ΑΠΟΦΑΣΗ
Stoenescu κατά Ρουμανίας της 28.02.2023 (αρ. προσφ. 14166/19)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Απόρριψη αγωγής του προσφεύγοντος για επιστροφή χαρτοσήμου και δικαστικών εξόδων που κατέβαλε για εκδίκαση αγωγής για δικαστική διανομή ακινήτου, επειδή η αγωγή διανομής απερρίφθη ως άνευ αντικειμένου, αφού οι διάδικοι συμφώνησαν σε συναινετική διανομή.
Στις 9 Απριλίου 2012 ο ενάγων και η M. S. χώρισαν, μετά από πολυετή γάμο. Ο προσφεύγων άσκησε αγωγή ενώπιον του πρωτοδικείου Βουκουρεστίου, ζητώντας τη δικαστική διανομή του ακινήτου που είχε εξ αδιαιρέτου συνιδιοκτησία με την πρώην σύζυγό του. Για την εκδίκαση της αγωγής κατέβαλε τέλος χαρτοσήμου ύψους 42.419 RON (περίπου 9.220 ευρώ). Στη συνέχεια οι διάδικοι συμφώνησαν σε εκούσια διανομή σε συμβολαιογράφο. Στις 18 Ιανουαρίου 2018, κατά την πρώτη και μοναδική επ’ ακροατηρίω συζήτηση της υπόθεσης, το Περιφερειακό Δικαστήριο έλαβε υπόψη το αίτημα των διαδίκων να ληφθεί υπόψη η εκούσια συμφωνία τους για τη διανομή της περιουσίας τους και απέρριψε την αγωγή ως άνευ αντικειμένου.
Στις 16 Απριλίου 2018 ο προσφεύγων άσκησε χωριστή αγωγή με αίτημα την επιστροφή των ήδη καταβληθέντων δικαστικών εξόδων και την ακύρωση των υπολοίπων καταβολών. Στις 23 Απριλίου 2018, το περιφερειακό δικαστήριο Βουκουρεστίου απέρριψε την αγωγή.
Ο προσφεύγων υποστήριξε ότι ενώπιον συμβολαιογράφου είχε καταβάλει όλα τα δικαστικά έξοδα και τους φόρους για τη διανομή της συζυγικής περιουσίας και για την καταχώρισή της στο κτηματολόγιο.
Ο προσφεύγων προσκόμισε έξι αποφάσεις τις οποίες θεωρούσε κρίσιμες για την υπό κρίση υπόθεση, ενώ η κυβέρνηση προσκόμισε μία απόφαση. Ο προσφεύγων παραπονέθηκε ότι δεν είχε δίκαιη δίκη.
Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι ο καθορισμός των εξόδων της δίκης στην παρούσα υπόθεση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 6 § 1 της ΕΣΔΑ.
Ο προσφεύγων υποστήριξε ότι τα δικαστικά έξοδα είχαν επιστραφεί σε διάφορες περιπτώσεις, όπως προέκυπτε από την προσκομισθείσα νομολογία.
Η κυβέρνηση υποστήριξε ότι δεν υπήρχε αποκλίνουσα νομολογία επί του θέματος, κυρίως επειδή οι υποθέσεις που επικαλέστηκε ο προσφεύγων αναφέρονταν σε διαφορετικές πραγματικές περιστάσεις που διέπονταν από διαφορετικούς κανόνες από εκείνους που ίσχυαν στην περίπτωσή του.
Πολύ λίγα δικαστήρια είχαν αποφανθεί ότι είχε παραβιαστεί η ασφάλεια δικαίου στην υπόθεση του προσφεύγοντος.
Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο επανέλαβε ότι η επίλυση του ζητήματος των δικαστικών εξόδων μπορεί να είχε επιπτώσεις στο δίκαιο χαρακτήρα της διαδικασίας στο σύνολό της. Το δικαστήριο επισήμανε πως το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο ήταν σαφές, προβλέποντας ελάχιστες περιπτώσεις στις οποίες μπορούσε να επιτραπεί η επιστροφή αυτών.
Κατά το Δικαστήριο, δεν ήταν καθήκον του, εκτός από την περίπτωση αρνησιδικίας ή προφανούς αυθαιρεσίας, να συγκρίνει διαφορετικές αποφάσεις εθνικών δικαστηρίων, ακόμη και αν είχαν εκδοθεί σε φαινομενικά παρόμοιες διαδικασίες. Όσον αφορά την υπό κρίση υπόθεση, το Δικαστήριο επισήμανε, βάσει της σχετικής εσωτερικής νομολογίας που επικαλέστηκαν οι διάδικοι, ότι, με ελάχιστες εξαιρέσεις, το συντριπτικό σύνολο παραδειγμάτων και σχολίων συνέκλινε ως προς τη μη εφαρμογή του άρθρου 45. Το εν λόγω αποτέλεσμα δεν μπορούσε να θεωρηθεί αυθαίρετο ή προδήλως παράλογο.
