Μια πολύ ενδιαφέρουσα απόφαση του Δικαστηρίου της ΕΕ για τις προϋποθέσεις προσκόμισης εγγράφων με προσωπικά δεδομένα σε πολιτική δίκη και τα κριτήρια στάθμισης συμφερόντων και δικαιωμάτων
Επιμέλεια: Δημήτρης Βέρρας
Μια πολύ ενδιαφέρουσα απόφαση εξέδωσε το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης επί προδικαστικής αίτησης του ανωτάτου δικαστηρίου της Σουηδίας.
Αντικείμενο της αίτησης υπήρξε αφενός το κατά πόσον η προσκόμιση αποδεικτικών μέσων με προσωπικά δεδομένα, η οποία διατάσσεται από πολιτικό δικαστήριο, συνιστά νόμιμη περαιτέρω επεξεργασία για διαφορετικό σκοπό από αυτόν της συλλογής των δεδομένων, αφετέρου με ποια κριτήρια πρέπει το δικαστήριο να σταθμίζει το δικαίωμα δικαστικής προστασίας με τα συμφέροντα των υποκειμένων των δεδομένων και το δικαίωμα στην προστασία των προσωπικών δεδομένων.
Το ιστορικό και τα προδικαστικά ερωτήματα
Η εταιρεία Fastec είχε αναλάβει την κατασκευή του κτιρίου γραφείων της Nycander. Οι εργαζόμενοι στο εργοτάξιο κατέγραφαν την παρουσία τους μέσω ηλεκτρονικού μητρώου προσωπικού, το οποίο μητρώο παρεχόταν από την εταιρία Εntral, η οποία ενεργούσε για λογαριασμό της Fastec.
Η Fastec άσκησε ενώπιον του πρωτοδικείου αγωγή με αίτημα την εξόφληση των εκτελεσθεισών εργασιών και ειδικότερα την καταβολή του ποσού που κατά την ίδια εξακολουθούσε να της οφείλεται. Η εναγόμενη Nycander ισχυρίστηκε πως ο αριθμός των ωρών εργασίας του προσωπικού της Fastec ήταν μικρότερος από τον αναγραφόμενο στο αγωγικό αίτημα.
Προς τούτο, η εναγόμενη ζήτησε από το δικαστήριο να υποχρεώσει την Entral, πάροχο του μητρώου, να προσκομίσει το μητρώο προσωπικού της ενάγουσας για το χρονικό διάστημα από την 1η Αυγούστου 2016 έως την 30ή Νοεμβρίου 2017, και, επικουρικώς, να το προσκομίσει απαλείφοντας τους εθνικούς αριθμούς ταυτοποιήσεως των οικείων προσώπων. Προς υποστήριξη του αιτήματός της αυτού, η εναγόμενη ισχυρίστηκε πως το επίμαχο μητρώο θα μπορούσε να αποτελέσει σημαντικό αποδεικτικό στοιχείο για την εκδίκαση της αγωγής, αφού οι καταχωρίσεις επ’ αυτού θα καθιστούσαν δυνατή την απόδειξη των ωρών απασχολήσεως του προσωπικού της ενάγουσας.
Η ενάγουσα Fastec αντιτάχθηκε στο αίτημα, προβάλλοντας τον ισχυρισμό πως μια τέτοια προσκόμιση θα αντέβαινε στην αρχή περιορισμού του σκοπού του άρθρου 5 παρ.1β’ ΓΚΠΔ. Τούτο διότι, το μητρώο προσωπικού τηρείτο προς τον σκοπό του ελέγχου των δραστηριοτήτων της από τη φορολογική αρχή, η δε κοινοποίηση των δεδομένων στο δικαστήριο δεν συνάδει προς τον σκοπό αυτό.
