Η βελγική αρχή προστασίας δεδομένων έκρινε πως ο εργοδότης δεν έπρεπε να ενημερώσει το προσωπικό του για τα αποτελέσματα της ψυχοκοινωνικής παρέμβασης με αναφορά στην εργαζόμενη που την είχε ζητήσει, ακόμη και αν η υπόθεσή της ήταν ενδεχομένως ήδη γνωστή
Με καταγγελία που υπέβαλε ενώπιον της βελγικής αρχής προστασίας δεδομένων, εργαζόμενη σε οίκο ευγηρίας διαμαρτυρήθηκε για τη δημοσιοποίηση του ονόματός της από τον εργοδότη της.
Σύμφωνα με την καταγγελία, η εργαζόμενη υπέβαλε αίτημα για επίσημη ψυχοκοινωνική παρέμβαση λόγω των συνθηκών που αντιμετώπιζε στο εργασιακό της περιβάλλον.
Η ψυχοκοινωνική παρέμβαση στο περιβάλλον εργασίας προβλέπεται στη βελγική εργατική νομοθεσία (Loi du 4 août 1996 relative au bien-être des travailleurs lors de l’exécution de leur travail] και συνίσταται στην υποχρέωση του εργοδότη να συνιστά σχετική εσωτερική δομή ή να συνεργάζεται με εξωτερικό εμπειρογνώμονα, προκειμένου οι εργαζόμενοι να μπορούν – ανεπίσημα ή επίσημα – να καταγγέλλουν συμπεριφορές που συνιστούν βία και παρενόχληση κατά την εκπλήρωση των εργασιακών καθηκόντων τους.
Στην εξεταζόμενη περίπτωση, η εργαζόμενη υπέβαλε αίτημα για επίσημη ψυχοκοινωνική παρέμβαση από τον εξωτερικό συνεργάτη του εργοδότη, επικαλούμενη ψυχολογική παρενόχληση και βία. Με βάση την καταγγελία αυτή, ο εμπειρογνώμονας συνέταξε σχετική έκθεση, με την οποία εισηγήθηκε στον εργοδότη τη λήψη μέτρων, ατομικού και συλλογικού χαρακτήρα, για την αντιμετώπιση των καταγγελλομένων.
Ο εργοδότης παρέλαβε την έκθεση και ενημέρωσε το προσωπικό του για τα αποτελέσματά της, αρχικά δια της ανάρτησης σχετικής ανακοίνωσης στους χώρους του οίκου ευγηρίας, ακολούθως δε δια μέσω ανοικτής επιστολής προς το προσωπικό. Και στις δύο περιπτώσεις, ωστόσο, τα ενημερωτικά κείμενα περιελάμβαναν τα στοιχεία της καταγγέλλουσας, ως του προσώπου που είχε κινήσει τη διαδικασία.
Η έρευνα της βελγικής αρχής
Διαπιστώνοντας καταρχήν πως το μεν ονοματεπώνυμο αποτελεί δεδομένο προσωπικού χαρακτήρα, η δε ανάρτηση σημειώματος σε τοίχο συνιστά επεξεργασία δεδομένων, η APD ζήτησε από το καταγγελλόμενο τις απόψεις του ως προς τη νομιμότητα της επεξεργασίας αυτής. Στην απάντησή του ο οίκος ευγηρίας δεν επικαλέστηκε κάποια εκ των νομίμων βάσεων του άρθρου 6 ΓΚΠΔ, περιοριζόμενος στη δήλωση πως η δημοσιοποίηση των σημειωμάτων αφενός αποτελούσε υποχρέωση από τον νόμο, αφετέρου περιελάμβανε δεδομένα που ήταν ήδη δημόσια, ήτοι σε γνώση του προσωπικού.
