Αριθμός 254/2021
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από το Δικαστή Ιωάννη Αποστολόπουλο Εφέτη, τον οποίο όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Δικαστηρίου τούτου, και από τη Γραμματέα Ε.Τ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του την ……………………. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ:…………., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Λαμπράκη, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ.
ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: ……….. η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ελένη Φλωροσκούφη.
Η εφεσίβλητη– ενάγουσα άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 20-10-2015 (υπ’ αριθ………./30-10-2015 έκθεσης κατάθεσης) αγωγή της κατά του εκκαλούντος – εναγομένου. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την υπ’ αριθ. 5463/2017 απόφασή τουδέχθηκε μερικώς την αγωγή αυτή. Στη συνέχεια, ο εκκαλών με την από 13-7-2018 (υπ’ αριθ. ……../13-07-2018 έκθεσης κατάθεσης) έφεσή του προσέβαλε την προαναφερθείσα πρωτόδικη απόφαση. Η ανωτέρω έφεση, με την από 12-06-2019 πράξη προσδιορίσθηκε να δικαστεί στην αναφερθείσα στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, και αφού γράφτηκε στο πινάκιο, συζητήθηκε.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης η πληρεξούσια δικηγόρος της εφεσίβλητης ανέπτυξε τις απόψεις της με τις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε και ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντος ανέπτυξε τις απόψεις του με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη έφεση, η οποία στρέφεται κατά της υπ’αριθ. 5463/2018 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 666 παρ. 1, 667, 670, 671 παρ. 1, 2 και 3, 672 έως 676 και 681Β παρ. 1 του ΚΠολΔ (όπως ίσχυαν πριν την αντικατάστασή τους με το ν. 4335/2015, ενόψει του χρόνου κατάθεσης της αγωγής κατ’ άρθρο ένατο άρθρο 1 παρ. 2 του ν. 4335/2016) επί της από 20-10-2015 (υπ’ αριθ. …………/30-10-2015 έκθεσης κατάθεσης) αγωγής της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης, έχει ασκηθεί εμπροθέσμως, ενόψει του ότι η επίδοση της εκκαλούμενης αποφάσεως διενεργήθηκε στις 15-6-2018 (βλ. την με την ίδια ημερομηνία σημείωση επί του αντιγράφου της εκκαλούμενης αποφάσεως της δικαστικής επιμελήτριας ……….) και η έφεση κατατέθηκε στις 13-7-2018 (βλ. την υπ’ αριθ. ………./13-07-2018 έκθεση κατάθεσης της γραμματέως του Πρωτοδικείου Πειραιώς), και κατά τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 19, 495 παρ. 1 και 4, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1και 591 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Επομένως, πρέπει η υπό κρίση έφεση να γίνει τυπικώς δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, που εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση (άρθρα 533 και 591 παρ. 7 του ΚΠολΔ).
Με την προαναφερθείσα αγωγή (όπως παραδεκτώς περιορίσθηκε το αίτημα της από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό), η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη ζήτησε να αναγνωρισθεί ότι ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών, πρώην σύζυγός της, με τον οποίο ο γάμος τους έχει λυθεί λόγω διαζυγίου, δυνάμει της υπ’ αριθ. 6/2008 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία έχει καταστεί αμετάκλητη, οφείλει να της καταβάλλει ως διατροφή σε χρήμα και ειδικότερα προς συμπλήρωση αυτής (διατροφής) το ποσό των300 ευρώ μηνιαίως, ενόψει του ότι, κατά τους ισχυρισμούς της, αδυνατεί να αυτοδιατραφεί από τα δικά της εισοδήματα, τα οποία δεν επαρκούν και επειδή στερείται παντελώς άλλης περιουσίας, ενώ αδυνατεί να έχει εισόδημα από οποιαδήποτε εργασία, ευρισκόμενη, από τον χρόνο έκδοσης του διαζυγίου και της αμετάκλητης λύσης του γάμου τους, συνεχώς έκτοτε, σε ηλικία και κατάσταση υγείας που δεν της επέτρεπαν να αρχίσει ή να συνεχίσει την άσκηση κατάλληλου επαγγέλματος για την εξασφάλιση της διατροφής της και ότι, επιπλέον, τούτο επιβάλλεται για τους αναφερόμενους στην αγωγή λόγους επιείκειας, δεδομένου, μάλιστα, ότι αυτός (εναγόμενος) είναι εύπορος, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα σ’αυτή (αγωγή). Επίσης, η ενάγουσα ζήτησε να αναγνωρισθεί ότι ο εναγόμενος οφείλει να της καταβάλει το ως άνω ποσό στην αρχή εκάστου μηνός και για χρονικό διάστημα τριών ετών από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση καταβολής κάθε μηνιαίας δόσης μέχρι την ολοσχερή εξόφληση. Με την εκκαλούμενη απόφαση η ανωτέρω αγωγή, έγινε κατά ένα μέρος δεκτή, και αναγνωρίσθηκε ότι ο εναγόμενος – εκκαλών οφείλει να καταβάλλει στην ενάγουσα – εφεσίβλητη, ως διατροφή σε χρήμα, το ποσό των 250 ευρώ,την πρώτη ημέρα εκάστου μηνός και για χρονικό διάστημα τριών ετών από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση καταβολής κάθε μηνιαίας παροχής μέχρι την ολοσχερή τους εξόφληση. Κατά της ανωτέρω αποφάσεως παραπονείται ο εκκαλών με την κρινόμενη έφεση του, η οποία αφορά σε λόγους, οι οποίοι στο σύνολο τους ανάγονται σε μη ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς και σε εσφαλμένη εκτίμηση των σχετικών αποδείξεων και ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, άλλως να μεταρρυθμισθεί αυτή, ώστε να απορριφθεί στο σύνολό της η ανωτέρω αγωγή.
