιστωτικά δάνεια και πιστώσεις». Εξάλλου, το ίδιο παράρτημα, στο τμήμα του που φέρει τον τίτλο «Επεξηγηματικές σημειώσεις», διευκρινίζει ότι ο όρος «χρηματοπιστωτικά ιδρύματα» περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τις τράπεζες.
29 Τέλος, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η δραστηριότητα της κατ’ επάγγελμα χορηγήσεως πιστώσεων υπάγεται επίσης και στην ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων (πρβλ. αποφάσεις της 3ης Οκτωβρίου 2006, Fidium Finanz, C‑452/04, EU:C:2006:631, σκέψη 43, και της 14ης Φεβρουαρίου 2019, Milivojević, C‑630/17, EU:C:2019:123, σκέψη 53 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
30 Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι τα χρηματοδοτικά δάνεια και πιστώσεις, καθώς και οι πράξεις σε τρεχούμενους λογαριασμούς και καταθέσεις σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, και ειδικότερα σε πιστωτικά ιδρύματα, αποτελούν κινήσεις κεφαλαίων, κατά την έννοια του άρθρου 63, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.
Επί του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος
Προκαταρκτικές παρατηρήσεις
31 Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν διοικητικό μέτρο με το οποίο η αρμόδια εθνική αρχή επιβάλλει σε πιστωτικό ίδρυμα, αφενός, την απαγόρευση να συνάπτει επιχειρηματικές σχέσεις με πρόσωπα τα οποία δεν είναι Λεττονοί υπήκοοι και, αφετέρου, την υποχρέωση διακοπής των ήδη συναφθεισών επιχειρηματικών σχέσεων με τέτοια πρόσωπα συνιστά περιορισμό κατά την έννοια του άρθρου 63, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.
32 Πρώτον, επισημαίνεται ότι στις 10 Μαρτίου 2022, απαντώντας σε αίτηση του Δικαστηρίου για παροχή διευκρινίσεων, το αιτούν δικαστήριο διευκρίνισε ότι ο προσδιορισμός των προσώπων με τα οποία η PrivatBank δεν μπορεί να συνάπτει ή να διατηρεί επιχειρηματικές σχέσεις βάσει του επίμαχου στην υπόθεση της κύριας δίκης διοικητικού μέτρου στηρίζεται, αφενός, στο κριτήριο των δεσμών που διατηρούν φυσικά και νομικά πρόσωπα με τη Λεττονία και, αφετέρου, στο κριτήριο του συνολικού μηνιαίου ποσού της κίνησης πίστωσης. Ως εκ τούτου, το εν λόγω μέτρο δεν επηρεάζει κατ’ ανάγκην αποκλειστικά τις σχέσεις μεταξύ του εν λόγω πιστωτικού ιδρύματος και των φυσικών προσώπων τα οποία δεν έχουν τη λεττονική ιθαγένεια.
33 Δεύτερον, στο πλαίσιο του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος, το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να διευκρινίσει αν μέτρο το οποίο δεν απορρέει ευθέως από την εθνική νομοθεσία, αλλά επιβλήθηκε από αρμόδια αρχή κράτους μέλους, όπως είναι η FKTK, συνιστά «μέτρο επιβαλλόμενο από κράτος μέλος, κατά την έννοια του άρθρου 63, παράγραφος 1, [ΣΛΕΕ], το οποίο, αυτό καθεαυτό, συνεπάγεται περιορισμό της αρχής της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων μεταξύ κρατών μελών».
34 Συναφώς, υπενθυμίζεται, αφενός, ότι εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εκτιμήσει τη συμβατότητα ενός τέτοιου διοικητικού μέτρου με τις εθνικές διατάξεις υπέρτερης τυπικής ισχύος. Αφετέρου, όπως υποστηρίζει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή με τις γραπτές παρατηρήσεις της, το άρθρο 63, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ σκοπεί στην εξάλειψη, μεταξύ άλλων, των διοικητικών εμποδίων που μπορούν να αποτελέσουν πρόσκομμα στην ελεύθερη κυκλοφορία των κινήσεων κεφαλαίων μεταξύ των κρατών μελών (πρβλ. απόφαση της 27ης Οκτωβρίου 2005, Τράπεζα της Ελλάδος, C‑329/03, EU:C:2005:645, σκέψη 25 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Ως εκ τούτου, διοικητικό μέτρο το οποίο περιλαμβάνεται σε εποπτική απόφαση, εκδοθείσα από δημόσια αρχή όπως είναι η FKTK, μπορεί να συνιστά περιορισμό κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης.
35 Τρίτον, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, το Δικαστήριο, προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στο δικαστήριο που έχει υποβάλει προδικαστικό ερώτημα, μπορεί να χρειαστεί να λάβει υπόψη του κανόνες του δικαίου της Ένωσης στους οποίους το εθνικό δικαστήριο δεν αναφέρθηκε διατυπώνοντας το ερώτημά του [απόφαση της 2ας Σεπτεμβρίου 2021, LG και MH (Αυτονομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες), C‑790/19, EU:C:2021:661, σκέψη 43 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
36 Εν προκειμένω, οι διάδικοι της κύριας δίκης, η Ιταλική και η Λεττονική Κυβέρνηση καθώς και η Επιτροπή υποστήριξαν, με τις γραπτές ή προφορικές παρατηρήσεις τους, ότι το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης διοικητικό μέτρο μπορούσε να εξεταστεί όχι μόνον υπό το πρίσμα της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 63, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, αλλά επίσης και υπό το πρίσμα της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 56 ΣΛΕΕ.
37 Συναφώς, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η δραστηριότητα ενός πιστωτικού ιδρύματος που συνίσταται στη χορήγηση πιστώσεων συνιστά υπηρεσία κατά την έννοια του άρθρου 56 ΣΛΕΕ (απόφαση της 14ης Φεβρουαρίου 2019, Milivojević, C‑630/17, EU:C:2019:123, σκέψη 58 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
38 Ως εκ τούτου, λαμβανομένης επίσης υπόψη και της μνημονευόμενης στη σκέψη 29 της παρούσας απόφασης νομολογίας, πράξεις κατ’ επάγγελμα χορηγήσεως πιστώσεων υπάγονται, κατ’ αρχήν, τόσο στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, κατά την έννοια των άρθρων 56 ΣΛΕΕ επ., όσο και στην ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων, κατά την έννοια των άρθρων 63 ΣΛΕΕ επ. (πρβλ. απόφαση της 14ης Φεβρουαρίου 2019, Milivojević, C‑630/17, EU:C:2019:123, σκέψη 53 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
39 Σε περίπτωση κατά την οποία συγκεκριμένο εθνικό μέτρο αφορά ταυτοχρόνως την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών και την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων, πρέπει να εξεταστεί σε ποιο βαθμό επηρεάζεται η άσκηση των θεμελιωδών αυτών ελευθεριών και αν, υπό τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως, μία εξ αυτών υπερισχύει της άλλης. Το Δικαστήριο εξετάζει το επίμαχο μέτρο, κατ’ αρχήν, υπό το φως μίας και μόνον από τις δύο αυτές θεμελιώδεις ελευθερίες αν προκύπτει ότι, υπό τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως, η μία εξ αυτών είναι εντελώς δευτερεύουσα σε σχέση με την άλλη και μπορεί να προσαρτηθεί σε αυτήν (απόφαση της 14ης Φεβρουαρίου 2019, Milivojević, C‑630/17, EU:C:2019:123, σκέψη 54 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
40 Εν προκειμένω, προκύπτει ότι, όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας στα σημεία 44 και 45 των προτάσεών της, το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης διοικητικό μέτρο αφορά εξίσου τόσο τη χρήση των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών της PrivatBank όσο και τη ροή κεφαλαίων αφ’ εαυτής.