Το ΕΔΔΑ δεν διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 6 παρ. 1
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Αιτιάσεις του προσφεύγοντος ότι η διαδικασία που αφορούσε τα αιτήματά του για επιστροφή και/ή απαλλαγή από την καταβολή περαιτέρω δικαστικών εξόδων (ενώ η διαφορά της κύριας δίκης είχε ήδη περατωθεί βάσει της συμφωνίας των συμβαλλομένων) ήταν καταχρηστική και είχε δυσανάλογες επιπτώσεις στα περιουσιακά του δικαιώματα, καθόσον ήταν υποχρεωμένος να καταβάλει πλήρως τα δικαστικά έξοδα, έστω και αν η αγωγή του είχε απορριφθεί ως άνευ αντικειμένου κατά την πρώτη κιόλας επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Τέθηκε ζήτημα βάσει του άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης καθώς και βάσει του άρθρου 1 του Πρωτοκόλλου 1 της Σύμβασης.
Ο προσφεύγων γεννήθηκε το 1966 και κατοικεί στο Βουκουρέστι.
Στις 9 Απριλίου 2012 ο ενάγων και η M. S. χώρισαν, μετά από πολυετή γάμο, κατά τη διάρκεια του οποίου είχαν καταστεί συγκύριοι, μεταξύ άλλων, δύο ακινήτων ευρισκομένων στο Βουκουρέστι.
Στις 8 Σεπτεμβρίου 2017 προσφεύγων άσκησε αγωγή ενώπιον του πρωτοδικείου Βουκουρεστίου, ζητώντας τη διανομή του ακινήτου που κατείχε από κοινού με την πρώην σύζυγό του.
Στις 12 Σεπτεμβρίου 2017 το δικαστήριο κοινοποίησε στον προσφεύγοντα την υποχρέωσή του να καταβάλει τέλος χαρτοσήμου ύψους 42.419,2 RON (περίπου 9.220 ευρώ), το οποίο ανερχόταν στο 5% της αξίας του προς διανομή περιουσιακού στοιχείου, όπως απαιτείται από το άρθρο 5 του κυβερνητικού διατάγματος αριθ. 80/2013 σχετικά με την καταβολή τελών χαρτοσήμου.
Στις 19 Σεπτεμβρίου 2017 ο προσφεύγων υπέβαλε αίτηση για να της επιτραπεί η καταβολή του τέλους χαρτοσήμου σε 20 μηνιαίες δόσεις. Το αίτημά του έγινε δεκτό στις 2 Οκτωβρίου 2017, με το δικαστήριο να κρίνει ότι, βάσει του ύψους του μηνιαίου εισοδήματός του, δεν μπορούσε να τύχει απαλλαγής ή μείωσης του οφειλόμενου ποσού ως τέλους χαρτοσήμου, αλλά ότι πληρούσε τις προϋποθέσεις για να του επιτραπεί να καταβάλει σε δόσεις.
Στις 10 Οκτωβρίου 2017, ο προσφεύγων και η M.S. υπέγραψαν ενώπιον συμβολαιογράφου συμφωνία σχετικά με την εκούσια διανομή της κοινής περιουσίας τους – ήτοι δύο ακινήτων ευρισκομένων στο Βουκουρέστι. Τα συμβολαιογραφικά έξοδα που κατέβαλαν οι διάδικοι ανέρχονταν σε 565,25 RON (συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ – περίπου 120 ευρώ), ενώ οι φόροι που αντιστοιχούσαν στην καταχώριση των δύο ακινήτων στο κτηματολόγιο, ανέρχονταν για τον προσφεύγουσα και για την M.S. στα 677 RON (περίπου 150 ευρώ).
Στις 10 Νοεμβρίου 2017 οι διάδικοι ενημερώθηκαν για τον χρόνο της πρώτης επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, η οποία ορίστηκε από το δικαστήριο για τις 18 Ιανουαρίου 2018.
Στις 18 Ιανουαρίου 2018, κατά την συζήτηση της υπόθεσης, το Περιφερειακό Δικαστήριο έλαβε υπόψη το αίτημα των διαδίκων να ληφθεί υπόψη η εκούσια συμφωνία τους για τη διανομή της περιουσίας τους.
Στις 16 Απριλίου 2018 ο προσφεύγων άσκησε χωριστή αγωγή με αίτημα την επιστροφή των ήδη καταβληθέντων δικαστικών εξόδων και την ακύρωση των υπόλοιπων καταβολών. Επικαλέστηκε τις διατάξεις του άρθρου 45 § 1 (γ) του ΕΚΔ αριθ. 80/2013.
