Αριθμός απόφασης 50/2023
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ 2ο
Αποτελούμενο από την Δικαστή Ιωάννα Μάμαλη, Εφέτη και από την Γραμματέα Τ.Λ..
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις …………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Των εκκαλούντων – εναγόντων: 1) ……. και 2) …….. οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Χρήστο Παπαδημητρίου (ΑΜ ……. Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών).
Της εφεσίβλητης – εναγόμενης: ………η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Μαρία Πρεβεζάνου (ΑΜ ……. Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών).
Οι ενάγοντες ζήτησαν να γίνει δεκτή η από 02.11.2019 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …/2019 και ειδικό …./2019 αγωγή τους, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το ως άνω Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 373/2021 οριστική απόφασή του απέρριψε την αγωγή. Οι εκκαλούντες – ενάγοντες προσέβαλαν την απόφαση αυτή με την από 04.10.2021 έφεσή τους που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …./04.10.2021 και ειδικό …./04.10.2021, προσδιορίστηκε ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …./14.10.2021 και ειδικό …../14.10.2021, για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο και την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, ο πληρεξούσιος δικηγόρος των εκκαλούντων – εναγόντων δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, αλλά προκατέθεσε δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ και έγγραφες προτάσεις, ζητώντας να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται, ενώ η πληρεξούσια δικηγόρος της εφεσίβλητης – εναγόμενης αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση έφεση κατά της υπ’ αριθ. 373/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία και με την οποία απορρίφθηκε η από 02.11.2019 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …/2019 και ειδικό …../2019 αγωγή των εκκαλούντων – εναγόντων, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ. 1-2, 498, 511, 513 παρ. 1 β’, 516 παρ.1, 517 και 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, καθόσον η έφεση ασκήθηκε μετά την 01.01.2016), εφόσον δεν προκύπτει από τα έγγραφα που προσκομίζονται, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, ότι έχει χωρήσει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, η δε κρινόμενη από 04.10.2021 έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 04.10.2021, όπως προκύπτει από την πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό ……/04.10.2021 και ειδικό …./04.10.2021 της γραμματέως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που έχει επισυναφθεί στην ένδικη έφεση, ήτοι εντός της προθεσμίας των δύο ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης την 18.02.2021. Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί στη συνέχεια, κατά την ίδια ως άνω τακτική διαδικασία, το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, δεδομένου ότι για το παραδεκτό της έφεσης έχει κατατεθεί από τους εκκαλούντες – ενάγοντες το παράβολο των 100,00 ευρώ που προβλέπεται από την παράγραφο 3 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ.
Οι ενάγοντες στην από 02.11.2019 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2019 και ειδικό …./2019 αγωγή τους, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εξέθεταν ότι την 01.03.2019, απεβίωσε στο Γενικό Νοσοκομείο Πειραιά Τζάνειο, ο αδελφός των διαδίκων, ………….., κάτοικος εν ζωή Σαλαμίνος, του οποίου μοναδικοί εξ αδιαθέτου κληρονόμοι και πλησιέστεροι συγγενείς είναι τα αδέλφια του, ήτοι ο πρώτος και η δεύτερη των εναγόντων, η εναγόμενη και το τέκνο του προαποβιώσαντος αδελφού τους …. …………., κατά ποσοστό ¼ εξ αδιαιρέτου ο καθένας, ότι ο αποβιώσας αδελφός των διαδίκων κατά τα τελευταία έτη της ζωής του κατοικούσε στη Σαλαμίνα, όπου κατοικούσε και η εναγόμενη, η οποία είχε αναλάβει την φροντίδα του, καθόσον αυτός έπασχε από νευρολογική νόσο Πάρκινσον, εξαιτίας της οποίας δεν είχε τη δυνατότητα συγκροτημένης σκέψης, ούτε την ικανότητα μετακίνησης, ότι προς διευκόλυνση του ασθενούς αδελφού των διαδίκων, η εναγόμενη τους πρότεινε να ορισθεί συνδικαιούχος σε τραπεζικό λογαριασμό που αυτός τηρούσε στην Τράπεζα Alphabank, ώστε να προβαίνει σε