ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
3ο ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Αριθμός αποφάσεως 1213/2023
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
(ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ – ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΑΠΟ ΑΜΟΙΒΕΣ)
Συγκροτήθηκε από τον Δικαστή Παύλο Κ. Μαυρομάτη, εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε με διοικητική Πράξη του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Αθηνών και από τον γραμματέα Νικόλαο Π. Καλαντζή.
Συνεδρίασε δημοσίως στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 20η Σεπτεμβρίου 2022, για να δικάσει τις υποθέσεις, μεταξύ:
Α. Στην υπ’ αριθ. κατ. ./06-04-2021 έφεση, (αριθ. πιν. .):
Της εκκαλούσας – εναγομένης: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία “Τράπεζα Eurobank Ανώνυμη Εταιρεία Α.Φ.Μ. .). που εδρεύει στην Αθήνα (οδ. Όθωνος. αρ. 8) και εκπροσωπείται νομίμως, ως καθολικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία “Τράπεζα Eurobank Ergasias ανώνυμη εταιρεία”, η οποία παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια του πληρεξουσίου της δικηγόρου Μιχαήλ-Ιάσωνα Κ. Παπαδημητρίου (A.M. Δ.Σ.Α. 034587). που κατέθεσε το υπ’ αριθ. Π./19.09.2022 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του Δ.Σ. Αθηνών.
Των εφεσίβλητων: 1) Ενάγοντος – . (Α.Φ.Μ. .), κατοίκου Αθηνών (οδ. .). ο oποίος παραστάθηκε στο Δικαστήριο αυτοπροσώπως, με την ιδιότητά του ως δικηγόρος (A.M. Δ.Σ.Α. 024524), χωρίς κατάθεση γραμματίου προκαταβολής εισφορών και ενσήμων, λόγω έλλειψης σχετικής υποχρέωσης εξαιτίας της ως άνω ιδιότητάς του και 2) προσθέτως παρεμβάντος – ΝΠΔΔ με την επωνυμία “Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών”, που εδρεύει στην Αθήνα (οδ. Ακαδημίας, αρ. 60) και εκπροσωπείται νομίμως από τον Πρόεδρο του Δημήτριο Κ. Βερβεσό, το οποίο παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου Κωνσταντίνου Γ. Μπακόπουλου (A.M. Δ.Σ.Α. 013027), ο οποίος ανακάλεσε την από 19-09-2022 δήλωσή του που είχε υποβάλλει κατ’ άρθ. 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, και κατέθεσε το υπ’ αριθ. Π./06-12-2021 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του Δ.Σ. Αθηνών.
Β. Στην υπ’ αριθ. κατ. ./05-05-2021 έφεση (αριθ. πιν. .):
Του εκκαλούντος – ενάγοντος: . (Α.Φ.Μ. .), κατοίκου Αθηνών (οδ. .), ο οποίος παραστάθηκε στο Δικαστήριο αυτοπροσώπως, με την ιδιότητα του ως δικηγόρος (A.M. Δ.Σ.Α. 024524), χωρίς κατάθεση γραμματίου προκαταβολής εισφορών και ενσήμων, λόγω έλλειψης σχετικής υποχρέωσης εξαιτίας της ως άνω ιδιότητάς του.
Της εφεσίβλητης – εναγομένης: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία “Τράπεζα Eurobank Ανώνυμη Εταιρεία (Α.Φ.Μ. .), που εδρεύει στην Αθήνα (οδ. Όθωνος, αρ. 8) και εκπροσωπείται νομίμως, ως καθολικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία “Τράπεζα Eurobank Ergasias ανώνυμη εταιρεία”, η οποία παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια του πληρεξουσίου της δικηγόρου Μιχαήλ – Ιάσωνα Κ. Παπαδημητρίου (A.M. Δ.Σ.Α. 034587). που κατέθεσε το υπ’ αριθ. Π./19-09-2022 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του Δ.Σ. Αθηνών.
Γ. Στην υπ’ αριθ. κατ. ./25-11-2021 πρόσθετη παρέμβαση (αριθ. πιν. .):
Του προσθέτως παρεμβαίνοντος: ΝΠΔΔ με την επωνυμία “Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών”, που εδρεύει στην Αθήνα (οδ. Ακαδημίας, αρ. 60) και εκπροσωπείται νομίμως από τον Πρόεδρό του Δημήτριο Βερβεσό, το οποίο παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου Κωνσταντίνου Γ. Μπακόπουλου (A.M. Δ.Σ.Α. 013027), ο οποίος ανακάλεσε την από 19-09-2022 δήλωσή του που είχε αποβάλλει κατ’ άρθ. 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, και κατέθεσε το υπ’ αριθ. Π./06-12-2021 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του Δ.Σ. Αθηνών, υπέρ του εκκαλούντος – ενάγοντος.
Της καθ’ ης η πρόσθετη παρέμβαση – εναγομένης: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία “Τράπεζα Eurobank Ανώνυμη Εταιρεία (Α.Φ.Μ .), που εδρεύει στην Αθήνα (οδ. Όθωνος. αρ. 8) και εκπροσωπείται νομίμως, ως καθολικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία “Τράπεζα Eurobank Ergasias ανώνυμη εταιρεία”, η οποία παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια του πληρεξουσίου της δικηγόρου Μιχαήλ – Ιάσωνα Κ. Παπαδημητρίου (A.M. Δ.Σ.Α. 034587), που κατέθεσε το υπ’ αριθ. Π./19.09.2022 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του Δ.Σ. Αθηνών,
Δ. Στους υπ’ αριθ. κατ. ./26-11-2021 προσθέτους λόγους έφεσης (αριθ. πιν. .):
Της εκκαλούσας – εναγομένης: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία “Τράπεζα Eurobank Ανώνυμη Εταιρεία (Α.Φ.Μ. .), που εδρεύει στην Αθήνα (οδ. Όθωνος, αρ. 8) και εκπροσωπείται νομίμως, ως καθολικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία “Τράπεζα Eurobank Ergasias ανώνυμη εταιρεία”, η οποία παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια των πληρεξουσίων της δικηγόρων Μιχαήλ – Ιάσωνα Κ. Παπαδημητρίου (A.M. Δ.Σ.Α. 034587) και Κωνσταντίνου Χ. Μπάκα (A.M. Δ.Σ.Α. 024492). που κατέθεσαν τα υπ’ αριθ. Π./27-09-2022 και Π./19-09-2022 γραμμάτια προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του Δ.Σ. Αθηνών, αντιστοίχως.
Των εφεσίβλητων: 3) Ενάγοντος – . (Α.Φ.Μ. .). κατοίκου Αθηνών (οδ. .), ο οποίος παραστάθηκε στο Δικαστήριο αυτοπροσώπως, με την ιδιότητα του ως δικηγόρος (A.M. Δ.Σ.Α. 024524). χωρίς κατάθεση γραμματίου προκαταβολής εισφορών και ενσήμων, λόγω έλλειψης σχετικής υποχρέωσης εξαιτίας της ως άνω ιδιότητας του και 2) προσθέτως παρεμβάντος – ΝΠΔΔ με την επωνυμία “Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών”, που εδρεύει στην Αθήνα (οδ. Ακαδημίας, αρ. 60) και εκπροσωπείται νομίμως από τον Πρόεδρο του Δημήτριο Βερβεσό, το οποίο παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου Κωνσταντίνου 1 . Μπακόπουλου (A.M. Δ.Σ.Α. 013027). ο οποίος ανακάλεσε την από 19-09-2022 δήλωση του που είχε υποβάλλει κατ’ άρθ. 242 παρ. 2 ΚΠολΔ. και κατέθεσε, το υπ’ αριθ. ./06-12-2021 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του Α.Σ. Αθηνών.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 24-07-2020 (αρ. κατ. ./24-07-2020) αγωγή του ενάγοντος κατά της εναγομένης τραπεζικής εταιρείας ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με αντικείμενο την καταβολή αποζημίωσης απόλυσης, κ.λπ. από φερόμενη άκυρη καταγγελία της σύμβασης πάγιας εντολής μεταξύ των ως άνω. Η συζήτηση της αγωγής ορίσθηκε να γίνει την 03-11-2020 με αριθ. πιν. Μ/18. Το ΝΠΔΔ με την επωνυμία “Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών”, άσκησε την από 22-10-2020 πρόσθετη παρέμβαση του (αρ. κατ. ./2020). υπέρ του ενάγοντος και κατά της εναγομένης, η συζήτηση της οποίας ορίσθηκε να γίνει την 03-11-2020 με αριθ. πιν. Μ/23. Συνεκδικασθέντων την 03-11-2020 των ως άνω ενδίκων βοηθημάτων από το παραπάνω Δικαστήριο εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από αμοιβές και αντιμωλία των διαδίκων, η 27/04-03-2021 οριστική απόφαση, με την οποία έγινε δεκτή η πρόσθετη παρέμβαση και η αγωγή ουσιαστικά εν μέρει δεκτή και διατάχθηκαν όσα ορίζονται στο διατακτικό της.
Η εναγομένη – εκκαλούσα, με την από 05-04-2021 (αρ. κατ. ./06-04-2021) έφεση, ζητεί την εξαφάνιση της ως άνω απόφασης και την καθολική απόρριψη της αγωγής. Η έφεση προσδιορίσθηκε ενώπιον αυτού του δικαστηρίου για να δικασθεί την 07-12-2021 (αρ. πράξεως ./06-05-2021} με αρ. πιν. 21. αλλά η συζήτηση της αναβλήθηκε, για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας με αρ. πιν. ..
Ο ενάγων – εκκαλών, με την από 05-05-2021 (αρ. κατ. ./05-05-2021) έφεση, ζητεί την εξαφάνισή της ως άνω απόφασης και την καθολική αποδοχή της αγωγής του. Η έφεση προσδιορίσθηκε ενώπιον αυτού του δικαστηρίου για να δικασθεί την 07-12-2021 (αρ. πράξεως ./02-07-2021) με αρ. πιν. . αλλά η συζήτηση της αναβλήθηκε, για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας με αρ. πιν. ..
Το προσθέτως παρεμβάν ΝΠΔΔ με την επωνυμία “Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών”, με την από 22-11-2021 (αρ. κατ. ./25-11-2021) πρόσθετη παρέμβαση του. ζητεί την εξαφάνιση της ως άνω απόφασης και την καθολική αποδοχή της αγωγής του ενάγοντος. Η πρόσθετη παρέμβαση προσδιορίσθηκε ενώπιον αυτού του δικαστηρίου για να δικασθεί την 07-12-2021 με αρ. πιν. 64. αλλά η συζήτηση της αναβλήθηκε, για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας με αρ. πιν ..
Η εναγομένη – εκκαλούσα, με τους από 24-11-2021 (αρ. κατ. ./26-11-2021) προσθέτους λόγους, ζητεί την εξαφάνιση της ως άνω απόφασης και την καθολική απόρριψη της αγωγής. Οι πρόσθετοι λόγοι προσδιορίσθηκαν ενώπιον αυτού του δικαστηρίου για να δικασθούν την 07-12-2021 με αρ. πιν. 66. αλλά η συζήτηση τους αναβλήθηκε, για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας με αρ. πιν. ..
Κατά τη συζήτηση των ως άνω εφέσεων, της πρόσθετης παρέμβασης και των προσθέτων λόγων εφέσεως, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως ως άνω σημειώθηκε και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΝΟΜΟ
I. Οι κρινόμενες εφέσεις, ήτοι (κατά σειρά του πινακίου τους): α) η από 05-04-2021 (αριθ. έκθ. κατάθ. ./06-04-2021) της εκκαλούσας – εναγομένης και β) η από 05-05-2021 (αριθ. έκθ. κατάθ. ./05-05-2021) ομοία του εκκαλούντος – ενάγοντος, κατά της 27/04-03-2021 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών – διαφορών από αμοιβές (άρθ. 591, 614 §5 στοιχ. α’. 622 Α §1 ΚΠολΔ), αρμοδίως καθ’ ύλη και κατά τόπο φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου. Έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, με νομότυπη κατάθεση των σχετικών δικογράφων τους στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου εντός τριάντα (30) ημερών από την επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης συμφωνάμε τις διατάξεις των άρθ. 3α , 3 παρ. 1. 19 όπως αντικ. με το άρθ. 4 παρ. 2 Ν. 3994/2011 (ΦΕΚ Α 165/25.07.2011). 495 παρ. 1 & 2, 496, 499, 511, 513 παρ. 1β’, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2, 520 παρ. 1. 522, 500 και 144 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως αυτά ισχύουν μετά την τροποποίηση τους ή την αντικατάσταση τους. κατά περίπτωση, με τα άρθ. 1 Ν. 4335/2015 και 116 Ν. 4842/2021. δεδομένου ότι πιστό αντίγραφο της εκκαλουμένης επιδόθηκε στην εναγομένη – εκκαλούσα – εφεσίβλητη με επιμέλεια του ενάγοντος – εκκαλούντος – εφεσίβλητου την 08-03-2021 (σχ. ./08-03-2021 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας Αθηνών .) και τα δικόγραφα των εφέσεων κατατέθηκαν στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 06-04-2021 και 05-05-2021 αντιστοίχως, με τη διευκρίνιση ότι το χρονικό διάστημα από 09-03-2021 έως 05-05-2021. που διήρκησε η αναστολή της λειτουργίας των πολιτικών δικαστηρίων λόγω της πανδημίας covid-19. δεν υπολογίζεται στις προθεσμίες, για την άσκηση των ένδικων μέσων (άρθ. 83 παρ. 1α Ν. 4790/2021, όπως αποσαφηνίσθηκε με το άρθ. 25 Ν. 4792/2021 και σχετικές Κ.Υ.Α. που ίσχυσαν σε αυτό το χρονικό διάστημα). Πρέπει, επομένως, να γίνουν τυπικά δεκτές και αφού διαταχθεί η συνεκδίκασή τους, λόγω της πρόδηλης συνάφειας (άρθ. 3 1. 246 ΚΠολΔ), διευκόλυνσης διεξαγωγής της δίκης, μείωσης των εξόδων και αποφυγής έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων, αφού στρέφονται κατά της ίδιας ως άνω εκκαλουμένης αποφάσεως, ασκήθηκαν από και κατά των αυτών διαδίκων και υπάγονται στην ίδια ειδική διαδικασία των διαφορών από αμοιβές, να εξετασθούν ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους. κατά την ίδια ως άνω διαδικασία που εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση και εντός των ορίων των λόγων τους (άρθ. 522 §1 και 533 ΚΠολΔ). από το παρόν Δικαστήριο (άρθ. 19 ΚΠολΔ). Για το παραδεκτό τους δεν απαιτείται η καταβολή παραβόλου, λόγω του ότι πρόκειται για διαφορά από αμοιβές (άρθ. 495 παρ. 4 εδαφ. τελευταίο και 614 §5 ΚΠολΔ, ως αυτά ισχύουν μετά τις τροποποιήσεις του Ν. 4335/2015 – Κ. Ρίζος σε Ν. Λεοντή. Ειδικές Διαδικασίες κατά τον ΚΠολΔ. έκδ. 2018, σσ. 239) και έχουν κατατεθεί από τους πληρεξούσιους δικηγόρους των υπόχρεων διαδίκων τα παράβολα προκαταβολής εισφορών και ενσήμων (άρθ. 61 παρ. 1 και 4 Ν. 4194/2013), ως αυτά αναφέρονται στο προοίμιο της παρούσας, ενώ η πληρεξουσιότητα των παρισταμένων δικηγόρων δεν αμφισβητήθηκε από κάποιο από τα διάδικα μέρη.
II. Περαιτέρω, η εκκαλούσα – εναγομένη, άσκησε τους από 24-11-2021 (αρ. κατ. ./26-11-2021) προσθέτους λόγους έφεσης με αυτοτελές δικόγραφο προσβάλλοντας με αυτούς τα κεφάλαια της εκκαλουμένης απόφασης που έχουν προσβληθεί με την ως άνω έφεση της. ως και εκείνα που αναγκαστικά συνέχονται με αυτά. Οι πρόσθετοι αυτοί λόγοι, έχουν ασκηθεί παραδεκτώς και εμπροθέσμως (άρθ. 520 §2 ΚΠολΔ) με κατάθεση και επίδοση του δικογράφου αυτών τουλάχιστον προ 30 ημερών προ της συζήτησης στον αντίδικο της. Ακολούθως, πρέπει αυτοί να συνεκδικασθούν με τις προαναφερόμενες εφέσεις λόγιο της προφανούς μεταξύ τους συνάφειας (άρθ. 31. 246 και 524 §1 ΚΠολΔ) και να ερευνηθούν περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το βάσιμο αυτών.
III. Από τις διατάξεις των άρθ. 68, 80, 81, 82, 83, 215 και 591 §1 ΚΠολΔ προκύπτουν τα εξής: Αν σε δίκη. που εκκρεμεί μεταξύ άλλων, τρίτος έχει έννομο συμφέρον να νικήσει κάποιος από τους κύριους διαδίκους, έχει δικαίωμα μέχρι την έκδοση αμετάκλητης αποφάσεως, να ασκήσει απλή πρόσθετη παρέμβαση για να τον υποστηρίξει. Εκούσια απλή πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να ασκηθεί και ενώπιον του Εφετείου ασκείται δε, κατά τις διατάξεις, που ισχύουν για την αγωγή και κοινοποιείται σε όλους τους κύριους διαδίκους. Ο προσθέτως παρεμβαίνων στην διαδικασία ενώπιον του Εφετείου, περιορίζεται σε μόνη την υποστήριξη ή την αντίκρουση των λόγων της εφέσεως, στις οποίες εξαντλείται και το δικαίωμα των κύριων διαδίκων (ΑΠ 1741/2012). Η έλλειψη εννόμου συμφέροντος καθιστά την πρόσθετη παρέμβαση απαράδεκτη και απορριπτέα (ΟλΑΠ 28/2007. ΟλΑΠ 1 3/2006. ΟλΑΠ 8/1998. ΟλΑΠ 9/1998). Εξ άλλου, το άρθ. 90 στοιχείο (ζ) Ν. 4194/2013 (ΦΕΚ Λ. 208 /27.9.20Ι3) νέος “Κώδικας Δικηγόρων” (Κ.Δ.) -με ισχύ του άρθρου αυτού από 27.9.2013 [άρθρο 166 παρ. 3 νέου Κ.Δ.]- ορίζει ότι: “Στους Δικηγορικούς Συλλόγους ανήκει: … (ζ).- Η άσκηση παρεμβάσεων, ενώπιον δικαστηρίων και κάθε αρχής (στις οποίες συμπεριλαμβάνονται και οι ανεξάρτητες αρχές) για κάθε ζήτημα εθνικού, κοινωνικού, πολιτισμικού, οικονομικού ενδιαφέροντος και περιεχομένου, που ενδιαφέρει τα μέλη του συλλόγου ή το δικηγορικό σώμα γενικότερα καθώς και για κάθε ζήτημα εθνικού, κοινωνικού, πολιτισμικού ή οικονομικού ενδιαφέροντος. I Ία την υλοποίηση και επίτευξη αυτού του σκοπού, οι Δικηγορικοί Σύλλογοι μπορούν να υποβάλουν αγωγή, κύρια ή πρόσθετη παρέμβαση, αναφορά, μήνυση, δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής, αίτηση ακύρωσης, ουσιαστική προσφυγή και γενικά οποιοδήποτε ένδικο βοήθημα και μέσο οποιασδήποτε φύσης κατηγορίας, ενώπιον κάθε δικαστηρίου ποινικού, πολιτικού, διοικητικού ουσίας ή ακυρωτικού ή Ελεγκτικού οποιουδήποτε βαθμού δικαιοδοσίας στην Ελλάδα, στην Ευρωπαϊκή Ένωση καθώς και σε οποιοδήποτε διεθνές δικαστήριο. Επίσης για τα πιο πόντο ζητήματα μπορούν να παρεμβαίνουν, με οποιονδήποτε πρόσφορο τρόπο, σε κάθε αρμόδια αρχή στην Ελλάδα, στην Ευρωπαϊκή Ένωση καθώς και σε οποιαδήποτε άλλη υπηρεσία ή αρχή του διεθνούς δικαίου”. Από τη διάταξη αυτή, σε αντιπαραβολή προς εκείνη του άρθ. 622 αριθ. 2 ΚΠολΔ. όπως ισχύει από 01-01-2016, μετά την αντικατάσταση του από το άρθ. 1 – άρθ. τέταρτο Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ. Α. 87/23.7.2015). που ορίζει ότι αναγνωρισμένα επαγγελματικά σωματεία εργαζομένων ή εργοδοτών, αναγνωρισμένες ενώσεις τους ή επιμελητήρια έχουν το δικαίωμα να παρεμβαίνουν, μέχρι την έκδοση αμετάκλητης αποφάσεως, υπέρ διαδίκου, εφ’ όσον είναι μέλος τους ή μέλος κάποιας από τις οργανώσεις, που αποτελούν την ένωση – διάταξη, που αναφέρεται, ειδικά και περιορισμένα, σε δίκες εργατικών διαφορών (ΟλΑΠ 13/2006) – συνάγεται ότι οι δικηγορικοί σύλλογοι έχουν έννομο συμφέρον να παρέμβουν προσθέτως για όλα τα πιο πάνω ζητήματα εθνικού, κοινωνικού, πολιτισμικού ή οικονομικού ενδιαφέροντος και περιεχομένου, σε εκκρεμή δίκη, στις περιπτώσεις, που το αντικείμενο της δίκης ενδιαφέρει τα μέλη του (ή κατηγορία μελών του) ή γενικότερα το δικηγορικό σώμα (ΑΠ 681/2017. ΑΠ 1147/2015). όχι. όμως και στις περιπτώσεις, που το αντικείμενο της δίκης δεν αφορά ζήτημα εθνικού, κοινωνικού, πολιτισμικού ή οικονομικού ενδιαφέροντος και περιεχομένου, αλλά. πρόκειται περί προσωπικής υποθέσεως μέλους του δικηγορικού συλλόγου, η έκβαση της οποίας εξαρτάται από τις συγκεκριμένες συνθήκες και περιστάσεις, υπό τις οποίες ο δικηγόρος παρείχε τις υπηρεσίες του (ΑΠ 557/2021).
