Αριθμός 433/2020
ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αμαλία Μήλιου, Πρόεδρο Εφετών, Γεωργία Λάμπρου, Εφέτη-Εισηγήτρια και Ευγενία Τσιώρα, Εφέτη και από τη Γραμματέα Τ.Λ..
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Νόμιμα φέρονται προς συζήτηση, με την από 21-11-2017 (γεν.αριθμ.καταθ. …../2017) κλήση των τριών πρώτων εφεσίβλητων – καθών της από 21-5-2007 (αριθμ.καταθ. …./2007) ανακοπής: α) η από 16-12-2010 (αριθμ.εκθ.καταθ. …./2010) έφεση της εκκαλούσας τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………» (καθολικής διαδόχου της ανακόπτουσας της ως ανω ανακοπής τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…….») κατά της υπ΄αριθμ. 5964/2009 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (όπως αυτή διορθώθηκε με την υπ΄αριθμ. 2386/2010 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου) που δίκασε κατά την τακτική διαδικασία ,κατ΄αντιμωλία των διαδίκων και β) η από 27-3-2014 (γεν.αριθμ.καταθ…../2014) αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση της τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……………» υπερ της εκκαλούσας.
Η ως ανω από 16-12-2010 έφεση και η από 27-3-2014 αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση πρέπει να συνεκδικαστούν λόγω της μεταξύ τους συνάφειας και διότι έτσι διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων (άρθρα 31 και 246 ΚΠολΔ), πέραν του ότι η πρόσθετη παρέμβαση δεν είναι επιδεκτική χωριστής συζήτησης, από εκείνη της εκκρεμούς δίκης, αφού δεν έχει αυτοτέλεια έναντι της έφεσης, αλλά εξαρτάται από την κύρια δίκη που ανοίχθηκε με την υπο κρίση έφεση, από την οποία δεν μπορεί να χωριστεί (ΑΠ 1426/2013 ,ΕφΑθ 4499/2000 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 4355/2002 ΕλλΔνη 2004.206).
Από τις διατάξεις του άρθρου 225 παρ.1 και 2 του ΚΠολΔ, συνάγεται ότι παρέχεται η δυνατότητα στους διαδίκους και μετά την εκκρεμοδικία να μεταβιβάσουν το επίδικο πράγμα ή δικαίωμα, υπό τους όρους και προϋποθέσεις του ουσιαστικού δικαίου. Η μεταβίβαση, όμως, του επίδικου πράγματος ή δικαιώματος, που έγινε μετά την επέλευση της εκκρεμοδικίας, δεν επιφέρει μεταβολή στην έννομη σχέση της δίκης, γιατί αυτή δεν αποβαίνει αναγκαίο παρακολούθημα της ουσιαστικής έννομης σχέσης, αλλά η δίκη συνεχίζεται μεταξύ των διαδίκων, εωσότου νομίμως περατωθεί. Μέχρι τότε μόνος νομιμοποιούμενος να διεξαγάγει τη δίκη είναι ο διάδικος που μεταβίβασε, μετά την επέλευση της εκκρεμοδικίας, το επίδικο πράγμα ή δικαίωμα, ή, σε περίπτωση θανάτου αυτού, ο νομιμοποιούμενος, σύμφωνα με το άρθρο 290 του ΚΠολΔ, να συνεχίσει στο όνομά του τη δίκη, κληρονόμος αυτού. Δηλαδή, ο