Ο προσφεύγων ισχυρίστηκε ότι, κατ’ αρχήν, προβλέποντας τη δυνατότητα επιστροφής του τέλους χαρτοσήμου σε ορισμένες περιπτώσεις, το κράτος είχε ως στόχο να αποτρέψει την πρόκληση υλικής ζημίας σε αυτούς τους αναφέροντες όταν οι νομικές τους ενέργειες θεωρήθηκαν άνευ αντικειμένου. Ανέφερε επίσης ότι η αγωγή του απορρίφθηκε ως άνευ αντικειμένου λόγω των νομικών διατάξεων που εμπόδιζαν τον ενάγοντα να αναγγείλει αξιώσεις διανομής περιουσιακών στοιχείων στο δικαστήριο μετά την εκκαθάριση των εν λόγω αξιώσεων στο πλαίσιο διαδικασίας εκούσιας δικαιοδοσίας. Προσκόμισε μια απόφαση που εκδόθηκε από άλλο δικαστήριο, στην οποία είχαν γίνει δεκτές παρόμοιες αξιώσεις σχετικά με την επιστροφή δικαστικών εξόδων.
Στις 23 Απριλίου 2018, το περιφερειακό δικαστήριο Βουκουρεστίου απέρριψε την αίτηση επιστροφής του προσφεύγοντος. Το δικαστήριο επισήμανε ότι οι περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 23 § 1 του Ν. 146/1997 όσον αφορά την επιστροφή του τέλους χαρτοσήμου υπόκεινται σε συσταλτική ερμηνεία, αποτελώντας εξαιρέσεις από τον κανόνα ότι τα δικαστικά έξοδα δεν επιστρέφονται. Τονίζοντας το γεγονός ότι η υπόθεση του προσφεύγοντος είχε απορριφθεί ως άνευ αντικειμένου (δεδομένου ότι τα μέρη είχαν συμφωνήσει να διανείμουν την κοινή περιουσία τους), το δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το δικαστικό αποτέλεσμα είχε καθοριστεί από τη βούληση των μερών και όχι ως αποτέλεσμα οποιασδήποτε νομοθετικής παρέμβασης (δηλαδή νομικών διατάξεων). Ως εκ τούτου, το άρθρο που επικαλείται ο προσφεύγων δεν είχε εφαρμογή στην υπό κρίση υπόθεση.
Στις 9 Μαΐου 2018 ο προσφεύγων άσκησε έφεση. Υποστήριξε ότι, μολονότι ο διάδικος είχε την υποχρέωση να συνεισφέρει (καταβάλλοντας τέλος χαρτοσήμου) στα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε το κράτος για την απονομή της δικαιοσύνης, ήταν υποχρέωση του κράτους να επιστρέψει το εν λόγω τέλος χαρτοσήμου εάν η εν λόγω υπηρεσία δεν παρεχόταν πλέον.
Ο προσφεύγων υποστήριξε ότι το δικαστήριο ερμήνευσε εσφαλμένα τον νόμο, στο μέτρο που η έννοια του «ως αποτέλεσμα ορισμένων νομικών διατάξεων» δεν μπορούσε να περιοριστεί στη νομοθετική παρέμβαση. Συναφώς, επισήμανε ότι οι διατάξεις του άρθρου 45 § 1 στοιχείο γ) του ΕΚΔ αριθ. 80/2013 είχαν εφαρμογή στην υπόθεσή του, διότι η αξίωσή του είχε απορριφθεί ως άνευ αντικειμένου λόγω των νομικών διατάξεων που υποχρέωναν τον δικαστή να λάβει υπόψη την εκούσια συμφωνία στην οποία κατέληξαν οι διάδικοι, εφόσον, μετά τη συμφωνία για τη διανομή της περιουσίας στο πλαίσιο διαδικασίας εκούσιας δικαιοδοσίας, ο νόμος εμπόδιζε το δικαστήριο να αποφανθεί για το ίδιο ζήτημα στο πλαίσιο της ένδικης διαδικασίας. Πράγματι, η διαμεσολάβηση σε αστικές υποθέσεις ή η εκούσια διευθέτηση τους, υπήρχαν ως δυνατότητες που παρέχονται από τον νόμο στους διαδίκους, οι οποίοι ενθαρρύνονταν να τις χρησιμοποιήσουν για να ελαφρύνουν το βάρος των δικαστηρίων.
Τέλος, ο προσφεύγων υποστήριξε ότι ενώπιον συμβολαιογράφου είχε καταβάλει όλα τα δικαστικά έξοδα και τους φόρους που απέρρεαν από τη διανομή της συζυγικής περιουσίας και από την καταχώρισή της στο κτηματολόγιο και ως εκ τούτου, δεν θα έπρεπε να υποχρεωθεί να καταβάλει εκ νέου φόρους στο κράτος για το ίδιο θέμα, καθώς αυτό θα ισοδυναμούσε με διπλή φορολόγηση.
Στις 2 Οκτωβρίου 2018, το Δικαστήριο του Βουκουρεστίου απέρριψε την έφεση του προσφεύγοντος και επικύρωσε την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου περί επιστροφής ή ακύρωσης δικαστικών εξόδων.
