ΕφΑθ 1668/2022
Ευθύνη λόγω παροχής τραπεζικών επενδυτικών υπηρεσιών – Αδικοπραξία – Σύμβαση εντολής – Προστασία καταναλωτών – Αρχές Κώδικα Δεοντολογίας των ΕΠΕΥ – Ομολογίες μειωμένης εξασφάλισης -.
Ευθύνη τραπεζών από πλημμελείς επενδυτικές υπηρεσίες. Απόκτηση ομολόγου μειωμένης εξασφάλισης χωρίς την παροχή εντολής έγγραφης ή προφορικής σε προστηθέντα τράπεζας. Αδικοπρακτική ευθύνη ΕΠΕΥ λόγω παροχής τραπεζικών επενδυτικών υπηρεσιών. Λόγω της πλημμελούς εκπλήρωσης των υποχρεώσεων των εναγομένων που πηγάζει από συμβάσεις επενδυτικών συμβουλών που καταρτίστηκαν μεταξύ των διαδίκων, οι ενάγοντες υπέστησαν ζημία συγκεκριμένου ποσού κατ’ ισομοιρία καθώς η αξία του επίδικου ομολόγου έχει εκμηδενιστεί. Η εν λόγω ζημία συνδέεται αιτιωδώς με την πλημμελή εκπλήρωση της σύμβασης που συνέδεε τα διάδικα μέρη και την παραβίαση της υποχρέωσης ενημέρωσης και λήψης εντολής από τους ενάγοντες. Μη τήρηση της υποχρεώσεως πρόνοιας και ενημέρωσης. Παραβίαση του νόμου περί προστασίας καταναλωτών. Αναγνώριση ότι οι εναγόμενες εκάστη εξ αυτών εις ολόκληρον υποχρεούται να καταβάλει στους ενάγοντες το συγκεκριμένο ποσό νομιμοτόκως. Επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης που υπέστησαν οι ενάγοντες από την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά των εναγομένων.
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 1668/2022
ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
(14° Τμήμα)
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές, Θωμά Παπαδόπουλο, Πρόεδρο Εφετών, Κωνσταντίνο Σαργιώτη, Εφέτη, Μαλαματή Πετκανά, Εφέτη – Εισηγήτρια, και από τη Γραμματέα Αγγελική Κυριαζή.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του, στις 30 Σεπτεμβρίου 2021, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ : 1) ., κατοίκου Αγίας Παρασκευής Αττικής, οδός ., με ΑΦΜ ., 2) ., κατοίκου Αγίας Παρασκευής Αττικής, οδός ., με ΑΦΜ . και 3) ., κατοίκου Αγίας Παρασκευής Αττικής, οδός ., με ΑΦΜ ., οι οποίοι παραστάθηκαν διά της πληρεξούσιας δικηγόρου Ισμήνης Δωρή (AM ΔΣΑ 20108) που κατέθεσε δήλωση του άρ. 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο.
ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ : 1) Ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία “ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ” και τον διακριτικό τίτλο “ALPHA BANK”, που εδρεύει στην Αθήνα, οδός Σταδίου αριθ. 40 και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ ., υπό την ιδιότητα της ως καθολική διάδοχος της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία “ALPHA ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ”, με ΑΦΜ ., κατόπιν διάσπασης της τελευταίας με απόσχιση του κλάδου της τραπεζικής δραστηριότητας και εισφοράς του στη νεοσυσταθείσα εταιρία – πιστωτικό ίδρυμα και 2) Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία “ΑΛΦΑ ASSET MANAGEMENT ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΕΩΣ ΑΜΟΙΒΑΙΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ”, όπως μετονομάστηκε η “ΑΛΦΑ ASSET MANAGEMENT ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΕΩΣ ΑΜΟΙΒΑΙΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ”, ως καθολική διάδοχος με απορρόφηση της “ΑΛΦΑ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΑΕΠΕΥ”, που εδρεύει στην Αθήνα, οδός Καρνεάδου αριθ. 25-29 και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ ., οι οποίες παραστάθηκαν διά του πληρεξουσίου δικηγόρου Νικολάου Κανέλλια (AM ΔΣΑ 11528) που κατέθεσε δήλωση του άρ. 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο.
Οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες άσκησαν σε βάρος των εναγομένων και ήδη εφεσίβλητων την από 28-2-2015 και με αριθμό καταθέσεως ./24-4-2015 αγωγή τους ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 1960/2019 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου κατά την Τακτική Διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, που απέρριψε την αγωγή. Κατά της υπ’ αριθ. 1960/2019 απόφασης, οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες άσκησαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου την από 25-7-2019 έφεση με αριθμό καταθέσεως δικογράφου έφεσης στο Πρωτοδικείο Αθηνών ./26-7-2019 και με αριθμό καταθέσεως δικογράφου στο Εφετείο Αθηνών ./21-7-2019 και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτήν.
Κατά τη συζήτηση της έφεσης και την εκφώνηση της από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων παραστάθηκαν όπως προαναφέρθηκε και ζήτησαν να γίνουν δεκτοί οι ισχυρισμοί τους που περιέχονται στις προτάσεις που κατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Στην προκειμένη περίπτωση νομίμως φέρεται προς συζήτηση η από 25-7-2019 έφεση που άσκησαν οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες σε βάρος των εναγομένων και ήδη εφεσίβλητων ενώπιον του Εφετείου Αθηνών με αριθμό καταθέσεως δικογράφου έφεσης στο Πρωτοδικείο Αθηνών ./26-7-2019 και με αριθμό καταθέσεως δικογράφου στο Εφετείο Αθηνών ./21-7-2019, κατά της υπ’ αριθ. 1960/2019 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών που εκδόθηκε κατά την Τακτική Διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, με την οποία απορρίφθηκε η από 28-2-2015 και με αριθμό καταθέσεως ./24-4-2015 των εναγόντων και συμψηφίστηκε η δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων.
Με την αγωγή οι ενάγοντες ισχυρίζονταν ότι οι εναγόμενες με τις οποίες είχαν συνάψει σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, χωρίς τη γνώση, έγκριση και συναίνεση τους, εκποίησαν αυθαίρετα περιουσιακά στοιχεία του χαρτοφυλακίου τους και συγκεκριμένα αμοιβαία κεφάλαια διαθεσίμων πλήρους εξασφάλισης, αξίας 300.000 ευρώ και αγόρασαν, χωρίς τη γνώση, έγκριση και συναίνεση τους, τίτλους αξίας 302.521,03 ευρώ ενός υβριδικού σύνθετου χρηματοπιστωτικού προϊόντος, που ομοιάζει με ομόλογο, εκδόσεως της Λαϊκής Τράπεζας της Κύπρου την 24-5-2006, δεκαετούς διάρκειας, με τίτλο 450.000.000,00 ευρώ Callable Step-up Floating Rate Subordinated Notes, μετά δε την αποκάλυψη των ως άνω ενεργειών και παραλείψεων των προστηθέντων υπαλλήλων των εναγομένων, οι τελευταίες δεν παρείχαν συστηματική και ενδελεχή ενημέρωση για το ως άνω προϊόν, τους κινδύνους που συνεπαγόταν και τις ενέργειες που έπρεπε να κάνουν οι ενάγοντες για να εξασφαλιστούν αλλά αντίθετα τους παραπλάνησαν και τους παρέπεισαν συστηματικά και σκόπιμα να μην ρευστοποιήσουν το ως άνω προϊόν αλλά να το διατηρήσουν στο χαρτοφυλάκιο τους με αποτέλεσμα αυτό να απαξιωθεί, προκαλώντας τους περιουσιακή ζημία 302.521,03 ευρώ καθώς και ηθική βλάβη. Κατόπιν των ανωτέρω, οι ενάγοντες, μετά από παραδεκτό περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματος σε αναγνωριστικό, ζητούσαν να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενες, καθεμία εις ολόκληρον, οφείλουν να τους καταβάλλουν, το ποσό των 302.521,03 ευρώ για την αποκατάσταση της θετικής τους ζημίας και εκ του ποσού των 30.000 ευρώ μόνον το ποσό των 29.960 ευρώ στον κάθε ενάγοντα, ήτοι συνολικά 89.880 ευρώ (29.960 Χ 3) ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής τους βλάβης, επιφυλασσόμενοι δηλαδή για ποσό 40 ευρώ έκαστος (30.000 – 29.960), ήτοι συνολικά 120 ευρώ, για να παραστούν ως πολιτικώς ενάγοντες ενώπιον του ποινικού Δικαστηρίου, νομιμοτόκως τα ανωτέρω αιτούμενα ποσά με το εκάστοτε επιτόκιο επιδικίας από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή η απόφαση και να καταδικασθούν οι εναγόμενες στη δικαστική τους δαπάνη.
Επί της αγωγής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, η υπ’ αριθ. 1960/2019 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου κατά την Τακτική Διαδικασία, με την οποία το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε μη νόμιμο το αίτημα περί κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής μετά τον περιορισμό των αγωγικών αιτημάτων από καταψηφιστικά σε αναγνωριστικά, και κατά τα λοιπά, απέρριψε την αγωγή ως ουσία αβάσιμη, συμψηφίζοντας τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων. Κατά της απόφασης αυτής (εκκαλουμένης), οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες άσκησαν σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις ενώπιον του Εφετείου Αθηνών την ως άνω έφεση, η οποία είναι εμπρόθεσμη, αφού η εκκαλουμένη απόφαση επιδόθηκε στους ενάγοντες – εκκαλούντες την 26-6-2019 (βλ. προσκομιζόμενο με επίκληση αντίγραφο της απόφασης με την επισημείωση του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών . στην πρώτη σελίδα της απόφασης, της ημερομηνίας 26-6-2019) και η έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του εκδόντος την εκκαλουμένη απόφαση, Πρωτοδικείου Αθηνών, την 26-7-2019, ήτοι η έφεση ασκήθηκε εντός 30 ημερών από την επίδοση της (άρθρα 495 επ. και 518 παρ. 1 ΚΠολΔ), ενώ για το παραδεκτό της έφεσης κατατέθηκε, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 ΚΠολΔ, παράβολο 150 ευρώ (βλ. το με αριθμό ./2019 e-παράβολο στο προσκομιζόμενο αντίγραφο της έφεσης). Ενόψει των ανωτέρω, η έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ). Κατά της εκκαλουμένης παραπονούνται οι εκκαλούντες με την έφεση τους για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνιση της εκκαλουμένης προκειμένου να γίνει δεκτή η αγωγή τους καθώς και την καταδίκη των εφεσίβλητων στη δικαστική τους δαπάνη και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας.
Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 713 και 714 του ΑΚ προκύπτει ότι ο εντολοδόχος οφείλει να διεξάγει την ανατεθείσα σε αυτόν υπόθεση, να πράξει δηλαδή για λογαριασμό του εντολέα του κάθε τι που υποσχέθηκε και επιβάλλει η φύση της υπόθεσης, ευθυνόμενος έναντι του εντολέα για κάθε πταίσμα. Έτσι, σε περίπτωση μη εκπλήρωσης της σύμβασης ή πλημμελούς εκπλήρωσης ή παράβασης των νόμιμων υποχρεώσεων, αξιώνεται, όχι ο μειωμένος βαθμός επιμέλειας των λοιπών χαριστικών συμβάσεων (δόλος ή βαριά αμέλεια) αλλά λόγω του εμπιστευτικού χαρακτήρα της εντολής, η αυξημένη επιμέλεια κοινού οφειλέτη, υποχρεούται δε ο εντολοδόχος να ανορθώσει την οφειλόμενη σε πταίσμα του θετική ή αποθετική ζημία του εντολέα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 330 και 335 ΑΚ. Η σύμβαση της εντολής μπορεί να συναφθεί και σιωπηρά (άρθρα 158 και 713 ΑΚ), λόγω δε του προσωπικού και εμπιστευτικού χαρακτήρα της, ο εντολοδόχος μπορεί να αναλάβει τη διεξαγωγή της υπόθεσης του εντολέα είτε ύστερα από παράκληση του είτε ακόμη και από δική του πρωτοβουλία εφόσον ο εντολέας γνωρίζει τούτο και δεν αντιλέγει (ΑΠ 2212/2014, ΑΠ 958/2011, ΑΠ 1614/1999 ΝΟΜΟΣ). Ζημία, σύμφωνα με τις παραπάνω διατάξεις, θετική μεν, είναι η ελάττωση της περιουσίας, αρνητική δε, το κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων με πιθανότητα προσδοκώμενο κέρδος που ματαιώθηκε (ΑΠ 536/2004 ΕλλΔικ 47,479). Συνεπώς ο εντολοδόχος, κατά την εκτέλεση των υποχρεώσεων του, όχι μόνο πρέπει να απέχει από κάθε δόλια ενέργεια αλλά οφείλει να καταβάλει την επιμέλεια την οποία καταβάλλει στις συναλλαγές ο συνετός άνθρωπος, ευθυνόμενος διαφορετικά και για ελαφρά αμέλεια. Το πταίσμα του εντολοδόχου και επομένως, η κατά το άρθρο 714 ΑΚ ευθύνη του προς αποζημίωση, τεκμαίρεται από τη μη τήρηση των υποχρεώσεων του εντολοδόχου προς εκπλήρωση της εντολής (ΑΠ 637/2011, ΑΠ 1025/2009 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1208/2008 ΧρΙΔ 2009.216, ΑΠ 1115/2003 ΕλλΔικ 46,120, ΕφΑΘ 1244/2016, ΕφΘεσ 1254/2011, ΕφΑθ 204/2007 ΝΟΜΟΣ). Για την υποχρέωση αποζημίωσης απαιτείται να υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ του πταίσματος του εντολοδόχου και της ζημίας η οποία επήλθε στον εντολέα. Εάν επομένως ο εντολέας δεν υπέστη ζημία ή εάν αυτή δεν είναι συνέπεια του πταίσματος του εντολοδόχου, ο τελευταίος δεν ευθύνεται σε αποζημίωση του εντολέα (ΑΠ 1675/2014, 637/2011 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 118/2002 ΕλλΔικ 43,1046, ΕφΑΘ 4984/2018, ΕφΑΘ 4254/2017 ΝΟΜΟΣ).
Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, που ορίζει ότι όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 297, 298 και 330 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι προϋποθέσεις της υποχρέωσης προς αποζημίωση είναι: 1) ζημιογόνος συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη), 2) παράνομος χαρακτήρας της πράξης ή παράλειψης, 3) υπαιτιότητα και 4) πρόσφορος αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ ζημιογόνου συμπεριφοράς (νόμιμου λόγου ευθύνης) και αποτελέσματος (ζημίας). Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξης. Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρέωσης πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της υποχρέωσης λήψης ορισμένων μέτρων επιμέλειας για την αποφυγή πρόκλησης ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων, που επιβάλλεται κοινωνικά και απορρέει από τη θεμελιώδη αρχή του δικαίου, αυτή της συνεπούς συμπεριφοράς (ΑΠ 345/2017, ΑΠ 93/2016 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, η έννομη σχέση που ιδρύεται μεταξύ πελάτη και τράπεζας είναι σχέση αμφίδρομης εμπιστοσύνης που απορρέει από την καλή πίστη. Η σχέση εμπιστοσύνης εγκαθιδρύεται με την έναρξη των διαπραγματεύσεων και συγκεκριμενοποιείται στο στάδιο της συμβατικής δέσμευσης. Έχει ως περιεχόμενο την πεποίθηση, την πίστη, αφενός μεν κυρίως του πελάτη της τράπεζας ότι αυτή θα πράξει ό,τι είναι αναγκαίο για την εξυπηρέτηση και προστασία των οικονομικών του συμφερόντων και την προστασία των περαιτέρω στοιχείων της προσωπικότητας του, αφετέρου δε της ίδιας της τράπεζας ότι ο πελάτης της συμπεριφέρεται απέναντι της με ειλικρίνεια και διάθεση να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που αναλαμβάνει. Ειδικότερα, ενώ διαρκεί η συμβατική δέσμευση, η σχέση εμπιστοσύνης, βρίσκοντας νομοθετικό έρεισμα στη διάταξη του άρθρου 288 ΑΚ, επιβάλλει στην τράπεζα τις γενικές υποχρεώσεις αφενός μεν της τήρησης εξαιρετικής επιμέλειας ως προς την εξυπηρέτηση του πελάτη της, αφετέρου δε της πρόταξης σε περιπτώσεις σύγκρουσης συμφερόντων, του συμφέροντος αποκλειστικά του πελάτη της (Σ. Ψυχομάνης, Δίκαιο Τραπεζικών Συμβάσεων, τεύχος I. Γενικό Μέρος, έκδοση 2008, σελ 34-37). Περαιτέρω η πρόκληση βλάβης στην περιουσία ορισμένου προσώπου, η οποία συνδέεται προς τις παρεχόμενες από την τράπεζα επενδυτικές υπηρεσίες, συνιστά όρο θεμελίωσης της αστικής ευθύνης της τελευταίας σε καταβολή αποζημίωσης λόγω αδικοπραξίας, εφόσον επιπλέον υφίστανται και οι υπόλοιπες προϋποθέσεις υπαγωγής της συγκεκριμένης βιοτικής σχέσης στους κανόνες των άρθρων 298, 330, 914 ΑΚ. Οι προϋποθέσεις θεμελίωσης της ανωτέρω μορφής ευθύνης αναλύονται ειδικότερα στην απαιτούμενη σχέση αιτιώδους συνάφειας μεταξύ των παρεχόμενων υπηρεσιών με το ζημιογόνο αποτέλεσμα που επήλθε, καθώς και στην υπαίτια εκδήλωση παράνομης συμπεριφοράς, μέσω της οποίας εκ μέρους της τράπεζας που παρέχει τις υπηρεσίες παραβιάζονται οι συναλλακτικές υποχρεώσεις της, όπως το ειδικότερο περιεχόμενο αυτών στη συγκεκριμένη περίπτωση προσδιορίζεται σύμφωνα με τους κανόνες των άρθρων 281, 288 ΑΚ (ΑΠ 2212/2014, ΑΠ 1738/2013 ΝΟΜΟΣ, Μ. Σταθόπουλος, Γενικό Ενοχικό Δίκαιο, έκδοση 2004, σελ. 798- 803, Απ. Γεωργιάδης, Ενοχικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, έκδοση 1999, σελ. 599-600). Ειδικότερη μορφή παραβίασης των κανόνων αυτών αποτελεί η εκ μέρους της τράπεζας παράλειψη εκπλήρωσης των υποχρεώσεων εκτίμησης των συμφερόντων του πελάτη, διαφώτισης, παροχής συμβουλευτικής καθοδήγησης και προειδοποίησης αυτού. Υπό την έννοια αυτή οι συγκεκριμένες συναλλακτικές υποχρεώσεις παραβιάζονται, μεταξύ άλλων, και στις περιπτώσεις που παραλείπεται η παροχή όσων πληροφοριών είναι απαραίτητες στον συγκεκριμένο αποδέκτη των επενδυτικών υπηρεσιών, προκειμένου αυτός να είναι σε θέση να αντιληφθεί την μορφή της προτεινόμενης σε αυτόν τοποθέτησης των κεφαλαίων του και κυρίως να κατανοήσει όσους κινδύνους συνδέονται με την ζημιογόνο για τον ίδιο εξέλιξη αυτής, ώστε, έχοντας ενημερωθεί σχετικώς, ακολούθως να αξιολογήσει ο ίδιος τις επιβλαβείς συνέπειες της συγκεκριμένης επενδυτικής επιλογής και ο ίδιος επίσης να αποφασίσει εάν θα την επιχειρήσει, παρέχοντας την σχετική εντολή στην αντισυμβαλλομένη αυτού τράπεζα. Οι ως άνω προϋποθέσεις στις οποίες θεμελιώνεται αστική ευθύνη σε αποζημίωση λόγω αδικοπραξίας, δεν διαφέρουν από εκείνες, η συνδρομή των οποίων επάγεται την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 8 του Ν. 2251/1994, που, μεταξύ άλλων, ρυθμίζει και τις περιπτώσεις ευθύνης λόγω παροχής τραπεζικών επενδυτικών υπηρεσιών, εφόσον ο αντισυμβαλλόμενος ¦ της τράπεζας χαρακτηρίζεται ως καταναλωτής, σύμφωνα με τη ρύθμιση του άρθρου 1 παρ. 3 Ν. 2251/1994, όπως δεν αμφισβητείται ότι συμβαίνει, με το πρόσωπο που μετέχει στην συγκεκριμένη σχέση ως αποδέκτης των υπηρεσιών, χωρίς να διαθέτει οποιουδήποτε είδους εξειδίκευση, επιχειρώντας να καλύψει προεχόντως ανάγκες ασφαλούς τοποθέτησης του κεφαλαίου του (ΑΠ 2212/2014 ο.π., ΑΠ 1227/2007 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 787/2013 ΔΕΕ 2014,251, ΕφΛαρ 120/2017 Ισοκράτης, Καράκωστα : Οι γενικοί όροι των τραπεζικών συναλλαγών, εκδ. 2001, σελ. 28-35, ίδιου : Ο αποδέκτης τραπεζικών υπηρεσιών ως καταναλωτής ΧρΙΔ 2003,97 επ., Αυγητίδη : Ο αποδέκτης των επενδυτικών υπηρεσιών ως καταναλωτής, ΕπισκΕΔ 2001,286).
Συγκεκριμένα, από τις διατάξεις του άρθρου 8 παρ. 1, 2, 3, 4 του Ν. 2251/1994, όπως ίσχυε (χωρίς να έχουν πάντως επέλθει ουσιώδεις μεταβολές) πριν την τροποποίηση τους με το άρθρο 10 του Ν. 3587/2007, κατά τις οποίες: «1. Ο παρέχων υπηρεσίες ευθύνεται για κάθε ζημία που προκάλεσε υπαιτίως κατά την παροχή των υπηρεσιών. 2. Δεν είναι υπηρεσία, με την έννοια αυτού του άρθρου, παροχή η οποία έχει ως άμεσο και αποκλειστικό αντικείμενο την κατασκευή προϊόντων ή τη μεταβίβαση εμπραγμάτων δικαιωμάτων ή δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας. Ως παρέχων υπηρεσίες θεωρείται όποιος παρέχει κατά τρόπο ανεξάρτητο υπηρεσία στο πλαίσιο της άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας. 3. Ο ζημιωθείς υποχρεούται να αποδείξει τη ζημία και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της παροχής της υπηρεσίας και της ζημίας. 4. Ο παρέχων τις υπηρεσίες φέρει το βάρος της απόδειξης της έλλειψης υπαιτιότητας. Για την εκτίμηση της έλλειψης υπαιτιότητας λαμβάνονται υπόψη η ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια και το σύνολο των ειδικών συνθηκών και ιδιαίτερα : α) η φύση και το αντικείμενο της υπηρεσίας, ιδίως σε σχέση με το βαθμό επικινδυνότητας της, β) η εξωτερική μορφή της υπηρεσίας, γ) ο χρόνος παροχής της υπηρεσίας, δ) η ελευθερία δράσης που αφήνεται στο ζημιωθέντα στο πλαίσιο της υπηρεσίας, ε) το αν ο ζημιωθείς ανήκει σε κατηγορία μειονεκτούντων ή ευπρόσβλητων προσώπων και στ) το αν η παρεχόμενη υπηρεσία αποτελεί εθελοντική προσφορά του παρέχοντος», σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 288 ΑΚ, συνάγεται ότι προϋποθέσεις θεμελίωσης ευθύνης του παρέχοντος υπηρεσίες, η οποία μπορεί να είναι ενδοσυμβατική ή αδικοπρακτική, ανεξάρτητα από προϋφιστάμενη ενοχική σχέση μεταξύ παρέχοντος τις υπηρεσίες και ζημιωθέντος, είναι : α) η παροχή ανεξάρτητων υπηρεσιών στο πλαίσιο άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας, β) η υπαιτιότητα αυτού που παρέχει υπηρεσίες κατά την παροχή τους, η οποία τεκμαίρεται και ο παρέχων τις υπηρεσίες έχει το βάρος της απόδειξης της έλλειψης της, λαμβάνονται δε σχετικά υπ’ όψιν ως κριτήρια η ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια και ειδικότερα οι συναλλακτικές υποχρεώσεις πρόνοιας και ασφάλειας τις οποίες επιβάλλουν οι κανόνες της επιστήμης ή της τέχνης του παρέχοντος τις υπηρεσίες και το σύνολο των ειδικών συνθηκών, γ) το παράνομο της συμπεριφοράς του παρέχοντος τις υπηρεσίες, εφόσον δεν ανταποκρίνεται στην ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια, δ) η ζημία και ε) η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παροχής της υπηρεσίας και της ζημίας (ΑΠ 1028/2015 και ΑΠ 631/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 589/2001 ΕΕΝ 69,613, ΕφΛαρ 120/2017 ό.π. ΕφΑνατΚρητ 70/2017 ΝΟΜΟΣ ΕφΠειρ 862/2005 ΔΕΕ 2005,1996). Ως προς την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά πρέπει να τονιστεί ότι : Η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 8 Ν. 2251/1994 περιέχει ειδικότερο κανόνα, ο οποίος εντασσόμενος στο γενικότερο σύστημα θεμελίωσης αστικής ευθύνης διαμορφώνει την ενοχή που καταλαμβάνεται από αυτόν κατά τρόπο, ώστε κύριο χαρακτηριστικό της να είναι η απομάκρυνση από την αρχή της υποκειμενικής ευθύνης μέσω της αντιστροφής ταυ σχετικού βάρους απόδειξης. Η αντίστροφη αυτή του αποδεικτικού βάρους επεκτείνεται αναγκαίως και στο μέγεθος της παρανομίας διότι παραλλήλως των εννοιολογικών διακρίσεων μεταξύ αυτής και του πταίσματος, που δεν αμφισβητούνται και εξακολουθούν να υφίστανται, η προσέγγιση των σχετικών όρων θεμελίωσης της ευθύνης από την οπτική της αμέλειας επιδρά στη συγκρότηση του περιεχομένου της τελευταίας, κατά τρόπο ώστε, μέσω της χρήσης της συγκεκριμένης έννοιας, να αποτυπώνεται και η εκδήλωση μιας μορφής παράνομης συμπεριφοράς. Εξαιτίας της διαλαμβανόμενης στον προαναφερόμενο κανόνα κατανομής του βάρους απόδειξης, στην περίπτωση που η ευθύνη του υπόχρεου αποζημίωσης θεμελιώνεται στη συγκεκριμένη ρύθμιση, ο δικαιούχος επιβάλλεται να αποδεικνύει τη ζημία, την παροχή των υπηρεσιών προς τον ίδιο και τον υφιστάμενο μεταξύ τους αιτιώδη σύνδεσμο, ενώ ο οφειλέτης την εκ μέρους του έλλειψη εκδήλωσης παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς, ενώ μπορεί να επικαλεστεί την εμφάνιση κάποιου λόγου άρσης ή μείωσης της ευθύνης του (ΑΠ 2212/2014, ΑΠ 535/2012, ΑΠ 1227/2007, ΕφΛαμ 8/2001 ΝΟΜΟΣ). Υφίσταται δε αιτιώδης συνάφεια μεταξύ ζημιογόνου πράξης ή παράλειψης και ζημίας όταν κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, το φερόμενο ως ζημιογόνο γεγονός, κατά τη συνήθη και κανονική πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης, ήταν πρόσφορο να επιφέρει και πράγματι επέφερε το επιζήμιο αποτέλεσμα (ΑΠ 394/2002 ΕλλΔικ 2003,419, ΑΠ 274/1999 ΕλλΔικ 1999,1298). Στην έννοια των παρεχόντων υπηρεσίες κατά την προαναφερθείσα διάταξη εμπίπτουν και οι τράπεζες, οι οποίες συνεπώς υπέχουν έναντι του καταναλωτικού κοινού συναλλακτικές υποχρεώσεις πρόνοιας και ασφάλειας, η παραβίαση των οποίων συνιστά, εκτός της αθέτησης της σύμβασης, και αδικοπραξία (ΑΠ 865/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1028/2015, ό.π., ΑΠ 589/2001 ό.π., ΕφΛαρ 120/2017 ό.π., ΕφΑνατΚρητ 70/2017 ό.π., ΕφΑΘ 2556/2010 ΕλλΔικ 201,251, ΕφΠειρ 826/2005, ό.π., ΕφΘεσ 147/2005 ΕπισκΕμττΔ 2005,168, ΕφΑΘ 2214/2001 ΔΕΕ 2001,620, ΕφΑΘ 5025/1990 ΕλλΔικ 1992,193). Ο ανωτέρω Ν. 2251/1994 έχει συμπεριλάβει ειδικές διατάξεις, που επιβάλλουν στον οποιονδήποτε “προμηθευτή”, και στις τράπεζες, την ορθή, αναγκαία και κατάλληλη πληροφόρηση του μέσου “καταναλωτή” – και του ιδιώτη επενδυτή -, ώστε αυτός να λαμβάνει τεκμηριωμένα τη σωστή απόφαση της πράγματι ηθελημένης συναλλαγής. Να μην παραπλανάται δηλαδή αποφασίζοντας να ενεργήσει συναλλαγή, την οποία διαφορετικά δεν θα αποφάσιζε να ενεργήσει. Οι υποχρεώσεις αυτές του “προμηθευτή” προβλέπονται ιδίως στα άρθρα 9γ-9ε του νόμου, που αναφέρονται στην “απαγόρευση αθέμιτων εμπορικών πρακτικών”. Εμμέσως ωστόσο προκύπτουν και από τις διατάξεις των άρθρων 4 και 4α, τα οποία αναφέρονται μεν ευθέως σε “εμπορία υπηρεσιών από απόσταση”, αφορούν, όμως – με τελολογική ερμηνεία τους – αυτονόητα κάθε συναλλαγή με ταυτόχρονη φυσική παρουσία των συναλλασσομένων. Η προβλεπόμενη στο νόμο κύρωση για την περίπτωση παράβασης της εν λόγω υποχρέωσης εκ μέρους του “προμηθευτή” συνίσταται κυρίως σε αποζημίωση του καταναλωτή (άρθρο 9Θ του ανωτέρω νόμου, ΑΠ 974/2018 ΝΟΜΟΣ).