Ι. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111 παρ. 2, 118 εδ. δ΄, 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι για να είναι ορισμένο το δικόγραφο της αγωγής, πρέπει να περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία που ορίζουν τα άρθρα 117-118 του ΚΠολΔ, α)σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκηση της από τον ενάγοντα εις βάρος του εναγομένου, δηλαδή πρέπει να γίνεται σαφής έκθεση στο δικόγραφό της όλων των γεγονότων, τα οποία σύμφωνα με τον εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου θεμελιώνουν τη ζητούμενη έννομη συνέπεια, β)ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, σε τρόπο ώστε η αγωγή να είναι επιδεκτική δικαστικής εκτιμήσεως και να καθίσταται εφικτή η απάντηση σ’ αυτή και γ)ορισμένο αίτημα. Ειδικότερα, τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται στο δικόγραφο της αγωγής θα πρέπει να είναι τόσα, όσα απαιτούνται για τη θεμελίωση της αξίωσης, και να αναφέρονται αυτά με τέτοια σαφήνεια, ώστε, όχι μόνο να μην αφήνεται αμφιβολία για την αξίωση του ενάγοντος που απορρέει απ’ αυτά, για την οποία αναφέρεται το αίτημα της αγωγής, αλλά ακόμη και κατά τρόπο ώστε, ο εναγόμενος να έχει τη δυνατότητα άμυνας με ανταπόδειξη ή ένσταση κατά της αξίωσης του ενάγοντος και του δικαστηρίου να προβεί στην αξιολόγηση της αγωγής και να διεξάγει τις σχετικές αποδείξεις. Η έλλειψη των ως άνω στοιχείων, καθιστά το δικόγραφο της αγωγής αόριστο και ανεπίδεκτο δικαστικής εκτιμήσεως, επιφέρει δε το απαράδεκτο αυτού, στην απαγγελία του οποίου προβαίνει το δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως, διότι ανάγεται στην προδικασία, η τήρηση της οποίας ρυθμίζεται από κανόνες δημοσίας τάξεως. Επίσης, η αοριστία του δικογράφου της αγωγής δεν μπορεί να θεραπευθεί με τις προτάσεις ή την παραπομπή στα διαλαμβανόμενα σε άλλα προσκομιζόμενα έγγραφα, ούτε με την εκτίμηση των αποδείξεων (βλ. ΑΠ 1728/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 250/2011, ΕΕμπΔ 2011 591, ΑΠ 49/2011 ΕλλΔνη 2011 1594, ΑΠ 1042/2009 ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΑΠ 1042/2009 ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΑΠ 1611/2008 ΝΟΜΟΣ). Επίσης, από τις προαναφερθείσες διατάξεις,σε συνδυασμό με αυτές του άρθρου 1442 του ΑΚ, συνάγεται ότι αναγκαία στοιχεία της βάσεως της αγωγής διατροφής μετά το διαζύγιο είναι: α) η αμετάκλητη λύση του γάμου, β) η απορία (αδυναμία) του δικαιούχου να διατραφεί από τα εισοδήματά του, ή από την περιουσία του, καταναλίσκοντας και το κεφάλαιο αυτής, γ)ότι η απορία και αδυναμία του θα διαρκέσει καθ’ όλο τον επίδικο της αγωγής χρόνο δ) η ευπορία (δυνατότητα) του υποχρέου και ε)μία τουλάχιστον από τις διαζευκτικώς διατυπωμένες και περιοριστικώς αναφερόμενες ειδικές προϋποθέσεις του άρθρου 1442 του ΑΚ (βλ. ΑΠ 673/2001, ΕφΑθ 8832/2004 ΝΟΜΟΣ).
Στην προκείμενη περίπτωση, η ανωτέρω αγωγή είναι ορισμένη, αφού περιέχονται σ’ αυτή, με σαφήνεια, τα στοιχεία, που αφορούν στη λύση του γάμου των διαδίκων, με αμετάκλητη δικαστική απόφαση λόγω διαζυγίου, στην απορία (αδυναμία) της ενάγουσας να διατραφεί από τα εισοδήματά της, ή από την περιουσία της, επικαλούμενη ειδικότερα αυτή (ενάγουσα) ότι, κατά το χρόνο εκδόσεως του διαζυγίου, ευρίσκετο σε ηλικία και κατάσταση υγείας που δεν της επέτρεπαν να αρχίσει ή να συνεχίσει την άσκηση κατάλληλου επαγγέλματος για την εξασφάλιση της διατροφής της, και ότι η απορία αυτής θα διαρκέσει καθ’ όλο τον επίδικο χρόνο της αγωγής, καθώς και ότι ο υπόχρεος εναγόμενος είναι εύπορος, δηλαδή έχει τη δυνατότητα να καταβάλλει την εν λόγω διατροφή, αναφερομένων των εισοδημάτων και της περιουσίας του, χωρίς να είναι αναγκαία, κατά τις προεκτεθείσες σκέψεις (υπό στοιχείο Ι), η αναφορά επιπλέον στοιχείων για το ορισμένο αυτής, όπως αντίθετα αλλά αβάσιμα ισχυρίζεται ο εκκαλών – εναγόμενος, με τους σχετικούς λόγους της εφέσεως (υπ’ αριθ. 5, 6 και 7), οι οποίοι είναι απορριπτέοι.