Έως τις 9 Σεπτεμβρίου 2021, όταν ο προσφεύγων υπέβαλε τις παρατηρήσεις του στο Δικαστήριο, είχε ήδη καταβάλει το πλήρες ποσό των 42.419,2 RON ως δικαστικά τέλη για τη διαφορά του.
Ο προσφεύγων προσκόμισε έξι αποφάσεις τις οποίες θεωρούσε κρίσιμες για την υπό κρίση υπόθεση:
α) Απόφαση που εκδόθηκε στις 12 Ιουλίου 2017 από το περιφερειακό δικαστήριο Βουκουρεστίου: διαπιστώθηκε ότι η επίμαχη υπόθεση είχε καταστεί άνευ αντικειμένου λόγω της εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 320 του ΑΚ – ειδικότερα, η διαφορά είχε λήξει λόγω της κατάργησης του καθεστώτος ρύθμισης των περιουσιακών σχέσεων των συζύγων με επικυρωμένο έγγραφο από συμβολαιογράφο· Ως εκ τούτου, διαπιστώθηκε ότι εφαρμόστηκε το άρθρο 45 § 1 στ. γ του ΕΚΔ με αριθμό 80/2013 και ο φόρος επιστράφηκε.
β) Τελεσίδικη απόφαση που εκδόθηκε στις 23 Απριλίου 2015 από το δικαστήριο του Galaţi: ο εναγόμενος αναγνώρισε τα αιτήματα του ενάγοντος στην υπόθεση αυτή, δεδομένου δε ότι είχε επιτευχθεί συμφωνία μεταξύ των μερών πριν από την πρώτη ακροαματική διαδικασία, οι πληρωμές τελών χαρτοσήμου έπρεπε να επιστραφούν, σύμφωνα με το άρθρο 45 παράγραφος 1 στ. γ του ΕΚΔ αριθ. 80/2013·
γ) Απόφαση της 27ης Ιανουαρίου 2016 που εκδόθηκε από το δικαστήριο της Timiș σχετικά με πληρωμές τελών χαρτοσήμου που επιστράφηκαν σε διαδικασίες που αφορούσαν απαιτήσεις κατά εταιρείας για την οποία είχε κινηθεί διαδικασία αφερεγγυότητας: κρίνοντας ότι εφαρμόζεται το άρθρο 45 παράγραφος 1 στ. γ του ΕΚΔ με αριθμό 80/2013, το δικαστήριο απέρριψε τις αξιώσεις ως άνευ αντικειμένου δυνάμει του νόμου περί αφερεγγυότητας, κατά την οποία όλες οι απαιτήσεις κατά οφειλέτη κατά του οποίου είχε κινηθεί διαδικασία αφερεγγυότητας έπρεπε να αναστέλλονται, δεδομένου ότι μπορούσαν να ασκηθούν μόνο στο πλαίσιο της εν λόγω διαδικασίας αφερεγγυότητας.
δ) Απόφαση της 2 Οκτωβρίου 2015 του Ειρηνοδικείου Focșani σχετικά με αγωγή διανομής κληρονομίας, με την οποία πριν από την πρώτη ακροαματική διαδικασία οι διάδικοι είχαν αποφασίσει ότι θα παρέμεναν συνιδιοκτήτες της κληρονομίας και θα τη διατηρούσαν και θα την μεταβίβαζαν από κοινού: το δικαστήριο απέρριψε την αγωγή τους ως άνευ αντικειμένου και διέταξε την επιστροφή του τέλους χαρτοσήμου, σύμφωνα με το άρθρο 45 παράγραφος 1 στοιχείο γ) του ΕΚΔ αριθ.80/2013·
ε) Αποφάσεις της 20 Μαΐου 2014, αντιστοίχως, του Πρωτοδικείου Oradea και της 11ης Δεκεμβρίου 2013 του Δεύτερου Περιφερειακού Δικαστηρίου του Βουκουρεστίου σχετικά με αστικές αγωγές με αίτημα την ακύρωση συμβάσεων πώλησης: χωρίς καμία αναφορά στο άρθρο 45 § 1 στ. γ του ΕΚΔ με αριθμό 80/2013, οι αγωγές απορρίφθηκαν ως άνευ αντικειμένου, τα δικαστήρια σημείωσε ότι οι συμβάσεις είχαν ακυρωθεί ως πλαστές (όπως αποδείχθηκε από τα ποινικά δικαστήρια).
Η κυβέρνηση προσκόμισε μία απόφαση που θεωρήθηκε κρίσιμη για την υπό κρίση υπόθεση. Με απόφαση της 23 Νοεμβρίου 2017, το περιφερειακό δικαστήριο του Maramureș έκρινε ότι ο νομοθέτης είχε την πρόθεση να επιτρέψει την επιστροφή του τέλους χαρτοσήμου μόνο στις περιπτώσεις στις οποίες η επίμαχη αγωγή είχε καταστεί άνευ αντικειμένου λόγω κάποιου είδους νομοθετικής παρέμβασης (και, επομένως, ανεξαρτήτως της συμπεριφοράς των διαδίκων στη διαδικασία – είτε υπαίτιας είτε όχι).