41 Συγκεκριμένα, πρώτον, το ως άνω διοικητικό μέτρο, στηριζόμενο μεταξύ άλλων στο κριτήριο του συνολικού μηνιαίου ποσού της κίνησης πίστωσης, επηρεάζει άμεσα τις κινήσεις κεφαλαίων, ανεξαρτήτως του αν ο συγκεκριμένος πελάτης κάνει ή δεν κάνει χρήση των συμβουλευτικών υπηρεσιών που παρέχει η PrivatBank. Δεύτερον, ένα διοικητικό μέτρο το οποίο απαγορεύει τη σύναψη επιχειρηματικών σχέσεων και επιβάλλει υποχρέωση διακοπής των ήδη συναφθεισών επιχειρηματικών σχέσεων με ορισμένους πελάτες επηρεάζει την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών του συγκεκριμένου πιστωτικού ιδρύματος.
42 Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να αναδιατυπωθεί και να γίνει δεκτό ότι με αυτό το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 56, πρώτο εδάφιο, και το άρθρο 63, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι διοικητικό μέτρο με το οποίο η αρμόδια αρχή κράτους μέλους, αφενός, απαγορεύει σε πιστωτικό ίδρυμα να συνάπτει επιχειρηματικές σχέσεις με οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο δεν έχει δεσμούς με το κράτος μέλος εγκατάστασης του ιδρύματος και του οποίου η συνολική μηνιαία κίνηση πίστωσης υπερβαίνει ορισμένο ποσό και, αφετέρου, επιβάλλει στο πιστωτικό ίδρυμα την υποχρέωση διακοπής τέτοιων επιχειρηματικών σχέσεων, εφόσον αυτές συνήφθησαν μετά τη θέσπιση του μέτρου, συνιστά περιορισμό της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, κατά την έννοια της πρώτης εκ των ανωτέρω διατάξεων, καθώς και περιορισμό των κινήσεων κεφαλαίων, κατά την έννοια της δεύτερης εκ των ανωτέρω διατάξεων.
Επί της ύπαρξης περιορισμού της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών και της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων
43 Πρώτον, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 56 ΣΛΕΕ απαγορεύει την εφαρμογή οποιασδήποτε εθνικής ρυθμίσεως που έχει ως αποτέλεσμα να καθίσταται η παροχή υπηρεσιών μεταξύ κρατών μελών δυσχερέστερη απ’ ό,τι η παροχή υπηρεσιών που πραγματοποιείται αποκλειστικώς στο εσωτερικό ενός κράτους μέλους. Πράγματι, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, το άρθρο 56 ΣΛΕΕ απαιτεί την κατάργηση κάθε περιορισμού της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών ο οποίος επιβάλλεται λόγω του ότι ο παρέχων είναι εγκατεστημένος σε κράτος μέλος διαφορετικό από εκείνο στο οποίο παρέχεται η υπηρεσία (απόφαση της 22ας Νοεμβρίου 2018, Vorarlberger Landes‑ und Hypothekenbank, C‑625/17, EU:C:2018:939, σκέψη 28 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
44 Συνιστούν περιορισμούς της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών τα εθνικά μέτρα που απαγορεύουν, παρακωλύουν ή καθιστούν λιγότερο ελκυστική την άσκηση της ελευθερίας αυτής (απόφαση της 22ας Νοεμβρίου 2018, Vorarlberger Landes‑ und Hypothekenbank, C‑625/17, EU:C:2018:939, σκέψη 29 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
45 Επιπλέον, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, το άρθρο 56 ΣΛΕΕ παρέχει δικαιώματα όχι μόνο στον ίδιο τον παρέχοντα υπηρεσίες αλλά και στον αποδέκτη των εν λόγω υπηρεσιών (απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2020, Anton van Zantbeek, C‑725/18, EU:C:2020:54, σκέψη 24 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
46 Εν προκειμένω, από τη δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο προκύπτει ότι το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης διοικητικό μέτρο παρακωλύει τη δυνατότητα της PrivatBank να παρέχει, για ποσά υψηλότερα από τα προβλεπόμενα σε αυτό, ορισμένες τραπεζικές υπηρεσίες, σχετικές για παράδειγμα με την παροχή πιστώσεων ή την αποδοχή κεφαλαίων, σε φυσικά πρόσωπα τα οποία δεν έχουν δεσμούς με τη Λεττονία ή σε νομικά πρόσωπα χωρίς συνδεόμενη με το εν λόγω κράτος μέλος οικονομική δραστηριότητα. Το εν λόγω μέτρο μπορεί επομένως να καταστήσει την παροχή υπηρεσιών μεταξύ κρατών μελών δυσχερέστερη από ό,τι την παροχή υπηρεσιών που πραγματοποιείται αποκλειστικώς στο εσωτερικό της Δημοκρατίας της Λεττονίας.
47 Ως εκ τούτου, κατ’ εφαρμογήν της νομολογίας που μνημονεύεται στις σκέψεις 43 έως 45 της παρούσας αποφάσεως, ένα διοικητικό μέτρο όπως το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης συνιστά περιορισμό της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, ο οποίος απαγορεύεται, κατ’ αρχήν, από το άρθρο 56, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.