Το πρωτοδικείο έκανε δεκτό το αίτημα της εναγόμενης και διέταξε την Entral να προσκομίσει το επίμαχο μητρώο προσωπικού, ενώ η απόφασή του επικυρώθηκε και από το εφετείο της Στοκχόλμης. Μετά από άσκηση αναίρεσης, η υπόθεση ήχθη ενώπιον του ανωτάτου δικαστηρίου της Σουηδίας (Högsta domstolen), το οποίο ανέστειλε την εκδίκαση της υπόθεσης και απέστειλε στο ΔΕΕ τα εξής προδικαστικά ερωτήματα:
1) Έχουν οι διατάξεις του άρθρου 6 παρ. 3 και 4 ΓΚΠΔ την έννοια ότι τυγχάνουν εφαρμογής και επί εθνικών δικονομικών κανόνων περί υποχρεώσεως προσκομίσεως εγγράφων;
2) Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης στο πρώτο ερώτημα, έχει ο ΓΚΠΔ την έννοια ότι πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και τα συμφέροντα των υποκειμένων των δεδομένων όταν πρόκειται να ληφθεί απόφαση σχετικά με το αν πρέπει να διαταχθεί προσκόμιση πράξεως που περιλαμβάνει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα; Σε μια τέτοια περίπτωση, επιβάλλει το δίκαιο της Ένωσης απαιτήσεις σχετικά με τις ειδικότερες λεπτομέρειες κατά τις οποίες πρέπει να λαμβάνεται η απόφαση αυτή;
Η κρίση του ΔΕΕ
Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος ως προς την επεξεργασία δεδομένων για σκοπό διαφορετικό
Εισαγωγικώς, το Δικαστήριο πρώτα παρατηρεί πως, όπως έχει ήδη κρίνει1, ο Γενικός Κανονισμός Προστασίας Δεδομένων εφαρμόζεται στις πράξεις επεξεργασίας που εκτελούνται τόσο από ιδιώτες όσο και από τις δημόσιες αρχές, περιλαμβανομένων, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 20 αυτού, των δραστηριοτήτων των δικαστικών αρχών, όπως είναι τα δικαστήρια.
Περαιτέρω, από τον ορισμό του άρθρου 4 σημείο 2 ΓΚΠΔ προκύπτει ότι επεξεργασία συνιστούν, όχι μόνο η δημιουργία και η τήρηση ηλεκτρονικού μητρώου προσωπικού2, αλλά και η προσκόμιση ως αποδεικτικού στοιχείου ενός εγγράφου, ψηφιακού ή φυσικού, το οποίο περιέχει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, η οποία διατάσσεται από δικαστήριο στο πλαίσιο ένδικης διαδικασίας3.
Τέλος, το Δικαστήριο τονίζει πως και η επεξεργασία δεδομένων που πραγματοποιείται από δημόσια αρχή, όπως δικαστήριο, πρέπει να πληροί τις προϋποθέσεις νομιμότητας του άρθρου 6 ΓΚΠΔ, όπως κάθε άλλη πράξη επεξεργασίας.
Επί των προϋποθέσεων αυτών του άρθρου 6 ΓΚΠΔ, το ΔΕΕ παρατηρεί ότι:
– Σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ.1ε’ ΓΚΠΔ, η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα είναι σύννομη εφόσον είναι απαραίτητη για την εκπλήρωση καθήκοντος που εκτελείται προς το δημόσιο συμφέρον ή κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας που έχει ανατεθεί στον υπεύθυνο επεξεργασίας.
– Σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ.3 ΓΚΠΔ, σε συνδυασμό με την αιτιολογική σκέψη 45, η βάση επεξεργασίας του άρθρου 6 παρ.1ε’ ΓΚΠΔ καθορίζεται από το δίκαιο της Ένωσης ή από το δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο υπάγεται ο υπεύθυνος επεξεργασίας. Επιπροσθέτως, το δίκαιο της Ένωσης ή το δίκαιο του κράτους μέλους πρέπει να ανταποκρίνεται σε σκοπό δημόσιου συμφέροντος και να είναι ανάλογο προς τον επιδιωκόμενο νόμιμο σκοπό.
– Επομένως, από τον συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει πως απαιτείται η ύπαρξη μιας νομικής βάσεως, ιδίως εθνικής, η οποία να αποτελεί το έρεισμα για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τους υπεύθυνους της επεξεργασίας, οι οποίοι ενεργούν κατά την άσκηση καθηκόντων που εμπίπτουν στην εκτέλεση αποστολής δημοσίου συμφέροντος ή καθηκόντων που εμπίπτουν στην άσκηση δημόσιας εξουσίας, όπως είναι τα καθήκοντα που ασκούν τα δικαστήρια στο πλαίσιο των δικαιοδοτικών τους καθηκόντων.