ειδικός διάδοχός του δεν αποκτά αυτοδικαίως την ιδιότητα του διαδίκου και δεν εισέρχεται στη θέση του δικαιοπαρόχου του, διαδίκου, ούτε μετά το θάνατο του τελευταίου, αλλά έχει δικαίωμα, έως την έκδοση αμετάκλητης απόφασης, ν’ ασκήσει παρέμβαση, ακόμη και για πρώτη φορά ενώπιον του Εφετείου ή του Αρείου Πάγου (ΑΠ 1136/2013 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1345/2009 ΧρΙΔ 2010.273, ΑΠ 4047/2007 Αρμ 2008.449, ΑΠ 1920/2006 ΝοΒ 2007.1115, ΕφΠειρ 583/2014 ΤΝΠ Νόμος). Στο νόμο δεν εξειδικεύεται αν η παρέμβαση αυτή θα είναι κύρια (άρθρο 79 ΚΠολΔ) ή πρόσθετη (άρθρο 80 ΚΠολΔ) και συνεπώς είναι, κατ’ αρχήν, δυνατή η άσκηση είτε κύριας είτε πρόσθετης παρεμβάσεως (βλ. ΑΠ 612/1980 ΝοΒ 28.1980). Πότε θα ασκηθεί η μία ή η άλλη, εξαρτάται από την έκταση παροχής έννομης προστασίας, την οποία επιδιώκει ο παρεμβαίνων. Ως μεταβίβαση, κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, θεωρείται κάθε μορφή ειδικής διαδοχής στο επίδικο πράγμα ή δικαίωμα είτε αυτή είναι εκούσια, στηριζόμενη στη δικαιοπρακτική βούληση των διαδίκων, είτε είναι αναγκαστική, που γίνεται με διάταξη νόμου ή με μονομερή πολιτειακή πράξη, εφόσον δεν συνιστά πρωτότυπο τρόπο κτήσεως του επιδίκου πράγματος ή δικαιώματος. Συνεπώς, ο διάδικος που μεταβίβασε το επίδικο πράγμα ή δικαίωμα καλείται υποχρεωτικά να παραστεί στη δίκη σε οποιοδήποτε στάδιο και αν βρίσκεται αυτή, αυτός δε με τους λοιπούς αρχικούς διαδίκους θεωρούνται μόνοι αρμόδιοι να τερματίσουν τη δίκη (βλ. Νίκα: ΝοΒ 1985.830, Κονδύλη, Το Δεδικασμένο κατά τον ΚΠολΔ, σ. 259, 512, 521 ιδία σ. 539 όπου και παραπομπές σε συγγραφείς και νομολογία, ΕφΠατρ 739/2008 ΑχΝομ 2009.363, ΕφΑθ 9471/1979 ΝοΒ 1980.546) με μόνη τη δικονομική δυνατότητα του ειδικού διαδόχου να ασκήσει παρέμβαση, όχι όμως να ενεργήσει για δικό του λογαριασμό και στο όνομά του οποιαδήποτε διαδικαστική πράξη, που έχει σχέση με τη διεξαγωγή και την πρόοδο της δίκης. Εάν, δε, ενεργήσει τέτοιες πράξεις, στις οποίες περιλαμβάνεται η κατάθεση προτάσεων και η κατάθεση και η επίδοση κλήσεως για νέα συζήτηση της υπόθεσης, αυτές είναι άκυρες και η ακυρότητα λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως κατά τις διατάξεις των άρθρων 68, 73, 159 § 1 και 160 § 1 ΚΠολΔ (βλ. ΑΠ 1028/2010, 152/2000, 76/1980 και 871/1978 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 7246/2013 ΕλλΔνη 2015.162). Κύρια παρέμβαση έχει δικαίωμα να ασκήσει ο ειδικός διάδοχος, όταν έχει έννομο συμφέρον να δημιουργήσει δεδικασμένο, όχι μόνο έναντι του αντιδίκου του δικαιοπαρόχου του, αλλά και απέναντι στον ίδιο το δικαιοπάροχό του ή στους καθολικούς διαδόχους εκείνου. Τούτο