Εξάλλου, με τις πρώτη, τρίτη, τέταρτη και έβδομη αρχές του Κώδικα Δεοντολογίας των Ε.Π.Ε.Υ, που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο της με αριθμό 12263/β.500/11-4-1997 απόφασης του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας (ΦΕΚ Β/340/24-4-1997), που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 7 παρ. 1 Ν. 2396/1996 (τα άρθρα 1-31 του οποίου καταργήθηκαν από 1-11-2007 με το άρθρο 85 Ν. 3606/2007), ορίσθηκαν τα ακόλουθα : Πρώτη αρχή : Οι εταιρίες και τα καλυπτόμενα πρόσωπα θα λαμβάνουν κάθε ενδεικνυόμενο μέτρο και θα ενεργούν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους έτσι ώστε να προστατεύονται τα συμφέροντα των πελατών τους και να διασφαλίζεται η εύρυθμη λειτουργία της αγοράς. Τρίτη αρχή : Οι εταιρίες που κατά το νόμο παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες και τα απασχολούμενα από αυτές φυσικά και νομικά πρόσωπα οφείλουν να ενημερώνονται σχετικά με την οικονομική κατάσταση, τους στόχους και την εμπειρία των πελατών τους στον τομέα των επενδύσεων ούτως ώστε να παρέχουν τις κατάλληλες επενδυτικές συμβουλές. Τέταρτη αρχή : Οι εταιρίες και τα απασχολούμενα από αυτές φυσικά και νομικά πρόσωπα θα γνωστοποιούν στους πελάτες τους όλες τις απαραίτητες και χρήσιμες πληροφορίες στα πλαίσια των διαπραγματεύσεων τους με αυτούς. Έβδομη αρχή : Οι εταιρίες και τα απασχολούμενα από αυτές φυσικά και νομικά πρόσωπα οφείλουν να λειτουργούν μέσα στα πλαίσια της νομοθεσίας που ρυθμίζει την άσκηση των δραστηριοτήτων τους έτσι ώστε να προστατεύονται τα συμφέροντα των πελατών τους και να εξασφαλίζεται η ομαλή λειτουργία της αγοράς. Σύμφωνα με τις διατάξεις του (καταργηθέντος σήμερα) ανωτέρω Κώδικα, ο οποίος τύγχανε εφαρμοστέος κατά τον χρόνο συνομολόγησης των επιδίκων κατωτέρω συμβάσεων, κύρια υποχρέωση της τράπεζας, κατά την παροχή επενδυτικών συμβουλών, είναι (εκτός των όσων προελέχθηκαν), κατ’ αρχήν η παροχή ορθών και πλήρων συμβουλών. Η ενημέρωση του καταναλωτή θα πρέπει να γίνεται με τρόπο εύλογα κατανοητό και με τη μέγιστη δυνατή σαφήνεια, πράγμα που σημαίνει ότι η τράπεζα οφείλει να λαμβάνει υπ’ όψιν της την οικονομική κατάσταση, τους στόχους, τη μόρφωση, τις γνώσεις και την εμπειρία του επενδυτή για το αντικείμενο της επένδυσης (άρθρο 6). Επίσης, οι συμβουλές θα πρέπει να είναι προσαρμοσμένες τόσο στο πρόσωπο του πελάτη όσο και στο αντικείμενο της επένδυσης (άρθρο 6.1). Σύμφωνα με την αρχή της καταλληλότητας, η τράπεζα οφείλει να παρέχει προσαρμοσμένες στο πρόσωπο του πελάτη (κατάλληλες) συμβουλές. Η έκταση του καθήκοντος παροχής συμβουλών συμπροσδιορίζεται και από τα προσωπικά στοιχεία του πελάτη ώστε θα πρέπει στο πλαίσιο της παροχής της συμβουλής να ληφθούν υπόψη το επίπεδο γνώσης, η ηλικία, το επάγγελμα, η οικογενειακή, οικονομική και περιουσιακή κατάσταση, η επενδυτική του εμπειρία, ο επενδυτικός στόχος και η προθυμία διακινδύνευσης (άρθρο 6.2). Ο δεύτερος πόλος στον οποίο οφείλει να προσαρμόζεται η διαδικασία της επενδυτικής συμβουλής είναι το αντικείμενο της επένδυσης. Εδώ εντάσσονται πληροφορίες που αφορούν γενικά την αγορά, πληροφορίες για το αντικείμενο της επένδυσης για την οικονομική κατάσταση και την φερεγγυότητα του εκδότη των προτεινομένων τίτλων. Οι συμβουλές του παρέχοντος επενδυτικές υπηρεσίες θα πρέπει να είναι θεμελιωμένες σε επιμελή έρευνα. Η τράπεζα και κάθε ΕΠΕΥ οφείλει να προμηθεύεται τις πλέον επίκαιρες πληροφορίες για την απόδοση, τη ρευστότητα και την ασφάλεια της προτεινόμενης επένδυσης. Ιδιαίτερα αυξημένο είναι το καθήκον της τράπεζας ή της ΕΠΕΥ για έρευνα ή ενημέρωση στις περιπτώσεις ιδιαίτερα επικίνδυνων ή πολύπλοκων επενδύσεων. Αυτό δεν σημαίνει ότι η τράπεζα πρέπει να αποτρέψει τον επενδυτή από μία επικίνδυνη επένδυση αλλά οφείλει να καταστήσει σε αυτόν συνειδητό τον κίνδυνο στον οποίο εκτίθεται. Στόχος των εν λόγω υποχρεώσεων που βαραίνουν τις τράπεζες ή τις ΕΠΕΥ δεν είναι η επιτυχία της επένδυσης αλλά η εκ μέρους τους καταβολή κάθε δυνατής επιμέλειας για την εκπλήρωση της υποχρέωσης ενημέρωσης, διαφώτισης, έρευνας και παροχής κατάλληλης συμβουλής (Γ. Γεωργιάδης, Οι υποχρεώσεις της τράπεζας για ενημέρωση, διαφώτιση και παροχή συμβουλών στον πελάτη ΧρΙΔ 2008,856 επ.). Με βάση λοιπόν τις διατάξεις του εν λόγω νόμου δημιουργούνται, ενδεικτικά, ζητήματα ευθύνης μιας τράπεζας αν δεν εφιστά εγγράφως – και πάντως σαφώς – την προσοχή του επενδυτή στους κινδύνους συγκεκριμένων επενδυτικών επιλογών του, αν δεν πραγματοποιεί με την κατάλληλη υποστήριξη των εξειδικευμένων συμβούλων την τεχνική ανάλυση της μελλοντικής κίνησης των κινητών αξιών που περιλαμβάνονται στο προτεινόμενο επενδυτικό πρόγραμμα, αν δεν ενημερώνει με απολύτως σαφή τρόπο τον επενδυτή ως προς τις αποδόσεις των προτεινομένων για επένδυση τίτλων (άρθρο 6). Οι άνω διατάξεις αποβλέπουν όχι μόνο στην εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος διά της εξασφάλισης της διατήρησης της εμπιστοσύνης του κοινού στην εύρυθμη και αποτελεσματική λειτουργία της Κεφαλαιαγοράς αλλά παράλληλα αποβλέπουν και στην αποτελεσματική προστασία των επενδυτών, υπέρ των οποίων επιβάλλουν στις ΕΠΕΥ, συγκεκριμένες και σημαντικές υποχρεώσεις για την αποτροπή ζημίας τους. Έτσι, η παράβαση από τις ΕΠΕΥ των άνω προβλεπόμενων στις διατάξεις του Κανονισμού Δεοντολογίας ΕΠΕΥ, συνιστά παρανομία υπό την έννοια της άνω διάταξης του άρθρου 914 ΑΚ. Εφόσον, επομένως η εν λόγω παρανομία, διαπραχθείσα με υπαιτιότητα, επιφέρει αιτιωδώς ζημία στον επενδυτή, παρέχει στον τελευταίο αξίωση αποζημίωσης από το άρθρο 914 ΑΚ (ΑΠ 1350/2018, ΑΠ 244/2016, ΑΠ 1028/2015, ΑΠ 1738/2013, ΕφΑΘ 4948/2018, ΕφΑΘ 622/2018, ΕφΑΘ 4841/2014, ΕφΑΘ 4348/2008, ΕφΛαμ 8/2018, ΕφΒορΑιγ 84/2015 ΝΟΜΟΣ). Άλλωστε, συναφές περιεχόμενο έχει και ο μεταγενέστερα εκδοθείς Ν. 3506/2007, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 3756/2009, με τον οποίο μεταφέρθηκε στο ελληνικό νομικό σύστημα η κοινοτική Οδηγία 2004/39/ΕΚ, γνωστή ως MIFID, η οποία αντικατέστησε την Οδηγία 93/22/ΕΟΚ (ΑΠ 1738/2013, ΕφΑΘ 1144/2019 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 885/2017 ΔΕΕ 2017,1478, ΕφΑΘ 4841/2014 ΝΟΜΟΣ).
Περαιτέρω, θα πρέπει να γίνει δεκτό (χωρίς η παραδοχή αυτή να έρχεται σε αντίθεση με τη διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ και εφόσον αυτή αντανακλάται στο εκάστοτε αποδεικτικό υλικό της δικογραφίας) ότι στις περιπτώσεις παροχής επενδυτικών συμβουλών εκ μέρους των Τραπεζών μεταξύ της διαμεσολαβούσας Τράπεζας και του πελάτη συνήθως υπάρχει σύμβαση με αντικείμενο την παροχή επενδυτικών συμβουλών, η οποία προϋποθέτει την υποχρέωση της Τράπεζας να δίνει συμβουλές στους πελάτες της για χρηματοπιστωτικά προϊόντα. Πρέπει, στις περιπτώσεις αυτές, να γίνεται δεκτό ότι έχει συναφθεί σιωπηρά μία τέτοια σύμβαση, έστω και αν δεν έχει τηρηθεί κάποιος τύπος ή η συναφθείσα σύμβαση χαρακτηρίζεται διαφορετικά, πράγμα που είναι σύνηθες στην πράξη. Στοιχεία που φανερώνουν τη δικαιοπρακτική βούληση των μερών σε τέτοιες περιπτώσεις είναι πρώτον ότι για τον παρέχοντα επενδυτικές υπηρεσίες είναι προφανές ότι η πληροφόρηση έχει μεγάλη σημασία για τον δυνητικό επενδυτή, αφού θα αποτελέσει γι’ αυτόν τη βάση για τη λήψη σοβαρών αποφάσεων για επένδυση των κεφαλαίων του. Δεύτερο στοιχείο που μπορεί να αναφερθεί είναι ότι, καθώς ο μέσος επενδυτής είναι συνήθως άπειρος ενώ οι επιχειρήσεις αυτές διαθέτουν ειδικές γνώσεις για τις χρηματιστηριακές συναλλαγές, ο επενδυτής αποφασίζει με βάση τις συμβουλές των εν λόγω επιχειρήσεων, τις εμπιστεύεται και περιμένει μία υπεύθυνη πληροφόρηση, η παροχή της οποίας ανάγεται στην επαγγελματική ενασχόληση τους. Οι εν λόγω επιχειρήσεις έχουν και ίδιο οικονομικό όφελος για την παροχή των συμβουλών τους, άμεσο ή τουλάχιστον έμμεσο (Ε. Αλεξανδρίδου, Τα επενδυτικά προϊόντα της … και η κάλυψη των ζημιών των επενδυτών ΔΕΕ 2010,136). Από τη συναλλακτική σχέση που δημιουργείται μεταξύ Τράπεζας και πελάτη προκύπτουν τόσο γενικής φύσης υποχρεώσεις όσο και ειδικής, οι οποίες έχουν τη βάση τους σε συγκεκριμένη σχέση. Τούτο συμβαίνει κυρίως για τους εξής λόγους : α) η Τράπεζα είναι επαγγελματίας και γνώστης της αγοράς χρήματος, με ευρύτατη πληροφόρηση στον χρηματοπιστωτικό τομέα, λόγω δε της θέσης της αυτής, μπορεί να προκύψει υποχρέωση της να καταστήσει τον πελάτη της κοινωνό ορισμένων πληροφοριών ή να του παράσχει συμβουλές, β) από τη συμπεριφορά της Τράπεζας εξαρτάται πολλές φορές ακόμη και η οικονομική κατάσταση του πελάτη της, γ) οι σχέσεις τράπεζας και πελάτη έχουν εμπιστευτικό και άρα ιδιαίτερα ευαίσθητο χαρακτήρα δεδομένου ότι η τράπεζα γνωρίζει πολλά προσωπικά και ενδεχομένως απόρρητα στοιχεία του πελάτη της, δ) τα πιστωτικά ιδρύματα δεν είναι απλές εμπορικές επιχειρήσεις αλλά επιτελούν σημαντικότατη λειτουργία στην εθνική οικονομία κάθε χώρας διότι χρηματοδοτούν το εμπόριο και τη βιομηχανία. Η θέση αυτή των τραπεζών τους επιβάλλει την υποχρέωση ομαλής και καλόπιστης συνεργασίας τους με τους πελάτες τους και ε) η τράπεζα έχει κατά κανόνα μεγαλύτερη οικονομική ισχύ από τον πελάτη της. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι η θέση της Τράπεζας είναι κατά πολύ πλεονεκτικότερη από αυτή των πελατών της, πράγμα που δικαιολογεί τη δημιουργία αυξημένης υποχρέωσης προστασίας των συμφερόντων των πελατών της, η οποία εξειδικεύεται με βάση και τις ειδικές συνθήκες κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης. Τούτο δε διότι μεταξύ τράπεζας και πελάτη δημιουργείται μία εξειδικευμένη σχέση εμπιστοσύνης αλλά εν μέρει και εξάρτησης του πελάτη, Καθόσον, όπως προαναφέρθηκε η τράπεζα έχει ειδικές γνώσεις των συνθηκών της αγοράς καθώς και ευρύτατο φάσμα πληροφοριών. Από τη γενική αυτή υποχρέωση απορρέει αφενός η ειδικότερη υποχρέωση της Τράπεζας να μην επιδιώκει μονομερώς την πρόταξη των ατομικών της συμφερόντων καθώς και ότι η υπό ευρεία έννοια παροχή της πρέπει να τελεί σε σχέση αναλογίας με την αιτούμενη από τον πελάτη της αντιπαροχή και αφετέρου η ειδικότερη υποχρέωση ενημέρωσης και παροχής συμβουλών, ανάλογα και με τις συγκεκριμένες συνθήκες και το επίπεδο γνώσεων του πελάτη της. Έτσι, η τράπεζα έχει τέτοιου είδους υποχρέωση όταν είναι πρόδηλο ότι ο συγκεκριμένος πελάτης δεν αντιλαμβάνεται τους κινδύνους από τη σκοπούμενη συναλλαγή ή όταν η τράπεζα γνωρίζει ορισμένα γεγονότα, που αν γνώριζε ο πελάτης της, πιθανότατα δεν θα προέβαινε στη σύναψη της. Αντίστοιχα, ισχύουν σχετικά με την υποχρέωση της τράπεζας για παροχή συμβουλών, σε περίπτωση που το ζητήσει ο πελάτης και το αποδεχθεί η Τράπεζα (ΕφΑΘ 622/2018 ΝΟΜΟΣ, Ν. Ρόκα, Στοιχεία Τραπεζικού Δικαίου 2002, σελ. 352, Ψυχομάνη, Τραπεζικό Δίκαιο – Δίκαιο Τραπεζικών Συμβάσεων Γεν. μέρος, 2008, σελ. 31 επ.).
Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 298, 914 και 930 παρ. 3 ΑΚ προκύπτει ότι η αποζημίωση την οποία οφείλει ο παρά το νόμο ζημιώσας άλλον υπαιτίως, περιλαμβάνει τη διαφορά μεταξύ της περιουσιακής κατάστασης του ζημιωθέντος μετά την επέλευση του ζημιογόνου γεγονότος και εκείνης στην οποία θα τελούσε ο ζημιωθείς αν δεν συνέβαινε αυτό το γεγονός. Όταν από το ζημιογόνο γεγονός προκύπτει και ωφέλεια, η οποία τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο προς αυτό, με την έννοια ότι το γεγονός (αυτό) ήταν πρόσφορο να παραγάγει το όφελος, κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων (298 ΑΚ), πραγματική ζημία είναι ό,τι υπολείπεται μετά την αφαίρεση της ωφέλειας. Σε περίπτωση επομένως ωφέλειας από το ζημιογόνο γεγονός επιβάλλεται (εφόσον υποβληθεί σχετική ένσταση) για τον προσδιορισμό της ζημίας, ο συνυπολογισμός του οφέλους που προέκυψε, εκτός αν τέτοιος συνυπολογισμός αντίκειται, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, στην καλή πίστη. Ειδικότερα, όταν ο υπόχρεος να αποζημιώσει τον ζημιωθέντα είναι και ο ίδιος υπόχρεος να χορηγήσει στον ζημιωθέντα και την ωφέλεια, είναι δυνατόν από τις γενικές διατάξεις του δικαίου να μην δικαιολογείται στη συγκεκριμένη περίπτωση ο συνυπολογισμός της ωφέλειας στη ζημία, είναι δε επίσης δυνατόν η καλή πίστη να μην ανέχεται το κέρδος από το ζημιογόνο γεγονός να αποβεί σε ωφέλεια του ζημιώσαντος (ΑΠ 1350/2018, ΑΠ 244/2016, ΕφΑΘ 1144/2019, ΕφΛαμ 8/2018 ΝΟΜΟΣ).
Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα απόδειξης . που περιλαμβάνεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημοσίας συνεδρίασης, από τις υπ’ αριθ. ./24-3-2016 και ./24-3-2016 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων . αντίστοιχα που δόθηκαν με επιμέλεια των εναγόντων ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών ., μετά από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση των εναγομένων (βλ. τις υπ’ αριθ. . Γ/18-3-2016 και .Γ/18-3-2016 εκθέσεις επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών . αντίστοιχα), από την υπ’ αριθ. ./23-4-2018 ένορκη βεβαίωση της μάρτυρος . που δόθηκε με επιμέλεια των εναγόντων ενώπιον της Συμβολαιογράφου Κρωπίας . μετά από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση των εναγομένων και την υπ’ αριθ. ./23-4-2018 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα . που δόθηκε με επιμέλεια των εναγόντων ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών . μετά από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση των εναγομένων (βλ. τις υπ’ αριθ. .Γ/17-4-2018 και .Γ/17-4-2018 εκθέσεις επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών . αντίστοιχα), από τις υπ’ αριθ. ./28-9-2021 και ./29-9-2021 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων Ε. και . αντίστοιχα που δόθηκαν με επιμέλεια των εφεσίβλητων ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών . μετά από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση των εκκαλούντων (βλ. την υπ’ αριθ. .Γ/23-9-2021 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών . προς την πληρεξούσια δικηγόρο των εκκαλούντων – εναγόντων .) και από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, των οποίων δεν απαιτείται ειδική μνεία για το καθένα στην απόφαση αλλά είναι ισοδύναμα και συνεκτιμώνται όλα για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς και τα οποία λαμβάνονται υπ’ όψιν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για να χρησιμεύσουν ως δικαστικά τεκμήρια, σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπ’ όψιν αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά :
Η πρώτη ενάγουσα, που ήταν ιδιωτική υπάλληλος και είναι ήδη συνταξιούχος του ΙΚΑ, μητέρα των δύο άλλων εναγόντων, διατηρούσε με το σύζυγο της για πολλά έτη συνεργασία με το υποκατάστημα της πρώτης εναγομένης τράπεζας στο νησί της Άνδρου, τόπου καταγωγής τους, διατηρώντας καταθέσεις σε λογαριασμό με τη μορφή των προθεσμιακών καταθέσεων. Η δεύτερη ενάγουσα, ηλικίας 33 ετών σήμερα, είναι τελειόφοιτη του Πανεπιστημίου Αιγαίου στο τμήμα Μηχανικών Σχεδίασης Προϊόντων και Συστημάτων και ο τρίτος ενάγων, ηλικίας 35 ετών σήμερα, είναι πτυχιούχος του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου στο Τμήμα Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Μηχανικών Ηλεκτρονικών Υπολογιστών, εργάζεται δε στο εξωτερικό. Η πρώτη εναγομένη είναι ανώνυμη τραπεζική εταιρία εγκατεστημένη στην Ελλάδα, όπου διατηρεί υποκαταστήματα και η δεύτερη εναγομένη είναι εταιρία παροχής επενδυτικών υπηρεσιών (Ε.Π.Ε.Υ.), με αντικείμενο την αγορά και προώθηση ομολόγων και λοιπών χρηματοπιστωτικών μέσων. Το έτος 2006, η πρώτη ενάγουσα με το σύζυγο της (μη διάδικο -εξετασθέντα μάρτυρα στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου) δέχθηκαν πρόταση από τον Διευθυντή του υποκαταστήματος της πρώτης εναγομένης στην Άνδρο, να συζητήσουν με εξειδικευμένο υπάλληλο της πρώτης εναγομένης για την καλύτερη αξιοποίηση του κεφαλαίου τους, Ειδικότερα, τους συστάθηκε να κάνουν συνάντηση με εξειδικευμένο στέλεχος της πρώτης εναγομένης τράπεζας από το “private banking”, με την κα ., συνάντηση που δέχθηκαν να πραγματοποιήσουν τον Αύγουστο 2006, στο υποκατάστημα της τράπεζας στην Άνδρο, όπου μετέβη το ως άνω στέλεχος και τους ενημέρωσε σχετικά με τραπεζικά και επενδυτικά προϊόντα. Στη συνάντηση των ανωτέρω στην Άνδρο, έγινε σαφής η διάθεση της πρώτης ενάγουσας ότι δεν επιθυμεί ριψοκίνδυνες τοποθετήσεις του κεφαλαίου της και η κα . διαβεβαίωσε αυτήν και το σύζυγο της ότι τα χρήματα τους θα τοποθετηθούν σε επενδύσεις εξασφαλισμένου κεφαλαίου και σε προϊόντα της εναγομένης τράπεζας. Μετά από τις διαβεβαιώσεις αυτές, οι ενάγοντες προέβησαν στην υπογραφή της υπ’ αριθ. ./21-9-2006 βασικής σύμβασης επενδυτικών υπηρεσιών και της υπ’ αριθ. ./21-9-2006 πρόσθετης πράξης συμβάσεως επενδυτικών υπηρεσιών – συμβουλευτικές υπηρεσίες (για την δεύτερη ενάγουσα που τότε ήταν ανήλικη υπέγραψε και ο πατέρας της .). Συγχρόνως, υπεγράφη μεταξύ των διαδίκων και το Παράρτημα Β – επενδυτικό ερωτηματολόγιο – προφίλ – επενδυτικό ερωτηματολόγιο. Βάσει των απαντήσεων που δόθηκαν από τους ενάγοντες, ο επενδυτικός τους στόχος ήταν κυρίως η επίτευξη σταθερού εισοδήματος και μικρής κεφαλαιακής υπεραξίας σε βάθος χρόνου, δήλωσαν ότι προτιμούν χαμηλά επίπεδα κινδύνου με στόχο την ελάχιστη διακύμανση της αξίας της επένδυσης, σε σχέση δε με την επενδυτική τους εμπειρία δήλωσαν ότι στο παρελθόν είχαν επενδύσει σε καταθέσεις ή/και Α/Κ Διαθεσίμων, τον χρονικό ορίζοντα της επένδυσης τον προσδιόρισαν από 3 έως 5 έτη, ομοίως και το χρονικό όριο ρευστοποίησης των επενδύσεων τους (πάνω από 30 %). Το επενδυτικό προφίλ των εναγόντων κατατάχθηκε μεταξύ των τριών κατηγοριών που υπήρχαν (συντηρητικό, μικτό, δυναμικό), στο συντηρητικό, δηλαδή σε αυτό που ο επενδυτής στοχεύει στην προστασία του αρχικού κεφαλαίου και παράλληλα σε περιορισμένη κεφαλαιακή υπεραξία, μακροπρόθεσμα, αποδεχόμενος μικρές διακυμάνσεις σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα και το κεφάλαιο απαρτίζεται κυρίως από βραχυπρόθεσμες τοποθετήσεις, ομόλογα (κυμαινόμενου, σταθερού και μεταβλητού επιτοκίου), ομόλογα εγγυημένου κεφαλαίου, εναλλακτικές επενδύσεις και μικρό ποσοστό από μετοχικές αξίες.
Η έως τότε επαφή της δεύτερης και του τρίτου των εναγόντων με τραπεζικά ή επενδυτικά θέματα ήταν μηδενική, άλλωστε το έτος 2006 η δεύτερη εξ αυτών ήταν ανήλικη και ο τρίτος εξ αυτών μόλις 19 ετών. Η σχέση της πρώτης ενάγουσας με τραπεζικά και επενδυτικά θέματα ήταν αυτή του συντηρητικού αποταμιευτή και άπειρου επενδυτή. Συγκεκριμένα, η πρώτη ενάγουσα είχε προβεί σε αγορά τραπεζικών προϊόντων, που με βάση την αναλυτική κατάσταση κινήσεων αξιόγραφων, ανήκαν στην κατηγορία σταθερού εισοδήματος. Η πρώτη ενάγουσα διέθετε τίτλους ομολόγου της ALPHA CREDIT GROUP 20-4-2006 και λήξεως 20-4-2011, αξίας 500.000 ευρώ, εκδόσεως της εναγομένης τράπεζας, το συγκεκριμένο δε προϊόν είχε αποκτηθεί μέσω στο υποκατάστημα Άνδρου μετά από συμβουλή του Διευθυντή. Όταν πουλήθηκε το προϊόν αυτό την 12-10-2006, πλέον ποσού 931,94 ευρώ από τόκους και μαζί και με ήδη κατατεθειμένο ποσό 60.000 ευρώ, αγοράστηκαν τίτλοι και πάλι της εναγομένης τράπεζας, ήτοι α) της ALPHA CREDIT GROUP 8-3-2002 και λήξεως 8-3-2012 ποσού 301.380 ευρώ, β) της ALPHA CREDIT GROUP 19-2-2003 και λήξεως 19-2-2013 ποσού 202.100 ευρώ και γ) της ALPHA CREDIT GROUP 9-10-2006 και λήξεως 8-10-2011 ποσού 202.100 ευρώ. Εν συνεχεία, πουλήθηκε την 8-3-2007 το πρώτο ως άνω προϊόν ALPHA CREDIT GROUP 8-3-2002 και λήξεως 8-3-2012 ποσού 301.380 ευρώ, πιστώνοντας τον λογαριασμό με ποσό 300.000 ευρώ και αγοράστηκε το επίδικο ομόλογο της τράπεζας “CYPRUS POPULAR BANK”. Επιπλέον, η πρώτη ενάγουσα διέθετε και μετατρέψιμο ομόλογο της ΕΔΡΑΣΗ . ποσού 30.000 ευρώ, στην εταιρία δηλαδή που εργαζόταν ως υπάλληλος ως ένδειξη εμπιστοσύνης, το προϊόν δε αυτό έληξε την 29-6-2008 και πιστώθηκε το ποσό στον επενδυτικό της λογαριασμό. Επίσης, η πρώτη ενάγουσα διέθετε μετοχές μικρού αριθμού σε πολύ γνωστές μεγάλες εταιρίας, όπως 100 της αεροπορικής εταιρίας Aegean, 300 της TITAN, 300 της εναγομένης τράπεζας και 40 της εταιρίας καλλυντικών ΚΟΡΡΕΣ και 19 της τράπεζας EUROBANK ERGASIAS για συμμετοχή στην αύξηση μετοχικού κεφαλαίου οπότε και έλαβε επιπλέον 24 μετοχές. Αποδεικνύεται ότι όλα τα προϊόντα που είχαν αποκτήσει οι ενάγοντες, μέχρι την απόκτηση του ομολόγου της τράπεζας “CYPRUS POPULAR BANK”, ήταν τίτλοι με εκδότρια την εναγομένη τράπεζα με την οποία είχαν συνεργασία ετών, διέθεταν δε κάποιες μετοχές γνωστών εταιριών και τίτλους από την εργοδότρια εταιρία της πρώτης ενάγουσας. Οι ενάγοντες δεν διέθεταν σύνθετα και μη εξασφαλισμένα προϊόντα. Κατά την ως άνω βασική σύμβαση και με τον όρο 2.1 αυτής συμφωνήθηκε ότι αντικείμενο της βασικής σύμβασης είναι η παροχή επενδυτικών υπηρεσιών, με τον όρο 3.2 οριζόταν ότι εντολή είναι η κάθε είδους εντολή ή παραγγελία του επενδυτή προς τις εταιρίες για την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών και τη διεκπεραίωση παρεπόμενων πράξεων, ενώ με τον όρο 5.1 συμφωνήθηκε ότι οι εντολές μπορούν να δοθούν στις εταιρίες είτε εγγράφως, με φαξ ή με μήνυμα μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, είτε προφορικά, περιλαμβανομένης και της τηλεφωνικής εντολής και με τον όρο 5.2 ότι οι κάθε είδους παραγγελίες του επενδυτή προς τις εταιρίες πρέπει να είναι σαφείς και να περιγράφουν με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια το αντικείμενο τους. Επιπλέον, οι ενάγοντες χορήγησαν έγγραφη εντολή -εξουσιοδότηση προς το private banking για απευθείας χρέωση του υπ’ αριθ. . λογαριασμού που τηρούσαν στην πρώτη εναγομένη, με την αξία των συναλλαγών που θα καταρτίζονταν για λογαριασμό τους. Με τον όρο 6.1 της βασικής σύμβασης συμφωνήθηκε ότι λόγω των μη προβλέψιμων στην επενδυτική αγορά διακυμάνσεων, οι εταιρίες δεν εγγυώνται οποιοδήποτε αποτέλεσμα των επενδύσεων ούτε ευθύνονται για οποιαδήποτε ζημία του επενδυτή και με τον όρο 6.2 συμφωνήθηκε ότι οι εταιρίες δεν αναλαμβάνουν οποιαδήποτε ευθύνη για πιθανή ζημία του τυχόν υποστεί ο επενδυτής από συναλλαγή που καταρτίστηκε ως αποτέλεσμα εκτελέσεως εντολής του και ο επενδυτής δηλώνει ότι κάθε εντολή που δίνεται προς τις εταιρίες είναι απόρροια της ελεύθερης επιλογής του χωρίς να εξαρτάται από επενδυτικές συστάσεις ή συμβουλές των εταιριών. Ομοίως, επαναλαμβάνονται τα ανωτέρω με τον όρο 6.3 της πρόσθετης πράξης της σύμβασης, ότι δηλαδή η παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών δεν συνεπάγεται ευθύνη των εταιριών ως προς τις επενδυτικές επιλογές και αποφάσεις του επενδυτή και ότι οι εντολές που θα εκτελούν οι εταιρίες για λογαριασμό του επενδυτή είναι προϊόν αποκλειστικά ελεύθερης επιλογής του. Με τον όρο 6.6 της πρόσθετης πράξης συμφωνήθηκε ότι προκειμένου οι εταιρίες να διαπιστώσουν τις επενδυτικές ανάγκες και τα ειδικότερα χαρακτηριστικά του επενδυτή, ο τελευταίος συμπληρώνει το επενδυτικό ερωτηματολόγιο. Επίσης, οι διάδικοι όρισαν με τον όρο 7.1 ότι η αξία του χαρτοφυλακίου του επενδυτή κατά την ημέρα υπογραφής της πρόσθετης πράξης ανέρχεται σε 1.000.000 ευρώ, με καθορισμό εν συνεχεία στον όρο 7.2 της πρόσθετης πράξης του ποσοστού αμοιβής για την παροχή υπηρεσιών ανάλογα με την κατηγορία επενδύσεων. Επομένως, το είδος της σύμβασης που οι διάδικοι συμφώνησαν ήταν της σύμβασης περιορισμένης εντολής, δηλαδή οι εναγόμενες εταιρίες θα παρείχαν στους ενάγοντες ειδικές συμβουλές διαχείρισης των κεφαλαίων τους, συμβουλεύοντας τους κατά τη διάρκεια της επένδυσης για τους επωφελέστερους γι’ αυτούς τρόπους διαχείρισης, ώστε οι ενάγοντες να αποφασίζουν και να επιλέγουν σε ποιες ενέργειες θα προβούν και να χορηγούν ακολούθως την εντολή τους με τους προβλεπόμενους στη σύμβαση τρόπους, είτε εγγράφως, με φαξ ή με μήνυμα μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, είτε προφορικά, περιλαμβανομένης και της τηλεφωνικής εντολής.
Μετά λοιπόν την υπογραφή της ως άνω βασικής σύμβασης, της πρόσθετης πράξης, των παραρτημάτων και του ερωτηματολογίου, αλλά και τις διαβεβαιώσεις που είχαν δοθεί περί τοποθέτησης σε επενδύσεις εξασφαλισμένου κεφαλαίου από το εξειδικευμένο στέλεχος των εναγομένων στο τμήμα της ιδιωτικής τραπεζικής (private banking), όπως παρουσιάστηκε από τις εναγόμενες η κα . στους ενάγοντες, οι εναγόμενες διά του ως άνω στελέχους τους, προχώρησαν στην επένδυση κεφαλαίων των εναγόντων σε ομόλογο της τράπεζας “CYPRUS POPULAR BANK”. Συγκεκριμένα, προέβησαν την 9-3-2007 στην αγορά του ομολόγου με κωδικό ., με εκδότρια την Λαϊκή Τράπεζα Κύπρου (Cyprus Popular Bank), στο όνομα των εναγόντων, με ημερομηνία έκδοσης του ομολόγου την 26-5-2006 και ημερομηνία λήξης την 26-5-2016, ονομαστικής αξίας 300.000 ευρώ και αξίας διακανονισμού 302.521,03 ευρώ, με κυμαινόμενο επιτόκιο. Ωστόσο, δεν προκύπτει ότι οι ενάγοντες είχαν δώσει εντολή απόκτησης του εν λόγω ομολόγου. Συγκεκριμένα, δεν αποδεικνύεται ότι χορηγήθηκε εντολή των επενδυτών – εναγόντων προς τις εναγόμενες για την απόκτηση του εν λόγω ομολόγου είτε εγγράφως, με φαξ ή με μήνυμα μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ή προφορικά ή με τηλεφωνική εντολή και δεν τηρήθηκε επομένως ο όρος 5.1 της βασικής σύμβασης, όπως προεκτέθηκε. Στην ανάλυση επενδυτικού λογαριασμού για την περίοδο 28/2/2007-31/3/2007 στον κωδικό χαρτοφυλακίου . απεικονίζεται στην αναλυτική κατάσταση κινήσεων αξιόγραφων ότι την 8-3-2007 πωλήθηκε το επενδυτικό προϊόν ALPHA CREDIT 8/3/2002-8/3/2012 με αξία συναλλαγής 303.073,27 ευρώ και ότι την 9-3-2007 αγοράστηκε το επενδυτικό προϊόν CYPRUS POPULAR BANK 26/5/2006-26/5/2016 με αξία συναλλαγής 302.521,03 ευρώ. Μάλιστα, το εν λόγω επενδυτικό προϊόν που αγοράστηκε καταχωρήθηκε στην ως άνω κατάσταση στην κατηγορία επένδυσης με σταθερό εισόδημα.
Ωστόσο, το συγκεκριμένο ομόλογο της CYPRUS POPULAR BANK, όπως προκύπτει και από το έγγραφο τελικών όρων έκδοσης του (24-5-2006), ήταν μειωμένης εξασφάλισης, ήτοι έρχεται τελευταίο σε προτεραιότητα ικανοποίησης σε περίπτωση ρευστοποίησης της εταιρίας, παρά τα περί του αντιθέτου ισχυριζόμενα από τις εναγόμενες. Λόγω της μειωμένης εξασφάλισης, κατά το χρόνο έκδοσης του αξιολογούνταν από τον οίκο αξιολόγησης Moody’s με Baal, όπως ορθώς δέχθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση, δηλαδή το επίδικο ομόλογο ήταν μεσαίας ποιότητας και ενείχε πολύ σημαντικό πιστωτικό κίνδυνο.
Το εν λόγω ομόλογο αγοράστηκε από τους ενάγοντες χωρίς την εντολή τους και εν αγνοία τους, από την προστηθείσα υπάλληλο των εναγομένων, και ήταν μία ομολογία σε ευρώ, μειωμένης εξασφάλισης (subordinated note), δηλαδή έρχεται τελευταία σε προτεραιότητα ικανοποίησης σε περίπτωση ρευστοποίησης της εκδότριας του ομολόγου εταιρίας, κατ’ ουσίαν δηλαδή στερείται εγγυήσεως (βλ. Περράκη, Πτωχευτικό Δίκαιο 2012, σελ. 215). Το συνολικό ποσό της έκδοσης ανήλθε σε 1.000.000.000 ευρώ και διατέθηκε στους επενδυτές μέσω της Deutsche Bank ως αναδόχου και άλλων υποαναδόχων εταιριών, μεταξύ των οποίων και η πρώτη εναγόμενη τράπεζα. Το επίδικο ομόλογο θεωρείται σύνθετο επενδυτικό προϊόν, τούτο δε αποδεικνύεται και από έγγραφο του οικονομικού πρακτορείου Bloomberg που αναφέρει τα χαρακτηριστικά αυτού και όπου ρητώς αναγράφεται ο όρος structured δηλαδή δομημένο (ΜονΕφΑΘ 4984/2018 ΝΟΜΟΣ). Για τον ομολογιακό αυτόν τίτλο δεν είχε εγκριθεί ενημερωτικό δελτίο από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ούτε είχε διαβιβαστεί σε αυτήν κοινοτικό διαβατήριο από την αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους. Σκοπός της έκδοσης του ομολογιακού αυτού δανείου ήταν αποκλειστικά και μόνον η άντληση κεφαλαίων από τις διεθνείς κεφαλαιαγορές και η διοχέτευση τους στην εκδότρια εταιρία για την ενίσχυση του δείκτη κεφαλαιακής τους επάρκειας. Επιπλέον, δεν αποδείχθηκε ότι το ζημιογόνο ομόλογο κατατάσσονταν κατά το χρόνο αγοράς του στη χαμηλή κατηγορία επιπέδου κινδύνου με όρια πιθανοτήτων ασυνέπειας από 0,13 έως 0,5 %, όπως αναφέρεται στον προσκομιζόμενο με επίκληση από τις εναγόμενες πίνακα του “Οδηγού για επενδυτές” του Χρηματιστηρίου Αθηνών, αφού ο οδηγός αυτός αφορά αξιολόγηση με βάση τον πίνακα της ελληνικής εταιρίας αξιολόγησης ICAP εταιρικών ομολόγων εισηγμένων στο Χρηματιστήριο Αθηνών και όχι ομόλογων εκδόσεως αλλοδαπών εταιριών – τραπεζών εισηγμένων σε Χρηματιστήριο του εξωτερικού, όπως το επίδικο ομόλογο, που ήταν εισηγμένο στο Χρηματιστήριο του Λουξεμβούργου. Επίσης, δεν αποδείχθηκε ότι η εταιρία αξιολόγησης ICAP είχε αξιολογήσει το επίδικο ομόλογο αντίθετα με τον οίκο Moody’s που όπως προεκτέθηκε το είχε κατατάξει στην κατηγορία Baal Από τα παραπάνω συνάγεται ότι το ομόλογο αυτό της CYPRUS POPULAR BANK ήταν ένα νέο χρηματοοικονομικό προϊόν, τίτλος της δευτερογενούς αγοράς, μειωμένης εξασφάλισης, πολύ σημαντικού πιστωτικού κινδύνου, που ενέπιπτε στην έννοια του σύνθετου τραπεζικού προϊόντος, ενείχε δε πολύ σημαντικό πιστωτικό κίνδυνο και δεν εντάσσονταν στην κατηγορία χαμηλού επιπέδου επενδυτικού κινδύνου, όπως αβάσιμα υποστηρίζουν οι εναγόμενες. Ο τίτλος αυτός δεν απευθυνόταν στους επενδυτές με το προφίλ των εναγόντων, οι οποίοι είχαν το προφίλ του συντηρητικού επενδυτή, αλλά ούτε και στους στόχους των εναγόντων, καθώς τα χρήματα αυτά που η πρώτη ενάγουσα είχε αποταμιεύσει από την εργασία της και τις οικογενειακές τους προσπάθειες, προορίζονταν για τη μελλοντική εξασφάλιση των δύο άλλων εναγόντων – τέκνων της που ήδη ξεκινούσαν τις σπουδές τους.
Οι ενάγοντες, που για την απόκτηση του εν λόγω ομολόγου δεν είχαν δώσει εντολή, έγγραφη ή προφορική, όταν αντιλήφθηκαν την ύπαρξη του στην ανάλυση του επενδυτικού τους λογαριασμού, ήρθαν σε επικοινωνία με την κα . διαμαρτυρόμενοι για την αλλαγή αυτή στο χαρτοφυλάκιο τους, όπως κατέθεσε ο μάρτυρας των εναγόντων, ο οποίος μαζί με τη σύζυγο του – πρώτη ενάγουσα, ανέλαβαν να έρθουν σε επαφές με τις εναγόμενες. Η εν λόγω υπάλληλος του private banking καθησύχαζε τους ενάγοντες, παρά τις αντιρρήσεις τους για το νέο προϊόν που είχαν αποκτήσει και εν συνεχεία προέτρεψε τους ενάγοντες να προχωρήσουν στην υπογραφή νέας σύμβασης. Συγκεκριμένα, οι διάδικοι προέβησαν στη σύναψη της υπ’ αριθ. .6-9-2007 πρόσθετης πράξης συμβάσεως επενδυτικών υπηρεσιών – λήψη και διαβίβαση εντολών. Μεταξύ άλλων, στην εν λόγω πρόσθετη πράξη οι ενάγοντες ενέκριναν όλες τις πράξεις που έγιναν και αναγνώρισαν ως έγκυρες και ισχυρές και δεσμευτικές τις ενέργειες που έγιναν και επρόκειτο να γίνουν, ενώ στο παράρτημα Γ της εν λόγω πρόσθετης πράξης και συγκεκριμένα από επενδυτικό ερωτηματολόγιο που συνετάγη, και πάλι οι ενάγοντες ως προς τους επενδυτικούς τους στόχους ανήκαν στην κατηγορία της συντηρητικής κατανομής επενδύσεων.
Σε κάθε περίπτωση οι ενάγοντες δεν είχαν ενημερωθεί ότι το κεφάλαιο τους θα κινδύνευε σε περίπτωση πτώχευσης της εταιρίας που εξέδωσε το ομόλογο αυτό. Οι ενάγοντες δεν είχαν δώσει εντολή για την αγορά του ομολόγου αλλά και εκ των υστέρων όταν απευθύνθηκαν στο στέλεχος των εναγομένων, τους διαβεβαίωνε ότι η επένδυση αυτή δεν ενέχει κίνδυνο, ότι το ομόλογο είναι απολύτως εξασφαλισμένο, διαφορετικά δεν θα το είχε η πρώτη εναγομένη στο χαρτοφυλάκιο της και δεν θα το διέθετε σε πελάτες της και ότι η αγορά αυτή έγινε προς το συμφέρον τους. Με αυτές τις διαβεβαιώσεις που έλαβαν όταν οι ενάγοντες απευθύνθηκαν στις εναγόμενες για την αγορά του εν λόγω ομολόγου, οι ενάγοντες προχώρησαν μετά από προτροπές του στελέχους των εναγομένων, και στην υπογραφή της ως άνω από 6-9-2007 πρόσθετης πράξης. Το ίδιο ως άνω στέλεχος απέτρεψε τους ενάγοντες από την ρευστοποίηση του εν λόγω προϊόντος το καλοκαίρι του 2007 με την αιτιολογία ότι είναι μονόδρομος η διατήρηση αυτού καθώς από τη ρευστοποίηση θα έβγαιναν ζημιωμένοι, και ότι δεν ενδείκνυται τέτοια ενέργεια. Τα ανωτέρω δεν αντικρούονται από τα όσα ενόρκως βεβαιώνει ο ., υποδιευθυντής της Διεύθυνσης private banking της πρώτης εναγομένης, ο οποίος αναφέρει για την εν γένει διαδικασία που προβλέπεται για τη λειτουργία του τομέα αυτού και την αγορά επενδυτικών προϊόντων, χωρίς ωστόσο να είναι παρών στη συνάντηση των εναγόντων με την κα ., ούτε στις τηλεφωνικές επικοινωνίες που είχε μαζί τους.
Άλλωστε, όπως αποδεικνύεται, η πρώτη εναγομένη στράφηκε εναντίον της κας . με αίτηση ασφαλιστικών μέτρων αλλά και με την υποβολή μήνυσης, κατηγορώντας την για παράνομες πράξεις που τέλεσε στο πλαίσιο των καθηκόντων της, από τις οποίες προκλήθηκε υλική ζημία στην τράπεζα. Χαρακτηριστικά αναφέρεται στην από 27-12-2011 και με αριθμό καταθέσεως ./193/4-1-2012 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ότι η . “….χωρίς να έχει την συναίνεση των πελατών, επένδυσε τα κεφάλαια τους σε εταιρικά ομόλογα κυμαινόμενου επιτοκίου (FRN) χωρίς να τους ενημερώσει, ως όφειλε, για τη φύση και τους κινδύνους της επενδύσεως, πείθοντας τους, όπως η ίδια εγγράφως ομολόγησε, ότι ήταν προϊόντα εγγυημένου κεφαλαίου και σταθερής αποδόσεως. Στη συνέχεια, προέβη σε πωλήσεις των ως άνω ομολόγων χωρίς την έγγραφη συναίνεση των πελατών, δημιουργώντας έτσι απώλειες των συναλλαγών (deal slip) προθεσμιακών καταθέσεων με πλασματικά επιτόκια, σε ορισμένα των οποίων έθεσε την υπογραφή της και τη σφραγίδα της εταιρίας”. Η σύμβαση εργασίας της ως άνω υπαλλήλου καταγγέλθηκε από την πρώτη εναγομένη την 19-6-2009 για σπουδαίο λόγο. Επιπλέον, προέκυψε ότι η . απέκτησε το πιστοποιητικό επαγγελματικής επάρκειας τύπου Β την 25-6-2008, σύμφωνα με το υπ’ αριθ. πρωτ. ./28-5-2017 έγγραφο της ΤτΕ (Τμήμα Πιστοποιήσεων Στελεχών), οπότε από την πρώτη συνάντηση αυτής με τους ενάγοντες στην Άνδρο αλλά και κατά την αγορά του επίδικου ομολόγου, η ίδια δεν διέθετε την απαραίτητη πιστοποίηση, απέκτησε δε την ικανότητα επενδυτικών συμβουλών σε μεταγενέστερο διάστημα. Το ότι οι ενάγοντες δεν περιλαμβάνονται στις περιπτώσεις πελατών και επενδυτών που η πρώτη εναγομένη αναφέρει στην αίτηση ασφαλιστικών μέτρων και στη μήνυση της σε βάρος της .η, δεν αναιρεί το αποδειχθέν γεγονός ότι οι ενάγοντες δεν είχαν δώσει εντολή για την αγορά του επίδικου ομολόγου, επιπλέον δε δεν γνώριζαν όλες τις ως άνω ενέργειες της υπαλλήλου, που και η ίδια η τράπεζα διερεύνησε και κινήθηκε με αίτηση ασφαλιστικών μέτρων το έτος 2012.
Τα ανωτέρω αποδειχθέντα δεν αναιρούνται ούτε από τα αναφερόμενα στην ένορκη βεβαίωση της ., η οποία και αυτή δεν γνωρίζει τις πρώτες επαφές και συνομιλίες των εναγόντων με την .. Με την ανωτέρω υπάλληλο του private banking της πρώτης εναγομένης οι ενάγοντες είχαν επικοινωνία όταν διέκοψαν την επικοινωνία με την . Παρά τις πολλές τηλεφωνικές επικοινωνίες που οι ενάγοντες είχαν με τα στελέχη των εναγομένων και παρά το έγγραφο αίτημα τους να δοθούν από τις εναγόμενες οι τηλεφωνικές συνομιλίες, οι εναγόμενες παρέδωσαν μόνο μία εξ αυτών. Στη συνομιλία αυτή της 28-5-2009 η πρώτη ενάγουσα λαμβάνει ενημέρωση από την ., και όταν η συνομιλία φτάνει στο επίδικο επενδυτικό προϊόν το οποίο είχε πτωτική πορεία, η εκτίμηση της εν λόγω υπαλλήλου είναι ότι τα προϊόντα αυτά τα ανακαλούν και λήγουν στα 5 έτη και έτσι μάλλον το ομόλογο αυτό θα λήξει 26-5-2011 και θα λάβουν οι ενάγοντες ολόκληρο το κεφάλαιο ενώ εν συνεχεία, αφού εξηγεί ότι και άλλοι πελάτες έχουν χάσει αρκετό από το κεφάλαιο και το κρατάνε, καταλήγει ότι δεν μπορούν να κάνουν κάτι άλλο γιατί δεν συμφέρει και να παραμείνει το χαρτοφυλάκιο των εναγόντων ως έχει. Συνεπώς, αβάσιμος είναι ο ισχυρισμός των εναγομένων ότι οι ενάγοντες αποφάσισαν ακόμα και στο χρονικό εκείνο σημείο να μην ρευστοποιήσουν το επίδικο ομόλογο, καθώς οι αναφορές και οδηγίες του στελέχους τους προς την πρώτη ενάγουσα ήταν να διατηρηθεί το εν λόγω προϊόν, ενώ δεν υπάρχει καμία συμβουλή εκ μέρους των εναγομένων περί πώλησης του επίδικου τίτλου. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι οι ενάγοντες είχαν μεν ενημέρωση και γνώση πλέον ότι το επίδικο προϊόν είχε αρνητική διακύμανση, πλην όμως οι υπάλληλοι των εναγομένων δεν προέτρεπαν και δεν συμβούλευαν τους ενάγοντες να προχωρήσουν σε ρευστοποίηση αλλά να αναμείνουν την ανάκληση του προϊόντος ή τη λήξη του. Δεν αποδείχθηκε ότι οι ενάγοντες έλαβαν πρόταση, συστάσεις και συμβουλές από τις εναγόμενες να ρευστοποιήσουν το προϊόν και να μειώσουν τις επιζήμιες γι’ αυτούς οικονομικές συνέπειες, ούτε αποδείχθηκε ότι οι ενάγοντες επέμεναν στη διατήρηση του επίδικου προϊόντος και συνετέλεσαν με δικό τους σφάλμα στην επέλευση της ζημίας τους και επομένως η ένσταση των εναγομένων περί συνυπαιτιότητας των εναγόντων και αποκλειστικής υπαιτιότητας αυτών είναι αβάσιμη κατ’ ουσίαν.