Η βελγική αρχή δεν δέχθηκε τους δύο αυτούς ισχυρισμούς. Ως προς το ζήτημα της συμμόρφωσης με έννομη υποχρέωση, διαπιστώθηκε πως αφενός μεν ο νόμος δεν θεσπίζει την υποχρέωση δημοσιοποίησης των προτεινόμενων ατομικών και συλλογικών μέτρων, αφετέρου δε και εφόσον ήθελε γίνει δεκτό πως κάτι τέτοιο ήταν σκόπιμο και αναγκαίο, ο εργοδότης δεν περιορίστηκε στη δημοσιοποίηση των μέτρων αυτών, αλλά σαφώς επεκτάθηκε σε πληροφορίες επί της καταγγελίας και επί της καταγγέλλουσας. Κατά συνέπεια, κρίθηκε ότι η ανάρτηση των σημειωμάτων δεν έγινε προς τον σκοπό της δημοσιοποίησης των μέτρων, αλλά της ενημέρωσης των εργαζομένων για την πορεία της συγκεκριμένης καταγγελίας. Συνεπώς η επεξεργασία δεν θα μπορούσε να στηρίζεται στη νόμιμη βάση του άρθρου 6 παρ.1γ’ ΓΚΠΔ.
Ως προς τον δεύτερο ισχυρισμό του καταγγελλομένου περί ήδη δημοσιοποιηθέντων δεδομένων, ο οποίος στηρίχθηκε στο επιχείρημα πως τα μέλη του προσωπικού γνώριζαν την υπόθεση της καταγγέλλουσας, ενώ πιθανότατα θα είχαν κληθεί και στη διαδικασία παρέμβασης προκειμένου να καταθέσουν τα όσα γνωρίζουν, η βελγική αρχή ήταν και πάλι αντίθετη. Η APD, υπενθυμίζοντας πως και οι δημοσιοποιηθείσες πληροφορίες αποτελούν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, έκρινε ότι ακόμη και στην περίπτωση αυτή θα έπρεπε να υπάρχει νομική βάση, στην οποία να στηρίζεται η επεξεργασία των δεδομένων.
Μη προβληθέντων άλλων ισχυρισμών και ελλείψει προφανούς βάσης νομιμότητας της επεξεργασίας αυτής, η βελγική αρχή, για λόγους πληρότητας της αιτιολογίας της απόφασης, εξέτασε το ενδεχόμενο να τύχει εφαρμογής το έννομο συμφέρον του άρθρου 6 παρ.1στ’ ΓΚΠΔ.
Όπως ειδικότερα αναλύθηκε, για την επίκληση της νομικής βάσης του εννόμου συμφέροντος πρέπει να πληρούνται σωρευτικώς τρεις προϋποθέσεις: η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος, η αναγκαιότητα της επεξεργασίας εν όψει του επιδιωκόμενου σκοπού και η μη υπεροχή των δικαιωμάτων και ελευθεριών του υποκειμένου των δεδομένων.
Ως προς την πρώτη προϋπόθεση, η αρχή έκρινε πως οι ισχυρισμοί του καταγγελλόμενου για δημοσιοποίηση αναγκαία εν όψει των ερωτημάτων των μελών του προσωπικού ως προς την εξέλιξη της παρέμβασης αλλά και για την απόδειξη του μη εντοπισμού αρνητικών ευρημάτων μπορούν να θεωρηθούν ως έννομο συμφέρον του εργοδότη.
Ως προς τη δεύτερη προϋπόθεση όμως, η κρίση της βελγικής αρχής ήταν αρνητική. Όπως διαπιστώθηκε, η δημοσιοποίηση του ονόματος της καταγγέλλουσας δεν ήταν αναγκαία για την ικανοποίηση των ως άνω σκοπών, καθώς η απλή αναφορά στα ευρήματα και τις συστάσεις του εμπειρογνώμονα θα ήταν αρκετή για την ενημέρωση του προσωπικού. Ως εκ τούτου, η δεύτερη προϋπόθεση του εννόμου συμφέροντος δεν πληρούτο, ενώ η εξέταση της τρίτης προϋπόθεσης παρήλκε.
Με βάση τα ανωτέρω, η βελγική αρχή έκρινε πως το καταγγελλόμενο προέβη στην επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων της καταγγέλλουσας κατά παράβαση της αρχής της νομιμότητας των άρθρων 5 παρ.1α και 6.1 ΓΚΠΔ.