συμβαίνει όταν ο δικαιοπάροχος του παρεμβαίνοντος ή οι καθολικοί διάδοχοί του αμφισβητούν ότι ο ειδικός διάδοχος απέκτησε εγκύρως το επίδικο πράγμα ή δικαίωμα. Μόνη η μεταβίβαση του επίδικου αντικειμένου δεν στερεί από τον διάδικο που το μεταβίβασε την εξουσία να εξακολουθήσει να διεξάγει τη δίκη, ούτε θεμελιώνει υπέρ του ειδικού διαδόχου δικαίωμα να ασκήσει κύρια παρέμβαση. Αν το έννομο συμφέρον, που απαιτείται για την άσκηση κύριας παρέμβασης, δεν εκτίθεται στο δικόγραφο αυτής ή δεν δικαιολογείται, τότε η παρέμβαση δεν ισχύει ως κύρια, αλλά, εφόσον περιέχει τα στοιχεία της πρόσθετης, θα ισχύσει με το χαρακτήρα της τελευταίας (Α.Π. 1155/2013, Α.Π. 1136/2013, Α.Π. 1430/2012, Α.Π. 1411/2011, Α.Π. 1475/2010, Α.Π. 785/2007 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Α.Π. 1004/1992 ΕλλΔνη 35.431, Α.Π. 648/1980, ΕφΔωδ 162/2009, ΕφΠατρ 1027/2008, ΕφΠατρ 219/2008, ΕφΑθ 4047/2007, ΕφΔωδ 103/2007, ΕφΛαρ 240/2002, ΕφΔωδ 116/2000, ΕφΑθ 1851/1996, Εφ Θεσ 328/1990 ΤΝΠ Νόμος). Σύμφωνα δε, με το άρθρο 83 ΚΠολΔ, η πρόσθετη παρέμβαση χαρακτηρίζεται αυτοτελής, όταν τα υποκειμενικά όρια του δεδικασμένου ή της εκτελεστότητας ή της άμεσης διαπλαστικής ενέργειας καταλαμβάνουν και τον προσθέτως παρεμβαίνοντα. Αυτοτελής είναι, συνεπώς, και η πρόσθετη παρέμβαση του ειδικού διαδόχου (ΕφΠειρ 744/2014 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 10097/1986 Δ 1987.698). Εάν μάλιστα συμφωνούν οι αρχικοί διάδικοι, σύμφωνα με το άρθρο 85 ΚΠολΔ, αυτός που παρενέβη προσθέτως δικαιούται να μετάσχει στη δίκη ως κύριος διάδικος, οπότε υπεισέρχεται στην θέση εκείνου, υπέρ του οποίου άσκησε την παρέμβαση και τίθεται εκτός δίκης ο τελευταίος, ενώ η απόφαση που πρόκειται να εκδοθεί δεν ισχύει και κατά του παραπάνω εκτός δίκης τεθέντος διαδίκου (Α.Π. 1028/2010 ΤΝΠ Νόμος, Α.Π. 1260/1983 ΝοΒ 32.1013, Α.Π. 621/1980 ΝοΒ 23.1980, ΕφΠειρ 705/2014, ΕφΠειρ 1738/1987 ΤΝΠ Νόμος). Η συμφωνία είναι άτυπη και μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε μέσο, όπως με συμβολαιογραφικό ή ιδιωτικό έγγραφο, με δήλωση στις προτάσεις, ή προφορικά κατά τη συζήτηση και με καταχώριση στα πρακτικά (ΕφΑθ 8040/1986 ΕλλΔνη 1987.1093, Βαθρακοκοίλης Β., Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ανάλυση κατ’ άρθρο, τόμος Α΄, έκδοση 1996, άρθρο 85, υπό 1, 2, 3, σ. 593). Συμφωνία από μόνη την ερημοδικία κυρίου διαδίκου δεν μπορεί να συναχθεί (ΕφΠειρ 744/2014 ό.π., ΕφΑθ 5361/1993 Δ 1994.733-734, Κεραμεύς-Κονδύλης-Νίκας, Ερμηνεία ΚΠολΔ, Τόμος Ι, άρθρο 85, αρ. 2, σελ. 197). Αν δεν συντρέχει η ανωτέρω προϋπόθεση, ο διάδικος που διέθεσε το επίδικο πράγμα ή δικαίωμα εξακολουθεί να νομιμοποιείται ως μη δικαιούχος διάδικος. Δηλαδή ο αρχικός (πριν τη μεταβίβαση) διάδικος παραμένει τέτοιος και συμμετέχει στη δίκη ως μη δικαιούχος διάδικος (ΑΠ 1028/2010 ό.