Ακολούθησε η υπογραφή μεταξύ των διαδίκων των υπ’ αριθ. …c/13-10-2010 συμβάσεων παροχής επενδυτικών υπηρεσιών για την προσαρμογή των προηγούμενων συμβάσεων των εναγόντων στο πλαίσιο των ρυθμίσεων του Ν. 3606/2007 (MIFID – Markets in Financial Instruments Directive). Εν συνεχεία, οι ενάγοντες απευθύνθηκαν με αίτημα τους στις εναγόμενες ζητώντας τη μεταφορά του χαρτοφυλακίου τους, κάτι που υλοποιήθηκε την 22-6-2010, οπότε και το χαρτοφυλάκιο τους παραδόθηκε στην HSBC Bank. Η πρώτη ενάγουσα υπέβαλλε προς τις εναγόμενες το από 6-12-2013 αίτημα ενημέρωσης και παράδοσης εγγράφων, το οποίο επανέλαβε και την 19-12-2013, και η πρώτη εναγομένη παρείχε στην πρώτη ενάγουσα αντίγραφα των μεταξύ τους συμβάσεων και την αποτίμηση του χαρτοφυλακίου την 28-6-2010, χωρίς όμως να παρέχει ονόματα και πιστοποιήσεις στελεχών της τράπεζας που εκτελούσαν τις εντολές των εναγόντων, όπως η απάντηση δε της πρώτης εναγομένης περιλαμβάνεται στην από 17-3-2014 επιστολή της προς την πρώτη ενάγουσα. Οι ενάγοντες σε όλες τις συμβάσεις που υπέγραψαν με τις εναγόμενες αποδέχονται όλες τις ενέργειες στις οποίες οι τελευταίες είχαν προβεί και τις αναγνωρίζουν ως έγκυρες και ισχυρές, τούτο όμως ήταν υποχρεωτικό για τους ενάγοντες, καθώς οι εναγόμενες δεν θα προέβαιναν στην παράδοση του χαρτοφυλακίου τους, οι δε όροι αυτοί ήταν προδιατυπωμένοι και υποχρεωτικοί για την εξέλιξη της μεταξύ τους συνεργασίας αλλά και για τη λήξη της συνεργασίας.
Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι τον Μάρτιο 2013, η εκδότρια τράπεζα του επίδικου ομολόγου τέθηκε σε καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης, που θα λάμβανε μέρος με συμμετοχή όλων των μετόχων, ομολογιούχων και των ανασφάλιστων καταθέσεων. Την 26-1-2013 το Χρηματιστήριο του Λουξεμβούργου ανέστειλε τη διαπραγμάτευση του ομολόγου με αποτέλεσμα η ρευστοποίηση του να είναι χρηματιστηριακά αδύνατη και η αξία του να έχει εκμηδενιστεί. Ο ισχυρισμός των εναγομένων ότι η φθίνουσα πορεία του κεφαλαίου των εναγόντων οφείλεται στην απρόβλεπτη και αναπάντεχη οξεία οικονομική κρίση που επήλθε μετά το 2008 στις παγκόσμιες συναλλαγές με την κατάρρευση της αμερικανικής επενδυτικής τράπεζας “LEHMAN BROTHERS” κρίνεται αβάσιμος στην ουσία του καθώς η χρηματική απώλεια των εναγόντων, σύμφωνα με όσα αποδείχθηκαν, συνδέεται αιτιωδώς κατά την έννοια της προσφορότητας ως προς την επέλευση κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων (causa adequata) και της ένταξης του οικείου περιουσιακού αγαθού στον σκοπό προστασίας των συναφώς παραβιασθέντων κανόνων της σχετικής περί τις ΕΠΕΥ νομοθεσίας, με την παραβίαση της αρχής της καταλληλότητας, διά της αγοράς, εν αγνοία και χωρίς την εντολή των εναγόντων, του επιδίκου ομολόγου και της πραγμάτωσης του ενσωματωθέντος σε αυτό και μη ανταποκρινόμενου στο συντηρητικό προφίλ τους, πιστωτικού κινδύνου, χωρίς να έχει προηγηθεί η παροχή προς τους τελευταίους ενημέρωσης που ήταν αναγκαία ώστε να επιλέξουν και να αποφασίσουν οι ίδιοι τη συγκεκριμένη τοποθέτηση του κεφαλαίου τους, δηλαδή εν προκειμένω δεν τους δόθηκε η δυνατότητα επιλογής και εν συνεχεία εντολής προς τις εναγόμενες της διενέργειας της συναλλαγής αυτής (αγοράς ομολόγου). Επομένως, αβάσιμος στην ουσία του είναι και ο ισχυρισμός των εναγομένων ότι ελλείπει η αιτιώδης συνάφεια καθώς η ζημία που προκλήθηκε στους ενάγοντες οφείλεται στην έλλειψη ενημέρωσης από τους υπαλλήλους των εναγομένων και όχι σε γεγονότα που επηρέασαν το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα και επέφεραν παγκόσμια οικονομική κρίση, όπως εσφαλμένα έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο.
Άλλωστε, το ομόλογο που αγόρασαν οι ενάγοντες ήταν χρηματοοικονομικό προϊόν μειωμένης εξασφάλισης, η απόδοση του δεν ήταν εγγυημένη, ούτε το κεφάλαιο που επενδύθηκε, και για το λόγο αυτό δεν ήταν ασφαλές ούτε προσιδίαζε σε συντηρητικούς επενδυτές, όπως ήταν οι ενάγοντες. Λόγω των οικονομοτεχνικών χαρακτηριστικών του ομολόγου, οι προστηθέντες των εναγομένων που παρείχαν επενδυτικές συμβουλές, είχαν αυξημένη υποχρέωση ενημέρωσης των εναγόντων ώστε αυτοί να μην παραπλανηθούν ως προς τη νομική φύση και τη λειτουργία του ομολόγου, πλην όμως εν προκειμένω χωρίς ενημέρωση και εντολή των εναγόντων καταρτίσθηκε η συγκεκριμένη αγορά του ομολόγου, σε αντίθεση με όσα διέπουν την παροχή επενδυτικών συμβουλών. Οι ρήτρες περί απαλλαγής των εναγομένων από οποιαδήποτε ευθύνη, που περιέχονταν στις άνω συμβάσεις που κατήρτισαν οι διάδικοι στερούνται εγκυρότητας διότι προϋποθέτουν την πλήρη και ειλικρινή ενημέρωση και γνώση του επενδυτή αλλά κυρίως εντολή αυτού. Οι υπάλληλοι των εναγομένων δεν παρείχαν ενημέρωση στους ενάγοντες σχετικά με την φύση και τους κινδύνους του ένδικου ομολόγου και δεν επεσήμαναν σε αυτούς τον κίνδυνο απώλειας του επενδυθέντος κεφαλαίου, παρά το γεγονός ότι οι ενάγοντες αφενός τους είχαν ενημερώσει ότι ο κύριος στόχος τους είναι η διατήρηση του, αφετέρου είχαν το προφίλ των συντηρητικών επενδυτών. Δεν αποδείχθηκε ότι τους παρείχαν κάποια έγγραφη και αναλυτική έκθεση των κινδύνων που διέτρεχαν από τις διακυμάνσεις της χρηματοπιστωτικής αγοράς και ιδίως τον κίνδυνο πτώχευσης της εκδότριας αλλά τους επεσήμαιναν ότι το κεφάλαιο ήταν εγγυημένο (μάλιστα στον αναλυτικό πίνακα λογαριασμού αναφέρεται ως “σταθερό εισόδημα”) και προέταξαν το προνομιακό επιτόκιο της επένδυσης. Το ένδικο ομόλογο κατατασσόταν στα κερδοσκοπικά ομόλογα και οι υπάλληλοι των εναγομένων το γνώριζαν αυτό, άλλως έπρεπε να το γνωρίζουν, ως ασχολούμενοι στο private banking με τα προϊόντα αυτά. Επομένως, δεκτός ως βάσιμος και κατ’ ουσίαν πρέπει να γίνει ο πρώτος λόγος της έφεσης. Το γεγονός ότι οι ενάγοντες κατατάσσονταν στους συντηρητικούς επενδυτές και οι εναγόμενες προχώρησαν στην αγορά του επιδίκου ομολόγου που ήταν μειωμένης εξασφάλισης, με αξιολόγηση αυτού από τον διεθνή οίκο Moody’s Baal (μεσαία βαθμίδα) και δεν παρείχε κάποια προστασία του αρχικού κατατεθέντος κεφαλαίου σε περίπτωση πτώχευσης του εκδότη του, αναφέρονται στο σκεπτικό και της εκκαλουμένης απόφασης. Στην εκκαλουμένη επίσης εν συνεχεία γίνεται αναφορά ότι το επίδικο ομόλογο που ήταν εγγυημένου κεφαλαίου κατά την ημερομηνία λήξης του (26-5-2016) από την εκδότρια τράπεζα, θα απέδιδε την αξία του κεφαλαίου του την ανωτέρω ημερομηνία κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων εάν δεν είχε εμφιλοχωρήσει το πιστωτικό γεγονός (δηλαδή η διατραπεζική κρίση που ξεκίνησε το έτος 2008 με την κατάρρευση της αμερικάνικης επενδυτικής τράπεζας και έπληξε το κυπριακό τραπεζικό σύστημα και χωρίστηκε η Λαϊκή τράπεζα σε “καλή” και “κακή”). Ωστόσο, οι σκέψεις αυτές της εκκαλουμένης απόφασης ενέχουν αντιφάσεις και δεν αιτιολογούν επαρκώς πώς το επίδικο ομόλογο που αγοράστηκε σε συντηρητικούς επενδυτές και ήταν καθ’ εαυτό μειωμένης εξασφάλισης και χωρίς προστασία του κεφαλαίου από τον εκδότη σε περίπτωση πτώχευσης του, συνδέεται με την οξεία οικονομική κρίση το έτος 2008 και την διάσπαση της Λαϊκής τράπεζας. Αντίθετα, όπως προεκτέθηκε, δεν αποδείχθηκε ότι η φθίνουσα πορεία του κεφαλαίου των εναγόντων οφείλεται στην απρόβλεπτη και αναπάντεχη οξεία οικονομική κρίση που επήλθε μετά το 2008 στις παγκόσμιες συναλλαγές με την κατάρρευση της αμερικανικής επενδυτικής τράπεζας “LEHMAN BROTHERS”. Ως εκ τούτου, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έσφαλε και ο δεύτερος λόγος της έφεσης είναι βάσιμος και στην ουσία του.
Οι ενάγοντες, εάν είχαν επαρκή ενημέρωση για τους κινδύνους και τα χαρακτηριστικά του ομολόγου, δεν θα προέβαιναν σε εντολή αγοράς του εν λόγω ομολόγου, δεδομένου ότι επρόκειτο για συντηρητικούς επενδυτές. Η άνω συμπεριφορά των υπαλλήλων των εναγομένων συνιστά πλημμελή εκπλήρωση των υποχρεώσεων που πηγάζουν από τις συμβάσεις επενδυτικών συμβουλών που καταρτίστηκαν μεταξύ των διαδίκων, και ειδικότερα συνιστά αθέτηση του καθήκοντος διαφώτισης, ορθής παροχής συμβουλευτικής καθοδήγησης και προειδοποίησης των εναγόντων αναφορικά με την ασφάλεια του κεφαλαίου τους, στηριζομένη στις διατάξεις των άρ. 281 και 288 ΑΚ, με αποτέλεσμα να συνιστά υπαίτια εκ μέρους των εναγομένων πλημμελή εκπλήρωση των υποχρεώσεων τους που απορρέουν από τη μεταξύ τους σύμβαση.
Περαιτέρω, οι εφεσίβλητες, επαναφέροντας την ένσταση καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος που είχαν και πρωτοδίκως υποβάλλει, ισχυρίζονται ότι καταχρηστικώς άσκησαν την αγωγή τους οι ενάγοντες καθώς : 1) τα χαρακτηριστικά του επιδίκου ομολόγου είχαν επαρκώς επεξηγηθεί σε αυτούς πριν τη χορήγηση της εντολής αγοράς των επίδικων τίτλων, 2) από την απόκτηση του τίτλου (9-3-2007) και επί 39 μήνες οι ενάγοντες ελάμβαναν τη μηνιαία αποτίμηση του χαρτοφυλακίου τους και παρατηρούσαν τη μείωση της αξίας του ομολόγου, εν συνεχεία δε ισχυρίζονται ότι : 3) όταν το Φεβρουάριο 2012 η οικονομική κρίση στην Ελλάδα και στην Κύπρο ήταν στο ζενίθ και το εν λόγω ομόλογο είχε πολύ χαμηλή αξία, οι ενάγοντες δεν διαμαρτυρήθηκαν για ελλιπή ενημέρωση, 4) δεν διαμαρτυρήθηκαν επίσης όταν η εκδότρια τράπεζα έκανε πρόταση εξαγοράς του ομολόγου και αυτοί απέρριψαν την πρόταση (χωρίς όμως να διαθέτουν οι εφεσίβλητες στοιχεία καθώς οι ενάγοντες ήδη είχαν μεταφέρει το χαρτοφυλάκιο τους), 5) δεν διαμαρτυρήθηκαν ούτε όταν έγινε γνωστό ότι το επίδικο ομόλογο θα μεταφερθεί στην “κακή” Λαϊκή τράπεζα, και επομένως η μη προβολή επιφυλάξεων και διαμαρτυριών επί 3 έτη (Μάρτιος 2007 – Ιούνιος 2010) κατά την παραλαβή των μηνιαίων διακυμάνσεων του ομολόγου και η κανονική είσπραξη τοκομεριδίων, αποτελεί αναγνώριση του κύρους της εν λόγω αγοράς του ομολόγου και αποστέρησε από τις εναγόμενες τη δυνατότητα ρευστοποίησης αυτού ώστε να αποφευχθεί ή να περιοριστεί η ζημία των εναγόντων, 6) ότι η μετά έξι έτη προβολή του εν λόγω δικαιώματος τους, καθιστά ανυπόφορη για τις εναγόμενες την απαίτηση τους για καταβολή του αιτούμενου ποσού, τέλος δε οι εφεσίβλητες ισχυρίζονται ότι η ως άνω προηγηθείσα συμπεριφορά των εναγόντων : 7) με τη σιωπηρή (πλασματική) αναγνώριση του κύρους της επίδικης εντολής αγοράς και οι δηλώσεις -αναγνωρίσεις ότι οι πράξεις που προηγήθηκαν είναι έγκυρες, ισχυρές και δεσμευτικές γι’ αυτούς, δημιούργησε ευλόγως την πεποίθηση σε αυτές ότι οι αντίδικοι τους δεν έχουν αντίρρηση ως προς τη σαφή ενημέρωση τους και τα χαρακτηριστικά και τους κινδύνους της επένδυσης τους και ότι 8) η εν λόγω αντιφατική συμπεριφορά τους, θα έχει ιδιαίτερα επαχθείς οικονομικές επιπτώσεις για τις εφεσίβλητες, καθώς η απαίτηση των εναγόντων είναι υπέρογκη, δεν την γνώριζαν οι ίδιες και δεν έχει γίνει σχετική πρόβλεψη στους ισολογισμούς τους επί 6 έτη.
Η ένσταση αυτή κατά το πρώτο και το δεύτερο σκέλος της πρέπει να απορριφθεί ως νομικά αβάσιμη, καθόσον, τα παραπάνω υπό στοιχείο 1 και 2 περιστατικά που επικαλούνται οι εφεσίβλητες για τη θεμελίωση της, συνιστούν άρνηση της αγωγής, η αλήθεια των οποίων αποκλείει τη γέννηση του δικαιώματος που ασκείται, όχι δε και γεγονότα που να μπορούν να στοιχειοθετήσουν καταχρηστική, κατά την έννοια του άρ. 281 ΑΚ, άσκηση δικαιώματος, δηλαδή άσκηση που έρχεται σε προφανή αντίθεση προς την ευθύτητα και εντιμότητα που πρέπει να κρατούν στις συναλλαγές ή προς τα επιβαλλόμενα χρηστά συναλλακτικά ήθη ή προς τον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του δικαιώματος (ΑΠ 536/2017, ΑΠ 1414/2015, ΑΠ 1884/2013, ΑΠ 249/2012 ΝΟΜΟΣ). Η ίδια ένσταση, κατά το μέρος που η θεμελίωση της επιχειρείται στην μη διαμαρτυρία και μη εναντίωση των εναγόντων κατά τη χρονική διάρκεια και λειτουργία της επίδικης σύμβασης και στην αποδοχή των κινήσεων του επενδυτικού τους λογαριασμού και των πράξεων επί του χαρτοφυλακίου τους, κατά τα ως άνω αναφερόμενα υπό στοιχεία 3,4,5, είναι απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμη, καθώς, όπως αποδείχθηκε, όταν οι ενάγοντες υπέγραψαν τις προαναφερθείσες νέες συμβάσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών την 13-4-2010, για την προσαρμογή των συμβάσεων τους στο Ν. 3606/2007, οι τελευταίοι είχαν τις διαβεβαιώσεις των εναγομένων ότι δεν υπάρχει κίνδυνος για απώλεια του κεφαλαίου τους και ότι τα χρήματα τους βαίνουν μεν μειούμενα αλλά δεν χρήζουν ρευστοποίησης. Το περιστατικό της απώλειας όλου του κεφαλαίου τους, λόγω των πιο πάνω χαρακτηριστικών του ομολόγου στο οποίο επένδυσαν τα χρήματα τους, πληροφορήθηκαν μεταγενέστερα, όταν δηλαδή οι ενάγοντες είχαν πλέον μεταφέρει το χαρτοφυλάκιο τους από τις εναγόμενες. Ομοίως, ως ουσία αβάσιμη πρέπει να απορριφθεί η ένσταση καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος και ως προς το ως άνω σκέλος υπό στοιχεία 7 και 8, καθώς όπως προεκτέθηκε οι εναγόμενες δεν θα προέβαιναν στην παράδοση του χαρτοφυλακίου των εναγόντων εάν δεν περιλαμβανόταν ο όρος αυτός, επιπλέον δε οι όροι αυτοί ήταν προδιατυπωμένοι αλλά και υποχρεωτικοί για την εξέλιξη της μεταξύ τους συνεργασίας αλλά και για τη λήξη της συνεργασίας, ενώ δεν αποδείχθηκε αντιφατική συμπεριφορά των εναγόντων και η απαίτηση τους δεν αποδεικνύεται ότι προκαλεί επαχθείς οικονομικές επιπτώσεις στις εφεσίβλητες, στοιχείο που και από μόνο του δεν αρκεί για την κατάφαση της καταχρηστικής συμπεριφοράς.
Επιπλέον, οι εφεσίβλητες επαναφέρουν την πρωτοδίκως προβαλλόμενη ένσταση συνυπολογισμού οφέλους – ζημίας, ισχυριζόμενες ότι σε περίπτωση που γίνει δεκτή η αγωγή, θα πρέπει να αφαιρεθούν από την επικαλούμενη ζημία, τα ποσά που οι ενάγοντες έχουν εισπράξει από τις διανομές της εκδότριας του επιδίκου ομολόγου, το ύψος των οποίων ανέρχεται σε 44.191,79 ευρώ, διαφορετικά οι ενάγοντες θα καταστούν πλουσιότεροι. Ωστόσο, η ένσταση αυτή τυγχάνει απορριπτέα ως μη νόμιμη, διότι οι αποδόσεις αυτές δεν συνιστούν κέρδος των εναγόντων από τη ζημία τους αλλά καρπούς της επένδυσης τους, από την παραχώρηση αυτού στην εκδότρια εταιρία, η οποία το εκμεταλλεύτηκε με τον προσφορότερο τρόπο, αποδίδοντας τους συμφωνημένους καρπούς (ΑΠ 1350/2018, ΑΠ 244/2016 ΝΟΜΟΣ).
Περαιτέρω, λόγω της υπαίτιας πλημμελούς εκπλήρωσης των υποχρεώσεων των εναγομένων που πηγάζει από τις συμβάσεις επενδυτικών συμβουλών που καταρτίστηκαν μεταξύ των διαδίκων, οι ενάγοντες υπέστησαν ζημία ποσού 302.521,03 ευρώ κατ’ ισομοιρίαν, καθώς η αξία του επιδίκου ομολόγου έχει εκμηδενιστεί. Η ζημία αυτή συνδέεται αιτιωδώς με την πλημμελή εκπλήρωση της σύμβασης που συνέδεε τα διάδικα μέρη και την παραβίαση της υποχρέωσης ενημέρωσης και λήψης εντολής από τους ενάγοντες, ενώ δεν διακόπηκε από έκτακτα γεγονότα, καθώς ο κερδοσκοπικός χαρακτήρας του ομολόγου και ο πιστωτικός κίνδυνος που ανέλαβαν οι ενάγοντες αλλά και η αδυναμία της εκδότριας εταιρίας να καταβάλει την αξία του λόγω της κεφαλαιουχικής της ανεπάρκειας, μπορούσε να προβλεφθεί από τους έμπειρους υπαλλήλους των εναγομένων, έστω και μετά την αγορά του ομολόγου, οπότε να ενημερωθούν οι ενάγοντες και να λάβουν οδηγίες και συμβουλές προς περιορισμό της ζημίας τους, ενέργειες στις οποίες δεν προέβησαν οι εναγόμενες. Στην προκειμένη περίπτωση δεν τηρήθηκαν η υποχρέωση πρόνοιας και ενημέρωσης που απορρέει από την καλή πίστη, τα συναλλακτικά ήθη και την ιδιαίτερη σχέση εμπιστοσύνης ανάμεσα στην τράπεζα και τους πελάτες της, αντίθετα με τις αρχές που διέπει τον ΚΔΕΠΕΥ. Η πλημμελής συμπεριφορά των εναγομένων παραβιάζει και τις διατάξεις του Ν. 2251/1994 στον οποίο υπάγονται οι ενάγοντες, καθώς δεν υπερβαίνουν το πρότυπο του μέσου αποταμιευτή, καθώς δεν είχαν συστηματική ενασχόληση με χρηματοπιστωτικές συναλλαγές ούτε ιδιαίτερες γνώσεις και εμπειρία σε σύνθετα επενδυτικά προϊόντα. Παράλληλα, με βάση τα ανωτέρω, οι προεκτεθείσες ενέργειες των εναγομένων αντίκεινται και στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου και στις επιταγές της έννομης τάξης και παραβαίνουν την υποχρέωση πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητα των ατόμων, ήτοι είναι και παράνομη και υπαίτια, κατά τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, εμπίπτουν δε και στη διάταξη του άρ. 8 Ν. 2251/1994 και ως άνω Κώδικα Δεοντολογίας. Επομένως, πρέπει να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενες, καθεμία εις ολόκληρον, υποχρεούται να καταβάλει στους ενάγοντες το ποσό των 302.521,03 ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής. Επιπλέον, οι ενάγοντες δικαιούνται και χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστησαν από την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά των εναγομένων και της στενοχώριας που αυτή τους προκάλεσε, το εύλογο δε ποσό που απαιτείται, λαμβανομένων των συνθηκών τέλεσης της άδικης πράξης, του βαθμού πταίσματος των εναγομένων διά των υπαλλήλων τους, του είδους και της έκτασης της ζημίας, της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των διαδίκων και της αρχής της αναλογικότητας, ανέρχεται σε 3.040 ευρώ για κάθε ενάγοντα, αφαιρουμένου του ποσού των 40 ευρώ για έκαστο ενάγοντα προς διεκδίκηση του στα ποινικά Δικαστήρια, όπως αιτούνταν, ήτοι ποσό 3.000 ευρώ σε έκαστο των εναγόντων, νομιμοτόκως από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής.
Κατόπιν των ανωτέρω, η εκκαλουμένη απόφαση που απέρριψε την αγωγή ως ουσία αβάσιμη έσφαλε, ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας εσφαλμένα το νόμο και εκτιμώντας κακώς τις αποδείξεις, κατά τους βάσιμους κατ’ ουσίαν λόγους της έφεσης. Επομένως, η έφεση πρέπει να γίνει ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, εν συνεχεία το Δικαστήριο να κρατήσει την υπόθεση (άρ. 535 παρ. 1 ΚΠολΔ), να δικάσει κατ’ ουσίαν την αγωγή και να κάνει δεκτή εν μέρει την αγωγή και κατ’ ουσίαν, αναγνωρίζοντας την υποχρέωση των εναγομένων, καθεμίας εις ολόκληρον, να καταβάλουν στους ενάγοντες το ποσό των 302.521,03 ευρώ και το ποσό των 3.000 ευρώ σε έκαστο ενάγοντα, νομιμοτόκως και τα δύο ποσά από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής. Επιπλέον, πρέπει να επιστραφεί στους εκκαλούντες το κατατεθέν από αυτούς παράβολο (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ). Τέλος, μέρος των δικαστικών εξόδων των εναγόντων, ανάλογο με την έκταση της νίκης τους, πρέπει να επιβληθεί σε βάρος των εναγομένων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας (άρθρα 178 παρ. 1, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ’ αριθ. 1960/2019 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Τακτική Διαδικασία).
ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και ΔΙΚΑΖΕΙ επί της ουσίας την αγωγή.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι οι εναγόμενες, καθεμία εις ολόκληρον, υποχρεούνται να καταβάλουν: α) στους ενάγοντες το ποσό των τριακοσίων δύο χιλιάδων πεντακοσίων είκοσι ενός ευρώ και τριών λεπτών (302.521,03), β) σε κάθε ενάγοντα το ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ, νομιμοτόκως τα ανωτέρω ποσά από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ μέρος των δικαστικών εξόδων των εναγόντων και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας σε βάρος των εναγομένων, τα οποία ορίζει στο ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή στους εκκαλούντες του κατατεθέντος από αυτούς παραβόλου.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στην Αθήνα την 20 Ιανουαρίου 2022 και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στην Αθήνα, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, την 30 Μαρτίου 2022.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