ΙΙ. Στο άρθρο 1442 του ΑΚ ορίζεται ότι «Εφόσον ο ένας από τους πρώην συζύγους δεν μπορεί να εξασφαλίσει τη διατροφή του από τα εισοδήματά του ή από την περιουσία του, δικαιούται να ζητήσει διατροφή από τον άλλο: 1. αν κατά την έκδοση του διαζυγίου ή κατά το τέλος των χρονικών περιόδων που προβλέπονται στις επόμενες περιπτώσεις βρίσκεται σε ηλικία ή σε κατάσταση υγείας, που δεν επιτρέπει να αναγκαστεί να αρχίσει ή να συνεχίσει την άσκηση κατάλληλου επαγγέλματος, ώστε να εξασφαλίζει από αυτό τη διατροφή του, 2. αν έχει την επιμέλεια ανήλικου τέκνου και γι’ αυτό το λόγο εμποδίζεται στην άσκηση κατάλληλου επαγγέλματος, 3. αν δεν βρίσκει σταθερή κατάλληλη εργασία ή χρειάζεται κάποια επαγγελματική εκπαίδευση, και στις δύο όμως περιπτώσεις για ένα διάστημα, που δεν μπορεί να ξεπεράσει τα τρία χρόνια από την έκδοση του διαζυγίου, 4. σε κάθε άλλη περίπτωση, όπου η επιδίκαση διατροφής, κατά την έκδοση του διαζυγίου, επιβάλλεται από λόγους επιείκειας». Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η μεν βασική προϋπόθεση της αξίωσης διατροφής, δηλαδή η αδυναμία εξασφάλισης της διατροφής του πρώην συζύγου από τα εισοδήματα ή την περιουσία του, πρέπει να υπάρχει κατά το χρόνο της πρώτης συζήτησης της αγωγής διατροφής, η δε πρόσθετη προϋπόθεση της αδυναμίας έναρξης ή συνέχισης της άσκησης επαγγέλματος (άρθρο 1442 αρ. 1 ΑΚ) ή της ύπαρξης λόγων επιείκειας για την παροχή διατροφής (1442 αρ. 4 ΑΚ), πρέπει να υπάρχει, κατά το χρόνο έκδοσης του διαζυγίου. Περαιτέρω, από τις ίδιες ως άνω διατάξεις, σε συνδυασμό προς εκείνες των άρθρων 1487 και 1493 του ΑΚ, οι οποίες, σύμφωνα με το άρθρο 1443 του ίδιου κώδικα, εφαρμόζονται αναλόγως και για το δικαίωμα διατροφής μετά το διαζύγιο, συνάγεται ότι η αξίωση διατροφής μετά το διαζύγιο παρέχεται μόνον όταν η διατροφή δικαιολογείται από λόγους κοινωνικούς, ώστε ο πρώην σύζυγος να μην μένει αβοήθητος, όταν δεν μπορεί με τα εισοδήματα, την περιουσία του ή το δυνάμενο να ασκηθεί από αυτόν επάγγελμα, να καλύψει τις ανάγκες διατροφής του, όπως αυτές προκύπτουν από τις μετά το διαζύγιο συνθήκες ζωής του. Συνεπώς, γενική προϋπόθεση για την γένεση αξίωσης διατροφής πρώην συζύγου, όταν ο γάμος λύθηκε με διαζύγιο, είναι η απορία του δικαιούχου πρώην συζύγου και η ευπορία του υπόχρεου, επιπλέον δε, από την πλευρά του δικαιούχου πρέπει να συντρέχει και μια από τις ειδικότερες προϋποθέσεις που ως άνω αναφέρονται στο άρθρο 1442 του ΑΚ. Ως απορία του δικαιούχου θεωρείται η αδυναμία του πρώην συζύγου να εξασφαλίσει τη διατροφή του από τα εισοδήματα και την περιουσία του, ευπορία δε του υποχρέου, (που δεν σημαίνει οπωσδήποτε και κάποιο ιδιαίτερο πλούτο), η οποία, κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 1487 και 1443 εδ.α΄ του ΑΚ, πρέπει να υπάρχει κατά το χρονικό διάστημα, για το οποίο ζητείται διατροφή, είναι η δυνατότητα αυτού να παράσχει στο δικαιούχο διατροφή, χωρίς να θέσει σε κίνδυνο τη δική του διατροφή. Έτσι, είναι δυνατόν, ενόψει όλων των συνθηκών ηλικίας, υγείας, ικανότητας ή δυνατότητας προς εργασία, εισοδημάτων, περιουσίας και γενικώς ζωής του πρώην συζύγου, συγκριτικώς πάντοτε προς την ευπορία του υποχρέου, να γεννηθεί δικαίωμα πλήρους ή συμπληρωματικής διατροφής, όταν ο πρώτος, που στο πρόσωπό του συντρέχει μια εκ των προαναφερθεισών πρόσθετων προϋποθέσεων (κατά το χρόνο έκδοσης του διαζυγίου αδυναμία άσκησης ή συνέχισης επαγγέλματος ή ύπαρξη λόγων επιείκειας), έχει μικρής έκτασης απρόσοδα περιουσιακά στοιχεία, των οποίων είτε είναι δυσχερής η εκποίηση, είτε επιβάλλεται η διατήρησή τους για λόγους προνοίας, προς εξασφάλισή του στο μέλλον για την αντιμετώπιση έκτακτης οικονομικής ανάγκης (βλ. ΑΠ 1532/2017, ΑΠ 1414/2017, ΑΠ 1567/2012, ΑΠ 1427/2012 άπασες εις ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, σύμφωνα με τις ίδιες ως άνω διατάξεις παρέχεται δικαίωμα στον εναγόμενο, υπόχρεο σε μεταγαμιαία διατροφή, προβολής του ισχυρισμού διακινδύνευσης της ίδιας αυτού διατροφής εν όψει και των λοιπών υποχρεώσεών του, έτσι, σε περίπτωση μερικής απορίας του υπόχρεου μπορεί να επέλθει μερική απαλλαγή του από την υποχρέωση της μεταγαμιαίας διατροφής, με την προβολή της ενστάσεως διακινδύνευσης της δικής του διατροφής (βλ. ΑΠ 469/2005 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 8716/2003 ΕλλΔνη 20041465). Τέλος, το εν λόγω δικαίωμα διατροφής αποκλείεται ή περιορίζεται κατά την διάταξη του άρθρου 1444 εδ. 1 του ΑΚ αν αυτό επιβάλλεται από σπουδαίους λόγους, ιδίως αν ο γάμος είχε μικρή χρονική διάρκεια ή αν ο δικαιούχος είναι υπαίτιος του διαζυγίου του ή προκάλεσε εκούσια την απορία του (βλ. ΕφΑθΜον 720/2018 ΝΟΜΟΣ).