π., ΕφΠειρ 1738/1997 ΕΔΠολ 1992.260). Ο παρεμβάς ειδικός διάδοχος, αν ασκήσει μόνο παρέμβαση και δεν υπάρχει η προαναφερθείσα συμφωνία, ενεργεί μεν όλες τις διαδικαστικές πράξεις, αλλά προς το συμφέρον του δικαιοπαρόχου του αρχικού διαδίκου σύμφωνα με το άρθρο 82 ΚΠολΔ (ΑΠ 712/2013 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1430/2012 ό.π., ΑΠ 1028/2010 ό.π., ΕφΑθ 7246/2013 ό.π). Στην περίπτωση της κατ’ άρθρο 83 ΚΠολΔ αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, ο νόμος μεταχειρίζεται τον παρεμβάντα στο πλαίσιο της διαδικασίας, ως αναγκαίο ομόδικο του διαδίκου, υπέρ του οποίου παρεμβαίνει, απαλλασσόμενο από τη διαδικαστική κηδεμονία του συμμάχου του διαδίκου με όλες τις παρεχόμενες εκτεταμένες δικονομικές εξουσίες ενός αναγκαίου ομοδίκου. Με την άσκηση της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, ο παρεμβαίνων, χωρίς να εισάγει στη δίκη μία νέα έννομη σχέση, αντιδικεί για την ήδη εκκρεμή έννομη σχέση, η διάγνωση της οποίας επισύρει την επέκταση της ισχύος της απόφασης, δηλαδή των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου, της εκτελεστότητας και της διαπλαστικής ενέργειας αυτής στις έννομες σχέσεις του παρεμβαίνοντος προς τον αντίδικό του. Η ασκούμενη, κατά τις διατάξεις του άρθρου 83 ΚΠολΔ, αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση, δημιουργεί περιορισμένου περιεχομένου επιγενόμενη αναγκαία ομοδικία του παρεμβαίνοντος με τον υπέρ ού η παρέμβαση, στο μέτρο που ο παρεμβαίνων θεωρείται ως, κατά πλάσμα δικαίου, αναγκαίος ομόδικος με τις παρεχόμενες δικονομικές εξουσίες αυτού, χωρίς όμως να έχει στη διάθεσή του διαδικαστικές ευχέρειες που προσιδιάζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο του κυρίου διαδίκου (ΑΠ 1485/2006 ΧρΙΔ 2007.154, ΑΠ 1191/2003 ΕλλΔνη 2005.475, ΑΠ 931/2002 ΕλλΔνη 2003.1351, ΕφΠειρ 583/2014 ό.π., ΕφΑθ 2809/2008 ΕλλΔνη 2011.183, Μ. Μαργαρίτης, ΕρμΚΠολΔ, τόμ. Ι, άρθρο 83, αρ. 1 και 2, σελ. 179). Περαιτέρω, από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 80, 81 § 1 εδ. α΄ και 215 § 1 εδ. α΄ του ΚΠολΔ συνάγεται ότι η πρόσθετη παρέμβαση ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για την αγωγή, δηλ. με κατάθεση αυτοτελούς δικογράφου στη Γραμματεία του Δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνεται και επίδοση αντιγράφου αυτής σε όλους τους, μέχρι την άσκησή της, διαδίκους (βλ. ΑΠ 452/2007 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 137/2007 ΝοΒ 2007.1850).