– Ως προς την επεξεργασία δεδομένων για σκοπό διαφορετικό από εκείνον για τον οποίο τα δεδομένα έχουν συλλεγεί, από το άρθρο 6 παρ.4 ΓΚΠΔ, σε συνδυασμό με την αιτιολογική σκέψη 50, προκύπτει ότι η επίμαχη επεξεργασία επιτρέπεται υπό την προϋπόθεση ότι στηρίζεται, μεταξύ άλλων, στο δίκαιο κράτους μέλους και συνιστά μέτρο αναγκαίο και σύμφωνο με την αρχή της αναλογικότητας σε μια δημοκρατική κοινωνία για τη διασφάλιση ενός από τους σκοπούς του άρθρου 23 παρ.1 ΓΚΠΔ. Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 50, προκειμένου να διαφυλαχθούν οι εν λόγω σημαντικοί σκοποί γενικού δημοσίου συμφέροντος, ο υπεύθυνος της επεξεργασίας επιτρέπεται να προβαίνει σε περαιτέρω επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ανεξάρτητα από το αν η επεξεργασία αυτή συμβιβάζεται με τους σκοπούς για τους οποίους συνελέγησαν αρχικώς τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα.
Ακολούθως, το Δικαστήριο κρίνει ότι:
– Οι διατάξεις του κεφαλαίου 38 του σουηδικού Κώδικα Δικονομίας, οι οποίες προβλέπουν την υποχρέωση προσκομίσεως ενός εγγράφου ως αποδεικτικού στοιχείου και τη δυνατότητα των εθνικών δικαστηρίων να διατάξουν την προσκόμισή του, αποτελούν τη νομική βάση που λειτουργεί ως έρεισμα για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Παρά το ότι η νομική βάση είναι επαρκής για να επιτραπεί μια τέτοιου είδους επεξεργασία, από την προδικαστική αίτηση προκύπτει πως η νομική βάση αυτή διαφέρει από εκείνη της φορολογικής νομοθεσίας, βάσει της οποία καταρτίστηκε το επίμαχο μητρώο προσωπικού. Με βάση τις φορολογικές διατάξεις, τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που καταχωρούνται στο μητρώο προσωπικού έχουν ως σκοπό να παράσχουν στους υπαλλήλους της αρμόδιας σουηδικής φορολογικής αρχής τη δυνατότητα να προβαίνουν σε διασταυρώσεις στοιχείων κατά τους επιτόπιους ελέγχους. Βασικός στόχος είναι ο περιορισμός των περιπτώσεων αδήλωτης απασχολήσεως και η βελτίωση των συνθηκών ανταγωνισμού.
– Ως εκ τούτου, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η επεξεργασία των δεδομένων αυτών στο πλαίσιο ένδικης διαδικασίας όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης συνιστά επεξεργασία η οποία πραγματοποιείται για σκοπό διαφορετικό από εκείνον για τον οποίο συνελέγησαν τα δεδομένα, ήτοι για τους σκοπούς φορολογικού ελέγχου, και η οποία δεν στηρίζεται στη συγκατάθεση των υποκειμένων των δεδομένων κατά την έννοια του άρθρου 6 παρ.1α’ ΓΚΠΔ.
– Υπό τις συνθήκες αυτές, η επεξεργασία δεδομένων για σκοπό διαφορετικό από εκείνον για τον οποίο συνελέγησαν δεν αρκεί να στηρίζεται στο εθνικό δίκαιο, εν προκειμένω τον Κώδικα Δικονομίας, αλλά πρέπει και να αποτελεί αναγκαίο και αναλογικό μέτρο σε μια δημοκρατική κοινωνία κατά την έννοια του άρθρου 6 παρ.4 ΓΚΠΔ, καθώς και να εγγυάται κάποιον από τους σκοπούς του άρθρου 23 παρ.1 ΓΚΠΔ.
– Μεταξύ των σκοπών του άρθρου 23 παρ.1 ΓΚΠΔ, περιλαμβάνεται (περ.στ’) η «προστασία της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης και των δικαστικών διαδικασιών», ο σκοπός δε αυτός πρέπει να γίνει αντιληπτός υπό την έννοια ότι αποβλέπει στην προστασία της απονομής της δικαιοσύνης από εσωτερικές ή εξωτερικές παρεμβάσεις, αλλά και στην ορθή απονομή της δικαιοσύνης. Εξάλλου, κατά την περ.ι’ της ίδιας διάταξης, η εκτέλεση των αξιώσεων αστικού δικαίου συνιστά επίσης σκοπό ικανό να δικαιολογήσει την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για σκοπό διαφορετικό από εκείνον για τον οποίο συνελέγησαν. Επομένως, δεν αποκλείεται η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τρίτων στο πλαίσιο αστικής δίκης να μπορεί να στηρίζεται σε τέτοιους σκοπούς.