IV. Το προσθέτως υπέρ του εκκαλούντος – εφεσίβλητου – ενάγοντος παρεμβαίνον ν.π.δ.δ. “Δικηγορικό Σύλλογος Αθηνών” (Λ.Σ.Α.). με την από 22-1 1-2021 (αρ. κατ. ./25-11-2021) πρόσθετη παρέμβαση, που νομίμως έχει επιδοθεί στους κύριους διαδίκους, εκκαλούντα – εφεσίβλητο – ενάγοντα και εκκαλούσα – εφεσίβλητη – εναγομένη (σχ. Αντιστοίχως, .Α/26-11-2021 και .Α/26-11-202) εκθέσεις επιδόσεως του αρμόδιου δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών .) επικαλείται ότι ο εκκαλών – εφεσίβλητος – ενάγων είναι μέλος του και υποστηρίζει τους λόγους εφέσεως στο από 05-05-2021 εφετήριο του ενάγοντος – εκκαλούντος και αντικρούει τους λόγους εφέσεως στο από 05-04-2021 εφετήριο και τους προσθέτους λόγους στο από 24-1 1-2021 αυτοτελές δικόγραφο προσθέτων λόγων της εναγομένης – εκκαλούσας. προκειμένου να γίνει δεκτή η έφεση του εκκαλούντος – ενάγοντος και να απορριφθεί εκείνη μαζί με τους προσθέτους λόγους της εκκαλούσας – εναγομένης.
V. Συνεπώς προς τα ανωτέρω, η από 22-11-2021 και με αριθ. κατ. ./25-11-2021 πρόσθετη παρέμβαση του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών υπέρ του εκκαλούντος – εφεσίβλητου δικηγόρου και μέλους αυτού, με την επίκληση εννόμου συμφέροντος, συνισταμένου στο ότι το ζήτημα του ορθού νομικού χαρακτηρισμού της έννομης σχέσης που συνδέει τον αμειβόμενο με πάγια περιοδική αμοιβή δικηγόρο με τον εντολέα του και οι απορρέουσες από αυτήν αξιώσεις, ως και η λύση της συμβατικής σχέσεως με καταγγελία από τον εντολέα χωρίς την τήρηση των νομίμων προϋποθέσεων του άρθρου 46 παρ. 2 και 3 του Κώδικα Δικηγόρων (Ν. 4194/2013) και οι εντεύθεν αξιώσεις, το οποίο αποτελεί αντικείμενο της παρούσας δίκης, ενδιαφέρει το δικηγορικό σώμα γενικότερα, νομίμως ασκηθείσα, είναι παραδεκτή (ΠλΟλΑΠ 1/2021, ΟλΛΠ 3/2019 ΧρΙΔ 2020.293. ΛΠ 1389/2017. ΑΠ 908/2017. ΑΠ 681/201 7) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν. συνεκδικαζομένη μαζί με τα ως άνω ένδικα μέσα και τους προσθέτους λόγους, λόγω της πρόδηλης συνάφειάς της με αυτά (άρθ. 246 ΚΠολΔ).
VI. Ο ενάγων στην από 24-07-2020 αγωγή του κατά της εναγομένης τράπεζας ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, είχε εκθέσει ότι είναι δικηγόρος στο επάγγελμα από το έτος 2002 και με την από 01-10-2008 προφορική σύμβαση έμμισθης εντολής παροχής δικηγορικών υπηρεσιών αορίστου χρόνου πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης, που συνήψε με την εναγομένη, συμφώνησε να παρέχει σε αυτήν τις νομικές του υπηρεσίες έναντι σταθερής μηνιαίας αμοιβής 1.700.00 €. πλέον του αντιτίμου των προεισπράξεων που θα πραγματοποιούσε για παραστάσεις στα δικαστήρια υπέρ αυτής. Ότι κατά τη διάρκεια λειτουργίας της ως άνω συμβάσεως εκπλήρωνε προσηκόντως τα καθήκοντα, που του είχαν ανατεθεί και τα οποία ουδόλως διαφοροποιούνταν από την άποψη του περιεχομένου και των συνθηκών απασχολήσεως, σε σχέση με εκείνα που εκτελούσαν άπαντες οι συνάδελφοι του δικηγόροι, οι οποίοι απασχολούνταν στην εναγομένη, στο πλαίσιο έγγραφης σύμβασης παροχής νομικών υπηρεσιών. Ότι παρά την παραπάνω ομοιότητα καθηκόντων, όρων εργασίας και προσόντων, η εναγομένη προέβη συστηματικά σε μονομερείς νόμιμες μισθολογικές παροχές, αλλά και άλλες οικειοθελείς προς τους κατ’ όνομα κατέχοντες τον τίτλο του παρέχοντος νομική υπηρεσία με σύμβαση έμμισθης εντολής δικηγόρους, και απέκλεισε τον ίδιο, τον οποίο εξομοίωνε ονομαστικά και τυπικά προς τους εξωτερικούς δικηγόρους της, στους οποίους είχε αναθέσει τον χειρισμό μεμονωμένων δικαστικών υποθέσεων της έναντι τρίτων, χωρίς αυτή η δυσμενής διακριτική μεταχείριση του να δικαιολογείται από κάποιον αντικειμενικό λόγο. Ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της απασχόλησης του είχε άνιση αντιμετώπιση από την εναγομένη δια της απαξιωτικής είσπραξης μειωμένων αμοιβών έναντι των λοιπών συναδέλφων του ποιώντας αυτόν “εργαζόμενο δεύτερης κατηγορίας”, αλλά και σθεναρή άρνηση της να προβεί, στην κατάρτιση έγγραφου ιδιωτικού συμφωνητικού, που θα αποτύπωνε τους όρους της μεταξύ τους συμβάσεως. Ότι εξαιτίας της άρνησης του να προσυπογράφει την υπαγωγή του στη διάταξη του άρθρου 39 παρ. 9 του Ν. 4387/2016. προκειμένου να λάβει ως αντιστάθμισμα μόνο τμήμα από τις οφειλόμενες ασφαλιστικές εισφορές του. εν αντιθέσει με τους λοιπούς με έγγραφη σύμβαση έμμισθης εντολής συναδέλφους του. οι οποίοι τις έλαβαν ολόκληρες, εκείνη, την 05-06-2019. δια του Διευθυντή των νομικών υπηρεσιών της του ανακοίνωσε τη λύση της συνεργασίας τους. Ότι η ως άνω συμπεριφορά της εναγομένης αποτέλεσε καταγγελία της συμβάσεως εντολής, εξαιτίας της οποίας του οφειλόταν αποζημίωση, την οποία εκείνη δεν του κατέβαλε έως τον χρόνο άσκησης της αγωγής. Με βάση τo ιστορικό αυτό και δυνάμει των διατάξεων περί έμμισθης εντολής με πάγια αντιμισθία, ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει: α) τη νόμιμη αποζημίωση για την καταγγελία της σύμβασης του. ύψους 13.883-31 €, ήτοι επτά πάγιες αντιμισθίες συμπεριλαμβανομένων και των επιδομάτων εορτών και αδείας- β) τις πάγιες αντιμισθίες του χρονικού διαστήματος μέχρι την συζήτηση της αγωγής ποσού ύψους 30.600.00 €. ως αστική ποινή για την μη καταβολή της ανωτέρω αποζημιώσεως· γ) την αναλογία επιδομάτων Πάσχα των ετών 2009 έως 2019, ποσού ύψους 850,00 € για έκαστο έτος- δ) την αναλογία επιδομάτων Χριστουγέννων των ετών 2008 έως 20 !9. ποσού ύψους 639,00 £ για το έτος 2008, 1.287.92 6 για το έτος 2019 και 1.700,00 € ετησίως για έκαστο των ενδιάμεσων ετών· ε) την αναλογία επιδόματος αδείας των ετών 2008 έως 2019. ποσού ύψους 340.00 € για τον πρώτο χρόνο και 850,00 € για έκαστο των επομένων ετών στ) το σύνολο των ασφαλιστικών εισφορών του για τα έτη 2009 έως 2016 και 2019. συνολικού ποσού 35.503,95 € (κατά την αγωγική ανάλυση σε ετήσια βάση ανά φορέα), τα οποία αναγκάστηκε να καταβάλει εξ ιδίων προς τους ασφαλιστικούς οργανισμούς (το 1/3 εκ του ποσού αυτού, με βάση την αρχή της ίσης μεταχείρισης, αφού τέτοιο δόθηκε οικειοθελώς στους λοιπούς δικηγόρους της εναγομένης που απασχολούνταν με έγγραφη σύμβαση έμμισθης εντολής), άλλως τα 2/3 του ποσού αυτού, ήτοι το ποσό των 21.866.86 €- ζ) το ποσό των 3.366,00 €. ως εφάπαξ συνταξιοδοτική παροχή που δικαιούταν να λάβει κατά την αποχώρηση του. στο πλαίσιο ομαδικού ασφαλιστικού προγράμματος που χρηματοδοτούσε εκείνη υπέρ όλων των δικηγόρων με έγγραφη έμμισθη εντολή, με επίκληση την αρχή της ίσης μεταχείρισης· η) το ποσό των 4.000.00 G. ως επίδομα βρεφονηπιακού σταθμού για τα δίδακτρα της φοίτησης του ανηλίκου τέκνου του στον κατονομαζόμενο παιδικό σταθμό για τα σχολική διετία 2014 έως 2016 (2.000.00 €/έτος), το οποίο η εναγομένη κατέβαλε εξ ελευθεριότητας στους: συναδέλφους του με έγγραφη σύμβαση εντολής και κατ’ εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης και 0) το ποσό των 50.000.00 € ως χρηματική] ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη από την παράνομη και προσβλητική συμπεριφορά της εναγομένης. Τα παραπάνω ποσά (νόμιμη αποζημίωση, αντιμισθίες, επιδόματα εορτών και αδείας, αναλογίες ασφαλιστικών εισφορών, πρόσθετες οικειοθελείς παροχές, χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης), συνολικού αθροίσματος ύψους 175.320.1 8 €. ζήτησε με το νόμιμο τόκο από τότε που έκαστο αυτών κατέστη απαιτητό κατά τα αγωγικώς εκτεθέντα, άλλως από την επίδοση της αγωγής. Ζήτησε επίσης η απόφαση που επρόκειτο να εκδοθεί, να κηρυχθεί μερικώς προσωρινά εκτελεστή κατά τις ειδικότερος αγωγικές διακρίσεις και να καταδικασθεί η εναγομένη στα δικαστικά του έξοδα.
VII. Ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών, του οποίου ο ενάγων φερόταν ως μέλος, επικαλούμενος έννομο συμφέρον του, με το από 22-10-2020 αυτοτελές δικόγραφο, άσκησε πρόσθετη παρέμβαση υπέρ εκείνου και ζήτησε να γίνουν δεκτοί οι ισχυρισμοί και η αγωγή αυτού, και να καταδικασθεί η εναγομένη στην πληρωμή των δικαστικών του εξόδων.
VIII. Επί των ως άνω ενδίκων βοηθημάτων, τα οποία συζητήθηκαν και συνεκδικάσθηκαν την 03-11-2020, εκδόθηκε από το παραπάνω δικαστήριο, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ως άνω ειδική διαδικασία των διαφορών από αμοιβές, η 27/04-03-2021 απόφαση του. Δι’ αυτής έκρινε, 1) ως προς την αγωγή: α) απορριπτέο ως απαράδεκτο, λόγω της αοριστίας του, το κεφάλαιο της περί επιδίκασης νόμιμης αποζημίωσης λόγω της καταγγελίας της σύμβασης έμμισθης εντολής και των παγίων αντιμισθιών του αιτηθέντος χρονικού διαστήματος, β) απορριπτέο ως μη νόμιμο το κεφάλαιο της περί χρηματικής ικανοποίησης για την ηθική βλάβη, που φερόταν ότι είχε υποστεί ο ενάγων εκ της μη καταβολής των αιτουμένων αγωγικών κονδυλίων, γ) ορισμένη και νόμιμη κατά τα λοιπά κεφάλαια της. ως επιστηριζόμενη στις διατάξεις των αρθ. 1 Ν. 1082/1980, 1, 4. 5 Α.Ν. 539/1945. 1 Ν. 1346/1983, 1 παρ. 3 Ν.Δ/τος 4547/1966, 6 Ν. 3144/2003, 1 Ν. 3302/2004, 3 § 16 του Ν.Δ/τος 4504/1966, 6 της από 26-01-1977 ΕΓΣΣΕ, απόφαση Υπ. Εργασίας 4943/1971, 8 Ν. 549/1977, Κοινές Αποφάσεις Υπ. Οικονομικών και Εργασίας 19040/1981, 12921/1981, 24 παρ. 2 Ν. 1868/1989, όπως αντικ. με το αρθ. 37§1 Ν. 2145/1993. 22 παρ. 1 του Συντάγματος. 288 Α Κ και 141 της Συνθήκης της Ε.Ε.. 63 παρ. 4 περ. α’. 92 παρ. 2, 92 Α παρ. 1 του τέως Κώδικα περί Δικηγόρων – ΝΔ 3026/1954. όπως οι διατάξεις των ως άνω αρθ. 92 και 92 Α ίσχυσαν μετά την αντικ. τους με τα αρθ. 39 παρ. 2 Ν. 4111/2013 και με την υποπαράγραφο ΙΓ.1. υποπερ. 8.β. του άρθρου πρώτου του Ν. 4093/2012 αντίστοιχα, αρθ. 44 παρ. 1 το» νέου Κώδικα Δικηγόρων {Ν. 4194/2013). αναφορικά με το μετά την 28-09-2013 χρονικό διάστημα. 341. 345, 346. 361 ΑΚ. 176. 907 και 90S παρ. 1 ΚΠολΔ 2) ως προς την πρόσθετη παρέμβαση: παραδεκτή και νόμιμη, ως στηριζόμενη στις διατάξεις των αρθ. 68. 80 και 81 ΚΠολΔ 3) ως προς τους προβληθέντες νομοτύπως στον πρώτο βαθμό αυτοτελείς ισχυρισμούς της εναγομένης: α) απορριπτέα ως απαράδεκτη, λόγω της αοριστίας της την ένσταση της πενταετούς παραγραφής (άρθ. 250 αριθ. 11 ΑΚ) όλων των αξιώσεων του ενάγοντος, οι οποίες αφορούσαν το χρονικό διάστημα πριν το έτος 2015, β) ορισμένη και νόμιμη την ένσταση ότι το δικαίωμα του ενάγοντος προς διεκδίκηση των αγωγικών κονδυλίων ασκείτο καταχρηστικά, ως στηριζόμενη στη διάταξη του άρθ. 281 ΑΚ και γ) ορισμένη και νόμιμη την ένσταση συμψηφισμού ανταπαίτησής της από το σύνολο της ονομαστικής αξίας των γραμματίων προείσπραξης δικηγορικής αμοιβής, όπως αυτή εξειδικευόταν, προς τις απαιτήσεις του ενάγοντος για τα επιδόματα εορτών και αδείας, τις ασφαλιστικές εισφορές, το επίδομα βρεφονηπιακού σταθμού και την εξαγορά του ασφαλιστηρίου συμβολαίου, ως στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθ. 440 επ. και 664 ΑΚ. Μετ’ εκτίμηση δε των αποδείξεων, αφού απέρριψε ως ουσία αβάσιμες τις ως άνω ενστάσεις συμψηφισμού και καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος της εναγομένης, δέχθηκε την πρόσθετη παρέμβαση και εν μέρει ως και ουσία βάσιμη την αγωγή και υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 76.446.45 €, νομιμοτόκως από τα χρονικά σημεία που αναφέρονται στο αιτιολογικό της. μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, κήρυξε την απόφαση προσωρινώς εκτελεστή κατά την καταψηφιστική της διάταξη για το ποσό 36.946,75 € και συμψήφισε στο σύνολο τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.
IX. Οι καταφατικές αυτές και αποφατικές ουσιαστικές και δικονομικές κρίσεις του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, δια της ως άνω αποφάσεως του, προκάλεσαν, τόσο τα με τους λόγους της εφέσεως εισαγόμενα παράπονα του εκκαλούντος – ενάγοντος (3). όσο και εκείνα δια των ομοίων (και των προσθέτων λόγων) της εκκαλούσας – εναγομένης (6). οι οποίοι στο σύνολο τους εκτιμώμενοι κατά το νοηματικό τους περιεχόμενο, συνιστούν α) ως προς την έφεση του πρώτου, αιτιάσεις για εσιραλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς και κακή εκτίμηση των αποδείξεων εις βάρος του, έτσι ώστε, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη κατά τα βλαπτικά για αυτόν κεφάλαια της, άλλως αυτή να μεταρρυθμισθεί επί το βέλτιόν του, να γίνει δεκτή κατά τα απορριφθέντα κεφάλαια της η αγωγή του και να καταδικασθεί η εφεσίβλητη – εναγομένη στα δικαστικά του έξοδα και των δυο βαθμών δικαιοδοσίας και β) ως προς την έφεση και τους προσθέτους λόγους της δεύτερης, ίδιες αιτιάσεις, ώστε να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη. να απορριφθεί η αγωγή κατά το μέρος, που έγινε δεκτή και να καταδικασθεί ο εφεσίβλητος – ενάγων στη δικαστική της δαπάνη και των δυο βαθμών δικαιοδοσίας.
Χ. Ειδικότερα δια του πρώτου λόγου εφέσεως του εκκαλούντος – ενάγοντος. αυτός ψέγει την εκκαλουμένη για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, διότι ρητώς απέρριψε το κεφάλαιο της αγωγής του περί επιδίκασης της νόμιμης αποζημίωσης λόγω της καταγγελίας της σύμβασης έμμισθης εντολής και των παγίων αντιμισθιών του. ως απαράδεκτο εξαιτίας της φερόμενης αοριστίας του.