48 Δεύτερον, από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η έννοια του «περιορισμού» κατά το άρθρο 63 ΣΛΕΕ καλύπτει, εν γένει, κάθε εμπόδιο στις κινήσεις κεφαλαίων που πραγματοποιούνται τόσο μεταξύ κρατών μελών όσο και μεταξύ κρατών μελών και τρίτων χωρών (απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2021, ECOTEX BULGARIA, C‑544/19, EU:C:2021:803, σκέψη 62 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
49 Ειδικότερα, η έννοια αυτή περιλαμβάνει τα κρατικά μέτρα τα οποία συνεπάγονται δυσμενείς διακρίσεις κατά το μέρος που εισάγουν, αμέσως ή εμμέσως, διαφορετική μεταχείριση μεταξύ των εθνικών κινήσεων κεφαλαίων και των διασυνοριακών κινήσεων κεφαλαίων, η οποία δεν αντικατοπτρίζει αντικειμενική διαφορά καταστάσεων, και τα οποία είναι, ως εκ τούτου, ικανά να αποτρέψουν τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα άλλων κρατών μελών ή τρίτων χωρών από την πραγματοποίηση διασυνοριακών κινήσεων κεφαλαίων [απόφαση της 18ης Ιουνίου 2020, Επιτροπή κατά Ουγγαρίας (Διαφάνεια των οργανώσεων), C‑78/18, EU:C:2020:476, σκέψη 53 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
50 Εν προκειμένω, όπως επισήμανε και η γενική εισαγγελέας στο σημείο 47 των προτάσεών της, το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης διοικητικό μέτρο, το οποίο επιβάλλει στην PrivatBank την υποχρέωση διακοπής των επιχειρηματικών σχέσεών της με οποιοδήποτε φυσικό πρόσωπο το οποίο δεν έχει δεσμούς με τη Λεττονία και με οποιοδήποτε νομικό πρόσωπο του οποίου η οικονομική δραστηριότητα δεν συνδέεται με το εν λόγω κράτος μέλος και το οποίο της απαγορεύει να συνάπτει τέτοιες σχέσεις, αποτελεί έμμεση διάκριση λόγω ιθαγένειας.
51 Πράγματι, μολονότι ένα τέτοιο διοικητικό μέτρο, το οποίο αφορά απλώς το κριτήριο των δεσμών με τη Λεττονία, δεν παραπέμπει ευθέως στην ιθαγένεια των ενδιαφερόμενων προσώπων, είναι εντούτοις ικανό να επηρεάζει περισσότερο τους υπηκόους άλλου κράτους μέλους, πλην της Δημοκρατίας της Λεττονίας, και τις εταιρίες που είναι εγκατεστημένες σε ένα τέτοιο κράτος μέλος, καθόσον τα εν λόγω πρόσωπα έχουν σαφώς μικρότερη πιθανότητα να έχουν δεσμούς με τη Δημοκρατία της Λεττονίας απ’ ό,τι οι Λεττονοί υπήκοοι ή οι εταιρίες που είναι εγκατεστημένες στη Λεττονία.
52 Τρίτον, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Λεττονική Κυβέρνηση με τις γραπτές παρατηρήσεις της, το γεγονός ότι οι πελάτες οι οποίοι είναι δυνατόν να επηρεαστούν από το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης διοικητικό μέτρο παραμένουν ελεύθεροι να ανοίξουν λογαριασμό και να καταθέτουν κεφάλαια σε οποιοδήποτε άλλο πιστωτικό ίδρυμα που έχει άδεια λειτουργίας στη Λεττονία –δεδομένου ότι το εν λόγω μέτρο εφαρμόζεται μόνο στην PrivatBank– ή ακόμη το γεγονός ότι το μέτρο αυτό έχει μόνον προσωρινή εφαρμογή δεν μπορεί να αναιρέσει τον περιοριστικό χαρακτήρα του.
53 Συναφώς, αφενός, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, ακόμη και ένας μικρής εκτάσεως ή ήσσονος σημασίας περιορισμός θεμελιώδους ελευθερίας απαγορεύεται, κατ’ αρχήν, από τη Συνθήκη ΛΕΕ (απόφαση της 22ας Σεπτεμβρίου 2022, Admiral Gaming Network κ.λπ., C‑475/20 έως C‑482/20, EU:C:2022:71, σκέψη 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
54 Αφετέρου, όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 53 των προτάσεών της, το γεγονός ότι ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο μπορεί να αποφασίζει ελεύθερα με ποιο πιστωτικό ίδρυμα επιθυμεί να συνάψει επιχειρηματική σχέση προκειμένου, παραδείγματος χάριν, να εξασφαλίσει ορισμένους ευνοϊκούς όρους ή ορισμένα προϊόντα αποτελεί εγγενές στοιχείο της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών και της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων.
55 Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 56, πρώτο εδάφιο, και το άρθρο 63, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι διοικητικό μέτρο με το οποίο η αρμόδια αρχή κράτους μέλους, αφενός, απαγορεύει σε πιστωτικό ίδρυμα να συνάπτει επιχειρηματικές σχέσεις με οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο δεν έχει δεσμούς με το κράτος μέλος εγκατάστασης του ιδρύματος και του οποίου η συνολική μηνιαία κίνηση πίστωσης υπερβαίνει ορισμένο ποσό και, αφετέρου, επιβάλλει στο πιστωτικό ίδρυμα την υποχρέωση διακοπής τέτοιων επιχειρηματικών σχέσεων, εφόσον αυτές συνήφθησαν μετά τη θέσπιση του μέτρου, συνιστά περιορισμό της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, κατά την έννοια της πρώτης εκ των ανωτέρω διατάξεων, καθώς και περιορισμό των κινήσεων κεφαλαίων, κατά την έννοια της δεύτερης εκ των ανωτέρω διατάξεων.
Επί του τρίτου και του τέταρτου προδικαστικού ερωτήματος
56 Με το τρίτο και το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν περιορισμός της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών και της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων ο οποίος επιβάλλεται με διοικητικό μέτρο με το οποίο η αρμόδια αρχή κράτους μέλους, αφενός, απαγορεύει σε πιστωτικό ίδρυμα να συνάπτει επιχειρηματικές σχέσεις με οποιοδήποτε φυσικό πρόσωπο το οποίο δεν έχει δεσμούς με το κράτος μέλος εγκατάστασης του ιδρύματος και του οποίου η συνολική μηνιαία κίνηση πίστωσης υπερβαίνει το ποσό των 15 000 ευρώ ή με οποιοδήποτε νομικό πρόσωπο του οποίου η οικονομική δραστηριότητα δεν συνδέεται με το εν λόγω κράτος μέλος και του οποίου η συνολική μηνιαία κίνηση πίστωσης υπερβαίνει το ποσό των 50 000 ευρώ και, αφετέρου, επιβάλλει στο πιστωτικό ίδρυμα την υποχρέωση διακοπής τέτοιων επιχειρηματικών σχέσεων, εφόσον αυτές συνήφθησαν μετά τη θέσπιση του εν λόγω μέτρου, μπορεί να δικαιολογηθεί από τον σκοπό που συνίσταται στην πρόληψη της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, ο οποίος διατυπώνεται στο άρθρο 1 της οδηγίας 2015/849, και αν, ενδεχομένως, το εν λόγω μέτρο καλύπτεται από το άρθρο 65, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ.