Συμπερασματικώς, το ΔΕΕ αποφαίνεται πως στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να εξακριβώσει αν οι σχετικές διατάξεις του Κώδικα Δικονομίας αφενός, ανταποκρίνονται στον έναν ή/και στον άλλο από τους προαναφερθέντες σκοπούς και, αφετέρου, αν είναι αναγκαίες και αναλογικές προς τους εν λόγω σκοπούς, ώστε να εμπίπτουν στις περιπτώσεις επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που θεωρούνται νόμιμες βάσει των διατάξεων του άρθρου 6 παρ.3 και 4 ΓΚΠΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 23 παρ.1 στοιχ. στ’-ι’ του Γενικού Κανονισμού.
Το Δικαστήριο σημειώνει πως είναι αδιάφορο αν η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στηρίζεται σε διάταξη του εθνικού ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, δεδομένου ότι οι διατάξεις του άρθρου 6 παρ.3β’ και 4 ΓΚΠΔ ουδόλως διακρίνουν μεταξύ των δύο αυτών ειδών διατάξεων και καταλήγει ότι:
Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 6, παράγραφοι 3 και 4, του ΓΚΠΔ έχει την έννοια ότι εφαρμόζεται όσον αφορά την προσκόμιση ως αποδεικτικού στοιχείου στο πλαίσιο αστικής δίκης ενός μητρώου προσωπικού το οποίο περιέχει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που συλλέγονται κυρίως για σκοπούς φορολογικού ελέγχου.
Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος ως προς τη στάθμιση των δικαιωμάτων
Εισαγωγικώς, το Δικαστήριο υπενθυμίζει πως, κατά πάγια νομολογία του4, κάθε επεξεργασία προσωπικών δεδομένων, υπό την επιφύλαξη των παρεκκλίσεων του άρθρου 23, πρέπει αφενός να συνάδει με τις αρχές του άρθρου 5, αφετέρου να πληροί τις προϋποθέσεις νομιμότητας του άρθρου 6 ΓΚΠΔ
Ο προβληματισμός του αιτούντος δικαστηρίου έγκειται στο ότι οι σχετικές διατάξεις του Κώδικα Δικονομίας, ως προς την απόφαση για προσκόμιση εγγράφων, απαιτούν τη στάθμιση της λυσιτέλειας των αποδεικτικών στοιχείων και του συμφέροντος του αντιδίκου να μη δημοσιοποιηθούν οι επίμαχες πληροφορίες, δεν απαιτούν όμως να λαμβάνονται υπόψιν τα συμφέροντα των προσώπων των οποίων τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα διακυβεύονται.
Το ΔΕΕ επαναλαμβάνει πως από το άρθρο 6 παρ.4 ΓΚΠΔ προκύπτει ότι τέτοιου είδους επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα είναι σύννομη υπό την προϋπόθεση ότι αποτελεί μέτρο αναγκαίο και αναλογικό σε μια δημοκρατική κοινωνία για τη διασφάλιση των σκοπών του άρθρου 23 ΓΚΠΔ τους οποίους επιδιώκει. Επομένως, προκειμένου να βεβαιωθεί ότι πληρούνται οι εν λόγω απαιτήσεις, το εθνικό δικαστήριο οφείλει να λάβει υπόψη τα αντιτιθέμενα συμφέροντα που διακυβεύονται όταν εξετάζει κατά πόσον είναι σκόπιμο να διατάξει την προσκόμιση εγγράφου που περιέχει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τρίτων. Όπως υπογραμμίζεται, το αποτέλεσμα της σταθμίσεως στην οποία πρέπει να προβεί το εθνικό δικαστήριο ενδέχεται να διαφοροποιείται ανάλογα τόσο με τις περιστάσεις κάθε υποθέσεως όσο και με το είδος της επίμαχης διαδικασίας.
Ως προς τα αντιτιθέμενα συμφέροντα που διακυβεύονται στο πλαίσιο μιας αστικής δίκης, το εθνικό δικαστήριο οφείλει, όπως προκύπτει ιδίως από τις αιτιολογικές σκέψεις 1 και 2 ΓΚΠΔ, να διασφαλίσει την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, η οποία αποτελεί θεμελιώδες δικαίωμα που κατοχυρώνεται στο άρθρο 8, παράγραφος 1, του Χάρτη και στο άρθρο 16 ΣΛΕΕ. Το εθνικό δικαστήριο οφείλει επίσης να διασφαλίζει το δικαίωμα στον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 7 του Χάρτη και συνδέεται στενά με το δικαίωμα προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.