αναλήψεις και εξόφληση των εξόδων για την ιατρική του περίθαλψη, συμφώνησαν δε, μόλις θα είχε τη δυνατότητα ο αδελφός τους να μετακινηθεί και να μεταβεί στην Τράπεζα, να ορισθούν συνδικαιούχοι του λογαριασμού και οι ίδιοι, καθώς και το τέκνο του προαποβιώσαντος αδελφού …….., δεδομένου ότι επιθυμία του αδελφού τους, αρχικού δικαιούχου του λογαριασμού, ήταν να περιέλθουν τα χρήματά του, μετά το θάνατό του, σε όλα τα αδέλφια του, κατά ποσοστό ¼ εξ αδιαιρέτου στο καθένα, ότι ακολούθως την 24.10.2018, η εναγόμενη εισήλθε ως συνδικαιούχος στον υπ’ αριθ. ……. κοινό λογαριασμό προθεσμιακής κατάθεσης στην Τράπεζα Alphabank, που εμφάνιζε υπόλοιπο 300.000,00 ευρώ, ότι μετά το θάνατο του αδελφού τους, η εναγόμενη δεν τήρησε την συμφωνία τους και τοποθέτησε τα χρήματα του ως άνω κοινού τραπεζικού λογαριασμού, σε ατομικό της λογαριασμό με συνδικαιούχους την ίδια και το τέκνο του προαποβιώσαντος αδελφού τους ………., ότι ολόκληρο το ποσό του ως άνω κοινού τραπεζικού λογαριασμού των 300.000,00 ευρώ ανήκε στον αποβιώσαντα αδελφό τους και εάν δεν μεσολαβούσε η ενέργεια της εναγόμενης και η ανάληψη εκ μέρους της του ως άνω ποσού, θα αποτελούσε αυτό κληρονομιαία περιουσία και θα περιερχόταν στους εξ αδιαθέτου κληρονόμους του αποβιώσαντος αδελφού τους, συνδικαιούχου του λογαριασμού, κατά ποσοστό ¼ εξ αδιαιρέτου στον καθένα, ότι συνεπώς, με βάση την ανωτέρω εσωτερική σχέση της εντολής μεταξύ του τελευταίου και της εναγόμενης, διατηρούν οι ίδιοι απαίτηση έναντι της εναγόμενης για την καταβολή σε αυτούς, και δη σε έκαστο εξ αυτών κατά το λόγο της κληρονομικής τους μερίδας, του ποσού των 300.000,00 ευρώ που η εναγόμενη ανέλαβε από τον ως άνω κοινό λογαριασμό, ήτοι του ποσού των 75.000,00 ευρώ. Με βάση αυτό το ιστορικό και κατόπιν παραδεκτού, κατ’ άρθρα 223, 295 και 297 του ΚΠολΔ, περιορισμού με τις έγγραφες προτάσεις τους ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, του αγωγικού αιτήματος από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό, ζήτησαν να αναγνωρισθεί ότι η εναγόμενη υποχρεούται να τους καταβάλει κυρίως με βάση τις διατάξεις του κοινού λογαριασμού και της κληρονομικής διαδοχής, άλλως κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξίας και άλλως επικουρικώς κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, το ποσό των 75.000,00 ευρώ, σε κάθε ενάγοντα, καθώς και το ποσό των 10.000,00 ευρώ, σε κάθε ενάγοντα, ως χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστησαν από την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της εναγόμενης, ήτοι το συνολικό ποσό των 85.000,00 ευρώ, σε κάθε ενάγοντα, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθεί η εναγόμενη στη δικαστική τους δαπάνη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 373/2021 οριστική απόφασή του, αφού έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη κατά την κύρια βάση της, εκτός από το αίτημα επιδίκασης χρηματικής ικανοποίησης 10.000,00 ευρώ προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης των εναγόντων και το παρεπόμενο αίτημα περί κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής, και αφού απέρριψε ως νομικά αβάσιμες τις επικουρικές βάσεις αυτής περί αδικοπραξίας και περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, απέρριψε την αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη κατά την κύρια βάση της. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι εκκαλούντες – ενάγοντες με την κρινόμενη από 04.10.2021 έφεσή τους για τους περιεχόμενους σε αυτήν δύο λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας των επικουρικών βάσεων της αγωγής και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητούν την εξαφάνισή της προκειμένου να γίνει δεκτή η αγωγή τους.