Επί της ύπαρξης δικαιολογητικού λόγου
57 Πρώτον, η ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, μπορεί να περιοριστεί με κρατικό μέτρο μόνον αν αυτό δικαιολογείται από έναν από τους λόγους του άρθρου 65 ΣΛΕΕ ή από επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος κατά την έννοια της νομολογίας του Δικαστηρίου, εφόσον δεν υφίσταται μέτρο εναρμόνισης στο επίπεδο της Ένωσης το οποίο να διασφαλίζει την προστασία των ως άνω συμφερόντων (πρβλ. απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2021, ECOTEX BULGARIA, C‑544/19, EU:C:2021:803, σκέψη 67 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
58 Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης διοικητικό μέτρο θεσπίστηκε προκειμένου, πρώτον, να παύσουν οι εκ μέρους της PrivatBank παραβάσεις των νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων όσον αφορά την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και, δεύτερον, να προληφθεί η επανάληψη τέτοιων παραβάσεων στο μέλλον από το ίδιο πιστωτικό ίδρυμα, δεδομένου ότι αυτές μπορούν να έχουν ως συνέπεια όχι μόνον την εμπλοκή της ίδιας της PrivatBank στη νομιμοποίηση ή στην απόπειρα νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και στην καταστρατήγηση ή παραβίαση διεθνών κυρώσεων, αλλά και την έκθεση, μέσω τέτοιων παραβάσεων, του εθνικού χρηματοπιστωτικού τομέα στο σύνολό του σε σημαντικούς κινδύνους για το κύρος του.
59 Συναφώς, κατ’ αρχάς, το άρθρο 65, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ ορίζει ότι οι διατάξεις του άρθρου 63 ΣΛΕΕ δεν θίγουν το δικαίωμα των κρατών μελών να λαμβάνουν, συγκεκριμένα, όλα τα απαραίτητα μέτρα για την αποφυγή παραβάσεων των εθνικών νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων, ιδίως στον τομέα της προληπτικής εποπτείας των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων ή να λαμβάνουν μέτρα υπαγορευμένα από λόγους δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφάλειας.
60 Το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι το οικείο μέτρο, προκειμένου να μπορεί να θεωρηθεί ως «απαραίτητο μέτρο», κατά την έννοια του άρθρου 65, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ, πρέπει να έχει ως συγκεκριμένο αντικείμενο την αποφυγή των παραβάσεων των εθνικών νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων στον τομέα της προληπτικής εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων (πρβλ. απόφαση της 7ης Ιουνίου 2012, VBV – Vorsorgekasse, C‑39/11, EU:C:2012:327, σκέψη 30).
61 Περαιτέρω, το Δικαστήριο έχει δεχτεί ότι η καταπολέμηση της νομιμοποιήσεως εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, η οποία άπτεται του σκοπού της προστασίας της δημοσίας τάξεως, συνιστά θεμιτό σκοπό ικανό να δικαιολογήσει εμπόδιο στις κατοχυρούμενες από τη Συνθήκη θεμελιώδεις ελευθερίες (απόφαση της 31ης Μαΐου 2018, Zheng, C‑190/17, EU:C:2018:357, σκέψη 38 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
62 Κατά πάγια νομολογία, οι λόγοι που συνδέονται με τη δημόσια τάξη μπορούν να προβάλλονται μόνο σε περίπτωση πραγματικής και αρκούντως σοβαρής απειλής, θίγουσας θεμελιώδες συμφέρον της κοινωνίας, και δεν μπορούν, επιπροσθέτως, να εξυπηρετούν αμιγώς οικονομικούς σκοπούς (πρβλ. απόφαση της 16ης Σεπτεμβρίου 2020, Romenergo και Aris Capital, C‑339/19, EU:C:2020:709, σκέψη 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
63 Τέλος, όπως έχει επισημάνει το Δικαστήριο, ο νομοθέτης της Ένωσης προέβη μόνο σε μερική εναρμόνιση των μέτρων για την καταπολέμηση της νομιμοποιήσεως εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδοτήσεως της τρομοκρατίας, με αποτέλεσμα τα κράτη μέλη να διατηρούν το δικαίωμα να επικαλούνται την καταπολέμηση της νομιμοποιήσεως εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδοτήσεως της τρομοκρατίας προς δικαιολόγηση των εθνικών διατάξεων που περιορίζουν την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων, ως λόγους συνδεόμενους με τη δημόσια τάξη [απόφαση της 18ης Ιουνίου 2020, Επιτροπή κατά Ουγγαρίας (Διαφάνεια των οργανώσεων), C‑78/18, EU:C:2020:476, σκέψη 89].
64 Συναφώς, υπενθυμίζεται, αφενός, ότι η οδηγία 2015/849 προβαίνει απλώς σε ελάχιστη εναρμόνιση, δεδομένου ότι το άρθρο της 5 επιτρέπει στα κράτη μέλη να θεσπίζουν ή να διατηρούν σε ισχύ αυστηρότερες διατάξεις, καθόσον οι διατάξεις αυτές αποσκοπούν στην ενίσχυση της καταπολεμήσεως της νομιμοποιήσεως εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδοτήσεως της τρομοκρατίας, εντός των ορίων του δικαίου της Ένωσης (απόφαση της 17ης Νοεμβρίου 2022, Rodl & Partner, C‑562/20, EU:C:2022:883, σκέψη 46).
65 Αφετέρου, κατά το άρθρο 59, παράγραφος 4, της ως άνω οδηγίας, τα κράτη μέλη μπορούν να εξουσιοδοτήσουν τις αρμόδιες αρχές να επιβάλλουν επιπρόσθετα είδη διοικητικών κυρώσεων, πέραν όσων αναφέρονται στο εν λόγω άρθρο, ή να επιβάλλουν διοικητικές χρηματικές κυρώσεις ποσού υψηλότερου από το μνημονευόμενο στο άρθρο αυτό.
66 Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, ο θεσπισθείς με διοικητικό μέτρο περιορισμός της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων μπορεί να δικαιολογηθεί, αφενός, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 65, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ, εφόσον το εν λόγω μέτρο είναι απαραίτητο για την αποφυγή παραβάσεων των εθνικών νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων, ιδίως στον τομέα της προληπτικής εποπτείας των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Αφετέρου, ένας τέτοιος περιορισμός μπορεί επίσης να δικαιολογηθεί από την ανάγκη πρόληψης και καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.
67 Λαμβανομένων δε υπόψη των σκοπών που επιδιώκονται με το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης διοικητικό μέτρο, σκοπών οι οποίοι μνημονεύονται στη σκέψη 58 της παρούσας αποφάσεως, το μέτρο αυτό πληροί τις διαλαμβανόμενες στην προηγούμενη σκέψη προϋποθέσεις, όπερ εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.
68 Δεύτερον, αρκεί η επισήμανση ότι το Δικαστήριο έχει δεχτεί ότι η καταπολέμηση της νομιμοποιήσεως εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, η οποία άπτεται του σκοπού της προστασίας της δημοσίας τάξεως, συνιστά θεμιτό σκοπό ικανό να δικαιολογήσει και εμπόδιο στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών (απόφαση της 25ης Απριλίου 2013, Jyske Bank Gibraltar, C‑212/11, EU:C:2013:270, σκέψη 64).