ΙΙΙ. Περαιτέρω, κατ’ άρθρον 281 του ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη, ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως ως «καλή πίστη» θεωρείται η συμπεριφορά του χρηστού και συνετού ανθρώπου, που επιβάλλεται κατά τους συνηθισμένους τρόπους ενεργείας, ενώ ως κριτήριο των «χρηστών ηθών» χρησιμεύουν οι ιδέες του κατά γενική αντίληψη χρηστώς και εμφρόνως σκεπτόμενου ανθρώπου. Επίσης, για την εφαρμογή της διατάξεως αυτής απαιτείται, κατά περίπτωση, συνδυασμός των σχετικών στοιχείων ή συνδρομή ιδιαίτερων περιστάσεων, αναγόμενων στη συμπεριφορά τόσο του δικαιούχου όσο και του υποχρέου (εφόσον όμως του τελευταίου τελεί σε αιτιώδη σχέση με εκείνη του δικαιούχου και δεν είναι άσχετη με αυτήν), ώστε η άσκηση του δικαιώματος να αποβαίνει αντίθετη στις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (βλ. ΑΠ 94/2010 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1460/2005 ΕλλΔνη 2006. 185, ΑΠ 1518/2004 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 563/2003 ΝοΒ 2004. 24).
Στην προκείμενη περίπτωση, από την επανεκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα ανταποδείξεως και της χωρίς όρκο εξέτασης της ενάγουσας, που εξετάστηκαν ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά του ίδιου Δικαστηρίου, και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που οι διάδικοι νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι διάδικοι τέλεσαν μεταξύ τους νόμιμο (θρησκευτικό) γάμο στον Πειραιά, στις 18-7-1971, και απέκτησαν δύο τέκνα, τον ………. και τον …………, οι οποίοι, ήδη, είναι ενήλικοι. Οι έγγαμη σχέση των διαδίκων δεν εξελίχθηκε ομαλώς, για λόγους που δεν αφορούν στην ένδικη υπόθεση, και τελικώς, αυτός (γάμος) λύθηκε, λόγω διαζυγίου, δυνάμει της υπ’ αριθ. 6/2008 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία, ήδη έχει καταστεί αμετάκλητη. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, μέχρι τις αρχές του έτους 2003, η εφεσίβλητη – ενάγουσα διέμενε στην κείμενη στην Αγία Παρασκευή Αττικής, μισθωμένη συζυγική οικία, όμως, ενόψει του ότι ο εκκαλών – εναγόμενος έπαυσε να χορηγεί στην ενάγουσα το χρηματικό ποσό για την καταβολή του μισθώματος για τη χρήση αυτής, η ενάγουσα μετοίκησε και έκτοτε έως και τον Ιανουάριο του έτους 2009, φιλοξενείτο σε οικία συγγενικών προσώπων της στον Πόρο. Κατόπιν, κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα, από την 1-11-2015 μέχρι τα μέσα του έτους 2016, η ενάγουσα διέμεινε σε μισθωμένο διαμέρισμα του υπογείου οικοδομής κειμένης στο Μαρούσι Αττικής, επί της οδού ………….., για τη χρήση του οποίου κατέβαλλε ως μηνιαίο μίσθωμα το ποσό των 285 ευρώ, ενώ, ήδη, διαμένει σε διαμέρισμα οικοδομής επί της οδού ……………, στον Πειραιά, καταβάλλοντας για τη χρήση του μηνιαίο μίσθωμα ποσού 200 ευρώ. Η ενάγουσα, η οποία είναι ήδη ηλικίας 77 ετών, είναι απόφοιτη του εξατάξιου Γυμνασίου και καθόλη τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσής της με τον εναγόμενο απασχολήθηκε κυρίως με τις εργασίες που αφορούσαν τη συζυγική οικία, και την εν γένει φροντίδα του εναγομένου, πρώην συζύγου της, και των τέκνων τους, προσφέροντας τις προσωπικές της υπηρεσίες και συμμετέχοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών. Επιπροσθέτως, για κάποιο χρονικό διάστημα, η ενάγουσα απασχολήθηκε, κατά τη θερινή περίοδο, και με τις εργασίες της ατομικής επιχείρησης ενοικιάσεως δέκα (10) δωματίων, που διατηρούσε στον Πόρο. Έτσι, η ενάγουσα,λόγω της τελευταίας απασχόλησής της, έλαβε, από την 1-6-2008, σχετική σύνταξη, από τον ασφαλιστικό φορέα του «Τ.Ε.Β.Ε.» και ειδικότερα η μηνιαία σύνταξη της, κατά το έτος το 2015 ανήρχετο στο ποσό των 611,06 ευρώ (7.332,67:12), πλέον ποσού 230 ευρώ (2.760:12) για «ΕΚΑΣ», δηλαδή συνολικώς στο ποσό των 841,06 ευρώ, κατά το έτος 2016 αυτή (σύνταξη) ανήρχετο στο συνολικό ποσό των 776,76 ευρώ μηνιαίως [(7.218,64 σύνταξη + 2.102,49 ΕΚΑΣ)= 9.321,13: 12] και κατά το έτος 2017 αυτή ανήρχετο στο ποσό των 604,61 ευρώ (χωρίς πλέον να λαμβάνει «ΕΚΑΣ»). Επίσης, η ενάγουσα δεν εργάζεται και δεν διαθέτει κάποια τεχνική ή επαγγελματική εξειδίκευση, ούτε έχει ιδιαίτερη μόρφωση, με αποτέλεσμα, ενόψει και της ανωτέρω ηλικίας της, σε συνδυασμό με την εν γένει κρίση στο τομέα της εργασίας, να καθίσταται ιδιαιτέρως δυσχερής η εκ μέρους της εξεύρεση εργασίας, προς συμπλήρωση των ως άνω