Από τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1 και 2 εδ. α’ και β’ του Ν. 5638/1932 “περί καταθέσεως σε κοινό λογαριασμό”, όπως το πρώτο αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 του Ν. 951/1971 και διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 124 περ. Δ’ στοιχ. α’ του ΝΔ 118/1973, σε συνδυασμό με το άρθρο 2 παρ. 1 του ΝΔ 17-7/13-8-1923 “περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών”, 117 του ΕισΝΑΚ και 19 παρ. 4 του Ν. 1969/1991, συνδυασμένες με εκείνες των άρθρων 489, 491, 822 και 830 του ΑΚ, συνάγεται ότι η σύμβαση καταθέσεως χρημάτων σε τράπεζα, ανεξάρτητα αν γίνεται υπέρ του καταθέτη ή τρίτου ή σε κοινό λογαριασμό, ενόψει του ότι αποσκοπεί στην ασφαλή φύλαξη των χρημάτων, προς την οποία και δεν αντιτίθεται η συνομολόγηση του συνηθισμένου για τραπεζικές εργασίες τόκου, καταρτίζεται με την εκ μέρους του καταθέτη μεταβίβαση της κυριότητας του, κατά τη σύναψή της καταβαλλόμενου από αυτόν χρηματικού ποσού, ως πρώτης τμηματικής παροχής του, προς την τράπεζα, ατύπως (re), η οποία έκτοτε με την παράδοση γίνεται κυρία των χρημάτων (άρθρο 1034 του ΑΚ), πλην όμως έχει ευθεία υποχρέωση να τα καταβάλει στο δικαιούχο όταν της ζητηθεί. Η λειτουργία, ωστόσο, της συμβάσεως αυτής καθιδρύει συνήθως μία σχέση διαρκούς και πολλές φορές καθημερινής συνεργασίας μεταξύ των συμβαλλομένων. Η εκτέλεσή της δηλαδή γίνεται συνήθως όχι με μία καταβολή και ανάληψη του ποσού αυτής, αλλά με πολυάριθμες τμηματικές τέτοιες, που προσδιορίζονται εκάστοτε από την βούληση του καταθέτη. Χρηματική κατάθεση σε τράπεζα και σε κοινό λογαριασμό είναι εκείνη που γίνεται στο όνομα δύο ή περισσοτέρων και περιέχει τον όρο ότι του λογαριασμού αυτού μπορεί να κάνει χρήση ολικώς ή μερικώς, χωρίς τη σύμπραξη των λοιπών, είτε ένας, είτε μερικοί, είτε όλοι μαζί οι δικαιούχοι. Για την εγκυρότητα της καταθέσεως δεν απαιτείται να γίνει αυτή από κοινού από όλους τους δικαιούχους, αλλά μπορεί να καταρτισθεί από μερικούς ή και από έναν δικαιούχο, ακόμη και από τρίτο πρόσωπο μη δικαιούχο. Και τούτο διότι από τη γραμματική διατύπωση των ανωτέρω διατάξεων, αλλά και την τελολογική ερμηνεία τους, την τραπεζική πρακτική και την ταχύτητα των συναλλαγών, δεν απαιτείται κοινή εμφάνιση και δήλωση των καταθετών και δικαιούχων, δηλαδή σύμπραξή τους ενώπιον της τράπεζας. Χαρακτηριστική είναι η αναφορά του όρου “δικαιούχοι” και όχι “καταθέτες” στην διατύπωση των παραπάνω διατάξεων. Παράλληλα, η σύμβαση κατάθεσης σε κοινό λογαριασμό αποτελεί και μια ιδιόμορφη σύμβαση υπέρ τρίτου και μάλιστα γνήσια. Από την πιο πάνω σύμβαση τρίτος μη συμβαλλόμενος αποκτά ευθεία ενοχική αξίωση κατά του δότη της υπόσχεσης (άρθρο 411 του ΑΚ), αλλά ταυτόχρονα και ο συμβαλλόμενος καταθέτης έχει δικαίωμα να απαιτήσει την παροχή από τον δότη της υπόσχεσης (τράπεζα) για τον εαυτό του. Δημιουργείται δηλαδή ένας συνδυασμός ενεργητικής εις ολόκληρον ενοχής και γνήσιας σύμβασης υπέρ τρίτου, μία sui generis συμβατική ενοχή, επιτρεπτή σύμφωνα με την ελευθερία των συναλλαγών και την αυτονομία της ιδιωτικής βούλησης. Παράγεται μεταξύ του καταθέτη και του τρίτου αφενός και του δέκτη της καταθέσεως νομικού προσώπου αφετέρου, ενεργητική εις ολόκληρο ενοχή, υπό την έννοια των άρθρων 489 έως 493 του ΑΚ, συνάγεται δε σαφώς από την διάταξη του άρθρου 493 του ΑΚ, κατά το οποίο, μεταξύ τους οι περισσότεροι δανειστές έχουν δικαίωμα σε ίσα μέρη, εκτός αν προκύπτει κάτι άλλο από τη σχέση, συνδυαζόμενο με το άρθρο 491 παρ. 1 εδ. α’ του ίδιου Κώδικα, ότι σε περίπτωση αναλήψεως ολόκληρου του ποσού της χρηματικής καταθέσεως από τον ένα μόνο δικαιούχο, αποσβέννυται μεν έναντι του δέκτη της καταθέσεως η απαίτηση και ως προς τον άλλο, μη αναλαβόντα δανειστή, αποκτά όμως ο δανειστής αυτός απαίτηση εκ του νόμου, έναντι του αναλαβόντος, για καταβολή σε αυτόν ποσού ίσου προς το μισό του αναληφθέντος ισόποσου της καταθέσεως, εκτός αν από τη μεταξύ τους εσωτερική σχέση προκύπτει άλλη αναλογία ή δικαίωμα στο σύνολο του ποσού της καταθέσεως ή έλλειψη δικαιώματος αναγωγής, εξαίρεση της οποίας το βάρος της επικλήσεως και αποδείξεως έχει ο διάδικος, ο οποίος προβάλλει περιστατικά που θεμελιώνουν το ως άνω εξαιρετικό δικαίωμα (ΑΠ 431/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1095/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1764/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1001/2012 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1545/2008 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 877/2008 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1031/2003 ΝΟΜΟΣ). Εκείνος, όμως, από τους δικαιούχους που απέσυρε τα χρήματα μιας τέτοιας καταθέσεως καθίσταται κύριος αυτών και δεν διαπράττει υπεξαίρεση σε βάρος των λοιπών, και κατ’ επέκταση αδικοπραξία, διότι τα χρήματα δεν είναι ξένα προς αυτόν που τα απέσυρε. Είναι δε αδιάφορο αν τα κατατεθέντα χρήματα ανήκουν σε όλους ή σε μερικούς μόνο