ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΑΡΙΘΜΟΣ 30/2023
Αποτελούμενο από τον δικαστή, Ηλία Σταυρόπουλο, Εφέτη, τον οποίο όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Εφετείου Πειραιώς και τη γραμματέα, Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις ………… για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της εκκαλούσας : ……………, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της, Μαρία Βιλλιώτη, με δήλωση (ΚΠολΔ 242 παρ. 2).
Του εφεσίβλητου : Ελληνικού Δημοσίου, όπως νόμιμα εκπροσωπείται από τον Υπουργό Οικονομικών, ο οποίος κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τη Δικαστική Πληρεξούσια Α’ του Ν.Σ.Κ. Ελένη Πλασσαρά, με δήλωση (ΚΠολΔ 242 παρ. 2).
Η εκκαλούσα άσκησε την με αρ. κατ. …………/2017 αγωγή της προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, το οποίο με την με αρ. 62/2020 απόφασή του την απέρριψε.
Την οριστική αυτή απόφαση προσέβαλε η εκκαλούσα με την από 10.2.2020 με αρ. κατ. ………../2020 έφεσή της προς το Δικαστήριο τούτο, η οποία ορίστηκε (με την με αρ. …………./2021 έκθ. κατ. Εφετείου Πειραιώς) να συζητηθεί τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή.
Οι πληρεξούσια νομικοί παραστάτες των διαδίκων αναφέρθηκαν στις προτάσεις που κατέθεσαν και ζήτησαν να γίνουν δεκτές.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση έφεση κατά της υπ’ αρ. 62/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία) ασκήθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως (ΚΠολΔ 518 παρ. 1, παράβολο ……………./2020). Είναι συνεπώς τυπικά δεκτή και πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν.
Η ενάγουσα, ήδη εκκαλούσα, με την πρωτοδίκως κριθείσα αγωγή της ζήτησε να αναγνωριστεί κυρία με παράγωγο τρόπο και συγκεκριμένα με νομίμως μεταγεγραμμένο συμβολαιογραφικό έγγραφο για νόμιμη αίτια αλλά και με πρωτότυπο τρόπο και δη με τα προσόντα της έκτακτης και τακτικής χρησικτησίας, με τη συνεχή και αδιάλειπτη καλόπιστη άσκηση πράξεων νομής για χρονικό διάστημα μεγαλύτερου της εικοσαετίας, επί του περιγραφομένου σ’ αυτήν κατά θέση, έκταση και όρια ακινήτου, το οποίο αντί να καταχωρηθεί ορθά στις πρώτες κτηματολογικές εγγραφές ως ένα ενιαίο ακίνητο, όπως αποτυπώνεται στο επικαλούμενο με την αγωγή τοπογραφικό διάγραμμα, αποκλειστικής πλήρους κυριότητας της, με ξεχωριστό ΚΑΕΚ, καταχωρήθηκε ανακριβώς εν μέρει, κατά ένα εδαφικό τμήμα, ως τμήμα ιδιοκτησίας του εναγομένου, ήδη εφεσιβλήτου, με ξεχωριστό ΚΑΕΚ και εν μέρει, κατά το υπόλοιπο εδαφικό τμήμα, ως τμήμα όμορης ιδιοκτησίας με διαφορετικό ΚΑΕΚ, η οποία επίσης εσφαλμένα καταχωρήθηκε ότι της ανήκει εξ ολοκλήρου και για αυτό ζητεί να διορθωθεί. Το εναγόμενο, ήδη εφεσίβλητο, Ελληνικό Δημόσιο, αρνήθηκε την αγωγή και επιπλέον ισχυρίστηκε ότι το επίδικο ακίνητο δεν είναι δεκτικό χρησικτησίας, γιατί είναι δημόσιο κτήμα, επειδή α) περιήλθε σ’ αυτό δυνάμει της Συνθήκης της Κωνσταντινούπολης του 1932 και των πρωτοκόλλων του Λονδίνου του 1830, ως ανήκουσα πριν την επανάσταση του 1821 σε Οθωμανούς υπηκόους, το οποίο κατέλαβε, κατά τη διάρκεια του αγώνα της ανεξαρτησίας, οι οποίοι κατά τον χρόνο της υπογραφής