XI. Κατά τις διατάξεις των αρθ. 42 παρ.2 και 46 παρ.2 του ισχύοντος Κώδικα Δικηγόρων (Ν. 4194/2013) [ταυτοσήμου περιεχομένου προς εκείνες των άρθρων 63 παρ. 3, 4 και 5 περ. 4 του προϊσχύσαντος Κώδικα των Δικηγόρων {ΝΔ 3026/1954)]. έμμισθος δικηγόρος είναι αυτός που προσφέρει αποκλειστικά νομικές υπηρεσίες ως νομικός σύμβουλος ή ως δικηγόρος, σε συγκεκριμένο εντολέα, σταθερά και μόνιμα, αμειβόμενος αποκλειστικά με πάγια περιοδική αμοιβή. Η σύμβαση μεταξύ έμμισθου δικηγόρου και εντολέα είναι πάντοτε αορίστου χρόνου και λύεται μόνο: α) με το θάνατο, β) …γ)… .και δ) με καταγγελία της σύμβασης από τον εντολέα ή τον εντολοδόχο δικηγόρο. Η καταγγελία με ποινή ακυρότητας είναι έγγραφη και σε αυτή αναφέρεται ο λόγος της απόλυσης, επιδίδεται δε με δικαστικό επιμελητή. Εξάλλου, από τις ίδιες ως άνω διατάξεις και ιδίως εκείνες του άρθρου 42 του ισχύοντος Κώδικα Δικηγόρων (ταυτοσήμου περιεχομένου προς εκείνες των άρθρων 1.2 παρ. 1. 38 και 44 του προϊσχύσαντος Κώδικα των Δικηγόρων) σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 648 επ. και 713 ΑΚ συνάγεται ότι η, κατ’ εξαίρεση επιτρεπόμενη στο δικηγόρο παροχή νομικών υπηρεσιών με πάγια ετήσια ή μηνιαία αμοιβή (σχέση έμμισθης εντολής), που είναι πάντοτε αορίστου χρόνου, ρυθμίζεται από τον Κώδικα αυτόν και συμπληρωματικά από τους περί εντολής και συμβάσεως ανεξαρτήτων υπηρεσιών κανόνες του ΑΚ. εφόσον αυτές δεν αντίκεινται στο δημόσιο χαρακτήρα της σχέσης (σχ. άρθρο 1 του ισχύοντος Δικηγ. Κώδικα και ΟλΑΠ 45/2002. ΟλΑΠ 25/2002). Εξάλλου, από τον συνδυασμό των διατάξεων των αρθ. 167. 168. 648. 669 §1 ΑΚ. 1 και 3 Ν. 2112/1920. 1 και 5 Ν. 3198/1955, 1, 3 §1 και 5 του Β.Δ/τος της 16-7-1920 “περί επεκτάσεως του Ν. 2112 και επί εργατών, τεχνιτών και υπηρετών”, προκύπτει ότι σε κάθε περίπτωση καταγγελίας εκ μέρους του εργοδότη της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου, που είναι μονομερής, αναιτιώδης και απευθυντέα δικαιοπραξία, απαιτείται για το κύρος αυτής (έγγραφος τύπος και) η καταβολή στο\· μισθωτό της νόμιμης αποζημίωσης κλπ. (ανεξάρτητα, καταρχήν, από τον λόγο που την προκάλεσε), και επομένως ο εργαζόμενος δικαιούται σε κάθε περίπτωση (λαμβανομένου υπόψη ότι η ακυρότητα αυτή της καταγγελίας είναι σχετική υπέρ αυτού) να ζητήσει (αντί για αποδοχές υπερημερίας, επικαλούμενος την ακυρότητα της καταγγελίας) τη νόμιμη αποζημίωση που προβλέπεται από το Ν. 2112/1920 ή το Β.Δ. της 16-7-1920 (παραιτούμενος, έτσι, σιωπηρά, με την άσκηση της σχετικής αγωγής από το δικαίωμα προσβολής του κύρους της καταγγελίας, και θεωρώντας αυτήν έγκυρη, πρβλ. ΑΠ 429/2036, 277/2016, 359/2016). Στην περίπτωση αυτήν, της επιδίωξης δηλ., καταβολής της νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης, στοιχείο της αγωγής για να είναι αυτή ορισμένη κατ’ άρθ. 216 §1 ΚΠολΔ είναι, πλην των άλλων (κατάρτιση της σύμβασης, συμβατικός ή νόμιμος μισθός και άρνηση του εργοδότη να αποδέχεται τις υπηρεσίες του), η απλή αναφορά του περιστατικού της καταγγελίας και του χρόνου αυτής, καθόσον η καταγγελία (απόλυση) αποτελεί νομικό όρο εύχρηστο στην πράξη που έχει ορισμένο περιεχόμενο και γνωστή έννοια, δηλώνοντας συγκεκριμένη πραγματική κατάσταση, και επομένως δεν είναι αναγκαίο να εκτίθενται και τα ειδικότερα πραγματικά περιστατικά που την συγκροτούν, ως εκ τούτου δε σε περίπτωση παράλειψής τους δεν είναι αόριστος ο σχετικός ισχυρισμός (ΑΠ 785/2017). Εάν, όμως ο εργαζόμενος περιλάβει στην αγωγή του και αυτοτελές αίτημα αναγνώρισης της ακυρότητας της καταγγελίας ή ασκήσει μόνον αναγνωριστική της ακυρότητας της καταγγελίας αγωγή, τότε οφείλει να εκθέσει στο εισαγωγικό δικόγραφο με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την ακυρότητα (ΑΠ 84/2031), χωρίς να είναι δυνατή μια μεταγενέστερη, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, διόρθωση της αοριστίας ή βελτίωση του σχετικού ισχυρισμού με την επίκληση και νέων λόγων ακυρότητας γιατί έτσι μεταβάλλεται ανεπίτρεπτα η βάση της αγωγής (άρθ. 224 ΚΠολΔ), ο δε ισχυρισμός του εναγομένου εργοδότη ότι η καταγγελία είναι έγκυρη αποτελεί άρνηση των θεμελιωτικών του εν λόγω αγωγικού αιτήματος περιστατικών (ΑΠ 1590/2010, ΑΠ 624/2008. ΑΠ 1081/2006. Δ. Ζερδελή, ΕργΔ. έκδ. 2022. σσ. 1532). Τα ως άνω, όπως η νομολογία έχει δεχθεί (ΑΠ 180/2019 ΕΕργΔ 2019.624. ΑΠ 1364/2019 Ε ΕργΔ 2020.457). ισχύουν αναλογικά και για τους δικηγόρους που παρέχουν υπηρεσίες με σύμβαση έμμισθης εντολής, λόγοι των ομοιοτήτων που έχει η παροχή έμμισθων υπηρεσιών του δικηγόρου με την παροχή εξαρτημένης εργασίας (Δ. Ζερδελή. ά.α., σσ. 1771).
XII. Στην προκειμένη περίπτωση η αγωγή, με το ως άνω υπό Vi εκτενώς αναφερόμενο ιστορικό, σύμφωνα με τα όσα εκτίθενται στην προηγούμενη νομική σκέψη (υπό XI). είναι επαρκώς ορισμένη ως προς τα κεφάλαια που αφορούσαν τη φερόμενη οφειλόμενη αποζημίωση απόλυσης και τις πάγιες αντιμισθίες μέχρι την πλήρη καταβολή της αποζημίωσης απόλυσης, ως περιέχουσα όλα τα αξιούμενα από τα άρθ. 118 αριθ. 4, 216 § 1 ΚΠολΔ, 713 ΑΚ, 46 Ν. 4194/2013 στοιχεία, χωρίς να είναι απαραίτητη και η αναφορά του λόγου ακυρότητας της καταγγελίας, δεδομένου ότι. κατά τα αγωγικώς υποστηριζόμενα, αιτούμενες είναι μόνο η αποζημίωση απόλυσης και οι αντιμισθίες υπερημερίας, και όχι η αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας. Ως εκ τούτων δεν ήταν απαραίτητο να εκτίθεται εάν το όργανο της εναγομένης ήταν αρμόδιο, ή είχε την προς τούτο εξουσιοδότηση από αυτό για την καταγγελία της φερόμενης έμμισθης εντολής του ενάγοντος δικηγόρου. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο με την προσβαλλόμενη απόφαση έκρινε ότι η αγωγή κατά τα ο>ς άνω κεφάλαια της ήταν αόριστη, με την αιτιολογία ότι δεν αναφερόταν ότι η καταγγελία έγινε από το αρμόδιο προς τούτο πρόσωπο ή όργανο της εναγομένης, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ως άνω αναφερόμενες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις (αρθ. 713 Α.Κ. 46 Ν. 4194/2013) και εσφαλμένα εκτίμησε το δικόγραφο της αγωγής, ως προς τα ως άνω κεφάλαια και τα σχετικά αγωγικά αιτήματα, αφού απαίτησε περισσότερα στοιχεία από ότι απαιτούνταν κατά νόμο για το ορισμένο των σχετικών προσβαλλόμενων κεφαλαίων δια του ως άνω λόγου εφέσεως. Πρέπει, επομένως, αφού γίνει δεκτός ο λόγος αυτός εφέσεως, να γίνει δεκτή ως και ουσία βάσιμη η εν λόγω έφεση, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη κατά τα κεφάλαια της αυτά. να κρατηθεί η υπόθεση κατά τούτο και να ερευνηθεί η αγωγή κατά τα εν λόγω κεφάλαια και από ουσιαστική άποψη, ως ευρίσκουσα έρεισμα κατ’ αυτά στις διατάξεις των άρθ. 3, 174, 180, 648, 649, 653, 654, 655, 656, 361, 713 ΑΚ και 46 §§2. 3 και 4 Ν. 4394/2013. Εφόσον δε εξαφανίσθηκε εν μέρει η εκκαλουμένη απόφαση, κατά τα ως άνω. συνεξαφανίζεται και η διάταξη της για την δικαστική δαπάνη, ως συνεχόμενο με την ουσία της υποθέσεως κεφάλαιο, κατά τις διατάξεις των άρθ. 535 παρ. 1, 1 76. 1 78. 183. 189 παρ. 1 περ. γ’ και 191 ΚΠολΔ (ΑΠ 1567/2010, ΤΕφΠειρ 141/2012 ΠειρΝ 2012.160. ΜΕφΑθ 3421/2020). προκειμένου να επαναπροσδιοριστεί αυτή στο σύνολο της από το Εφετείο (ΑΠ 1631/2010 ΝοΒ 2011.993. ΑΠ 521/2002 ΕλλΔνη 2002.1693. ΜΕφΠειρ 207/2015).
ΧΙΙΙ. Δια του δευτέρου λόγου εφέσεως του ιδίου ως άνω εκκαλούντος πλήττεται η εκκαλουμένη για εσφαλμένη ερμηνεία, και κακή εφαρμογή των διατάξεων των άρθ. 59 και 932 ΑΚ. εν σχέσει προς την απόρριψη του κεφαλαίου της αγωγής περί επιδίκασης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης από φερόμενη αδικοπρακτική συμπεριφορά των προστηθέντων οργάνων της εναγομένης, ως μη νομίμου. Ειδικότερα ο εκκαλών – ενάγων δια του ως άνω λόγου υποστηρίζει ότι εσφαλμένα η εκκαλουμένη δέχθηκε ότι το σχετικό αίτημα της αγωγής του περί επιδίκασης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης αφορούσε σε ηθική βλάβη που αυτός υπέστη λόγιο της υπαίτιας καθυστέρησης καταβολής των αποδοχών του και της άκυρης απόλυσης του για τυπικούς λόγους, και ως τέτοιο απορρίφθηκε ως μη νόμιμο, παρά τα στην αγωγή του αναλυτικώς προβαλλόμενα ότι η ηθική του βλάβη και η προσβολή της προσωπικότητας του έγκειτο σε συγκεκριμένες αδικοπρακτικές συμπεριφορές της εναγομένης Τράπεζας.
XIV. Η αθέτηση της σύμβασης, καθ’ εαυτή, δεν συνιστά αδικοπραξία. Βέβαια αποτελεί πράξη παράνομη, όμως οι έννομες συνέπειες της παραβάσεως ρυθμίζονται όχι από τις περί αδικοπραξιών διατάξεις, αλλά από τις διατάξεις για την μη εκπλήρωση της παροχής (αδυναμία παροχής, υπερημερία του οφειλέτη, πλημμελής εκπλήρωση της συμβάσεως κ.λπ.). Πλην όμως, μερικές φορές είναι δυνατό ένα και το αυτό βιοτικό γεγονός να συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις τόσο της αθέτησης της συμβάσεως, όσο και της αδικοπραξίας. Στην περίπτωση αυτή το πραγματικό γεγονός υπόκειται σε πολλαπλή αξιολόγηση και αντιμετωπίζεται από διαφορετικές απόψεις. Όπως δε κρατεί στη νομολογία, η υπαίτια (από δόλο ή αμέλεια) και ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται μία σύμβαση και γεννιέται ενδοσυμβατική ευθύνη του οφειλέτη, μπορεί, πέρα από την αξίωση που πηγάζει από τη σύμβαση, να θεμελιώσει ευθύνη και από αδικοπραξία, αν, και χωρίς τη συμβατική σχέση διαπραττόμενη. θα ήταν καθαυτή παράνομη, ως αντικείμενη στο γενικό καθήκον που επιβάλλει το άρθ. 914 ΑΚ, να μη ζημιώνει κάποιος υπαιτίως άλλον (ΟλΑΠ 967/1973 ΝοΒ 22.505). Και ναι μεν η μη καταβολή των αποδοχών (μισθών, επιδομάτων εορτών, αδείας κ.λπ.) συνιστά ποινικά κολάσιμη πράξη (άρθρο μόνο ΑΝ 690/1945, όπως αντικ. με το άρθ. 8 παρ. 1 Ν. 2336/1995) για τον εργοδότη, ωστόσο η πάγια στη νομολογία θέση είναι ότι η καθυστέρηση καταβολής των αποδοχών δεν αποτελεί αδικοπραξία [ΑΠ 670/2016 ΗλΤρΝομΠλ ΑΣΑ. ΑΠ 1114/2013 ΕλλΔνη 2014.392 = ΧρΙΔ 2014.345 (με παρ. Ευ. Μαργαρίτη). ΑΠ 1317/2008 ΝοΒ 2008.2139. ΑΠ 1017/2008 ΧρΙΔ 2009.370 -ΕΕργΛ 2009.724. Μ Εφ Α θ 6760/2020 αδ. στο νομ. τοπ.. ΜΕφΑΟ 6127/2018 αδ. στο νομ. τυπ.. ΜΕφΑθ 4430/2018, ΜΕφΘεσ 1540/2017 Αρμ 2017.1188. όπου και σχόλ. Δ. Σιδέρη. του ιδίου. Η ποινική προστασία του μισθού, έκδ. 2038. σσ. 109 passim. Μ. Περτπελάκη. Η αποζημίωση λόγω αδικοπραξίας, έκδ. 2020. σσ. 16 επ.]. Περαιτέρω από τα άρθ. 57 και 59 ΑΚ συνάγονται τα εξής: Όποιος παράνομα προσβάλλεται στην προσωπικότητα του. νοούμενη ως το προστατευόμενο από το Σύνταγμα (άρθ. 2 παρ. 1) σύνολο των αξιών που απαρτίζουν την ουσία του ανθρώπου, έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον. Σε περίπτωση δε που η παράνομη προσβολή της προσωπικότητας υπήρξε και υπαίτια, τα δικαστήριο μπορεί επιπλέον να καταδικάσει τον προσβολέα να ικανοποιήσει την ηθική βλάβη, που τυχόν έχει επέλθει, ιδίως με πληρωμή χρηματικού ποσού. Προσβολή της προσωπικότητας δημιουργείται με οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη τρίτου με την οποία διαταράσσεται η κατάσταση που υπάρχει σε μια ή περισσότερες εκδηλώσεις της σωματικής, ψυχικής, πνευματικής και κοινωνικής ατομικότητας του βλαπτόμενου κατά τη στιγμή της προσβολής. Η προσβολή είναι παράνομη όταν η επέμβαση στην προσωπικότητα του άλλου δεν είναι επιτρεπτή από το δίκαιο η γίνεται σε ενάσκηση δικαιώματος, το οποίο όμως είναι από άποψη έννομης τάξης μικρότερης σπουδαιότητας, είτε ασκείται καταχρηστικά. Ενόψει της σύγκρουσης των προστατευόμενοι αγαθών προς τα προστατευόμενα αγαθά της προσωπικότητας των άλλων ή προς το συμφέρον της ολότητας, θα πρέπει να αξιολογούνται και να σταθμίζονται στη συγκεκριμένη περίπτωση τα συγκρινόμενα έννομα αγαθά και συμφέροντα για την διακρίβωση της ύπαρξης προσβολής του δικαιώματος επί της προσωπικότητας και ο παράνομος χαρακτήρας της. Τα έννομα αγαθά που περικλείονται στο δικαίωμα της προσωπικότητας (η τιμή, η ιδιωτική ζωή, η εικόνα, η σφαίρα του απορρήτου κ.ά.) δεν αποτελούν αυτοτελή δικαιώματα αλλά επιμέρους εκδηλώσεις, εκφάνσεις ή πλευρές του ενιαίου δικαιώματος επί της ιδίας προσωπικότητας, έτσι ώστε η προσβολή οποιασδήποτε εκφάνσεως της προσωπικότητας να σημαίνει και προσβολή της συνολικής έννοιας προσωπικότητα. Από αυτά παρέπεται ότι αν εκτός από την υπαίτια (από δόλο ή αμέλεια) μη εκπλήρωση ή πλημμελή εκπλήρωση κάποιας σύμβασης, συντρέχουν επί πλέον γεγονότα που συνιστούν συμπεριφορά προσβλητική της προσωπικότητας του αντισυμβαλλομένου, κατά την άνω έννοια, εφόσον ο αντισυμβαλλόμενος υπέστη ηθική βλάβη η οποία συνδέεται αιτιωδώς με τη συμπεριφορά αυτή του υπαιτίου γεννιέται αξίωση χρηματικής ικανοποίησης για αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθ. 59 και 932 ΑΚ (ΑΠ 302/2012 ΝοΒ 2012.1162. 1787. ΑΠ 1731 /200S ΗλΤρΝομΠλ ΔΣΑ).
XV. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το δικόγραφο της αγωγής και δη από το κεφάλαιο της υπό λατινική αρίθμηση V] (σελ. 33-40). ο ενάγων ισχυρίσθηκε ότι πέραν της παράνομης και αντισυμβατικής μη καταβολής των οφειλομένων αντιμισθιών, αποζημίωσης απόλυσης, επιδομάτων του κ.λπ. από την σύμβαση εντολής καθ’ όλο το ένδικο χρονικό διάστημα, η εναγομένη δια της συμπεριφοράς των προστηθέντων οργάνων της του προσέβαλε την προσωπικότητά του με την απαξίωσή του ως δικηγόρου – εμμίσθου εντολοδόχου της και συνακόλουθα του προκάλεσε ηθική βλάβη. Ειδικότερα στο οκ άνω κεφάλαιο εκτίθενται τα παρακάτω ενδιαφέροντα τον ως άνω λόγο εφέσεως: α) η άρνηση της εναγομένης να καταρτισθεί και εγγράφως η σύμβαση έμμισθης εντολής μεταξύ τους παρά την αντίθετη περί τούτου διαβεβαίωση τόσο από τους Διευθύνοντες τη Νομική Υπηρεσία, όσο και από τη Διεύθυνση Ανθρώπινου Δυναμικού της εναγομένης β) η άρνηση της εναγομένης να του καταβάλει τα εκ του νόμου προβλεπόμενα επιδόματα εορτών και αδείας, τα οποία καταβάλλονταν κανονικά σε όλους τους υπόλοιπους συναδέλφους του. με τους οποίους παρείχε ακριβώς τις ίδιες υπηρεσίες, κατά παράβαση της αρχής της ισότητας, καθώς και η απάντηση των προστηθέντων οργάνων της κατόπιν σχετικής διαμαρτυρίας του, “Μη λέμε τα ίδια, δεν έχει έρθει ακόμα η σειρά σου, προηγούνται άλλοι” και “κάνε υπομονή”- γ) ότι η εναγομένη από το έτος 2015 και κατόπιν της ενοποίησης των Νομικών Υπηρεσιών της, αποφάσισε ότι “όλα τα μπλοκάκια (οι με δελτίο παροχής υπηρεσιών) δικαιούνται άδεια μέχρι 15 ημέρες τον χρόνο” κατά παράβαση του Κώδικα Δικηγόρων και της εργατικής νομοθεσίας- δ) ότι άλλοι συνάδελφοι του που είχαν συμβληθεί μεταγενέστερα με συμβάσεις εντολής ελάμβαναν κανονικά όλα τα επιδόματα και δώρα. μαζί με όλες τις άλλες παροχές (συμμετοχή σε ομαδικό ασφαλιστήριο, καταβολή του συνόλου των οφειλόμενων ασφαλιστικών εισφορών, κουπόνια φαγητού, σούπερ μάρκετ και βενζίνης), ενώ αυτές δεν δίνονταν στα “μπλοκάκια” και σε αυτόν ε) ότι του εζητείτο ενημέρωση ποια ακριβώς ώρα επέστρεφε από τα ακροατήρια και από τα Αρχεία των δικαστηρίων, προκειμένου να ενημερωθεί το Αρχείο των Διευθυνόντων τη Νομική Υπηρεσία, σχετικά με τον χρόνο που χρειαζόταν να λείπει εκτός του κτηρίου της Νομικής Υπηρεσίας- στ) η κατά το έτος 2014 άρνηση της εναγομένης να συμμετάσχει στα έξοδα βρεφονηπιακού σταθμού, στον οποίο είχε εγγράφει το τριών ετών τότε τέκνο του. παρά την αντίθετη συμπεριφορά της με όλους τους έχοντες υπογράψει σύμβαση εντολής συναδέλφους του- ζ) ο αποκλεισμός του ενάγοντος από όλα τα προγράμματα εθελούσιας εξόδου που είχαν εκπονηθεί από την εναγομένη (τουλάχιστον τρία κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του) και προέβλεπαν συγκεκριμένα ποσά εφάπαξ αποζημίωσης για τους δικηγόρους που επέλεγαν να αποχωρήσουν από την εναγομένη, επειδή αυτός ήταν “μπλοκάκι”- η) η άρνηση της εναγομένης κατά τον Δεκέμβριο του έτους 2014 για την καταβολή ενός μισθού ως επιδόματος εορτών Χριστουγέννων, και η απάντηση των οργάνων της στη διαμαρτυρία του περί μη καταβολής “Αν δεν σου αρέσει, μπορείς να φύγεις από την Τράπεζα … και θ) ότι η εναγομένη εσφαλμένα κατά τον Μάρτιο του έτους 2017 τον υπήγαγε ως προς την ασφάλισή του στο άρθ. 3 παρ. 9 του Ν. 4387/2016 κατ’ εσφαλμένα, λόγοι της ως άνω υπαγωγής, αποκλείσθηκε από το δικαίωμα να παρίσταται στα ακροατήρια τόσο για υποθέσεις εκείνης όσο και για υποθέσεις τρίτων κατά τα έτη 2017 και 2018. Με το ως άνω περιεχόμενο, το κεφάλαιο αυτό της αγωγής κατά όλα του τα. στοιχεία α’ έως 0′. δεν είναι νόμιμο, κατά την άρτι αναπτυχθείσα μείζονα σκέψη, αφού όλα αναφέρονται στη μη καταβολή παροχών στηριζόμενη στη σύμβαση εντολής και την αρχή της ισότητας, ενώ οι φερόμενες απαντήσεις των προστηθέντων οργάνων (“Μη λέμε τα ίδια. δεν έχει έρθει ακόμα η σειρά σου, προηγούνται άλλοι”, “κάνε υπομονή”. “Αν δεν σου αρέσει, μπορείς να φύγεις από την Τράπεζα …”) αντικειμενικά θεώμενες δεν συνιστούν απαξιωτικούς, ή υβριστικούς χαρακτηρισμούς, ή αναφορές που να υποτιμούν την επαγγελματική και επιστημονική κατάρτιση του ενάγοντος και ως εκ τούτου αδικοπραξία, ως μη εμπεριέχουσες εξύβριση, ονειδισμό. δυσφήμηση και γενικά απαξιωτική συμπεριφορά στο πρόσωπο του. χωρίς να πληρούται η αντικειμενική υπόσταση κάποιας σχετικής κολάσιμης ποινικά πράξης. Συνεπώς η εκκαλουμένη ως άνω απόφαση, η οποία απέρριψε το ως άνω κεφάλαιο της αγωγής ως μη νόμιμο, αν και με λιγότερες αιτιολογίες, οι οποίες συμπληρώνονται δια των παρουσών (άρθ. 534 ΚΠοΛΔ) ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ως άνω αναφερόμενες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις (άρθ. 57, 59, 914, 932 ΑΚ) και ως εκ τούτου ο ως άνω λόγος εφέσεως τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος.