Εντούτοις, όπως επισημαίνεται στην αιτιολογική σκέψη 4 ΓΚΠΔ, το δικαίωμα στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα δεν είναι απόλυτο, αλλά πρέπει να συνεκτιμάται σε σχέση με τον ρόλο του στην κοινωνία και να σταθμίζεται, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, με άλλα θεμελιώδη δικαιώματα, όπως το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη. Η προσκόμιση εγγράφου, το οποίο περιέχει προσωπικά δεδομένα τρίτων, στο πλαίσιο αστικής δίκης, συμβάλλει κατ’ ουσίαν στον σεβασμό του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας.
Επί του δικαιώματος στη δικαστική προστασία
Το άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη αντιστοιχεί στο άρθρο 6 παρ.1 ΕΣΔΑ και έχει, δυνάμει του άρθρου 52 παρ.3, την ίδια έννοια και εμβέλεια με τη διάταξη αυτή. Το ΔΕΕ επικαλείται και μνημονεύει την πάγια νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, σύμφωνα με την οποία, λαμβανομένης υπόψη της εξέχουσας θέσεως που έχει το δικαίωμα στη δίκαιη δίκη σε μια δημοκρατική κοινωνία, είναι σημαντικό να παρέχεται στον διάδικο η δυνατότητα αποτελεσματικής υπεράσπισης ενώπιον του δικαστηρίου και να απολαύει της αρχής της ισότητας των όπλων με τον αντίδικό του5. Ως εκ τούτου, ο διάδικος πρέπει, μεταξύ άλλων, να έχει τη δυνατότητα να τύχει κατ’ αντιμωλίαν διαδικασίας και να προβάλει, στα διάφορα στάδια της διαδικασίας αυτής, τα επιχειρήματα που κρίνει λυσιτελή για την υπεράσπισή του6.
Επομένως, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι πολίτες μπορούν να απολαύουν δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και, ιδίως, δικαιώματος σε δίκαιη δίκη, κατά την έννοια του άρθρου 47 του Χάρτη, κρίνεται ότι οι διάδικοι σε αστική δίκη πρέπει να μπορούν να έχουν πρόσβαση στα αποδεικτικά στοιχεία που είναι αναγκαία για να αποδειχθεί επαρκώς το βάσιμο των αιτιάσεών τους και τα οποία ενδέχεται να περιλαμβάνουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα των διαδίκων ή τρίτων.
Επί της στάθμισης των διακυβευομένων συμφερόντων
Το Δικαστήριο επαναλαμβάνει πως η συνεκτίμηση των διακυβευομένων συμφερόντων εντάσσεται στο πλαίσιο εξέτασης της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας του μέτρου, όπως αυτές προβλέπονται στο άρθρο 6 παρ.3 και 4 ΓΚΠΔ, και από τις οποίες εξαρτάται η νομιμότητα της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Υπόψιν πρέπει να λαμβάνεται και η αρχή της ελαχιστοποίησης του άρθρου 5 παρ.1γ’ ΓΚΠΔ, η οποία αποτελεί έκφανση της αρχής της αναλογικότητας. Σύμφωνα με την αρχή της ελαχιστοποιήσεως των δεδομένων, τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα πρέπει να είναι κατάλληλα, συναφή και να περιορίζονται στο αναγκαίο για τους σκοπούς για τους οποίους υποβάλλονται σε επεξεργασία.
Επομένως, το εθνικό δικαστήριο οφείλει να κρίνει αν η γνωστοποίηση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα είναι πρόσφορη και κρίσιμη για την επίτευξη του σκοπού που επιδιώκουν οι εφαρμοστέες διατάξεις του εθνικού δικαίου και αν ο σκοπός αυτός μπορεί να επιτευχθεί με τη χρήση λιγότερο παρεμβατικών αποδεικτικών μέσων υπό το πρίσμα της προστασίας των προσωπικών δεδομένων μεγάλου αριθμού τρίτων όπως, για παράδειγμα, η εξέταση επιλεγμένων μαρτύρων.