από τους δικαιούχους (ΑΠ 1128/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 529/2015 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, η εσωτερική σχέση μεταξύ περισσοτέρων συνδικαιούχων του κοινού λογαριασμού αποτελεί το λόγο, για τον οποίο συνάπτεται η σύμβαση κατάθεσης σε κοινό λογαριασμό. Η εσωτερική αυτή σχέση όμως δεν επηρεάζει το κύρος της εξωτερικής σχέσης μεταξύ της τράπεζας και των συνδικαιούχων. Η σχέση μεταξύ των περισσοτέρων συνδικαιούχων του κοινού λογαριασμού μπορεί να είναι επαχθής ή χαριστική. Η εσωτερική σχέση είναι επαχθής, όταν οι συνδικαιούχοι συνδέονται μεταξύ τους με εταιρεία ή με σύμβαση δανείου ή εντολής, βάσει της οποίας ο εντολέας ορίζει άλλον ως συνδικαιούχο, αναθέτοντάς του, απλώς προς διευκόλυνσή του, να προβαίνει σε ορισμένες ενέργειες σχετικές με την κίνηση του λογαριασμού, και τα χρήματα, τα οποία έχει καταθέσει σ’ αυτόν. Κατ` αντιδιαστολή, η εσωτερική σχέση είναι χαριστική όταν μεταξύ τους οι συνδικαιούχοι συνδέονται με σύμβαση δωρεάς εν ζωή ή αιτία θανάτου, με κληροδοσία ή άλλη χαριστική επίδοση εν ζωή ή αιτία θανάτου. Η εσωτερική σχέση μεταξύ των συνδικαιούχων καθορίζει και το μεταξύ τους δικαίωμα αναγωγής. Δικαίωμα υπάρχει κατά συνδικαιούχου του κοινού λογαριασμού, ο οποίος έλαβε ολόκληρο ή μέρος του υπολοίπου της κατάθεσης μεγαλύτερο της αναλογίας που του αντιστοιχούσε με βάση την εσωτερική σχέση. Δεν αποκλείεται η εσωτερική σχέση να προβλέπει ότι δεν υπάρχει δικαίωμα αναγωγής μεταξύ των συνδικαιούχων (ΑΠ 540/1998 ΝΟΜΟΣ). Στην περίπτωση, κατά την οποία μεταξύ των συνδικαιούχων του κοινού λογαριασμού δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί ιδιαίτερη εσωτερική σχέση αναφορικά με το δικαίωμα αναγωγής, πρέπει να εφαρμοσθεί η διάταξη του άρθρου 493 του ΑΚ, η οποία θεμελιώνει μια εκ του νόμου εσωτερική μεταξύ των συνδικαιούχων σχέση, ως εκ των έσω αντανάκλαση της ενεργητικής εις ολόκληρον ενοχής. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση, που η εσωτερική σχέση δεν προβλέπει τα μερίδια μεταξύ των συνδικαιούχων. Στις περιπτώσεις αυτές οι συνδικαιούχοι έχουν δικαίωμα σε ίσα μέρη (ΑΠ 902/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1001/2012 ΝΟΜΟΣ). Τέλος, με τις διατάξεις των άρθρων 2 και 3 του Ν. 5638/1932, τα οποία επίσης διατηρήθηκαν σε ισχύ με το άρθρο 124 περ. Δ’ στοιχ. Α’ του ΝΔ 118/1973, ορίζεται, αντιστοίχως, ότι “επί των καταθέσεων τούτων δύναται να τεθή προσθέτως ο όρος, ότι, άμα τω θανάτω οιουδήποτε των δικαιούχων, η κατάθεσις και ο εκ ταύτης λογαριασμός περιέρχεται αυτοδικαίως εις τους λοιπούς επιζώντας, μέχρι του τελευταίου τούτων” και ότι “διάθεσις της καταθέσεως διά πράξεως, είτε εν ζωή, είτε αιτία θανάτου, δεν επιτρέπεται, οι δε κληρονόμοι του τελευτήσαντος είτε εξ αδιαθέτου είτε εκ της διαθήκης, συμπεριλαμβανομένων και των αναγκαίων τοιούτων … ουδέν δικαίωμα κέκτηνται επί της καταθέσεως”. Από τις διατάξεις αυτές, η πρώτη από τις οποίες αναφέρεται στις εσωτερικές μεταξύ των περισσότερων καταθετών σχέσεις, ενώ η δεύτερη ρυθμίζει τις σχέσεις μεταξύ της τράπεζας, στην οποία έχει γίνει η κατάθεση, και των περισσότερων καταθετών, συνδυαζόμενες και με τις προαναφερόμενες, προκύπτει, ότι, σε περίπτωση θανάτου ενός από τους καταθέτες, δε χωρεί υποκατάσταση αυτού από τους τυχόν κληρονόμους του έναντι της τράπεζας, κατά της οποίας και δεν μπορούν να στραφούν, επικαλούμενοι το κληρονομικό τους δικαίωμα, διότι, διαφορετικά, θα επερχόταν μεταβολή του προσώπου του καταθέτη χωρίς τη συγκατάθεση της τράπεζας. Ο επιζών καταθέτης, ως εις ολόκληρον δανειστής έναντι της τράπεζας, μπορεί να εισπράξει και ολόκληρο το ποσό της κατάθεσης, οπότε οι κληρονόμοι του αποθανόντος θα μπορούν να αξιώσουν απ’ αυτόν το τμήμα εκείνο της κατάθεσης που αναλογεί στον δικαιοπάροχό τους, με βάση τις εσωτερικές σχέσεις των καταθετών. Εάν, όμως, έχει τεθεί ο όρος του άρθρου 2 του Ν. 5638/1932, σε περίπτωση θανάτου ενός από τους καταθέτες, περιέρχεται αυτοδικαίως (“ιδίω ονόματι” και “εξ ιδίου δικαίου”) η κατάθεση και ο απ’ αυτήν λογαριασμός στους επιζώντες, έναντι των οποίων οι κληρονόμοι του αποθανόντος καταθέτη δεν μπορούν να στραφούν και να αξιώσουν το κατά τις εσωτερικές σχέσεις τμήμα της κατάθεσης, που αναλογούσε σε εκείνον, όπως θα μπορούσαν αν δεν είχε τεθεί ο ως άνω όρος, του οποίου σε αυτό και μόνο εξαντλείται