XVI. Ο τρίτος λόγος εφέσεως του εκκαλούντος – ενάγοντος εστιάζει παράπονο κατά της εκκαλουμένης, το οποίο συνίσταται σε σφάλμα περί την ερμηνεία και εφαρμογή της διάταξης του άρθ. 24 παρ. 2 του Ν. 1868/1989. όπως αντικαταστάθηκε με το άρθ. 37 παρ. 1 του Ν. 2145/1993 και αφορά το χρονικό σημείο έναρξης της επιδίκασης των τόκων των επιδικασθέντων κεφαλαίων περί την καταβολή των οφειλομένων ασφαλιστικών εισφορών. Ο λόγος αυτός συνέχεται με την εκτίμηση των αποδείξεων και 0α εξετασθεί κατωτέρω.
XVII. Δια του πρώτου λόγου εφέσεως της και του δευτέρου προσθέτου λόγου- η εκκαλούσα – εναγομένη ψέγει την εκκαλουμένη για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, διότι ρητώς απέρριψε εν μέρει την και αυτεπαγγέλτως λαμβανομένη υπόψη ένσταση αοριστίας της αγωγής κατά υπό γ’. δ’. ε’ αγωγικά κονδύλια περί καταβολής των ασφαλιστικών εισφορών του. του ποσού ασφαλιστικού προγράμματος και επιδόματος βρεφονηπιακού σταθμού (ΑΠ 633/2019 ΗλΤρΝομΠλ “Νόμος”. AΠ 121/2019 ΗλΤρΝομΠλ ΔΣΑ). που είχε προβάλει και πρωτοδίκως.
XVIII. Η αρχή της ίσης μεταχείρισης (άρθ. 288 ΑΚ. 22 παρ. 1 εδ. β’ του Συντάγματος. 119 της ιδρυτικής Συνθ. ΕΟΚ), σε ενεργό σχέση εξαρτημένης εργασίας επιβάλλει στον εργοδότη, όταν προβαίνει σε οικειοθελή μισθολογική ή άλλη εργασιακή παροχή, μονομερή ή συμβατική, προς ορισμένους εργαζομένους του, να μην εξαιρεί από αυτή άλλους εργαζομένους του, ανεξαρτήτως του χρόνου προσλήψεως του και του ύψους του μισθού τους που ανήκουν στην ίδια κατηγορία και παρέχουν τις ίδιες υπηρεσίες κάτω από τις ίδιες συνθήκες υπό την έννοια της ομοιότητος των συνθηκών απασχολήσεως και των προσόντων, εκτός αν εξαίρεση ή απόκλιση δικαιολογείται από επαρκή αντικειμενικό λύγο. Η αρχή αυτή ανάγεται σε κανόνα δημοσίας τάξεως που παρέχει απ’ ευθείας στον εργαζόμενο το δικαίωμα να αξιώσει με αγωγή από τον εργοδότη την οικειοθελή παροχή. Πρόκειται για αξίωση του ενάγοντος – εργαζομένου εκπληρώσεως της παροχής και όχι για αξίωση αποζημιώσεως. Έτσι. δεν απαιτείται πταίσμα του εναγομένου – εργοδότη και δεν τίθεται ζήτημα αιτιώδους συνάφειας. Την ύπαρξη ειδικού και σοβαρού λόγου που να δικαιολογεί, αντικειμενικά, τη διαφορετική μεταχείριση, ο (εναγόμενος) εργοδότης πρέπει να επικαλεσθεί, κατ’ ένσταση και να αποδείξει. Μισθολογική παροχή είναι και η αύξηση του βασικού μισθού του εργαζομένου. Προϋπόθεση για την εφαρμογή της ίσης μεταχείρισης είναι παροχή του εργοδότη να είναι οικειοθελής ήτοι από πρωτοβουλία του, χωρίς να υπάρχει σχετική υποχρέωση του από διάταξη νόμου ή από όρο Συλλογικής Συμβάσεως Εργασίας ή Διαιτητικής Αποφάσεως ή από δικαστική απόφαση και να χορηγείται νομίμως δεδομένου ότι η παρά το νόμο χορήγηση οικειοθελούς παροχής σε ορισμένους εργαζομένους, δεν δικαιολογεί ανάλογη αξίωση των εργαζομένων, στους οποίους δεν χορηγήθηκε, αφού η αξίωση από την αρχή της ίσης μεταχείρισης δεν μπορεί να θεμελιωθεί – στην εργοδοτική παρανομία. Με βάση την παραπάνω αρχή ο δικηγόρος που παρέχει τις υπηρεσίες του με πάγια αντιμισθία, δικαιούται να απαιτήσει από τον εντολέα του τη μεγαλύτερη αντιμισθία, την οποία ο τελευταίος καταβάλλει οικειοθελώς σε άλλους δικηγόρους, οι οποίοι δεν διαθέτουν περισσότερα ουσιαστικά και τυπικά προσόντα, παρέχουν τις υπηρεσίες τους υπό τις ίδιες συνθήκες και δεν υπερέχουν ως προς την ποιοτική και ποσοτική απόδοση (ΑΠ 1490/2012 ΗλΤρΝομΠλ “Νόμος”). Για να είναι ορισμένη η αγωγή που έχει ως βάση (κύρια ή επικουρική) την αρχή της ίσης μεταχείρισης ο ενάγων εργαζόμενος πρέπει να αναφέρει σ’ αυτή. α) την παροχή την οποία χορήγησε ο νομοθέτης σε άλλους μισθωτούς, β) το είδος της εργασίας που παρέχουν αυτοί και τις συνθήκες υπό τις οποίες την παρέχουν, γ) τα προσόντα αυτών και δ) τα προσόντα του ενάγοντος, το είδος της εργασίας του και τις συνθήκες υπό τις οποίες την προσφέρει ώστε να μπορεί να κριθεί αν μισθολογικές ή άλλες υπηρεσιακές παροχές προς ορισμένους μισθωτούς και εξαιρώντας από αυτές τον ενάγοντα παραβιάζει την αρχή της ίσης μεταχείρισης και ε) εφόσον αφορά ειδική παροχή, το σύνολο των αποδοχών των δυο κατηγοριών, διότι κριτήριο, εκτός των άλλων, για την παραβίαση της ως άνω αρχής δεν αποτελεί μόνο η συγκεκριμένη παροχή αλλά και ο συσχετισμός της. με το εκατέρωθεν σύνολο απολαβών (ΑΠ 1364/2019 ΕΕργΔ 2020.457, ΑΠ 59/2015 ΕΕργΔ 2015.223. ΑΠ 748/2009 ΔΕΝ 2009.1432). Για το ορισμένο του αιτήματος καταβολής μισθολογικών διαφορών λόγω παράβασης της αρχής της ίσης μεταχείρισης δεν είναι αναγκαίο να προσδιορίζεται το ύψος των αιτούμενων μισθό/λογικών διαφορών με αριθμητική ανάλυση και συγκεκριμένο ποσό, γιατί στην περίπτωση αυτί] η οφειλή του εναγόμενου εργοδότη είναι συγκεκριμένη και οριστή και απλώς απομένει να προσδιορισθεί με μαθηματικό (λογιστικό) υπολογισμό το ακριβές ύψος της (ΑΠ 45/201 7, ΑΠ 421/2007, ΑΠ 819/2006).
ΙΧΧ. Στην προκειμένη περίπτωση, η αγωγή κατά τα κονδύλια περί καταβολής των ασφαλιστικών εισφορών του ενάγοντος, του ποσού ασφαλιστικού προγράμματος και επιδόματος βρεφονηπιακού σταθμού, με το ως άνω εκτενώς αναφερόμενο ιστορικό στην προεκτεθείσα υπό VI σκέψη, ήταν ορισμένη σύμφωνα με τα ως άνω ειρηθέντα στην προηγηθείσα νομική σκέψη, αφού μνημονευόταν τα κατά στον οικείο τόπο αυτής τα απαιτούμενα για το ορισμένο στοιχεία. Τα δε υποστηριζόμενα του ως άνω λόγου εφέσεως περί του αντιθέτου, κρίνονται απορριπτέα ως αβάσιμα. Επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την προσβαλλόμενη απόφαση του έκρινε ότι η αγωγή ήταν ορισμένη κατά τα προαναφερθέντα κονδύλια της. δεν παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή τις προπαρατεθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις που αφορούσαν αυτά.
XX. Δια του δευτέρου λόγου εφέσεως και του πρώτου προσθέτου λόγου της εκκαλούσας – εναγομένης, εισάγεται παράπονο αφενός για εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου αρθ. 42 Ν. 4194/2013, 92 Ν.Α. 3026/1954), αφετέρου δε για πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων σε βάρος της. διότι η εκκαλουμένη έκρινε ότι ο αντίδικος της παρείχε τις υπηρεσίες του με σχέση έμμισθης εντολής/πάγιας αντιμισθίας αντί να κρίνει ότι παρείχε τις υπηρεσίες του υπό καθεστώς παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών και να απορρίψει τα αιτούμενα υπό [V. γ’. δ’ και ε’ αγωγικά κονδύλια, δηλαδή επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, αδείας, το σύνολο των ασφαλιστικών εισφορών του. ποσού ασφαλιστικού προγράμματος και επίδομα βρεφονηπιακού σταθμού. Οι λόγοι αυτοί συνέχονται με την εκτίμηση των αποδείξεων και θα εξετασθούν κατωτέρω.
XXI. Δια του πρώτου σκέλους τρίτου λόγου εφέσεως της εκκαλούσας – εναγομένης, αυτή παραπονείται για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή αξιολόγηση των αποδείξεων ως προς την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης. Ως προς το σκέλος αυτό ισχύουν τα υπό XX εκτεθέντα κατά την εξέταση του σχετικού λύγου. Δια του δευτέρου σκέλους του ιδίου ως άνω λόγου προβάλλεται το πρώτον η ένσταση δικαιολογημένης διαφοροποίησης από την αρχή της ίσης μεταχείρισης, κατ’ άρθ. 527 περ. 6 ΚΠολΔ. Δια αυτής υποστηρίζει ότι για τη σύναψη σύμβασης έμμισθης εντολής με πάγια αντιμισθία με δικηγόρους υπήρχαν συγκεκριμένες διαδικασίες και προϋποθέσεις (διαδοχικές συνεντεύξεις, σύμφωνη γνώμη – και υπογραφή – του Διευθύνοντος Συμβούλου, δήλωση στον Δικηγορικό Σύλλογο) οι οποίες δεν τηρήθηκαν στην περίπτωση του αντιδίκου της, του οποίου η ανάθεση των καθηκόντων γινόταν προφορικά, όπως σε έναν οποιοδήποτε ανεξάρτητο δικηγόρο. Καθώς και ότι υπήρχε διαφορετικό καθεστώς αμοιβής των εμμίσθων δικηγόρων σε σχέση με του δικηγόρους με καθεστώς παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών, οι οποίοι ελάμβαναν πρόσθετες αμοιβές για τις παραστάσεις τους στα δικαστήρια, όπως τούτο προκύπτει από τα προσκομιζόμενα τιμολόγια παροχής των υπηρεσιών του. Η ως άνω ένσταση ασκείται παραδεκτά κατά την ως άνω διάταξη του ΚΠολ.Δ και κατά τα αναφερόμενα στον οικείο τόπο της υπό XV11I μείζονος σκέψης και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω και από ουσιαστική άποψη.
XXII. Δια του τετάρτου λόγου εφέσεως και του τρίτου προσθέτου λόγου εφέσεως της εκκαλούσας – εναγομένης εισάγονται αιτιάσεις για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία των άρθ. 250 επ. ΑΚ σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθ. 190 του Ν.Δ. 3026/1954 “περί Κωδικός Δικηγόρων”, εν σχέσει προς την απόρριψη της υποβληθείσας από αυτήν ενστάσεως παραγραφής των αξιώσεων του ενάγοντος πριν το έτος 201 5. ως απαράδεκτης λόγω της αοριστίας της.
ΧΧΙΙΙ. Κατά τη διάταξη του άρθ. 250 αρ. 11 ΑΚ. σε πενταετή παραγραφή υπόκεινται οι αξιώσεις των δικηγόρων, των συμβολαιογράφων και των δικαστικών επιμελητών, για τις αμοιβές και για τις δαπάνες τους. κατά δε τα άρθ. 251 και 253 ΑΚ, η παραγραφή των παραπάνω αξιώσεων αρχίζει μόλις λήξει το έτος μέσα στο οποίο γεννήθηκε κάθε περιοδική παροχή και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη της (ΑΠ 440/2000). Κατά την κρατούσα γνώμη στη νομολογία, η παραγραφή των αξιώσεων του αρθ. 251 ΑΚ. στο πλαίσιο εφαρμογής του αρθ. 253 ΑΚ. έχει ως αφετηρία την 1η Ιανουαρίου του επόμενου έτους (ΑΠ 623/2011 ΝοΒ 2012.50. ΑΠ 592/2009. ΕφΘεσ 815/2009 ΕφΑΔΠολΔ 2011.288· αντίθ. η ΑΠ 362/2009 ΕΕμπΔ 2010.63. κατά την οποία η προθεσμία αρχίζει την τελευταία ημέρα του έτους). Περαιτέρω, υπό το πρίσμα του προγενέστερου Κώδικα Δικηγόρων (Ν.Δ. 3026/1954). γινόταν δεκτό ότι η παραγραφή των αξιώσεων των έμμισθων δικηγόρων, τόσο του ιδιωτικού όσο και του δημόσιου τομέα, ήταν πενταετής ενόψει της ρύθμισης του αρθρ. 190 ΚΔ. η οποία ως ειδικότερη εφαρμοζόταν αντί των γενικότερων διατάξεων του ΑΚ ή του δημόσιου λογιστικού (ΑΠ 1396/2008 ΕλλΔνη 2011.1010). Στον νέο ΚΔ (Ν. 4194/2013) δεν περιλαμβάνεται καμία αντίστοιχη ρύθμιση, οπότε εφαρμογή έχει η διάταξη του αρθρ. 250 περ. 11 ΑΚ για τους έμμισθους δικηγόρους του ιδιωτικού τομέα, καθώς και οι διατάξεις των νομοθετημάτων που ορίζουν τον χρόνο παραγραφής των αξιώσεων κατά του Δημοσίου για τους συναδέλφου τους του Δημοσίου. Βάσει του αρθρ. 251 ΑΚ. που εφαρμόζεται στις αξιώσεις των δικηγόρων για τις αμοιβές τους. η παραγραφή αρχίζει από τότε που γεννήθηκε η αξίωση και είναι δυνατή η δικαστική της επιδίωξη (ΑΠ 509/2012 ΕλλΔνη 2012.1268). Ακόμη, κατά τα άρθ. 272 εδ. α’. 277 και 278 ΑΚ. όταν συμπληρωθεί η παραγραφή ο υπόχρεος έχει δικαίωμα να αρνηθεί την παροχή (άρθ. 272 εδ, α’ ΑΚ). το δικαστήριο δεν λαμβάνει αυτεπαγγέλτως υπόψη την παραγραφή, που δεν έχει προταθεί (άρθ. 277 ΑΚ) και ο δανειστής ή όποιος άλλος έχει έννομο συμφέρον δικαιούται να προτείνει την παραγραφή και αν ακόμα δεν την προτείνει ή παραιτείται από αυτήν ο οφειλέτης (άρθ. 278 ΑΚ). Εξάλλου, όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθ. 249. 251 επ. 277 ΑΚ και 262 παρ. 1 ΚΠολΔ. για να είναι ορισμένη η ένσταση της παραγραφής πρέπει να αναφέρεται ο χρόνος αυτής και το αφετήριο σημείο της (ΑΠ 761/2014, ΑΠ 1874/2008) καθώς και αίτημα απόρριψης της αγωγής λόγω της επελθούσας παραγραφής (ΑΠ 68/2021). ο δε ενάγων ανταποδεικτικά μπορεί να αποδείξει άλλο χρόνο έναρξης αυτής μεταγενέστερο (AΠ 1296/2022. ΑΠ 68/2021. ΑΠ 1439/1990).
XXIV. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τις από 03-11-2020 προτάσεις της εναγομένης – εκκαλούσας – εφεσίβλητης, και τα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά, ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, προς απόκρουση της ένδικης αγωγής τακ ενάγοντος, αυτή προέβαλε ένσταση παραγραφής της ένδικης αξίωσης, ισχυριζόμενη ότι όλες οι αξιώσεις του ενάγοντος που ανάγονται στο χρονικό διάστημα πριν το έτος 2015 έχουν υποπέσει στην πενταετή παραγραφή του άρθ. 250 αρ. 11 ΑΚ. Ειδικότερα η εναγομένη κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο πρότεινε την ως άνω ένσταση και καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα πρακτικά της εκκαλουμένης ως εξής: ‘Έχουμε ένσταση πενταετούς παραγραφής, η αγωγή ασκήθηκε 31/7/2020, συνεπώς, υπό οιαδήποτε εκδοχή αξιώσεις του αντιδίκου που αφορούν τα έτη προηγούμενα του έτους 2015 έχουν παραγραφεί κατ’ εφαρμογήν του άρθ. 251 ως αυτές αφορούν επιδόματα εορτών αδείας, ασφαλιστικές εισφορές, διαφορές αποδοχών, εισφορών ομαδικού προγράμματος και τα λοιπά”. Στις δε από 03-11-2020 προτάσεις της ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου ανέπτυξε την ως άνω ένσταση κατά λέξη ως εξής: “Η ένδικη αγωγή ασκήθηκε στις 31-07-2020 (σχετ. 1). Συνεπώς, υπό οιαδήποτε εκδοχή, οι αξιώσεις του αντίδικου οι οποίες αφορούν έτη προηγούμενα του έτους 2015 έχουν παραγραφεί κατ’ εφαρμογήν του άρθ. 251 ΑΚ. εφόσον παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της πενταετίας από τότε που γεννήθηκαν (αξιώσεις για επιδόματα εορτών και αδείας, ασφαλιστικών εισφορών, διαφορών αποδοχών, εισφορών ομαδικού προγράμματος)”. Η ως άνω ένσταση περιείχε όλα τα αναγκαίο, για το ορισμένο αυτής στοιχεία, καθώς και ορισμένο αίτημα, για απόρριψη της αγωγής, που περιλήφθηκε στο αιτητικό των προτάσεων. Είναι δε νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθ. 250 αρ. 31 επ. ΑΚ. 190 Ν.Δ. 3026/1954 και των άρθ. 216 και 262 παρ. 1 ΚΠολΔ. σύμφωνα με τα εκτενώς εκτιθέμενα στην ως άνω μείζονα σκέψη. Πρέπει επομένως να ερευνηθεί περαιτέρω και από ουσιαστική άποψη.
XXV. Δια των λοιπών λόγων εφέσεως και εκείνων των προσθέτων λόγων της εκκαλούσας – εναγομένης, πλήττεται η εκκαλουμένη για εσφαλμένη εκτίμηση των ισοδύναμων κατά νόμο αποδεικτικών μέσων εις βάρος της (και δη έκαστος αυτών την πλήττει ως προς τις κατ’ ιδίαν παραδοχές της), συνεπεία των οποίων δέχθηκε τα ανωτέρα) και ήχθη σε εν μέρει παραδοχή της ιστορικής βάσεως της αγωγής με ανάλογο διατακτικό. Ειδικότερα δι’ αυτών πλήττεται η εκκαλουμένη για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων εν σχέσει προς την κατ’ ουσίαν απόρριψη της ενστάσεως συμψηφισμού (πέμπτος λόγος έφεσης και πέμπτος πρόσθετος λύγος) και καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος του ενάγοντος (έκτος λόγος έφεσης και τέταρτος πρόσθετος λόγος). Ομοίως και δια των ως άνω λόγων του εκκαλούντος – ενάγοντος πλήττεται η εκκαλουμένη και με την ίδια αιτίαση, αφού εντός αυτών εμφιλοχωρεί και αυτή. Το Δικαστήριο δεν θα περιορισθεί όμως στα ειδικότερα αποδεικτικά παράπονα, που διατυπώνονται στους ως άνω λόγους των εκκαλούντων. αλλά θα προβεί σε καθολικό επανέλεγχο της ουσίας της διαφοράς, ως προς την μεταβιβασθείσα ενώπιον του δικονομική αξίωση, όπως αυτή οριοθετείται από τους λόγους των εφέσεων και των προσθέτων λόγων (Δ. Κράνης. Η έννοια και η σημασία των κεφαλαίων στην πολιτική δίκη. ΕΠολΔ 2018.242), γιατί προβλήθηκε από αυτούς λόγος για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 411/2007 ΕΠολΔ 2008.258, με σημ. Κ. Γιαννόπουλου. ΜΕφΛΘ 1812/2022 αδ. στο νομ. τυπ., ΜΕφΑθ 2179/2022 αδ. στο νομ. τυπ. Α. Μπαμπινιώτης. Μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της εφέσεως και αντικείμενο της έκκλητης δίκης. έκδ. 2016. σσ. 130). Και τούτο διότι το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, συνεπεία του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της εφέσεως (άρθ. 522 ΚΠολΔ) είναι υποχρεωμένο να κρίνει την ορθότητα του διατακτικού της εκκαλουμένης αποφάσεως (άρθ. 534 ΚΠολΔ) βάσει της καθολικής επανεκτιμήσεως της ουσίας της υποθέσεως και όχι μόνο βάσει των προς αυτή συνδεομένων μερικότερων παραπόνων περί την εκτίμηση των αποδείξεων των εκκαλούντων (ΜΕφΑθ 2706/2022 αδ. στο νομ. τυπ.).