των πρωτοκόλλων το είχαν εγκαταλείψει, άλλως ως περιουσία του Οθωμανικού Δημοσίου, που κατέλαβε και δήμευσε «δικαιώματι πολέμου», άλλως, β) δυνάμει των διατάξεων του ΒΔ 3/15.12.1833, δεδομένου ότι αποτελούσε από του έτους 1820 και έως την άσκηση της αγωγής βοσκότοπο ή λιβάδι, χωρίς ποτέ μέσα στις νόμιμες προθεσμίες να αναγνωρισθεί κανένας κύριος κατά την προβλεπόμενη διαδικασία, άλλως, γ) απέκτησε αυτό με τα προσόντα της τακτικής, άλλως της έκτακτης χρησικτησίας, καθώς το νέμεται, ασκώντας τις αναφερόμενες πράξεις νομής, που προσιδιάζουν στη φύση του επιδίκου, με διάνοια κυρίου και καλή πίστη, από την επανάσταση του 1821 μέχρι και την άσκηση της αγωγής, άλλως, δ) το απέκτησε ως αδέσποτο, χωρίς να απαιτείται κατάληψη της νομής ή μεταγραφή της κτήσης, δυνάμει των διατάξεων του προϊσχύσαντος βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, των άρθρων 16 του από Ιουνίου 1837 νόμου περί διάκρισης κτημάτων και των διατάξεων των άρθρων 2 § 1 του ΑΝ 1539/1938 και 972 ΑΚ. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε την αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη. Εναντίον αυτής της απόφασης παραπονείται η εκκαλούσα με την υπό κρίση έφεσή της για πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων. Ζητεί δε να εξαφανιστεί και να γίνει δεκτή κατ’ ουσίαν η αγωγή της.
Από τα μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, συμπεριλαμβανομένων και των τοπογραφικών σχεδιαγραμμάτων και των μη αμφισβητούμενης γνησιότητας φωτογραφιών, και από την υπ’ αρ. ……./16.2.2018 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της συμβ/φου Σαλαμίνας, ……………., που ελήφθη κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της αντίδικης πλευράς (βλ. την ………../12.2.2018 έκθεση επίδοσης της δικ. επιμ. ……………), την οποία επικαλείται η εκκαλούσα με τις προτάσεις της, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει του υπ’ αρ. ………/1991 συμβολαίου της συμβ/φου Σαλαμίνας …………, νομίμως μεταγεγραμμένου στο Υποθηκοφυλακείο Σαλαμίνας (Τ. ……… α.α …….), η ενάγουσα απέκτησε από την αληθινή κυρία μητέρα της, ………….., λόγω γονικής παροχής, την κυριότητα ενός αγροτεμαχίου που βρίσκεται στη Σαλαμίνα στη θέση «…………….» της κτηματικής περιφέρειας του Δήμου Σαλαμίνας, στην περιοχή «….», επί της οδού …., ήδη ….., που φαίνεται με τα κεφαλαία αλφαβητικά γράμματα Α,Β,Γ,Δ,Α9,Ε,Ζ,Α στο από Οκτωβρίου 2017 τοπογραφικό διάγραμμα του αγρονόμου τοπογράφου ………….., έκτασης 759,20 τ.μ., που συνορεύει βορειοανατολικά εν μέρει με πλευρά Α-Β 25,30 μ. με ιδιοκτησία με ΚΑΕΚ ……….. και εν μέρει με πλευρές Β-Γ και Γ-Δ 3,10 μ. και 12,55 μ., αντίστοιχα, με ιδιοκτησία με ΚΑΕΚ ……….. και πέραν αυτών με την οδό ………… (ΚΑΕΚ ………..), νότια εν μέρει με πλευρά Δ-Α9 16 μ. με ιδιοκτησία με ΚΑΕΚ ……….. και εν μέρει με πλευρές Α9-Ε και Ε-Ζ 12,15 μ. 15,30 μ., αντίστοιχα, με ιδιοκτησία με ΚΑΕΚ ………… και βορειοδυτικά με πλευρά 33,60 μ. με ιδιοκτησία με ΚΑΕΚ ……….. Η …………….. απέκτησε αυτό κατά κυριότητα, ως προς τα 500 τ.μ., λόγω πώλησης, από τον ………… δυνάμει του υπ’ αρ. ……/1938 συμβολαίου του συμβ/φου Σαλαμίνας …………., νομίμως μεταγεγραμμένου στο Υποθηκοφυλακείο Σαλαμίνας (Τ. …….. α.