Στην προκειμένη περίπτωση, παραδεκτώς και νομίμως ασκείται το πρώτον στην παρούσα δίκη, που ανοίχθηκε με την ένδικη έφεση, η ασκηθείσα με ιδιαίτερο δικόγραφο από 27-3-2014 πρόσθετη παρέμβαση της τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «………….», με την οποία η τελευταία, επικαλούμενη έννομο συμφέρον ως έχουσα αποκτήσει, με τον αναφερόμενο τρόπο (εκχώρηση), από την Κυπριακή Δημόσια Εταιρία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «……….» καθολικής διαδόχου της εκκαλούσας τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……………..», το επίδικο δικαίωμα, μετά την έναρξη της εκκρεμοδικίας (και συγκεκριμένα μετά την αναβίωση αυτής με την άσκηση της υπό κρίση έφεσης), ζητεί, ως ειδική διάδοχος αυτής στο ουσιαστικό δικαίωμα, που αποτελεί το αντικείμενο της προκειμένης δίκης και συνακόλουθα ως αναγκαία με αυτήν ομόδικος, να αποβεί η δίκη υπέρ της εκκαλούσας δικαιοπαρόχου της, με την παραδοχή της έφεσής της. Με το προαναφερόμενο ιστορικό και αίτημα, η πρόσθετη παρέμβαση, η οποία είναι αυτοτελής, σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη, κρίνεται νόμιμη, στηριζόμενη στις προαναφερόμενες διατάξεις. Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί στη συνέχεια η κρινόμενη πρόσθετη παρέμβαση ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της, χωρίς ωστόσο να είναι δυνατή η υποκατάσταση της εκκαλούσας ή της καθολικής διαδόχου αυτής από την προσθέτως παρεμβαίνουσα, δεδομένου ότι τούτο προϋποθέτει τη συμφωνία όλων των διαδίκων (βλ. άρθρο 85 του ΚΠολΔ, σύμφωνα με το οποίο, όποιος άσκησε πρόσθετη παρέμβαση, έχει δικαίωμα, εάν συμφωνούν όλοι οι διάδικοι, να συμμετάσχει στη δίκη ως κύριος διάδικος, οπότε παίρνει τη θέση του διαδίκου, για την υποστήριξη του οποίου άσκησε την παρέμβαση και εκείνος τίθεται εκτός δίκης, στην περίπτωση, δε, αυτή, η απόφαση που θα εκδοθεί δεν ισχύει εναντίον του αρχικού διαδίκου που τέθηκε εκτός δίκης με τη συναίνεση όλων των διαδίκων), μεταξύ αυτών, δε, κυρίως και της εκκαλούσας, ενώ στην προκείμενη περίπτωση από κανένα στοιχείο (είτε από σχετική δήλωση που να έχει καταχωριστεί στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου, είτε από τις έγγραφες προτάσεις των διαδίκων, είτε από οποιοδήποτε έγγραφο που προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι) δεν προκύπτει ότι η διάδικος αυτή ή η καθολική διάδοχός της συναινεί στη συμμετοχή της προσθέτως παρεμβαίνουσας ως κύριας διαδίκου στο πλαίσιο της δευτεροβάθμιας δίκης, στη θέση της, καθώς από μόνη την ερημοδικία της εκκαλούσας, δεν μπορεί να συναχθεί ότι αυτή παρέχει τη συναίνεσή της στην υποκατάστασή της από την παρεμβαίνουσα, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην αρχική σκέψη της παρούσας.