η νομική ενέργεια (ΑΠ 902/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1782/2007 ΝΟΜΟΣ). Οι ως άνω διατάξεις είναι προφανές ότι καθιερώνουν κανόνες εξαιρετικού δικαίου και για το λόγο αυτό το βάρος επικλήσεως και αποδείξεως των προϋποθέσεών τους φέρει ο επικαλούμενος την εξαίρεση και ωφελούμενος από αυτήν (ΑΠ 671/2022 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1128/2017 ΝΟΜΟΣ). Και αν όμως δεν έχει τεθεί ο άνω όρος, οι κληρονόμοι του αποθανόντος καταθέτη δεν υπεισέρχονται ως προς την κατάθεση στην έναντι της Τράπεζας θέση του κληρονομηθέντος, και επομένως η ανάληψη του ποσού αυτού από τον επιζώντα καταθέτη, και στην περίπτωση που αυτός είναι συγχρόνως και κληρονόμος του αποθανόντος, γίνεται έναντι της Τράπεζας ιδίω ονόματι και όχι με την ιδιότητα του κληρονόμου (ΑΠ 351/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1691/2014 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, από την διάταξη του άρθρου 904 του ΑΚ, που ορίζει ότι όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια, προκύπτει ότι στοιχείο του πραγματικού κάθε απαίτησης αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι, εκτός άλλων, και η ανυπαρξία ή η ελαττωματικότητα της αιτίας, με βάση την οποία έγινε η περιουσιακή μετακίνηση και επήλθε ο πλουτισμός του λήπτη. Αν λείπει το στοιχείο αυτό, δηλαδή αν η ως άνω αιτία δεν είναι ανύπαρκτη ή ελαττωματική, δεν στοιχειοθετείται απαίτηση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, αφού η απαίτηση αυτή προϋποθέτει έλλειψη αξίωσης από την αιτία. Τέτοια έλλειψη υπάρχει και όταν η αιτία της παροχής είναι παράνομη, εξαιτίας απαγορευτικής διάταξης νόμου (ΑΠ 412/2019 ΝΟΜΟΣ). Κατά συνέπεια, σύμφωνα και με τα αναφερθέντα στις προηγηθείσες νομικές σκέψεις, με βάση την προαναφερόμενη έννομη σχέση που συνδέει τους συνδικαιούχους του κοινού λογαριασμού, ο καθένας από αυτούς, εφόσον έχει ίδιο και αυτοτελές δικαίωμα στο χρηματικό ποσό της καταθέσεως, που μόνο με τη θέλησή του μπορεί να χάσει, ανεξαρτήτως αν τα κατατεθέντα χρήματα ανήκουν σε όλους τους συνδικαιούχους του λογαριασμού ή σε μερικούς ή έναν από αυτούς, δεν διαπράττει με την ανάληψη ποσών υπεξαίρεση, ούτε γίνεται πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία σε βάρος της περιουσίας ή με ζημία άλλων (ΑΠ 902/2019 ΝΟΜΟΣ). Ο μη αναλαβών συνδικαιούχος αποκτά, από τον νόμο πλέον, απαίτηση (αναγωγικά) έναντι εκείνου που ανέλαβε ολόκληρη την κατάθεση για την καταβολή ποσού ίσου προς το μερίδιο που του αναλογεί με βάση τον αριθμό όλων των συνδικαιούχων, εκτός αν από τη μεταξύ τους εσωτερική σχέση προκύπτει άλλη αναλογία ή δικαίωμα στο σύνολο του ποσού της κατάθεσης ή, αντίθετα, έλλειψη δικαιώματος αναγωγής από μέρους αυτού που δεν προέβη στην ανάληψη του ποσού. Συνεπώς, και σε περίπτωση θανάτου ενός από τους καταθέτες δεν χωρεί υποκατάσταση αυτού από τους τυχόν κληρονόμους του έναντι της Τράπεζας, κατά της οποίας δεν μπορούν να στραφούν, επικαλούμενοι το κληρονομικό τους δικαίωμα, διότι διαφορετικά θα μεταβαλλόταν το πρόσωπο του καταθέτη χωρίς τη συγκατάθεση της Τράπεζας. Ο επιζών καταθέτης, ως εις ολόκληρον δανειστής έναντι της Τράπεζας, μπορεί να εισπράξει και ολόκληρο το ποσό της καταθέσεως, οπότε οι κληρονόμοι του αποθανόντος θα μπορούν να αξιώσουν από αυτόν το τμήμα εκείνο της καταθέσεως που αναλογεί στο δικαιοπάροχό τους, με βάση τις εσωτερικές σχέσεις των καταθετών (ΑΠ 1204/2007 ΕλΔνη 2008. 1689, ΑΠ 1462/2006 ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 463/2015 ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 76/2010 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, η από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό αγωγή (άρθρα 904 επ. του ΑΚ) για απόδοση της ωφέλειας, την οποία ο εναγόμενος χωρίς νόμιμη αιτία αποκόμισε από την περιουσία του ενάγοντος ή με ζημιά αυτού, είναι, από άποψη ουσιαστικού δικαίου, φύσεως επιβοηθητικής δυνάμενη να ασκηθεί μόνον εάν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για τη θεμελίωση αξίωσης από σύμβαση ή αδικοπραξία, εκτός αν θεμελιώνεται σε πραγματικά περιστατικά διαφορετικά ή πρόσθετα από εκείνα, στα οποία στηρίζεται η αγωγή από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία, αφού σε αντίθετη περίπτωση δεν δύναται να γίνει λόγος για έλλειψη νόμιμης αιτίας. Η κατά το