α ……..) και, ως προς τα υπόλοιπα 259,20 τ.μ., από άτυπη δωρεά της νομής από τον πατέρα της ……….. το ίδιο έτος (1938). Η ……….. ……… από τότε που απέκτησε το ενιαίο ως άνω αγροτεμάχιο (1938), καλόπιστα και χωρίς ποτέ να ενοχληθεί από κανέναν, έχοντας την πεποίθηση ότι απέκτησε ανεπίληπτα, επέβλεπε συνεχώς αυτό, το οριοθέτησε περιφράσσοντάς το με συρματόπλεγμα, το οποίο συνεχώς συντηρούσε και επισκεύαζε και καθάριζε αυτό από τα αγριόχορτα, συνεχώς και αδιαλείπτως, ώσπου το μεταβίβασε ολόκληρο λόγω γονικής παροχής με το ως άνω συμβόλαιο (………../1991) στην ενάγουσα εκκαλούσα το έτος 1991. Από τότε που το απέκτησε η ενάγουσα συνέχισε να ασκεί τις ίδιες ακριβώς πράξεις νομής, καλόπιστα ότι απέκτησε από αληθινή κυρία, συνεχώς μέχρι και το χρόνο άσκησης της αγωγής (2017). Έτσι η ενάγουσα κατέστη κυρία του ως άνω ακινήτου με παράγωγο αλλά και με πρωτότυπο τρόπο και δη με έκτακτη και τακτική χρησικτησία. Το Ελληνικό Δημόσιο ουδέποτε απέκτησε κυριότητα επί του ανωτέρω επιδίκου ή τμήματος αυτού με τους τρόπους, που επικαλέστηκε. Ειδικότερα οι ισχυρισμοί του ότι αυτό, καθ’ ο μέρος περιλαμβάνεται στην ιδιοκτησία με ΚΑΕΚ ………….., είναι επιμέρους εδαφικό τμήμα του δημόσιου καταγεγραμμένου κτήματος με αριθμό 82, ως ανήκον στην κυριότητα της Αεροπορικής Αμύνης και επομένως δεν ήταν δεκτικό χρησικτησίας μετά την 11.9.1915 και ότι αυτό καταλήφθηκε από το Δημόσιο μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι κατ’ ουσίαν, αφού δεν αποδείχθηκαν από κανένα αποδεικτικό μέσο, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι τα ευρισκόμενα στην Αττική και στα νησιά του Αργοσαρωνικού οθωμανικά κτήματα δεν περιήλθαν στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου, με το δικαίωμα του πολέμου, αφού δεν κατακτήθηκαν με τα όπλα, αλλά παραχωρήθηκαν στο Ελληνικό Κράτος στις 31.3.1833, με βάση την από 27.6/9.7.1832 Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως και κατόπιν σχετικών συμφωνιών μεταξύ των ελληνικών και τουρκικών αρχών (ΑΠ 1132/2020, ΑΠ 769/2020, ΑΠ 832/2020 ΑΠ 279/2019, ΑΠ 7/2019, δημ. στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου). Επίσης, εν προκειμένω, ουδόλως αποδείχθηκε ότι το επίδικο άνηκε στο Οθωμανικό Δημόσιο, ή σε Οθωμανούς ιδιώτες και εγκαταλείφθηκε από τους τελευταίους, ούτε ότι μετά την απελευθέρωση κατέστη αδέσποτο και δημεύθηκε, γιατί δεν καταλήφθηκε από τρίτους έως την έναρξη ισχύος του νόμου της 21.6./10.7.1837 “περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων”, όπως προβλέπεται στην ανωτέρω Συνθήκη και τα Πρωτόκολλα, προκειμένου να καταστεί κύριος αυτού το Ελληνικό Δημόσιο. Δεν αποδείχθηκε επίσης ότι η επίδικη έκταση ήταν δασική ή δάσος κατά το χρόνο έναρξης ισχύος του από 17/29.11.1836 Β.Δ/τος, ούτε λιβάδι, κατά το χρόνο έναρξης ισχύος του ΒΔ της 12.12.1833 “περί διορισμού και φόρου βοσκής και του δια τα εθνικοϊδιόκτητα λιβάδια εγγείου φόρου κατά τα έτη 1833-1834”, ώστε να ισχύει το τεκμήριο κυριότητας που θεσπίσθηκε υπέρ του Δημοσίου με τις διατάξεις των ως άνω διαταγμάτων σε όλα τα δάση και τα λιβάδια, που υπήρχαν πριν από την ισχύ του στα όρια του Ελληνικού Κράτους και δεν αναγνωρίσθηκαν νομίμως ότι ανήκουν σε ιδιώτες (ΑΠ 894/2020, ΑΠ 34/2019, δημ. στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου). Εξάλλου, ο ισχυρισμός του Ελληνικού Δημοσίου ότι κατέστη κύριος του επιδίκου με τακτική και έκτακτη χρησικτησία δεν αποδείχθηκε και είναι αβάσιμος, καθόσον ουδέποτε το ανωτέρω χρησιδέσποσε αυτό, αφού ουδεμία πράξη νομής άσκησε επ’ αυτού ουδέποτε. Συνεπώς το επίδικο ουδέποτε άνηκε στην Αεροπορική Άμυνα, δεν ήταν δημόσιο κτήμα, κακώς περιλήφθηκε στο με αριθμό ………./1.12.1977 καταγεγραμμένο δημόσιο κτήμα και δεν ήταν ανεπίδεκτο χρησικτησίας και μετά την 11.9.1915. Άλλωστε, αν το επίδικο ήταν δημόσιο κτήμα, το εναγόμενο δεν θα δεχόταν να λαμβάνει γι’ αυτό φόρους μεταβίβασης κυριότητας κατά την κατάρτιση των ως άνω μεταβιβαστικών συμβολαίων ή φόρο χρησικτησίας (βλ. το 3ο φύλλο του ως άνω υπ’ αρ. …../1991 συμβολαίου γονικής παροχής). Διαφορετικά δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό ότι, παρά το ότι ήταν γνωστή στο Ελληνικό Δημόσιο η κυριότητά του επ’ αυτού, καθώς και η έλλειψη κυριότητας της εκκαλούσας και της δικαιοπαρόχου της, εντούτοις απέκρυψε ή παρέλειψε να γνωστοποιήσει αυτά τα αληθή σ’ αυτούς κατά τη λήψη των σχετικών δηλώσεων φόρου και την είσπραξη των σχετικών φόρων επί ζημία της εκκαλούσας και της δικαιοπαρόχου της με αντίστοιχη παράνομη ωφέλειά του. Και ενώ η εκκαλούσα ενάγουσα ήταν κυρία του ως άνω ακινήτου και παρά το ότι υπέβαλε σχετική δήλωση εγγραπτέου δικαιώματος προς το Κτηματολογικό Γραφείο Σαλαμίνας, επικαλούμενη και προσκομίζοντας τους ως άνω τίτλους της, εντούτοις τμήμα αυτού, επιφανείας 638,85 τ.μ., που αποτυπώνεται στο ως άνω τοπογραφικό διάγραμμα του …………. με στοιχεία Α,Α8,Α9,Ε,Ζ,Α και συνορεύει βορειοανατολικά με πλευρά Α-Α8 25,10 μ. με την ιδιοκτησία με ΚΑΕΚ ………. και πέραν αυτής με την οδό ………. (ΚΑΕΚ ………….), νότια με πλευρά Ζ-Ε και Ε-Α9 15,30 μ. και 12,15 μ., αντίστοιχα, με την ιδιοκτησία με ΚΑΕΚ ………. και βορειοδυτικά με πλευρά Ζ-Α 33,60 μ. με την ιδιοκτησία με ΚΑΕΚ …………, καταχωρήθηκε εσφαλμένα ως ιδιοκτησία του εφεσίβλητου εναγομένου ως τμήμα της ιδιοκτησίας με ΚΑΕΚ ……….. Επίσης το υπόλοιπο τμήμα του ως άνω επιδίκου, επιφανείας 120,35 τ.μ., που φαίνεται στο ως άνω τοπογραφικό διάγραμμα με τα στοιχεία Α8,Β,Γ,Δ,Α9,Α8 και συνορεύει βορειοανατολικά με πλευρά Α8-Β, Β-Γ, Γ-Δ 0,21 μ., 3,10 μ. και 12,55 μ. αντίστοιχα με τμήμα της ιδιοκτησίας με ΚΑΕΚ ……….. και πέραν αυτής με την οδό ………., νότια με πλευρά Α9-Δ 16 μ. με τμήμα της ιδιοκτησίας με ΚΑΕΚ ……….. και βορειοδυτικά με πλευρά Α9-Α8 17,12 μ. με τμήμα της ιδιοκτησίας με ΚΑΕΚ ………….., διαχωρίστηκε από το ως άνω ενιαίο ακίνητο ιδιοκτησίας της ενάγουσας και καταχωρήθηκε ως τμήμα της ιδιοκτησίας με ΚΑΕΚ ………., το οποίο εσφαλμένα καταχωρήθηκε ότι ανήκει κατά πλήρη κυριότητα εξ ολοκλήρου (δηλαδή όλη η ιδιοκτησία με ΚΑΕΚ …………. επιφανείας 403,32 τ.μ.) στην ενάγουσα. Οι ως άνω εγγραφές ελέγχονται ως εσφαλμένες, αφού διαχωρίζουν την ενιαία ως άνω ιδιοκτησία της ενάγουσας, επιφάνειας 759,20 τ.μ., σε δυο επιμέρους εδαφικά τμήματα (638,85 τ.μ. και 120,35 τ.