Από τις διατάξεις του άρθρου 524 παρ. 1 και 3 σε συνδυασμό με εκείνες του άρθρου 271 παρ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι επί ερημοδικίας του εκκαλούντος κατά τη συζήτηση της έφεσης το δευτεροβάθμιο δικαστήριο οφείλει να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως ποιος από τους διαδίκους επισπεύδει τη συζήτηση. Περαιτέρω, αν τη συζήτηση επισπεύδει ο εκκαλών ή αν αυτός, ενόσω κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, δεν εμφανίσθηκε κατά τη συζήτηση ή εμφανισθείς δεν συμμετείχε σ’ αυτήν προσηκόντως, η έφεσή του απορρίπτεται κατ΄ουσίαν, χωρίς έρευνα του παραδεκτού της, καθώς τεκμαίρεται παραίτηση από το ένδικο μέσο (ΟλΑΠ16/1990 ΕλλΔνη1990.804). Η κατά τα ανωτέρω απόρριψη της έφεσης λόγω της ερημοδικίας του εκκαλούντος γίνεται κατ΄ουσίαν και όχι για τυπικό λόγο γιατί, αν και στην πραγματικότητα οι λόγοι της έφεσης δεν εξετάζονται, ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητά τους, θεωρείται κατά πλάσμα νόμου ότι είναι αβάσιμοι και για την αιτία αυτή πάντοτε απορριπτέοι, αφου δεν δίδεται στο δικαστήριο η δυνατότητα έκδοσης αντίθετης απόφασης περι παραδοχής της (Ολ ΑΠ 16/1990 οπ., ΑΠ 1127/2013 δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Σ. Σαμουήλ, η έφεση, εκδ. 2009,σελ. 415 επ.). Στην προκειμένη περίπτωση, από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η εκκαλούσα δεν εμφανίστηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο στην πιο πάνω δικάσιμο, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά της στο οικείο πινάκιο, μολονότι αντίγραφο της κρινόμενης έφεσης κατά της υπ’ αριθμ. 5964/2009 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (όπως αυτή διορθώθηκε με την υπ΄αριθμ. 2386/2010 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου) που δίκασε κατά την τακτική διαδικασία, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 4-10-2018, κατά την οποία η υπόθεση αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στην εκκαλούσα από τους τρείς πρώτους εφεσίβλητους, οι οποίοι επισπεύδουν τη συζήτηση, όπως προκύπτει από την υπ΄αριθμ. … Α΄/ 21-12-2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, . ……, την οποία οι ως ανω εφεσίβλητοι επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν. Επομένως, πρέπει, σύμφωνα και με τη νομική σκέψη που προηγήθηκε, να απορριφθεί η υπό κρίση έφεση (καθώς και η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση), χωρίς να ακολουθήσει περαιτέρω έρευνα των λόγων αυτής και να ορισθεί το νόμιμο παράβολο για την περίπτωση ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας απόφασης (αρθρ. 501, 502 παρ.1 505 παρ.2 ΚΠολΔ)
Τέλος, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα των τριών ως ανω εφεσίβλητων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, καθώς και σε βάρος της προσθέτως παρεμβαίνουσας για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κατόπιν σχετικών αιτημάτων τους (άρθρα 176, 182 παρ. 1, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει ερήμην της εκκαλούσας : α) την από 16-12-2010 (αριθμ.εκθ.καταθ…../2010) έφεση της ανακόπτουσας τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………», κατά της υπ΄αριθμ.5964/2009 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (όπως αυτή διορθώθηκε με την υπ΄αριθμ. 2386/2010 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου) και β) την από 27-3-2014 (γεν.αριθμ.καταθ……/ 2014) αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση της τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………..» υπερ της εκκαλούσας.
Ορίζει το παράβολο άσκησης ανακοπής ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250,00) ευρώ.
Απορρίπτει την έφεση.
Απορρίπτει την αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση.
Καταδικάζει την εκκαλούσα στα δικαστικά έξοδα των τριών πρώτων εφεσίβλητων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600,00) ευρώ. Καταδικάζει την προσθέτως παρεμβαίνουσα τραπεζική εταιρία στα δικαστικά έξοδα των τριών πρώτων εφεσίβλητων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250,00) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε στον Πειραιά στις 4 Ιουνίου 2020.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Και αντ΄αυτής, λόγω
μεταθέσεως και
αναχωρήσεώς της , η
αρχαιότερη της σύνθεσης
Εφέτης, Γεωργία Λάμπρου
Δημοσιεύθηκε δε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση αυτού, την 16η Ιουνίου 2020, με άλλη σύνθεση, λόγω μεταθέσεως και αναχωρήσεως της Προέδρου Εφετών, Αμαλίας Μήλιου, αποτελούμενη από τους Δικαστές, Γεωργία Λάμπρου, Προεδρεύουσα Εφέτη, Ευαγγελία Πανταζή και Ευγενία Τσιώρα, Εφέτες, και με Γραμματέα την Τριανταφυλλιά Λαμπροπούλου, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων όσων εξ αυτών παραστάθηκαν.
Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΕΦΕΤΗΣ