Συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-410/21 και C-661/21
Πρόσωπα που ασκούν κανονικά μισθωτή δραστηριότητα σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη – Δυνατότητα εφαρμογής της νομοθεσίας του κράτους μέλους της έδρας – Έννοια της “έδρας” – Επιχείρηση η οποία έλαβε κοινοτική άδεια μεταφορών βάσει των κανονισμών (ΕΚ) 1071/2009 και (ΕΚ) 1072/2009 – Επιρροή – Άδεια που αποκτήθηκε ή χρησιμοποιήθηκε δολίως
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)
της 2ας Μαρτίου 2023 (*)
«Προδικαστική παραπομπή – Διακινούμενοι εργαζόμενοι – Κοινωνική ασφάλιση – Εφαρμοστέα νομοθεσία – Κανονισμός (ΕΚ) 987/2009 – Άρθρο 5 – Πιστοποιητικό A 1 – Προσωρινή ανάκληση – Δεσμευτική ισχύς – Πιστοποιητικό που αποκτήθηκε ή χρησιμοποιήθηκε δολίως – Κανονισμός (ΕΚ) 883/2004 – Άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, σημείο i – Πρόσωπα που ασκούν κανονικά μισθωτή δραστηριότητα σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη – Δυνατότητα εφαρμογής της νομοθεσίας του κράτους μέλους της έδρας – Έννοια της “έδρας” – Επιχείρηση η οποία έλαβε κοινοτική άδεια μεταφορών βάσει των κανονισμών (ΕΚ) 1071/2009 και (ΕΚ) 1072/2009 – Επιρροή – Άδεια που αποκτήθηκε ή χρησιμοποιήθηκε δολίως»
Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑410/21 και C‑661/21,
με αντικείμενο αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 TFUE, που υπέβαλε το Hof van Cassatie (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, Βέλγιο) με αποφάσεις της 29ης Ιουνίου 2021 (C‑410/21) και της 27ης Οκτωβρίου 2021 (C‑661/21), οι οποίες περιήλθαν στο Δικαστήριο στις 5 Ιουλίου 2021 και στις 4 Νοεμβρίου 2021, αντιστοίχως, στο πλαίσιο των ποινικών διαδικασιών κατά
FU,
DRV Intertrans BV (C‑410/21),
και
Verbraeken J. en Zonen BV,
PN (C‑661/21),
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),
συγκείμενο από τους A. Prechal, πρόεδρο τμήματος, M. L. Arastey Sahún (εισηγήτρια), F. Biltgen, N. Wahl και J. Passer, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: J. Richard de la Tour
γραμματέας: A. Calot Escobar
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
– οι FU και DRV Intertrans BV, εκπροσωπούμενοι από τον F. Vanden Bogaerde, advocaat,
– η Verbraeken J. en Zonen BV, εκπροσωπούμενη από τους P. Bekaert και S. Bekaert, advocaten,
– ο PN, εκπροσωπούμενος από τον F. Vanden Bogaerde, advocaat,
– η Βελγική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον S. Baeyens, την C. Pochet και την L. Van den Broecket,
– η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις M. K Bulterman και M. de Ree,
– η Πολωνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον B. Majczyna,
– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον D. Martin και την F. van Schaik,
κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Οι αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως αφορούν την ερμηνεία του άρθρου 13, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, σημείο i, του κανονισμού (ΕΚ) 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για το συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας (ΕΕ 2004, L 166, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 465/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2012 (ΕΕ 2012, L 149, σ. 4) (στο εξής: κανονισμός 883/2004), του άρθρου 5 του κανονισμού (ΕΚ) 987/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, για καθορισμό της διαδικασίας εφαρμογής του κανονισμού 883/2004 (ΕΕ 2009, L 284, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 465/2012 (στο εξής: κανονισμός 987/2009), του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, και του άρθρου 11, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 1071/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Οκτωβρίου 2009, σχετικά με τη θέσπιση κοινών κανόνων όσον αφορά τους όρους που πρέπει να πληρούνται για την άσκηση του επαγγέλματος του οδικού μεταφορέα και για την κατάργηση της οδηγίας 96/26/ΕΚ του Συμβουλίου (ΕΕ 2009, L 300, σ. 51), καθώς και του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 1072/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Οκτωβρίου 2009, για τους κοινούς κανόνες πρόσβασης στην αγορά διεθνών οδικών εμπορευματικών μεταφορών (ΕΕ 2009, L 300, σ. 72).
2 Οι αιτήσεις αυτές υποβλήθηκαν στο πλαίσιο δύο ποινικών διαδικασιών που κινήθηκαν, αφενός, κατά του FU και της DRV Intertrans BV (υπόθεση C‑410/21) και, αφετέρου, κατά της Verbraeken J. en Zonen BV και του PN (υπόθεση C‑661/21) για απάτη σχετική με τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης.
Το νομικό πλαίσιο
Ο κανονισμός 883/2004
3 Η αιτιολογική σκέψη 15 του κανονισμού 883/2004 έχει ως εξής:
«Τα πρόσωπα που διακινούνται στο εσωτερικό της Κοινότητας είναι ανάγκη να υπάγονται στο σύστημα κοινωνικής ασφάλειας ενός μόνο κράτους μέλους, ώστε να αποφεύγεται η συρροή των εφαρμοστέων εθνικών νομοθεσιών και οι περιπλοκές που είναι δυνατόν να προκύψουν από αυτήν.»
4 Ο τίτλος II του κανονισμού 883/2004, ο οποίος επιγράφεται «Προσδιορισμός της εφαρμοστέας νομοθεσίας», περιλαμβάνει τα άρθρα 11 έως 16.
5 Το άρθρο 11, παράγραφος 1, του ως άνω κανονισμού προβλέπει τα εξής:
«Τα πρόσωπα στα οποία εφαρμόζεται ο παρών κανονισμός υπάγονται στη νομοθεσία ενός και μόνον κράτους μέλους. Η νομοθεσία αυτή προσδιορίζεται σύμφωνα με τον παρόντα τίτλο.»
6 Το άρθρο 13, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού ορίζει τα ακόλουθα:
«Το πρόσωπο που ασκεί κανονικά μισθωτή δραστηριότητα σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη υπάγεται:
[…]
β) εφόσον δεν ασκεί ουσιώδες μέρος της δραστηριότητας στο κράτος μέλος κατοικίας:
i) στη νομοθεσία του κράτους μέλους στο οποίο ευρίσκεται η έδρα ή ο τόπος δραστηριοτήτων της επιχείρησης ή του εργοδότη, εάν απασχολείται από μία επιχείρηση ή έναν εργοδότη· […]
[…]».
7 Κατά το άρθρο 72, στοιχείο αʹ, του ίδιου κανονισμού, η Διοικητική Επιτροπή για το Συντονισμό των Συστημάτων Κοινωνικής Ασφάλισης (στο εξής: διοικητική επιτροπή) χειρίζεται όλα τα διοικητικά θέματα και τα θέματα ερμηνείας που απορρέουν από τις διατάξεις του κανονισμού 883/2004 ή του κανονισμού 987/2009.
8 Το άρθρο 76 του κανονισμού 883/2004, το οποίο φέρει τον τίτλο «Συνεργασία», ορίζει τα εξής:
«[…]
4. Οι φορείς και τα πρόσωπα που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό έχουν υποχρέωση αμοιβαίας ενημέρωσης και συνεργασίας, ώστε να εξασφαλίζεται η ορθή εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.
[…]
6. Σε περίπτωση δυσκολιών ερμηνείας ή εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, που ενδέχεται να διακυβεύσουν τα δικαιώματα ενός προσώπου που καλύπτεται από αυτόν, ο φορέας του αρμόδιου κράτους μέλους ή του κράτους μέλους κατοικίας του εν λόγω προσώπου έρχεται σε επαφή με το φορέα ή τους φορείς του άλλου κράτους μέλους ή των άλλων κρατών μελών. Εφόσον δεν υπάρξει λύση εντός ευλόγου διαστήματος, οι οικείες αρχές μπορούν να ζητούν την παρέμβαση της Διοικητικής Επιτροπής.»
9 Το άρθρο 90, παράγραφος 1, του ως άνω κανονισμού ορίζει τα εξής:
«Ο [κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 73)] καταργείται από την ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού.
[…]».
Ο κανονισμός 987/2009
10 Οι αιτιολογικές σκέψεις 2 και 6 του κανονισμού 987/2009 έχουν ως εξής:
«(2) Η αποτελεσματικότερη και η στενότερη συνεργασία μεταξύ των φορέων κοινωνικής ασφάλειας αποτελεί παράγοντα ουσιώδους σημασίας για να μπορούν τα πρόσωπα που καλύπτονται από τον [κανονισμό 883/2004] να ασκούν τα δικαιώματά τους το συντομότερο δυνατόν και με τους καλύτερους δυνατούς όρους.
[…]
(6) Η ενίσχυση ορισμένων διαδικασιών αναμένεται να αυξήσει την ασφάλεια δικαίου και τη διαφάνεια για τους χρήστες του [κανονισμού 883/2004]. […]»
11 Το άρθρο 5 του εν λόγω κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Νομική αξία των εγγράφων και των δικαιολογητικών που εκδίδονται σε άλλο κράτος μέλος», ορίζει τα εξής:
«1. Τα έγγραφα που εκδίδονται από το φορέα κράτους μέλους και τα οποία βεβαιώνουν την κατάσταση ενός προσώπου για τους σκοπούς της εφαρμογής του [κανονισμού 883/2004] και του [παρόντος κανονισμού], καθώς και τα δικαιολογητικά βάσει των οποίων εκδόθηκαν τα έγγραφα, ισχύουν υποχρεωτικά για τους φορείς των άλλων κρατών μελών, εφόσον τα εν λόγω έγγραφα ή δικαιολογητικά δεν ανακαλούνται ή δεν κηρύσσονται άκυρα από το κράτος μέλος στο οποίο εκδόθηκαν.