Στην περίπτωση κατά την οποία αποδεικνύεται δικαιολογημένη η προσκόμιση εγγράφου με προσωπικά δεδομένα, από την ίδια αρχή της ελαχιστοποίησης προκύπτει ότι, όταν μόνον ένα μέρος των δεδομένων αυτών είναι αναγκαίο για αποδεικτικούς σκοπούς, το εθνικό δικαστήριο πρέπει να εξετάσει τη λήψη συμπληρωματικών μέτρων προστασίας των δεδομένων, όπως είναι η ψευδωνυμοποίηση των ονομάτων των υποκειμένων των δεδομένων ή κάθε άλλου μέτρου που αποσκοπεί στην ελαχιστοποίηση της προσβολής του δικαιώματος προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που συνεπάγεται η προσκόμιση τέτοιου εγγράφου. Στα μέτρα αυτά μπορεί να περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, ο περιορισμός της προσβάσεως του κοινού στη δικογραφία ή η διαταγή προς τους διαδίκους στους οποίους γνωστοποιήθηκαν τα έγγραφα που περιέχουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα να μη χρησιμοποιούν τα δεδομένα αυτά για σκοπό διαφορετικό από εκείνον της διεξαγωγής των αποδείξεων κατά την επίμαχη ένδικη διαδικασία.
Συμπερασματικώς, ένα εθνικό δικαστήριο ενδέχεται να κρίνει ότι τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα των διαδίκων ή τρίτων πρέπει να του κοινοποιηθούν προκειμένου να μπορέσει να σταθμίσει τα διακυβευόμενα συμφέροντα με πλήρη επίγνωση και τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας. Αναλόγως της περιπτώσεως, η εκτίμηση αυτή ενδέχεται να οδηγήσει το εθνικό δικαστήριο στο να επιτρέψει την πλήρη ή τη μερική γνωστοποίηση στον αντίδικο των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που του κοινοποιήθηκαν, εφόσον κρίνει ότι η γνωστοποίηση αυτή δεν βαίνει πέραν του αναγκαίου μέτρου για τη διασφάλιση της αποτελεσματικής απολαύσεως των δικαιωμάτων που οι ιδιώτες αντλούν από το άρθρο 47 του Χάρτη.
Με βάση τα ανωτέρω, το Δικαστήριο καταλήγει ότι:
Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι τα άρθρα 5 και 6 του ΓΚΠΔ έχουν την έννοια ότι το εθνικό δικαστήριο, όταν εξετάζει εάν πρέπει να διατάξει την προσκόμιση εγγράφου που περιέχει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, οφείλει να λάβει υπόψη τα συμφέροντα των υποκειμένων των δεδομένων και να τα σταθμίσει αναλόγως των περιστάσεων κάθε συγκεκριμένης περιπτώσεως, του είδους της επίμαχης διαδικασίας, και λαμβανομένων δεόντως υπόψη των απαιτήσεων που απορρέουν από την αρχή της αναλογικότητας, καθώς και, ειδικότερα, των απαιτήσεων που απορρέουν από την αρχή της ελαχιστοποιήσεως των δεδομένων που κατοχυρώνεται στο άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του ανωτέρω κανονισμού.
- 1.C-245/20 – Autoriteit Persoonsgegevens, σκ. 25: 25. Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ερώτημα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο, το οποίο συνοψίζεται στη σκέψη 18 της παρούσας αποφάσεως, επισημαίνεται, κατ’ αρχάς, ότι το άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού 2016/679 προβλέπει ότι ο κανονισμός εφαρμόζεται σε κάθε «εν όλω ή εν μέρει, αυτοματοποιημένη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και στη μη αυτοματοποιημένη επεξεργασία τέτοιων δεδομένων τα οποία περιλαμβάνονται ή πρόκειται να περιληφθούν σε σύστημα αρχειοθέτησης», χωρίς να διακρίνει ανάλογα με τον οικείο φορέα επεξεργασίας των δεδομένων. Επομένως, υπό την επιφύλαξη των περιπτώσεων οι οποίες μνημονεύονται στο άρθρο του 2, παράγραφοι 2 και 3, ο κανονισμός 2016/679 εφαρμόζεται στις πράξεις επεξεργασίας που διενεργούνται τόσο από τους ιδιώτες όσο και από τις δημόσιες αρχές, συμπεριλαμβανομένων, όπως επισημαίνεται και στην αιτιολογική του σκέψη 20, των δικαστικών αρχών, όπως είναι τα δικαστήρια.