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Ο προσφεύγων κατήγγειλε ότι δεν είχε δίκαιη δίκη. Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι ο καθορισμός των εξόδων της δίκης στην παρούσα υπόθεση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 6 § 1 της ΕΣΔΑ. Η διαδικασία κατανομής της περιουσίας αφορούσε τον καθορισμό των πολιτικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων του ενάγοντος και των εξόδων της διαδικασίας, έστω και αν αποφασίστηκε χωριστά, έπρεπε να θεωρηθεί ως συνέχεια της ουσιαστικής διαφοράς και, ως εκ τούτου, ως μέρος του καθορισμού των πολιτικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων» (βλ. απόφαση Robins κατά Ηνωμένου Βασιλείου της 23 Σεπτεμβρίου 1997 §§ 28-29και Macková κατά Σλοβακίας της 29.03.2005, αρ. προσφ. 51543/99 § 55). Ως εκ τούτου, εφαρμόστηκε το άρθρο 6. Αυτό δεν αμφισβητήθηκε από τους διαδίκους.
Περαιτέρω, το Δικαστήριο επισήμανε ότι η αιτίαση αυτή δεν ήταν ούτε προδήλως αβάσιμη ούτε απαράδεκτη για άλλους λόγους που απαριθμούνται στο άρθρο 35 και κρίθηκε παραδεκτή.
Ο προσφεύγων υποστήριξε ότι τα δικαστικά έξοδα είχαν επιστραφεί σε διάφορες περιπτώσεις. Στηρίχθηκε σε ένα σύνολο αποφάσεων που προστέθηκαν στη δικογραφία, όπου, μεταξύ άλλων, τα σχετικά δικαστικά έξοδα για παρόμοιες διαδικασίες διανομής είχαν επιστραφεί. Οι αποφάσεις είχαν διευθετηθεί μέσω συμβολαιογραφικών υπηρεσιών. Οι διάφορες πραγματικές βάσεις στις οποίες αναφερόταν η κυβέρνηση δεν ασκούσαν επιρροή, δεδομένου ότι η εφαρμοστέα νομική διάταξη ήταν η ίδια – ήτοι το άρθρο 45 παρ. 1 στ. γ του ΕΚΔ αριθ. 80/2013, το οποίο επέτρεπε την επιστροφή των εξόδων σε περίπτωση που μια υπόθεση καθίστατο άνευ αντικειμένου.
Επισήμανε επίσης ότι ο μόνος μηχανισμός που μπορούσε να ενοποιήσει τις αντιφατικές αποφάσεις των δικαστηρίων ήταν η άσκηση ενδίκου μέσου. Εντούτοις, η προσφυγή αυτή ήταν διαθέσιμη μόνο σε λίγες κρατικές αρχές –ο ίδιος, ως τακτικός ενάγων, δεν νομιμοποιούνταν ενεργητικώς να ασκήσει προσφυγή.
Η κυβέρνηση υποστήριξε ότι δεν υπήρχε αποκλίνουσα νομολογία επί του θέματος, κυρίως επειδή οι υποθέσεις που επικαλέστηκε ο προσφεύγων αναφέρονταν σε διαφορετικές πραγματικές περιστάσεις που διέπονταν από διαφορετικούς κανόνες από εκείνους που ίσχυαν στην περίπτωσή του. Η εφαρμοστέα διάταξη – άρθρο 45 § 1 (γ) του ΕΚΔ αρ. 80/2013 – προέβλεπε την (ολική ή μερική) επιστροφή των δικαστικών εξόδων σε περίπτωση που «η υπόθεση είχε καταστεί άνευ αντικειμένου, λόγω ορισμένων νομικών διατάξεων»· η διάταξη αυτή δεν κάλυπτε την κατάσταση της προσφεύγουσας, δεδομένου ότι οι διάδικοι της υπό κρίση υποθέσεως είχαν αποφασίσει να διευθετήσουν την υπόθεσή τους ενώπιον συμβολαιογράφου, στο πλαίσιο διαδικασίας εκούσιας δικαιοδοσίας.
Προς επίρρωση της θέσης τους, η κυβέρνηση υπέβαλε διάφορες απόψεις που εξέφρασαν τα εθνικά δικαστήρια από τα οποία είχαν ζητήσει να εκφράσουν γνώμη σχετικά με το θέμα αυτό. Η πλειοψηφία των δικαστηρίων έκρινε ότι η απόρριψη μιας αγωγής ως άνευ αντικειμένου κατόπιν συμφωνίας των ενδιαφερομένων μερών δεν θεωρήθηκε από το νόμο ως εξαίρεση που να δικαιολογεί την επιστροφή των τελών χαρτοσήμου. Τα τέλη χαρτοσήμου και γενικά τα δικαστικά τέλη αποτελούσαν θέμα που αφορούσε το δημόσιο προϋπολογισμό. Ως εκ τούτου, οποιαδήποτε ερμηνεία της σχετικής νομοθεσίας έπρεπε να είναι αυστηρή, ενώ έπρεπε να αποφεύγεται η τελολογική ερμηνεία.