ουσιαστικό, όμως, δίκαιο εν λόγω επικουρικότητα της αγωγής αυτής, περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, δεν κωλύει την επικουρική άσκηση της κατά το δικονομικό δίκαιο (άρθρο 219 του ΚΠολΔ), υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της απόρριψης της κύριας βάσης από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία και εφόσον, βέβαια, θεμελιώνεται σε πραγματικά περιστατικά διαφορετικά ή πρόσθετα από εκείνα στα οποία στηρίζεται η αγωγή από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία (ΟλΑΠ 2/2019 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΑιγ 16/2020 ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προαναφέρθηκε και προκύπτει σαφώς από το περιεχόμενο και τα αιτήματα της ένδικης αγωγής, οι ενάγοντες στήριξαν την αγωγική τους αξίωση προς απόδοση του αναληφθέντος από την εναγόμενη ποσού των 300.000,00 ευρώ, επικουρικά κατ’ άρθρο 219 του ΚΠολΔ, για την περίπτωση που απορριφθεί η κύρια βάση της αγωγής τους κατά τις διατάξεις του κοινού λογαριασμού και της κληρονομικής διαδοχής, αφενός στις διατάξεις περί αδικοπραξίας, επικαλούμενοι προς θεμελίωση αυτής, ότι η εναγόμενη ενεργώντας χωρίς δικαίωμα και χωρίς την έγκρισή τους, εκδήλωσε διάθεση αντιποίησης των χρημάτων του ανωτέρω κοινού λογαριασμού, με την ανάληψη εκ μέρους της του ποσού των 300.000,00 ευρώ και την τοποθέτηση αυτού σε ατομικό της λογαριασμό, αφετέρου στις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, επικαλούμενοι προς θεμελίωση αυτού, ότι η εναγόμενη λαμβάνοντας την ανωτέρω χρηματική παροχή από τον κοινό τραπεζικό λογαριασμό με συνδικαιούχο τον αποβιώσαντα αδελφό των διαδίκων, κατέστη αδικαιολογήτως πλουσιότερη σε βάρος της περιουσίας τους. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλουμένη απόφασή του, αφού έκρινε νόμιμη την κύρια βάση της αγωγής, προχώρησε στην έρευνα των επικουρικών βάσεων αυτής, τις οποίες απέρριψε ως νομικά αβάσιμες, ορθά κρίνοντας, δεδομένου ότι, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη, ο συνδικαιούχος κοινού λογαριασμού, που προβαίνει σε ανάληψη ολόκληρου του ποσού που είναι κατατεθειμένο σε αυτόν, δεν διαπράττει υπεξαίρεση, ούτε καθίσταται πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία σε βάρος της περιουσίας ή με ζημία των άλλων συνδικαιούχων του λογαριασμού ή των κληρονόμων αυτών, ανεξαρτήτως του επικαλούμενου στην αγωγή γεγονότος ότι τα κατατεθέντα στον κοινό λογαριασμό χρήματα ανήκαν αποκλειστικά στον ένα συνδικαιούχο, αποβιώσαντα αδελφό των διαδίκων. Επομένως, ο δεύτερος λόγος της κρινόμενης έφεσης, με τον οποίο οι εκκαλούντες – ενάγοντες αποδίδουν στην εκκαλουμένη απόφαση την πλημμέλεια της κατ’ εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του νόμου, απόρριψης ως μη νόμιμων των επικουρικών βάσεων της αγωγής τους εκ της αδικοπραξίας και του αδικαιολογήτου πλουτισμού, απορριπτέος τυγχάνει ως αβάσιμος.
Η μαρτυρία που δίδεται με τη δήλωση ή βεβαίωση τρίτων του άρθρου 1 του ν.δ. 105/1969 ή 8 του Ν. 1599/1986, χωρίς δηλαδή να τηρηθούν οι διατυπώσεις του άρθρου 422 του ΚΠολΔ (για ένορκες βεβαιώσεις), ούτε των άρθρων του ΚΠολΔ για την εξέταση των μαρτύρων, αποτελεί ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο και δεν λαμβάνεται υπόψη ούτε για συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αν δόθηκε για να χρησιμοποιηθεί, κατά την ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ως αποδεικτικό μέσο σε ορισμένη μεταξύ άλλων πολιτική δίκη (ΟλΑΠ 8/1987 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 109/2021 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1182/2012 ΝΟΜΟΣ).
Από την επανεκτίμηση των υπ’ αριθ. ………./19.02.2020 και ……./19.02.2020 ενόρκων βεβαιώσεων ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς ……… των μαρτύρων ………. και ………, οι οποίες λήφθηκαν με επιμέλεια της εναγόμενης κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης των εναγόντων κατ’ άρθρο 422 παρ. 1 του ΚΠολΔ (βλ. την υπ’ αριθ. …../14.02.2020 έκθεση επίδοσης στον του πληρεξούσιο δικηγόρο των εναγόντων του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιώς . ……..), από τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, τα οποία λαμβάνονται υπόψη όλα ανεξαιρέτως, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, σε συνδυασμό και με τα νέα αποδεικτικά μέσα, που παραδεκτά