2. Σε περίπτωση αμφιβολίας περί την εγκυρότητα ενός εγγράφου ή την ακρίβεια των γεγονότων επί των οποίων θεμελιώνονται τα στοιχεία που περιέχονται σε αυτό, ο φορέας του κράτους μέλους που λαμβάνει το έγγραφο απευθύνεται στο φορέα που το εξέδωσε για να του ζητήσει τις αναγκαίες διευκρινίσεις και, ανάλογα με την περίπτωση, την ανάκληση του εν λόγω εγγράφου. Ο εκδίδων φορέας επανεξετάζει τους λόγους έκδοσης του εγγράφου και, ανάλογα με την περίπτωση, το ανακαλεί.
3. Σύμφωνα με την παράγραφο 2, όταν υπάρχει αμφιβολία για τις πληροφορίες που έχουν παράσχει οι ενδιαφερόμενοι, την εγκυρότητα ενός εγγράφου ή αποδεικτικού στοιχείου ή την ακρίβεια των γεγονότων επί των οποίων βασίζονται οι ισχυρισμοί που περιέχει, ο φορέας του τόπου διαμονής ή κατοικίας, κατ’ αίτηση του αρμόδιου φορέα, προβαίνει στην αναγκαία επαλήθευση αυτών των πληροφοριών ή εγγράφων, εφόσον είναι δυνατή η διενέργειά της.
4. Εάν δεν επιτευχθεί συμφωνία μεταξύ των σχετικών φορέων, το θέμα μπορεί να τεθεί ενώπιον της διοικητικής επιτροπής από τις αρμόδιες αρχές, αφού παρέλθει ένας μήνας από την ημερομηνία υποβολής του αιτήματος του φορέα που έλαβε το έγγραφο. Η διοικητική επιτροπή επιδιώκει να συμβιβάσει τις διισταμένες απόψεις εντός έξι μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία επελήφθη του θέματος.»
12 Το άρθρο 14, παράγραφος 5α, πρώτο εδάφιο, του ως άνω κανονισμού έχει ως εξής:
«Για τους σκοπούς της εφαρμογής του τίτλου II του [κανονισμού 883/2004], ως “έδρα ή τόπος δραστηριοτήτων”, νοείται η έδρα ή ο τόπος δραστηριοτήτων όπου λαμβάνονται σημαντικές αποφάσεις της επιχείρησης και εκτελούνται οι λειτουργίες της κεντρικής της διοίκησης.»
13 Το άρθρο 19, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού ορίζει τα εξής:
«Μετά από αίτηση του ενδιαφερομένου ή του εργοδότη, ο αρμόδιος φορέας του κράτους μέλους, η νομοθεσία του οποίου είναι εφαρμοστέα δυνάμει διατάξεως του τίτλου ΙΙ του [κανονισμού 883/2004], βεβαιώνει ότι αυτή η νομοθεσία είναι εφαρμοστέα και αναφέρει, αν συντρέχει σχετική περίπτωση, έως ποια ημερομηνία και υπό ποιους όρους.»
14 Το άρθρο 20 του κανονισμού 987/2009, το οποίο φέρει τον τίτλο «Συνεργασία μεταξύ φορέων», ορίζει τα εξής:
«1. Οι σχετικοί φορείς κοινοποιούν στον αρμόδιο φορέα του κράτους μέλους, η νομοθεσία του οποίου είναι εφαρμοστέα σε ένα πρόσωπο δυνάμει του τίτλου ΙΙ του [κανονισμού 883/2004], τις πληροφορίες που είναι απαραίτητες για τον καθορισμό της ημερομηνίας κατά την οποία η νομοθεσία αυτή τίθεται σε ισχύ και για τον υπολογισμό των εισφορών που βαρύνουν αυτό το πρόσωπο και τον ή τους εργοδότες του δυνάμει αυτής της νομοθεσίας.
2. Ο αρμόδιος φορέας του κράτους μέλους, η νομοθεσία του οποίου καθίσταται εφαρμοστέα σε ένα πρόσωπο δυνάμει του τίτλου ΙΙ του [κανονισμού 883/2004], καθιστά τις πληροφορίες σχετικά με την ημερομηνία έναρξης εφαρμογής της νομοθεσίας αυτής διαθέσιμες στο φορέα που έχει ορίσει η αρμόδια αρχή του τελευταίου κράτους μέλους, στη νομοθεσία του οποίου είχε υπαχθεί το εν λόγω πρόσωπο.»
15 Το άρθρο 96, παράγραφος 1, του ως άνω κανονισμού ορίζει τα εξής:
«Ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 574/72 [του Συμβουλίου, της 21ης Μαρτίου 1972, περί του τρόπου εφαρμογής του κανονισμού 1408/71 (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 138),] καταργείται από την 1η Μαΐου 2010.
[…]»
Ο κανονισμός 1071/2009
16 Το άρθρο 3 του κανονισμού 1071/2009, το οποίο φέρει τον τίτλο «Απαιτήσεις για την άσκηση του επαγγέλματος του οδικού μεταφορέα», προβλέπει στην παράγραφο 1 τα εξής:
«Οι επιχειρήσεις που ασκούν το επάγγελμα του οδικού μεταφορέα πρέπει:
α) να έχουν πραγματικό και σταθερό τόπο εγκατάστασης σε ένα κράτος μέλος·
[…]».
17 Το άρθρο 5 του ως άνω κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Όροι σχετικοί με την απαίτηση εγκατάστασης», ορίζει τα εξής:
«Για να πληροί την απαίτηση του άρθρου 3 παράγραφος 1 στοιχείο α), η επιχείρηση στο οικείο κράτος μέλος πρέπει:
α) να διαθέτει εγκατάσταση στο εν λόγω κράτος μέλος, με χώρο όπου διατηρεί τη βασική του επιχείρηση, ιδίως τα λογιστικά έγγραφα, τα έγγραφα διαχείρισης του προσωπικού, τα έγγραφα που περιέχουν στοιχεία σχετικά με τον χρόνο οδήγησης και ανάπαυσης και κάθε άλλο έγγραφο στο οποίο πρέπει να έχει πρόσβαση η αρμόδια αρχή για να ελέγξει τη συμμόρφωση με τους όρους που προβλέπονται από τον παρόντα κανονισμό. Τα κράτη μέλη ζητούν από τις επιχειρήσεις που είναι εγκατεστημένες στο έδαφός τους να διαθέτουν επίσης άλλα έγγραφα στον χώρο τους ανά πάσα στιγμή·
β) μόλις χορηγηθεί εξουσιοδότηση, να διαθέτει ένα ή περισσότερα οχήματα, τα οποία έχουν ταξινομηθεί ή έχουν τεθεί αλλιώς σε κυκλοφορία σύμφωνα με τη νομοθεσία του εν λόγω κράτους μέλους και τα οποία είτε της ανήκουν κατά πλήρη κυριότητα είτε, για παράδειγμα, τα κατέχει βάσει σύμβασης αγοράς με δόσεις, βάσει σύμβασης μίσθωσης ή χρηματοδοτικής μίσθωσης (leasing)·
γ) να εκτελεί πραγματικά και συνεχώς με τον αναγκαίο διοικητικό εξοπλισμό τις εργασίες της όσον αφορά τα οχήματα που αναφέρονται στο στοιχείο β) και με τον κατάλληλο τεχνικό εξοπλισμό και τις κατάλληλες εγκαταστάσεις από κέντρο επιχειρήσεων στο εν λόγω κράτος μέλος.»
18 Το άρθρο 11, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού ορίζει τα εξής:
«Επιχείρηση μεταφορών η οποία συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις του άρθρου 3 μπορεί, κατόπιν αιτήσεως, να λάβει άδεια άσκησης του επαγγέλματος του οδικού μεταφορέα. Η αρμόδια αρχή βεβαιώνει ότι η επιχείρηση η οποία έχει υποβάλει αίτηση πληροί τις απαιτήσεις του εν λόγω άρθρου.»
19 Το άρθρο 12, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού ορίζει τα εξής:
«Οι αρμόδιες αρχές ελέγχουν αν οι επιχειρήσεις στις οποίες έχουν χορηγήσει άδεια ασκήσεως επαγγέλματος οδικού μεταφορέα συνεχίζουν να πληρούν τις απαιτήσεις του άρθρου 3. […]»
Ο κανονισμός 1072/2009
20 Το άρθρο 3 του κανονισμού 1072/2009 ορίζει τα εξής:
«Οι διεθνείς μεταφορές εκτελούνται υπό την προϋπόθεση ότι υπάρχει κοινοτική άδεια και, εφόσον ο οδηγός είναι υπήκοος τρίτης χώρας, σε συνδυασμό με βεβαίωση οδηγού.»
21 Το άρθρο 4, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού προβλέπει τα εξής:
«Η κοινοτική άδεια χορηγείται από ένα κράτος μέλος, σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, σε κάθε μεταφορέα που εκτελεί οδικές εμπορευματικές μεταφορές για λογαριασμό τρίτου και ο οποίος:
α) είναι εγκατεστημένος σε αυτό το κράτος μέλος σύμφωνα με την κοινοτική νομοθεσία και την εθνική νομοθεσία του συγκεκριμένου κράτους μέλους· και
β) έχει το δικαίωμα στο κράτος μέλος εγκατάστασης, σύμφωνα με την κοινοτική νομοθεσία και την εθνική νομοθεσία του συγκεκριμένου κράτους μέλους όσον αφορά την πρόσβαση στο επάγγελμα του οδικού μεταφορέα, να εκτελεί διεθνείς οδικές εμπορευματικές μεταφορές.»
Οι διαφορές των κύριων δικών και τα προδικαστικά ερωτήματα
Η υπόθεση C‑410/21
22 Ο FU είναι διαχειριστής της DRV Intertrans BV, εταιρίας εγκατεστημένης Βέλγιο. Ίδρυσε με τη σύζυγό του την εταιρία Md Intercargo s. r. o., η οποία είναι εγκατεστημένη στη Σλοβακία. Οι δύο ως άνω εταιρίες δραστηριοποιούνται στις εθνικές και διεθνείς μεταφορές.
23 Η αρμόδια σλοβακική αρχή εξέδωσε πιστοποιητικά A 1 με τα οποία βεβαίωνε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 19, παράγραφος 2, του κανονισμού 987/2009, την υπαγωγή πλειόνων εργαζομένων της εταιρίας Md Intercargo στη σλοβακική κοινωνική ασφάλιση (στο εξής: ενδιαφερόμενοι εργαζόμενοι).
24 Η Sociale Inspectie (υπηρεσία κοινωνικής επιθεώρησης, Βέλγιο) (στο εξής: βελγική υπηρεσία κοινωνικής επιθεώρησης) προέβη σε έλεγχο των δραστηριοτήτων του FU και των δεσμών που υφίσταντο μεταξύ των προαναφερθεισών εταιριών, από τον οποίο προέκυψε ότι η Md Intercargo διευθύνονταν στην πραγματικότητα από το Βέλγιο, όπου και παρεχόταν το μεγαλύτερο μέρος των υπηρεσιών μεταφορών. Κατά τη βελγική υπηρεσία κοινωνικής επιθεώρησης, η Md Intercargo είχε συσταθεί προκειμένου να εξασφαλίζει στην DRV Intertrans φθηνά εργατικά χέρια διά της αποσπάσεως εργαζομένων. Μολονότι διαθέτει κοινοτική άδεια οδικών μεταφορών η οποία εκδόθηκε από τις σλοβακικές αρχές, η Md Intercargo δεν άσκησε σχετική οικονομική δραστηριότητα στη Σλοβακία, γεγονός το οποίο επιβεβαίωσαν οι αρχές του εν λόγω κράτους μέλους, απαντώντας σε ερώτηση της βελγικής υπηρεσίας κοινωνικής επιθεώρησης.
25 Βάσει του ανωτέρω ελέγχου που διενήργησε η βελγική υπηρεσία κοινωνικής επιθεώρησης, κινήθηκαν ποινικές διαδικασίες κατά του FU και της DRV Intertrans ενώπιον του correctionele rechtbank West‑Vlaanderen, afdeling Brugge (πλημμελειοδικείου Δυτικής Φλάνδρας, τμήμα Brugge, Βέλγιο) για απάτη σχετική με τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης κατά το χρονικό διάστημα από τις 17 Ιουλίου 2013 έως τις 11 Οκτωβρίου 2014.
26 Κατά τη διάρκεια της ως άνω ποινικής διαδικασίας, η βελγική υπηρεσία κοινωνικής επιθεώρησης ζήτησε, στις 26 Οκτωβρίου 2016, από τον σλοβακικό φορέα να ανακαλέσει αναδρομικώς τα πιστοποιητικά A 1 που είχε εκδώσει για τους ενδιαφερόμενους εργαζομένους.
27 Με έγγραφο της 20ής Δεκεμβρίου 2016, ο σλοβακικός φορέας έκδοσης των πιστοποιητικών απάντησε ότι είχε ματαίως προσπαθήσει να πραγματοποιήσει έλεγχο στην εταιρία MD Intercargo και ζήτησε από τη βελγική υπηρεσία κοινωνικής επιθεώρησης να του διαβιβάσει τα αποτελέσματα της έρευνάς της καθώς και όλα τα αποδεικτικά στοιχεία που συγκεντρώθηκαν στο πλαίσιο της εν λόγω υπόθεσης, προκειμένου να είναι σε θέση να αποφασίσει αν δέχεται την αναδρομική εφαρμογή του βελγικού συστήματος κοινωνικής ασφάλισης στους ενδιαφερόμενους εργαζομένους. Λαμβανομένων υπόψη των σοβαρών αμφιβολιών που διατηρούσε όσον αφορά την πραγματική έδρα της εν λόγω εταιρίας καθώς και της ύπαρξης της μνημονευόμενης στις σκέψεις 25 και 26 της παρούσας απόφασης ποινικής διαδικασίας, ο σλοβακικός φορέας δήλωσε ότι ανακαλεί προσωρινώς όλα τα πιστοποιητικά A 1 που εξέδωσε για τους ενδιαφερόμενους εργαζομένους, ούτως ώστε αυτά να μην έχουν στο εξής δεσμευτική ισχύ και οι βελγικές αρχές να μπορούν, ως εκ τούτου, να συνεχίσουν την εν λόγω ποινική διαδικασία. Εντούτοις, ο ως άνω φορέας υπογράμμισε, πρώτον, ότι τόσο τα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία έπρεπε να του διαβιβάσει η βελγική υπηρεσία κοινωνικής επιθεώρησης όσο και η έκβαση της εκκρεμούς ενώπιον των βελγικών δικαστηρίων ποινικής διαδικασίας θα του παρείχαν τη δυνατότητα να καθορίσει οριστικώς την εφαρμοστέα επί των ενδιαφερόμενων εργαζομένων νομοθεσία και, δεύτερον, ότι, εν αναμονή των ανωτέρω, οι εν λόγω εργαζόμενοι εξακολουθούν να υπάγονται στο σλοβακικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης και κανένα εκ των επίμαχων πιστοποιητικών A 1 δεν θα ανακληθεί οριστικώς.
28 Με απόφαση της 10ης Μαΐου 2017, το correctionele rechtbank West‑Vlaanderen, afdeling Brugge (πλημμελειοδικείο Δυτικής Φλάνδρας, τμήμα Brugge) κήρυξε τους FU και DRV Intertrans ενόχους για απάτη σχετική με τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης. Η ανωτέρω απόφαση επικυρώθηκε, κατ’ αρχάς, με απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2018 του hof van beroep te Gent (εφετείου Γάνδης, Βέλγιο) και στη συνέχεια αναιρέθηκε με απόφαση της 9ης Απριλίου 2019 του Hof van Cassatie (Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, Βέλγιο), το οποίο ανέπεμψε την υπόθεση στο hof van beroep te Antwerpen (εφετείο Αμβέρσας, Βέλγιο).
29 Με απόφαση της 11ης Φεβρουαρίου 2021 την οποία εξέδωσε το εφετείο Αμβέρσας, ο FU και DRV Intertrans κηρύχθηκαν ένοχοι για απάτη σχετική με τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης. Από την ανωτέρω απόφαση προκύπτει ότι τα επίμαχα στην υπόθεση της κύριας δίκης πιστοποιητικά A 1, λαμβανομένης υπόψη της προσωρινής τους ανάκλησης από τον σλοβακικό φορέα που τα εξέδωσε, θεωρήθηκαν ως μη δεσμευτικά και, ως εκ τούτου, παντελώς στερούμενα αποδεικτικής ισχύος όσον αφορά το εφαρμοστέο στους ενδιαφερόμενους εργαζομένους σύστημα κοινωνικής ασφάλισης. Ομοίως, κρίθηκε ότι η κοινοτική άδεια οδικών μεταφορών την οποία διέθετε η εταιρία MD Intercargo δεν ασκούσε καμία επιρροή όσον αφορά τον καθορισμό του εν λόγω συστήματος και δεν συνεπαγόταν ότι η εταιρία MD Intercargo διέθετε σταθερή και πραγματική εγκατάσταση στη Σλοβακία, για τους σκοπούς των κανονισμών 883/2004 και 987/2009.
30 Ο FU και η DRV Intertrans άσκησαν αναίρεση κατά της ως άνω αποφάσεως ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, ήτοι του Hof van Cassatie (Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου). Στο πλαίσιο της αιτήσεως αναιρέσεως, αφενός, οι αναιρεσείοντες της κύριας δίκης ισχυρίζονται, μεταξύ άλλων, ότι το άρθρο 5 του κανονισμού 987/2009 δεν επιτρέπει την προσωρινή ανάκληση ή αναστολή των πιστοποιητικών A 1 και, ως εκ τούτου, τα προσωρινώς ανακληθέντα από τον σλοβακικό φορέα έκδοσης πιστοποιητικά A 1 διατηρούσαν πλήρως την ισχύ τους. Αφετέρου, οι αναιρεσείοντες της κύριας δίκης υποστηρίζουν ότι, κατ’ εφαρμογήν, μεταξύ άλλων, των άρθρων 5, 11 και 12 του κανονισμού 1071/2009 και των άρθρων 3 και 4 του κανονισμού 1072/2009, το γεγονός ότι μια εταιρία διαθέτει κοινοτική άδεια οδικών μεταφορών συνιστά αδιάσειστη απόδειξη της ύπαρξης σταθερού και πραγματικού τόπου εγκατάστασης στο κράτος μέλος το οποίο τη χορήγησε και, επομένως, του γεγονότος ότι η συγκεκριμένη εταιρία έχει την έδρα της στο εν λόγω κράτος μέλος για τους σκοπούς του άρθρου 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004.
31 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Hof van Cassatie (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«1) Έχει το άρθρο 5 του [κανονισμού 987/20091] την έννοια ότι, στις περιπτώσεις που οι αρχές του κράτους μέλους που εξέδωσε πιστοποιητικά Α 1 περιορίζονται, κατόπιν αιτήματος των αρχών του κράτους μέλους απασχόλησης για αναδρομική ανάκληση των ως άνω πιστοποιητικών, στην προσωρινή ανάκληση αυτών και στη γνωστοποίηση ότι τα πιστοποιητικά δεν έχουν πλέον δεσμευτική ισχύ, ούτως ώστε να είναι δυνατή η συνέχιση της ποινικής διαδικασίας στο κράτος μέλος απασχόλησης, το δε κράτος μέλος που εξέδωσε [τα εν λόγω πιστοποιητικά] πρόκειται να λάβει οριστική απόφαση μόνον αφού περατωθεί αμετακλήτως η ανωτέρω ποινική διαδικασία, δεν ισχύει πλέον το απορρέον από τα πιστοποιητικά Α 1 τεκμήριο ότι οι ενδιαφερόμενοι εργαζόμενοι έχουν υπαχθεί νομίμως στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης του ως άνω κράτους μέλους έκδοσης των πιστοποιητικών και τα εν λόγω πιστοποιητικά Α 1 δεν είναι πλέον δεσμευτικά για τις αρχές του κράτους μέλους απασχόλησης; Εάν η απάντηση στο ανωτέρω ερώτημα είναι αρνητική: δύνανται οι αρχές του κράτους μέλους απασχόλησης, υπό το φως της νομολογίας του Δικαστηρίου, να μη λάβουν υπόψη τα επίμαχα πιστοποιητικά Α 1 λόγω απάτης;
2) Έχουν το άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, σημείο i, του [κανονισμού 883/20042], το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, και το άρθρο 11, παράγραφος 1, του [κανονισμού 1071/20093], καθώς και το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του [κανονισμού 1072/20094], την έννοια ότι, από το γεγονός ότι επιχείρηση που αποκτά άδεια οδικών μεταφορών σε κράτος μέλος βάσει του [κανονισμού 1071/2009] και του [κανονισμού 1072/2009] και συνεπώς πρέπει να έχει πραγματικό και σταθερό τόπο εγκατάστασης στο κράτος μέλος αυτό, συνάγεται κατ’ ανάγκη ότι με τον τρόπο αυτόν αποδεικνύεται αδιάσειστα ότι η εν λόγω επιχείρηση έχει, όσον αφορά τον καθορισμό του εφαρμοστέου συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, την έδρα της, κατά την έννοια του άρθρου 13, παράγραφος 1, του [κανονισμού 883/2004], στο εν λόγω κράτος μέλος και ότι δεσμεύονται από τη διαπίστωση αυτή οι αρχές του κράτους μέλους απασχόλησης;»
Η υπόθεση C‑661/21
32 Ο PN είναι διαχειριστής της Verbraeken J. en Zonen BV (στο εξής: Verbraeken), εταιρίας μεταφορών εγκατεστημένης στο Melle (Βέλγιο). Πέραν τούτου, ο PN είναι συνιδιοκτήτης της Uab Van Daele F. (στο εξής: Van Daele), εταιρίας εγκατεστημένης στη Λιθουανία η οποία ειδικεύεται στις υπηρεσίες μεταφορών και εφοδιαστικής διαχείρισης και διαθέτει κοινοτική άδεια οδικών μεταφορών, εκδοθείσα από τις λιθουανικές αρχές.
33 Σύμφωνα με έρευνα που διεξήγαγε η βελγική υπηρεσία κοινωνικής επιθεώρησης, ο PN και η Verbraeken χρησιμοποίησαν την Van Daele για την πρόσληψη Λιθουανών οδηγών στο Βέλγιο. Οι τελευταίοι, αφού προσελήφθησαν στη Λιθουανία, μετέβησαν αμέσως στο Βέλγιο προκειμένου να υπογράψουν τις συμβάσεις εργασίας τους και να ασκήσουν τη δραστηριότητά τους από το συγκεκριμένο κράτος μέλος, και συγκεκριμένα από τις εγκαταστάσεις της Verbraeken. Πραγματοποιούν δρομολόγια κυρίως στο Βέλγιο και στις γειτονικές χώρες, ενώ επιστρέφουν στις ως άνω εγκαταστάσεις για τις περιόδους υποχρεωτικής αναπαύσεως. Η επεξεργασία των φορτωτικών εγγράφων και των ταχογράφων πραγματοποιείται στο γραφείο του PN στο Melle.
34 Κατά των PN και Verbraeken κινήθηκαν ποινικές διαδικασίες, μεταξύ άλλων, για απάτη σχετική με τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης κατά το χρονικό διάστημα από την 1η Ιουλίου 2011 έως τις 4 Δεκεμβρίου 2015.
35 Με απόφαση της 18ης Σεπτεμβρίου 2019, το correctionele rechtbank van Oost‑Vlaanderen, afdeling Gent (πλημμελειοδικείο Ανατολικής Φλάνδρας, τμήμα Γάνδης, Βέλγιο) κήρυξε τους PN και Verbraeken ενόχους για το ως άνω αδίκημα. Η απόφαση αυτή εξαφανίστηκε εν μέρει με απόφαση της 18ης Μαρτίου 2021 του hof van beroep te Gent (εφετείου Γάνδης), κατά το μέρος που έκρινε ότι τα πραγματικά περιστατικά τα οποία στοιχειοθετούσαν το εν λόγω αδίκημα είχαν αποδειχθεί όσον αφορά τον PN και την Verbraeken για το χρονικό διάστημα από τις 20 Ιανουαρίου 2014 έως τις 4 Δεκεμβρίου 2015.
36 Ο PN και η Verbraeken άσκησαν αναίρεση κατά της ως άνω απόφασης ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, ισχυριζόμενοι μεταξύ άλλων ότι, κατ’ εφαρμογήν των άρθρων 5, 11 και 12 του κανονισμού 1071/2009 και του άρθρου 4 του κανονισμού 1072/2009, το γεγονός ότι μια εταιρία διαθέτει κοινοτική άδεια οδικών μεταφορών συνιστά αδιάσειστη απόδειξη της ύπαρξης σταθερού και πραγματικού τόπου εγκατάστασης στο κράτος μέλος που τη χορήγησε και, επομένως, του γεγονότος ότι η συγκεκριμένη εταιρία έχει την έδρα της στο εν λόγω κράτος μέλος για τους σκοπούς του άρθρου 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004.
37 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Hof van Cassatie (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«1) Έχουν το άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, σημείο i, του [κανονισμού 883/2004], το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, και το άρθρο 11, παράγραφος 1, του [κανονισμού 1071/2009], καθώς και το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του [κανονισμού 1072/2009], την έννοια ότι εκ του γεγονότος ότι επιχείρηση έχει λάβει σε κράτος μέλος άδεια οδικών μεταφορών σύμφωνα με τον [κανονισμό 1071/2009] και τον [κανονισμό 1072/2009], όπερ προϋποθέτει ότι έχει πραγματικό και σταθερό τόπο εγκατάστασης στο ίδιο κράτος μέλος, προκύπτει ότι αποδεικνύεται αδιάσειστα ότι, στο πλαίσιο του καθορισμού του εφαρμοστέου συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, η επιχείρηση έχει την έδρα της, κατά την έννοια του άρθρου 13, παράγραφος 1, του [κανονισμού 883/2004], στο κράτος μέλος αυτό, καθώς και ότι οι αρχές του κράτους μέλους απασχόλησης δεσμεύονται από την ως άνω διαπίστωση;
2) Μπορεί το εθνικό δικαστήριο του κράτους μέλους απασχόλησης, το οποίο διαπιστώνει ότι η επίμαχη άδεια οδικών μεταφορών αποκτήθηκε με δόλιο τρόπο, να μη λαμβάνει υπόψη την άδεια αυτή ή πρέπει οι αρχές του κράτους μέλους απασχόλησης να ζητήσουν πρώτα, βάσει της διαπιστωθείσας απάτης, την ανάκληση της άδειας από τις αρχές που τη χορήγησαν;»
38 Με απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2022, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου διέταξε τη συνεκδίκαση των υποθέσεων C‑410/21 και C‑661/21 προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως.
Επί των προδικαστικών ερωτημάτων
Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος στην υπόθεση C‑410/21
39 Από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως στην υπόθεση C‑410/21 προκύπτει ότι, κατόπιν αιτήματος επανεξέτασης και ανάκλησης των επίμαχων στην υπόθεση της κύριας δίκης πιστοποιητικών A 1, το οποίο απευθύνθηκε από τη βελγική υπηρεσία κοινωνικής επιθεώρησης προς τον σλοβακικό φορέα έκδοσής τους, ο εν λόγω φορέας δήλωσε ότι, δεδομένου ότι διατηρεί αμφιβολίες ως προς τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε η έκδοση των συγκεκριμένων πιστοποιητικών και ως προς την εφαρμοστέα στους ενδιαφερόμενους εργαζομένους νομοθεσία κοινωνικής ασφάλισης, ανακαλεί προσωρινώς τα εν λόγω πιστοποιητικά, τα οποία δεν θα έχουν δεσμευτική ισχύ έως ότου ο φορέας αυτός καθορίσει ποιο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης έχει εφαρμογή στους ενδιαφερόμενους εργαζομένους και αποφασίσει, κατά συνέπεια, επί του εν λόγω αιτήματος μετά την περάτωση της κινηθείσας ενώπιον των βελγικών δικαστηρίων ποινικής διαδικασίας κατά των κατηγορουμένων στην υπόθεση της κύριας δίκης για πράξεις οι οποίες μπορεί να συνεπάγονται τη δόλια κτήση ή χρησιμοποίηση των εν λόγω πιστοποιητικών.
40 Ως εκ τούτου, με την «προσωρινή ανάκληση» των επίμαχων στην υπόθεση της κύριας δίκης πιστοποιητικών A 1, ο σλοβακικός φορέας έκδοσής τους είχε, εν τέλει, την πρόθεση να αναστείλει τα έννομα αποτελέσματα των συγκεκριμένων πιστοποιητικών για ορισμένο χρονικό διάστημα.
41 Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C‑410/21, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί, κατ’ αρχάς, αν το άρθρο 5 του κανονισμού 987/2009 έχει την έννοια ότι πιστοποιητικό A 1 το οποίο χορηγήθηκε από τον αρμόδιο φορέα κράτους μέλους παύει να δεσμεύει τους φορείς και τα δικαστήρια του κράτους μέλους εντός του οποίου παρέχεται η εργασία σε περίπτωση κατά την οποία, κατόπιν αιτήματος περί επανεξέτασης και ανάκλησης το οποίο απευθύνθηκε από τον αρμόδιο φορέα του τελευταίου κράτους μέλους προς τον φορέα έκδοσης του πιστοποιητικού, ο φορέας έκδοσης δήλωσε ότι αναστέλλει τα δεσμευτικά αποτελέσματα του εν λόγω πιστοποιητικού έως ότου λάβει οριστική απόφαση επί του αιτήματος. Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο πρώτο ως άνω ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί περαιτέρω αν, υπό τέτοιες περιστάσεις, δικαστήριο του κράτους μέλους εντός του οποίου παρέχεται η εργασία, επιλαμβανόμενο υποθέσεως στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας η οποία κινήθηκε κατά προσώπων για τα οποία υπάρχουν υπόνοιες ότι απέκτησαν ή χρησιμοποίησαν δολίως το συγκεκριμένο πιστοποιητικό A 1, μπορεί, εντούτοις, να διαπιστώσει την ύπαρξη απάτης και να μη λάβει συνεπώς υπόψη το εν λόγω πιστοποιητικό.
42 Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι το πιστοποιητικό A 1, το οποίο αντικατέστησε το πιστοποιητικό E 101 που προβλέπεται στον κανονισμό 574/72, αντιστοιχεί σε τυποποιημένο έντυπο το οποίο χορηγείται, σύμφωνα με τον τίτλο II του κανονισμού 987/2009, από τον φορέα που ορίζεται από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους, του οποίου η νομοθεσία περί κοινωνικής ασφαλίσεως είναι εφαρμοστέα, προκειμένου να βεβαιωθεί, κατά τα οριζόμενα, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 19, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού, η υπαγωγή των εργαζομένων, οι οποίοι εμπίπτουν σε μια από τις περιπτώσεις που αναφέρει ο τίτλος II του κανονισμού 883/2004, στη νομοθεσία του κράτους μέλους αυτού. Κατ’ αυτό τον τρόπο, δυνάμει της αρχής κατά την οποία οι εργαζόμενοι οφείλουν να είναι ασφαλισμένοι σε ένα μόνο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, το πιστοποιητικό αυτό συνεπάγεται κατ’ ανάγκην ότι δεν μπορούν να εφαρμόζονται τα συστήματα ασφάλισης των άλλων κρατών μελών (απόφαση της 14ης Μαΐου 2020, Bouygues travaux publics κ.λπ., C‑17/19, EU:C:2020:379, σκέψεις 38 και 39 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
43 Όπως έχει επισημάνει το Δικαστήριο, ο κανονισμός 987/2009 κωδικοποίησε τη νομολογία του Δικαστηρίου όσον αφορά το περιεχόμενο και τα έννομα αποτελέσματα του πιστοποιητικού E 101 και όσον αφορά τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθείται για την επίλυση ενδεχόμενων διαφορών μεταξύ των φορέων των ενδιαφερόμενων κρατών μελών σχετικά με το κύρος ή την ακρίβεια του εν λόγω πιστοποιητικού, θεσπίζοντας, αφενός, τον δεσμευτικό χαρακτήρα τέτοιων πιστοποιητικών και την αποκλειστική αρμοδιότητα του φορέα που τα εκδίδει να εκτιμά το κύρος τους, και υιοθετώντας ρητώς, αφετέρου, τη διαδικασία διαλόγου μεταξύ των αρμόδιων φορέων των ενδιαφερόμενων κρατών μελών και συνδιαλλαγής ενώπιον της διοικητικής επιτροπής ως μέσο επιλύσεως των διαφορών μεταξύ των εν λόγω φορέων τόσο ως προς την ακρίβεια των εγγράφων που εκδόθηκαν όσο και ως προς τον καθορισμό της εφαρμοστέας στον συγκεκριμένο εργαζόμενο νομοθεσίας (βλ. απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2018, Alpenrind κ.λπ., C‑527/16, EU:C:2018:669, σκέψη 43 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
44 Ειδικότερα, το άρθρο 5, παράγραφος 1, του κανονισμού 987/2009 προβλέπει ότι τα έγγραφα που εκδίδονται από τον φορέα κράτους μέλους και τα οποία βεβαιώνουν την κατάσταση ενός προσώπου για τους σκοπούς της εφαρμογής των κανονισμών 883/2004 και 987/2009, καθώς και τα δικαιολογητικά βάσει των οποίων εκδόθηκαν τα έγγραφα, ισχύουν υποχρεωτικά για τους φορείς των άλλων κρατών μελών, εφόσον τα εν λόγω έγγραφα ή δικαιολογητικά δεν ανακαλούνται ή δεν κηρύσσονται άκυρα από το κράτος μέλος στο οποίο εκδόθηκαν.
45 Συναφώς, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι πιστοποιητικό A 1 το οποίο έχει χορηγηθεί από τον αρμόδιο φορέα κράτους μέλους δεσμεύει όχι μόνο τους φορείς του κράτους μέλους στο οποίο ασκείται η δραστηριότητα, αλλά και τα δικαστήρια του κράτους μέλους αυτού (απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2018, Alpenrind κ.λπ., C‑527/16, EU:C:2018:669, σκέψη 47).
46 Το άρθρο 5, παράγραφοι 2 έως 4, του κανονισμού 987/2009 διευκρινίζει τους κανόνες εφαρμογής της διαδικασίας που προβλέπεται στο άρθρο 76, παράγραφος 6, του κανονισμού 883/2004 για την επίλυση των διαφορών μεταξύ του φορέα του κράτους μέλους που λαμβάνει τα έγγραφα και τα δικαιολογητικά που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του εν λόγω άρθρου 5 και του φορέα που εξέδωσε τα εν λόγω έγγραφα. Ειδικότερα, οι παράγραφοι 2 και 3 του άρθρου 5 διευκρινίζουν τις ενέργειες στις οποίες καλούνται να προβούν οι εν λόγω φορείς σε περίπτωση αμφιβολίας όσον αφορά το κύρος τέτοιων εγγράφων και δικαιολογητικών ή την ακρίβεια των γεγονότων επί των οποίων θεμελιώνονται τα στοιχεία που περιέχονται σε αυτά και υποχρεώνουν τον εκδίδοντα φορέα να επανεξετάζει αν ορθώς χορηγήθηκαν τα έγγραφα και, κατά περίπτωση, να τα ανακαλεί. Η παράγραφος 4 του ίδιου άρθρου 5, ορίζει ότι, εάν δεν επιτευχθεί συμφωνία μεταξύ των σχετικών φορέων, το θέμα μπορεί να τεθεί από τις αρμόδιες αρχές ενώπιον της διοικητικής επιτροπής, η οποία επιχειρεί να συμβιβάσει τις διιστάμενες απόψεις εντός έξι μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία επελήφθη του θέματος.
47 Πρέπει να εξακριβωθεί, σε πρώτο στάδιο, αν ένα πιστοποιητικό A 1 του οποίου η ισχύς ανεστάλη προσωρινώς δεν παράγει, κατά τη διάρκεια του χρονικού διαστήματος της προσωρινής αναστολής, δεσμευτικά αποτελέσματα έναντι των φορέων και των δικαστηρίων των κρατών μελών.
48 Συναφώς, κατά πρώτον, από το γράμμα του άρθρου 5, παράγραφος 1, του κανονισμού 987/2009 προκύπτει ότι μόνον εφόσον τα πιστοποιητικά A 1 ανακληθούν ή κηρυχθούν άκυρα παύουν να παράγουν δεσμευτικά αποτελέσματα έναντι των φορέων και των δικαστηρίων των κρατών μελών.
49 Δεδομένου ότι ο χρησιμοποιούμενος από τον νομοθέτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης όρος «ανάκληση» συνεπάγεται, κατά τη νομική του έννοια, την εξαφάνιση ή την αναδρομική κατάργηση μιας πράξης βάσει αποφάσεως της διοικητικής αρχής που την εξέδωσε, το γράμμα του άρθρου 5, παράγραφος 1, του κανονισμού 987/2009 υποδηλώνει ότι η απόφαση του εκδίδοντος φορέα περί προσωρινής αναστολής ενός πιστοποιητικού A 1 δεν επιφέρει την απώλεια των δεσμευτικών αποτελεσμάτων που απορρέουν από αυτό. Η ερμηνεία αυτή επιρρωννύεται από το γεγονός ότι, πέραν της περιπτώσεως της ανάκλησης, ο νομοθέτης της Ένωσης προέβλεψε την απώλεια των δεσμευτικών αποτελεσμάτων που απορρέουν από τα πιστοποιητικά A 1 μόνον στην περίπτωση της κήρυξης της ακυρότητάς τους, η οποία έχει επίσης τον χαρακτήρα οριστικής πράξης που ισοδυναμεί με ακύρωση των εν λόγω πιστοποιητικών.
50 Κατά δεύτερον, η απόφαση του εκδίδοντος φορέα, ο οποίος επιλαμβάνεται αιτήματος περί ανακλήσεως πιστοποιητικού A 1 που υποβάλλεται από φορέα άλλου κράτους μέλους, να προβεί στην ανάκληση του εν λόγω πιστοποιητικού για τους σκοπούς του άρθρου 5, παράγραφος 1, του κανονισμού 987/2009 πρέπει να λαμβάνεται στο πλαίσιο της διαδικασίας διαλόγου και συνδιαλλαγής μεταξύ φορέων, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 76, παράγραφος 6, του κανονισμού 883/2004 και της οποίας οι κανόνες εφαρμογής διευκρινίζονται στο άρθρο 5, παράγραφοι 2 έως 4, του κανονισμού 987/2009, σε περίπτωση που, ο φορέας έκδοσης του πιστοποιητικού, αφού επανεξετάσει αν ορθώς χορηγήθηκε το πιστοποιητικό, εκτιμά ότι, λαμβανομένης υπόψη της πραγματικής κατάστασης του ενδιαφερόμενου εργαζομένου, το σύστημα κοινωνικής ασφάλισής του δεν έχει εφαρμογή στον εν λόγω εργαζόμενο.
51 Επομένως, μόνον η απόφαση ανάκλησης πιστοποιητικού A 1 η οποία εκδόθηκε από τον φορέα που εξέδωσε το εν λόγω πιστοποιητικό σύμφωνα με την ως άνω διαδικασία διαλόγου και συνδιαλλαγής και, συνεπώς, κατόπιν της επανεξέτασης του αν ορθώς χορηγήθηκε το πιστοποιητικό και του καθορισμού του εφαρμοστέου στον ενδιαφερόμενο εργαζόμενο συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, μπορεί να επιφέρει την άρση των δεσμευτικών αποτελεσμάτων του εν λόγω πιστοποιητικού.
52 Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να υπομνησθεί ότι, όπως έχει επισημάνει το Δικαστήριο, η εν λόγω διαδικασία διαλόγου και συνδιαλλαγής πρέπει να τηρείται από τους φορείς των κρατών μελών οι οποίοι καλούνται να εφαρμόσουν τους κανονισμούς 883/2004 και 987/2009 σε περίπτωση ύπαρξης διαφορών μεταξύ των φορέων των ενδιαφερόμενων κρατών μελών σχετικά με το κύρος ή την ακρίβεια πιστοποιητικού A 1 (πρβλ., όσον αφορά τον κανονισμό 1408/71, απόφαση της 27ης Απριλίου 2017, A‑Rosa Flussschiff, C‑620/15, EU:C:2017:309, σκέψη 53).
53 Το να γίνει δεκτό ότι ο εκδίδων φορέας μπορεί, έστω και προσωρινώς, να άρει τα δεσμευτικά αποτελέσματα πιστοποιητικού A 1, χωρίς προηγουμένως να επανεξετάσει αν ορθώς χορηγήθηκε το εν λόγω πιστοποιητικό ούτε να καθορίσει ποιο είναι το εφαρμοστέο στον ενδιαφερόμενο εργαζόμενο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, θα συνιστούσε παράβαση των κανόνων εφαρμογής και του σκοπού της εν λόγω διαδικασίας διαλόγου και συνδιαλλαγής.
54 Κατά τρίτον, υπενθυμίζεται η σημασία που προσδίδεται, στο πλαίσιο των κανονισμών 883/2004 και 987/2009, στις αρχές της εφαρμογής της νομοθεσίας ενός μόνον κράτους μέλους, της καλόπιστης συνεργασίας και της ασφάλειας δικαίου, στις οποίες στηρίζεται η νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με τη δεσμευτική ισχύ των πιστοποιητικών E 101. Συγκεκριμένα, μολονότι η αρχή της ασφάλειας δικαίου μνημονεύεται, μεταξύ άλλων, στην αιτιολογική σκέψη 6 του κανονισμού 987/2009, η αρχή της υπαγωγής των μισθωτών σε ένα και μόνο σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως εξαγγέλλεται με την αιτιολογική σκέψη 15 και με το άρθρο 11, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004, ενώ η σημασία της αρχής της ειλικρινούς συνεργασίας απορρέει τόσο από το άρθρο 76 του κανονισμού 883/2004 όσο και από την αιτιολογική σκέψη 2 και από το άρθρο 20 του κανονισμού 987/2009 (πρβλ. απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2018, Alpenrind κ.λπ., C‑527/16, EU:C:2018:669, σκέψη 45).
55 Στην περίπτωση που μνημονεύεται στη σκέψη 53 της παρούσας απόφασης, η αρχή της καλόπιστης συνεργασίας επί της οποίας στηρίζεται η διαδικασία διαλόγου και συνδιαλλαγής θα παραβιαζόταν, λόγω της μη τήρησης της εν λόγω διαδικασίας.
56 Εξάλλου, σε μια τέτοια περίπτωση, η έλλειψη δεσμευτικών αποτελεσμάτων του επίμαχου πιστοποιητικού A 1 θα παρείχε στους φορείς των άλλων κρατών μελών, και ιδίως στον φορέα του κράτους μέλους ο οποίος εξέφρασε αμφιβολίες ως προς την ακρίβεια και το κύρος του εν λόγω πιστοποιητικού, τη δυνατότητα υπαγωγής του ενδιαφερόμενου εργαζομένου στα δικά τους συστήματα κοινωνικής ασφάλισης. Ως εκ τούτου, μια ερμηνεία του άρθρου 5 του κανονισμού 987/2009 η οποία παρέχει στον εκδίδοντα φορέα τη δυνατότητα προσωρινής αναστολής ενός πιστοποιητικού A 1, αίροντας, κατά τη διάρκεια του μεταβατικού αυτού χρονικού διαστήματος, τα δεσμευτικά αποτελέσματα που απορρέουν από αυτό, είναι ικανή να επιτείνει τον κίνδυνο σώρευσης συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης, όπερ θα έθιγε την αρχή της υπαγωγής των μισθωτών σε ένα μόνο σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως καθώς και την προβλεψιμότητα του εφαρμοστέου συστήματος και, επομένως, την αρχή της ασφάλειας δικαίου (πρβλ., όσον αφορά τον κανονισμό 1408/71, απόφαση της 2ας Απριλίου 2020, CRPNPAC και Vueling Airlines, C‑370/17 και C‑37/18, EU:C:2020:260, σκέψη 70 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
57 Συναφώς, επισημαίνεται ότι ένας τέτοιος κίνδυνος δεν μπορεί να αποσοβηθεί με δήλωση του φορέα που εξέδωσε το πιστοποιητικό A 1, με την οποία διευκρινίζει ότι, κατά το χρονικό διάστημα προσωρινής παύσης των δεσμευτικών αποτελεσμάτων του εν λόγω πιστοποιητικού, ο ενδιαφερόμενος εργαζόμενος εξακολουθεί να υπάγεται στο δικό του σύστημα κοινωνικής ασφάλισης. Συγκεκριμένα, μια τέτοια δήλωση δεν μπορεί να παράγει τα αποτελέσματα που απορρέουν από ένα πιστοποιητικό A 1, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται η δεσμευτική ισχύς του έναντι των φορέων και των δικαστηρίων άλλων κρατών μελών, πλην του κράτους μέλους του φορέα έκδοσης τέτοιων πιστοποιητικών.
58 Τέλος, κατά τέταρτον, λαμβανομένων υπόψη των περιπλοκών τις οποίες μπορεί να συνεπάγεται η ενδεχόμενη σώρευση συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης, μια ερμηνεία του άρθρου 5 του κανονισμού 987/2009 όπως αυτή που μνημονεύεται στη σκέψη 56 της παρούσας απόφασης θα μπορούσε επίσης να υπονομεύσει τον απώτερο σκοπό που επιδιώκεται τόσο με τα πιστοποιητικά A 1 όσο και με την ουσιαστικού δικαίου ρύθμιση του τίτλου II του εν λόγω κανονισμού, ήτοι τη διευκόλυνση της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων και της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 6ης Φεβρουαρίου 2018, Altun κ.λπ., C‑359/16, EU:C:2018:63, σκέψη 35 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
59 Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι ένα πιστοποιητικό A 1, παρά το ότι ανεστάλη προσωρινώς με απόφαση του φορέα έκδοσής του, δεν παύει να παράγει τα δεσμευτικά αποτελέσματά του κατά τη διάρκεια του χρονικού διαστήματος προσωρινής αναστολής και, ως εκ τούτου, εξακολουθεί να δεσμεύει τους φορείς και τα δικαστήρια των κρατών μελών.
60 Πρέπει, επομένως, να εξακριβωθεί, σε δεύτερο στάδιο, αν, υπό περιστάσεις όπως αυτές που εκτίθενται στη σκέψη 39 της παρούσας απόφασης, δικαστήριο του κράτους μέλους εντός του οποίου παρέχεται η εργασία, το οποίο επιλαμβάνεται υποθέσεως στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας που κινήθηκε κατά προσώπων για τα οποία υπάρχουν υπόνοιες ότι απέκτησαν ή χρησιμοποίησαν δολίως το επίμαχο πιστοποιητικό A 1, μπορεί, εντούτοις, να διαπιστώσει την ύπαρξη απάτης και να μη λάβει συνεπώς υπόψη το πιστοποιητικό.
61 Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το δικαστήριο του κράτους μέλους υποδοχής που επιλαμβάνεται υποθέσεως στο πλαίσιο διαδικασίας κινηθείσας σε βάρος εργοδότη για πραγματικά περιστατικά δυνάμενα να καταδείξουν ότι υφίσταται δόλια κτήση ή χρησιμοποίηση πιστοποιητικών A 1 δεν μπορεί να αποφανθεί οριστικά επί της υπάρξεως σχετικής απάτης και να μη λάβει υπόψη τα πιστοποιητικά αυτά παρά μόνον αν διαπιστώσει, έχοντας αναστείλει, εφόσον είναι αναγκαίο, τη δικαστική διαδικασία δυνάμει του εθνικού του δικαίου, ότι ενώ η διαδικασία διαλόγου και συνδιαλλαγής την οποία προβλέπει το άρθρο 76, παράγραφος 6, του κανονισμού 883/2004 κινήθηκε χωρίς καθυστέρηση, ο φορέας εκδόσεως των εν λόγω πιστοποιητικών παρέλειψε να τα επανεξετάσει και να λάβει θέση, εντός ευλόγου χρόνου, επί των στοιχείων που του διαβίβασε ο αρμόδιος φορέας του κράτους μέλους υποδοχής, ακυρώνοντας ή ανακαλώντας, κατά περίπτωση, τα συγκεκριμένα πιστοποιητικά (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 2ας Απριλίου 2020, CRPNPAC και Vueling Airlines, C‑370/17 και C‑37/18, EU:C:2020:260, σκέψη 80).
62 Πράγματι, όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο, η διαδικασία αυτή διαλόγου και συνδιαλλαγής συνιστά ένα υποχρεωτικό προαπαιτούμενο προκειμένου να προσδιοριστεί αν πληρούνται οι προϋποθέσεις σχετικά με την ύπαρξη απάτης και, επομένως, προκειμένου να συναχθεί κάθε χρήσιμη συνέπεια όσον αφορά το κύρος των επίμαχων πιστοποιητικών A 1 και την εφαρμοστέα στους συγκεκριμένους εργαζομένους νομοθεσία κοινωνικής ασφαλίσεως. Ως εκ τούτου, δικαστήριο του κράτους μέλους υποδοχής το οποίο επιλαμβάνεται υποθέσεως στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας όπως αυτή της κύριας δίκης δεν μπορεί να μη λάβει υπόψη την εν λόγω διαδικασία διαλόγου και συνδιαλλαγής (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 2ας Απριλίου 2020, CRPNPAC και Vueling Airlines, C‑370/17 και C‑37/18, EU:C:2020:260, σκέψεις 71 και 73).
63 Εν προκειμένω, μολονότι η διαδικασία διαλόγου και συνδιαλλαγής κινήθηκε πράγματι, ο φορέας έκδοσης των επίμαχων στην υπόθεση της κύριας δίκης πιστοποιητικών A 1 αποφάσισε, εντούτοις, κατά παράβαση των κανόνων εφαρμογής της εν λόγω διαδικασίας, να αναβάλει την επανεξέταση του κύρους των πιστοποιητικών και την εκτίμηση του εφαρμοστέου στους ενδιαφερόμενους εργαζομένους συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, έως την περάτωση της ποινικής διαδικασίας που εκκρεμεί ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους μέλους εντός του οποίου παρέχεται η εργασία.
64 Υπό τις συνθήκες αυτές, προκύπτει ότι ο φορέας έκδοσης των πιστοποιητικών παρέλειψε να προβεί στην επανεξέταση των πιστοποιητικών των οποίων η δόλια κτήση ή χρησιμοποίηση αποτέλεσε αντικείμενο της προαναφερθείσας ποινικής διαδικασίας και να λάβει θέση, εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος, επί των στοιχείων που προσκόμισε συναφώς ο αρμόδιος φορέας του κράτους μέλους υποδοχής.
65 Κατά συνέπεια, τα ως άνω στοιχεία πρέπει να μπορούν να προβληθούν στο πλαίσιο της εν λόγω ποινικής διαδικασίας με την οποία ζητείται από τον δικαστή του κράτους μέλους εντός του οποίου παρέχεται η εργασία να μη λάβει υπόψη τα επίμαχα πιστοποιητικά (βλ. απόφαση της 6ης Φεβρουαρίου 2018, Altun κ.λπ., C‑359/16, EU:C:2018:63, σκέψη 55).
66 Εν πάση περιπτώσει, υπενθυμίζεται ότι τα πρόσωπα για τα οποία υπάρχουν υπόνοιες, στο πλαίσιο μιας δικαστικής διαδικασίας, ότι έχουν απασχολήσει αποσπασμένους εργαζόμενους με πιστοποιητικά τα οποία φέρεται να αποκτήθηκαν με δόλιο τρόπο πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να αντικρούσουν τα στοιχεία στα οποία στηρίζεται η εν λόγω διαδικασία, τηρουμένων των εγγυήσεων που απορρέουν από το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, πριν ο εθνικός δικαστής αποφασίσει, ενδεχομένως, να μη λάβει υπόψη τα εν λόγω πιστοποιητικά και πριν αποφανθεί σχετικά με την ευθύνη των προσώπων αυτών δυνάμει του εφαρμοστέου εθνικού δικαίου (απόφαση της 6ης Φεβρουαρίου 2018, Altun κ.λπ., C‑359/16, EU:C:2018:63, σκέψη 56).
67 Επομένως, υπό περιστάσεις όπως αυτές που εκτίθενται στη σκέψη 39 της παρούσας απόφασης, δικαστήριο του κράτους μέλους εντός του οποίου παρέχεται η εργασία, το οποίο επιλαμβάνεται υποθέσεως στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας που κινήθηκε κατά προσώπων για τα οποία υπάρχουν υπόνοιες ότι απέκτησαν ή χρησιμοποίησαν δολίως πιστοποιητικό A 1, μπορεί να διαπιστώσει την ύπαρξη απάτης και να μη λάβει συνεπώς υπόψη το εν λόγω πιστοποιητικό, εφόσον τηρούνται οι απορρέουσες από το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη εγγυήσεις οι οποίες πρέπει να παρέχονται στα εν λόγω πρόσωπα.
68 Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C‑410/21 πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 5 του κανονισμού 987/2009 έχει την έννοια ότι πιστοποιητικό A 1 το οποίο χορηγήθηκε από τον αρμόδιο φορέα κράτους μέλους δεσμεύει τους φορείς και τα δικαστήρια του κράτους μέλους εντός του οποίου παρέχεται η εργασία, συμπεριλαμβανομένης της περίπτωσης κατά την οποία, κατόπιν αιτήματος περί επανεξέτασης και ανάκλησης το οποίο απευθύνθηκε από τον αρμόδιο φορέα του τελευταίου κράτους μέλους προς τον φορέα έκδοσης του πιστοποιητικού, ο φορέας έκδοσης δήλωσε ότι αναστέλλει προσωρινώς τα δεσμευτικά αποτελέσματα του συγκεκριμένου πιστοποιητικού έως ότου λάβει οριστική απόφαση επί του σχετικού αιτήματος. Εντούτοις, υπό τέτοιες περιστάσεις, δικαστήριο του κράτους μέλους εντός του οποίου παρέχεται η εργασία, επιλαμβανόμενο υποθέσεως στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας η οποία κινήθηκε κατά προσώπων για τα οποία υπάρχουν υπόνοιες ότι απέκτησαν ή χρησιμοποίησαν δολίως το συγκεκριμένο πιστοποιητικό A 1, μπορεί να διαπιστώσει την ύπαρξη απάτης και να μη λάβει συνεπώς υπόψη το πιστοποιητικό αυτό για τις ανάγκες της ως άνω ποινικής διαδικασίας, εφόσον, αφενός, έχει παρέλθει εύλογο χρονικό διάστημα χωρίς ο φορέας που εξέδωσε το εν λόγω πιστοποιητικό να επανεξετάσει αν αυτό ορθώς χορηγήθηκε και να λάβει θέση επί των συγκεκριμένων στοιχείων που παρέσχε ο αρμόδιος φορέας του κράτους μέλους υποδοχής από τα οποία συνάγεται ότι το συγκεκριμένο πιστοποιητικό αποκτήθηκε ή χρησιμοποιήθηκε δολίως, ακυρώνοντας ή ανακαλώντας το, κατά περίπτωση, και, αφετέρου, εφόσον τηρούνται οι απορρέουσες από το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη εγγυήσεις οι οποίες πρέπει να παρέχονται στα εν λόγω πρόσωπα.
Επί του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος στην υπόθεση C‑410/21 και του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος στην υπόθεση C‑661/21
69 Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C‑410/21 και το πρώτο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C‑661/21, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, σημείο i, του κανονισμού 883/2004, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, και του άρθρου 11, παράγραφος 1, του κανονισμού 1071/2009, καθώς και του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1072/2009, έχει την έννοια ότι το γεγονός ότι μια εταιρία διαθέτει κοινοτική άδεια οδικών μεταφορών χορηγηθείσα από τις αρμόδιες αρχές κράτους μέλους συνιστά αδιάσειστη απόδειξη του ότι η έδρα της εταιρίας ευρίσκεται στο εν λόγω κράτος μέλος για τους σκοπούς του καθορισμού, σύμφωνα με το άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, σημείο i, του κανονισμού 883/2004, της εφαρμοστέας εθνικής νομοθεσίας κοινωνικής ασφάλισης.
70 Όπως προκύπτει από τις αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως, οι αμφιβολίες του αιτούντος δικαστηρίου απορρέουν από το γεγονός ότι η χορήγηση κοινοτικής άδειας οδικών μεταφορών σε επιχείρηση εξαρτάται από την ύπαρξη σταθερού και πραγματικού τόπου εγκατάστασης, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1071/2009, στο κράτος μέλος χορήγησης της άδειας.
71 Πράγματι, η απαίτηση αυτή απορρέει ιδίως από το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 1072/2009.
72 Πρέπει, επομένως, να εξακριβωθεί αν ο όρος «έδρα ή τόπος δραστηριοτήτων», κατά την έννοια του άρθρου 13, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, σημείο i, του κανονισμού 883/2004, αντιστοιχεί στον όρο «πραγματικός και σταθερός τόπος εγκατάστασης», κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1071/2009.
73 Όσον αφορά, κατά πρώτον, τον όρο «έδρα ή τόπος δραστηριοτήτων», κατά την έννοια του άρθρου 13, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, σημείο i, του κανονισμού 883/2004, η εν λόγω διάταξη προβλέπει ότι το πρόσωπο το οποίο ασκεί κανονικά μισθωτή δραστηριότητα σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη και δεν ασκεί ουσιώδες μέρος της εν λόγω δραστηριότητας στο κράτος μέλος της κατοικίας του υπάγεται στη νομοθεσία του κράτους μέλους στο οποίο ευρίσκεται η έδρα ή ο τόπος δραστηριοτήτων της επιχείρησης ή του εργοδότη, εάν απασχολείται από μία επιχείρηση ή έναν εργοδότη.