μοναδικών εισοδημάτων της. Ακόμη, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα έχει στην κυριότητά της το υπ’ αριθ. κυκλοφορίας ……….. ιδιωτικής χρήσεως επιβατικό αυτοκίνητο, εργοστασίου κατασκευής «FIAT» τύπου «PUNTO», παλαιότητας 15 ετών, του οποίου η εμπορική αξία, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, εκτιμάται στο ποσό των 1.000 ευρώ. Σημειωτέον ότι η τυχόν εκποίηση του ανωτέρω αυτοκινήτου δεν είναι εφικτή, λόγω της γενικότερης έλλειψης ενδιαφέροντος του καταναλωτικού κοινού προς αγορά τέτοιων αυτοκινήτων, δηλαδή της παλαιότητάς του. Εξάλλου, η ενάγουσα δεν διαθέτει άλλα εισοδήματα, ούτε περιουσία ενόψει του ότι, ήδη, εξαναγκάστηκε να εκποιήσει τα στοιχεία της ακίνητης περιουσίας της για την καταβολή του ποσού των χρεών που ο εναγόμενος είχε δημιουργήσει. Ειδικότερα, ο εναγόμενος, εκτός του κύριου επαγγέλματός του ως ναυτικού,είχε ασχοληθεί και με επιχειρηματικές δραστηριότητες, στις οποίες είχε αναμίξει και την ενάγουσα, πρώην σύζυγό του, η οποία δεν διέθετε αντίστοιχη εμπειρία ούτε σχετικές γνώσεις, αφού απασχολούνταν, κατά κανόνα, με τις εργασίες της συζυγικής οικίας. Συγκεκριμένα, κατά το έτος 1991, ο εναγόμενος συνέστησε τη ναυτιλιακή εταιρία με την επωνυμία «…………..», με σκοπό τη ναυπήγηση, την αγορά και εκμετάλλευση τουριστικών σκαφών-θαλαμηγών, η οποία επιχορηγήθηκε (επιχορήγηση και επιδότηση δανείου) από το κράτος με το ποσό των 24.021.383 δραχμών (ήδη ισόποσο των 70.495,62 ευρώ). Στην εταιρία αυτή συμμετείχε, με πολύ μικρό μερίδιο,και η ενάγουσα, η οποία, αν και δεν είχε οποιαδήποτε γνώση του αντίστοιχου αντικειμένου, ορίστηκε ως διαχειρίστρια και διεκπεραίωνε τις εντολές του εναγομένου, κατά το διάστημα που αυτός απουσίαζε στο εξωτερικό, εξαιτίας των ναυτολογήσεών του. Η δραστηριότητα της ανωτέρω εταιρίας, όμως, είχε δυσμενή εξέλιξη, μάλιστα, κατά το Νοέμβριο του έτους 2002, εκδόθηκαν οι υπ’ αριθ. Α.Π. 3 813/12102/Ν. 1262/82/20.11.2002 και Α.Π. 3 814/12101/Ν. 1262/82/20.11.2002 αποφάσεις του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας Αττικής, με τις οποίες αποφασίστηκε η επιστροφή της επιχορήγησης και επιδότησης του επιτοκίου σχετικού δανείου, που είχε γίνει προς την προαναφερθείσα ναυτιλιακή εταιρία, ποσού 70.495,62 ευρώ και 38.151,14 ευρώ με τη διαδικασία εισπράξεως των Δημοσίων Εσόδων. Επιπλέον, ο εναγόμενος, στο πλαίσιο της επιχειρηματικής δραστηριότητάς του, σύναπτε συχνά δανειακές συμβάσεις, ως δανειολήπτης, και κατ’ απαίτησή του, η ενάγουσα είχε εγγυηθεί για την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του από τις εν λόγω συμβάσεις και με τη δική της περιουσία. Έτσι, ενόψει του ότι ο εναγόμενος δεν μπορούσε να καταβάλει το ποσό που ήταν αναγκαίο για την ικανοποίηση των απαιτήσεων που αφορούσαν στις ως άνω δανειακές συμβάσεις τις οποίες αυτός είχε συνάψει, η ενάγουσα αναγκάστηκε να πωλήσει τα περιουσιακά στοιχεία της και, συγκεκριμένα, πώλησε ένα οικόπεδο ευρισκόμενο στη Σαλαμίνα και δύο οικόπεδα κείμενα στον Πόρο, το ένα εκ των οποίων, με τα επ’ αυτού ανεγερθέντα διαμερίσματα ενοικιαζομένων δωματίων, προκειμένου να εξοφληθούν τα σχετικά χρέη. Ακόμη, η ενάγουσα, εκτός από την υποχρέωση καταβολής του ως άνω μισθώματος για τη χρήση της οικίας της, επιβαρύνεται και με τις συνήθεις δαπάνες λειτουργίας και συντήρησης αυτής (οικίας), δηλαδή για την παροχή ηλεκτρικού ρεύματος, ύδατος, τηλεφωνικής επικοινωνίας, κοινοχρήστων κλπ, οι οποίες ανέρχονται συνολικώς στο ποσό των 300 ευρώ περίπου μηνιαίως. Επιπλέον, η ενάγουσα διατηρεί σημαντικές οφειλές προς τράπεζες από συμβάσεις δανείων και πιστωτικών καρτών, που είχε συνάψει στο παρελθόν, συνολικού ποσού 20.000 ευρώ περίπου, για τις οποίες, λόγω της ως άνω οικονομικής κατάστασής της, δεν έχει τη δυνατότητα να καταβάλλει το ποσό της εκάστοτε οφειλόμενης ελάχιστης καταβολής, αλλά καταβάλλει έναντι αυτής και όχι τακτικώς διάφορα μικρότερα χρηματικά ποσά, τα οποία, δεν προαφαιρούνται από το εισόδημά της, αλλά απλώς συνεκτιμώνται ως επιπλέον βιοτική της ανάγκη και ως στοιχείο προσδιοριστικό των συνθηκών διαβίωσής της. Τέλος, αποδείχθηκε ότι, πλέον των ανωτέρω οικονομικών υποχρεώσεων της ενάγουσας (για το ως άνω μίσθωμα και τις δαπάνες της οικίας της), για την κάλυψη των εν γένει βιοτικών αναγκών της, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες της ζωής και ανταποκρίνονται στις απαραίτητες ως προς την ηλικία της δαπάνες για την τροφή, ένδυση, υπόδηση, ψυχαγωγία, μετακίνηση, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη (πέραν του ποσού που καλύπτει ο ασφαλιστικός φορέας της), απαιτείται το ποσό των 500 ευρώ μηνιαίως. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο εκκαλών – εναγόμενος, ο οποίος είναι ηλικίας 77 ετών,εργαζόταν ως ναυτικός και ήδη, κατά το έτος 1998, συνταξιοδοτήθηκε ως Α΄ μηχανικός. Μάλιστα, ο τελευταίος συνέχισε και μετά τη συνταξιοδότηση του (από το Ν.Α.Τ.) να ναυτολογείται μέχρι και το Φεβρουάριο του έτους 2007 σε ποντοπόρα πλοία με οκτάμηνες, συνήθως, συμβάσεις ως Α’ μηχανικός. Επίσης, τα μηνιαία εισοδήματά του εναγομένου από την ως άνω αιτία (παροχή σύνταξης) ανέρχονται α) για το έτος 2015 στο ποσό των 1.442,49 ευρώ (17.309,89 :12), β) για το έτος 2016 στο ποσό των 1.372,29 ευρώ(16.467,51:12) και γ) για το έτος 2017 στο ποσό των 1.302,88 ευρώ (1.085,21 +217,67). Επίσης, ο εναγόμενος είναι κύριοςμίας διώροφης οικοδομής, κειμένης στην παραλιακή οδό του Γαλατά Τροιζηνίας, επί οικοπέδου εκτάσεως 172,20 τ.μ., αποτελούμενης από ένα ισόγειο κατάστημα, εμβαδού 80 τ. μ. και πρώτο όροφο, που αποτελεί αυτοτελή οριζόντια ιδιοκτησία, οικίαςεπιφανείας 62 τ.μ., στην οποία διαμένει ο εναγόμενος και επί της οποίας υφίσταται προσημείωση υποθήκης υπέρ της Εθνικής Τράπεζας για το ποσότων 120.000 ευρώ. Κατά το χρονικό διάστημα από 9-3-2007 έως 22-8-2008, ο εναγόμενος διατηρούσε στο προαναφερθέν ισόγειο κατάστημα ατομική επιχείρηση καφέ μπαρ-εστιατορίου, ενώ, από την 5-8-2008, δυνάμει του υπ’ αριθ. 1831/5-8-2008 συμφωνητικού μίσθωσης του συμβολαιογράφου Καλαυρίας (Πόρου) ……….., ο εναγόμενος εκμίσθωσε αυτό στη ….. ……….., νυν σύζυγό του, αντί του μηνιαίου μισθώματος των 250 ευρώ, η οποία το υπεκμίσθωσε στη συνέχεια προς τρίτο πρόσωπο (………….), αντί μηνιαίου μισθώματος ποσού 700 ευρώ, το οποίο, στις 26-5-2016, αναπροσαρμόσθηκε στο ποσό των 400 ευρώ. Ωστόσο, προέκυψε ότι το ποσό του τελευταίου μισθώματος εισέπραττε ο ίδιος ο εναγόμενος, ενόψει του ότι η ανωτέρω σύμβαση μισθώσεως (του υπ’ αριθ. ………./5-8-2008 συμφωνητικού) είχε καταρτισθεί φαινομενικώς (εικονική) με μοναδικό σκοπό την απόκρυψη του αντίστοιχου εισοδήματος από αυτόν (εναγόμενο). Ειδικότερα,το ανωτέρω συνάγεται από το ότι δεν δικαιολογείται, κατά τους κανόνες της λογικής και της κοινής πείρας, να εκμισθώνει κάποιος το κατάστημά του, έναντι ιδιαιτέρως περιορισμένου μισθώματος, προς τη σύζυγο του, προκειμένου, στη συνέχεια, η τελευταία να υπομισθώσει αυτό, αντί σημαντικώς μεγαλύτερου μισθώματος, σε τρίτο πρόσωπο, χωρίς να υφίσταται κάποια άλλη αιτία για την μη εκμίσθωση απευθείας από τον αρχικό εκμισθωτή (εναγόμενο) προς το τρίτο πρόσωπο. Μάλιστα, η ανωτέρω κρίση δεν αναιρείται από το ότι, τυχόν, η ………. είχε προβεί στο δανεισμό χρηματικού ποσού προς τον εναγόμενο για την καταβολή κάποιων χρεών του, όπως ο τελευταίος επικαλείται, ενόψει του ότι η απόδοση του ποσού του σχετικού δανείου, ευχερώς, θα μπορούσε να ρυθμιστεί με κάποιο άλλο τρόπο μεταξύ τους, λόγω της σχέσης τους ως συζύγων. Ως εκ τούτου, το ποσό του ως άνω μισθώματος πρέπει να συνυπολογισθεί στα αντίστοιχα εισοδήματα του εναγομένου. Επίσης, αποδείχθηκε ότι εναγόμενος είναι κύριος ενός κτήματος με ελαιόδενδρα, επιφάνειας δέκα (10) στρεμμάτων περίπου, κείμενο στη θέση «……» στην περιοχή «……..» του Γαλατά Τροιζηνίας, εμπορικής αξίας 60.000 ευρώ τουλάχιστον. Το τελευταίο περιουσιακό στοιχείο, επί του παρόντος, δεν αποφέρει κάποιο εισόδημα στον εναγόμενο, αλλά θα ληφθεί υπόψη για τον προσδιορισμό της εν γένει οικονομικής κατάστασης του, ως στοιχείο, το οποίο θα μπορούσε να αποφέρει χρηματική επαύξηση της περιουσίας του από την τυχόν εκποίηση του έναντι τιμήματος. Ακόμη, ο εναγόμενος έχει στην κυριότητά του ένα ιδιωτικής χρήσεως επιβατικό αυτοκίνητο, εργοστασίου κατασκευής «PEUGEOT» τύπου «301 cc, καμπριολέ», εμπορικής αξίας 6.000 ευρώ. Εξάλλου, όπως προαναφέρθηκε, ο εναγόμενος κατοικεί στον Πόρο, στον πρώτο όροφο του ως άνω ακινήτου της ιδιοκτησίας του, έτσι, δεν επιβαρύνεται με δαπάνες μισθώσεως για τη χρήση κάποιας οικίας, αλλά επιβαρύνεται με τις συνήθεις δαπάνες λειτουργίας και συντήρησης αυτής, πλέον των αναγκαίων δαπανών για τη εν γένει διατροφή του (τροφή, ένδυση, μετακίνηση, ψυχαγωγία και ιατροφαρμακευτική περίθαλψή του). Εξάλλου, όσον αφορά στη συνεισφορά του εναγομένου για τις ανάγκες της έγγαμης συμβίωσης του με τη νέα σύζυγο του, δεν αποδείχθηκε ότι η τελευταία έχει εισόδημα από κάποια εργασία, πλην όμως πρέπει να ληφθεί υπόψη το ότι, δυνάμει του υπ’ αριθ. ……../2010 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Καλαυρίας ……….., αυτή πώλησε ένα αγροτεμάχιο, εκτάσεως 38 περίπου στρεμμάτων, κείμενο στην περιοχή «………» Τροιζηνίας, εισπράττοντας αντίστοιχο τίμημα ποσού 125.000 ευρώ. Τέλος, προέκυψε ότι ο εναγόμενος, είχε συνάψει συμβάσεις δανείου, στις 21-11-2007, με την «Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος», για βελτίωση και επισκευή της ως άνω οικίας στην οποία διαμένει, ποσού 100.000 ευρώ, με χρόνο αποπληρωμής τα 12 έτη, καθώς και στις 16-3-2007 με την «Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος», για την κάλυψη καταναλωτικών αναγκών, ποσού 25.000 ευρώ, με χρόνο αποπληρωμής τους 84 μήνες, χωρίς να προκύπτει από κάποιο στοιχείο, το ύψος της τυχόν υπολειπόμενης οφειλής και των τοκοχρεωλυτικών αυτών δόσεων. Άλλα εισοδήματα ή περιουσία δεν διαθέτει ο εναγόμενος, ούτε έχει άλλες οικονομικές υποχρεώσεις.
Από τα προαναφερθέντα, αποδείχθηκε, ότι κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα (των τριών ετών από την επίδοση της αγωγής), η εφεσίβλητη – ενάγουσα ήταν σε κατάσταση μερικής αδυναμίας για να εξασφαλίσει τη διατροφή της από τα ως άνω εισοδήματα της και την περιουσίας της, καθώς και ότι ο εκκαλών – εναγόμενος είχε την οικονομική δυνατότητα να παράσχει στην εφεσίβλητη – ενάγουσα διατροφή (σε χρήμα). Επίσης, ενόψει των προαναφερθεισών αναγκών της ενάγουσας, όπως προκύπτουν αυτές από τις εν γένει συνθήκες της ζωής της, που διαμορφώθηκαν μετά τη λύση του εν λόγω γάμου της, σε συνδυασμό με τις ως άνω οικονομικές δυνατότητες των διαδίκων, η ανάλογη σε χρήμα διατροφή της ενάγουσας, που πρέπει να καταβάλλει ο εναγόμενος προς συμπλήρωση της διατροφής της, ανέρχεται στο ποσό των 250 ευρώ μηνιαίως. Το ποσό αυτό, ο εναγόμενος έχει τη δυνατότητα να καταβάλλει στην ενάγουσα, χωρίς να θέσει σε κίνδυνο τη δική του διατροφή, δεδομένου ότι το υπολειπόμενο, εκ των ως άνω μηνιαίων εισοδημάτων του, χρηματικό ποσό επαρκεί για την κάλυψη των αναγκών συντηρήσεώς του και των λοιπών υποχρεώσεων που τον βαρύνουν. Μάλιστα, η τελευταία κρίση ενισχύεται από το ότι, δυνάμει της υπ’ αριθ. 553/2017 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς κρίθηκε ότι ο εναγόμενος είχε την οικονομική δυνατότητα να καταβάλλει στην ενάγουσα για την αντίστοιχη διατροφή της το ποσό των 300 ευρώ μηνιαίως, για το χρονικό διάστημα των τριών ετών από την 16-5-2009, χωρίς να θέσει σε κίνδυνο τη δική του διατροφή, σε συνδυασμό με το ότι δεν προέκυψε, μεταγενεστέρως, κάποια ιδιαίτερη απομείωση των εισοδημάτων του εναγομένου, η οποία να δικαιολογεί τυχόν σχετική οικονομική αδυναμία του. Επομένως, η ένσταση περί διακινδυνεύσεως της ιδίας διατροφής, την οποία είχε προβάλλει πρωτοδίκως ο εκκαλών – εναγόμενος και την οποία επαναφέρει με την έφεσή του είναι απορριπτέα ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, όπως ορθώς δέχθηκε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του, κατά συνέπεια, ο σχετικός λόγος της εφέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Εξάλλου, από το άνευ ημερομηνίας, ιδιωτικό συμφωνητικό, το οποίο καταρτίσθηκε μεταξύ των διαδίκων, κατά τον Οκτώβριο του έτους 2002, προκύπτει ότι, στο πλαίσιο της συμφωνίας αυτών (διαδίκων) για να λύσουν τον γάμο τους με συναινετικό διαζύγιο, ρύθμισαν τις σχετικές οικονομικές σχέσεις. Ειδικότερα, με τον υπ’ αριθ. 5 όρο του ανωτέρω ιδιωτικού συμφωνητικού ο εκκαλών – εναγόμενος ανέλαβε την υποχρέωση να καταβάλλει στην εφεσίβλητη – ενάγουσα το ποσό των 450 ευρώ μηνιαίως ως διατροφή της, επιπλέον αναφέρεται σ’ αυτό (ιδιωτικό συμφωνητικό) ότι «… Το ποσό αυτό θα καταβάλλεται από τον πρώτο των συμβαλλομένων [εναγόμενο] μέχρι την ημέρα πού η δευτερα των συμβαλλόμενων [ενάγουσα] θα υποβάλλει την αίτησή της προς συνταξιοδότησή της στο ΤΕΒΕ ή σε άλλο ασφαλιστικό φορέα …». Ως εκ τούτου, από το ως άνω περιεχόμενο του ανωτέρω ιδιωτικού συμφωνητικού συνάγεται ότι η σχετική συμφωνία των διαδίκων αφορούσε τη ρύθμιση του ζητήματος της οφειλόμενης από τον εναγόμενο διατροφής της ενάγουσας, αποκλειστικώς για το αναφερθέν χρονικό διάστημα, δηλαδή μέχρι την υποβολή της ως άνω αιτήσεως, χωρίς να περιλαμβάνεται κάποια πρόβλεψη για το μετά τη λήξη της συμφωνηθείσας διάρκειας διάστημα, ενώ ουδεμία δήλωση της ενάγουσας, ρητή ή σιωπηρώς συναγόμενη, περιλήφθηκε στο ανωτέρω συμφωνητικό περί παραίτησής της από το δικαίωμά της, υφιστάμενο ή μελλοντικό, να απαιτήσει διατροφή από τον εναγόμενο.