- 2.βλ., κατ’ αναλογίαν, C-342/12 – Worten, σκ. 19: 19. Συναφώς, αρκεί η διαπίστωση ότι, όπως υποστηρίχθηκε από το σύνολο των ενδιαφερομένων που υπέβαλαν γραπτές παρατηρήσεις, τα δεδομένα που περιέχονται σε ένα δελτίο καταγραφής του χρόνου εργασίας, όπως το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης, τα οποία αφορούν, για κάθε εργαζόμενο, τις περιόδους εργασίας ανά ημέρα καθώς και τις περιόδους ανάπαυλας, αποτελούν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα υπό την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο α΄, της οδηγίας 95/46, εφόσον πρόκειται για «πληροφορίες που αναφέρονται σε φυσικό πρόσωπο του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί» (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 20ής Μαΐου 2003, C‑465/00, C‑138/01 και C‑139/01, Österreichischer Rundfunk κ.λπ., Συλλογή 2003, σ. I‑4989, σκέψη 64· της 16ης Δεκεμβρίου 2008, C‑524/06, Huber, Συλλογή 2008, σ. I‑9705, σκέψη 43, καθώς και της 7ης Μαΐου 2009, C‑553/07, Rijkeboer, Συλλογή 2009, σ. I‑3889, σκέψη 42).
- 3.C-180/21 – Inspektor v Inspektorata kam Visshia sadeben savet, σκ. 72: 72. Αφετέρου, το γεγονός ότι ο εναγόμενος προσκόμισε, κατόπιν αιτήματος του αρμόδιου δικαστηρίου, τις δικογραφίες σχετικά με τις διαδικασίες που αφορούν το εν λόγω φυσικό πρόσωπο, συνεπάγεται, τουλάχιστον, τη «χρήση» και την «κοινολόγηση με διαβίβαση» «δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα» κατά την έννοια του άρθρου 4, σημεία 1 και 2, του ΓΚΠΔ.
- 4.C-511/18 – La Quadrature du Net κ.λπ., σκ. 208: 208. Για τον σκοπό αυτό, κάθε επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα πρέπει, υπό την επιφύλαξη των παρεκκλίσεων που επιτρέπονται από το άρθρο 23 του κανονισμού 2016/679, να σέβεται τις αρχές οι οποίες διέπουν την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα καθώς και τα δικαιώματα του υποκειμένου των δεδομένων που περιλαμβάνονται, αντιστοίχως, στα κεφάλαια II και III του κανονισμού αυτού. Ειδικότερα, κάθε επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα πρέπει, αφενός, να είναι σύμφωνη με τις αρχές του άρθρου 5 του εν λόγω κανονισμού και, αφετέρου, να πληροί τις προϋποθέσεις νομιμότητας που απαριθμούνται στο άρθρο 6 του ίδιου κανονισμού (βλ. κατ’ αναλογίαν, όσον αφορά την οδηγία 95/46, απόφαση της 30ής Μαΐου 2013, Worten, C‑342/12, EU:C:2013:355, σκέψη 33 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
- 5.ΕΔΔΑ, Zayidov κατά Αζερμπαϊτζάν (αριθ. 2), CE:ECHR:2022:0324JUD000538610, § 87: 87. Article 6 of the Convention does not guarantee the right to personal presence before a civil court, but rather a more general right to present one’s case effectively before the court and to enjoy equality of arms with the opposing side. Article 6 § 1 leaves to the State a free choice of the means to be used in guaranteeing litigants these rights (see Steel and Morris v. the United Kingdom, no. 68416/01, §§ 59-60, ECHR 2005-II, and Vardanyan and Nanushyan v. Armenia, no. 8001/07, § 86, 27 October 2016).
- 6.ΕΔΔΑ, García Ruiz κατά Ισπανίας, CE:ECHR:1999:0121JUD003054496, § 29: 29. In the light of the foregoing considerations, the Court notes that the applicant had the benefit of adversarial proceedings. At the various stages of those proceedings he was able to submit the arguments he considered relevant to his case. The factual and legal reasons for the first-instance decision dismissing his claim were set out at length. In the judgment at the appeal stage the Audiencia Provincial endorsed the statement of the facts and the legal reasoning set out in the judgment at first instance in so far as they did not conflict with its own findings. The applicant may not therefore validly argue that this judgment lacked reasons, even though in the present case a more substantial statement of reasons might have been desirable.