μ.) με ξεχωριστά ΚΑΕΚ, εκ των οποίων το πρώτο ως ανήκον στην κυριότητα του εναγόμενου εφεσιβλήτου. Μετά ταύτα έπρεπε η υπό κρίση αγωγή να γίνει δεκτή και να αναγνωριστεί η ενάγουσα κυρία του επιδίκου ακινήτου με παράγωγο και πρωτότυπο τρόπο και δη με έκτακτη και τακτική χρησικτησία και, στη συνέχεια, να διαταχθεί η διόρθωση των ανακριβών πρώτων εγγραφών για το εν λόγω ακίνητο στα βιβλία του Κτηματολογίου Σαλαμίνας, προκειμένου να καταχωρηθεί η ενάγουσα ως κυρία του ενιαίου ως άνω ακινήτου, όπως αυτό αποτυπώνεται στο από Οκτωβρίου 2017 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού …………., για το οποίο συντρέχουν οι τεχνικές προϋποθέσεις για την απεικόνιση των γεωμετρικών μεταβολών και την εισαγωγή τους στην κτηματολογική βάση, σύμφωνα με την από 8.12.2017 θετική εισήγηση της Δ/νσης Λειτουργούντος Κτηματολογίου της ΕΚΧΑ Α.Ε. (άρθρ. 6 παρ. 3 ε’ του Ν. 2664/1998), λαμβάνοντας ξεχωριστό ΚΑΕΚ με τίτλο το υπ’ αρ. ………./1991 συμβόλαιο της συμβ/φου Σαλαμίνας …………… Τα δικαστικά έξοδα της εκκαλούσας ενάγουσας και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας θα πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του εφεσιβλήτου εναγόμενου, μειωμένα όμως για κάθε βαθμό (άρθρ. 22 του ν. 3693/1957).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται την έφεση.
Εξαφανίζει την υπ’ αρ. 62/2020 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
Κρατεί την υπόθεση και δικάζοντας επί της αγωγής.
Δέχεται αυτήν.
Αναγνωρίζει την ενάγουσα κυρία με παράγωγο και πρωτότυπο τρόπο και δη με έκτακτη και τακτική χρησικτησία, ενός αγροτεμαχίου που βρίσκεται στη Σαλαμίνα στη θέση «…………» της κτηματικής περιφέρειας του Δήμου Σαλαμίνας, στην περιοχή «….», επί της οδού ….., ήδη ….., που φαίνεται με τα κεφαλαία αλφαβητικά γράμματα Α,Β,Γ,Δ,Α9,Ε,Ζ,Α στο από Οκτωβρίου 2017 τοπογραφικό διάγραμμα του αγρονόμου τοπογράφου ……., έκτασης 759,20 τ.μ., που συνορεύει βορειοανατολικά εν μέρει με πλευρά Α-Β 25,30 μ. με ιδιοκτησία με ΚΑΕΚ …………. και εν μέρει με πλευρές Β-Γ και Γ-Δ 3,10 μ. και 12,55 μ., αντίστοιχα, με ιδιοκτησία με ΚΑΕΚ …….. και πέραν αυτών με την οδό …….. (ΚΑΕΚ ……….), νότια εν μέρει με πλευρά Δ-Α9 16 μ. με ιδιοκτησία με ΚΑΕΚ ………. και εν μέρει με πλευρές Α9-Ε και Ε-Ζ 12,15 μ. 15,30 μ., αντίστοιχα, με ιδιοκτησία με ΚΑΕΚ ………. και βορειοδυτικά με πλευρά ΑΖ 33,60 μ. με ιδιοκτησία με ΚΑΕΚ …………
Διορθώνει την αρχική πρώτη εγγραφή προκειμένου να καταχωρηθεί η εκκαλούσα ενάγουσα ως κυρία του ενιαίου ως άνω ακινήτου, όπως αυτό αποτυπώνεται στο από Οκτωβρίου 2017 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού . ………, λαμβάνοντας ξεχωριστό ΚΑΕΚ με τίτλο το υπ’ αρ. ……./1991 συμβόλαιο της συμβ/φου Σαλαμίνας, …………
Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου της έφεσης στον καταθέσαντα αυτό.
Καταδικάζει το εφεσίβλητο εναγόμενο στη δικαστική δαπάνη της ενάγουσας εκκαλούσας και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας που καθορίζει στο συνολικό ποσό των 600 ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξουσίους δικηγόρους, στον Πειραιά στις 9-2-2023
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