Επομένως. ο σχετικός ισχυρισμός του εκκαλούντος – εναγομένου περί αποσβέσεως του δικαιώματος διατροφής της εφεσίβλητης – ενάγουσας λόγω παραιτήσεως, τον οποίο είχε προβάλλει πρωτοδίκως ο εκκαλών – εναγόμενος και τον οποίο επαναφέρει με την έφεσή του είναι απορριπτέος ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος, όπως ορθώς δέχθηκε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του, κατά συνέπεια, ο σχετικός λόγος της εφέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Ακόμη, δεν αποδείχθηκε ότι η εφεσίβλητη – ενάγουσα προέβη σε κάποια ενέργεια από την οποία να προκλήθηκε η ως άνω μερική αδυναμία της για την εν λόγω διατροφή της, ούτε ότι συμπεριφέρθηκε, κακοπίστως, προκειμένου ο εκκαλών – εναγόμενος να επιβαρυνθεί με την καταβολή προς αυτήν της διατροφής αυτής. Επιπροσθέτως, δεν προέκυψε η ύπαρξη τέτοιας συμπεριφοράς της εφεσίβλητης – ενάγουσας συνδεόμενης με αντίστοιχη του εκκαλούντος – εναγομένου, η οποία να αφορά την αγωγική αξίωση αυτής και να καθιστά την άσκηση της αγωγής αντίθετη στις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, όπως αντίθετα αλλά αβάσιμα ισχυρίζεται ο εκκαλών – εναγόμενος, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες (υπό στοιχείο ΙΙΙ) σκέψεις. Επομένως οι σχετικοί ισχυρισμοί του εκκαλούντος – εναγομένου, τους οποίους είχε προβάλλει πρωτοδίκως και τους οποίους επαναφέρει με την έφεσή του, είναι απορριπτέοι ως κατ’ ουσίαν αβάσιμοι, όπως δέχθηκε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του (έστω και με διαφορετική αιτιολογία), κατά συνέπεια, οι αντίστοιχοι λόγοι της εφέσεως είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι.Τέλος, όσον αφορά το αίτημα του εκκαλούντος-εναγομένου περί επιδείξεως των αναφερομένων εγγράφων (άρθρα 450 επ. του ΚΠολΔ), το οποίο περιλαμβάνεται στις προτάσεις του, ανεξαρτήτως παντός άλλου, αυτό είναι απορριπτέο, γιατί τα περιστατικά που αφορούν την εν λόγω υπόθεση προκύπτουν από τα προαναφερθέντα στοιχεία, τα οποία κρίνονται επαρκή, έτσι, παρέλκει η προσκόμιση των σχετικών εγγράφων που επικαλείται ο εκκαλών – εναγόμενος (για όσα δεν προσκομίσθηκαν).
Κατ’ ακολουθίαν των προεκτεθέντων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του δέχθηκε κατά ένα μέρος την ως άνω αγωγή και αναγνώρισε ότι ο εκκαλών -εναγόμενος οφείλει να καταβάλλει στην εφεσίβλητη -ενάγουσα, ως διατροφή σε χρήμα, το ποσό των 250 ευρώ την πρώτη εκάστου μηνός, για χρονικό διάστημα τριών ετών από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση καταβολής κάθε μηνιαίας δόσης μέχρι την ολοσχερή τους εξόφληση, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς και στην εκτίμηση των αποδείξεων, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες (υπό στοιχείο ΙΙ) σκέψεις. Επομένως, πρέπει, συμπληρουμένης της αιτιολογίας της εκκαλούμενης αποφάσεως με αυτήν της παρούσας αποφάσεως (άρθρο 534 ΚΠολΔ), η ένδικη έφεση να απορριφθεί στο σύνολο της ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη. Τέλος, η δικαστική δαπάνη, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, πρέπει να συμψηφισθεί στο σύνολο της μεταξύ των διαδίκων, λόγω του ότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν ήταν ιδιαιτέρως δυσχερής (άρθρα 179 και 183 του ΚΠολΔ). Εξάλλου, όσον αφορά στο παράβολο, που κατατέθηκε για την άσκηση της εφέσεως, δεν πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του στο δημόσιο ταμείο, παρά την ήττα του καταθέσαντος εκκαλούντος, ενόψει του ότι αυτό κατατέθηκε χωρίς να υφίσταται σχετική υποχρέωση (άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με την παρ. 2 του άρθρου ένατου του άρθρου 1 του ν. 4335/2015, βλ. Κ. Μακρίδου «Ειδικές Διαδικασίες» σελ. 59-60 αρ. 61).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικώς και απορρίπτει την έφεση κατ’ ουσίαν.
Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη των διαδίκων, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά στις 7-5-2021 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