προσκομίζονται το πρώτον ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 529 παρ. 1 του ΚΠολΔ, και λαμβάνονται υπόψη, αφού δεν συντρέχουν εν προκειμένω οι κατά την παρ. 2 του άρθρου 529 του ΚΠολΔ λόγοι απόκρουσής τους, πλην των προσκομιζόμενων από τους ενάγοντες από 05.08.2021 υπεύθυνης δήλωσης της ………., από 07.07.2021 υπεύθυνης δήλωσης του ……. ………. και από 03.07.2021 υπεύθυνης δήλωσης του ………., που αποτελούν ανυπόστατα αποδεικτικά μέσα και δεν λαμβάνονται υπόψη ούτε για συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη, καθόσον κρίνεται ότι δόθηκαν για να χρησιμοποιηθούν ως αποδεικτικά μέσα στην παρούσα δίκη, καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ βλ. ΑΠ 48/2009 ΝΟΜΟΣ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Την 01.03.2019, απεβίωσε στο Γενικό Νοσοκομείο Πειραιά Τζάνειο, ο αδελφός των διαδίκων, ………….. (βλ. το προσκομιζόμενο απόσπασμα της υπ’ αριθ. 81/1/2019 ληξιαρχικής πράξης θανάτου της ληξιάρχου του Δήμου Σαλαμίνος Αττικής). Μοναδικοί εξ αδιαθέτου κληρονόμοι και πλησιέστεροι συγγενείς του αποβιώσαντος ήταν τα αδέλφια του, ήτοι ο πρώτος και η δεύτερη των εναγόντων, η εναγόμενη και το τέκνο του προαποβιώσαντος αδελφού τους ………….., κατά ποσοστό ¼ εξ αδιαιρέτου ο καθένας (βλ. το προσκομιζόμενο υπ’ αρ. πρωτ. ………./2019 πιστοποιητικό πλησιεστέρων συγγενών του Δήμου Λευκάδας σε συνδυασμό με το προσκομιζόμενο υπ’ αρ. ……../2019 πιστοποιητικό περί μη δημοσίευσης διαθήκης της Γραμματέως του Ειρηνοδικείου Πειραιώς). Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι ο αποβιώσας αδελφός των διαδίκων ήταν κάτοικος εν ζωή Σαλαμίνος, επί της οδού ……., όπου κατοικούσε και η εναγόμενη, η οποία είχε αναλάβει την φροντίδα του, καθόσον αυτός έπασχε από νευρολογική νόσο Πάρκινσον, ενώ το έτος 2018 διαγνώσθηκε ότι πάσχει από νεόπλασμα πνεύμονα (βλ. το προσκομιζόμενο ενημερωτικό ιατρικό σημείωμα της ακτινοθεραπευτή – ογκολόγου ……… του Τμήματος Ακτινοθεραπευτικής Ογκολογίας της ιδιωτικής κλινικής ………). Ο αποβιώσας τηρούσε τραπεζικό λογαριασμό στην Τράπεζα Alphabank, ενώ την 24.10.2018, υποβλήθηκε στο κατάστημα Σαλαμίνος της εν λόγω Τράπεζας, η προσκομιζόμενη αίτηση ανοίγματος κοινού λογαριασμού Ν. 5638/1932 και ακολούθως ανοίχθηκε ο υπ’ αριθ. ………….. κοινός λογαριασμός προθεσμιακής κατάθεσης με συνδικαιούχους τον αποβιώσαντα και την εναγόμενη, ο οποίος εμφάνιζε υπόλοιπο 300.000,00 ευρώ. Μετά δε την ανάληψη του ποσού των 85.500,00 ευρώ την 11.05.2018, ο λογαριασμός αυτός εμφάνιζε υπόλοιπο 214.500,00 ευρώ (βλ. την προσκομιζόμενη εκτύπωση κινήσεων του υπ’ αριθ. ……….. λογαριασμού που εξέδωσε η Τράπεζα …….). Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο ανωτέρω υπ’ αριθ. ……….. λογαριασμός προθεσμιακής κατάθεσης ήταν κοινός διαζευκτικός λογαριασμός, διεπόμενος από τις διατάξεις του Ν. 5638/1932, με συνδικαιούχους τον αποβιώσαντα και την εναγόμενη αδελφή του. Σύμφωνα δε με τους όρους της σύμβασης ανοίγματος του εν λόγω λογαριασμού, τους οποίους είχαν υπογράψει και είχαν αποδεχθεί, από κοινού αμφότεροι οι συνδικαιούχοι, ο λογαριασμός αυτός διέπεται από τις διατάξεις του Ν. 5638/1932, στις οποίες περιλαμβάνεται και η διάταξη του άρθρου 2 του Ν. 5638/1932, και συγκεκριμένα ότι «σε περίπτωση θανάτου οποιουδήποτε από τους συνδικαιούχους η κατάθεση και ολόκληρος ο λογαριασμός της περιέρχεται αυτοδικαίως στους υπόλοιπους δικαιούχους που ζουν μέχρι τον τελευταίο» (βλ. το προσκομιζόμενο από 24.02.2020 έγγραφο του καταστήματος Σαλαμίνος της Τράπεζας ….. που εκδόθηκε κατόπιν υποβολής του από 21.02.2020 έγγραφου αιτήματος της εναγόμενης). Μετά τον θάνατο του συνδικαιούχου …… την 01.03.2019, η εναγόμενη μετέφερε το ποσό των 214.500,00 ευρώ που υπήρχε στον ως άνω κοινό λογαριασμό, σε δικό της ατομικό λογαριασμό. Κατόπιν των αποδειχθέντων ως άνω πραγματικών περιστατικών, συνάγεται ότι η εναγόμενη, ως συνδικαιούχος του εν λόγω κοινού διαζευκτικού λογαριασμού, μετά τον θάνατο του έτερου συνδικαιούχου, νομίμως ανέλαβε το ανωτέρω ποσό της κατάθεσης και διέθεσε αυτό περαιτέρω κατά βούληση και κατ’ απόλυτο δικαίωμα ιδιοκτησίας, καθόσον αυτό δεν περιλαμβανόταν στην κληρονομιαία περιουσία του αποβιώσαντος συνδικαιούχου, δοθέντος ότι στον ένδικο υπ’ αριθ. …….. κοινό λογαριασμό προθεσμιακής κατάθεσης είχε τεθεί ο όρος του άρθρου 2 του Ν. 5638/1932, όπως βασίμως υποστηρίζει