69 Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι, υπό την επιφύλαξη των εξακριβώσεων στις οποίες οφείλει να προβεί το αιτούν δικαστήριο, το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης διοικητικό μέτρο μπορεί να δικαιολογηθεί τόσο από τον θεμιτό σκοπό που έγκειται στην πρόληψη και την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας όσο και με βάση το άρθρο 65, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ, δεδομένου ότι με το εν λόγω μέτρο επιδιώκεται ένας από τους σκοπούς στους οποίους αναφέρεται η τελευταία αυτή διάταξη.
70 Πάντως, το εν λόγω διοικητικό μέτρο πρέπει επίσης, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, να είναι σύμφωνο με την αρχή της αναλογικότητας, όπερ προϋποθέτει ότι είναι κατάλληλο να διασφαλίσει, κατά τρόπο συνεπή και συστηματικό, την επίτευξη των επιδιωκόμενων σκοπών και ότι δεν βαίνει πέραν του μέτρου που είναι αναγκαίο για την επίτευξη των σκοπών αυτών [απόφαση της 18ης Ιουνίου 2020, Επιτροπή κατά Ουγγαρίας (Διαφάνεια των οργανώσεων), C‑78/18, EU:C:2020:476, σκέψη 76 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
71 Μολονότι εναπόκειται, εν τέλει, στο εθνικό δικαστήριο, που είναι αποκλειστικώς αρμόδιο να εκτιμήσει τα πραγματικά περιστατικά και να ερμηνεύσει την εθνική νομοθεσία, να κρίνει κατά πόσον οι απαιτήσεις αυτές πληρούνται εν προκειμένω, το Δικαστήριο, στο πλαίσιο προδικαστικής παραπομπής, είναι αρμόδιο να παράσχει στο αιτούν δικαστήριο, με βάση τη δικογραφία της υπόθεσης της κύριας δίκης και τις γραπτές και προφορικές παρατηρήσεις που του έχουν υποβληθεί, χρήσιμα στοιχεία ώστε αυτό να είναι σε θέση να αποφανθεί επί της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί (απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2021, ECOTEX BULGARIA, C‑544/19, EU:C:2021:803, σκέψη 72 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
Επί της τήρησης της αρχής της αναλογικότητας
72 Όσον αφορά, πρώτον, το ζήτημα αν το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης διοικητικό μέτρο είναι κατάλληλο να διασφαλίσει την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, εθνικό μέτρο είναι κατάλληλο προς επίτευξη του σκοπού του οποίου γίνεται επίκληση μόνον εφόσον υπηρετεί πράγματι τον σκοπό αυτό κατά τρόπο συνεπή και συστηματικό (πρβλ. απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2021, ECOTEX BULGARIA, C‑544/19, EU:C:2021:803, σκέψη 73 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
73 Εξάλλου, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι, σε περίπτωση που ο σκοπός εθνικού μέτρου είναι η πρόληψη της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, το εν λόγω μέτρο πρέπει να θεωρείται ως πρόσφορο να διασφαλίσει την επίτευξη του προβαλλόμενου σκοπού πρόληψης αν συμβάλλει στον περιορισμό του κινδύνου νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας (πρβλ. απόφαση της 10ης Μαρτίου 2016, Safe Interenvíos, C‑235/14, EU:C:2016:154, σκέψη 104).
74 Εν προκειμένω, από τη δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο προκύπτει ότι το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης διοικητικό μέτρο θεσπίστηκε, ειδικότερα, λόγω της εκ μέρους της PrivatBank παράβασης ορισμένων απαιτήσεων όσον αφορά την πρόληψη της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, οι οποίες προβλέπονται στην εθνική νομοθεσία. Πιο συγκεκριμένα, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 18 της παρούσας απόφασης και όπως παρατήρησαν η FKTK και η Λεττονική Κυβέρνηση κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το σύστημα εσωτερικού ελέγχου της PrivatBank όσον αφορά τη δέουσα επιμέλεια ως προς τον πελάτη και την παρακολούθηση των συναλλαγών κρίθηκε μη ικανό να διασφαλίσει την εκ μέρους του εν λόγω πιστωτικού ιδρύματος αποτελεσματική διαχείριση των σχετικών κινδύνων. Ειδικότερα, λόγω του ότι η PrivatBank δεν έχει τη δυνατότητα να συλλέγει πληροφορίες όσον αφορά τους πελάτες της, της είναι αδύνατον να τους γνωρίζει και, κατά συνέπεια, να συμμορφώνεται προς τις υποχρεώσεις που υπέχει όσον αφορά τη δέουσα επιμέλεια.
75 Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι οι διατάξεις της οδηγίας 2015/849, οι οποίες έχουν προληπτικό χαρακτήρα, αποβλέπουν στη θέση σε εφαρμογή, σύμφωνα με μια προσέγγιση που βασίζεται στον κίνδυνο, ενός συνόλου προληπτικών και αποτρεπτικών μέτρων για την αποτελεσματική καταπολέμηση της νομιμοποιήσεως εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδοτήσεως της τρομοκρατίας, προκειμένου να αποτραπεί, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 1 της εν λόγω οδηγίας, το ενδεχόμενο ροές παράνομου χρήματος να βλάψουν την ακεραιότητα, τη σταθερότητα και το κύρος του χρηματοπιστωτικού τομέα της Ένωσης και να απειλήσουν την εσωτερική αγορά της, καθώς και τη διεθνή ανάπτυξη (απόφαση της 17ης Νοεμβρίου 2022, Rodl & Partner, C‑562/20, EU:C:2022:883, σκέψη 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
76 Μεταξύ των προληπτικών και αποτρεπτικών αυτών μέτρων που καθιστούν δυνατή την αποτελεσματική καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας συγκαταλέγονται και τα μνημονευόμενα στο άρθρο 8, παράγραφοι 1 και 3, και στο άρθρο 11 της οδηγίας 2015/849, τα οποία επιβάλλουν στις υπόχρεες οντότητες υποχρεώσεις όσον αφορά τον εντοπισμό και τη διαχείριση των κινδύνων νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας που σχετίζονται με τους πελάτες τους και την εξακρίβωση της ταυτότητας των τελευταίων στο πλαίσιο της λήψης μέτρων δέουσας επιμέλειας.
77 Οι υπόχρεες οντότητες οφείλουν, μεταξύ άλλων, να εφαρμόζουν τα συνήθη μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη εφόσον εντοπίσουν, στο πλαίσιο της εκτιμήσεως των κινδύνων όσον αφορά πελάτη, σύνηθες επίπεδο κινδύνου νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας (απόφαση της 17ης Νοεμβρίου 2022, Rodl & Partner, C‑562/20, EU:C:2022:883, σκέψη 68).
78 Όσον αφορά αυτά καθ’ εαυτά τα μέτρα δέουσας επιμέλειας τα οποία οι υπόχρεες οντότητες οφείλουν να θέτουν σε εφαρμογή, το άρθρο 13, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας μνημονεύει ορισμένα, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται η εξακρίβωση και η επαλήθευση της ταυτότητας του πελάτη (στοιχείο αʹ), η αξιολόγηση και, ανάλογα με την περίπτωση, η συλλογή πληροφοριών για τον σκοπό και τη σκοπούμενη φύση της επιχειρηματικής σχέσης (στοιχείο γʹ) ή ακόμη η άσκηση συνεχούς εποπτείας όσον αφορά την επιχειρηματική σχέση, μεταξύ άλλων με ενδελεχή εξέταση των συναλλαγών που πραγματοποιούνται κατά τη διάρκεια αυτής της σχέσης, προκειμένου να εξακριβώνεται ότι οι συναλλαγές που διενεργούνται συνάδουν με τις γνώσεις της υπόχρεης οντότητας σχετικά με τον πελάτη, την επιχείρηση και το σχετικό προφίλ κινδύνου, και, εφόσον απαιτείται, σχετικά με την προέλευση των χρηματικών ποσών, καθώς και η διασφάλιση της τήρησης ενημερωμένων εγγράφων, δεδομένων ή πληροφοριών (στοιχείο δʹ).
79 Συναφώς, επισημαίνεται ότι, πρώτον, το όριο συνολικής μηνιαίας κίνησης πίστωσης των 15 000 ευρώ που προβλέπεται στο επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης διοικητικό μέτρο για τα φυσικά πρόσωπα, το οποίο εξάλλου αντιστοιχεί στο όριο από το οποίο έχουν εφαρμογή τα μέτρα δέουσας επιμέλειας του άρθρου 11, στοιχείο βʹ, σημείο i, της οδηγίας 2015/849, αφορά περίπτωση κατά την οποία είναι θεμιτό να θεωρηθεί ότι υπάρχει κίνδυνος νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Ομοίως, ο εύλογος χαρακτήρας του ορίου συνολικής μηνιαίας κίνησης πίστωσης των 50 000 ευρώ για τα νομικά πρόσωπα, το οποίο προβλέπεται στο εν λόγω διοικητικό μέτρο και το οποίο, κατά την FKTK, καθορίστηκε κατ’ εφαρμογήν της εθνικής νομοθεσίας, δεν αμφισβητήθηκε στο πλαίσιο της διαδικασίας της κύριας δίκης.
80 Δεύτερον, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 74 της παρούσας απόφασης, από τη δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο προκύπτει ότι το σύστημα εσωτερικού ελέγχου της PrivatBank όσον αφορά τη δέουσα επιμέλεια ως προς τον πελάτη και την παρακολούθηση των συναλλαγών κρίθηκε από την FKTK μη ικανό να διασφαλίσει την εκ μέρους του εν λόγω πιστωτικού ιδρύματος αποτελεσματική διαχείριση των σχετικών κινδύνων. Στο πλαίσιο δε της εκτίμησης της καταλληλότητας του επίμαχου στην υπόθεση της κύριας δίκης διοικητικού μέτρου προκειμένου να διασφαλίσει τον θεμιτό σκοπό που συνίσταται στην πρόληψη και την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, πρέπει να ληφθεί υπόψη μια τέτοια ατέλεια του συστήματος διαχείρισης κινδύνων της PrivatBank.
81 Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, προκύπτει ότι το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης διοικητικό μέτρο, καθόσον επιβάλλει στην PrivatBank την υποχρέωση διακοπής των επιχειρηματικών σχέσεών της και μη σύναψης τέτοιων σχέσεων, εφόσον αφορούν ποσό που υπερβαίνει ορισμένο όριο, με οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο δεν έχει δεσμούς με τη Λεττονία, είναι κατάλληλο να διασφαλίσει ότι το εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα μπορεί να τηρήσει τις υποχρεώσεις εντοπισμού που υπέχει στο πλαίσιο, αφενός, της αξιολόγησης των κινδύνων που συνδέονται με τον πελάτη και, αφετέρου, της ενδεχόμενης λήψης μέτρων δέουσας επιμέλειας.
82 Κατά συνέπεια, λαμβανομένης υπόψη της ατέλειας του συστήματος διαχείρισης κινδύνων της PrivatBank, όπως αυτή επισημαίνεται από το ίδιο το αιτούν δικαστήριο και δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους της κύριας δίκης, καθώς και του κινδύνου που διατρέχει το εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα να μην μπορεί να συμμορφωθεί, μεταξύ άλλων, προς τις υποχρεώσεις δέουσας επιμέλειας ως προς τους πελάτες που δεν έχουν δεσμούς με τη Λεττονία και καταγράφουν σημαντική πιστωτική κίνηση, προκύπτει ότι το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης διοικητικό μέτρο είναι κατάλληλο να μειώσει, κατά τρόπο συνεπή και συστηματικό, τον κίνδυνο νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.
83 Όσον αφορά, δεύτερον, τον αναγκαίο χαρακτήρα του επίμαχου στην υπόθεση στης κύριας δίκης διοικητικού μέτρου, υπενθυμίζεται ότι τα περιοριστικά μιας θεμελιώδους ελευθερίας μέτρα μπορούν να δικαιολογηθούν μόνον αν ο επιδιωκόμενος σκοπός δεν μπορεί να επιτευχθεί με λιγότερο περιοριστικά μέτρα (απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2022, Cilevičs κ.λπ., C‑391/20, EU:C:2022:638, σκέψη 81).
84 Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης διοικητικό μέτρο θεσπίζει απαγόρευση συνάψεως επιχειρηματικών σχέσεων και υποχρέωση διακοπής των υφιστάμενων επιχειρηματικών σχέσεων με πελάτες οι οποίοι δεν έχουν δεσμούς με τη Λεττονία, εφόσον πρόκειται για ποσά τα οποία φθάνουν το όριο που προβλέπεται στο εν λόγω μέτρο.
85 Εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να κρίνει αν το εν λόγω διοικητικό μέτρο μπορεί να κριθεί ως αναγκαίο, λαμβανομένου ιδίως υπόψη του γεγονότος ότι, όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 80 των προτάσεών της, η προϋπόθεση που αφορά τη μη ύπαρξη δεσμών με τη Λεττονία μπορεί, δεδομένου του ευρέως χαρακτήρα της, να καταλαμβάνει επίσης και φυσικά ή νομικά πρόσωπα ως προς τα οποία, σύμφωνα με την οδηγία 2015/849, δεν υπάρχει ιδιαίτερος κίνδυνος νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.
86 Συναφώς, μπορούν να ληφθούν υπόψη οι δυσχέρειες του εν λόγω πιστωτικού ιδρύματος να συλλέγει τις πληροφορίες από τους πελάτες του, δυσχέρειες οι οποίες, σύμφωνα με τις παρατηρήσεις της FKTK κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου, είναι αποδεδειγμένες, στοιχείο το οποίο εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει. Ειδικότερα, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει αν οι ελλείψεις των μέτρων δέουσας επιμέλειας ή η θέση των εν λόγω μέτρων σε εφαρμογή ήταν τέτοιες ώστε να καθιστούν αναγκαία τη λήψη ενός ευρέως χαρακτήρα μέτρου το οποίο εισάγει έμμεση διάκριση.
87 Εξάλλου, πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι, σύμφωνα με το άρθρο 59, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2015/849, σε περιπτώσεις σοβαρής, επαναλαμβανόμενης ή συστηματικής παράβασης των υποχρεώσεων που υπέχει η υπόχρεη οντότητα, μεταξύ άλλων των υποχρεώσεων δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη οι οποίες μνημονεύονται στα άρθρα 10 έως 24 της εν λόγω οδηγίας, οι εθνικές αρχές μπορούν να επιβάλλουν κυρώσεις και διοικητικά μέτρα στις εν λόγω οντότητες.
88 Μεταξύ των ως άνω κυρώσεων και μέτρων περιλαμβάνονται, πέραν των διοικητικών χρηματικών κυρώσεων, κατά το άρθρο 59, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2015/849, η ανάκληση ή αναστολή της άδειας λειτουργίας όταν η υπόχρεη οντότητα υπόκειται σε τέτοια άδεια.
89 Εξάλλου, όπως υπομνήσθηκε στο σημείο 65 της παρούσας απόφασης, το άρθρο 59, παράγραφος 4, της οδηγίας 2015/849 προβλέπει ότι τα κράτη μέλη μπορούν να εξουσιοδοτήσουν τις αρμόδιες αρχές να επιβάλλουν επιπρόσθετα είδη διοικητικών κυρώσεων πέραν όσων αναφέρονται στην παράγραφο 2, στοιχεία αʹ έως δʹ, του εν λόγω άρθρου.
90 Όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 85 των προτάσεών της, διοικητικό μέτρο όπως αυτό της υποθέσεως της κύριας δίκης φαίνεται, υπό την επιφύλαξη εξακρίβωσης από το αιτούν δικαστήριο, ως λιγότερο περιοριστικό από την ανάκληση ή την αναστολή της άδειας λειτουργίας κατά το άρθρο 59, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2015/849.
91 Εξάλλου, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Λεττονική Κυβέρνηση επισήμανε ότι, στο παρελθόν, είχαν επιβληθεί στην PrivatBank αυξημένες υποχρεώσεις δέουσας επιμέλειας, οι οποίες έθιγαν λιγότερο τις θεμελιώδεις ελευθερίες σε σχέση με τις υποχρεώσεις που επιβλήθηκαν με το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης διοικητικό μέτρο, αλλά τα εν λόγω μέτρα δεν ήταν αρκετά αποτελεσματικά για την καταπολέμηση των εντοπισθέντων κινδύνων.
92 Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, υπό την επιφύλαξη των εξακριβώσεων στις οποίες πρέπει να προβεί το αιτούν δικαστήριο, το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης διοικητικό μέτρο φαίνεται να είναι το λιγότερο περιοριστικό για την αποτελεσματική πρόληψη του κινδύνου νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας στον οποίο ήταν εκτεθειμένη η PrivatBank.
93 Τρίτον, πρέπει να κριθεί μήπως διοικητικό μέτρο το οποίο σκοπεί στην πρόληψη και την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, όπως το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης, θίγει υπέρμετρα τα προστατευόμενα σύμφωνα με τα άρθρα 56 και 63 ΣΛΕΕ δικαιώματα και συμφέροντα του ενδιαφερόμενου πιστωτικού ιδρύματος και των πελατών του.
94 Συναφώς, πρώτον, από τη δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο προκύπτει ότι η εφαρμογή του επίμαχου στην υπόθεση της κύριας δίκης διοικητικού μέτρου προβλέφθηκε για περιορισμένη διάρκεια, ήτοι εν αναμονή της θέσης σε εφαρμογή άλλων μέτρων τα οποία προβλέπονται στην απόφαση που μνημονεύεται στη σκέψη 19 της παρούσας απόφασης και της εκ μέρους FKTK έγκρισης της εν λόγω θέσης σε εφαρμογή. Επομένως, όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 89 των προτάσεών της, η PrivatBank ήταν η ίδια σε θέση να επηρεάσει την άρση των περιορισμών.
95 Δεύτερον, όπως ανέφερε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 90 των προτάσεών της, η ένταση του επίμαχου στην υπόθεση της κύριας δίκης διοικητικού μέτρου δεν φαίνεται να είναι δυσανάλογη σε σχέση με τον θεμιτό επιδιωκόμενο σκοπό, ήτοι την πρόληψη και την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Συγκεκριμένα, αφενός, δεδομένου ότι το εν λόγω διοικητικό μέτρο εφαρμόστηκε μόνον από την έκδοση της επίμαχης στην υπόθεση της κύριας δίκης αποφάσεως, η PrivatBank ήταν σε θέση να διατηρήσει τις επιχειρηματικές σχέσεις που είχε συνάψει πριν από την έκδοση της αποφάσεως αυτής, περιλαμβανομένων και των σχέσεων με πελάτες οι οποίοι δεν έχουν δεσμούς με τη Λεττονία και των οποίων η μηνιαία συνολική κίνηση πίστωσης υπερβαίνει τα καθορισθέντα με το εν λόγω μέτρο όρια. Αφετέρου, το εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα ήταν σε θέση να συνεχίσει να συνάπτει νέες επιχειρηματικές σχέσεις με πρόσωπα που δεν διατηρούν δεσμούς με τη Λεττονία, υπό την προϋπόθεση ότι η συνολική μηνιαία πιστωτική κίνησή τους είναι χαμηλότερη των εν λόγω ορίων.
96 Τρίτον, κατά την FKTK, η θέσπιση του επίμαχου στην υπόθεση της κύριας δίκης διοικητικού μέτρου ήταν αναγκαία λόγω των εκ μέρους της PrivatBank συστηματικών και επαναλαμβανόμενων παραβάσεων των εθνικών νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων στον τομέα της πρόληψης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Επομένως, προκύπτει ότι η PrivatBank συνέβαλε η ίδια, με δική της υπαιτιότητα, σε μια επικίνδυνη κατάσταση όσον αφορά τον τομέα αυτόν, στην οποία η εθνική αρμόδια αρχή ήταν αναγκασμένη να αντιδράσει.