XXVI. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1, 63, 92Α, 94 του Κώδικα περί Δικηγόρων, που κυρώθηκε με το Ν.Δ. 3026/1954 (παλαιός Κώδικας Δικηγόρων) και έχει εν προκειμένω εφαρμογή ενόψει του χρόνου καταρτίσεως της ένδικης συμβάσεως, προκύπτει ότι είναι ασυμβίβαστη με το λειτούργημα του δικηγόρου, ο οποίος είναι άμισθος δημόσιος λειτουργός, η άσκηση επιστήμης, τέχνης ή εμπορίας και γενικώς κάθε εργασίας, υπηρεσίας ή απασχολήσεως που δεν αρμόζει στην αξιοπρέπεια και ανεξαρτησία του. καθώς επίσης η άσκηση εκ μέρους του οιασδήποτε έμμισθης υπηρεσίας σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο. Κατ’ εξαίρεση ο δικηγόρος μπορεί να παρέχει με πάγια ετήσια ή μηνιαία αμοιβή καθαρώς νομικές εργασίες νομικού συμβούλου ή δικηγόρου (άρθρα. 63 παρ. 1-4 του κώδικα περί δικηγόρων). Η σύμβαση αυτή παροχής νομικών υπηρεσιών με πάγια ετήσια ή μηνιαία αμοιβή είναι πάντοτε αορίστου χρόνου, έστω και αν συνήφθη για ορισμένο χρόνο (άρθρο 63 παρ. 5 του ανωτέρω Κώδικα), δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας, δεν εφαρμόζονται επ’ αυτής οι γνήσιες διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, παρά μόνο εφόσον επιτρέπει αυτό ειδικός νόμος ή αναλογικά αν προσαρμόζονται προς τις διατάξεις του ως άνω νομοθετικού διατάγματος και δεν αντίκεινται στο δημόσιο χαρακτήρα του δικηγορικού λειτουργήματος, ρυθμίζεται δε από τις διατάξεις του κώδικα περί δικηγόρων και συμπληρωματικά από τις διατάξεις περί εντολής και συμβάσεως παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών (ΟλΑΠ 45/2002). Τα σχετικά με την αμοιβή του δικηγόρου θέματα κανονίζονται με συμφωνία με τον εντολέα του (άρθρο 92 του άνω κώδικα και 44 του Ν. 4194/2013). Σε περίπτωση που έχει συμφωνηθεί μεταξύ των συμβαλλομένων να αμείβεται ο δικηγόρος για τις εκ μέρους του παρεχόμενες προς τον εντολέα του υπηρεσίες μόνο με πάγια μηνιαία ή περιοδική αμοιβή, τα κατώτατα όρια αυτής καθορίζονται σε αντιστοιχία με το βασικό μηνιαίο μισθό των δημοσίων υπαλλήλων της κατηγορίας πανεπιστημιακής εκπαιδεύσεως, ανάλογα με το αν πρόκειται για δικηγόρο στο πρωτοδικείο, στο εφετείο ή στον Αρειο Πάγο (και κατά το άρθρ. 44 παρ. 1 Ν. 4194/2013 δεν μπορούν να είναι κατώτερες των εκάστοτε ισχυουσών κατώτατων νόμιμων αποδοχών υπαλλήλου του ιδιωτικού τομέα ανάλογων επιστημονικών προσόντος). Ακόμη, οι ανωτέρω έμμισθοι δικηγόροι δικαιούνται δώρα εορτών και επίδομα αδείας, με βάση τις διατάξεις του άρθρου S παρ. 4 ν, 4507/1966. 3 παρ. 16 ν. 4504/1966 σε συνδυασμό με άρθρο 2 του ΑΝ 539/1945 και αρθρ. 3 παρ. 2 19040/81 Κ.Υ.Α. των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και άρθρο 46 παρ. 1 εδ. α’ Κώδικα Δικηγόρων (Ν. 4194/2013). Ειδικότερα στο άρθρο 1 παρ. 1, 2 και 3 της ανωτέρω ΥΑ 19040/1981. ορίζεται ότι «όλοι οι μισθωτοί, που αμείβονται με μισθό ή με ημερομίσθιο, δικαιούνται από τους πάσης φύσεως εργοδότες τους: α) Επίδομα εορτών Χριστουγέννων ίσο με ένα μηνιαίο μισθό για τους αμειβόμενους με μισθό και με 25 ημερομίσθια για τους αμειβόμενους με ημερομίσθιο, β) Επίδομα εορτών Πάσχα, ίσο με μισό μηνιαίο μισθό για τους αμειβόμενους με μισθό, και με 15 ημερομίσθια για τους αμειβόμενους με ημερομίσθιο. 2. Τα ανωτέρω επιδόματα καταβάλλονται στο ακέραιο, εφόσον η σχέση εργασίας των μισθωτών με τον υπόχρεο εργοδότη διήρκεσε ολόκληρη τη χρονική περίοδο, στην περίπτωση του επιδόματος εορτών Χριστουγέννων από 1 Μαΐου μέχρι 31 Δεκεμβρίου κάθε χρόνου και του επιδόματος Πάσχα από 1 Ιανουαρίου έως 30 Απριλίου κάθε έτους. 3. Από τους ανωτέρω μισθωτούς, εκείνοι που η σχέση εργασίας τους με τον υπόχρεο στην καταβολή του επιδόματος εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, εργοδότη, δε διήρκεσε ολόκληρο το ανωτέρω χρονικό διάστημα, δικαιούνται: α) Σαν επίδομα εορτών Χριστουγέννων, ποσό ίσο με 2/25 του μηνιαίου μισθού ή 2 ημερομίσθια, ανάλογα με τον συμφωνημένα τρόπο αμοιβής για κάθε 19 ημέρες διάρκειας της εργασιακής σχέσης τους μέσα στις χρονικές περιόδους που αναφέρονται στην παρ. 2 του παρόντος άρθρου και β) ως επίδομα εορτών Πάσχα ποσό ίσο με το συμφωνημένο τρόπο αμοιβής για κάθε 8 ημέρες διάρκειας της εργασιακής σχέσης. Για χρονικό διάστημα μικρότερο του 19ήμερου ή του διήμερου. αντίστοιχα, δικαιούνται ανάλογο κλάσμα». Εξάλλου, το επίδομα αδείας το οποίο προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 3 § 16 του ν.δ. 4504/1966. καθορίζεται σε μισό μισθό για τους εργαζομένους που αμείβονται με μισθό και σε 13 ημερομίσθια για όσους εργαζομένους αμείβονται με ημερομίσθια. Στην περίπτωση που δεν έχει συμπληρωθεί ο βασικός χρόνος της 12μηνης εργασιακής σχέσης οι αποδοχές αδείας για τους μισθωτούς πριν πάρουν την κανονική άδεια υπολογίζονται σε δύο ημερομίσθια για κάθε μήνα απασχόλησης τους. Επίσης ανάλογο επίδομα αδείας καταβάλλεται σ’ αυτούς. Περαιτέρω, στις τακτικές ή συνήθεις αποδοχές με βάση τις οποίες υπολογίζονται οι αποδοχές και το επίδομα αδείας καθώς και τα επιδόματα εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων νοούνται ο συμβατικός ή ο νόμιμος μισθός ή το ημερομίσθιο, καθώς και οποιαδήποτε άλλη πρόσθετη εργοδοτική παροχή, σε χρήμα ή σε είδος, που καταβάλλεται κατά τη διάρκεια της σύμβασης εργασίας, με την προϋπόθεση ότι η παροχή αυτή δίδεται σταθερά και μόνιμα ως αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας (ΑΠ 183/2016). Επίσης, για τα επιδόματα δώρων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και τις αποδοχές και το επίδομα αδείας, τάσσεται από το νόμο (άρθρα 10 της ΥΑ19040/198 1, που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του Κ 1082/1980, 4 παρ. 1 του ΑΝ 539/1945, του Ν. 4504/1961 και 1 παρ. 3 του ΝΔ 4547/1966) επακριβώς καθορισμένη ημέρα καταβολής τους, η 31η Δεκεμβρίου και η 30η Απριλίου για τα δώρα Χριστουγέννων και Πάσχα αντιστοίχως, η τελευταία δε ημέρα του ημερολογιακού έτους, το αργότερο, για την χορήγηση της άδειας και για το επίδομα αδείας, η οποία και θεωρείται ως δήλη ημέρα, ώστε με μόνη την πάροδο της δήλης αυτής ημέρας να καθίσταται υπερήμερος ο εργοδότης και να επέρχονται οι ανώτερο) συνέπειες (ΑΠ 286/2013). Επιπλέον, κατά την παρ. 2 του άρθρου 24 του Ν. 1868/1989. όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 37§1 του Ν. 2145/1993. το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και τα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, καθώς και τα φυσικά πρόσωπα που απασχολούν δικηγόρους με έμμισθη εντολή ορισμένου ή αορίστου χρόνου έχουν την υποχρέωση να καταβάλλουν στο Ταμείο Νομικών, το Ταμείο Προνοίας Δικηγόρων και το ΚΕΑΔ ποσοστό 2/3 της εκάστοτε ετήσιας ασφαλιστικής εισφοράς των απασχολουμένων σε αυτούς δικηγόρων (η οποία αποδίδεται από τους φορείς στα ασφαλιστικά ταμεία μέσα στον Ιανουάριο του επόμενου έτους στο οποίο αφορά η υποχρέωση καταβολής των εισφορών), η υποχρέωση δε καταβολής του ποσοστού αυτού ασφαλίστρων αρχίζει από 01-01-1993 και ισχύει και για τους μέχρι 31-12-1992 ασφαλισμένους στους ανωτέρω φορείς δικηγόρους, ενώ με το άρθρο 18 §8 του Ν. 3232/2004 ορίσθηκε ότι οι διατάξεις του παραπάνω εδαφίου ισχύουν και για τους από 01-01-1993 και εφεξής ασφαλισμένους δικηγόρους στους ανωτέρω φορείς (ΑΠ 1250/2009). Εξ άλλου, η προαναφερόμενη σύμβαση παροχής νομικών υπηρεσιών με πάγια περιοδική αμοιβή λύεται, εκτός των άλλων, και με καταγγελία από τον εντολέα ή τον εντολοδόχο, η οποία πρέπει με ποινή ακυρότητας να είναι έγγραφη και να κοινοποιείται στο άλλο μέρος. Με τη λύση της συμβάσεως με καταγγελία ο δικηγόρος δικαιούται να λάβει από τον εντολέα του την οριζόμενη από το άρθρο 94 του κώδικα περί δικηγόρων αποζημίωση (και από νυν από το άρθ. 46 παρ. 3 Ν. 43 94/2013). το ύψος της οποίας εξαρτάται από το χρόνο παροχής των δικηγορικών υπηρεσιών στον εντολέα του. μη δυνάμενη να υπερβεί τις 12 πάγιες μηνιαίες αμοιβές κατ’ ανώτατο όριο (κατά τις διατάξεις του νέου Κώδικα δικηγόρων που εφαρμόζονται εν προκειμένω), οι οποίες υπολογίζονται με βάση τις τακτικές αποδοχές που καταβάλλονται σ’ αυτόν σταθερά και μόνιμα. Ως τακτικές αποδοχές θεωρούνται ο μισθός (πάγια αντιμισθία) και κάθε άλλη παροχή που χορηγείται σταθερά και μόνιμα ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα των παρεχομένων υπηρεσιών. Έτσι, σε περίπτωση καταγγελίας της συμβάσεως εκ μέρους του εντολέως, ο δικηγόρος δικαιούται να λάβει από τον εντολέα του αποζημίωση ίση με: α) με δύο μηνιαίες παροχές αν έχει συμπληρώσει ένα έτος υπηρεσίας στον εντολέα, β) με τρεις μηνιαίες παροχές αν έχει συμπληρώσει τετραετή υπηρεσία, γ) με τέσσερις μηνιαίες παροχές αν έχει συμπληρώσει εξαετή υπηρεσία, δ) με πέντε μηνιαίες παροχές αν έχει συμπληρώσει οκταετή υπηρεσία, ε) με έξι μηνιαίες παροχές αν έχει συμπληρώσει δεκαετή υπηρεσία, στ) με επτά μηνιαίες παροχές αν έχει συμπληρώσει ενδεκαετή υπηρεσία, ζ) με οκτώ μηνιαίες παροχές αν έχει συμπληρώσει δωδεκαετή υπηρεσία, η) με εννέα μηνιαίες παροχές αν έχει συμπληρώσει δεκατρία έτη υπηρεσίας, θ) με δέκα μηνιαίες παροχές αν έχει συμπληρώσει δεκατέσσερα έτη υπηρεσίας, ι) με ένδεκα μηνιαίες παροχές αν έχει συμπληρώσει δεκαπέντε έτη υπηρεσίας και ια) με δώδεκα μηνιαίες παροχές αν έχει συμπληρώσει δεκαέξι έτη υπηρεσίας (ΑΠ 506/2018. ΑΠ 863/2018. ΑΠ 308/2017. ΑΠ 813/2014), Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 46 παρ. 4 Ν. 4194/2013 Μέχρι την πλήρη εξόφληση της πιο πάνω αποζημίωσης, ο έμμισθος δικηγόρος δικαιούται να λαμβάνει τις μηνιαίες αποδοχές που ελάμβανε κατά την ημέρα της επίδοσης του εγγράφου της καταγγελίας. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι δεν ιδρύεται ακυρότητα της καταγγελίας της συμβάσεως εντολής από τη μη καταβολή πλήρους αποζημιώσεως και επομένως η σύμβαση που καταγγέλθηκε λύεται οπωσδήποτε, η δε υποχρέωση του εντολέα για την καταβολή της συμφωνημένης αμοιβής στο δικηγόρο μέχρι καταβολής πλήρους της αποζημιώσεως είναι παροχή ex lege προς το δικηγόρο, που επιβάλλεται ως είδος ποινής στον εντολέα και μέσο εξαναγκασμού του για την καταβολή της αποζημιώσεως. Πρόκειται, δηλαδή, για μη νόθο αντικειμενική ευθύνη του εντολέα, που προϋποθέτει πταίσμα του. έστω και από ελαφρά αμέλεια, κατά το άρθρο 330 ΑΚ εφόσον δεν ορίζεται κάτι άλλο από το νόμο. Το πταίσμα όμως τούτο, κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως, τεκμαίρεται από μόνη την καθυστέρηση της καταβολής της πλήρους αποζημιώσεως. Γίνεται, δηλαδή, στην περίπτωση αυτή αντιστροφή του βάρους της αποδείξεως και ο δικηγόρος που ζημιώθηκε δεν χρειάζεται να αποδείξει την υπαιτιότητα του εντολέα του, αφού αυτή τεκμαίρεται από τη μη καταβολή πλήρους αποζημιώσεως κατά το χρόνο της καταγγελίας της συμβάσεως εντολής. Μπορεί όμως ο εντολέας να ανατρέψει το μαχητό αυτό τεκμήριο και να απαλλαγεί αν επικαλεσθεί και αποδείξει ότι η ελλιπής καταβολή της αποζημιώσεως οφείλεται σε συγγνωστή πλάνη ή σε εύλογη αμφιβολία του αναφορικά με το ύφος της (ΟλΑΠ 570/1986. ΑΠ 278/2022, ΑΠ 308/2017, ΑΠ 813/2014).