Παρόμοια δυνατότητα «επιστροφής» προβλεπόταν για τις περιπτώσεις στις οποίες η υπό κρίση υπόθεση διευθετούνταν μέσω διαδικασίας διαμεσολάβησης: το δικαστήριο, αφού έλαβε γνώση της συμφωνίας των μερών, μπορούσε να δεχθεί την επιστροφή στο αίτημα των μερών ποσού ίσου προς το 50 % του πλήρους τέλους χαρτοσήμου, εφόσον η επίμαχη διαδικασία αφορούσε δικαιώματα ιδιοκτησίας. Ωστόσο, η δυνατότητα αυτή δεν είχε εφαρμογή στην περίπτωση του προσφεύγοντος.
Επιπλέον, δεν υπήρχε ευρεία εσωτερική νομολογία που να στηρίζει τη θέση του προσφεύγοντος επί του θέματος. Επιπλέον, η καταβολή ολόκληρου του ποσού του τέλους χαρτοσήμου δεν συνιστούσε δυσανάλογη επιβάρυνση, δεδομένου ότι η υπόθεση είχε παραπεμφθεί ενώπιον δικαστηρίου για εξέταση (ανεξάρτητα από τον τρόπο με τον οποίο είχε περατωθεί) και ότι η ενέργεια είχε απασχολήσει ολόκληρο το δικαστικό μηχανισμό· η διαδικασία αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας πριν από την εξέταση των αιτημάτων του δικαστηρίου, ήταν ο τελευταίος τρόπος επίλυσης μιας διαφοράς και συνεπαγόταν την καταβολή σημαντικών δικαστικών εξόδων.
Πολύ λίγα δικαστήρια (περιφερειακά και τοπικά δικαστήρια) αποφάνθηκαν ότι είχε παραβιαστεί η ασφάλεια δικαίου στην υπόθεση του προσφεύγοντος, στο μέτρο που η ερμηνεία των δικαστηρίων δεν ήταν συνεκτική και προβλέψιμη. Επιπλέον, έκριναν ότι έπρεπε να του επιστραφεί το 50% του συνολικού καταβληθέντος ποσού, σημειώνοντας ότι ήταν κοινή πρακτική των δικαστηρίων να λαμβάνουν υπόψη τη συμφωνία των μερών να διευθετήσουν το επίμαχο ζήτημα· ορισμένα θεώρησαν επίσης ότι οι νομικές διατάξεις η ρύθμιση των διαδικασιών διαμεσολαβήσεως ήταν κρίσιμες για το επίμαχο νομικό ζήτημα· επέτρεψαν την επιστροφή του 50 % του συνολικού ποσού σε περίπτωση που η διαφορά είχε επιλυθεί στο πλαίσιο διαδικασίας εκούσιας δικαιοδοσίας· τέλος, άλλα δικαστήρια θεώρησαν ότι ο εναγόμενος θα μπορούσε να παραιτηθεί από την αγωγή του (renunţare la judecatǎ) πριν από την κοινοποίηση δικογράφων στον αντίδικο και στη συνέχεια να ζητήσει την επιστροφή των εξόδων του, σύμφωνα με το άρθρο 45 παράγραφος 1 στοιχείο δ.
Η κυβέρνηση κατέληξε υποστηρίζοντας ότι ο προσφεύγων μπορούσε να επικαλεστεί τις διατάξεις που διέπουν τις προσφυγές προς το συμφέρον του νόμου, μηχανισμό ικανό να επιλύσει κάθε σύγκρουση που αφορά τη νομολογία των εθνικών δικαστηρίων .
Σε αντίθεση με το πλούσια νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με το ζήτημα των φερόμενων υπερβολικών δικαστικών εξόδων, η υπό κρίση υπόθεση δεν αφορούσε το ζήτημα της πρόσβασης του προσφεύγοντος σε δικαστήριο, αλλά την προβαλλόμενη αποκλίνουσα ερμηνεία του εθνικού δικαστηρίου του νόμου που προβλέπει την επιστροφή των δικαστικών εξόδων. Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο επανέλαβε ότι η επίλυση του ζητήματος των δικαστικών εξόδων μπορεί να έχει επιπτώσεις στο δίκαιο χαρακτήρα της διαδικασίας στο σύνολό της (βλ. Stankiewicz κατά Πολωνίας, αριθ. 46917/99 § 60).