η εναγόμενη. Οι ενάγοντες, οι οποίοι τυγχάνουν συγκληρονόμοι του καταθέτη συνδικαιούχου του λογαριασμού, από κοινού με την εναγόμενη και το τέκνο του προαποβιώσαντος αδελφού τους ……….., ουδέποτε υπεισήλθαν στην θέση του αποβιώσαντος συνδικαιούχου της κατάθεσης, με βάση το κληρονομικό τους δικαίωμα, αλλά αποξενώθηκαν πλήρως από την κατάθεση αυτή, δεδομένου ότι το ποσό της περιήλθε αυτοδίκαια στην επιζήσασα συνδικαιούχο, ήτοι την εναγομένη, χωρίς να μπορούν οι κληρονόμοι να αντλήσουν δικαιώματα αναγωγής επί του λογαριασμού και του ποσού κατάθεσης, με βάση την εσωτερική σχέση της εναγόμενης συνδικαιούχου και του αποβιώσαντος συνδικαιούχου, καθόσον ο ανωτέρω κοινός λογαριασμός διέπεται από τη διάταξη του άρθρου 2 του Ν. 5638/1932. Κατά συνέπεια, οι ενάγοντες δεν δύνανται να στραφούν κατά της εναγόμενης ως συνδικαιούχου του λογαριασμού και να αξιώσουν από αυτή το κατά τις εσωτερικές σχέσεις των συνδικαιούχων τμήμα της κατάθεσης που αναλογούσε στον αποβιώσαντα αδελφό τους. Οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι συμφώνησαν με την εναγόμενη να ορισθεί αυτή συνδικαιούχος στον τραπεζικό λογαριασμό που τηρούσε ο αδελφός τους στην Τράπεζα ….., προς διευκόλυνσή του, ώστε να προβαίνει σε αναλήψεις και εξόφληση των εξόδων για την ιατρική του περίθαλψη, και ότι μόλις ο τελευταίος θα είχε τη δυνατότητα να μετακινηθεί και να μεταβεί στην Τράπεζα, συμφώνησαν να ορισθούν συνδικαιούχοι του λογαριασμού και οι ενάγοντες, καθώς και το τέκνο του προαποβιώσαντος αδελφού τους ……….., δεδομένου ότι επιθυμία του αδελφού τους, αρχικού δικαιούχου του λογαριασμού, ήταν να περιέλθουν τα χρήματά του, μετά το θάνατό του, σε όλα τα αδέλφια του, κατά ποσοστό ¼ εξ αδιαιρέτου στο καθένα. Ισχυρίζονται επίσης ότι ολόκληρο το ποσό του ως άνω κοινού τραπεζικού λογαριασμού των 300.000,00 ευρώ ανήκε στον αποβιώσαντα αδελφό τους και ότι η εναγόμενη ενεργώντας κατά παράβαση των μεταξύ τους συμφωνηθέντων, τοποθέτησε τα χρήματα του κοινού τραπεζικού λογαριασμού, σε ατομικό της λογαριασμό με συνδικαιούχους την ίδια και το τέκνο του προαποβιώσαντος αδελφού τους …………. και ότι εάν δεν μεσολαβούσε η ενέργεια αυτή της εναγόμενης και η ανάληψη εκ μέρους της του ως άνω ποσού, θα αποτελούσε αυτό κληρονομιαία περιουσία και θα περιερχόταν στους εξ αδιαθέτου κληρονόμους του αποβιώσαντος αδελφού τους, συνδικαιούχου του λογαριασμού, κατά ποσοστό ¼ εξ αδιαιρέτου στον καθένα. Ωστόσο, οι ισχυρισμοί αυτοί των εναγόντων στηρίζονται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, καθόσον η διεκδίκηση του εκ του κοινού λογαριασμού ποσού από τους κληρονόμους του ενός συνδικαιούχου εξαρτάται αφενός από τους ειδικότερους όρους και συμφωνίες του Ν. 5638/1932, που τυχόν διέπουν τον κοινό λογαριασμό, και αφετέρου από την εσωτερική σχέση, ήτοι την εσωτερική συμφωνία ρύθμισης των δικαιωμάτων των συνδικαιούχων στο εν λόγω ποσό, και όχι από την κυριότητά τους επί του ποσού της κατάθεσης. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του απέρριψε την κύρια βάση της αγωγής ως ουσιαστικά αβάσιμη, έστω και με διάφορη αιτιολογία που αντικαθίσταται με την παρούσα (άρθρο 534 του ΚΠολΔ), δεν έσφαλε και ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις αναφερόμενες στην προηγηθείσα μείζονα σκέψη διατάξεις και σωστά εκτίμησε τις αποδείξεις. Επομένως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο περί του αντιθέτου πρώτος λόγος της υπό κρίση έφεσης.
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η από 04.10.2021 έφεση κατ’ ουσίαν, τα δε δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολό τους (άρθρα 179 και 183 του ΚΠολΔ), λόγω της συγγενικής τους σχέσης (άρθρα 179 και 183 του ΚΠολΔ), ενώ πρέπει να εισαχθεί στο Δημόσιο Ταμείο κατ’ άρθρο 495 του ΚΠολΔ το παράβολο για το παραδεκτό της έφεσης που προκατέβαλαν οι εκκαλούντες – ενάγοντες, λόγω της ήττας τους.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 04.10.2021 έφεση κατά της υπ’ αριθ. 373/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την έφεση.
Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου υπέρ Δημοσίου υπ’ αριθ. ……….., συνολικού ποσού εκατό (100,00) ευρώ που προκατέβαλαν οι εκκαλούντες – ενάγοντες.
Συμψηφίζει στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 25-1-2023, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