XXVII. Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης …, αντιστοίχως, που δόθηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά, από όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και νομίμως προσκομίζουν, έστω και για πρώτη φορά ενώπιον του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου (ΚΠολΔ 529 παρ. Ια’). ακόμη και αν δεν πληρούν τους όρους του νόμου (άρθ. 340 παρ. 1. 614 αρ. 3. 621 επ. ΚΠολΔ). τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθ. 395. 591 παρ. 1 ΚΠολΔ). χωρίς όμως η ρητή αναφορά ορισμένων εξ αυτών να τους προσδίδει αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά, για τα οποία δεν γίνεται ειδική μνεία και τα οποία, ως ισοδύναμα, συνεκτιμώνται για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 408/2021. ΑΠ 377/2021). καθώς και από τις νομοτύπως ληφθείσες (άρθ. 422 παρ. 3 ΚΠολΔ) . και ./30-10-2020 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων απόδειξης. …, αντιστοίχως, ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών ..,. την ./06-1 1-2020 όμοια της …, ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών …,. που επικαλείται και προσκομίζει νομίμως ο εκκαλών – ενάγων, τις …/02-11-2020 όμοιες των μαρτύρων ανταπόδειξης ….,. αντιστοίχως, ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών .., που επικαλείται και προσκομίζει νομίμως η εκκαλούσα – εναγομένη, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων, που γεννήθηκε την 19-09-1977. είναι απόφοιτος της Νομικής Σχολής του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ) από το έτος 2000. κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών στον τομέα του Δημοσίου Δικαίου (D.E.A. DROIT PUBLIC INTERNE) από το Πανεπιστήμιο του Παρισιού [PARIS I (SORBONNE)] από το έτος 2001. και εν ενεργεία δικηγόρος, εγγεγραμμένος στο μητρώο μελών του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών με AM 24524. Διακρίνεται, για την επιστημονική του κατάρτιση και τις επαγγελματικές του δραστηριότητες, καθώς και για τις εν γένει επιστημονικές και επαγγελματικές του επιδόσεις ως κάτοχος του ως άνω μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών και άσκησε δικηγορία από το έτος 2004 έως 2008. Η εναγομένη αποτελεί γνωστή τραπεζική ανώνυμη εταιρεία με υποκαταστήματα ανά την Ελλάδα και με τραπεζικές εργασίες και συναλλαγές για τη διεκπεραίωση των οποίων χρησιμοποιεί πλήθος εργαζομένων διαφόρων ειδικοτήτων, μεταξύ δε αυτών και νομικούς συμβούλους και δικηγόρους απασχολούμενους είτε με έμμισθη εντολή αμοιβής κατά περίπτωση, είτε με όμοια πάγιας αντιμισθίας. Ανάμεσα δε σε εκείνους ήταν και ο ενάγων, ο οποίος την 1η Οκτωβρίου του έτους 2008 είχε συνάψει προφορικά με την εναγομένη σύμβαση έμμισθης εντολής παροχής δικηγορικών υπηρεσιών αορίστου χρόνου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις τότε ισχύουσες διατάξεις των άρθ. 63 παρ. 3. 4 και 5 και 91 παρ. 1 και 92 παρ. 1 και 2 και 92 Α του “Ν.Δ/τος. 3026/1954 (“περί του Κωδικός των Δικηγόρων”), αντίστοιχες του άρθ. 42 του (νέου) ισχύοντος από 27-09-2013 “Κώδικα Δικηγόρων” (Ν. 4194/2013). Ειδικότερα, η εναγομένη προσέλαβε προφορικώς τον ενάγοντα με την ως άνω ιδιότητα του προκειμένου να παρέχει εντός της Νομικής της Υπηρεσίας, υπηρεσίες ως νομικός σύμβουλος και δικηγόρος σταθερά και μόνιμα, επί καθημερινής βάσεως και δια της φυσικής μου παρουσίας- με συμφωνηθείσα πάγια μηνιαία αμοιβή 1.700.00 €, πλέον των γραμματίων προείσπραξης που θα εξέδιδε εκείνος όταν χρειαζόταν κατά την κρίση της εναγομένης να την εκπροσωπήσει δικαστικά. Στο ανωτέρω ποσό. δεν υπολογιζόταν ο Φόρος Προστιθέμενης Αξίας (24%). ήτοι ποσό 408.00 € το οποίο καταβαλλόταν μηνιαίως από την εναγομένη, ήτοι η ως άνω αντιμισθία των 1700.00 € ήταν “καθαρή”. Ο ως άνω μισθός, συμφωνήθηκε να είναι καταβλητέος στην αρχή κάθε μήνα. και ειδικότερα την 6η ημέρα κάθε ημερολογιακού μήνα. Έτσι ο ενάγων αρχικά, το έτος 2008. εντάχθηκε στη Διεύθυνση Νομικών Υπηρεσιών – Υποδιεύθυνση Νομικής Υποστήριξης Τραπεζικών Εργασιών και Νομιμοποιήσεων της εναγομένης, που έδρευε τότε στην Αθήνα επί της οδού … Μετά δε την συνένωση των επιμέρους νομικών υπηρεσιών της εναγομένης σε μία ενιαία Γενική Διεύθυνση Νομικών Υπηρεσιών (ΓΔΝΥ) που επήλθε το έτος 2014, μεταστεγάσθηκε στην τότε νεοσύστατη Διεύθυνση Σχέσεων με Αρχές και Φορείς του Δημοσίου, στον .° όροφο του επί της οδού .. κτιρίου της εναγομένης ενόψει και της εξειδίκευσης του ενάγοντος στο γνωστικό αντικείμενο του Δημοσίου Δικαίου. Κατ’ εφαρμογή των μεταξύ τους συμφωνηθέντων, η εναγομένη απασχολούσε καθημερινά ως δικηγόρο τον ενάγοντα, κατά τις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας (πλην Σαββάτου και Κυριακής) από ώρα 09.00′ π.μ. έως ώρα 19.00′ ημερησίως, ο οποίος και είχε επιφορτιστεί με την εκτέλεση των διαφόρων νομικών υπηρεσιών που κάθε φορά του ανατίθεντο από τους εκάστοτε διευθυντές των υποδιευθύνσεων των νομικών υπηρεσιών της εναγομένης με τη χρήση της υποδομής και του εξοπλισμού που εκείνη του διέθετε. Ειδικότερα, στα καθήκοντα του περιλαμβάνονταν: 1) Η ανάθεση και ο συντονισμός των δικαστικών υποθέσεων αναφορικά με τους κατ’ αποκοπή συνεργαζόμενους δικηγόρους της εναγομένης για την υπεράσπιση των εννόμων συμφερόντων της σε σχέση με την έγερση ενδίκων βοηθημάτων σε ολόκληρη την επικράτεια και μάλιστα με την ιδιότητα του “συντονιστή” δικηγόρου. Ήτοι το ρόλο του συνδετικού διαμεσολαβητή μεταξύ της εναγομένης και των εξωτερικών συνεργατών της για τη διεκπεραίωση υποθέσεων εκτός της έδρας αυτής, αναλαμβάνοντας όχι μόνον το καθήκον της επιλογής των κατάλληλων επαγγελματιών, αλλά και την γενικότερη εποπτεία όλων τ(ον απαιτούμενοι προς ευόδωση εκάστης νομικής ενέργειας, δικαστικής ή εξώδικης, στον τομέα της ευθύνης του. 2) Η κατεύθυνση του χειρισμού των υποθέσεων επιβολής διοικητικών προστίμων σε βάρος της εναγομένης με τη σύνταξη γνωματεύσεων περί της ευδοκίμησης ή μη τυχόν ασκούμενων ενδίκων βοηθημάτων επί σκοπώ διαγραφής τούτων προς όφελος των συμφερόντων της τράπεζας και εισηγήσεων περί της προσφορότερης νομικής αντιμετώπισης τους. καθώς και η επιλογή και η εντολή διεκπεραίωσης των υποθέσεων προς εξωτερικούς δικηγόρους της επαρχίας. 3) Η σύνταξη και η υποβολή προς τα αρμόδια στελέχη των οικονομικών υπηρεσιών της τράπεζας εγγράφων προβλέψεων πιθανοτήτων σε σχέση με την ανάκτηση ποσών από επιβληθέντα σε βάρος της εναγομένης πρόστιμα, κατά των οποίων είχαν ασκηθεί ένδικα βοηθήματα και ο προσδιορισμός της εσωτερικής μονάδας της τράπεζας, στον προϋπολογισμό της οποίας επρόκειτο να καταλογιστεί το κόστος του εκάστοτε προστίμου. 4) Η επιμέλεια των διοικητικών υποθέσεων του τμήματος του. δηλαδή η συγκέντρωση και η αποστολή όλων των νομιμοποιητικών εγγράφων της εναγομένης τράπεζας προς τους συνεργαζόμενους δικηγόρους ανά την επικράτεια, προκειμένου να παρίστανται νομότυπα ενώπιον των αρμόδιων δικαστηρίων και να την εκπροσωπούν κατά τους νόμιμους τύπους (ΦΕΚ νομιμοποίησης, εκπροσώπησης, πληρεξούσια και εξουσιοδοτήσεις). 5) Η σύνταξη δικογράφων και διοικητικών προσφυγών και η δικαστική) εκπροσώπηση της εναγομένης ενώπιον των αρμόδιων πολιτικών και διοικητικών δικαστηρίων για την διαφύλαξη των εννόμων συμφερόντων της. Για την απασχόληση του αυτή εισέπραττε αμοιβή ισουμένη με την ονομαστική αξία του εκάστοτε εκδιδομένου επ’ ονόματι του γραμματίων προείσπραξης δικηγορικών αμοιβών του ΔΣΑ. 6) Η επικοινωνία με τους προϊσταμένους του. μέσω του διαδικτύου ή τηλεφωνικά, αλλά και σε δια ζώσης συναντήσεις μαζί τους για την ενημέρωση αυτών περί της πορείας των υποθέσεων της εναγομένης και της τελικής έκβασης τους, την λήψη αποφάσεων επί των εκάστοτε διαδικαστικών ζητημάτων και της χρονικής οργάνωσης του προγράμματος σχετικά με τις εργασίες που έχρηζαν διεκπεραίωσης. Ως προεκτέθηκε, ο ενάγων, από την πρόσληψη του έως την διακοπή της απασχόλησης ίου στο κατάστημα της εναγομένης, περί τις αρχές του έτους 2019, απασχολήθηκε ως δικηγόρος με τους προαναφερθέντες όρους και συνθήκες διεκπεραιώνοντας για λογαριασμό της εναγομένης δικηγορικές εργασίες τις οποίες οι εκάστοτε διευθυντές του τμήματος του ανέθεταν και τις οποίες ανεπιφύλακτα αναλάμβανε, αναλώνοντας τον εργάσιμο χρόνο του αποκλειστικά στην προάσπιση των συμφερόντων της εναγομένης, μη αναλαμβάνοντας προσωπικές υποθέσεις ελλείψει χρόνου προς τούτο. Επιπλέον, η παροχή των υπηρεσιών του ενάγοντος προς την εναγομένη γίνονταν αποκλειστικά στο προοριζόμενο για την στέγαση της Διεύθυνσης Νομικών Υπηρεσιών της τελευταίας κατάστημα, με τη χρήση της υποδομής και του εξοπλισμού που αυτό διέθετε, αλλά και με την αρωγή των λοιπών προσώπων, τα οποία επίσης εργάζονταν εκεί κατά περιόδους ως γραμματείς ή δικηγόροι, για την απαραίτητη προετοιμασία των εκάστοτε ανακυψάντων νομικών ζητημάτων, αλλά και δευτερευόντως εκτός του γραφείου με την απασχόληση του σε παραστάσεις ενώπιον των δικαστικών αρχών και για τη διεκπεραίωση εξωτερικών εργασιών. Υπό τα δεδομένα αυτά. εφόσον η απασχόληση του ενάγοντος στη διεύθυνση νομικών υπηρεσιών της εναγομένης απορροφούσε το μεγαλύτερο μέρος της καθημερινής του δραστηριότητας και τελούσε υπό τον έλεγχο και την εποπτεία της δια των ορισθέντων ως διευθυντών και προϊσταμένων των αρμόδιων τμημάτων, οι οποίοι του παρείχαν οδηγίες και κατευθύνσεις και είχαν τον τελικό λόγο στην φύση και το νομικό χειρισμό των υποθέσεων που του ανέθεταν. η σχέση που συνέδεε τους διαδίκους ήταν αυτή της έμμισθης εντολής με πλήρη απασχόληση και πάγια μηνιαία αντιμισθία, μεταξύ της εναγομένης ως εντολέως και του ενάγοντος ως εντολοδόχου. Η σύμβαση δε αυτή ρυθμίζεται από τις οικείες διατάξεις του Κώδικα περί Δικηγόρων, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στην αμέσως προηγούμενη μείζονα σκέψη, και όχι αυτή του συνεργάτη δικηγόρου, ήτοι του απλώς συστεγαζόμενου στο οικείο κατάστημα της εναγομένης, ο οποίος παρείχε κάποιες μεμονωμένες νομικές υπηρεσίες προς τούτη, έναντι μηνιαίας αμοιβής κατ’ αποκοπή. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου περί των όρων και των συνθηκών της παροχής από μέρους του ενάγοντος των νομικών του υπηρεσιών και του είδους της μεταξύ των διαδίκων καταρτισθείσας σύμβασης ως έμμισθης εντολής δικηγόρου ενισχύεται ιδίως από το περιεχόμενο των όσων κατέθεσε στο ακροατήριο ενόρκως ο μάρτυρας απόδειξης, …, ο οποίος, έχοντας την ιδιότητα του δικηγόρου με σύμβασης έμμισθης εντολής με την εναγομένη κατά σύγχρονο – ως επί τω πλείστον – χρονικό διάστημα, διατηρώντας μάλιστα όμορα γραφεία επί περίπου ένα και ήμισυ έτος στον .° όροφο του επί της οδού … καταστήματος, διατηρεί προσωπική αντίληψη επί του ζητήματος αυτού. Η ίδια εκδοχή της καθημερινότητας στην απασχόληση του ενάγοντος στην νομική υπηρεσία της εναγομένης υποστηρίχθηκε στις ένορκες καταθέσεις ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών … των μαρτύρων του ενάγοντος. ….,. οι οποίοι δεν συνδέονται με φιλική ή συγγενική σχέση με τον ενάγοντα και έχουν ιδία αντίληψη περί των όσων ανέφεραν, καθώς άπαντες πτυχιούχοι Νομικής Σχολής απασχολήθηκαν στην νομική υπηρεσία της εναγομένης ως δικηγόροι, κατά περιόδους που εν πολλοίς συμπίπτουν με το χρονικό διάστημα κατά το οποίο εργάσθηκε εκεί και ο ίδιος ο ενάγων, το απαρέγκλιτο καθημερινό ωράριο εργασίας τουλάχιστον οκτάωρης διάρκειας το οποίο εφαρμοζόταν ως προς το σύνολο των δικηγόρων, που διατηρούσαν γραφείο εντός του κτιρίου της τράπεζας αποδεικνύεται, εξάλλου, με ενάργεια και αναντίρρητα, από το περιεχόμενο των εγγράφων εσωτερικής αλληλογραφίας που σε ανυποψίαστους χρόνους αντάλλασσαν μεταξύ τους οι εκάστοτε διευθυντές του τμήματος ή οι δικηγόροι για τη διεκπεραίωση αντικειμένων εργασίας, όπου πρόδηλα καταδεικνύεται συστηματική προώθηση της αρχής της τήρησης ωραρίου εργασίας ως προς τον ενάγοντα, ως ίσχυε και για τους λοιπούς δικηγόρους απασχολούμενους σε καθεστώς έγγραφης σύμβασης έμμισθης εντολής. II συμβατική δε δέσμευση του ενάγοντος αναφορικά με την υποχρέωση καθημερινής προσέλευσης και παραμονής κατ’ ελάχιστο αριθμό εργατοωρών στο κατάστημα της εναγομένης αποδεικνύεται από το πλήθος των εγγράφων ανταλλαγής ηλεκτρονικής αλληλογραφίας με τη Διεύθυνση Νομικών Υπηρεσιών (διευθυντές, υποδιευθυντές, γραμματείς), όπου κατά περίπτωση γίνεται αποδέκτης μηνυμάτων, με τα οποία α) ενημερώνεται για το εναπομείναν υπόλοιπο αδιάθετων ημερών αδείας αναπαύσεως κατ’ έτος καθώς και τις ακριβείς ημεροχρονολογίες της ήδη χορηγηθείσας τοιαύτης, που έχει πλέον εξαντληθεί, β) του απευθύνονται συστάσεις για την αποφυγή της σύμπτωσης των θερινών διακοπών του με τους συναδέλφους ταυ δικηγόρους και της ανάληψης δεσμεύσεων προς τρίτους πριν την οριστική έγκριση από την υπηρεσία των επιθυμητών ημερών αδείας, γ) λαμβάνει σαφείς οδηγίες για τον τρόπο υποβολής αιτήματος χορήγησης ειδικής εκλογικής άδειας, με τη σύσταση να συνυποβάλλει το έντυπο τυχόν διορισμού του ως δικαστικού αντιπροσώπου και δ) γίνεται αποδέκτης προσωπικών ερωτημάτων. Όλες δε οι ανωτέρω συνθήκες ήταν ίδιες για τους δικηγόρους, που η εναγομένη θεωρούσε ως εσωτερικούς, έχοντας μεριμνήσει για την ρύθμιση της μεταξύ των επαγγελματικής σχέσεως στο πλαίσιο έγγραφης σύμβασης παγίας αντιμισθίας. Οι περί του αντιθέτου δε καταθέσεις των μαρτύρων ανταπόδειξης για τα ως άνω, δεν κρίνονται αξιόπιστες και αντικειμενικές, λόγω της επαγγελματικής σχέσης των μαρτύρων αυτών με την εναγομένη και της εξάρτησης τους από αυτήν. Το ότι ο ενάγων ενώ απασχολήθηκε κατά τα ως άνω εκτιθέμενα και δεν ανέφερε αυτό στις ετήσιες δηλώσεις που υπέβαλλε στο Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών, ούτε και είχε ενημερώσει περί αυτού τα ασφαλιστικά του ταμεία, καθώς και το ότι δεν είχε γνωστοποιήσει την πρόσληψη του στον ως άνω Σύλλογο, όπως υποχρεούταν, δεν ασκεί έννομες συνέπειες στο κύρος της συμβάσεως, παρα μόνο καταλογισμό πειθαρχικών ποινών από τον τελευταίο (AΠ 653/2003). Ομοίως ανεπηρέαστη αφήνει την ως άνω σύμβαση και το γεγονός ότι ο ενάγων υπέγραφε κάθε μήνα έγγραφες αποδείξεις για το ποσό που του κατέβαλε μηνιαίως η εναγομένη (1.700.00 €). στις οποίες περιελάμβανε αντιστοίχιση τμημάτων της αμοιβής του προς το κόστος των παρασχεθεισών υπηρεσιών του ανά Διεύθυνση – Μονάδα της εναγομένης. Το γεγονός ότι ενίοτε η αμοιβή αυτή προσαυξανόταν με το ποσό του γραμματίου προείσπραξης κατά το καθαρό ποσό μετά τις νόμιμες κρατήσεις, δεν αναιρεί τον πάγιο χαρακτήρα της αμοιβής του (ΑΠ 1153/2012 ΕΕργΔ 2013.118). Η καταβολή δε των γραμματίων προείσπραξης γινόταν προκειμένου ο ενάγων να την εκπροσωπήσει νομίμως ενώπιον δικαστηρίων, και όχι ως αμοιβή των παρεχόμενων από εκείνον υπηρεσιών. Εξάλλου η εναγομένη, πέραν των εν λόγω γραμματίων, δεν επικαλείται ότι ο ενάγων ελάμβανε πρόσθετη αμοιβή επειδή εκτελούσε, πέρα από τις ως άνω συμφωνημένες και άλλες εργασίες. Ως εκ τούτων η σχετική ένσταση περί συμψηφισμού των ποσών των γραμματειών προείσπραξης με τις αγωγικές απαιτήσεις του ενάγοντος πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμη- μαζί δε και ο σχετικός ως άνω λόγος εφέσεως μετά του αντιστοίχου προσθέτου λόγου της εναγομένης, δεδομένου ότι η εναγομένη δεν διατηρεί ανταπαίτηση έναντι του ενάγοντος, ώστε να τίθεται ζήτημα συμψηφισμού. Η εναγομένη φέρεται ότι κατέβαλε το ποσό των 22.634,50 € για όλο το ένδικο χρονικό διάστημα, που αντιστοιχεί στην ονομαστική αξία των γραμματίων προείσπραξης και μόνο, για νόμιμη αιτία, ήτοι ως αντίτιμο για την νόμιμη εκπροσώπηση της από τον ενάγοντα ενώπιον δικαστηρίων (και με δεδομένο, ότι άλλως θα καθίστατο αδύνατη η δικαστική της εκπροσώπηση από μη έμμισθο δικηγόρο). Πρέπει επομένως να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος ο σχετικός περί του αντιθέτου λόγος έφεσης και πρόσθετος λόγος της εναγομένης, ως και η σχετική ένσταση δικαιολογημένης διαφοροποίησης από την αρχή της ίσης μεταχείρισης (δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου εφέσεως της ιδίας).
XXVΙΙI. Ο ενάγων ασκούσε τα καθήκοντα του με επιτυχία, και αρχικά είχε δημιουργηθεί η εντύπωση ότι τα διάδικα μέρη θα έλυναν τις οποιεσδήποτε εμφανιζόμενες διαφορές συναινετικά. Προϊόντος όμως του χρόνου, με τον ενάγοντα να ζητεί την σύνταξη εγγράφου για την ως άνω σύμβαση του και τα απορρέοντα εξ αυτής δικαιώματα του και την εναγομένη με διαφόρους τρόπους να αποφεύγει να ικανοποιήσει τα αιτήματα του ενάγοντος, ισχυριζόμενη ότι η συμβατική σχέση που την συνέδεε με εκείνον ήταν σύμβαση παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών (“μπλοκάκι”) μακροχρόνια προκάλεσε δυσαρέσκεια στον ενάγοντα, αλλά και αντίστοιχα συναισθήματα στα προστηθέντα από την εναγομένη αρμόδια όργανα προς τα οποία αυτός απευθυνόταν. Ωστόσο αυτός προ του φόβου της απώλειας της έμμισθης εντολής του και ιδίως των αναγκών διατροφής της οικογενείας του και του ανηλίκου τέκνου του. επέμενε μόνο σε σχετικές οχλήσεις συνεχίζοντας να προσφέρει τις υπηρεσίες του. Έτσι εχόντων των πραγμάτων η κατάσταση δεν άλλαξε ως τις αρχές Ιουνίου του 2019. παρά τα συσωρευθέντα παράπονα του ενάγοντος προς την εναγομένη. Είχε ήδη προηγηθεί η διαφωνία του ενάγοντος περί υπαγωγής του στο άρθ. 39 παρ. 9 Ν. 4387/2016 για την καταβολή των ασφαλιστικών του εισφορών από την εναγομένη, παρά τις από 19-05-2017, 16-01-2018 και από 21-12-2018 δηλώσεις του περί υπαγωγής του σε αυτόν. Φανερά δυσαρεστημένος από την εξέλιξη αυτή. ο ενάγων την 05-06-2019 ενημέρωσε εγγράφως (με e-mail) τον Διευθύνοντα Σύμβουλο της εναγομένης . για τα ζητήματα που τον απασχολούσαν σχετικά με την σύμβαση έμμισθης εντολής και τα εξ αυτής απορρέοντα δικαιώματα του {επιδόματα εορτών Χριστούγεννων. Πάσχα, αδείας, βρεφονηπιακού σταθμού, ασφαλιστικές εισφορές, συμμετοχή σε ομαδικό ασφαλιστικό πρόγραμμα κ.λπ.), καθώς και για την ως άνω ασφαλιστική του κατάσταση. Το ως άνω ηλεκτρονικό μήνυμα διαμαρτυρίας διαβιβάσθηκε στη συνέχεια την 11-06-2019 στη Δ/ση Νομικών Υπηρεσιών της εναγομένης, χωρίς όμως να δοθεί κάποια απάντηση στον ενάγοντα. Ο τελευταίος ισχυρίζεται αγωγικώς ότι ακολούθως ο Διευθυντής Νομικών Υπηρεσιών τον κάλεσε αυθημερόν σε συνάντηση, η οποία έλαβε χώρα στην αίθουσα συσκέψεων του 5™ ορόφου του κτιρίου της Τράπεζας επί της οδού … και ότι στη συνάντηση αυτή ο ως άνω Διευθυντής εξέφρασε την ενόχληση του προς το πρόσωπο του. λόγω “των επανειλημμένων οχλήσεων” του τελευταίου, αναφορικά με ζητήματα για τα οποία εκείνος θεωρούσε πως δεν μπορεί να προβεί σε καμία ενέργεια, και εν συνεχεία του ανακοίνωσε τη λύση της συνεργασίας του με την εναγομένη. Ωστόσο ο ισχυρισμός του αυτός δεν αποδείχθηκε. Από τα προσκομιζόμενα από την εναγομένη ημερολόγια της Δ/σης των Νομικών της Υπηρεσιών των ημερομηνιών 3-7 Ιουνίου 2019, 22-28 Απριλίου 2019 και 27-31 Μαΐου 2019 προκύπτει ότι δεν πραγματοποιήθηκε συνάντηση την 05-06-2019. αλλά την 24-04-2019 και την 30-05-2019, ήτοι σε προγενέστερες ημερομηνίες, κατά τις οποίες υπήρχε ακόμη ενεργό και άλυτο το ως άνω πρόβλημα του ενάγοντος. Μετά δε την 05-06-2019 δεν υφίσταται σχετική αλληλογραφία, ούτε και αποστολή εξώδικων μεταξύ των διαδίκων μερών από την οποία να δύναται να συναχθεί ότι πράγματι η εναγομένη έστω και δια του ως άνω. όντος αναρμόδιου προστηθέντος οργάνου της (αρμόδιο όργανο κατά την ως άνω ημερομηνία ήταν ο Διευθυντής του Τμήματος Ανθρωπίνου Δυναμικού) αυτή κατήγγειλε την επίδικη εντολή. Ούτε όμως αποδεικνύεται ότι παρίστατο ή ενημερώθηκε κάποιο άλλο όργανο. Έκτοτε (από την 05-06-2019) ο ενάγων δεν επανήλθε στα γραφεία της εναγομένης όπου στεγαζόταν μέχρι τότε για την προσφορά των υπηρεσιών του. ούτε και η εναγομένη τον κάλεσε να συνεχίσει την συνεργασία μαζί της. Ως εκ τούτων ο ενάγων αποχώρησε οικειοθελώς από την ως άνω απασχόληση του και δεν δικαιούται σχετικής αποζημίωσης λόγω καταγγελίας της εντολής, ούτε και τις αιτούμενες μηνιαίες αντιμισθίες μέχρι συμπληρώσεως του ποσού της αποζημιώσεως, κατά τα αναφερόμενα λεπτομερώς στον οικείο τόπο της ως άνω μείζονος σκέψης (υπό XXVI). Ο ισχυρισμός δε περί “φαινόμενης πληρεξουσιότητας” που προβάλει ο προσθέτως παρεμβαίνων το πρώτον δια των από 19-09-2022 προτάσεων του ενώπιον του Δικαστηρίου προϋποθέτει αφενός σχετική αγωγική βάση, που εν προκείμενο) δεν υφίσταται, αφετέρου καταγγελία από προστηθέν όργανο της εναγομένης, η οποία, ως ανωτέρω εκτέθηκε, δεν υφίσταται. Πρέπει επομένως να απορριφθεί ως αβάσιμος.