Αρχικά, το Δικαστήριο επανέλαβε ότι η απαίτηση καταβολής τελών στα πολιτικά δικαστήρια σε σχέση με αξιώσεις που κλήθηκαν να καθορίσουν δεν ήταν ασυμβίβαστη αυτή καθαυτή με το άρθρο 6 § 1 της Σύμβασης (βλ. Kreuz κατά Πολωνίας, αριθ.28249/95 § 60 της 19.06.2001). Επιπλέον, δεν υπήρχε τίποτα ασυνήθιστο σε ένα σύστημα στο οποίο τα δικαστικά έξοδα για χρηματικές αξιώσεις εξαρτήθηκαν από το επίδικο ποσό, το οποίο ενέπιπτε στο περιθώριο εκτίμησης του κράτους για τη ρύθμιση και τον καθορισμό του συστήματός του για τα δικαστικά τέλη, όπως έκρινε σκόπιμο. Το σύστημα, ωστόσο, έπρεπε να είναι επαρκώς ευέλικτο ώστε να επιτρέπει σε έναν διάδικο να επωφεληθεί από την πλήρη ή μερική απαλλαγή από την καταβολή δικαστικών τελών ή από μείωση των δικαστικών τελών (βλ. Nalbant κ.α. κατά Τουρκίας της 03.05.2022, αριθ. προσφ. 59914/16, § 40).
Το δικαστήριο επισήμανε ότι ο προσφεύγων είχε ζητήσει και απολαύσει της δυνατότητας καταβολής των δικαστικών εξόδων σε δόσεις, δεδομένου ότι το σύστημα αυτό μπορούσε, εν γένει, να προβλέψει μειώσεις ή απαλλαγές χορηγούμενες σε συνάρτηση με τα εισοδήματα του ενάγοντος, υπογράμμισε όμως ότι το ζήτημα που διακυβεύεται εν προκειμένω δεν είναι η ίδια η καταβολή δικαστικών τελών, αλλά οι όροι υπό τους οποίους τα τέλη που είχαν ήδη καταβληθεί ή επρόκειτο να καταβληθούν, ενδέχετο να επιστραφούν.
Συναφώς, το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο ήταν σαφές, προβλέποντας ελάχιστες περιπτώσεις στις οποίες μπορούσε να επιτραπεί η επιστροφή αυτή. Οι πιθανές περιπτώσεις περιλάμβαναν την περίπτωση κατά την οποία το (πλήρες) ποσό δεν ήταν απαιτητό, όταν ο ενάγων παραιτήθηκε από την αγωγή του πριν ενημερωθεί σχετικά ο αντίδικος και στην περίπτωση που η εν λόγω αγωγή κατέστη άνευ αντικειμένου λόγω νομοθετικής διάταξης. Ωστόσο, ο προσφεύγων ισχυρίστηκε ότι όσον αφορά την τελευταία περίπτωση (η οποία προβλεπόταν στο άρθρο 45 § 1 στοιχείο γ του ΕΚΔ αριθ. 80/2013), τα εθνικά δικαστήρια είχαν υιοθετήσει διαφορετικές και αντικρουόμενες απόψεις.
Στο σημείο αυτό, το Δικαστήριο έπρεπε να υπενθυμίσει ότι δεν ήταν καθήκον του, εκτός από την περίπτωση αρνησιδικίας ή προφανούς αυθαιρεσίας, να συγκρίνει διαφορετικές αποφάσεις εθνικών δικαστηρίων, ακόμη και αν είχαν εκδοθεί σε φαινομενικά παρόμοιες διαδικασίες, δεδομένου ότι έπρεπε να γίνει σεβαστή η ανεξαρτησία των δικαστηρίων αυτών (βλ. απόφαση Ādamsons κατά Λεττονίας της 24.06.2008, αριθ. προσφ. 3669/03 § 118). Ταυτόχρονα, η διαφορετική μεταχείριση δύο διαφορών δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι δημιούργησε αντικρουόμενη νομολογία όταν αυτή δικαιολογηθεί από τη διαφορά των επίμαχων πραγματικών καταστάσεων (βλ. Hayati Çelebi κ.α. κατά Τουρκίας της 09.02.2016, αριθ. προσφ. 582/05 § 52).
Επιπλέον, το Δικαστήριο είχε αναγνωριστεί ότι η δυνατότητα έκδοσης αντιφατικών δικαστικών αποφάσεων αποτελούσε εγγενές χαρακτηριστικό κάθε δικαιοδοτικού συστήματος το οποίο στηριζόταν σε ένα δίκτυο πρωτόδικων δικαστηρίων και εφετείων με αρμοδιότητα στην περιοχή της κατά τόπον αρμοδιότητάς τους. Τέτοιες αποκλίσεις μπορούσαν επίσης να προκύψουν εντός του ίδιου δικαστηρίου. Αυτό δεν μπορούσε να θεωρηθεί αντίθετο προς τη Σύμβαση. Ωστόσο, τα κριτήρια που καθοδήγησαν την εκτίμηση του Δικαστηρίου σχετικά με τις συνθήκες υπό τις οποίες αντικρουόμενες αποφάσεις διαφορετικών εθνικών δικαστηρίων, που αποφάνθηκαν σε τελευταίο βαθμό, υπήρχε το ενδεχόμενο να παραβίαζαν την απαίτηση δίκαιης δίκης που κατοχυρωνόταν στο άρθρο 6 § 1, συνίστατο στη διαπίστωση του κατά πόσον «βαθιά και μακρά» πάγιες διαφορές υπήρχαν στη νομολογία των εθνικών δικαστηρίων, στο αν το εσωτερικό δίκαιο προβλέπει μηχανισμό ικανό να υπερνικήσει τις ανακολουθίες αυτές, αν ο μηχανισμός αυτός έχει εφαρμοστεί και, ενδεχομένως, με ποιον τρόπο [βλ. NEJDET ŞAHİN AND PERİHAN ŞAHİN κατά Τουρκίας της 20.10.2011, αρ. προσφ. 13279/05 §§ 49-58 και 61).
Όσον αφορά την υπό κρίση υπόθεση, το Δικαστήριο επισήμανε, βάσει της σχετικής εσωτερικής νομολογίας που επικαλέστηκαν οι διάδικοι, ότι, με ελάχιστες εξαιρέσεις, το συντριπτικό σύνολο της νομολογία συνέκλινε ως προς τη μη εφαρμογή του άρθρου 45, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του ΕΚΔ αριθ. 80/2013. Επιπλέον, ακόμη και σε λίγες αποφάσεις που έδειχναν ότι σε ορισμένες περιπτώσεις τα δικαστήρια αποφάσισαν να εφαρμόσουν το εν λόγω άρθρο και να επιστρέψουν δικαστικά έξοδα στους εν λόγω ενάγοντες, από την εξέταση του αντίστοιχου πραγματικού πλαισίου προέκυψε ότι κάλυπταν σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα και, κυρίως, ότι αφορούσαν διαφορετικό ουσιαστικό πλαίσιο από αυτό που ίσχυε για την κατάσταση του ενάγοντος (ακύρωση σύμβασης, διαδικασίες αφερεγγυότητας, εκκαθάριση περιουσιακών στοιχείων ή αναγνώριση χρέους). Η μόνη εξαίρεση είναι η απόφαση της 12 Ιουλίου 2017 του περιφερειακού δικαστηρίου του Βουκουρεστίου της τέταρτης περιφέρειας, όπου εξαιρετικά παρόμοιες συνθήκες με αυτές της υπό κρίση υπόθεσης το δικαστήριο δέχθηκε να επιστρέψει τον φόρο βάσει του άρθρου 45 παρ. 1 στ. γ, το οποίο ωστόσο εφαρμοζόταν, σε συνδυασμό με το άρθρο 320 του ΑΚ.
Επιπλέον, οι περισσότερες από τις απόψεις των εγχώριων δικαστηρίων στις οποίες αναφερόταν η κυβέρνηση συμφωνούσαν ως προς το ανεφάρμοστο του άρθρου 45 παράγραφος 1 στοιχείο γ του ΕΚΔ 80/2013. Ορισμένα μόνον δικαστήρια φαινόταν να έτειναν να υπερβαίνουν το γράμμα του νόμου και να εφαρμόσουν «κατ’ αναλογία» το ποσοστό επιστροφής του 50 % που έχει σημασία για τη διαμεσολάβηση ή την ανάκληση αγωγής στην περίπτωση κατά την οποία ο συμβιβασμός πραγματοποιήθηκε ενώπιον του συμβολαιογράφου.
Δεδομένων των περιστάσεων της παρούσας υπόθεσης και βάσει των παραδειγμάτων που παρείχαν οι διάδικοι ως κρίσιμα για το επίμαχο ζήτημα, το Δικαστήριο δεν μπορούσε επομένως να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι υπήρξαν βαθιές και μακροχρόνιες διαφορές στη σχετική νομολογία των εθνικών δικαστηρίων.
Επιπλέον, καίτοι δυσμενής, η έκβαση της διαδικασίας από τον προσφεύγοντα (στην οποία αυτός, εκπροσωπούμενος από τον δικηγόρο της επιλογής του, μπόρεσε να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία και να διατυπώσει ελεύθερα τα επιχειρήματά του, και στην οποία όλα τα επιχειρήματα εξετάστηκαν δεόντως από τα δικαστήρια) ήταν απολύτως σύμφωνη με την πάγια απαίτηση ότι ο προσφεύγων έπρεπε να συνεισφέρει με εύλογο ποσό στα έξοδα άσκησης της αγωγής και εν πάση περιπτώσει, το εν λόγω αποτέλεσμα δεν μπορούσε να θεωρηθεί αυθαίρετο ή προδήλως παράλογο.
Το ΕΔΔΑ δεν διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