97 Τέταρτον, όπως επισημαίνει η γενική εισαγγελέας στο σημείο 92 των προτάσεών της, μολονότι η ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων συνεπάγεται ότι ο πελάτης μπορεί να επιλέγει ελεύθερα το πιστωτικό ίδρυμα στο οποίο προτίθεται να αναθέσει, μεταξύ άλλων, τη διαχείριση των τραπεζικών λογαριασμών του, η θεμελιώδης ελευθερία αυτή δεν παρέχει, ωστόσο, το δικαίωμα σύναψης επιχειρηματικών σχέσεων με ορισμένο πιστωτικό ίδρυμα, ανεξαρτήτως των συγκεκριμένων περιστάσεων, όπως είναι η εκ μέρους του εν λόγω ιδρύματος μη τήρηση των νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων στον τομέα της πρόληψης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.
98 Υπό τις συνθήκες αυτές και υπό την επιφύλαξη των εξακριβώσεων στις οποίες πρέπει να προβεί το αιτούν δικαστήριο, το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης διοικητικό μέτρο δεν φαίνεται να θίγει υπέρμετρα τα προστατευόμενα σύμφωνα με τα άρθρα 56 και 63 ΣΛΕΕ δικαιώματα και συμφέροντα του ενδιαφερόμενου πιστωτικού ιδρύματος και των πελατών του.
99 Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, στο τρίτο και στο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 56, πρώτο εδάφιο, και το άρθρο 63, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται σε διοικητικό μέτρο με το οποίο η αρμόδια αρχή κράτους μέλους, αφενός, απαγορεύει σε πιστωτικό ίδρυμα να συνάπτει επιχειρηματικές σχέσεις με οποιοδήποτε φυσικό πρόσωπο το οποίο δεν έχει δεσμούς με το κράτος μέλος εγκατάστασης του ιδρύματος και του οποίου η συνολική μηνιαία κίνηση πίστωσης υπερβαίνει το ποσό των 15 000 ευρώ ή με οποιοδήποτε νομικό πρόσωπο του οποίου η οικονομική δραστηριότητα δεν συνδέεται με το εν λόγω κράτος μέλος και του οποίου η συνολική μηνιαία κίνηση πίστωσης υπερβαίνει το ποσό των 50 000 ευρώ και, αφετέρου, επιβάλλει στο πιστωτικό ίδρυμα την υποχρέωση διακοπής τέτοιων επιχειρηματικών σχέσεων, εφόσον αυτές συνήφθησαν μετά τη θέσπιση του εν λόγω μέτρου, υπό την προϋπόθεση ότι το διοικητικό μέτρο, πρώτον, δικαιολογείται από τον σκοπό που συνίσταται στην πρόληψη της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας ή ως μέτρο απαραίτητο για την αποφυγή παραβάσεων των εθνικών νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων στον τομέα της προληπτικής εποπτείας των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων ή ακόμη ως μέτρο υπαγορευμένο από λόγους δημόσιας τάξης, κατά τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 65, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ, δεύτερον, είναι κατάλληλο να διασφαλίσει την επίτευξη των εν λόγω σκοπών, τρίτον, δεν υπερβαίνει το αναγκαίο για την επίτευξή τους μέτρο και, τέταρτον, δεν θίγει υπέρμετρα τα προστατευόμενα σύμφωνα με τα άρθρα 56 και 63 ΣΛΕΕ δικαιώματα και συμφέροντα του ενδιαφερόμενου πιστωτικού ιδρύματος και των πελατών του.
Επί των δικαστικών εξόδων
100 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφαίνεται:
1) Τα χρηματοδοτικά δάνεια και πιστώσεις, καθώς και οι πράξεις σε τρεχούμενους λογαριασμούς και καταθέσεις σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, και ειδικότερα σε πιστωτικά ιδρύματα, αποτελούν κινήσεις κεφαλαίων, κατά την έννοια του άρθρου 63, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.
2) Το άρθρο 56, πρώτο εδάφιο, και το άρθρο 63, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι διοικητικό μέτρο με το οποίο η αρμόδια αρχή κράτους μέλους, αφενός, απαγορεύει σε πιστωτικό ίδρυμα να συνάπτει επιχειρηματικές σχέσεις με οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο δεν έχει δεσμούς με το κράτος μέλος εγκατάστασης του ιδρύματος και του οποίου η συνολική μηνιαία κίνηση πίστωσης υπερβαίνει ορισμένο ποσό και, αφετέρου, επιβάλλει στο πιστωτικό ίδρυμα την υποχρέωση διακοπής τέτοιων επιχειρηματικών σχέσεων, εφόσον αυτές συνήφθησαν μετά τη θέσπιση του μέτρου, συνιστά περιορισμό της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, κατά την έννοια της πρώτης εκ των ανωτέρω διατάξεων, καθώς και περιορισμό των κινήσεων κεφαλαίων, κατά την έννοια της δεύτερης εκ των ανωτέρω διατάξεων.
3) Το άρθρο 56, πρώτο εδάφιο, και το άρθρο 63, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται σε διοικητικό μέτρο με το οποίο η αρμόδια αρχή κράτους μέλους, αφενός, απαγορεύει σε πιστωτικό ίδρυμα να συνάπτει επιχειρηματικές σχέσεις με οποιοδήποτε φυσικό πρόσωπο το οποίο δεν έχει δεσμούς με το κράτος μέλος εγκατάστασης του ιδρύματος και του οποίου η συνολική μηνιαία κίνηση πίστωσης υπερβαίνει το ποσό των 15 000 ευρώ ή με οποιοδήποτε νομικό πρόσωπο του οποίου η οικονομική δραστηριότητα δεν συνδέεται με το εν λόγω κράτος μέλος και του οποίου η συνολική μηνιαία κίνηση πίστωσης υπερβαίνει το ποσό των 50 000 ευρώ και, αφετέρου, επιβάλλει στο πιστωτικό ίδρυμα την υποχρέωση διακοπής τέτοιων επιχειρηματικών σχέσεων, εφόσον αυτές συνήφθησαν μετά τη θέσπιση του εν λόγω μέτρου, υπό την προϋπόθεση ότι το διοικητικό μέτρο, πρώτον, δικαιολογείται από τον σκοπό που συνίσταται στην πρόληψη της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας ή ως μέτρο απαραίτητο για την αποφυγή παραβάσεων των εθνικών νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων στον τομέα της προληπτικής εποπτείας των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων ή ακόμη ως μέτρο υπαγορευμένο από λόγους δημόσιας τάξης, κατά τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 65, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ, δεύτερον, είναι κατάλληλο να διασφαλίσει την επίτευξη των εν λόγω σκοπών, τρίτον, δεν υπερβαίνει το αναγκαίο για την επίτευξή τους μέτρο και, τέταρτον, δεν θίγει υπέρμετρα τα προστατευόμενα σύμφωνα με τα άρθρα 56 και 63 ΣΛΕΕ δικαιώματα και συμφέροντα του ενδιαφερόμενου πιστωτικού ιδρύματος και των πελατών του.
(υπογραφές)