ΙΧΧΧ. Ενόψει του ανώτερω νομικού χαρακτηρισμού της συμβάσεως που διείπε τα κυρίως διάδικα μέρη, ο ενάγων δικαιούταν για το χρονικό αυτό διάστημα, από την 01-10-2008 έως την 05-06-2019, κατά το οποίο εργάσθηκε ως δικηγόρος στην υπηρεσία της εναγομένης δυνάμει σύμβασης έμμισθης εντολής, τα επιδόματα εορτών (Χριστουγέννων και Πάσχα), αλλά και το επίδομα αδείας για το χρονικό διάστημα που δικαιούταν και ελάμβανε άδεια, χωρίς όμως να του καταβάλλεται οποιοδήποτε χρηματικό ποσό ως επίδομα για το διάστημα αυτό. Από τις αποδείξεις πληρωμής που εξέδωσε ο ενάγων κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα, προκύπτει ότι το σύνολο των τακτικών αποδοχών του ως μηνιαίο πάγιο αντάλλαγμα των παρεχόμενων δικηγορικών υπηρεσιών του. ανερχόταν στο ποσό των 1.700.00 €. Ως εκ τούτου: α) Για το έτος 2008. έπρεπε να λάβει 1) ως αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων το ποσό των 729,06 € [(2/25 μηνιαίου μισθού χ 1.700 €, για κάθε 19ήμερο διάρκειας της σχέσης απασχόλησης ήτοι 136,00 € χ 4,84) + (1700,00 € χ 0,04166)]. πλην όμως ζητεί από το ποσό αυτό το έλασσον των 639,00 € και 2) αναλογία επιδόματος αδείας αντίστοιχη της τριμηνιαίας διάρκειας της εργασιακής σχέσης ποσού 408,00 € [1,666 ημέρες αδείας για τους εργαζόμενους σε πενθήμερη βάση – που στρογγυλοποιούνται σε 2 εργάσιμες ημέρες για κάθε μήνα εργασίας ήτοι 2 χ (1.700,00 €/25=) 68 = 136,00 € χ 3 μήνες], πλην όμως από αυτό ζητεί το έλασσον των 340.00 € (άρθ. 106 ΚΠολΔ), ήτοι συνολικά το ποσό των 979,00 € (639.00 € + 340.00 €)- β) για έκαστο των επομένων δέκα (10) ετών διάρκειας της σχέσης απασχόλησης του ενάγοντος ήτοι από το έτος 2009 έως και το έτος 203 8 έπρεπε να εισπράξει: 3) για το επίδομα Χριστουγέννων το ποσό των 1.770,82 € (1700,00 € + (1700.00 € χ 0.04166)]. 2) για το επίδομα Πάσχα το ποσό των 920,82 € [1.700.00 €/2 + 1700.00 € χ 0,04166)] και 3) για το επίδομα αδείας το ποσό των 850,00 € (1.700.00 €/2). ήτοι συνολικά σε ετήσια βάση το ποσό των 3.541,64 € και αθροιζόμενα τα κονδύλια για όλα τα αναφερόμενα έτη. το ποσό των 3.541.64 χ 10 = 35.416,40 € και γ) για το έτος 2019 (διάστημα από 01-05-2019 έως 05-06-2019 =36 ημ.). 1) για την αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων (διάστημα από 01-05-2019 έως 05-06-2019 = 36 ημ.) ποσό 328,54 € [(2/25 μηνιαίου μισθού χ 1.700,00 €. για κάθε 19ήμερο διάρκειας της σχέσης απασχόλησης, ήτοι [(1.700,00 € χ 0,1516) + (1700,00 € χ 0,04166)]. 2) για το επίδομα Πάσχα, ποσό 920,82 € 11.700,00 €/2 + (1700.00 € χ 0,04166) και 3) για το επίδομα αδείας ποσό 850.00 € (1/2 μηνιαίος μισθός), ήτοι συνολικά για το έτος 2019, ο ενάγων δικαιούνταν το ποσό των 2.099.36 € (328.54 € + 920.82 € + 850.00 €). Ωστόσο, με δεδομένο ότι η ένδικη αγωγή επιδόθηκε στην εναγομένη την 31-07-2020, από τις ως άνω αξιώσεις του ενάγοντος, εκείνες που γεννήθηκαν και έπρεπε να καταβληθούν έως την 31 -12-2014 έχουν υποπέσει στην πενταετή παραγραφή του αρθ. 250 περ. 11 ΑΚ, κατά ουσιαστική] παραδοχή της σχετικής ενστάσεως της εναγομένης. Συνεπώς από τις παραπάνω αξιώσεις, εκείνες των ετών 2008 έως 2014 έχουν παραγραφεί και απομένουν προς καταβολή εκείνες των ετών 2015 έως 2019. Έτσι για έκαστο των ετών της περιόδου από 2015 έως 2018 ο ενάγων έπρεπε να εισπράξει: 1) για το επίδομα Χριστουγέννων το ποσό των 1.770,82 € [1700,00 € + {1700,00 € χ 0,04166)], από το οποίο ζητεί το ποσό των 1700.00 £*. 2) για το επίδομα Πάσχα το ποσό των 920,82 € [1.700.00 6/2 + (1700.00 (»’ χ 0.04166)]. από το οποίο ζητεί το ποσό των 850.00 € και 3) για το επίδομα αδείας το ποσό των 850.00 € (1.700,00 €/2). ήτοι συνολικά σε ετήσια βάση το ποσό των 3.400.00 (= και αθροιζόμενα τα κονδύλια για όλα τα αναφερόμενα έτη, το ποσό των 13.600.00 € (3.400.00 € χ 4 έτη). Επιπλέον ο ενάγων δικαιούταν να λάβει για το έτος 2019 κατά τα ως άνω εκτεθέντα. 1) για την αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων ποσό 328.54 €. 2) για το επίδομα Πάσχα, ποσό 920,82 G. από το οποίο ζητεί ποσό 850.00 € και 3) για το επίδομα αδείας ποσό 850,00 €. ήτοι συνολικά για το έτος 2019. ο ενάγων δικαιούνταν το ποσό των 2028.54 € (328.54 £ + 850.00 € + 850.00 €). Ώστε συνολικά για τις παραπάνω αιτίες του οφείλεται το συνολικό ποσό των 15.628,54 € (13.600.00 £ + 2028.54 €) και δη νομιμοτόκως για το μεν επίδομα εορτών Πάσχα, από την 30η Απριλίου εκάστου έτους που αφορά εκάστη αξίωση, για το δε επίδομα εορτών Χριστουγέννων από την 31η Δεκεμβρίου του έτους που αφορά εκάστη αξίωση, και το επίδομα αδείας από την 31n Δεκεμβρίου του έτους που αφορά εκάστη αξίωση, εντός του οποίου η εναγομένη υποχρεούταν να χορηγήσει στον ενάγοντα την άδεια και μέχρι της πλήρους εξόφλησης (Ολ ΑΠ 40/02 ΔΕΝ 2002.1699, ΑΠ 201/2008 ΔΕΝ 2011.210), πλην του τελευταίου έτους (2019) για όλες τις απαιτήσεις από την επομένη της 05-06-201(λύση της σχέσης εντολής – ΑΠ 1649/2032 ΕΕργΔ 2013.1078. ΑΠ 81/2010 ΕλλΔνη 2010.730).
XXX. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η εναγομένη υποχρεούταν να καταβάλει απευθείας στα ασφαλιστικά ταμεία του ενάγοντος ποσό που αναλογεί στο 2/3 των ασφαλιστικών του εισφορών για το προαναφερθέν χρονικό διάστημα που τον απασχόλησε ως δικηγόρο δυνάμει σύμβασης έμμισθης εντολής, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη (υπό XXVI). με αποτέλεσμα τα ταμεία να δικαιούνται να το διεκδικήσουν σε περίπτωση μη απόδοσης, πλην όμως εν προκειμένω αποδείχθηκε ότι ο ενάγων έχει ήδη καταβάλει το αντίστοιχο ποσό των οφειλομένων εισφορών στα εν λόγο) ταμεία για τα έτη 2008 έως 2016, με αποτέλεσμα να διατηρεί απαίτηση σε βάρος της εναγομένης για την απόδοση τους, εξαιρουμένων των εισφορών για το έτος 203 9 καθώς και ειδικά για τον Τομέα Υγείας και Πρόνοιας Δικηγόρων για το έτος 2016. αναφορικά με τα οποία δεν αποδείχθηκε κάποια καταβολή έναντι των οφειλομένων εισφορών εκ μέρους του ενάγοντος ώστε να μην διατηρεί αντίστοιχη απαίτηση εναντίον της εναγομένης. Η εναγομένη, ήδη πριν από την πρόσληψη του ενάγοντος και πάντως καθ’ όλη τη διάρκεια της απασχόλησης του ως νομικού συμβούλου επί παγία αντιμισθία, κατά πάγια πρακτική, κατέβαλλε απευθείας προς άπαντες ανεξαιρέτως τους απασχολούμενους δικηγόρους με καθεστώς έγγραφης σύμβασης έμμισθης εντολής σε ετήσια συχνότητα, το υπόλοιπο ποσοστό του 1/3 των ασφαλιστικών εισφορών προς τους ασφαλιστικούς φορείς (Ταμείο Νομικών, Ταμείο Προνοίας Δικηγόρων και ΤΕΑΔ). Επρόκειτο για μια γενικευμένη και παγιωμένη εκούσια εκ μέρους της εναγομένης παροχή, απρόσωπη και γενική, που αποτελούσε ένα είδος μισθολογικής παροχής ουδόλως συνδεδεμένη με την υπέρτερη ουσιαστική αξία και την απόδοση ορισμένων εκ των δικηγόρων έναντι άλλων και πλήρως ανεξάρτητη προς άλλους παράγοντες (π.χ, προϋπηρεσία, εμπειρία, σπουδές μισθολογική κλίμακα). Επομένως η εξαίρεση του ενάγοντος από την ευνοϊκή ρύθμιση της παροχής αυτής και προς εκείνον είναι αντίθετη με τις αρχές της ισότητας και της ίσης μεταχείρισης των άρθ. 4 παρ. 3 και 22 παρ. 3 του Συντάγματος, τις οποίες παραβίαζε η εναγομένη, προκαλώντας εις βάρος του δυσμενή διάκριση και πρέπει για την αποκατάσταση της να ισχύσει και ως προς αυτόν η παγιωμένη πρακτική της χορήγησης του χρηματικού ποσού που αντιστοιχεί στο 3/3 των ασφαλιστικών εισφορών του και δη ανεξάρτητα από την τακτοποίηση αυτής της οικονομικής εκκρεμότητας του ενάγοντος προς τους ασφαλιστικούς φορείς, αφού τέτοια προϋπόθεση για την απόδοση της παροχής 6ι;ν έθετε η εναγομένη. Συνεπώς η εναγομένη υποχρεούται να προσαυξήσει τις καταβαλλόμενες στον ενάγοντα αποδοχές από την πρόσληψη του μέχρι την λύση της σύμβασης κατά το σύνολο των καταβληθεισών εκ μέρους του ενάγοντος ασφαλιστικών εισφορών προς τους ασφαλιστικούς φορείς, ενώ μη διαπιστωθείσας οιασδήποτε καταβολής, η σχετική υποχρέωση περιορίζεται σε ποσοστό 1/3 των οφειλομένων εισφορών. Πλέον συγκεκριμένα, από το υπ’ αριθ. πρωτ. ./29-10-2020 έγγραφο του ΕΦΚΛ – TAN και την από 10-03-2020 βεβαίωση του Τμήματος Εσόδων – Παροχών Τομέων Δικηγόρων Αθηνών, συνάγονται τα ακόλουθα για την ασφαλιστική κατηγορία του ενάγοντος ασφαλισμένου από την 17-12-2002, ήτοι μετά την 01-01-1993: Για το έτος 2008 ο ενάγων αποπλήρωσε ολοσχερώς τις ετήσιες ασφαλιστικές εισφορές του που ανέρχονται σε α) για τον Τομέα Ασφάλισης Νομικών (TAN) ποσό 1.639.56 €. με αντιστοιχία για την τρίμηνη διάρκεια της σύμβασης, ποσό 409,89 G (1.639.56 € χ 3/12). β) για τον Τομέα Επικουρικής Ασφάλισης Δικηγόρων (ΤΕΑΔ) ποσό ετήσιας εισφοράς 122.98 € (491,91 € χ 3/12) και γ) για τον Τομέα Υγείας και Πρόνοιας Δικηγόρων Αθηνών (ΤΥΠΔΑ) ποσό 280.85 € (955,08 € – ένσημα + 168,31 € – προεισπράξεις- 1.123.39 χ 3/12). Επομένως η εναγομένη του οφείλει το συνολικό ποσό των 813,72 € (409.89 € + 122.98 6 + 280.85 €)· 2) για το έτος 2009 ο ενάγων αποπλήρωσε ολοσχερώς τις ετήσιες ασφαλιστικές εισφορές του. που ανέρχονται σε α) για τον Τομέα Ασφάλισης Νομικών (TAN) ποσό 1,664.04 €, β) για τον Τομέα Επικουρικής Ασφάλισης Δικηγόρων (ΤΕΑΔ) ποσό 499.20 € και γ) για τον Τομέα Υγείας και Πρόνοιας Δικηγόρων (ΤΥΠΔΑ) ποσό 1.137.55 € (969,24 € + 168.31 €). Επομένως, η εναγομένη του οφείλει το συνολικό ποσό των 3.300.79 € (1.664,04 € + 499.20 € + 1.137.55 €)· 3) για το έτος 2010 ο ενάγων αποπλήρωσε το σύνολο των ασφαλιστικών εισφορών του που ανέρχονται σε: α) για τον Τομέα Ασφάλισης Νομικών (TAN) ποσό 1.664.04 €. β) για τον Τομέα Επικουρικής Ασφάλισης Δικηγόρων (ΤΕΑΔ) ποσό 499.20 C και γ) για τον Τομέα Υγείας και Πρόνοιας Δικηγόρων ποσό 1.137.55 € (969.24 £ + 168.31 €). Επομένως, η εναγομένη του οφείλει το συνολικό ποσό των 3.300.79 € (1.664.04 € + 499.20 € + 1.137.55 € 4) για το έτος 2011 ο ενάγων αποπλήρωσε το σύνολο των ασφαλιστικών εισφορών του που ανέρχονται σε: α) για τον Τομέα Ασφάλισης Νομικών (TAN) ποσό 1.855.20 €. β) για τον Τομέα Επικουρικής Ασφάλισης Δικηγόρων (ΤΕΑΔ) ποσό 556.56 € και γ) για τον Τομέα Υγείας και Πρόνοιας Δικηγόρων ποσό 1.248,976 (1.080.66 € + 168,31 €). Επομένως, η εναγομένη του οφείλει το συνολικό ποσό των 3.660.73€ (1.855.20 € + 556.56 6 + 1.248.97 € , από αυτό ζητεί το ποσό των 3.659.72 € 5) για το έτος 2012 ο ενάγων αποπλήρωσε το σύνολο των ασφαλιστικών εισφορών του που ανέρχονται σε: α) για τον Τομέα Ασφάλισης Νομικών (TAN) ποσό 2.046.36 €. β) για τον Τομέα Επικουρικής Ασφάλισης Δικηγόρων (ΤΕΑΔ) ποσό 613.92 € και γ) για τον Τομέα Υγείας και Πρόνοιας Δικηγόρων ποσό 1.248.97 € (1.080.66 € + 168.31 €). Επομένως, η εναγομένη του οφείλει το συνολικό ποσό των 3.909.25 € (2.046.36 € + 613,92 € 1.248.97 €) από αυτό ζητεί το ποσό των 3.908,70 € 6) για τα έτη 2013 – 2014, ο ενάγων αποπλήρωσε το σύνολο των ασφαλιστικών εισφορών του προς τον Τομέα Υγείας και 1 Πρόνοιας Δικηγόρων, ποσού 1.436,88 € (1.192.08 € + 244,80 €) ετησίως και συνολικά 2.873.76 € (1.436.88 € χ 2). καθώς και προς το ΤΕΑΔ ποσό 1.171,97 €, οπότε η εναγομένη του οφείλει για την παραπάνω αιτία το ποσό των 4.045,73 € (2.873,76 € + 1.171,97 €). Ωστόσο, αναφορικά με τις εισφορές προς το ΤΑΝ για τους ίδιους χρόνους ο ενάγων υπήχθη σε ρύθμιση τμηματικής αποπληρωμής, τηρούμενη κανονικά μέχρι τη λύση της συμβάσεως σε μηνιαία βάση. στο πλαίσιο της οποίας έχει καταβάλει το ποσό των 2.615.08 €. απομένοντος ακόμη ανεξόφλητου υπολοίπου εκ ποσού 2.363,63 €. Ως εκ τούτου, η εναγομένη έχει υποχρέωση να του καταβάλει εκ του ποσού που αντιστοιχεί στα 2/3 των προβλεπομένων υπέρ TAN εισφορών, δηλαδή εκ του ποσού των 2.728.48 € [(2.046.36 χ 2=) 4.092,72 χ 2/3], το ήδη καταβληθέν ποσό των 2.615.08 € και, επιπρόσθετα, το 1/3 των εισφορών προς το TAN ποσού 1.364.24 € 1(2046.36 χ 2=) 4.092,72/3]. Επομένως, η εναγομένη του οφείλει το συνολικό ποσό των 8.025.05 € (4.045,73 € + 2.615.08 € + 1.364.24 € 7) για το έτος 2015 ο ενάγων αποπλήρωσε το σύνολο των ασφαλιστικών εισφορών του που ανέρχονται σε: α) για τον Τομέα Ασφάλισης Νομικών (TAN) ποσό 2.426,04 €. β) για τον Τομέα Επικουρικής Ασφάλισης Δικηγόρων (ΤΕΑΔ) ποσό 727,80 € και γ) για τον Τομέα Υγείας και Πρόνοιας Δικηγόρων ποσό 1.651,91 € (1,407.13 € + 244.80 €). Επομένως, η εναγομένη του οφείλει το συνολικό ποσό των 4.805,75 € (2.426.04 € + 727.80 € + 1.651.91 €), από αυτό ζητεί το ποσό των 4.805.74 €- 8) για το έτος 2016, ο ενάγων αποπλήρωσε τις ασφαλιστικές εισφορές που- του αναλογούσαν προς το TAN και το ΤΕΑΔ που ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 3.153.84 € (2.426.04 € + 727.80 €}. ενώ δεν αποδείχθηκε ότι κατέβαλε κάποιο ποσό για τις οφειλόμενες εισφορές προς το Ταμείο Υγείας και Προνοίας Δικηγόρων, της συνολικής υποχρέωσης της εναγομένης προς κάλυψη τους ανερχόμενης σε ποσοστό 1/3, ήτοι ποσό 550,63 € [(1.407,1] + 244,80 =1.651.90 € χ 1/3). Επομένως, η εναγομένη του οφείλει το συνολικό ποσό των 3.704.47 € (3.153.84 € + 550.63 €) 9) αντιστοίχως, για τις ασφαλιστικές εισφορές του έτους 2019. δεν προέκυψε άτι ο ενάγων έχει προβεί σε έστω μερική αποπληρωμή τους. ώστε η υποχρέωση καταβολής της εναγομένης έναντι του ιδίου περιορίζεται σε ποσοστό 1/3 των οφειλομένων εισφορών. Αναλυτικά για το έτος 2019, οι ασφαλιστι¬κές εισφορές του ενάγοντος με βάση τον ασφαλιστικό Ν, 4387/2016, ανέρχονται σε α) για. τον Ενιαίο Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ) σε ποσοστό μηνιαίας α¬σφαλιστικής εισφοράς 13.33% επί του μηνιαίου μισθοί) του, ήτοι ποσό 226,61 € (1.700.00 € χ 13.33%) μηνιαίως και για το εξάμηνο της απασχόλησης του ενάγοντος ποσό 1.359.66 € (226.61 € χ 6), β) για τον Κλάδο Υγείας του Ενιαίου Ταμείου Επι¬κουρικής Ασφάλισης (ΕΤΕΑΕΠ) σε ποσοστό μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς 3,50% επί του μηνιαίου μισθού του, ήτοι ποσό 59,50 € (1.700,00 € χ 3;50%) μηνιαίως και για το εξάμηνο της απασχόλησης του ενάγοντος, ποσό 357,00 € (59,50 € χ 6) και γ) για τον Κλάδο Πρόνοιας και Εφάπαξ, σε ποσοστό μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς 3,50% επί του μηνιαίου μισθού του. ήτοι ποσό 59.50 € (1.700,00 € χ 3,50%) μηνιαίως και για το εξάμηνο της απασχόλησης του ενάγοντος, ποσό 357,00 € (59,50 € χ 6) €. Ήτοι το σύνολο των ασφαλιστικών εισφορών του ενάγοντος για το έτος 2019 δια¬μορφώνεται στο ποσό των 2.073.66 € (Ί.359.66 € + 357,00 € + 357,00 €) και η εναγομένη υποχρεούται να του καταβάλλει το ποσό των 691,22 € (2.073,66 € χ 1/3). Ωστόσο, σύμφωνα με τα ο)ς άνω εκτιθέμενα (υπό 1ΧΧΧ) από τις ως άνω αξιώσεις του ενάγοντος, εκείνες που γεννήθηκαν και έπρεπε να καταβληθούν έως την 31-12-2013 έχουν υποπέσει στην πενταετή παραγραφή του αρθ. 250 αρ. 11 ΑΚ. δεδομένου ότι οι ασφαλιστικές εισφορές του έτους 2014. καθίστανται απαιτητές και εισπρακτέες τον Ιανουάριο του επομένου έτους, ήτοι από 31-01-2015 (ΑΠ 1250/2009). κατά ουσιαστική παραδοχή της ίδιας ως άνω ενστάσεως της εναγομένης. Συνεπώς από τις παρα¬πάνω αξιώσεις, εκείνες των ετών 2008 έως 2013 έχουν παραγραφεί και απομένουν προς καταβολή εκείνες που δημιουργήθηκαν εντός των ετών 2014 έως 2019. Έτσι για έκαστο των ετών της περιόδου από 2014. 2015. 2016 και (μέρος) 2019 η εναγομένη του οφείλει: 1) για το έτος 2014. ο ενάγων αποπλήρωσε το σύνολο των ασφαλιστικών εισφορών του προς τον Τομέα Υγείας και Πρόνοιας Δικηγόρων, ποσού 1.436.88 € (1.192.08 € + 244.80 (-). καθώς και προς το ΤΕΑΔ ποσού 585.98 €, οπότε η εναγομένη του οφείλει για την παραπάνω αιτία το ποσό των 2.022,86 € (1.436.88 € + 585.98 €). Αναφορικά με τις εισφορές προς το TAN για τον ίδιο χρόνο ο ενάγων υπήχθη σε ρύθμιση τμηματικής αποπληρωμής, τηρούμενη κανονικά μέχρι τη λύση της συμβάσεως σε μηνιαία βάση. στο πλαίσιο της οποίας έχει καταβάλει το ποσό των 1.307.54 € για το έτος 2014. απομένοντας ακόμη ανεξόφλητου υπολοίπου ποσού 1,181.81 €. Ως εκ τούτου, η εναγομένη έχει υποχρέωση να του καταβάλει εκ του ποσού που αντι¬στοιχεί στο 2/3 των προβλεπομένων υπέρ TAN εισφορών, δηλαδή εκ του ποσού των (2,046,36 € χ 2/3=) 1.304.24 €. το ήδη καταβληθέν ποσό των 1.307,54 € και επιπρόσθετα, το 1/3 των εισφορών προς το ΤΑΝ ποσού 682.12 β (2046,36 € 13). Επομένως, η εναγομένη για το έτος 2014 του οφείλει το συνολικό ποσό των 4.012,52 € (2.022.86 €+ 1.307.54 6 + 682.12 €)· 2) για το έτος 2015 το ποσό των 4.805,74 €. κατά τα αμέσως ως άνω 3) για το έτος 2016 το ποσό των 3.704,47 € κατά τα αμέσως ως άνω και 4) για το έτος 2019 το ποσό των 691.22 € κατά τα αμέσως ως άνω. Ήτοι συνολικά ποσό ύψους 13.213,95 € (4.012.52 € + 4.805.74 € + 3.704;47 € + 691.22 €). Τα ποσά δε αυτά των ασφαλιστικών εισφορών οφείλονται νομιμοτόκως από την 31-01 του επόμενου έτους (άρθ. 24 παρ. 2 Ν. 1868/1989. όπως αντικ. με το άρθ. 37 παρ. 1 Ν. 2145/1993), που αυτές αφορούν, πλην του τελευταίου έτους (2019) από την ημερομηνία λύσης της εντολής (05-06-2019). Έσφαλε επομένως η εκκαλουμένη που επιδίκασε τις ως άνω απαιτήσεις νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής. Πρέπει επομένως αφού γίνει δεκτός ο σχετικός λύγος εφέσεως (τρίτος) του ενάγοντος να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη και κατά το κεφάλαιο τούτο.