74 Το άρθρο 14, παράγραφος 5α, του κανονισμού 987/2009 διευκρινίζει ότι, για τους σκοπούς της εφαρμογής του τίτλου II του κανονισμού 883/2004, στον οποίο περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, το άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, σημείο i, ως «έδρα ή τόπος δραστηριοτήτων» νοείται η έδρα ή ο τόπος εγκατάστασης όπου λαμβάνονται σημαντικές αποφάσεις της επιχείρησης και εκτελούνται οι λειτουργίες της κεντρικής της διοίκησης.
75 Επομένως, το συνδετικό στοιχείο της «έδρας ή του τόπου δραστηριοτήτων», το οποίο μνημονεύεται στο άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, σημείο i, του κανονισμού 883/2004 όσον αφορά τον καθορισμό του κράτους μέλους του οποίου η νομοθεσία κοινωνικής ασφάλισης έχει εφαρμογή, προσδιορίζεται από τον τόπο από τον οποίο λαμβάνει πράγματι χώρα η διαχείριση και η οργάνωση μιας επιχείρησης.
76 Όσον αφορά, κατά δεύτερον, τον όρο «πραγματικός και σταθερός τόπος εγκατάστασης», κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1071/2009, όπως προκύπτει από το άρθρο 5 του εν λόγω κανονισμού, το γεγονός ότι μια επιχείρηση διαθέτει «πραγματικό και σταθερό τόπο εγκατάστασης», κατά την έννοια του ως άνω άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, συνεπάγεται, κατ’ ουσίαν, πρώτον, ότι διαθέτει εγκατάσταση στην οποία διατηρεί τα βασικά εμπορικά έγγραφά της, δεύτερον, διαθέτει οχήματα τα οποία έχουν ταξινομηθεί και, τρίτον, εκτελεί πραγματικά και συνεχώς τις εργασίες της όσον αφορά τα εν λόγω οχήματα με τον κατάλληλο τεχνικό εξοπλισμό και τις κατάλληλες τεχνικές και διοικητικές εγκαταστάσεις από κέντρο επιχειρήσεων.
77 Επομένως, ο όρος «πραγματικός και σταθερός τόπος εγκατάστασης», κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1071/2009, αναφέρεται ουσιαστικά στον τόπο όπου τηρούνται τα βασικά έγγραφα της επιχείρησης και όπου βρίσκεται ο εξοπλισμός της καθώς και οι τεχνικές και διοικητικές εγκαταστάσεις της.
78 Επομένως, τα κριτήρια που χρησιμοποιούνται για τον καθορισμό της έδρας μιας επιχείρησης μεταφορών για τους σκοπούς της απόκτησης κοινοτικής άδειας οδικών μεταφορών είναι διαφορετικά από εκείνα που χρησιμοποιούνται για τον καθορισμό της έδρας μιας τέτοιας επιχείρησης για τους σκοπούς του άρθρου 13, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, σημείο i, του κανονισμού 883/2004.
79 Ως εκ τούτου, μολονότι ο πραγματικός και σταθερός τόπος εγκατάστασης, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1071/2009, και ο τόπος όπου μια επιχείρηση ή ένας εργοδότης λαμβάνει σημαντικές αποφάσεις ή εκτελεί τις λειτουργίες της κεντρικής διοίκησης μπορούν, βεβαίως, να συμπίπτουν, τούτο δεν είναι ωστόσο οπωσδήποτε αναγκαίο.
80 Κατά συνέπεια, ο όρος «έδρα ή τόπος δραστηριοτήτων», κατά την έννοια του άρθρου 13, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, σημείο i, του κανονισμού 883/2004, δεν αντιστοιχεί στον όρο «πραγματικός και σταθερός τόπος εγκατάστασης», κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1071/2009.
81 Υπό τις συνθήκες αυτές, το γεγονός ότι μια επιχείρηση διαθέτει κοινοτική άδεια οδικών μεταφορών μπορεί να αποτελεί στοιχείο το οποίο πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά τον προσδιορισμό της έδρας ή του τόπου δραστηριοτήτων της, για τους σκοπούς του καθορισμού της εφαρμοστέας εθνικής νομοθεσίας κοινωνικής ασφάλισης σύμφωνα με το άρθρο 13, παράγραφος 1, σημείο i, του κανονισμού 883/2004, αλλά δεν μπορεί να αποτελεί άνευ ετέρου απόδειξη, ούτε, κατά μείζονα λόγο, αδιάσειστη απόδειξη προς τούτο, ούτε να δεσμεύει τις αρχές του κράτους μέλους εντός του οποίου παρέχεται η εργασία.
82 Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρων σκέψεων, στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C‑410/21 και στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C‑661/21 πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, σημείο i, του κανονισμού 883/2004, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, και του άρθρου 11, παράγραφος 1, του κανονισμού 1071/2009, καθώς και του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1072/2009, έχει την έννοια ότι το γεγονός ότι μια εταιρία διαθέτει κοινοτική άδεια οδικών μεταφορών χορηγηθείσα από τις αρμόδιες αρχές κράτους μέλους δεν συνιστά αδιάσειστη απόδειξη του ότι η έδρα της εταιρίας ευρίσκεται στο εν λόγω κράτος μέλος για τους σκοπούς του καθορισμού, σύμφωνα με το άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, σημείο i, του κανονισμού 883/2004, της εφαρμοστέας εθνικής νομοθεσίας κοινωνικής ασφάλισης.
Επί του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος στην υπόθεση C‑661/21
83 Λαμβανομένης υπόψη της απαντήσεως που δόθηκε στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C‑410/21 και στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C‑661/21, παρέλκει η απάντηση στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα στην τελευταία αυτή υπόθεση.
Επί των δικαστικών εξόδων
84 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους των κύριων δικών τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφαίνεται:
1) Το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΚ) 987/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, για καθορισμό της διαδικασίας εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 465/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2012,
έχει την έννοια ότι:
πιστοποιητικό A 1 το οποίο χορηγήθηκε από τον αρμόδιο φορέα κράτους μέλους δεσμεύει τους φορείς και τα δικαστήρια του κράτους μέλους εντός του οποίου παρέχεται η εργασία, συμπεριλαμβανομένης της περίπτωσης κατά την οποία, κατόπιν αιτήματος περί επανεξέτασης και ανάκλησης το οποίο απευθύνθηκε από τον αρμόδιο φορέα του τελευταίου κράτους μέλους προς τον φορέα έκδοσης του πιστοποιητικού, ο φορέας έκδοσης δήλωσε ότι αναστέλλει προσωρινώς τα δεσμευτικά αποτελέσματα του συγκεκριμένου πιστοποιητικού έως ότου λάβει οριστική απόφαση επί του σχετικού αιτήματος. Εντούτοις, υπό τέτοιες περιστάσεις, δικαστήριο του κράτους μέλους εντός του οποίου παρέχεται η εργασία, επιλαμβανόμενο υποθέσεως στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας η οποία κινήθηκε κατά προσώπων για τα οποία υπάρχουν υπόνοιες ότι απέκτησαν ή χρησιμοποίησαν δολίως το συγκεκριμένο πιστοποιητικό A 1, μπορεί να διαπιστώσει την ύπαρξη απάτης και να μη λάβει συνεπώς υπόψητο πιστοποιητικό αυτό για τις ανάγκες της ως άνω ποινικής διαδικασίας, εφόσον, αφενός, έχει παρέλθει εύλογο χρονικό διάστημα χωρίς ο φορέας που εξέδωσε το εν λόγω πιστοποιητικό να επανεξετάσει αν αυτό ορθώς χορηγήθηκε και να λάβει θέση επί των συγκεκριμένων στοιχείων που παρέσχε ο αρμόδιος φορέας του κράτους μέλους υποδοχής από τα οποία συνάγεται ότι το συγκεκριμένο πιστοποιητικό αποκτήθηκε ή χρησιμοποιήθηκε δολίως, ακυρώνοντας ή ανακαλώντας το, κατά περίπτωση, και, αφετέρου, εφόσον τηρούνται οι απορρέουσες από το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη εγγυήσεις οι οποίες πρέπει να παρέχονται στα εν λόγω πρόσωπα.
2) Το άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, σημείο i, του κανονισμού (ΕΚ) 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για το συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 465/2012, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, και του άρθρου 11, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 1071/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Οκτωβρίου 2009, σχετικά με τη θέσπιση κοινών κανόνων όσον αφορά τους όρους που πρέπει να πληρούνται για την άσκηση του επαγγέλματος του οδικού μεταφορέα και για την κατάργηση της οδηγίας 96/26/ΕΚ του Συμβουλίου, καθώς και του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 1072/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Οκτωβρίου 2009, για τους κοινούς κανόνες πρόσβασης στην αγορά διεθνών οδικών εμπορευματικών μεταφορών,
έχει την έννοια ότι:
το γεγονός ότι μια εταιρία διαθέτει κοινοτική άδεια οδικών μεταφορών χορηγηθείσα από τις αρμόδιες αρχές κράτους μέλους δεν συνιστά αδιάσειστη απόδειξη του ότι η έδρα της ευρίσκεται στο εν λόγω κράτος μέλος για τους σκοπούς του καθορισμού, σύμφωνα με το άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, σημείο i, του κανονισμού 883/2004, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 465/2012, της εφαρμοστέας εθνικής νομοθεσίας κοινωνικής ασφάλισης.
(υπογραφές)