XXXI. Από τα αυτά. ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδεικνύονται ακόμη και τα εξής: Η εναγομένη παρείχε ανεξαιρέτως σε όλους τους δικηγόρους που απασχολούσε με γραπτή σύμβαση έμμισθης εντολής την οικονομική κάλυψη των ασφαλίστρων προγράμματος ομαδικής ασφάλισης στην ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία “Eurolife ΑΕΓΑ”, δυνάμει του οποίου οι ασφαλισμένοι σε τούτο δικηγόροι, κατά την καθ’ οιονδήποτε λόγο αποχώρηση τους από την υπηρεσία, ελάμβαναν το εφάπαξ ποσό που αποτελούσε το άθροισμα των καταβληθέντων σε μηνιαία βάση ασφαλίστρων, ανερχομένων σε ποσοστό 1,5% επί του μηνιαίου μισθού του εκάστοτε δικηγόρου. Το καταβληθέν στο σύνολο των δικηγόρων της εναγομένης ποσό υπολογιζόταν κατά τρόπο σταθερό, χωρίς ειδικότερα κριτήρια ή άλλες περιπτωσιολογικές διακρίσεις και η εναγομένη ακολουθούσε μια συμπεριφορά γενική και απρόσωπη, καταβάλλοντος ουσιαστικά ένα συγκεκριμένο πρόσθετο ποσό αποζημίωσης με την αποχώρηση κάθε δικηγόρου από την υπηρεσία της. Ο ενάγων, αποστερήθηκε τη σχετική παγιωμένη οικειοθελή μισθολογική παροχή της εναγομένης με μοναδικό κριτήριο την μη υπογραφή έγγραφης σύμβασης έμμισθης εντολής ήτοι υπέστη διακριτική δυσμενή μεταχείριση έναντι των λοιπών δικηγόρων της ίδιας κατηγορίας με τούτον, κατά παράβαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης. Το δε ποσό της εφάπαξ παροχής που θα εισέπραττε κατά την αποχώρηση του ο ενάγων, ως θα είχε διαμορφωθεί συμποσούμενων των μηνιαίων ασφαλίστρων κατά τα προεκτεθέντα, ανέρχεται σε 306,00 € [1.700.00 € χ 1.5%=) 25,5 € χ 12 μήνες] ετησίως και για τη συνολική υπηρεσία που παρείχε διάρκειας 10 ετών και 9 μηνών ανέρχεται σε 3.289.50 € [(306.00 € χ 10) + (25,5 € χ 9)]. το οποίο δικαιούται να αξιώσει από την εναγομένη και δη νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής καθότι το ειδικό κεφάλαιο των τόκων κονδυλίου αυτού δεν προσβάλλεται με ειδικό λόγο εφέσεως από τον ενάγοντα. Σημειωτέον ότι το κεφάλαιο αυτό της αγωγής δεν έχει υποπέσει στην πενταετή παραγραφή, δεδομένου ότι το σημείο έναρξης του χρόνου παραγραφής τοποθετείται στη λύση της σχέσης εντολής (05-06-2019).
ΧΧΧΙΙ. Ακόμη, αποδείχθηκε ότι η εναγόμενη καθ’ όλη τη διάρκεια της απασχόλησης του ενάγοντος στην υπηρεσία της. παρείχε σε όλους ανεξαιρέτως τους δικηγόρους που ταυτίζονταν ως προς την υπηρεσιακή κατάσταση με εκείνον, με μοναδική διαφοροποίηση ότι ως προς αυτούς είχε καταρτισθεί έγγραφη σύμβαση έμμισθης εντολής επίδομα πάγιου χρηματικού ποσού, ύψους 2.000.00 € ετησίως για την κάλυψη των εξόδων φοίτησης των ανηλίκων τέκνων τους βρεφικής και προνηπιακής ηλικίας σε βρεφονηπιακό σταθμό της ελεύθερης επιλογής τους. Ο ενάγων, παρά το γεγονός ότι πληρούσε τις τυπικές προϋποθέσεις που έθετε η εναγομένη για τη χορήγηση της άνω οικειοθελούς παροχής προς τους εργαζομένους της ως πατέρας ανηλίκου άρρενος τέκνου, γεννηθέντος την 15-06-2011, το οποίο κατά τη διετία 2014 έως και 2016 φοιτούσε στον ιδιωτικό παιδικό σταθμό με τον διακριτικό τίτλο “.” με δίδακτρα ύφους 4.800.00 € ετησίως (σχ. από Οκτωβρίου 2020 βεβαιώσεις της διευθύνουσας το κέντρο), εξαιρέθηκε από την χορήγηση της χωρίς να υφίσταται προς τούτο ειδικός και σοβαρός κατ’ αντικειμενική κρίση λόγος. Επομένως, η εναγομένη που χορήγησε την άνω παροχή από ελευθεριότητα σε όλους τους εσωτερικούς δικηγόρους της. που απασχολούνταν υπό τις αυτές συνθήκες και προϋποθέσεις με τον ενάγοντα, αρνούμενη αυθαίρετα προς τον τελευταίο, χωρίς να επικαλείται, έστω συνοπτικά, περιστατικά για τα. οποία ενδέχεται να δικαιολογείται διαφορετική μεταχείριση του κατά παρέκκλιση από την αρχή της ίσης μεταχείρισης και της απαγόρευσης των δυσμενών διακρίσεων, δεν απέδειξε παρέχοντας πλήρη δικανική πεποίθηση ότι στην επίδικη περίπτωση δεν συντρέχουν περιστάσεις που συνιστούν παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης, είτε ότι υπάρχει τέτοια παραβίαση, αλλά είναι δικαιολογημένη. Συνεπώς η εναγομένη οφείλει να του καταβάλλει το παραπάνω εφάπαξ ποσό. που ανέρχεται για τα δύο έτη της προσχολικής φοίτησης ίου τέκνου του ενάγοντος στο ποσό των 4.000.00 € (2,000.00 € χ 2). Το ποσό όμως που αφορά το χρονικό διάστημα από 01-09-2014 έως 31-12-2014 (το ακαδημαϊκό έτος άρχεται την 01-09 του έτους και λήγει την 31 -08 του επομένου ημερολογιακού έτους) έχει υποπέσει στην πενταετή παραγραφή, κατά τα ως άνω αναφερόμενα, δεκτής γενομένης εν μέρει και ως ουσία βάσιμης της σχετικής ενστάσεως της εναγομένης. Συνεπώς για την ως άνω αιτία οφείλεται στον ενάγοντα το ποσό των 3.333.36 € [4000,00 € – (4000,00 &24 μην. χ 4 μην.)] με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, καθόσον για το προηγούμενο αιτούμενο χρονικά διάστημα, δεν προκύπτει δήλη ημέρα καταβολής, ούτε σχετική όχληση εκ μέρους του ενάγοντος (άρθ. 340, 341, 345 ΑΚ).
ΧΧΧΙΙΙ. Ο ενάγων προς αντίκρουση της ως άνω ενστάσεως, όπως και στις παραπάνω περιπτώσεις εξέτασης των σχετικών αγωγικών κεφαλαίων, πρότεινε δια τα)ν προτάσεων του το πρώτον στο δεύτερο βαθμό τον αυτοτελή ισχυρισμό ότι η ένσταση παραγραφής ασκείται καταχρηστικά σε βάρος του σύμφωνα με τους όρους του άρθ. 281 ΑΚ. καθότι η εναγομένη με δόλιες ενέργειες της, δια των προστηθέντων της οργάνων, φρόντιζε, καθ’ όλη τη διάρκεια απασχόλησης του. να του δημιουργεί την πεποίθηση ότι θα τηρήσει τα νόμιμα και ότι θα υπογράψει μαζί του σύμβαση έμμισθης εντολής, ώστε να λαμβάνει και αυτός όλες τις παροχές που ελάμβαναν και όλοι οι συνάδελφοι του εντός της Νομικής Υπηρεσίας, με αποτέλεσμα να λόγος εφησυχάσει και να απέχει εγκαίρως από τη δικαστική διεκδίκηση των νομίμων αξιώσεων του. λόγω της παρελκυστικής αυτής συμπεριφοράς της. Ο ισχυρισμός αυτός, ο οποίος αποτελεί αντένσταση στην ένσταση παραγραφής της εναγομένης (ΑΠ 73/2019, όπου δεν συνέτρεχε λόγος εφησυχασμού για τους εργαζομένους αναφορικά με την παραγραφή των μισθολογικών τους αξιώσεων. ΑΠ 1074/1996 ΕλλΔνη 1997.1126), είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος (άρθ. 527 ΚΠολΔ). διότι δεν είχε υποβληθεί στον πρώτο βαθμό κατά την υποβολή της ενστάσεως παραγραφής και δεν είναι από εκείνους που λαμβάνεται αυτεπαγγέλτως υπ’ όψιν (ΜΕφΑΘ 667/2023 αδ. στο νομ. τυπ.).
XXXIV. Τέλος, οι επίδικες αξιώσεις του ενάγοντος για την καταβολή εκ μέρους της εναγομένης των επιδομάτων εορτών, αδείας, των αναλογουσών ασφαλιστικών εισφορών του και των πρόσθετων μισθολογικών παροχών κατά τα ως άνω εκτιθέμενα, καθώς και η με τον τρόπο αυτό διεκδίκηση τους δεν υπερβαίνουν προφανούς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος του. Ειδικότερα, εκ του γεγονότος ότι ο ενάγων καθ’ όλο το χρονικό διάστημα της απασχόλησης του. κατά το οποίο προσέφερε τις νομικές του υπηρεσίες στην εναγομένη με πάγια μηνιαία αντιμισθία, α) ουδέποτε διαμαρτυρήθηκε εγγράφως σε αυτήν, παρά μόνο προφορικά και με τα αναφερόμενα στο από 05-06-2019 ηλεκτρονικό του μήνυμα (e-mail), κατά τα ως άνω εκτεθέντα και στο οποίο επί λέξει διαλαμβάνεται ότι “να ενημερωθείτε προσωπικά για τα ανωτέρω, προκειμένου να εξαντλήσω κάθε πιθανότητα αποφυγής αντιδικίας με τον επί έντεκα (11) συναπτά έτη εργοδότη μου”· β) υπέγραφε ανεπιφύλακτα κάθε μήνα στις σχετικές αποδείξεις είσπραξης της αμοιβής του. προκειμένου να διατηρήσει την εργασιακή του σχέση, φοβούμενος την απώλεια αυτής, σε περίπτωση δυναμικότερης διεκδίκησης των οφειλομένων υπέρτερων αποδοχών του. λαμβανομένου υπόψη ότι τα εισοδήματα εκ της εργασίας του αυτής αποτελούσαν το μοναδικό μέσο προς εξασφάλιση των αναγκαίων για τη συνεισφορά του στην κάλυψη των οικογενειακών αναγκών και στη διατροφή του ανηλίκου τέκνου του- και γ) μετά τη λύση της σύμβασης του και την πάροδο περίπου έτους και δη την 31-07-2020 (σχ. από 31-07-2020 επισημείωση της δικαστικής επιμελήτριας … επί του εμπρόσθιου φύλλου του κοινοποιηθέντος στην εναγομένη δικογράφου της αγωγής), άσκησε την ένδικη αγωγή, δεν καθίσταται καταχρηστική η άσκηση των αγωγικών αξιώσεων του ενάγοντος. Ούτε βέβαια από τη συμπεριφορά του αυτή θα μπορούσε να δημιουργηθεί στην εναγομένη πεποίθηση ότι ο ενάγων δεν δικαιούται άλλου ποσού πέραν του συμφωνηθέντος, ώστε να κρίνεται με γνώμονα την καλή πίστη και τα συναλλακτικά χρηστά ήθη επιβεβλημένη η ουσία των αγωγικών αξιώσεων, διότι, ναι μεν ο ανωτέρω, αν και γνώριζε ότι οι καταβλητέες αμοιβές του ήταν υπέρτερες των συμφωνηθεισών, καθώς και ότι επιπροσθέτως δικαιούταν επιδομάτων εορτών και αδείας κ.λπ. εντούτοις προέβη στην κατάρτιση της σύμβασης αυτής και συνέχισε να εργάζεται στη νομική υπηρεσία της εναγομένης επί σχεδόν 11 έτη με τους όρους αυτούς προς εξασφάλιση των αναγκαίων μέσων για τη διαβίωση του ιδίου και της οικογένειας του. χωρίς έγγραφη όχληση προς καταβολή των οφειλομένων, πλην όμως τέτοια γνώση είχε. ή πάντως, όφειλε να έχει και η εναγομένη, που διέθετε άρτια στελεχωμένη και πλήρως οργανωμένη με καταρτισμένους και έμπειρους δικηγόρους νομική υπηρεσία και δε δικαιολογείται να αγνοεί τη σχετική για την καταβολή της νόμιμης αμοιβής του δικηγόρου, που απασχολούσε, υποχρέωσή της, ή να αναμένει σχετική ενημέρωση από τον ενάγοντα περί του ύψους των νομίμων αποδοχών του, ή να υπολαμβάνει καλόπιστα ότι ουδέν έτερο πέραν των συμφωνηθέντων οφείλει, καθώς η εναγομένη ήταν σε κάθε περίπτωση υποχρεωμένη να καταβάλει στον ενάγοντα τις νόμιμες αμοιβές (αποδοχές) του. ως διαμορφώνονται με την προσαύξηση των ασφαλιστικών εισφορών και των επιδομάτων, το ύψος των οποίων όφειλε να ερευνήσει και να αναιρεί. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η σχετική ένσταση της εναγομένης περί απόρριψης της αγωγής ως ουσιαστικά αβάσιμης λόγιο καταχρηστικής άσκησης ως προς τα κονδύλια των επιδομάτων εορτών, αδείας, των αναλογουσών ασφαλιστικών του εισφορών για το χρονικό διάστημα που απασχολήθηκε αυτός ως έμμισθος δικηγόρος στη νομική υπηρεσία της εναγομένης και τις πρόσθετες παροχές, είναι απορριπτέα ως ουσιαστικώς αβάσιμη. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την προσβαλλόμενη απόφαση έκρινε ομοίως, ορθώς εκτίμησε τις αποδείξεις, οι δε σχετικοί λόγος εφέσεως και πρόσθετος λόγος εφέσεως της εναγομένης, με τους οποίους υποστηρίζεται το αντίθετο, ελέγχεται ως αβάσιμος.
XXXV. Συνεπώς προς άπαντα τα ως άνω ως άνω προαναφερθέντα, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο δια της υπ’ αριθ. 27/04-03-2021 οριστικής εκκαλουμένης, έκρινε διαφορετικά κατά στο σκεπτικό αναφερόμενα κεφάλαια και επιδίκασε διαφορετικά ποσά αντί των αναφερομένων στους οικείους τόπους του σκεπτικού της παρούσας εσφαλμένα ερμήνευσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, γι’ αυτό θα πρέπει να γίνουν δεκτοί οι σχετικοί λόγοι εφέσεων και των προσθέτων λόγων περί κακής εκτίμησης των αποδείξεων και αυτές (εφέσεις και πρόσθετοι λόγοι) στην ουσία τους. ως και η πρόσθετη παρέμβαση και να εξαφανισθεί εν μέρει η εκκαλουμένη κατά τα ως άνω κεφάλαια, αφού δε κρατηθεί η υπόθεση και εξετασθεί κατ’ ουσίαν η αγωγή ως προς τα κεφάλαια αυτά, να γίνει αυτή δεκτή ως κατ’ ουσία βάσιμη κατά ένα μέρος, ως προς αυτά και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα τα ως άνω περιγραφόμενα ποσά, συνολικού ύψους 35.465,35 € (15.628,54 € + 13.213,95 € + 3.289.50 € + 3.333.36 €) νομιμοτόκως κατά τις επίσης παραπάνω διακρίσεις, μέχρι πλήρους εξοφλήσεως.
XXXVI. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα, πρέπει να συμψηφισθούν και για τους δυο βαθμούς δικαιοδοσίας, μεταξύ των διαδίκων μερών στα ως άνω ένδικα μέσα -προσθέτους λόγους και πρόσθετη παρέμβαση, κατά το μέρος που εξαφανίσθηκε η εκκαλουμένη, λόγω των πραγματικών δυσχερειών, ως προς την αληθινή έννοια των εφαρμοστέων διατάξεων, που αναφέρονται στις μείζονες προτάσεις της παρούσας [άρθ. 179. όπως αντικ. με το άρθ. 2 παρ. 2 Ν. 2915/2001 (ΦΕΚ A’ 109/29-5-01) και 183 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων τις από 05-04-2021 {αριθ. έκθ. κατάθ. ./06-04-2021), 05-05-2021 (αριθ. έκθ. Κατάθ. ./05-05-2021) εφέσεις, τους από 24-11-2021 (αρ. κατ. ./26-11-2021) προσθέτους λόγους και την από 22-11-2021 (αρ. κατ. ./25-11-2021) πρόσθετη παρέμβαση.
Δέχεται τυπικά και ουσιαστικά τις ως άνω εφέσεις, τους προσθέτους λόγους και την πρόσθετη παρέμβαση.
Εξαφανίζει εν μέρει την εκκαλουμένη. υπ’ αριθ. ./04-03-2021 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (ειδικής διαδικασίας διαφορών από αμοιβές), μόνο κατά τα στο σκεπτικό της παρούσας αναφερόμενα κεφάλαια.
Κρατεί την υπόθεση κατά τα ως άνω κεφάλαια.
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 24-07-2020 (αρ. κατ. ./24-07-2020) αγωγή, κατά τα ως άνω κεφάλαια.
Απορρίπτει ό,τι κρίθηκε απορριπτέο στο σκεπτικό της παρούσας.
Δέχεται την αγωγή κατά ένα μέρος κατά τα ως άνω κεφάλαια.
Υποχρεώνει την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα, τα στο σκεπτικό της παρούσας περιγραφόμενα ποσά νομιμοτόκως κατά τις επίσης παραπάνω διακρίσεις, μέχρι πλήρους εξοφλήσεως.
Συμψηφίζει στο σύνολό τους μεταξύ των διαδίκων μερών τα δικαστικά έξοδα αυτών στα ως άνω ένδικα μέσα. στους προσθέτους λόγους έφεσης και στην πρόσθετη παρέμβαση και στους δυο βαθμούς δικαιοδοσίας.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι τους δικηγόροι την 9η Μαρτίου 2023.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